Του Γεράσιμου Αραβανή.
Η Προγραμματική Διακήρυξη του Εργατικού Αγώνα που δόθηκε πρόσφατα στη δημοσιότητα και η διαδικτυακή εκδήλωση παρουσίασης της την έκαναν γνωστή σε ένα σχετικά ευρύτερο κοινό. Προκάλεσε ενδιαφέρον και θετικά σχόλια, καθώς και ορισμένες λανθασμένες, κατά τη γνώμη μας, αντιρρήσεις.
Όλα τα σχόλια και οι παρατηρήσεις είναι καλοδεχούμενα αφού μπορούν να συμβάλλουν στη σκέψη και τις συζητήσεις εντός της οργάνωσης του Εργατικού Αγώνα και γενικότερα και να δώσει ένα ερέθισμα για να ιδωθούν εκ νέου ζητήματα που αφορούν το μαρξισμό και το κομμουνιστικό κίνημα στην Ελλάδα.
Η Προγραμματική Διακήρυξη του Εργατικού Αγώνα που δόθηκε πρόσφατα στη δημοσιότητα και η διαδικτυακή εκδήλωση παρουσίασης της την έκαναν γνωστή σε ένα σχετικά ευρύτερο κοινό. Προκάλεσε ενδιαφέρον και θετικά σχόλια, καθώς και ορισμένες λανθασμένες, κατά τη γνώμη μας, αντιρρήσεις.
Όλα τα σχόλια και οι παρατηρήσεις είναι καλοδεχούμενα αφού μπορούν να συμβάλλουν στη σκέψη και τις συζητήσεις εντός της οργάνωσης του Εργατικού Αγώνα και γενικότερα και να δώσει ένα ερέθισμα για να ιδωθούν εκ νέου ζητήματα που αφορούν το μαρξισμό και το κομμουνιστικό κίνημα στην Ελλάδα.
Τη συζήτηση απασχόλησαν αρκετά θέματα που αφορούν κυρίως σημαντικές πλευρές ενός κομμουνιστικού προγράμματος, τις σχέσεις μεταξύ των οργανώσεων κομμουνιστικής αναφοράς και γενικότερα των οργανώσεων του αριστερού χώρου, τους όρους συνεργασίας μεταξύ τους. Εδώ θα ασχοληθούμε μόνο με το χαρακτήρα της επανάστασης στην Ελλάδα και την τακτική που πρέπει να ακολουθηθεί καθώς και τον χαρακτήρα της συμμαχίας που πρέπει να δημιουργηθεί ώστε η προοπτική του σοσιαλισμού να πάει μπροστά.
Είναι αποδεκτό ότι τις κοινωνίες τις κινεί το σύνολο των αντιθέσεων που τις διαπερνά, η πάλη των αντιθέτων οδηγεί την κοινωνική εξέλιξη.
Η Προγραμματική Διακήρυξη χαρακτηρίζει την Ελλάδα ως χώρα με μέσο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων της, με σημαντική συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, με διαμορφωμένα ισχυρά μονοπωλιακά συγκροτήματα. Η ταξική διάρθρωση της χαρακτηρίζεται από την πολυπληθή εργατική τάξη, περίπου 65% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού και από εκτεταμένα ενδιάμεσα μικροαστικά και μεσοαστικά στρώματα. Είναι χώρα υπηρεσιών και τουρισμού, ενώ η βιομηχανική ανάπτυξη της, ανέκαθεν αδύναμη, υποβαθμίζεται συνεχώς, ιδιαίτερα μετά την είσοδο της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η αγροτική οικονομία της συνεχώς συρρικνώνεται και είναι αναγκασμένη να εισάγει μεγάλο μέρος των ειδών διατροφής. Η χώρα χαρακτηρίζεται από τα μεγάλα προβλήματα εξάρτησης της, οικονομικής, πολιτικής και στρατιωτικής, από το πολυεθνικό κεφάλαιο και τα μεγάλα ιμπεριαλιστικά κέντρα, ιδίως τις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Με βάση τα δεδομένα αυτά, το χαρακτήρα της εποχής που διανύουμε, εποχής του ιμπεριαλισμού και των σοσιαλιστικών επαναστάσεων, το πλαίσιο των αντιθέσεων που διαπερνούν τη χώρα, τη μεγάλη όξυνση της βασικής αντίθεσης μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, αλλά και τα μεγάλα προβλήματα της εξάρτησης της χώρας και γενικότερα το σύνολο των αντιθέσεων που διαπερνούν την ελληνική κοινωνία η εργατική τάξη και οι σύμμαχοι της θα ανατρέψουν το αστικό καθεστώς και θα δημιουργήσουν τη δική τους εξουσία. Η επανάσταση θα έχει σοσιαλιστικό χαρακτήρα.
Οι κυριότερες αντιθέσεις που χαρακτηρίζουν την ελληνική κοινωνία σήμερα είναι καταρχήν η αντίθεση της αστικής τάξης γενικά και της εργατικής τάξης, η αντίθεση μεταξύ της μονοπωλιακής και της μη μονοπωλιακής αστικής τάξης, η αντίθεση αστικής τάξης και μικροαστικών στρωμάτων, οι αντιθέσεις μεταξύ των μονοπωλίων και των υπολοίπων τάξεων και στρωμάτων της κοινωνίας, η αντίθεση μεταξύ του ιμπεριαλισμού που εκμεταλλεύεται τα λαϊκά στρώματα όχι όμως και τη μονοπωλιακή ολιγαρχία και πλήθος ακόμη δευτερευουσών αντιθέσεων πολλές από τις οποίες συναντώνται σε όλες τις ταξικές κοινωνίες και θα σβήσουν ολοκληρωτικά στον κομμουνισμό.
Η αντίθεση κεφαλαίου εργασίας ή αλλιώς μεταξύ του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής και της ατομικής ειδοποίησης των αποτελεσμάτων της, αντίθεση που εμφανίζεται από τη γέννηση των δύο τάξεων μέσα στη φεουδαρχία και αρχικά έχει χαρακτήρα διαφοράς μεταξύ τους και όταν η κοινωνία περνά στον καπιταλισμό εξελίσσεται σε αντίθεση και αποτελεί την κύρια αντίθεση της αστικής κοινωνίας. Η όξυνση της φτάνει ως τη σύγκρουση, δηλαδή στη σοσιαλιστική επανάσταση και τότε η αντίθεση αυτή καταργείται σταδιακά.
Στην αντίθεση κεφαλαίου–εργασίας κυρίαρχη, δεσπόζουσα θέση κατέχει το κεφάλαιο που καθορίζει και τον ίδιο το χαρακτήρα το κοινωνικοοικονομικού συστήματος.
Με βάση τα παραπάνω, το επίπεδο ανάπτυξης του καπιταλισμού, τη συγκέντρωση του κεφαλαίου και την ταξική συγκρότηση της κοινωνίας στην Ελλάδα η επανάσταση θα έχει σοσιαλιστικό χαρακτήρα, η εργατική τάξη και οι σύμμαχοι της θα ανατρέψουν το αστικό καθεστώς και θα εγκαθιδρύσουν δικτατορία του προλεταριάτου.
Από τα προηγούμενα συνάγεται ότι ο αγώνας των δυνάμεων της κοινωνικής αλλαγής θα έχει κεντρικό άξονα την αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας, τον αγώνα των δυνάμεων της κοινωνικής αλλαγής εναντίον του κεφαλαίου, δηλαδή των λαϊκών στρωμάτων κάτω από την ηγεσία της εργατικής τάξης για άμεσες κατακτήσεις που θα φθείρουν το αστικό καθεστώς, θα δυναμώνουν το εργατικό κίνημα και θα βαθύνουν την ταξική συνειδητοποίηση και αυτοπεποίθηση του και η δράση αυτή θα κατευθύνεται στη σοσιαλιστική επανάσταση. Μόνο η λύση της αντίθεσης κεφαλαίου-εργασίας οδηγεί στη σοσιαλιστική επανάσταση.
Στις συνθήκες της μεγάλης οικονομικής κρίσης που άρχισε το 2008 και δεν ξεπεράστηκε, έρχεται η πανδημία και η υγειονομική κρίση που οξύνει την οικονομική κρίση σε πρωτοφανές επίπεδο, τα μεγάλα προβλήματα του συστήματος έγιναν χαίνουσες πληγές. Είναι πολύ πιθανόν η κρίση να βαθύνει ακόμα περισσότερο, να τραβήξει χρονικά και στις συνθήκες αυτές η ανάπτυξη των αγώνων μπορεί να οδηγήσει σε νέα δεδομένα, η πολιτικοποίηση των εργαζόμενων να δυναμώσει και να αγκαλιάσει όλα τα τμήματα του εργαζόμενου λαού, να διαμορφωθούν προϋποθέσεις μεγάλων ρήξεων.
Με αυτή την προοπτική πρέπει να κινηθούν οι αγώνες σήμερα.
Στα ζητήματα της συσπείρωσης δυνάμεων μέσα στη δράση, των συνεργασιών και συμμαχιών το κομμουνιστικό κίνημα έχει μεγάλη θετική και αρνητική πείρα, αρνητική κυρίως ως προς τον τρόπο υλοποίησης αυτών των στόχων.
Η λογική της ανάπτυξης των αγώνων και των συμμαχιών που περιλαμβάνει η Διακήρυξη του Εργατικού Αγώνα κινείται στη λογική του ενιαίου εργατικού μετώπου τηρουμένων των αναλογιών μεταξύ των δύο διαφορετικών εποχών και των σημαντικά διαφορετικών συνθηκών πολιτική πού επεξεργάστηκε το 3ο και 4ο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Η Κομμουνιστική Διεθνής, βλέποντας ότι στις περισσότερες χώρες τα κομμουνιστικά κόμματα είχαν αναπτυχθεί σημαντικά, αλλά η πλειοψηφία της εργατικής τάξης εξακολουθούσε να υποστηρίζει τους ρεφορμιστές της Δεύτερης Διεθνούς, έθεσε ως άμεσο στόχο την απόσπαση της πλειοψηφίας των εργατών από την επιρροή της. Το ενιαίο μέτωπο ήταν συμμαχία όλων των τμημάτων της εργατικής τάξης και των εργατικών κομμάτων που τα εκπροσωπούσαν, καταρχήν στη βάση και στην πορεία και κάτω από την πίεση των εργατών η επιδίωξη ήταν να συμπράξουν οι ηγεσίες ή τμήματα τους. Το αρχικό πλαίσιο της συμμαχίας ήταν προφανώς περιορισμένο, περιλαμβάνονταν η απόκρουση της επίθεσης της αστικής τάξης, η υπεράσπιση των μισθών και των δικαιωμάτων των εργαζομένων, η στήριξη της νεαρής τότε σοβιετικής Ρωσίας και η απόκρουση της αντίδρασης που αναπτυσσόταν σε διάφορες χώρες. Στην πορεία ο χαρακτήρας του ενιαίου μετώπου θα βάθαινε και μέσω της δράσης η εργατική τάξη θα αποκτούσε πείρα να κρίνει τη στάση αφενός μεν τη στάση των κομμουνιστών και αφετέρου της σοσιαλδημοκρατίας. Το 3ο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς έδωσε πειστική πρόταση και ως προς τη σύνδεση των καθημερινών αγώνων και των αιτημάτων τους με την προετοιμασία των δυνάμεων για την επανάσταση. «Τα κομμουνιστικά κόμματα», έγραφε η απόφαση, «για την τακτική δεν προτείνουν καν ένα μίνιμουμ πρόγραμμα που θα χρησιμεύσει στην ενίσχυση και τη βελτίωση των κλονιζόμενων θεμελίων του καπιταλισμού. Η καταστροφή αυτού του συστήματος παραμένει ο κύριος σκοπός τους. Αλλά για να τον πραγματοποιήσουν τα κομμουνιστικά κόμματα πρέπει να προτείνουν διεκδικήσεις πού να εκφράζουν τις άμεσες ανάγκες της εργατικής τάξης…. Αν οι διεκδικήσεις που προτείνουν οι κομμουνιστές ανταποκρίνονται στις άμεσες ανάγκες των πλατιών προλεταριακών μαζών και οι μάζες είναι πεπεισμένες ότι χωρίς την ικανοποίηση αυτών των διεκδικήσεων, η ύπαρξη τους είναι αδύνατη, τότε ο αγώνας γύρω από αυτά τα ζητήματα θα γίνει η αφετηρία της πάλης για την εξουσία. Στη θέση του μίνιμουμ προγράμματος των κεντριστών και των ρεφορμιστών η Κομμουνιστική Διεθνής προτείνει τον αγώνα για τις συγκεκριμένες διεκδικήσεις του προλεταριάτου, διεκδικήσεις πού στο σύνολό τους αμφισβητούν την αστική εξουσία, οργανώνουν το προλεταριάτο και χαράσσουν τα διάφορα στάδια της πάλης για την προλεταριακή δικτατορία. Ακόμη και πριν οι πλατιές μάζες κατανοήσουν συνειδητά την ανάγκη της δικτατορίας του προλεταριάτου μπορούν να ανταποκριθούν σε καθεμία από τις ξεχωριστές διεκδικήσεις. Και καθώς ο αγώνας για αυτές τις διεκδικήσεις αγκαλιάζει και κινητοποιεί ολοένα και περισσότερες μάζες και καθώς οι ζωτικές ανάγκες των μαζών συγκρούονται με τις ζωτικές ανάγκες της καπιταλιστικής κοινωνίας, η εργατική τάξη θα φτάσει να συνειδητοποιήσει ότι αν αυτή θέλει να ζήσει ο καπιταλισμός πρέπει να πεθάνει. 3η Διεθνής Τα Τέσσερα πρώτα συνέδρια σ. 269-270.
Η Κομμουνιστική Διεθνής δεν πρότεινε κανένα ενδιάμεσο σταθμό, κανένα ενδιάμεσο στάδιο για τις χώρες με αναπτυγμένο καπιταλισμό.
Με αυτή την τακτική οι εργαζόμενοι θα αναγνώριζαν την πρωτοπόρα στάση των κομμουνιστών και το κομμουνιστικό κόμμα ως εκπρόσωπο των συμφερόντων τους, θα έβγαζαν τα συμπεράσματα τους, το ενιαίο μέτωπο θα αναπτύσσονταν ή η σοσιαλδημοκρατία θα το υπονόμευε και με βάση αυτή την πείρα οι εργαζόμενοι θα έπαιρναν τις αποφάσεις τους και θα συντάσσονταν με τα κομμουνιστικά κόμματα.
Από πολλές απόψεις, κυρίως όσον αφορά τα άμεσα καθήκοντα και πάρα τις διαφορές στις επικρατούσες συνθήκες πολλά προβλήματα είναι ανάλογα για τους κομμουνιστές τότε και σήμερα με κύριο την ανάγκη ανάπτυξης των αγώνων, τη συσπείρωση και οργάνωση της εργατικής τάξης και την ενδυνάμωση της ταξικής συνειδητοποίησης της.
Ο χρόνος ολόκληρος μέχρι την έκρηξη της επανάστασης είναι ο χρόνος της ολόπλευρης προετοιμασίας του υποκειμενικού παράγοντα, των δυνάμεων που θα πραγματοποιήσουν την επανάσταση, της εργατικής τάξης των μικροαστικών στρωμάτων παλαιών και νέων, των κατόχων μικροεπιχειρήσεων, ιδιαίτερα αυτών που προσεγγίζουν την εργατική τάξη, των γυναικών, μεγάλων τμημάτων της νεολαίας και του λαού, των φτωχών και μεσαίων αγροτών που βρίσκονται σε διαδικασία γρήγορη συρρίκνωσης τους. Η προετοιμασία αυτή θα πραγματοποιηθεί στη βάση των αγώνων για την ικανοποίηση των ζωτικών αιτημάτων τους, οικονομικών και πολιτικών και μαζί των αιτιών που τα δημιουργούν. Στρέφεται όχι μόνο εναντίον των κυβερνήσεων και του αστικού πολιτικού κόσμου αλλά συνολικά εναντίον της αστικής τάξης και του κρατικού μηχανισμού, εναντίον της εξάρτησης και των συμμαχιών της χώρας. Είναι αγώνας οικονομικός, πολιτικός και ιδεολογικός που συνολικά φωτίζει το σύνολο των κακοδαιμονιών του λαού και δίνει με ενάργεια την προοπτική οριστικής λύσης τους.
Μέσα στους αγώνες, καταρχήν, επιδιώκεται η δραστηριοποίηση ευρύτερων τμημάτων της εργατικής τάξης και των σύμμαχων της, στον αγώνα σφυρηλατείται η αγωνιστική συμπεριφορά και η βάση για τη διαμόρφωση ταξικής συνείδησης της. Με την επεξεργασία και τη διεκδίκηση αιτημάτων που συσπειρώνουν τα διάφορα τμήματά της και με την ανάδειξη της αντίθεσης συνολικά των εργατών απέναντι στην αστική τάξη και το κράτος της πού είναι η βασική πηγή των προβλημάτων τους σε σχέση με άλλες αντιθέσεις που τη διαιρούν προωθείται η ενότητα της εργατικής τάξης. Μέσα στους αγώνες με τα κατάλληλα συνθήματα, την αναγκαία τακτική και την ανάπτυξη της αλληλεγγύης μεταξύ των εργατών και των υπολοίπων στρωμάτων προωθείται η κοινωνική συμμαχία.
Η ανάπτυξη των αγώνων, η κινητοποίηση ευρύτερα των εργαζομένων φέρνει στο προσκήνιο την ανάγκη συμμαχίας μεταξύ των κοινωνικών δυνάμεων, απολύτως αναγκαία που όμως δεν αρκεί, αφού η ευρεία παρουσία των εργαζομένων στους κοινωνικούς αγώνες καθιστά αναγκαία τη συνεννόηση και την κοινή δράση των πολιτικών δυνάμεων που τους εκφράζουν. Κοινωνική και πολιτική συμμαχία εκ των πραγμάτων πάνε μαζί, η κοινωνική συμμαχία φέρνει την αναγκαιότητα της πολιτικής συμμαχίας. Οι ανάγκες συντονισμού των αγώνων και καθοδήγησης τους δημιουργούν την ανάγκη συγκρότησης οργανωμένου κοινωνικοπολιτικού μετώπου.
Στην αρχική φάση του το κοινωνικοπολιτικό μέτωπο θα έχει σε σημαντικό βαθμό άμεσο χαρακτήρα, θα βρίσκεται σε ανοιχτή σύγκρουση με την αστική τάξη, τις επιδιώξεις και τη στρατηγική της και θα είναι ανοιχτό, ανάλογα με τις εξελίξεις και την ενδυνάμωση του, ώστε να υπερβαίνει το χαρακτήρα και το προγραμματικό του πλαίσιο και να παίρνει επαναστατικά χαρακτηριστικά στην περίοδο της επαναστατικής κατάστασης. Θα είναι ένα μέτωπο διαρκώς εξελισσόμενο. Το μέτωπο θα διαπερνάται από την αντίθεση της εργατικής τάξης με την κυρίαρχη αστική τάξη, τη βασική αντίθεση του καπιταλισμού, πάνω στην οποία θα συναρθρώνεται η δράση του συνόλου των αντιθέσεων που διαπερνούν την κοινωνία, με τη σχετική βέβαια αυτοτέλεια και την αναγκαία ιεράρχησή τους, Ιδιαίτερη σημασία έχει για τη χώρα μας ο αγώνας εναντίον του ιμπεριαλισμού και της εξάρτησης, των πολέμων και της καταπίεσης των λαών, το κίνημα για την εθνική ανεξαρτησία της χώρας, η αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ, το ξήλωμα των βάσεων και η κατάργηση όλων των συμφωνιών της υποτέλειας. Είναι σαφές ότι οι πολιτικές δυνάμεις που θα πάρουν μέρος στο μέτωπο θα είναι δυνάμεις που θα εκφράζουν τα συμφέροντα της εργατικής τάξης ή τμημάτων της και με ριζοσπαστικό τρόπο τα συμφέροντα των μικροαστικών στρωμάτων που συμμαχούν μαζί της.
Στις θέσεις αυτές της Διακήρυξης προβάλλονται δύο διαφορετικές και από αντίθετη σκοπιά αντιρρήσεις στις οποίες θα αναφερθούμε συγκεκριμένα.
Η πρώτη άποψη κατηγορεί τον Εργατικό Αγώνα ότι με τη θέση του αυτή για την κατεύθυνση της δράσης και το χαρακτήρα του κοινωνικοπολιτικού μετώπου που προτείνει ξεφεύγει από τις κλασσικές αντιλήψεις των κομμουνιστών και ουσιαστικά συμπορεύεται και ταυτίζεται πολιτικά με το ΚΚΕ και το ΝΑΡ. Θεωρεί ότι η δράση πρέπει να εκτυλιχθεί με άξονα την αντίθεση «ιμπεριαλισμός, μονοπώλια» από τη μία και «πλατιά λαϊκά στρώματα της χώρας» από την άλλη, τον αγώνα δηλαδή εναντίον της εξάρτησης με στόχο την κατάκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας. Κάθε άλλη θέση θεωρεί ότι είναι λανθασμένη και η θέση του Εργατικού Αγώνα είναι προσχώρηση στο σεχταρισμό και τον αριστερισμό.
Πρέπει να θέσουμε ευθέως το ερώτημα αν η δράση με άξονα την πάλη για την εθνική ανεξαρτησία μόνο οδηγεί στο σοσιαλισμό ή οδηγεί σε κάτι διαφορετικό.
Ιστορικά η ανάδειξη της αντίθεσης ιμπεριαλισμός, μονοπώλια και από την άλλη ο λαός σε κυρίαρχη αντίθεση και η επιλογή να είναι ο άξονας της δράσης των κομμουνιστικών κομμάτων εμφανίστηκε μεταπολεμικά και με βάση την ανάλυση ότι στην εποχή του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού ουσιαστικά την κοινωνία διαπερνά ένα μεγάλο ρήγμα που τη χωρίζει στα δύο. Ότι στη μία πλευρά είναι η μονοπωλιακή ολιγαρχία και ο ιμπεριαλισμός που εξαρτά τη χώρα και στην άλλη όλες οι υπόλοιπες τάξεις και στρώματα της κοινωνίας, ακόμη και η μη μονοπωλιακή αστική τάξη και τα ανώτερα μεσοστρώματα.
Καταρχήν η υπαρκτή αυτή αντίθεση αντιμετωπίζεται ως αντίθεση με τέτοια ισχύ που μπορεί να στηριχθεί σε αυτήν η επαναστατική δράση του κομμουνιστικού κινήματος, όμως η αντίληψη αυτή είναι έωλη. Όλες οι τάξεις που αντιτίθεται στο μονοπωλιακό κεφάλαιο και στον ιμπεριαλισμό δεν έχουν τις ίδιες επιδιώξεις και συμφέροντα και κυρίως τα τμήματα της μη μονοπωλιακής αστικής τάξης και μεγάλο τμήμα των μεσοαστικών στρωμάτων τα οποία παρά την εκμετάλλευση τους από τα μονοπώλια δεν είναι διατεθειμένα για μία τέτοια συμμαχία με την εργατική τάξη για το λόγο ότι έχουν περισσότερα κοινά με το μονοπωλιακό κεφάλαιο και θεωρούν ότι τα συμφέροντά τους θα εξυπηρετηθούν καλύτερα από τη συμπόρευση μαζί του. Η εργατική τάξη αντιτίθεται στο μονοπωλιακό κεφάλαιο γιατί φυσικά την εκμεταλλεύεται αλλά και επειδή βλέπει την προοπτική της στην αντικατάσταση της εξουσίας των μονοπωλίων από την εργατική εξουσία και την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας, τα ενδιάμεσα μικροαστικά στρώματα επιδιώκουν να αμυνθούν στην εκμετάλλευση που υφίστανται να τους δοθούν κάποιες παραχωρήσεις και να επιβιώσουν, δηλαδή επιδιώκουν μία καλύτερη θέση μέσα στον καπιταλιστικό παράδεισο. Να σημειώσουμε ότι δεν μπορεί κανείς να υποτιμά τη μεγάλη δύναμη του μονοπωλιακού κεφαλαίου που μπορεί αξιοποιώντας την κρατική μηχανή, τον κρατικό προϋπολογισμό, την ιδεολογική επίδραση και τον αντικομουνισμό έχει όλες τις δυνατότητες να διαμορφώνει ευρύτερες συμμαχίες με τα μικροαστικά στρώματα ακόμη και με τμήματα της εργατικής τάξης.
Θα αντιτείνει κάποιος ότι ιστορικά τέτοια συμμαχία της εργατικής τάξης με πολύ πλατιά μικροαστικά στρώματα έχει πραγματοποιηθεί. Αυτό είναι αλήθεια σε άλλες όμως συνθήκες και με άλλο σκοπό. Μία τέτοια συμμαχία είχαμε στην κατοχή όταν οι αστικές ηγεσίες αναχώρησαν για το Κάιρο, το μεγαλύτερο τμήμα της αστικής τάξης συνεργάστηκε με τον κατακτητή και το ΚΚΕ και το ΕΑΜ ανέλαβαν να οργανώσουν τον αγώνα για την απελευθέρωση της χώρας. Τότε η συμμαχία είχε στόχο καταρχήν την εθνική απελευθέρωση ενώ σήμερα πρέπει να στοχεύει στην ανατροπή της αστικής τάξης.
Ιστορικά σε ανεπτυγμένη καπιταλιστική χώρα με την εργατική τάξη στο 65% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού δεν ευδοκίμησε πουθενά η δημιουργία αντιμονοπωλιακού μετώπου με στόχο το σοσιαλισμό. Στις δεκαετίες ’60 και ’70 οι απόψεις αυτές είτε κατέληξαν, όταν εφαρμόστηκαν από τα ρεφορμιστικά κομμουνιστικά κόμματα της δυτικής Ευρώπης στις υποτιθέμενες αντιμονοπωλιακές κυβερνήσεις, όπως η κυβέρνηση Γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος και Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, σε ολοκληρωτική ενσωμάτωση στο σύστημα είτε στα κόμματα που επεδίωκαν την ανατροπή του καπιταλισμού όπως το ΚΚΕ στην επιδίωξη αντιμονοπωλιακής αντιιμπεριαλιστικής επανάστασης η οποία φυσικά δεν πραγματοποιήθηκε.
Σε χώρες με μικρότερο βαθμό καπιταλιστικής ανάπτυξης δεν υπήρχαν οι προϋποθέσεις να τεθεί ως στόχος η σοσιαλιστική επανάσταση και τέθηκε η επανάσταση σε δύο στάδια, όπως στην Ελλάδα της δεκαετίας του ’30, ώστε να διαμορφωθεί η πλατιά ενότητα του λαού με στόχο την αντιιμπεριαλιστική επανάσταση ως πρώτο στάδιο για το σοσιαλισμό και ήταν ορθή. Ο αγώνας με άξονα την αντίθεση μονοπώλια-λαός μπορεί να φτάσει ως την αντιμονοπωλιακή κυβέρνηση εντός του καπιταλισμού γιατί η πάλη και η συμμαχία τους δεν ξεπερνά τον αγώνα εναντίον των μονοπωλίων. Εξάλλου οι υποστηρικτές της άποψης αυτής το ομολογούν έστω και αν δεν το αντιλαμβάνονται. Αυτό ακριβώς σημαίνει η αντίληψη που αναπτύσσουν ότι «θα αντιμετωπιστεί και θα λυθεί το ζήτημα της εξάρτησης της χώρας, θα απαλλαχτεί η χώρα από την ξένη επιρροή και τότε μόνο είναι δυνατόν να διαμορφωθούν οι προϋποθέσεις για το σοσιαλισμό». Αυτό σημαίνει επανάσταση σε δύο στάδια, ένα αντιιμπεριαλιστικό και ένα σοσιαλιστικό. Το 15ο συνέδριο, όμως, στο οποίο ομνύουν, κάνει -και ορθά- αναφορά στο σοσιαλιστικό χαρακτήρα της επανάστασης. Σοσιαλιστική επανάσταση μόνο με τον αγώνα εναντίον του κεφαλαίου για την ανατροπή της εξουσίας του εννοείται.
Ο Εργατικός Αγώνας την αντίθεση «μονοπώλια, ιμπεριαλισμός και πλατιά λαϊκά στρώματα» δεν την υποτιμά, τη θεωρεί πολύ σημαντική για την Ελλάδα που θα έχει σοβαρή επίδραση στην πορεία των αγώνων που θα προετοιμάσουν τις κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις της ανατροπής. Εξάλλου ανατροπή των μονοπωλίων μπορεί να εννοηθεί μόνο ως ανατροπή του καπιταλισμού από τη στιγμή που ο καπιταλισμός είναι πλέον κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός, ιμπεριαλισμός. Η αντίληψη αυτή είχε αξία πριν από αρκετές δεκαετίες.
Στον αντίποδα της προηγούμενης άποψης προτείνεται ο αντικαπιταλιστικός αγώνας ως να ήτανε η επανάσταση άμεσα στην ημερήσια διάταξη και όχι βέβαια από ιστορική άποψη. Αυτό εκφράζεται αφενός μεν στο πλαίσιο των συμμαχιών που προτείνονται, συσπείρωση εργαζομένων ατομικά γύρω από το κόμμα και σε καμία περίπτωση πολιτικών φορέων ακόμη και φορέων με κομμουνιστικό χαρακτήρα, είτε συσπείρωση μόνο κομμουνιστικών οργανώσεων. Στο πολιτικό περιεχόμενο εμφανίζεται με τη ρητή απόρριψη των όποιων αιτημάτων πέραν των άμεσων οικονομικών διεκδικήσεων και περιορίζεται κατά βάση σε μία πολιτική ζύμωση και καταγγελίες θεωρώντας ότι πολιτικά αιτήματα και συγκεκριμένοι στόχοι οδηγούν στην ενσωμάτωση. Την προώθηση των άμεσων αιτημάτων συνήθως τη συνοδεύει μία γενικότερη αναφορά στο σοσιαλισμό η μία γενικόλογη θεωρητικολογία που δεν μπορεί να οδηγήσει σε αποτελεσματική δράση, σε συγκεκριμένα αποτελέσματα. Η τακτική αυτή προτείνεται ως αντικαπιταλισμός ως η πιο ενδεδειγμένη πολιτική για την επανάσταση. Πραγματικός όμως αντικαπιταλισμός και αντικαπιταλιστικός αγώνας σε κάθε ιστορική φάση είναι ο αγώνας που στρέφεται εναντίον της αστικής τάξης, διεκδικεί κατακτήσεις και προωθεί τη δημιουργία των υποκειμενικών προϋποθέσεων της ανατροπής, ειδάλλως είναι μία εντελώς αναποτελεσματική τακτική που ξεκόβει από τους εργαζόμενους και τους αγώνες τους, αποδεικνύεται σεκταριστική και επί της ουσίας οδηγεί στην αποκοπή από την εργατική τάξη και στην ενσωμάτωση.
Θεωρούμε, τέλος, ότι το σχήμα που περιλαμβάνει η Διακήρυξη του Εργατικού Αγώνα (δηλαδή Σοσιαλιστική Επανάσταση και αγώνας της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων εναντίον του κεφαλαίου πάνω στη βάση των προβλημάτων επιβίωσης και προοπτικής τους πλαισιωμένα από πολιτικούς στόχους που αμφισβητούν την κυριαρχία του και το μέτωπο στο οποίο αναφέρεται) αποτελεί επαρκή βάση για να στηριχθούν επεξεργασίες και να διαμορφωθεί ολοκληρωμένο κομμουνιστικό πρόγραμμα.
Πηγή : Εργατικός Αγώνας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου