Μαρία Στύλλου |
της Μαρίας Στύλλου
Είναι δύσκολο να ξεχωρίσει κανένας τις εκλογές στις 20 Σεπτέμβρη από τη μάχη που έχουμε να δώσουμε για να μην εφαρμοστεί ούτε ένα γράμμα από τη νέα Συμφωνία που ψήφισε η προηγούμενη Βουλή με τη συνεργασία ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ-Ποτάμι-ΠΑΣΟΚ-ΑΝΕΛ. Στόχος μας είναι να μην αφήσουμε να περάσουν οι εφαρμοστικοί νόμοι που περιμένουν στην ουρά αμέσως μετά τις εκλογές, αλλά και να ακυρώσουμε όλα όσα ψήφισαν παίρνοντας πίσω παλιά και νέα Μνημόνια.
Μα είναι δυνατόν να γίνει αυτό μέσα από τις εκλογές; Η απάντηση είναι ότι το αποτέλεσμα της κάλπης θα παίξει ρόλο και για τα δυο στρατόπεδα: μπορεί να οξύνει την πολιτική κρίση στο στρατόπεδο της κυρίαρχης τάξης και να ανεβάσει την αυτοπεποίθηση στο στρατόπεδο της εργατικής αντίστασης.
Χρειάζεται το δυνάμωμα της αριστερής αντιπολίτευσης συνολικά και της αντικαπιταλιστικής αριστεράς ιδιαίτερα και αυτό είναι εφικτό καθώς χιλιάδες στρέφονται στα αριστερά πέρα από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να συγκρατήσει τις μαζικές αποχωρήσεις που ξεκίνησαν στις 14 Αυγούστου, την ημέρα που η συμμαχία Τσίπρα, Μεϊμαράκη και λοιπών ψήφισαν το νέο Μνημόνιο και που από τότε έχουν γίνει χείμαρρος.
Ο Τσίπρας και το επιτελείο του χρησιμοποιούν τρία ψέματα για να χρυσώσουν το χάπι του νέου Μνημόνιου, να μπορέσουν να βγούνε πρώτο κόμμα και έτσι να γίνουν ο κορμός της επόμενης κυβέρνησης με όλα ή κάποια από τα κόμματα που συνεργάστηκαν στις κρίσιμες ψηφοφορίες της περασμένης Βουλής.
Το πρώτο είναι ότι η Συμφωνία με τους δανειστές είναι λιγότερο σκληρή από τα προηγούμενα Mνημόνια – π.χ. δεν έχει τα μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα που είχε συμφωνήσει η κυβέρνηση του Σαμαρά. Το δεύτερο, ότι η αυτοδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ θα σημάνει «ευαισθησία» και «βελτιώσεις» του νέου Μνημονίου. Και το τρίτο ψέμα είναι ότι δεν είχε άλλο δρόμο.
Η απάντηση και στα τρία ψέματα είναι ενιαία. Η Συμφωνία μπορούσε να μη γίνει εάν ο ΣΥΡΙΖΑ στηριζόταν στον κόσμο που ψήφισε ΟΧΙ στο δημοψήφισμα, σ’ αυτή την τεράστια δύναμη που ψήφιζε και απαιτούσε πολύ απλά «Σύγκρουση και όχι συμβιβασμό». Είναι ο κόσμος, οι εργάτες και οι εργάτριες, οι νέοι και οι νέες που έδωσαν σκληρή μάχη ενάντια στα δυο προηγούμενα Μνημόνια, που έχουν πληρώσει με δάκρυα και αίμα τα προηγούμενα μέτρα και που προτιμούσαν τη σύγκρουση παρά την υποταγή. Μ’ αυτή τη δύναμη μπορούσε η «πρώτη φορά» κυβέρνηση της Αριστεράς να παγώσει την πληρωμή του Χρέους, να συγκρουστεί με τα δεσμά της Ευρωζώνης και της Ε.Ε. και να βάλει την προοπτική της οργάνωσης της οικονομίας και της κοινωνίας με βάση τις ανάγκες της πλειοψηφίας και όχι τους τραπεζίτες.
Άπαξ και δεν το έκανε αυτό, στηριγμένη στη δύναμη και στη δυναμική του δημοψηφίσματος, δεν υπάρχει άλλη προοπτική γι’ αυτήν παρά να πληρώσει γι’ αυτό. Και με τις εκλογές, αλλά πάνω απ’ όλα με τις μάχες στη συνέχεια.
Οι σημερινές της διακηρύξεις είναι καρπός αυτής της επιλογής, με ποιους διάλεξε να συνεργάζεται και διεθνώς και στην Ελλάδα.
Το επιχείρημα ότι έστω πέτυχε να διαιρέσει την Ε.Ε. σε δυο κομμάτια, στους καλούς και στους κακούς όπου στους πρώτους ανήκουν ο Ολάντ και ο Ρέντζι, δεν έχει καμιά σχέση με την πραγματικότητα και το τι συμβαίνει εκεί. Προγράμματα λιτότητας και περικοπές είναι η τελευταία λέξη και στη Γαλλία και στην Ιταλία, όπως και σε όλη την Ευρώπη. Η ύφεση συνεχίζεται, για την ακρίβεια η κατάσταση επιδεινώνεται στις ατμομηχανές τις παγκόσμιας οικονομίας και στην Κίνα με το κραχ της Σαγκάης και στις ΗΠΑ με την απειλή της ανόδου των επιτοκίων. Οι καπιταλιστές απαιτούν ξανά ότι το κόστος πρέπει να το πληρώσει η εργατική τάξη – διεθνώς, στην Ε.Ε. και στην Ελλάδα. Ο πρόεδρος του ΣΕΒ ήδη έκανε δηλώσεις χαιρετίζοντας τη Συμφωνία και ζητώντας κυβέρνηση συνεργασίας αμέσως μετά τις εκλογές.
Η πραγματικότητα είναι ότι ακόμη και το μέρος της Συμφωνίας που ο «προσγειωμένος» ΣΥΡΙΖΑ του Τσίπρα εμφανίζει ως «ευνοϊκό για την Ελλάδα», όπως το χαμηλότερο πρωτογενές πλεόνασμα, δεν είναι σίγουρο ότι δεν θα αλλάξει προς το χειρότερο. Η ανάγκη για μεγαλύτερα πλεονάσματα, για σκληρότερα οριζόντια μέτρα και για αδυσώπητες περικοπές σε ό,τι έχει απομείνει από το «κράτος πρόνοιας» δεν θα καθορίζεται από την κυβέρνηση αλλά από τους δανειστές. Και οι τραπεζίτες είναι αδυσώπητοι προκειμένου να μην έχουν νέες Λήμαν Μπράδερς. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα καταφέρουν να αποφύγουν νέες χρεοκοπίες, αλλά ότι η μόνη λύση τους είναι να φορτώσουν ακόμη πιο τεράστιο κόστος για την εργατική τάξη.
Η κυβέρνηση δεν παραιτήθηκε, έπεσε!
Η εικόνα του ΣΥΡΙΖΑ σήμερα είναι πολύ διαφορετική από αυτή των τελευταίων δυόμισι χρόνων. Από τις εκλογές του 2012 που στον πρώτο γύρο έφτασε να βγει δεύτερο κόμμα με 17%, ρίχνοντας το ΠΑΣΟΚ στην τρίτη θέση με 12% (από 44% τον Οκτώβρη του 2009), και στον δεύτερο γύρο έφτασε στο 27%, πήρε δυο μονάδες κάτω από τη Ν.Δ. και κόντεψε να πάρει την πρωτιά. Αυτή η μαζική μετακίνηση προς τον ΣΥΡΙΖΑ συνεχίστηκε, με αποτέλεσμα στις 25 Γενάρη φέτος να βγει πρώτο κόμμα και να σχηματίσει κυβέρνηση έχοντας δυο έδρες λιγότερες, 149, από την αυτοδυναμία.
Επτά μήνες αργότερα, η νέα προεκλογική περίοδος είναι η μέρα με τη νύχτα. Ο ΣΥΡΙΖΑ πηγαίνει στην προεκλογική περίοδο με τεράστιες απώλειες. Με την αποχώρηση της Αριστερής Πλατφόρμας και 32 βουλευτών που καταψήφισαν το Μνημόνιο, με πολλούς από τους βουλευτές που ψήφισαν παρών/ούσες να δηλώνουν ότι δεν θα κατέβουν στις επόμενες εκλογές, δηλώνοντας εμμέσως πλην σαφώς την αποχώρηση τους από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Η κρίση και διάσπαση δεν περιορίζεται στην κορυφή και δεν είναι μάχη για τις καρέκλες όπως λάθος ή εσκεμμένα υποστηρίζει ο φιλικός στον ΣΥΡΙΖΑ τύπος και κάποια παπαγαλάκια που συνεχίζουν την επίθεση στην Αριστερή Πλατφόρμα, όπως έκαναν όταν λειτουργούσε μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ, και πολύ περισσότερο τώρα που έφυγε και δημιούργησε τη Λαϊκή Ενότητα.
Το πόσο λάθος είναι αυτή η άποψη φαίνεται από το πόσο η κρίση έχει επηρεάσει το ίδιο το κόμμα στη βάση: τοπικές οργανώσεις κλειστές, η ηγεσία της νεολαίας αποχωρεί, νομαρχιακές οργανώσεις τάσσονται κατά πλειοψηφία με τη Λαϊκή Ενότητα και πάνω απ’ όλα, η συζήτηση που έχει ανοίξει στις εργατογειτονιές και σε όλους τους εργατικούς χώρους. πολιτική συζήτηση γιατί και πώς κατέληξε εκεί ο ΣΥΡΙΖΑ και ποια μπορεί να είναι η προοπτική.
Εάν στην προηγούμενη προεκλογική περίοδο η συζήτηση ήταν το «τι μπορεί να κάνει η κυβέρνηση της Αριστεράς», σήμερα συγκεντρώνεται στο τι μπορεί να κάνει η εργατική τάξη και η Αριστερή Αντιπολίτευση. Η συζήτηση πάνω στο υποκείμενο, ή καλύτερα πάνω στον «τυφλοπόντικα» της ιστορίας όπως χαρακτήριζε ο Μαρξ την εργατική τάξη, είναι στην πρώτη γραμμή, όχι μόνο θεωρητικά, αλλά και συγκεκριμένα, και για την ψήφο, αλλά πάνω απ’ όλα για την επόμενη μέρα.
Αυτή είναι η δύναμη που ανάγκασε την Αριστερή Πλατφόρμα να φύγει από τον ΣΥΡΙΖΑ, παρόλο που μέχρι την τελευταία στιγμή έκανε δηλώσεις πίστης στον ΣΥΡΙΖΑ και στην κυβέρνηση.
Είναι δύσκολο να ξεχάσει κανείς ότι στην απειλή του Τσίπρα ότι θα ζητούσε ψήφο εμπιστοσύνης, η ηγετική ομάδα της Πλατφόρμας έκανε δηλώσεις ότι δεν θέλουν να ρίξουν την κυβέρνηση και αυτό που αναζητούσαν και συζητούσαν ήταν ο τρόπος να συμβιβάσουν τα συμβίβαστα: την αντίθεση στο Μνημόνιο και τη στήριξη στην κυβέρνση. Όμως επειδή η ανταρσία στη βάση του ΣΥΡΙΖΑ άρχισε να μεγαλώνει και να γίνεται ανεξέλεγκτη, η Αριστερή Πλατφόρμα πήρε τη σωστή πρωτοβουλία να φύγει.
Όσοι την κατηγορούν για διάσπαση, χρειάζεται να θυμηθούν ότι διασπάσεις και αποχωρήσεις έχουν υπάρξει σε όλες τις κρίσιμες καμπές του εργατικού κινήματος, όπως η πενταετία 1918-23 μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν η Ρώσικη Επανάσταση και η έφοδος στους ουρανούς άνοιγε διάπλατα νέες προοπτικές για το εργατικό κίνημα και για ένα κομμάτι, το πιο ριζοσπαστικό, της Αριστεράς.
Είναι ειρωνικό ότι οι απολογητές του Τσίπρα είναι διατεθειμένοι να θυμηθούν τον Λένιν και το Μπρεστ-Λιτόφσκ για να δικαιολογήσουν συμβιβασμούς, αλλά προτιμούν να μην θυμούνται ότι ο Λένιν και οι Μπολσεβίκοι χρειάστηκε να διαχωριστούν από τους Μενσεβίκους για να νικήσει η επανάσταση.
Το πραγματικό ερώτημα είναι, βρισκόμαστε στο ίδιο σημείο σήμερα; Χρειαζόμαστε επαναστατική αριστερά για να πάμε μπροστά;
Το δημοψήφισμα - καμπή
Τα συνδικάτα, με επικεφαλής την ΑΔΕΔΥ, συνεδρίαζαν την Παρασκευή 26 Ιούνη για να αποφασίσουν την επόμενη Γενική Απεργία ενάντια στη νέα Συμφωνία που τότε ετοιμαζόταν. Η πρόταση από μεριάς συνδικαλιστών της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, του ΜΕΤΑ, και του ΕΜΕΙΣ, ήταν απεργία για 30 Ιούνη. Πιθανή ημερομηνία που θα υπογραφόταν από την κυβέρνηση και τους δανειστές η νέα Συμφωνία. Η απόφαση για Γενική Απεργία δεν βγήκε, αλλά η κυβέρνηση λειτουργούσε κάτω απ’ αυτή την απειλή.
Με τα αδιέξοδα μπροστά, όπου οι δανειστές δεν ήταν διατεθειμένοι να υποχωρήσουν σε τίποτα, αλλά αντίθετα κλιμάκωναν τα αιτήματά τους, και με την πίεση μιας πανεργατικής απεργίας που θα ξεκινούσε με την υπογραφή και που είχε τη δυναμική να κλιμακώσει την εργατική αντίσταση, ο Τσίπρας έβαλε στο τραπέζι του Υπουργικού Συμβουλίου την πρόταση για δημοψήφισμα στις 5 Ιούλη. Η ανακοίνωση για το δημοψήφισμα έγινε Παρασκευή βράδυ με διάγγελμα του πρωθυπουργού και μπροστά μας είχαμε ακριβώς μια βδομάδα για να το οργανώσουμε.
Η καμπάνια για το δημοψήφισμα ξεσήκωσε όλους τους εργατικούς χώρους, όλες τις εργατογειτονιές, από την επόμενη μέρα. Εκείνο το Σάββατο στις πλατείες και στις λαϊκές οργανώνονται αυθόρμητες συγκεντρώσεις γύρω από συντρόφους που πουλούσαν την Εργατική Αλληλεγγύη, φώναζαν με ντουντούκα «στο δημοψήφισμα ψηφίζουμε ΌΧΙ στη Συμφωνία» και ζητούσαν στον κόσμο να υπογράψει κάτω από το κείμενο που είχε το τρίπτυχο «ψηφίζουμε μαζικά ΟΧΙ στη Συμφωνία» - «Να πάρει πίσω η κυβέρνηση όλες τις υποχωρήσεις» - «Εμπρός για – διαγραφή του χρέους – έξοδο από Ευρώ – Ε.Ε. – κρατικοποίηση των τραπεζών και εργατικό έλεγχο».
Χωρίς υπερβολή το γκάλοπ εκείνης της ημέρας ήταν ότι ο κόσμος συμφωνούσε στο 100%, και στα τρία, υπέγραφε κα ζητούσε συνέχεια. Η νίκη αυτού του κόσμου στο δημοψήφισμα ήταν σαρωτική με την κυρίαρχη τάξη να παίρνει ξεκάθαρα τη γεύση της ήττας της: οι εκβιασμοί, τα λοκ-άουτ που οργάνωσε και τα συλλαλητήρια όπου κατέβηκαν οργανωμένα τα Βόρεια προάστια, κατάληξαν μόλις στο 38%.
Ήταν μια αναμέτρηση πολύ επώδυνη για την κυρίαρχη τάξη, που οδήγησε άμεσα στην παραίτηση του Σαμαρά και μετά από λίγες μέρες, του Βενιζέλου. Στις 5 Ιούλη το βράδυ, το Σύνταγμα γέμισε από τις χιλιάδες που γιόρταζαν τη νίκη και συζητούσαν για την επόμενη μέρα.
Δεν μπορεί να εξηγήσει κανένας αυτό το αποτέλεσμα μόνο με την εικόνα της ταξικής πόλωσης εκείνης της εβδομάδας. Είναι σαφές ότι αυτό έπαιξε ρόλο, αλλά χρειάζεται να δούμε σ’ αυτό το αποτέλεσμα την ριζοσπαστικοποίηση και τη συνέχιση της αριστερόστροφης πορείας της εργατικής τάξης.
Είναι η τάξη που διάψευσε κάθε πρόβλεψη ότι μετά τις 25 Γενάρη, θα εναποθέσει όλες της τις ελπίδες στην κυβέρνηση της Αριστεράς και στις κινήσεις των υπουργών. Τους πέντε μήνες από τις εκλογές μέχρι το δημοψήφισμα, μήνα-μήνα, βδομάδα-βδομάδα, αυτό που ακολούθησε ήταν κινητοποιήσεις, μάχες, απεργίες.
Η ΕΡΤ άνοιξε μέσα από τις κινητοποιήσεις και το κίνημα της συμπαράστασης. Οι καθαρίστριες πήραν πίσω τις δουλειές τους γιατί συνέχισαν να κρατάνε και να οργανώνουν το κέντρο αντίστασης στην Καραγεώργη Σερβίας. Η ιδιωτικοποίηση του ΟΛΠ δεν έχει ακόμα εφαρμοστεί παρόλη τη Συμφωνία του Δραγασάκη με την Cosco, γιατί οι εργαζόμενοι του ΟΛΠ κατέβηκαν σε απεργία και γιατί σε όλο τον Πειραιά φούντωσε ένα κίνημα συμπαράστασης που απειλούσε ότι θα κατεβάσουν όλοι οι εργαζόμενοι τα ρολά και τα εργαλεία, εάν η κυβέρνηση τολμούσε να προχωρήσει στην ιδιωτικοποίηση του ΟΛΠ. Είναι μια μάχη που θα συνεχίσει μετά τις εκλογές, με όποιο αποτέλεσμα και με όποια κυβέρνηση.
Ο Μάης ήταν ο μήνας με απεργίες στα λιμάνια, στα νοσοκομεία, στα Πετρέλαια, και την 24ωρη απεργία στις 20 Μάη σε όλο το δημόσιο που κήρυξε η ΑΔΕΔΥ.
Τον Απρίλη κυριάρχησε παντού, σε σωματεία, γειτονιές, σχολές, η αντιφασιστική κινητοποίηση της 20 Απρίλη, τη μέρα που ξεκίνησε η δίκη της Χρυσής Αυγής στον Κορυδαλλό. Η ΑΔΕΔΥ έβγαλε απόφαση για τετράωρη στάση και συμμετοχή στο συλλαλητήριο και στην συγκέντρωση μπροστά στα δικαστήρια με αίτημα να καταδικαστούν σε ισόβια οι ηθικοί και φυσικοί αυτουργοί των δολοφονιών των ταγμάτων εφόδου. Το συλλαλητήριο και η συγκέντρωση ήταν τόσο μεγάλες που έβαλαν σε ανησυχία όλους όσους προετοίμαζαν μια προσπάθεια να πετύχουν στα μουλωχτά αθώωση του Μιχαλολιάκου και της βουλευτικής ομάδας των νεοναζί.
21 Μάρτη σε συνεργασία της ΚΕΕΡΦΑ και των συνδικάτων οργανώθηκαν αντιφασιστικά αντιρατσιστικά συλλαλητήρια σε τέσσερεις πόλεις – Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Χανιά και Πάτρα, με αιτήματα: Σύνορα ανοιχτά, ιθαγένεια για όλα τα παιδιά, και για την παραδειγματική τιμωρία των δολοφόνων της Χ.Α.
Η διακίνηση της Εργατικής Αλληλεγγύης είναι ένα μέτρο για τα βήματα που έκανε η εργατική τάξη μέσα στους μήνες της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Την ημέρα των βουλευτικών εκλογών στις 25 Γενάρη, πουλήθηκαν έξω από τα εκλογικά τμήματα στο λεκανοπέδιο 355 εφημερίδες και 20 περιοδικά Σοσιαλισμός από τα κάτω. Την ημέρα του δημοψηφίσματος τριπλασιάστηκαν! Οι ελπίδες του κόσμου μετά τη νίκη της αριστεράς τον Γενάρη δεν μεταφράστηκαν σε ανάθεση, ούτε καν αναμονή, αλλά σε διεκδίκηση και ριζοσπαστικοποίηση.
Η εργατική τάξη το υποκείμενο
Όποια αριστερά ψάχνει λύση έξω από την εργατική τάξη, τρέφει φρούδες ελπίδες και στο τέλος αποτυχαίνει. Όποια αριστερά θεωρεί την εργατική τάξη τελειωμένη και ψάχνει για «άλλα υποκείμενα», αργά ή γρήγορα οδηγείται στο δρόμο του ΣΥΡΙΖΑ. Και όποια αριστερά θεωρεί ότι οι εργάτες/τριες είναι μόνο για τις κάλπες χάνει από τα μάτια της τις εκρήξεις, τις εξεγέρσεις και τα άλματα. Χάνει από την προοπτική της τις δυνατότητες που ανοίγουν για να αλλάξει την κοινωνία.
Και μόνο να θυμηθούμε τις μεγάλες κορυφές των τελευταίων πενήντα χρόνων είναι αρκετό για επιβεβαιώσει τον πρωταγωνιστικό ρόλο της εργατικής τάξης σαν το υποκείμενο της ιστορίας που όσοι το υποτιμούν δεν μπορούν να το βοηθήσουν να νικήσει.
Πρόσφατα τιμήσαμε τα πενήντα χρόνια από τα Ιουλιανά του 1965 – εβδομήντα μέρες που συγκλόνισαν την Ελλάδα, με τον κόσμο στους δρόμους, με τις εργατογειτονιές και τα συνδικάτα σε αναβρασμό, με αίτημα να μην περάσει το πραξικόπημα των ανακτόρων, να φύγει ο βασιλιάς, να κλείσουν τα ανάκτορα. Η συμβιβαστική αριστερά εκείνης της εποχής, η ΕΔΑ, έχει μείνει στην ιστορία σαν αριστερά της ήττας.
1974-76 η Μεταπολίτευση. Απεργίες, καινούργια σωματεία, οι εργατικοί χώροι οργανώνονται από τα κάτω εκλέγοντας επιτροπές, βγάζοντας δικά τους εργατικά έντυπα, υποχρεώνοντας και τα αφεντικά να ικανοποιήσουν τις διεκδικήσεις. Είναι εκείνες οι κατακτήσεις της εργατικής τάξης που ακόμα προσπαθούν τα Μνημόνια να τις ανατρέψουν.
Το 1985 το εργατικό κίνημα συγκρούστηκε με το ΠΑΣΟΚ, το κόμμα που το 1981 κέρδισε τις εκλογές με σαρωτικά ποσοστά. Το 1985, όταν η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, με πρωθυπουργό τον Α.Παπανδρέου και με υπουργό Εθνικής Οικονομίας τον Κώστα Σημίτη, επέβαλε πρόγραμμα λιτότητας με πάγωμα στους μισθούς, στις συντάξεις και στις κοινωνικές δαπάνες, η ανταρσία ήταν πολύ μεγάλη. Ένα μεγάλο κομμάτι των συνδικαλιστών το εγκατέλειψαν και δημιούργησαν μια νέα ηγεσία στη ΓΣΕΕ σε συνεργασία με την Αριστερά, και ταυτόχρονα δημιούργησαν όχι μόνο μια νέα συνδικαλιστική παράταξη, τη ΣΣΕΚ, αλλά και ένα νέο «Σοσιαλιστικό Κόμμα».
Ήταν η πρώτη ανταρσία από τη βάση του ΠΑΣΟΚ, μόλις τέσσερα χρόνια αφού δημιούργησε κυβέρνηση η για «πρώτη φορά σοσιαλιστική κυβέρνηση» στην Ελλάδα. Από τότε ακολούθησαν πολλές για να φτάσουμε στις ανταρσίες ενάντια στο πρώτο Μνημόνιο του ΓΑΠ που έδωσαν τη χαριστική βολή στη νεοφιλελεύθερη σοσιαλδημοκρατία στην Ελλάδα.
Πολλές φορές όλα αυτά ξεχνιούνται στο όνομα μιας εύκολης κοινωνιολογικής ανάλυσης που περιγράφει την εργατική τάξη σαν αποδεκατισμένη ή διάχυτη σε μια φτωχοποιημένη μάζα. Τα υψηλά ποσοστά της ανεργίας, οι χτυπημένες εργασιακές σχέσεις, ο κιτρινισμός της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας αναφέρονται σαν επιχειρήματα υπέρ της εκθρόνισης της εργατικής τάξης από τον ιστορικό της ρόλο. Κανένα από αυτά τα στοιχεία δεν μπορεί να δικαιολογήσει κάτι τέτοιο.
Ήταν άραγε λιγότερο χτυπημένη η εργατική τάξη της δεκαετίας του 1940 με τους εκατό χιλιάδες νεκρούς από την πείνα της ναζιστικής κατοχής σε σύγκριση με τα σημερινά χτυπήματα της μνημονιακής επίθεσης; Κι’ όμως έφτασε στα ύψη μιας ένοπλης εξέγερσης τον Δεκέμβρη του 1944.
Ήταν άραγε λιγότερο διαλυμένες οι εργασιακές σχέσεις του εργατόκοσμου που ερχόταν μετανάστης από τα χωριά του στις οικοδομές της Αθήνας τη δεκαετία του 1960; Κι’ όμως έκανε παλάτια και θρόνους να τρέμουν με την εξέγερση των Ιουλιανών.
Η εργατική τάξη δεν έχει χάσει τη συλλογική δύναμη που της δίνει η θέση της στις παραγωγικές σχέσεις, αντίθετα μέσα από τις μάχες που έχει δώσει και τις εμπειρίες που έχει συσσωρεύσει μπορεί και προχωράει τις ιδέες της, ριζοσπαστικοποιείται και διαψεύδει τους απολογητές των συμβιβασμών.
Η μάχη που έρχεται
Ο ισχυρισμός του Τσίπρα ότι στη νέα Βουλή μετά τις εκλογές δεν θα συνεργαστεί με τα «παλιά» κόμματα, είναι ψεύτικος. Όπως συνεργάστηκε μαζί τους για να περάσει το Μνημόνιο, το ίδιο θα συνεργαστεί μαζί τους για την εφαρμογή του. Η καινούργια Βουλή έχει να περάσει εφαρμοστικούς νόμους με το καλημέρα, και αυτό σημαίνει συνεργασία όχι μόνο για να περνάνε από τη Βουλή, αλλά και να μπαίνουν στην πράξη.
Το κόμμα του «πρώτη φορά αριστερή κυβέρνηση» έχει χάσει από χέρι την αυτοδυναμία και είναι ανοιχτό μέχρι πού θα φτάσει στην προσπάθεια να εξασφαλίσει την πολιτική σταθερότητα για την υλοποίηση της Συμφωνίας με τους «θεσμούς» της ΕΕ, της ΕΚΤ και του ΔΝΤ αλλά και του ΣΕΒ, της Ένωσης Τραπεζών και των εφοπλιστών. Ήταν προκλητικό να διαβάζουμε μέσα στο καλοκαίρι στα φυλλάδια των εφοπλιστών (π.χ. «Ακτή Μιαούλη» της Blue Ferries) ότι πορεύονται χέρι-χέρι με την κυβέρνηση Τσίπρα.
Η επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ να υπογράψει τη Συμφωνία, άνοιξε το δρόμο για να φέρει τα παλιά και διαλυμένα κόμματα ξανά στην κυβέρνηση. Αυτό δεν σημαίνει πολιτική σταθερότητα ακόμα και εάν όλα μαζί μπορούν να σχηματίσουν κυβέρνηση πλειοψηφίας με πάνω από 150 βουλευτές, όπως δεν τους εξασφάλισαν σταθερότητα οι 222 βουλευτές που ψήφισαν το τρίτο Μνημόνιο.
Αυτό που δεν λογαριάζουν είναι ότι η καινούργια κυβέρνηση θα έχει να συγκρουστεί με το εργατικό κίνημα και τις μάχες του ενάντια στο καινούργιο μνημόνιο. Δεν πρέπει να ξεχάσουμε ότι όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις κατάρρευσαν μέσα σ’αυτή τη μάχη.
Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ με ποσοστό 44% το 2009, κατάρρευσε δυο χρόνια αργότερα το 2011. Η κυβέρνηση Παπαδήμου, το προηγούμενο μοντέλο κυβέρνησης συνεργασίας, κράτησε μόνο πέντε μήνες και αναγκάστηκε να προκηρύξει εκλογές τον Μάρτη για τον Μάη του 2012. Η τρικομματική κυβέρνηση Ν.Δ.- ΠΑΣΟΚ – ΔΗΜΑΡ, η πρώτη απόπειρα μετά από το 1989, να συγκυβερνήσει η δεξιά μαζί με την αριστερά – έστω και με ένα μικρό της κομμάτι. Η προηγούμενη φορά ήταν το 1989 όταν ο ενιαίος τότε Συνασπισμός -ΚΚΕ και ΕΑΡ- σχημάτισαν κυβέρνηση με τη Ν.Δ. Το αποτέλεσμα και τότε ήταν η διάσπαση του ΚΚΕ, όπου έχασε όλη την ΚΝΕ και ένα σημαντικό κομμάτι στελεχών του. Η συγκυβέρνηση του 2012 κατάρρευσε ένα χρόνο αργότερα, όταν η κατάληψη της ΕΡΤ την έβαλε σε δοκιμασία. Η κυβέρνηση Σαμαροβενιζέλου κράτησε για άλλους δεκαπέντε μήνες.
Η ανησυχία τώρα των από πάνω είναι το ποια θα είναι η επόμενη κυβέρνηση και πόσο μπορεί να κρατήσει με το καινούργιο Μνημόνιο. Αυτές τις ανησυχίες μπορούμε να τις επιβεβαιώσουμε δυναμώνοντας την Αριστερά πέρα από τον ΣΥΡΙΖΑ και ιδιαίτερα την αντικαπιταλιστική αριστερά, την ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Η δυνατότητα να κάνουμε πράξη το σύνθημα «Stop στα Μνημόνια παλιά και νέα» είναι σήμερα πολύ πιο δυνατή μέσα από τρείς λόγους.
Ο πρώτος είναι η δύναμη των εργαζόμενων που ψήφισαν ΟΧΙ στο δημοψήφισμα και θέλουν να δώσουν αυτή τη μάχη. Εάν το ΟΧΙ πήρε 62% συνολικά, η εργατική τάξη και η νεολαία ψήφισε με ποσοστά πάνω από 80% να μην γίνει η Συμφωνία. Αυτή η δύναμη υπάρχει σε κάθε εργατικό χώρο και είναι πιο αποφασισμένη από πριν το δημοψήφισμα. Η κρίση του ΣΥΡΙΖΑ και η αποχώρηση ενός μεγάλου κομματιού προς τα αριστερά δεν έχει παροπλίσει αυτόν τον κόσμο, αντίθετα του ανεβάζει την αυτοπεποίθηση.
Ο δεύτερος λόγος είναι ακριβώς η αποχώρηση της Αριστερής Πλατφόρμας από τον ΣΥΡΙΖΑ και η δημιουργία της Λαϊκής Ενότητας. Ήταν μια επιλογή που ενισχύει την προοπτική για το μεγάλωμα της Αριστερής Αντιπολίτευσης. Μέχρι τώρα υπήρχε η φωνή του ΚΚΕ μέσα στη Βουλή και η δράση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, τώρα προστίθεται άλλη μια δύναμη. Θα είναι ενθαρρυντικό για τις εργατικές αντιστάσεις να υπάρχουν στη Βουλή και οι τρεις αυτές δυνάμεις. Ανοίγει πάνω απ’ όλα η δυνατότητα να δημιουργηθεί ένα μεγάλο δίκτυο σε κάθε χώρο δουλειάς που να οργανώσει τη μάχη.
Τέλος, ο τρίτος και πιο σημαντικός λόγος, είναι ότι μπορούν να γίνουν συνολικά πολιτικά προχωρήματα της τάξης: μπορεί να γίνει πιο καθαρή η σύνδεση της μάχης ενάντια στα νέα μέτρα με τη διαγραφή του χρέους, τη ρήξη με την Ε.Ε. και το Ευρώ, τον εργατικό έλεγχο στις τράπεζες και στους μεγάλους εργατικούς χώρους.
Είναι εντυπωσιακό ότι αυτός ο προσανατολισμός υπάρχει μέσα σε πολλούς εργατικούς χώρους, σε συνδικαλιστές και εργάτες που έφυγαν από τον ΣΥΡΙΖΑ, και βάζουν προτεραιότητα όχι μόνο την ψήφο στις εκλογές, αλλά και την εναλλακτική πρόταση για τη συνέχεια.
Αυτή η συζήτηση έχει ανοίξει παντού προεκλογικά, και είναι η πρώτη φορά που δεν περιορίζεται η συζήτηση για την επόμενη κυβέρνηση. Αντίθετα, απλώνεται για τις πολιτικές δυνάμεις στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ, τι έχουν να προτείνουν και τι βάζουν σαν πρόγραμμα να κάνουν.
Σε αυτές τις συνθήκες, είναι επιτακτικό να οργανώνουμε ενιαιομετωπικά την πάλη ενάντια σε όλες τις επιθέσεις, αθροίζοντας τις δυνάμεις της αριστερής αντιπολίτευσης την ίδια ώρα που φουντώνει η συζήτηση για τα προγράμματα της ΛΑΕ, του ΚΚΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Μας ενώνει μέσα στις εργατογειτονιές και μέσα σε όλους τους χώρους, στα νοσοκομεία, στα σχολεία, στη ΔΕΗ, στα λιμάνια, στα αεροδρόμια, η πάλη για να σταματήσουμε τις ιδιωτικοποιήσεις, τη διάλυση της δημόσιας και δωρεάν υγείας και παιδείας, τη μείωση των συντάξεων, την αύξηση των ορίων ηλικίας, την εφαρμογή όλων των νόμων των προηγούμενων Μνημονίων και του καινούργιου για τα ασφαλιστικά ταμεία.
Έχουμε παράλληλα να οργανώσουμε πολιτικές μάχες, για τους μετανάστες, για τα ανοιχτά σύνορα, για να διαλυθεί η FRONTEX, για να οργανώνει η εργατική τάξη την υποδοχή των προσφύγων κόντρα στα εγκλήματα το λιμενικού και της αστυνομίας. Έξω από την Ε.Ε.και το Ευρώ σημαίνει έξω από την Ευρώπη φρούριο, υπεύθυνη για τους πολέμους, τα συρματοπλέγματα και τα τείχη που υψώνει καταστρέφοντας ολόκληρες χώρες και στηρίζοντας τον ρατσισμό και την ισλαμοφοβία.
Με ενωτική δράση μπορούμε να τσακίσουμε τη Χρυσή Αυγή για να μην αφήσουμε κανένα περιθώριο στους δολοφόνους του Παύλου Φύσσα και του Σαχζάτ Λουκμάν να πέσουν στα μαλακά και να σηκώνουν κεφάλια ελπίζοντας να κερδίσουν από την κρίση του ΣΥΡΙΖΑ.
Μέσα στην κοινή δράση μπορεί να προχωρήσει πολύ πιο γόνιμα η συζήτηση για τις μεγάλες στρατηγικές επιλογές και για τα όρια που βάζει στους αγώνες μας η ημιτελής ρήξη με το ρεφορμισμό. Το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν είναι κάποιο αφηρημένο κατασκεύασμα για να βάζουμε διαχωριστικές γραμμές, είναι οι θέσεις που χρειάζονται για να είναι νικηφόροι οι αγώνες.
Η ανατροπή των Μνημονίων απαιτεί πρόγραμμα ρήξης με τον καπιταλισμό για να μην σκοντάφτουμε στα διλήμματα και τους εκβιασμούς που προβάλλουν αδίστακτα οι καπιταλιστές και μέσα στην Ελλάδα και με τη στήριξη των μηχανισμών της ΕΕ και της ευρωζώνης. Μια αριστερά που αυτοπεριορίζεται να είναι μόνο αντιμνημονιακή ή έστω αντινεοφιλελεύθερη χαρίζει όπλα στον αντίπαλο. Αφήνει τα περιθώρια να κλείνουν τις τράπεζες οι κερδοσκόποι που φυγαδεύουν τα κεφάλαιά τους με τη βοήθεια της Φρανκφούρτης και των Βρυξελλών, ενώ θα έπρεπε να τους κόβει τα περιθώρια παλεύοντας για διαγραφή του χρέους, ρήξη με το Ευρώ και την ΕΕ και επιβολή εργατικού ελέγχου στις τράπεζες και τις μεγάλες επιχειρήσεις.
Η πάλη ενάντια στο φασισμό αδυνατίζει όταν περιορίζεται σε αστικοδημοκρατικά πλαίσια, τα οποία αναγνωρίζουν το δικαίωμα στους νεοναζί να κατέχουν τα βουλευτικά προνόμια ακόμη και όταν είναι υπόδικοι για τις δολοφονίες μεταναστών και αγωνιστών.
Η πάλη ενάντια στους ιμπεριαλιστικούς πολέμους και τις ρατσιστικές υστερίες πισωγυρίζει όταν αρχίζουν να μπαίνουν στη μέση πατριωτικά ιδεολογήματα για τις ΑΟΖ που τάχα είναι «όλων των Ελλήνων» και πρέπει να τις υπερασπιστούμε παρέα με τους πολεμικούς εγκληματίες του Ισραήλ και τους χασάπηδες στρατάρχες της Αιγύπτου, όπως έκανε ο Τσίπρας και ο Καμμένος.
Αυτές είναι επιλογές που μπορούν και πρέπει να συζητηθούν ανοιχτά και μέσα στην εκλογική μάχη και στη συνέχεια. Είναι επιλογές που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι πρέπει να ενισχύσουμε την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, όχι μόνο με την ψήφο, αλλά βοηθώντας να ριζώσει σε περισσότερους εργατικούς χώρους, σε περισσότερες εργατογειτονιές.
Μπορούμε να επικοινωνήσουμε με όλο τον αριστερό κόσμο που αποδεσμεύεται από την κρίση του ΣΥΡΙΖΑ. Μπορούμε να κολυμπήσουμε στο ρεύμα του ΟΧΙ με τον κόσμο που ξέρει την Εργατική Αλληλεγγύη και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ξέρει ότι δουλέψαμε μαζί γι’ αυτό το ιστορικό αποτέλεσμα και εκτιμάει τη συμβολή μας.
Κόσμος που σπάει από τα ρεφορμιστικά κόμματα δεν σημαίνει ότι σπάει και με τις ρεφορμιστικές ιδέες. Ο θυμός ενάντια στην ηγεσία τέτοιων κομμάτων δεν σημαίνει ότι αυτόματα οδηγεί αυτόν τον κόσμο στον επαναστατικό δρόμο. Το ίδιο συμβαίνει και με κινήσεις και νέα κόμματα που δημιουργούνται απ’ αυτά τα σπασίματα. Ούτε η κοινή δράση ούτε τα πολιτικά προχωρήματα θα έρθουν φτιάχνοντας ξανά ένα πολυσυλλεκτικό κόμμα στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ.
Χωρίς μια καθαρή στρατηγική της σύγκρουσης και της ανατροπής τους καπιταλισμού, που βάζει στο κέντρο την εργατική τάξη, κινδυνεύουμε ξανά να μείνουμε στα μισά του δρόμου. Η επιλογή να δυναμώσουμε την επαναστατική αριστερά είναι πιο επίκαιρη από κάθε άλλη φορά εδώ και πολλά χρόνια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου