Τμηματική δημοσίευση του πολιτικού κειμένου της Κεντρικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Τάσης (ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Μαρξιστικής Τάσης) για το ετήσιο συνέδριο της οργάνωσης (*).
Νεολαία: Η δυναμική επιστροφή και οι επαναστατικές διεργασίες
Το κοινό στοιχείο και στις δυο κινητοποιήσεις είναι ότι ο πρωταγωνιστής τους ήταν η γενιά που δε συμμετείχε στο αντιμνημονιακό κίνημα της περιόδου 2010-2015 και δεν έχει το «φορτίο» της απογοήτευσης από τις ήττες. Καθόλου τυχαία, το πιο ριζοσπαστικό κλίμα στα κατειλημμένα σχολεία το συναντούσε κανείς στα Γυμνάσια, μεταξύ των παιδιών 14-15 ετών! Ωστόσο, είναι σοβαρό λάθος να υποστηριχθεί ότι η συνείδηση αυτής της γενιάς δεν επηρεάζεται από τη συνείδηση, τις παραστάσεις και τις διαθέσεις των προηγούμενων γενιών. Για παράδειγμα, είδαμε να ταυτίζεται με αντιφασιστικά συνθήματα μια γενιά που δεν είχε καθόλου συνειδητές παραστάσεις από την έξαρση της δράσης της Χρυσής Αυγής την περίοδο 2010-2013. Η ριζοσπαστική διάθεση αυτών των νέων αντανακλά αλλαγή διαθέσεων και ριζοσπαστικές αντιλήψεις που υπάρχουν στις παλιότερες γενιές της εργατικής τάξης.
Από τη σκοπιά του επαναστατικού μαρξισμού αυτά τα κινήματα της νεολαίας είναι σημαντικά όχι μόνο για τις διεργασίες που εκφράζουν, αλλά και για τις δυνατότητες που παρέχουν για μια αποφασιστική ανάπτυξη της τάσης. Αυτή είναι η γενιά που θα πρωταγωνιστήσει στην επερχόμενη προλεταριακή επανάσταση στην Ελλάδα και πρέπει να συνδεθεί σήμερα με τις ιδέες του επαναστατικού μαρξισμού. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι αυτή η γενιά θα είναι πιο ανοικτή στις ιδέες μας από κάθε άλλη μετά τη Μεταπολίτευση. Ο καπιταλισμός δεν έχει κανένα ιδιαίτερο κύρος σε αυτήν λόγω της βαθιάς του κρίσης, σε αντίθεση με τις γενιές των δεκαετιών 1980, 1990 και 2000, όπου οι αυταπάτες για το σύστημα (που είχαν ισχυρή υλική βάση στην παγκόσμια καπιταλιστική ανάπτυξη) ήταν πολύ ισχυρές. Επίσης, οι δεσμοί της με τη σοσιαλδημοκρατία και το σταλινισμό είναι πολύ πιο αδύναμοι σε σχέση με τις παλιότερες γενιές.
Η καταδίκη της Χρυσής Αυγής και η σημασία της
Η καταδίκη της Χρυσής Αυγής και η φυλάκιση των ηγετών της, αντικειμενικά, είναι μια ιστορική νίκη για το εργατικό κίνημα. Καταρχάς, είναι μια νίκη διεθνούς σημασίας, αφού αφαιρεί από το προσκήνιο ένα πολιτικό σημείο αναφοράς για την όπου γης μαύρη αντίδραση. Επιπλέον, αποδεικνύει, για μία ακόμα φορά, ότι η η βίαιη καταστροφή κάθε κυττάρου συλλογικής δράσης της εργατικής τάξης, δηλαδή ο αληθινός σκοπός και νόημα ύπαρξης του φασισμού, δεν μπορεί να βρει στη σύγχρονη εποχή την αναγκαία μαζική υποστήριξη στην κοινωνία στα πρότυπα της Ιταλίας και της Γερμανίας του Μεσοπολέμου, λόγω της ιστορικής αποδυνάμωσης της θέσης των μικροαστών στην κοινωνία και της αντίστοιχης ισχυροποίησης της εργατικής τάξης. Τέλος, έδειξε ότι ο φασισμός είναι αδύνατο σήμερα να αποτελέσει την κύρια πολιτική επιλογή της άρχουσας τάξης, λόγω της ιστορικής πείρας από την αρνητική κατάληξη που είχε για τα αστικά συμφέροντα η στήριξη σε φασιστικά καθεστώτα (έβαλε επαναστατική πυρκαγιά σε όλη την Ευρώπη και ισχυροποίησε για μια ολόκληρη περίοδο τη Σοβιετική Ένωση).
Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να τονιστεί ότι αυτή η νίκη ήρθε στην πραγματικότητα χωρίς να χρειαστεί το εργατικό κίνημα και η νεολαία να δώσουν μεγάλες μάχες. Στην πρώτη αξιοσημείωτη απόπειρα των φασιστών να εφαρμόσουν ένα δικό τους, ανεξάρτητο σχέδιο δράσης για να ενισχυθούν μέσα στο αστικό στρατόπεδο, με αποκορύφωμα τη δολοφονία του ήρωα αντιφασίστα Παύλου Φύσσα, αρκούσαν 1-2 διαδηλώσεις μερικών δεκάδων χιλιάδων και ένα αναπτυσσόμενο κλίμα αναβρασμού και κατακραυγής στις εργατικές-λαϊκές μάζες για μερικές μέρες ώστε να επέμβει η άρχουσα τάξη και να δρομολογήσει τη δικαστική δίωξη των φασιστών και την περιθωριοποίησή τους μέσα στο αστικό πολιτικό στρατόπεδο. Παρότι υπήρξαν αξιοσημείωτα δείγματα μαχητικής και μαζικής δράσης ενάντια στους φασίστες με κορυφαίο όλων την εντυπωσιακή, και ως επί το πλείστον νεολαιίστικη, συγκέντρωση της 7ης Οκτώβρη 2020 έξω από το Εφετείο, είναι ανάγκη να διατηρήσουμε την αίσθηση της αναλογίας και να μην υπερβάλουμε σχετικά με τις διαστάσεις και την επίδραση του αντιφασιστικού κινήματος στα γεγονότα. Μια τέτοια τάση υπερβολής είναι χαρακτηριστικό των σεκτών και τον αναρχικών, που αμφότεροι για να υπερτονίσουν τον δικό τους ρόλο στην κατάληξη της Χρυσής Αυγής διακινούν το μύθο ότι «η Χρυσή Αυγή νικήθηκε στους δρόμους». Αλλά αυτό δεν θα μπορούσε ποτέ να συμβεί χωρίς τη κινητοποίηση του εργατικού κινήματος και των μαζικών του οργανώσεων στον αντιφασιστικό αγώνα, κάτι που πρέπει ειλικρινά να πούμε ότι – ως αποτέλεσμα της παθητικής στάσης των πολιτικών και συνδικαλιστικών ηγεσιών της εργατική τάξης – δεν συνέβη ποτέ.
Μετά την καταδίκη της Χρυσής Αυγής και τη φυλάκιση των ηγετών της, ο πολιτικός της κύκλος ως οργανωτικός και πολιτικός-εκλογικός μηχανισμός έχει κλείσει οριστικά (στην πραγματικότητα ως οργάνωση με πανελλαδική, δημόσια και συστηματική δράση η ΧΑ είχε πάψει να υπάρχει από την επομένη κιόλας της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα). Ωστόσο, οι κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες που γέννησαν την υψηλή εκλογική της επιρροή στις αρχές τις περασμένης δεκαετίας, επανέρχονται πλέον στο προσκήνιο ακόμα πιο οξυμένες: απότομη πτώση του βιοτικού επιπέδου των μαζών που προκαλεί απελπισία στους μικροαστούς και αυξανόμενη τάση στις τάξεις τους για απαξίωση του παραδοσιακού αστικού πολιτικού στρατοπέδου. Αυτό σημαίνει ότι μια νέα εκλογική επιτυχία ενός φασιστικού ή φιλοφασιστικού πολιτικού σχήματος είναι πιθανή στο μέλλον. Όμως ο κεντρικός πολιτικός σκοπός των φασιστών, δηλαδή η δημιουργία ενός μαζικού αντιδραστικού κινήματος ικανού να τσακίσει τη ραχοκοκαλιά του προλεταριάτου, όπως ξεκάθαρα φάνηκε με την πορεία και την κατάληξη της Χρυσής Αυγής, είναι αδύνατος στο ορατό μέλλον.
Αυτή η εκτίμηση για τις προοπτικές δε σημαίνει καθόλου ότι η φασιστική δράση δεν θα συνεχίσει να είναι μια απειλή για τη ζωή και τη δράση του εργατικού κινήματος και της πρωτοπόρας νεολαίας. Απόπειρες τρομοκράτησης και θρασύδειλες βίαιες επιθέσεις εκδικητικού χαρακτήρα, εναντίον αγωνιστών από ομάδες αμετανόητων μελών της Χρυσής Αυγής ή άλλων φασιστικών ομάδων, θα πρέπει να αναμένονται. Επιπλέον, θα πρέπει να αναμένουμε έξαρση των φαινομένων ακραίας, μη ελεγχόμενης και σχεδιασμένης από την κεντρική ηγεσία της αστυνομίας, εκδικητικής βίας, από φιλοφασιστικά στελέχη των δυνάμεων καταστολής, μέσα στο γενικότερο πλαίσιο αστυνομικών επιχειρήσεων διάλυσης πορειών και συγκεντρώσεων. Ήδη αυτά τα φαινόμενα ήταν ορατά στην αστυνομική βαρβαρότητα ενάντια στην απόπειρα διεξαγωγής συγκεντρώσεων στην πρόσφατη επέτειο του Πολυτεχνείου.
Για την αποτελεσματική και παραδειγματική αντιμετώπιση της φασιστικής δράσης οι μαρξιστές πάντοτε τονίζουν τη σημασία της κοινής, μαχητικής αντιφασιστικής δράσης των μαζικών οργανώσεων της εργατικής τάξης και την ανάγκη για πλήρη απουσία εμπιστοσύνης στις (ανύπαρκτες και υποκριτικές) προθέσεις του αστικού κράτους να σταματήσει τη δράση των φασιστών. Στην πραγματικότητα, σε μια περίοδο άτακτης υποχώρησης των φασιστών όπως η σημερινή, το αστικό κράτος και ο φιλοφασιστικός πυρήνας των ένοπλων σωμάτων του, είναι όχι ο διώκτης, αλλά το ύστατο καταφύγιο των φασιστών. Πάνω από όλα, οι μαρξιστές τονίζουν ότι η οριστική ήττα και εξάλειψη του φασισμού δεν μπορεί να προκύψει ούτε από καταδίκες στα αστικά δικαστήρια, αλλά ούτε και «στους δρόμους», όπως ρομαντικά και επιπόλαια ισχυρίζονται οι αναρχικοί και οι σέχταριστές, αλλά μόνο με την κατάκτηση της εξουσίας από το προλεταριάτο και την έναρξη της σοσιαλιστικής αναδιοργάνωσης της κοινωνίας, μέσα από την οποία μπορούν να επιλυθούν ριζικά τα προβλήματα της φυσικής κοινωνικής βάσης του φασισμού, δηλαδή των μικροαστών.
ΣΥΡΙΖΑ: Διαρκής πίεση από την εργατική δυσαρέσκεια
Στο πολιτικό κείμενο του προηγούμενου συνεδρίου μας, εξηγήσαμε ότι η επικράτηση των σχεδίων Τσίπρα για τη δημιουργία ενός νέου αρχηγικού κόμματος στα πρότυπα των αστικών κομμάτων εκφράζει τον προχωρημένο βαθμό αστικού εκφυλισμού της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά δεν θα εξαλείψει τη μεγάλη σημερινή επιρροή του κόμματος σε τμήματα των εργατικών μαζών. Πάνω σε αυτή τη βάση, κάναμε την εκτίμηση ότι τουλάχιστον για τα επόμενα χρόνια, τον καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη των μαζικών ταξικών αγώνων ενάντια στην επίθεση της άρχουσας τάξης και της κυβέρνησής της, θα τον έχουν οι εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι που σήμερα υποστηρίζουν πολιτικά τον ΣΥΡΙΖΑ και την υπάρχουσα ηγεσία του. Τονίσαμε ότι κάθε άρνηση να συμπεριληφθεί ο ΣΥΡΙΖΑ στις εκκλήσεις για το ενιαίο εργατικό μέτωπο αγώνα ενάντια στην κυβέρνηση της ΝΔ «είναι ασυμβίβαστη όχι μόνο με τον μαρξισμό, αλλά ακόμα και με την ίδια την υπεράσπιση ενός στοιχειώδους αγώνα για τα εργατικά συμφέροντα». Οι εξελίξεις που είχαμε μέσα στο 2020 επιβεβαίωσαν την πρόθεσή μας αυτή να διαχωρίσουμε τους εαυτούς μας από τον ακραίο σεχταρισμό που κυριαρχεί στις τάξεις των δυνάμεων που μιλούν σήμερα στο όνομα του κομμουνισμού στην Ελλάδα.
Το κοινό κείμενο διαμαρτυρίας ΚΚΕ-ΣΥΡΙΖΑ-ΜέΡΑ25 στις 15/11 ενάντια στον κυβερνητικό αυταρχισμό απέδειξε στην πράξη ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι αστικό κόμμα και ότι, αντικειμενικά, πρέπει να είναι βασικός εταίρος του Ενιαίου Εργατικού Μετώπου ενάντια στην κυβέρνηση της άρχουσας τάξης. Και θα συμπληρώναμε επίσης, ότι όλα αυτά αποδείχθηκαν παρά και ενάντια στη θέληση της ηγεσίας και του Τσίπρα προσωπικά, που θέλουν να φτιάξουν ένα κόμμα αστικό και δεν επιθυμούν καμία επαφή με οποιαδήποτε μορφή μετώπου για πραγματικό αγώνα ενάντια στους αστούς. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ σύρθηκε στο κοινό κείμενο από ανάγκη να μην απομονωθεί από την εργατική βάση της που ριζοσπαστικοποιείται πάνω στο έδαφος της κρίσης και της επίθεσης της κυβέρνησης.
Εκτός από την υπογραφή της ηγεσίας στο κείμενο της 15ης Νοεμβρίου, είχαμε και την πρώτη δημόσια δέσμευση ότι μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ θα καταργήσει αντεργατικά-αντιλαϊκά μέτρα που περνάει η παρούσα κυβέρνηση της ΝΔ και συγκεκριμένα το νέο πτωχευτικό κώδικα. Μάλιστα η δέσμευση αυτή συνοδεύτηκε από τη δήλωση του Τσίπρα ότι η επόμενη κυβέρνησή του θα «αφαιρέσει τον έλεγχο της οικονομίας από το παρασιτικό κεφάλαιο», μια δήλωση που όπως ήδη αναφέραμε πιο πάνω, υπονοεί κρατικοποιήσεις τουλάχιστον του τραπεζικού συστήματος. Αυτά μαρτυρούν ότι τους επόμενους μήνες θα πρέπει να αναμένουμε την ακόμα πιο πλήρη επιβεβαίωση της ακόλουθης κεντρικής εκτίμησης που κάναμε για τις προοπτικές του ΣΥΡΙΖΑ στο πολιτικό κείμενο του προηγούμενου συνεδρίου μας: «Από τη δική τους πλευρά όμως, οι μάζες της εργατικής τάξης και της νεολαίας μέσα από την όλο και πιο μαχητική έκφραση του ταξικού τους μίσους για την κυβέρνηση Μητσοτάκη θα σπρώχνουν την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ να πάρει πιο δραστήριες αντιπολιτευτικές πρωτοβουλίες. Κάτω από αυτήν την πίεση, η κεντρική ηγεσία ή τμήμα της ηγεσίας θα αναγκαστεί να μιλήσει τη γλώσσα του αριστερού ρεφορμισμού. Αυτό με τη σειρά του θα δημιουργήσει τάσεις ριζοσπαστικοποίησης και στην οργανωμένη βάση του κόμματος και ειδικά στα τμήματα που θα βρίσκονται πιο κοντά στην εργατική τάξη και τη νεολαία και δεν έχουν κάποια έμμισθη σχέση σχέση με το κράτος ή άμεση προσδοκία για μια τέτοια. Αυτά τα τμήματα μελών (μειοψηφικά σε σύγκριση με τη μεγάλη μάζα των ιδιοτελών και πιστών στον αρχηγό οργανωμένων μελών), θα είναι ανοικτά στις ιδέες του επαναστατικού μαρξισμού».
Το ΚΚΕ στη νέα πραγματικότητα
Κατά το πρώτο μισό της περασμένης δεκαετίας, η ηγεσία του ΚΚΕ πέταξε στα σκουπίδια μια ιστορική ευκαιρία να αναπτύξει αποφασιστικά την επιρροή του κόμματος στην εργατική τάξη. Η αιτία για την αποτυχία αυτή, όπως σημειώναμε στο πολιτικό κείμενο του προηγούμενου συνεδρίου μας, είναι η εδραιωμένη ως σήμερα κεντρική πολιτική της γραμμή, που αποτελεί ένα κράμα ακραίου σεχταρισμού, με κύρια έκφραση την άρνηση του λενινιστικού Ενιαίου Εργατικού Μετώπου, αλλά και οπορτουνισμού, με εκφράσεις την προσήλωση στις συμβολικές κινητοποιήσεις, αντί για την προώθηση της ανάγκης για πραγματικό αγώνα για την εργατική εξουσία, και το σοσιαλσοβινισμό στα λεγόμενα «εθνικά θέματα». Αυτή η κεντρική γραμμή, όχι μόνο απέτυχε παταγωδώς να συνδέσει το ΚΚΕ με τις ριζοσπαστικοποιημένες από τις μάχες ενάντια στα Μνημόνια, εργατικές μάζες κατά την περίοδο 2010-2015, αλλά δημιούργησε ένα σοβαρό χάσμα στη σχέση του με αυτές, με αποκορύφωμα την ακραία σεχταριστική στάση στο δημοψήφισμα του καλοκαιριού του 2015, όπου χρειάστηκε η άμεση και απροκάλυπτη προδοσία της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ για να μπορέσει να διασωθεί ο πυρήνας της επιρροής του ΚΚΕ στην εργατική τάξη από τις συνέπειες αυτής της γραμμής.
Αλλά και στο δεύτερο μισό της περασμένης δεκαετίας, η κεντρική πολιτική γραμμή του κόμματος ήταν εντελώς ακατάλληλη. Κατά τη φάση της δεύτερης διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ από τον Σεπτέμβρη του 2015 και μετά, οι πολιτικές συνθήκες ήταν ιδανικές για μια άνοδο της απήχησης του κόμματος: η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ εκτέθηκε ακόμα περισσότερο στις μάζες με την εφαρμογή των Μνημονίων και το ΚΚΕ ήταν το μοναδικό κόμμα στο κοινοβούλιο που αντιπολιτευόταν τον ΣΥΡΙΖΑ από τ’ αριστερά. Μολαταύτα, η απαράλλακτη καταστροφική κεντρική γραμμή του ΚΚΕ, «κατάφερε» να κάνει την επιρροή του κόμματος στάσιμη και μάλιστα, με το «βέλος» της κατεύθυνσής της να δείχνει προς την συρρίκνωση σε όλα τα βασικά πεδία, δηλαδή στα συνδικάτα, τη νεολαία και στις τριπλές εκλογές του καλοκαιριού του 2019.
Η ακόλουθη κεντρική εκτίμηση του πολιτικού κειμένου του προηγούμενου συνεδρίου μας για τις προοπτικές του ΚΚΕ παραμένει απόλυτα επίκαιρη: «Οι επερχόμενοι μαζικοί ταξικοί αγώνες θα απαιτούν ενότητα στη δράση όλων των πολιτικών μερίδων της εργατικής τάξης και τα πιο πρωτοπόρα τους στρώματα θα αναζητούν μια άμεση εναλλακτική λύση εξουσίας. Σε αυτές τις αναζητήσεις η παρούσα κεντρική πολιτική γραμμή του ΚΚΕ όπως την προσδιορίσαμε πολιτικά πιο πάνω, είναι οργανικά ανίκανη να ανταποκριθεί. Έτσι το χάσμα του κόμματος με τις μάζες θα τείνει να μεγαλώσει. Αυτή η διαδικασία θα δημιουργήσει νέες αναζητήσεις στη βάση του κόμματος. Η αξιοσημείωτη στροφή προς τ’ αριστερά που εκφράστηκε στο πεδίο του κομματικού προγράμματος και της επανεξέτασης της κομματικής ιστορίας τα προηγούμενα χρόνια, θα αποδειχθεί κρίσιμος παράγοντας. Όλο και περισσότεροι αγωνιστές του κόμματος θα θέτουν το καθήκον στην ηγεσία για μια πραγματική πάλη ώστε να γίνει πράξη η νέα αντικαπιταλιστική προγραμματική γραμμή και να ξεκινήσει ένας πραγματικός αγώνας για την εξουσία, στο πλαίσιο του οποίου θα αξιοποιηθούν στην πράξη τα νέα, σωστά συμπεράσματα για τα μαθήματα από τις ήττες του παρελθόντος. Αυτοί οι αγωνιστές αναπόφευκτα θα αναζητήσουν απαντήσεις στ’ αριστερά του σταλινισμού, προσεγγίζοντας τη μόνη τάση που μπορεί να τις προσφέρει, τον τροτσκισμό, δηλαδή τον γνήσιο επαναστατικό μαρξισμό».
Τέλος, θα πρέπει να απαντήσουμε, για μία ακόμα φορά, στο ερώτημα γιατί αυτή η διαδικασία έχει καθυστερήσει την τελευταία δεκαετία. Η αιτία δεν έχει σχέση ούτε αφηρημένα με το «πολιτικό επίπεδο», ούτε με κάποια ιδιαίτερη ψυχολογία ή μέθοδο σκέψης που χαρακτηρίζει τα μέλη του κόμματος. Η εξήγηση είναι η ύπαρξη ένας συνδυασμού αντικειμενικών συγκυριών. Στα χρόνια 2010-2015, οι εξελίξεις δεν έφτασαν μέχρι το επίπεδο μιας ανοικτά επαναστατικής κατάστασης, η οποία θα υπέβαλε την κομματική γραμμή στη μεγαλύτερη δυνατή αμφισβήτηση, ενώ η ραγδαία δεξιά στροφή του ΣΥΡΙΖΑ με αποκορύφωμα την ανοικτή προδοσία της ηγεσίας του το καλοκαίρι του 2015, λειτούργησε σταθεροποιητικά για την ηγεσία του ΚΚΕ, ο σεχταρισμός της οποίας έλαβε μια ορισμένη λογικοφανή δικαιολόγηση στα μάτια της βάσης του. Στα επόμενα 5 χρόνια η απόσυρση των μαζών από το προσκήνιο αφαίρεσε από το κόμμα κάθε μεγάλη πίεση που θα μπορούσε να θέσει σε μεγάλη δοκιμασία και αμφισβήτηση την κεντρική ηγετική γραμμή.
Σημαντικό ρόλο στην αποφυγή μιας ισχυρής εσωτερικής αμφισβήτησης της λαθεμένης ηγετικής γραμμής από επαναστατική μαρξιστική σκοπιά έχει παίξει έως τώρα και το γεγονός της ανυπαρξίας μια ισχυρής γνήσια λενινιστικής οργάνωση οργάνωσης στη λεγόμενη εξωκοινοβουλευτική Αριστερά, η οποία με έναν συνδυασμό συντροφικής μαρξιστικής κριτικής και υπομονετικής επιδίωξης συνεργασιών στη βάση της τακτικής του ενιαίου μετώπου θα μπορούσε να επιδράσει δημιουργικά στους προβληματισμούς των αγωνιστών του κόμματος. Το ΝΑΡ, που θα μπορούσε να παίξει ευκολότερα αυτόν το ρόλο λόγω ιστορικών καταβολών, αλλά και μεγέθους σε σχέση με τις υπόλοιπες οργανώσεις. Όμως εδώ και δεκαετίες ανταγωνίζεται με συνέπεια την ηγεσία του ΚΚΕ σε σεχταρισμό.
ΜέΡΑ25: Θα παίξει σημαντικό ρόλο στις εξελίξεις;
Το ΜέΡΑ25 με την είσοδό του στη Βουλή μπήκε στο προσκήνιο του πολιτικού στρατοπέδου της εργατικής τάξης, σαν ο μικρότερος, τρίτος κοινοβουλευτικός πόλος μετά τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ. Ο κορμός της εκλογικής του βάσης είναι ένα τμήμα εργαζόμενων και νέων που υποστήριζαν τον παλιό αντιμνημονιακό ΣΥΡΙΖΑ, κυρίως τμήματα της εργαζόμενης διανόησης που έβγαλαν αριστερά, αλλά συγχυσμένα πολιτικά συμπεράσματα από την ήττα του μαζικού αντιμνημονιακού κινήματος της προηγούμενης δεκαετίας και βλέπουν στο πρόσωπο του Γ. Βαρουφάκη έναν αριστερό τεχνοκράτη που δεν συνθηκολόγησε με την τρόικα. Η βασική αιτία για την εκλογική επιτυχία του ΜέΡΑ25 δεν ήταν οι (οριακά αριστερές σε ορισμένες περιπτώσεις) σοσιαλδημοκρατικές θέσεις που υπερασπίζει, αλλά η απογοήτευση ενός τμήματος αριστερών αγωνιστών από την φιλοκαπιταλιστική πολιτική της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ και από την αδιέξοδη κεντρική πολιτική γραμμή του ΚΚΕ.
Η περίοδος της πανδημίας υπονόμευσε τη διακηρυγμένη πρόθεση της ηγεσίας του ΜέΡΑ25 να δημιουργήσει ένα κόμμα με κανονικές δομές και οργανώσεις στους χώρους δουλειάς, εκπαίδευσης και τις γειτονιές. Το ΜέΡΑ25 συνεχίζει να μην είναι ένα πραγματικό μαζικό κόμμα, αλλά σε τελική ανάλυση ένα φόρουμ ηλεκτρονικού διαλόγου, μια κοινοβουλευτική ομάδα και ένα γραφείο τύπου ελεγχόμενο από την ηγετική ομάδα και τον ιδρυτή του. Στο μεταξύ όμως, η ηγετική ομάδα δεν χάνει καθόλου χρόνο στην απόπειρά της να δώσει στο ΜέΡΑ 25 έναν σοσιαλδημοκρατικό χαρακτήρα, εδραιώνοντας στο κόμμα μια διακήρυξη και ένα πολιτικό πρόγραμμα χωρίς διαδικασίες συζήτησης με φυσική παρουσία των μελών, και χωρίς ένα δημοκρατικό συνέδριο.
Με την παρούσα σοσιαλδημοκρατική πολιτική και τους αδύναμους και χαλαρούς δεσμούς με το εργατικό κίνημα και τη νεολαία, το ΜέΡΑ25 δεν μπορεί να γίνει πόλος έλξης για τις μάζες και να παίξει αποφασιστικό ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις. Η αριστερή ρητορική που θα αναγκαστεί να χρησιμοποιήσει η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ κάτω από την πίεση των επερχόμενων μαζικών αγώνων, θα κάνει τις διαφορές του με το ΜέΡΑ25 όλο και πιο δυσδιάκριτες, πιέζοντας το κόμμα να στραφεί πιο αριστερά. Στις τάξεις των μελών και υποστηρικτών του ΜέΡΑ25 που θα συμμετάσχουν ενεργά στους επερχόμενους μαζικούς αγώνες θα υπάρξουν πολλοί που θα είναι ανοικτοί στις ιδέες του επαναστατικού μαρξισμού. Έτσι η προσπάθεια να χτιστούν πολιτικοί δεσμοί μεταξύ των οργανωμένων δυνάμεων του επαναστατικού μαρξισμού και αυτών των αγωνιστών είναι σημαντική.
Η σύγκρουση ελληνικής και τουρκικής αστικής τάξης στη ΝΑ Μεσόγειο
To 2020 υπήρξε χρονιά μεγάλης έντασης στη διαχρονική σύγκρουση ελληνικής και τουρκικής αστικής τάξης, με βασικό επίκεντρο τον έλεγχο της οικονομικής εκμετάλλευσης των θαλάσσιων ζωνών στη ΝΑ Μεσόγειο. Η ρίζα της σύγκρουσης δεν βρίσκεται στις τρέχουσες εξελίξεις και διεργασίες, έχει ιστορικό χαρακτήρα: δυο περιφερειακές-τοπικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις ερίζουν για το ποια θα κυριαρχήσει έναντι της άλλης στην ευρύτερη περιοχή, ως ο πιο πιστός στρατηγικός συνεργάτης-τοποτηρητής των ισχυρού δυτικού ιμπεριαλισμού. Σε αυτή την αδυσώπητη σύγκρουση στη ΝΑ Μεσόγειο η κάθε πλευρά επικαλείται υποκριτικά το διεθνές δίκαιο, αλλά εκείνο που την ενδιαφέρει είναι μόνο να επιφέρει ένα αποφασιστικό χτύπημα στον ανταγωνιστή της για να ενισχύσει τα κέρδη, τη διεθνή θέση και το γόητρό της. Τα αληθινά κίνητρα δεν είναι ούτε το δίκαιο, ούτε το «εθνικό συμφέρον», αλλά το αντιδραστικό αστικό-ταξικό συμφέρον. Με αυτή την έννοια, η σύγκρουση είναι και από τις δύο πλευρές απόλυτα αντιδραστική, άσχετα με το ποιος κατά καιρούς έχει τη θέση του «επιτιθέμενου» ή του «αμυνόμενου». Η εργατική τάξη και στις δύο χώρες έχει τα δικά της κοινά συμφέροντα, που σε αντίθεση με τα συγκρουόμενα συμφέροντα των αστικών τάξεων, ταυτίζονται και με τα αντίστοιχα της συντριπτικής πλειονότητας του ελληνικού και του τουρκικού λαού, που επιθυμεί να ζει ειρηνικά κάτω από συνθήκες αμοιβαίας συνεργασίας για κοινή ευημερία και πρόοδο. Όμως, αυτό μπορεί να γίνει πραγματικότητα μόνο μετά από την κατάκτηση της εξουσίας από το ελληνικό και το τουρκικό προλεταριάτο στον αγώνα για μια Σοσιαλιστική Ομοσπονδίας Ελλάδας, Τουρκίας, Κύπρου και λοιπών Μεσογειακών κρατών, στην προοπτική για της Σοσιαλιστικές Πολιτείες ολόκληρου του κόσμου. Αυτή και μόνο είναι η ορθή τοποθέτηση του ζητήματος της σύγκρουσης ελληνικής και τουρκικής αστικής τάξης από τη σκοπιά του μαρξισμού.
Οι Έλληνες αστοί στη σύγκρουση αυτή κινούνται πολύ επιθετικά. Επιδιώκουν να επιφέρουν ένα αποφασιστικό χτύπημα στη διαχρονική ανταγωνίστριά τους και ραγδαία ισχυροποιούμενη οικονομικά και στρατιωτικά κατά τις 2-3 τελευταίες δεκαετίες τουρκική αστική τάξη, εμποδίζοντας κάθε δυνατότητα συμμετοχής της στην εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων της ΝΑ Μεσογείου. Στην απόπειρά τους αυτή, κάνουν όλες τις απαιτούμενες διεθνείς συμμαχίες σε οικονομικό, διπλωματικό και στρατιωτικό επίπεδο, επιχειρούν να αξιοποιήσουν πλήρως τη θέση τους στην ΕΕ, καθώς και το γεγονός ότι η ορμητική ανάπτυξη του τουρκικού καπιταλισμού έχει πλέον ανακοπεί και στην Τουρκία, τη σχετική σταθερότητα έχει τα τελευταία χρόνια διαδεχθεί μια εκρηκτική, κατά διαστήματα, αστάθεια. Επιπλέον, επιχειρούν να αξιοποιήσουν την έκθεση της Τουρκίας σε πολλά «μέτωπα», λόγω της άφρονος ανυπομονησίας της για μια γρήγορη ιμπεριαλιστική αναβάθμιση με επεμβάσεις (Ιράκ, Συρία, Λιβύη, Ναγκόρνο Καραμπάχ), τις αντιφατικές και μόνιμα ασταθείς σχέσεις της με την ΕΕ, τις ΗΠΑ και τη Ρωσία, καθώς και ορισμένες εντελώς ανόητες από πολιτική και διπλωματική σκοπιά ενέργειες, όπως η πρόσφατη μετατροπή της Αγίας Σοφίας από μουσείο σε τζαμί κ.α.
Από μια ιστορική σκοπιά, η ελληνική αστική τάξη, «ορμώμενη» και από την σιγουριά που της παρέχει η παράταση της παραμονής της στον πυρήνα των ισχυρών της ΕΕ, κάνει κρυφά όνειρα για μια ιστορική εκδίκηση από την τουρκική για τις μεγάλες ήττες που υπέστη από εκείνη στον 20ο αιώνα, στη Μικρά Ασία το 1922 και την Κύπρο το 1974. Ασφαλώς κατανοεί ότι η ιστορική αυτή ρεβάνς δεν μπορεί να έρθει με μια «περιφανή» πολεμική νίκη, αφού με τον υπάρχοντα στρατιωτικό συσχετισμό δύναμης οι προϋποθέσεις για μια τέτοια είναι από πολύ αμφίβολες έως ανύπαρκτες. Ο στόχος της ιστορικής ρεβάνς συμπυκνώνεται στην αναβάθμιση της καπιταλιστικής Ελλάδας με τις ευλογίες του δυτικού ιμπεριαλισμού σε ισχυρό «παίκτη» στη ΝΑ Μεσόγειο και στην ταυτόχρονη ύπαρξη μιας απομονωμένης από τον δυτικό ιμπεριαλισμό Τουρκίας, που με τη ρετσινιά του «ατίθασου» και του «ασταθούς συμμάχου» θα είναι υποχρεωμένη να κάνει υποχωρήσεις σε όλα τα ανοικτά πεδία της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης (Αιγαίο, Κύπρος κ.α).
Οι Τούρκοι αστοί από τη δική τους πλευρά, με την «ορμή» των δυο προηγούμενων δεκαετιών ανάπτυξης που ισχυροποίησαν τον ιμπεριαλιστικό τους ρόλο στα Βαλκάνια, τη Δυτική Ασία και τη Μέση Ανατολή, δεν μπορούν να ανεχτούν την απόπειρα αποκλεισμού τους από τις θαλάσσιες ζώνες της ΝΑ Μεσογείου και αντεπιτίθενται σε αυτό το πεδίο αξιοποιώντας την επέμβασή τους στη Λιβύη και τον κρίσιμο για την ΕΕ, ρόλο τους στο προσφυγικό ζήτημα. Επιπλέον, ξεδιπλώνουν επιθέσεις και στα άλλα σημαντικά πεδία της σύγκρουσης τους με τους Έλληνες αστούς, όπως το Αιγαίο και η Κύπρος, με διάφορες διπλωματικές ενέργειες και επίδειξη στρατιωτικής ισχύος. Η διαφορά με τους Έλληνες αστούς είναι ότι ενώ εκείνοι στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής είναι επικεντρωμένοι σχεδόν αποκλειστικά στη σύγκρουση με την Τουρκία, οι ίδιοι λόγω της ανάμιξής τους σε πολλά διεθνή μέτωπα, είναι πιο ευάλωτοι, αλλά και πιο ευέλικτοι ταυτόχρονα, αφού μπορούν να αξιοποιήσουν πιθανές υποχωρήσεις σε αυτά, με αντάλλαγμα στήριξη από τον αμερικάνικο, γερμανικό ή ρωσικό ιμπεριαλισμό στα «ελληνοτουρκικά».
Από ιστορική σκοπιά, πρέπει να τονιστεί ότι οι διαφορές μεταξύ ελληνικής και τουρκικής άρχουσας τάξης σε όλα τα βασικά τους πεδία (θαλάσσιες ζώνες ΝΑ Μεσογείου, Αιγαίο, Κύπρος, «μειονοτικό») είναι αγεφύρωτες. Θα συνεχίσουν να υπάρχουν όσο υπάρχει και από τις δύο πλευρές του Αιγαίου καπιταλισμός, και σε τελική ανάλυση, είναι διαφορές που θα τείνουν πάντα σε καπιταλιστικό έδαφος να οδηγούν σε πόλεμο. Οι απόπειρες «κατευνασμού» όπως η έναρξη της «διερευνητικής διαδικασίας διαλόγου» που εξαγγέλθηκε τον περασμένο Σεπτέμβριο, δεν πρόκειται να οδηγήσουν σε ουσιαστική λύση. Συνιστούν προσωρινές υφέσεις στη σύγκρουση, που έρχονται ως αποτέλεσμα της παρέμβασης των Ευρωπαίων ή Αμερικάνων ιμπεριαλιστών, αλλά και ως αποτέλεσμα του ότι οι δύο συγκρουόμενες αστικές τάξεις δεν αισθάνονται έτοιμες να λύσουν σήμερα τις διαφορές τους με μια πολεμική αναμέτρηση.
Η οικονομική κρίση είναι τώρα βαθιά και στις δυο πλευρές του Αιγαίου. Αυτή δεν είναι η κατάλληλη συγκυρία για πόλεμο για καμία από τις δύο αστικές τάξεις. Η ελληνική οικονομία επιστρέφει στις αρχές της περασμένη δεκαετίας, με ένα ΑΕΠ σε «ελεύθερη πτώση» και τα κρατικά ελλείμματα να αυξάνονται και να καλύπτονται όλο και πιο δύσκολα. Ένα πόλεμος με την Τουρκία σ’ αυτές τις συνθήκες θα είχε βαρύτατες οικονομικές συνέπειες για δεκαετίες. Αλλά και η Τουρκία έχει εισέλθει πλέον σε μια ανάλογη κρίση, που ήδη γεννά σκληρή λιτότητα και σαρωτικές ιδιωτικοποιήσεις. Με ένα επιτόκιο στο κρατικό δεκαετές της ομόλογο στο 12% (την ώρα που ακόμα η Ελλάδα δανείζεται με 0,7%) η Τουρκία κινείται ταχύτατα προς την ανάγκη για ένα «πακέτο στήριξης» παρόμοιο με αυτό της Ελλάδας το 2010. Αυτή είναι και η υλική βάση της «ευρωπαϊκής στροφής» στην εξωτερική πολιτική του Ερντογάν από τα μέσα Νοεμβρίου. Επιπλέον, με πάνω από το 50% των τουρκικών εξαγωγών να κατευθύνονται στην Ευρώπη, με πρώτη χώρα στη σχετική λίστα να είναι η Γερμανία, οι οικονομικοί δεσμοί με την Ευρώπη είναι ιδιαίτερα κρίσιμος παράγοντας για την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας, ειδικά σε συνθήκες κρίσης. Ένας ελληνοτουρκικός πόλεμος θα μπορούσε να τους υπονομεύσει όσο τίποτα άλλο στην παρούσα φάση και γι’ αυτό δεν μπορεί να αποτελεί σήμερα επιλογή για την Τουρκία.
Ο αποκλεισμός της άμεσης προοπτικής ενός πολέμου, δεν σημαίνει καθόλου και αποκλεισμό της άμεσης πιθανότητας ενός θερμού επεισοδίου, δηλαδή μιας μικρής διάρκειας, μη εκτεταμένης πολεμικής εμπλοκής. Αντίθετα, αυτό θα πρέπει να αναμένεται ανά πάσα στιγμή, είτε ως ατύχημα λόγω της διαρκούς στρατιωτικής έντασης, είτε ως μέσο πίεσης από τη μία ή την άλλη πλευρά, όταν θεωρείται ότι οι «προκλήσεις» του αντιπάλου έχουν ξεπεράσει ένα ορισμένο ανεκτό όριο. Γενικότερα όμως, βλέποντας τις εξελίξεις από μια ιστορική σκοπιά, πρέπει να πούμε ότι στρατηγική και των δύο αρχουσών τάξεων δεν είναι η επιδίωξη μια ειρηνικής επίλυσης, αλλά το κέρδισμα χρόνου για την καλύτερη δυνατή προετοιμασία για έναν μελλοντικό πόλεμο. Αυτή είναι σήμερα η κυρίαρχη προσέγγιση της ελληνικής άρχουσας τάξης στα ελληνοτουρκικά και ομολογείται ανοικτά, όχι από κάποιους άφρονες ακροδεξιούς, αλλά από μετριοπαθείς αστούς αναλυτές, όπως ο διευθυντής της «Καθημερινής», Αλέξης Παπαχελάς.
Το περιεχόμενο του άρθρου του καθεστωτικού αναλυτή και συνήθους εκφραστή της βασικής γραμμής της ελληνικής αστικής τάξης, διευθυντή της «Κ», στις 18/11, είναι απόλυτα ενδεικτικό για αυτή την προσέγγιση: «Ο κορωνοϊός θα περάσει, κάποια στιγμή…Η Τουρκία, όμως, δεν θα πάει πουθενά. Θα είναι εκεί και θα συνεχίσει να πιέζει για τη φινλανδοποίηση του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου. Βρισκόμαστε σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Η Τουρκία έχει πολλαπλασιάσει τις δυνατότητές της σε εξοπλισμούς, στη διεξαγωγή υβριδικού πολέμου, στη χρήση μισθοφόρων ως υποκατάστατο δικών της δυνάμεων. Όσα συνέβησαν στον πόλεμο Αζερμπαϊτζάν – Αρμενίας θα πρέπει να μας ξυπνήσουν και να μας κινητοποιήσουν άμεσα. Η επιλογή είναι σαφής: είτε θα μετατραπούμε σε ένα κράτος που θα περιμένει αφελώς τη συνδρομή Ευρωπαίων ή Αμερικανών όταν τα πράγματα δυσκολεύουν, είτε θα σοβαρευτούμε και θα βάλουμε στόχους για να κάνουμε άλματα. Προφανώς, χρειάζονται προτεραιότητες…Κάθε εταίρος, με ή χωρίς εισαγωγικά, και κάθε εταιρεία δικαιούται να θέλει να μας πουλήσει ό,τι μπορεί. Η στρατιωτική μας ηγεσία ξέρει όμως τις πραγματικές ανάγκες και σε συνεργασία με την κυβέρνηση, που ασχολείται σοβαρά με το θέμα σε ανώτατο επίπεδο, μπορεί να χαράξει μία υπεύθυνη πολιτική και να προχωρήσει πολύ γρήγορα. Με απόλυτη διαφάνεια, αλλά γρήγορα. Το ζητούμενο, άλλωστε, δεν είναι να λύσουμε τα συσσωρευμένα προβλήματα, αλλά να κάνουμε πραγματικά άλματα. Να δημιουργηθεί επιτέλους εγχώρια αμυντική βιομηχανία, να συνδεθούν τα Πολυτεχνεία με το Πεντάγωνο. Να γίνουν συμπαραγωγές με τους τοπικούς μας συμμάχους, όπως είναι τα Εμιράτα και το Ισραήλ. Και βέβαια να αρχίσουμε να σκεπτόμαστε έξυπνα, «έξω από το κουτί». Γιατί καλοί οι μεγάλοι και ακριβοί εξοπλισμοί, αλλά επείγει να βρεις λύση, όπως έδειξε η περίπτωση της Αρμενίας, για τα τουρκικά drones.» (Αλέξης Παπαχελάς, «Το σταυροδρόμι είναι κρίσιμο, ας κινηθούμε έξυπνα», 18.11.2020 ). Οι παραπάνω γραμμές θα μπορούσαν κάλλιστα να χαρακτηριστούν ως «Μανιφέστο της ελληνικής αστικής τάξης για τον μελλοντικό ελληνοτουρκικό πόλεμο».
Η αποδοχή της εκτίμησης ότι ένας πόλεμος δεν είναι μια άμεση, βραχυχρόνια, αλλά μια μακροπρόθεσμη προοπτική, δεν είναι ζήτημα πρόβλεψης της ακριβούς χρονολογίας αυτού του πολέμου. Είναι ένα σημαντικό πολιτικό ζήτημα για την εργατική τάξη, γιατί την βοηθά να κατανοήσει ότι έχει ακόμα τον απαιτούμενο χρόνο για να αποτρέψει αυτόν τον μελλοντικό πόλεμο μέσα από ένα νικηφόρο αγώνα για την κατάκτηση της εξουσίας σε Ελλάδα και Τουρκία. Από αυτή τη σκοπιά, είναι απόλυτα επιζήμια η πολιτική γραμμή τις ηγεσίας του ΚΚΕ από το 2016 μέχρι και σήμερα, η οποία βλέπει ως άμεση την προοπτική πολέμου και την παρουσιάζει μοιρολατρικά, χωρίς να αναφέρει ότι υπάρχει ο απαιτούμενος τρόπος και χρόνος για να αποτραπεί. Αυτή η γραμμή συγχύζει την εργατική τάξη και αντικειμενικά, συντελεί στο να οδηγηθεί αυτή παθητικά σε μια πολεμική καταστροφή.
Με τη μορφή της φετιχιστικής επίκλησης μιας καρικατούρας των ιστορικών διαδικασιών που οδήγησαν στην Ρωσική Επανάσταση, οι σταλινικοί εμφανίζουν έμμεσα αλλά σαφώς, τον ελληνοτουρκικό πόλεμο ως ένα αναγκαίο στάδιο για τη σοσιαλιστική επανάσταση στην Ελλάδα. Αυτό δεν πηγάζει (μόνο) από μια λαθεμένη, μηχανιστική κατανόηση των διαδικασιών που οδήγησαν στη Ρωσική Επανάσταση, αλλά πρωτίστως, από την ανάγκη τους να καλύψουν, από τη μία πλευρά τον οπορτουνισμό τους, που έχει σαν βασικό στοιχείο την υποβάθμιση των δυνατοτήτων που υπάρχουν σήμερα για έναν πραγματικό αγώνα για την εργατική εξουσία, και από την άλλη, και κυρίως, το σοσιαλσοβινισμό τους. Προσπαθούν να δικαιώσουν την από μέρους τους στήριξη στις αντιδραστικές επιδιώξεις της ελληνικής άρχουσας τάξης που καλούνται «κυριαρχικά δικαιώματα», υπονοώντας ότι αφού ένας πόλεμος, έτσι κι αλλιώς, είναι αναπόφευκτος, οι κομμουνιστές πρέπει να τον υποστηρίξουν στο όνομα της πατρίδας, «για το καλό της επανάστασης» που θα προκύψει με βεβαιότητα από αυτόν.
Σε αντίθεση με αυτή τη σταλινική, σοσιαλσοβινιστική απάτη, πρέπει να τονίσουμε ότι ο ελληνοτουρκικός πόλεμος θα είναι ένα βαθιά αντιδραστικό και αντεπαναστατικό γεγονός. Θα φέρει όχι μόνο φυσικές απώλειες, αλλά και ένα νοσηρό εθνικιστικό κλίμα που για μια περίοδο θα τείνει να αναστείλει εντελώς την ταξική πάλη και θα υπονομεύσει βαρύτατα τη ζωτική υπόθεση της κοινής διεθνιστικής πάλης Ελλήνων και Τούρκων εργατών. Ακόμα πιο επιζήμια και αντιδραστικά αποτελέσματα θα έχει αυτός ο πόλεμος αν υποστηριχτεί από τους κομμουνιστές στο όνομα των «εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων». Η εργατική τάξη σε Ελλάδα και Τουρκία θα κάνει αρκετά χρόνια να συνέλθει από έναν τέτοιο πόλεμο. Η ρωσική εργατική τάξη σταμάτησε τον πόλεμο καταλαμβάνοντας την εξουσία, γιατί επικεφαλής της είχε τεθεί το επαναστατικό-διεθνιστικό, Μπολσεβίκικο κόμμα. Στην Ελλάδα, με επικεφαλής του προλεταριάτου τις σοσιαλσοβινιστικές ηγεσίες του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ, ο πόλεμος δεν πρόκειται να λήξει με μια νικηφόρα σοσιαλιστική επανάσταση και οι συνέπειές του για την εργατική τάξη θα είναι πλήρως αντιδραστικές. Αυτό υπογραμμίζει την επείγουσα ανάγκη του χτισίματος ενός μαζικού επαναστατικού μαρξιστικού κόμματος το συντομότερο δυνατό!
Για μια δεκαετία του επαναστατικού μαρξισμού!
«Η παγκόσμια πολιτική κατάσταση, στο σύνολό της, χαρακτηρίζεται, κυρίως, από την ιστορική κρίση της ηγεσίας του προλεταριάτου…Ο προσανατολισμός των μαζών καθορίζεται πρώτα από τις αντικειμενικές συνθήκες του καταρρέοντος καπιταλισμού, και δεύτερο, από την προδοτική πολιτική των παλιών εργατικών οργανώσεων. Από τους δύο αυτούς παράγοντες, ο πρώτος, φυσικά, είναι ο αποφασιστικός: οι νόμοι της ιστορίας είναι πιο ισχυροί από τους γραφειοκρατικούς μηχανισμούς….Κάθε μέρα που περνάει, οι απελπισμένες προσπάθειές τους να γυρίσουν προς τα πίσω τον τροχό της Ιστορίας θα αποδείχνουν ολοένα και πιο καθαρά στις μάζες πως η κρίση ηγεσίας του προλεταριάτου, έχοντας γίνει κρίση του ανθρώπινου πολιτισμού, δεν μπορεί να λυθεί παρά από την Τέταρτη Διεθνή» (Λέον Τρότσκι, «Το Μεταβατικό Πρόγραμμα», 1938).Τα λόγια αυτά είναι σήμερα επίκαιρα ακριβώς όσο και την εποχή στην οποία γράφτηκαν από τον Τρότσκι. Το μέλλον της ανθρωπότητας, σε τελική ανάλυση εξαρτάται από την επίλυση του προβλήματος της ηγεσίας του προλεταριάτου. Αυτή η λύση μπορεί σήμερα να δοθεί μόνο από τη Διεθνή Μαρξιστική Τάση, που υπερασπίζει με συνέπεια τις ιδέες με τις οποίες ο Τρότσκι θεμελίωσε την Τέταρτη Διεθνή.
Το ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Μαρξιστικής Τάσης έχει ήδη αναλάβει το δικό του μερίδιο σε αυτό το ζωτικό παγκόσμιο καθήκον. Από την ανάλυση των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών εξελίξεων και προοπτικών στην Ελλάδα προκύπτει ότι τους επόμενους μήνες οι ευκαιρίες για την ισχυροποίηση των μικρών αριθμητικά δυνάμεων του επαναστατικού μαρξισμού στην Ελλάδα θα είναι σημαντικές. Οι μάζες των εργαζόμενων και της νεολαίας που θα μπαίνουν στον αγώνα θα τείνουν να αναζητούν από ένστικτο τις ιδέες του επαναστατικού μαρξισμού. Μια μικρή οργάνωση, προετοιμασμένη με μια βαθιά και ενιαία κατανόηση των προοπτικών και διαδίδοντας με συνέπεια και ενθουσιασμό τις επαναστατικές μαρξιστικές ιδέες, μπορεί σε αυτές τις συνθήκες να αναπτυχθεί πολύ γρήγορα.
Η δεκαετία που ολοκληρώθηκε πριν από σχεδόν έναν χρόνο, ήταν η δεκαετία μεγάλων ηττών για την εργατική τάξη της Ελλάδας, γιατί στις γραμμές της πολιτικά κυρίαρχος συνέχιζε να είναι ο ρεφορμισμός. Όμως η δεκαετία που ήδη ξεκίνησε, υπάρχουν όλες οι προϋποθέσεις να μείνει στην Ιστορία ως η δεκαετία της μεγάλης ανάπτυξης του επαναστατικού μαρξισμού. Έτσι πρέπει να γίνει και έτσι θα γίνει!
Αθήνα 1/12/2020
* Το προσχέδιο του κειμένου συντάχθηκε από τον Σταμάτη Καραγιαννόπουλο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου