«Ελληνικές Προοπτικές» – Κείμενο για το 14ο συνέδριο της Κομμουνιστικής Τάσης (μέρος 3ο)
Οι εργαζόμενοι αντιμέτωποι με μια καταστροφή: Καμιά λύση εκτός από το πρόγραμμα του επαναστατικού μαρξισμού!
Οι αστοί και οι απολογητές τους προσπαθούν γύρω από την πανδημία να δημιουργήσουν ένα κλίμα «εθνικής ομοψυχίας». Αλλά η εργατική τάξη είναι εκείνη που πληρώνει το πιο βαρύ τίμημα από την πανδημία. Οι εργαζόμενοι συνωστίζονται υποχρεωτικά στους χώρους δουλειάς και τα μέσα μαζικής μεταφοράς, ακόμα και μέσα στη «γενική καραντίνα», όπου η τηλεργασία είναι για ένα πολύ μεγάλο τους τμήμα αδύνατη. Επίσης, διαβιούν με τις οικογένειές τους σε μικρά διαμερίσματα και σε υποβαθμισμένα προάστια με μεγάλη πληθυσμιακή πυκνότητα και ακάθαρτους δρόμους. Αντίθετα, τα καπιταλιστικά αφεντικά, οι διευθυντές τους και οι υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι του κράτους μπορούν σε ποσοστό 100% να διεκπεραιώνουν τον (μη αναγκαίο κοινωνικά) ρόλο τους στην οικονομία και το κράτος χωρίς φυσική παρουσία σε χώρους δουλειάς, με «τηλεργασία» και είναι πολύ ευκολότερο να απομονωθούν και να αποφύγουν τους συνωστισμούς διαβιώντας στις ευρύχωρες κατοικίες τους που βρίσκονται σε αραιοκατοικημένα και πλούσια προάστια.
Ταυτόχρονα, με την άμεση και διαρκή απειλή για τη ζωή τους από τον ιό, οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα είναι για δεύτερη φορά μέσα σε μια δεκαετία αντιμέτωποι με μια απότομη και δραματική πτώση στο βιοτικό τους επίπεδο λόγω της νέας καπιταλιστικής κρίσης. Σύμφωνα με το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ ο μέσος μέσος μηνιαίος μισθός μειώθηκε το 2020 κατά περίπου 10% σε σχέση με το 2019. Στο ίδιο διάστημα οι εργαζόμενοι που λαμβάνουν μισθό έως 200 ευρώ αυξήθηκαν ως ποσοστό, από 1% σε 12% του εργατικού δυναμικού. Το 31% των εργαζόμενων λαμβάνουν σήμερα λιγότερο από τον κατώτατο μισθό, ο οποίος όμως βρίσκεται κάτω από το όριο της φτώχειας. Την ίδια στιγμή που η επίσημη ανεργία φτάνει το 20%, η κυβέρνηση αφήνει χωρίς καμία απολύτως στήριξη τη συντριπτική πλειοψηφία των ανέργων, ενώ είναι δεδομένο ότι στις παρούσες συνθήκες δεν πρόκειται να βρουν δουλειά. Και όπως είναι φυσικό, η κυβέρνηση της άρχουσας τάξης επιχειρεί μεθοδικά να αξιοποιήσει τις ειδικές συνθήκες της πανδημίας για να μεγαλώσει την εκμετάλλευση με νέους νόμους που προβλέπουν μειώσεις μισθών και αύξηση των ωρών εργασίας, αλλά και να αντιμετωπίσει προληπτικά τους επερχόμενους μαζικούς αγώνες με νόμους απαγόρευσης των διαδηλώσεων και νέας παρεμπόδισης της συνδικαλιστικής δράσης και της κήρυξης απεργιών, με άγρια κλιμάκωση της αστυνομικής βίας και τρομοκρατίας.
Οι ρεφορμιστές επιχειρούν για μια ακόμα φορά να πείσουν τους εργαζόμενους ότι οι αιτίες για αυτήν την επίθεση είναι ιδεολογικές. Ισχυρίζονται ότι γι΄ αυτήν ευθύνεται ο ακροδεξιός και νεοφιλελεύθερος χαρακτήρας της κυβέρνησης. Ωστόσο, «ξεχνούν» ότι από το 2015 έως το 2019 στα υπουργεία βρίσκονταν άνθρωποι που κατήγγειλαν το νεοφιλελευθερισμό και ορκίζονταν στις «προοδευτικές μεταρρυθμίσεις», αλλά στην πράξη – και μάλιστα σε συνθήκες ήπιας ανάκαμψης και όχι κρίσης – η πολιτική που εφάρμοσαν απέναντι στα θεμελιώδη εργατικά προβλήματα είχε μόνο ποσοτικές διαφορές σε σχέση με την πολιτική αυτών που τους έχουν διαδεχθεί. Αυτοί οι «αντι-νεοφιλελεύθεροι» και «αντι-δεξιοί» ρεφορμιστές διατήρησαν την άθλια κατάσταση στο κρατικό σύστημα Υγείας, το οποίο βρέθηκε ανοχύρωτο στην πανδημία, δεν άλλαξαν τίποτα από το αντιδραστικό κράτος και τους κατασταλτικούς μηχανισμούς του, δεν βελτίωσαν, παρά την ανάκαμψη του ΑΕΠ ουσιαστικά το βιοτικό επίπεδο της εργατικής τάξης. Και ταυτόχρονα, αυτοί ήταν που διαψευστήκαν παταγωδώς σε όλες τις μεγαλόστομες διαπιστώσεις τους ενώπιον των εργαζομένων, για «θυσίες που έπιασαν τόπο» και για «έξοδο από τα Μνημόνια». Διαπιστώσεις που, εκτός των άλλων, είχαν μια ορισμένη επιζήμια επίδραση σύγχυσης και αυταπατών για τον ελληνικό καπιταλισμό και τη φύση του στη συνείδηση ενός τμήματος της εργατικής τάξης.
Η θεμελιώδης αιτία για τη διαρκή επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου της εργατικής τάξης δεν είναι ιδεολογική. Τόσο η ανικανότητα των ρεφορμιστών να διαχειριστούν και να αλλάξουν το σύστημα προς όφελος της εργατικής τάξης σε συνθήκες ανάκαμψης, όσο και η σημερινή ολομέτωπη επίθεση των νεοφιλελεύθερων στους εργαζόμενους σε συνθήκες κρίσης, πηγάζουν από την ίδια αιτία, η οποία είναι η αντικειμενική φάση που βρίσκεται σήμερα ο καπιταλισμός. Η παρούσα βαθιά κρίση αποτελεί την εκδήλωση μιας παγκόσμιας αντικειμενικής πραγματικότητας: της πραγματικότητας του ιστορικού αδιεξόδου και της προχωρημένης παρακμής του καπιταλισμού. Η εκδήλωση αυτού του αδιεξόδου, ειδικά σε ένα υπερχρεωμένο κράτος της περιφέρειας του ευρωπαϊκού καπιταλισμού όπως η Ελλάδα, είναι η αιτία για τον τριπλό εφιάλτη που βιώνει σήμερα η εργατική τάξη: θανάσιμη απειλή για την υγεία της, περιορισμός βασικών της δημοκρατικών δικαιωμάτων, νέα επιδείνωση του βιοτικού της επιπέδου. Μόνο πολιτικά κρετίνοι ή πολιτικοί απατεώνες θα μπορούσαν να υποστηρίξουν ότι η λύση για να απαλλαγεί οριστικά η εργατική τάξη από αυτόν τον τριπλό εφιάλτη είναι απλώς η αντικατάσταση των προσώπων που διαχειρίζονται το σάπιο σύστημα με πρόσωπα άλλης «ιδεολογίας».
Η κοινωνία είναι βαριά άρρωστη, από μια αρρώστια που διαρκώς χειροτερεύει με νέες υποτροπές και η οποία λέγεται «καπιταλισμός». Η λύση δεν είναι τα παυσίπονα του ρεφορμισμού αλλά η ριζική θεραπεία που επαγγέλλεται ο επαναστατικός μαρξισμός, με τη μορφή της εφαρμογής του προγράμματός του στην εξουσία. Είναι τόσο βαθιά η σημερινή καπιταλιστική κρίση που ο,τιδήποτε λιγότερο ή μετριοπαθέστερο από τις βασικές προγραμματικές διεκδικήσεις του επαναστατικού μαρξισμού είναι εντελώς ανίκανο να προσφέρει πραγματική ανακούφιση στα θεμελιώδη προβλήματα της εργατικής τάξης. Με το κράτος να ξεμένει από νοσοκομειακές κλίνες, η προστασία της υγείας χιλιάδων ανθρώπων από την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα προϋποθέτει την άμεση κοινωνικοποίηση των ιδιωτικών μονάδων Υγείας. Με εκατομμύρια θέσεις εργασίας να απειλούνται, μόνο οι κοινωνικοποιήσεις και η κεντρικά σχεδιασμένη οικονομία μπορούν να εξασφαλίσουν τις υπάρχουσες θέσεις εργασίας και να ανοίξουν νέες. Με τον κρατικό μηχανισμό να γίνεται όλο και πιο αυταρχικός ως αποτέλεσμα της απόπειρας της άρχουσας τάξης να τρομοκρατήσει εκατομμύρια ανθρώπους για να μην απειληθεί η εξουσία της, μόνο η κατάκτηση της εξουσίας από το προλεταριάτο και το τσάκισμα του αρχιτρομοκράτη που λέγεται αστικό κράτος μπορεί να εγγυηθεί τα δημοκρατικά δικαιώματα.
Η εργατική τάξη – με τα πιο νεανικά, λιγότερο φθαρμένα από ήττες και προδοσίες τμήματά της στην πρώτη γραμμή – είναι σήμερα περισσότερο από ποτέ έτοιμη να ακούσει και να υποστηρίξει το πρόγραμμα του επαναστατικού μαρξισμού. Μετά από το σοκ του ερχομού μιας ακόμα κρίσης, αρχίζει να συνειδητοποιεί ότι η σημερινή πραγματικότητα επιβάλει ριζικές λύσεις. Στο όχι και πολύ μακρινό παρελθόν, παράγοντες όπως η ισχυρή καπιταλιστική ανάπτυξη σε συνδυασμό με την ύπαρξη του παντοδύναμου και σφετεριζόμενου το γόητρο της Οκτωβριανής επανάστασης σταλινισμού, όρθωναν πανίσχυρα αντικειμενικά εμπόδια μεταξύ των εργατικών μαζών και του προγράμματος της σοσιαλιστικής επανάστασης. Σήμερα αυτά τα αντικειμενικά εμπόδια δεν υπάρχουν. Εναπόκειται στους επαναστάτες μαρξιστές, με συστηματική και υπομονετική δουλειά να βρουν τον δρόμο για να κατακτήσουν την υποστήριξη των μαζών της εργατικής τάξης στο πρόγραμμά τους, το οποίο οι ίδιες από ένστικτο αναζητούν για να σωθούν από την καταστροφική κρίση του καπιταλισμού.
Το αστικό καθεστώς σε νέα αβεβαιότητα
Μετά από μια πολύ ασταθή πολιτικά
δεκαετία για το αστικό καθεστώς, με κοινοβουλευτικά αδύναμες
κυβερνήσεις, η άρχουσα τάξη ευτύχησε τον Ιούλιο του 2019 να ξαναδεί μια
ισχυρή κοινοβουλευτικά και απόλυτα ελεγχόμενη κυβέρνησή της στην
εξουσία. Όμως, πριν ακόμα συμπληρώσει έναν χρόνο θητείας, αυτή η
κυβέρνηση βρέθηκε αντιμέτωπη με μια κρίση που φέρνει τον ελληνικό
καπιταλισμό πίσω στις ταραγμένες αρχές της περασμένης δεκαετίας. Τους
πρώτους μήνες της νέας κρίσης φάνηκε ότι η δημοτικότητα της κυβέρνηση
της ΝΔ, αντί να αποδυναμώνεται, ενισχύθηκε. Πως μπορεί να εξηγηθεί αυτό;
Σίγουρα όχι με τη γνωστή θεωρία των οργανικά πεσιμιστών σεχταριστών και
οπορτουνιστών μέσα στην Αριστερά, περί «δεξιάς στροφής της κοινωνίας».
Οι πραγματικοί λόγοι είναι οι ακόλουθοι.
Ο πρώτος είναι η από φόβο για την κατάρρευση του τουρισμού γρήγορη
καταφυγή σε «γενική καραντίνα» τον περασμένο Μάρτιο, που περιόρισε τον
αριθμό των θανάτων από την πανδημία σε σύγκριση με άλλες χώρες. Αυτό
έδωσε στην κυβέρνηση τη δυνατότητα, ενδεδυμένη με το μανδύα του
«ανθρωπισμού», να κερδίσει ανέλπιστη δημοτικότητα μέσα στο 2020. Ο
δεύτερος-και σημαντικότερος-λόγος είναι ή άδεια για «πάγωμα» των
μνημονιακών δημοσιονομικών κανόνων που έλαβε η κυβέρνηση από την ΕΕ, για
φέτος και του χρόνου. Χωρίς αυτή την άδεια, θα έπρεπε μέχρι το τέλος
του χρόνου να περικοπούν μισθοί και συντάξεις, και να δούμε πιθανότατα,
το σταμάτημα της λειτουργίας κρατικών υπηρεσιών και οργανισμών στα
πρότυπα του «ξαφνικού θανάτου» της ΕΡΤ το 2013. Αυτό το «πάγωμα»,
δημιούργησε τη δυνατότητα αυτοί οι «ορκισμένοι νεοφιλελεύθεροι» να
μετριάσουν τη λαϊκή δυσαρέσκεια μέσα από έκτακτα επιδόματα, ακόμα
υψηλότερα και από τα ετήσια «κοινωνικά μερίσματα» της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.
Ο τρίτος λόγος είναι η στάση των ηγεσιών των αριστερών κομμάτων της
αντιπολίτευσης και ιδίως αυτών με την ισχυρότερη επιρροή στην εργατική
τάξη, δηλαδή του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ, να μη διεξάγουν μια ενωτική
εκστρατεία για την ενίσχυση του ΕΣΥ και την καταπολέμηση της φτώχειας
και της ανεργίας, προετοιμάζοντας μαζικούς αγώνες (ειδικά το 4μηνο
Ιουνίου-Σεπτεμβρίου, όπου ακόμα δεν είχε φουντώσει το νέο κύμα της
πανδημίας και θα μπορούσαν να διεξαχθούν και μαζικές διαδηλώσεις και
συγκεντρώσεις), επέλεξαν να δώσουν διαπιστευτήρια «υπευθυνότητας» στο
καθεστώς με μια υποτονική, συμβολική, κοινοβουλευτική αντιπολίτευση,
διακοπτόμενη από αραιά επαναλαμβανόμενους ακτιβισμούς από το ΠΑΜΕ.
Ωστόσο, ο σοβαρός κλονισμός της δημοτικότητας της κυβέρνησης μετά και από την αποκάλυψη της χρεοκοπίας της μπροστά στο δεύτερο κύμα της πανδημίας, πρέπει να θεωρείται βέβαιος. Η πτωτική τάση της ΝΔ στις δημοσκοπήσεις ήδη φανερώνει την προοπτική η κυβέρνηση, μετά το διάλειμμα της πρώτης φάσης της πανδημίας, να δει τη δημοτικότητά της να περιορίζεται αποκλειστικά στη μειονότητα των πιο ηλικιωμένων και προνομιούχων τμημάτων της κοινωνίας. Η πολιτική υπεραξία από τη δημοτικότητα του πολυδιαφημισμένου ως «ήρωα της πανδημίας» (στην πραγματικότητα έμμισθου κυβερνητικού απολογητή) λοιμωξιολόγου Τσιόδρα και της «Επιτροπής ειδικών» (στην πλειονότητά τους προνομιούχων καθεστωτικών μεγαλογιατρών – συνεργατών του καθεστώτος) έχει πλέον εξαντληθεί. Ήδη αρχίζει να την επισκιάζει η μαζική δυσαρέσκεια για τα αντιδραστικά «κατορθώματα» των Κικίλια, Κεραμέως, Χρυσοχοίδη και σία. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη μετατρέπεται σ’ αυτό που φαινόταν ότι θα γίνει στην αρχή της θητείας της: μια λαομίσητη κυβέρνηση, η οποία πάνω στο έδαφος του αδιεξόδου του ελληνικού καπιταλισμού θα ξαναβάλει φωτιά στην ταξική πάλη.
Ανάμεσα στα πεπραγμένα της κυβέρνησης ξεχωρίζει η έξαρση της αστυνομικής βίας και τρομοκρατίας, με πρόσφατο αποκορύφωμα τη σκληρή καταστολή των συγκεντρώσεων του Πολυτεχνείου και την κατάργηση της ελευθερίας του «συνέρχεσθαι» για τέσσερις μέρες. Και πάλι εδώ, πρέπει να τονίσουμε ότι τα αίτια γι’ αυτόν τον αυταρχισμό δεν είναι «ιδεολογικά». Άλλωστε ο κεντρικός κυβερνητικός εκφραστής του, ο πολιτικός προϊστάμενος της αστυνομίας, δεν είναι κάποιος ακροδεξιός, αλλά ένα παλιός υπουργός του ΠΑΣΟΚ. Η αιτία είναι η ανάγκη της άρχουσας τάξης να δράσει προληπτικά, τόσο σε επιχειρησιακό, όσο και σε θεσμικό επίπεδο, για να τρομοκρατήσει το εργατικό κίνημα και τη νεολαία, κατανοώντας ότι η κρίση και η επίθεση της κυβέρνησης αναπόφευκτα θα οδηγήσουν σε μαζικούς αγώνες.
Η πρόσφατη Ιστορία, όμως, προσφέρει πολύ ξεκάθαρα διδάγματα σχετικά με το που μπορεί να οδηγήσει η έξαρση της κρατικής βίας. Είναι δυνατό να αποτελέσει αφορμή για έναν ξεσηκωμό της νεολαίας, ο οποίος με τη σειρά του, μπορεί να «κεντρίσει» την εργατική τάξη και να επιταχύνει τη κινητοποίηση και την πολιτική της ριζοσπαστικοποίηση. Η περίπτωση της δολοφονίας του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου το 2008, η οποία αποτέλεσε την πρώτη πράξη για το πέρασμα της ελληνικής κοινωνίας σε μια προεπαναστατική περίοδο, είναι η πλέον χαρακτηριστική. Ο σταθερός προσανατολισμός στην άγρια καταστολή και την καταπάτηση των στοιχειωδών δημοκρατικών δικαιωμάτων από την κυβέρνηση Μητσοτάκη, μέσα στις ακόμα πιο ασφυκτικές για το βιοτικό επίπεδο των εργατικών μαζών σημερινές συνθήκες, θα επιστρέψει «μπούμερανγκ» στην άρχουσα τάξη, τροφοδοτώντας διεργασίες που θα τείνουν να οδηγούν στην εμφάνιση μιας ανοικτά επαναστατικής κατάστασης.
Κάθε άλλη αστική κυβέρνηση στο παρελθόν, αν διέθετε τη σημερινή μεγάλη διαφορά από την αξιωματική αντιπολίτευση στις δημοσκοπήσεις, θα πήγαινε το συντομότερο δυνατό σε νέες εκλογές. Αλλά τώρα υπάρχει ο απρόβλεπτος παράγοντας που λέγεται «εκλογές με απλή αναλογική». Ένα εκλογικό σύστημα που επέβαλε στο αστικό καθεστώς η προηγούμενη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – έστω και για μία φορά (αφού από τις μεθεπόμενες εκλογές επιστρέφει η ενισχυμένη αναλογική) και διαστρεβλωμένα από το όριο του 3% – μέσα στην αγωνία της να επιδείξει ορισμένες προοδευτικές μεταρρυθμίσεις στο γενικό πλαίσιο της αντιδραστικής, μνημονιακής της πολιτικής. Το ρίσκο για την άρχουσα τάξη από μια προσφυγή σε πρόωρες εκλογές με απλή αναλογική είναι μεγάλο στις σημερινές κρίσιμες για τον ελληνικό καπιταλισμό συνθήκες, καθώς θα μπορούσαν να προκύψουν όλων των ειδών τα ασταθή και απρόβλεπτα κυβερνητικά σχήματα. Γι΄ αυτό η άρχουσα τάξη φαίνεται ότι επιδιώκει να εξαντληθεί η θητεία της κυβέρνησής της, με την ελπίδα ότι σε δυο χρόνια η κρίση θα έχει κοπάσει και η λαϊκή δυσαρέσκεια θα έχει μετριαστεί, ώστε να μπορέσει να ξεπεράσει το «σκόπελο» της απλής αναλογικής με μια συγκυβέρνηση με το ΚΙΝΑΛ ή ακόμα και την Ελληνική Λύση ή κάποια άλλη εκδοχή της Άκρας Δεξιάς. Όμως αυτοί οι σχεδιασμοί, παρότι λογικοί από τη σκοπιά των αστικών συμφερόντων, γίνονται χωρίς να υπολογίζονται οι συνέπειες από την αυξανόμενη συσσώρευση οργής στα θεμέλια της κοινωνίας.
Η «παράλυση» του εργατικού κινήματος φτάνει στο τέλος της
Η κρίση και η πανδημία βρήκαν το εργατικό κίνημα στη χειρότερη κατάσταση από τη Μεταπολίτευση. Στην απογοήτευση από τις απανωτές ήττες της προηγούμενης δεκαετίας, προστέθηκε το 2019 η κατάσταση πλήρους απαξίωσης και διάλυσης της ΓΣΕΕ, με εκλογικές νοθείες, ματαίωση δυο συνεδρίων με χρήση φυσικής βίας, παρουσία της αστυνομίας και τη θλιβερή πρόκληση της κρατικής παρέμβασης για διορισμό προσωρινής διοίκησης.
Αντί να μετατρέψουν το συνέδριο σε βήμα για την καταγγελία της γραφειοκρατίας και των μεθόδων της σε ολόκληρη την εργατική τάξη και να ξεκινήσουν μια εκστρατεία για ένα αυθεντικό και δημοκρατικό συνέδριο, οι ηγέτες του ΠΑΜΕ με τη διάλυση διαδικασιών μέσω της χρήσης φυσικής βίας, έδωσαν στους γραφειοκράτες της πλειοψηφίας της διοίκησης της ΓΣΕΕ το άλλοθι να εμφανιστούν ως θύματα και συνετέλεσε να απαξιωθούν τα συνδικάτα στα μάτια των εργατών, η πλειονότητα των οποίων σκέφτηκε ότι την ώρα που η τάξη δεινοπαθεί από τα αφεντικά οι συνδικαλιστές παίζουν μπουνιές για τις καρέκλες. Τελικά, οι ηγέτες του ΠΑΜΕ, οι οποίοι με αυτό το θόρυβο προσπάθησαν να δικαιολογήσουν την αποτυχία τους να αυξήσουν την επιρροή του στα συνδικάτα, αποδέχθηκαν τις λιγότερες θέσεις στο Δ.Σ τις ΓΣΕΕ για να μη χάσουν τα όποια προνόμια απορρέουν από αυτές, αφήνοντας όμως εμβρόντητους τους απλούς εργάτες και ιδιαίτερα όσους είχαν πιστέψει ότι η ηγεσία το ΠΑΜΕ δίνει – έστω και με γροθιές – μια πραγματική μάχη ενάντια στην γραφειοκρατία.
Αυτά τα γεγονότα υπογράμμισαν το παλιό μαρξιστικό αξίωμα ότι η υπόθεση της ανεξαρτησίας των συνδικάτων από το κράτος και της δημοκρατίας στο εσωτερικό τους είναι σε τελική ανάλυση ασυμβίβαστη με την ηγεσία των ρεφορμιστών και των σταλινικών. Ο Τρότσκι στο εξαιρετικό του κείμενο με τίτλο «Τα συνδικάτα στην εποχή της ιμπεριαλιστικής παρακμής» (1940) έγραφε χαρακτηριστικά: «Είναι γεγονός αποδεδειγμένο ότι η ανεξαρτησία των συνδικάτων από ταξική άποψη, στις σχέσεις τους με το αστικό κράτος, δεν μπορεί να εξασφαλιστεί στις σημερινές συνθήκες, παρά μόνο κάτω από μια ηγεσία απόλυτα επαναστατική, όπως είναι η ηγεσία της 4ης Διεθνούς. Αυτή η ηγεσία, φυσικά, μπορεί και πρέπει να είναι λογική και να εξασφαλίζει στα συνδικάτα το μάξιμουμ της δυνατής δημοκρατίας κάτω από τις συγκεκριμένες σημερινές συνθήκες. Αλλά χωρίς την πολιτική ηγεσία της 4ης Διεθνούς, η ανεξαρτησία των συνδικάτων είναι αδύνατη.»
Είναι ανάγκη εδώ να διευκρινίσουμε ένα σημαντικό ζήτημα, που βρίσκεται διαχρονικά στο επίκεντρο πολλών συζητήσεων και προβληματισμών μεταξύ των αγωνιστών του εργατικού κινήματος: Πως επιδρά ο ερχομός της κρίσης στη συνείδηση της εργατικής τάξης; Την κάνει πιο επαναστατική ή πιο συντηρητική; Η απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα είναι η εξής: εξαρτάται από τη φάση στην οποία βρίσκει η κρίση την εργατική τάξη και το κίνημά της. Για τους εργαζόμενους η κρίση δεν είναι στατιστικά στοιχεία για το ΑΕΠ. Σημαίνει απολύσεις και απότομο μεγάλωμα της φτώχειας και της ανασφάλειας, γεγονότα που λειτουργούν σαν σοκ στη συνείδηση, το οποίο βάζει τους εργαζόμενους σε κατάσταση αμφισβήτησης των παγιωμένων τους αντιλήψεων και συνηθειών. Αν η κρίση βρει το εργατικό κίνημα σε μια φάση αφύπνισης και μαζικών αγώνων, το σοκ φυσιολογικά είναι δυνατό να ανακόψει ή να επιβραδύνει αυτή την αφύπνιση. Οι περισσότεροι εργαζόμενοι σε αυτή την περίπτωση τείνουν να σκέφτονται: «Τώρα δεν είναι η καλύτερη ώρα για απεργίες, αφού ακόμα και αυτή η θέση εργασίας που μου εξασφαλίζει έναν μισθό πενίας κινδυνεύει». Αν όμως, η κρίση βρει το εργατικό κίνημα – όπως συμβαίνει σήμερα – σε μια φάση παρατεταμένης υποχώρησης και παράλυσης, τότε μπορεί να έχει τα αντίθετα αποτελέσματα στη συνείδηση. Οι εργαζόμενοι τείνουν να σκέφτονται: «Έσκυψα το κεφάλι και έκανα υπομονή κάποια χρόνια, γιατί οι αγώνες δεν είχαν οδηγήσει σε νίκες, αλλά τώρα κινδυνεύω να τα χάσω όλα. Οι αγώνες είναι μονόδρομος και αυτή τη φορά πρέπει οπωσδήποτε να βρεθεί ο τρόπος να νικήσουν!».
Χρησιμοποιήσαμε τις λέξεις «τείνουν να σκέφτονται» γιατί υπάρχει ακόμα ένας παράγοντας που παίζει αποφασιστικό ρόλο στο πώς διαμορφώνεται η συνείδηση και οι αντιλήψεις των εργαζόμενων σε κάθε φάση: οι ηγεσίες των μαζικών τους οργανώσεων. Έτσι λοιπόν, πράγματι, στη σημερινή περίοδο, οι εργαζόμενοι που υφίστανται το σοκ της κρίσης αναπόφευκτα θα αρχίσουν να αλλάζουν διαθέσεις και θα αναζητήσουν και πάλι λύση στους μαζικούς αγώνες. Αυτή η τάση για αλλαγμένη διάθεση ήδη φανερώθηκε έμμεσα στις μαζικές κινητοποιήσεις τις νεολαίας τον περασμένο Οκτώβριο, αφού, όπως συχνά τονίζουμε, η νεολαία λειτουργεί ως «το ευαίσθητο βαρόμετρο» των διαθέσεων των εργατικών μαζών. Όμως η απολύτως δικαιολογημένη, βαθιά δυσπιστία έναντι όλων των εργατικών ηγεσιών, πολιτικών και συνδικαλιστικών, ως αποτέλεσμα της αποκλειστικής ευθύνης που φέρουν για τις διαδοχικές ήττες, η σύγχυση που αυτές οι ηγεσίες συνεχίζουν να διασπείρουν στις γραμμές τους με βασικό στοιχείο την απροθυμία να παρέχουν μια ορατή λύση εξουσίας, και η κακή κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει οι μαζικές εργατικές οργανώσεις, πάλι εξαιτίας των ηγετικών πολιτικών και μεθόδων, εμποδίζουν ακόμα τις εργατικές μάζες να μπουν το δρόμο των αγώνων.
Τα εμπόδια αυτά, ασφαλώς πολλαπλασιάζονται από το αντικειμενικό γεγονός της ύπαρξης της πανδημίας και των διαδοχικών φάσεων «καραντίνας» ή «ημι-καραντίνας» τους τελευταίους μήνες. Ωστόσο, έχει γίνει πλέον ξεκάθαρο, ότι για τις πολιτικές και συνδικαλιστικές ηγεσίες η πανδημία έγινε άλλοθι για να δικαιολογήσουν την απροθυμία τους να υιοθετήσουν μια στάση μαχητικής αντιπολίτευσης στην κυβέρνηση. Το τετράμηνο Ιούνιος-Σεπτέμβριος 2020 τα επίπεδα εξάπλωσης του ιού δεν ήταν καθόλου απαγορευτικά για να διεξαχθούν μαζικές κινητοποιήσεις ως απάντηση στην επίθεση της κυβέρνησης με μειώσεις μισθών, περιστολή του δικαιώματος στη διαδήλωση και προκλητική αδιαφορία έναντι της ανάγκης για ενίσχυση του ΕΣΥ. Και παρά το γεγονός ότι όλες αυτές οι επιθέσεις ήταν αναμενόμενες και είχαν προαναγγελθεί, οι πολιτικές και συνδικαλιστικές ηγεσίες, δεν έκαναν τίποτα ουσιαστικό για να κινητοποιήσουν τις μάζες. Είχαμε μόνο συμβολικά και «εκ των υστέρων» καλέσματα, χωρίς ενότητα και προοπτική κλιμάκωσης, τα οποία φυσιολογικά άφησαν παγερά αδιάφορες τις μάζες.
Ωστόσο υπάρχει ένα όριο σχετικά με το για πόσο μπορούν οι ηγεσίες να στέκονται εμπόδιο στις μάζες, όταν οι διαθέσεις των μαζών αρχίζουν να αλλάζουν. Η σχέση τάξης και ηγεσίας είναι μια διαλεκτική σχέση, με αμοιβαίες πιέσεις και αλληλεπίδραση. Στη σχέση αυτή, σημαντικό ρόλο παίζει η δράση της άρχουσας τάξης. Η επίθεση της άρχουσας τάξης, σε συνδυασμό με την αυξανόμενη αγανάκτηση των μαζών, μπορεί να δημιουργήσει συνθήκες όπου οι ηγεσίες θα κινηθούν πέρα από τις προθέσεις τους. Σε μια μικρογραφία αυτό το φαινόμενο το είδαμε ήδη σε δυο γεγονότα. Τον Οκτώβριο είχαμε τη δέσμευση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ ότι όταν έρθει και πάλι στην κυβέρνηση θα καταργήσει το νέο πτωχευτικό κώδικα της ΝΔ και θα «αφαιρέσει τον έλεγχο της οικονομίας από το παρασιτικό κεφάλαιο», μια δέσμευση που υπονοεί κρατικοποιήσεις, τουλάχιστον του τραπεζικού συστήματος. Το Νοέμβριο είδαμε για πρώτη φορά τα τελευταία τουλάχιστον 20 χρόνια, την ηγεσία του ΚΚΕ να υπογράφει ένα κείμενο μαζί με τα υπόλοιπα εργατικά κόμματα στην υπεράσπιση του δικαιώματος του συνέρχεσθαι.
Είναι βέβαιο ότι με τη λήξη των ειδικών συνθηκών της πανδημίας το νέο χρόνο, αυτές οι πιέσεις στις ηγεσίες, συμπεριλαμβανομένων ιδιαίτερα των ηγεσιών των συνδικάτων, θα ενταθούν. Αυτό σημαίνει ότι θα αναγκαστούν να κάνουν καλέσματα στις μάζες, τα οποία εκείνες θα επιχειρήσουν να τα αξιοποιήσουν για μια απάντηση στην επίθεση της άρχουσας τάξης, πιέζοντας τις ηγεσίες ακόμα περισσότερο. Σε μια φάση γενικευμένης απογοήτευσης και έλλειψης διάθεσης για αγώνα από τις μάζες όπως αυτή από την οποία βγαίνουμε, οι ακατάλληλες ηγεσίες παίζουν τον ρόλο απόλυτου εμποδίου στη δυνατότητα ανάκαμψης του κινήματος. Όταν όμως οι διαθέσεις των μαζών αλλάζουν, το εμπόδιο των ακατάλληλων ηγεσιών, από απόλυτο γίνεται σχετικό και οι νέες διαθέσεις αντανακλώνται με διάφορους τρόπους στην ίδια τη στάση των ηγεσιών.
Όπως ήδη εξηγήσαμε, το διψήφιο ποσοστό ελλείμματος πάνω στο έδαφος της κρίσης δεν μπορεί να μην οδηγήσει σε νέα αντιδραστικά μέτρα λιτότητας και οι εισηγήσεις της λεγόμενης «επιτροπής Πισσαρίδη» είναι μια σαφής ένδειξη ότι θα κινηθούμε σύντομα εκεί. Οι ηγεσίες των συνδικάτων πιεζόμενες από τη βάση θα αναγκαστούν να καλέσουν γενικές απεργίες, τις οποίες οι ηγεσίες της Αριστεράς επίσης θα αναγκαστούν να υποστηρίξουν. Αυτά τα καλέσματα θα συνδυαστούν με την αλλαγή των διαθέσεων μέσα στην εργατική τάξη και την ανάγκη να εκφραστεί η συσσωρευμένη οργή για τις αυξανόμενες επιθέσεις της άρχουσας τάξης, με πρωταγωνιστές τα αλώβητα από τις ήττες της περιόδου 2010-2015 νεαρότερα στρώματα της εργατικής τάξης που δεν είχαν συμμετάσχει ενεργά σε εκείνους τους αγώνες.
Όταν η τάξη ξαναμπεί σε κίνηση, όλοι οι πρόσφατα ψηφισμένοι νόμοι περιορισμού του δικαιώματος στην απεργία και τη διαδήλωση θα γίνουν «κουρελόχαρτο». Δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι παρά τις ήττες, οι μαζικές συνδικαλιστικές οργανώσεις του εργατικού κινήματος παραμένουν ισχυρές. Η εργατική τάξη συνεχίζει να διαθέτει 2 συνομοσπονδίες σε ιδιωτικό και κρατικό τομέα (ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ) με πάνω από 500.000 συνολικά εγγεγραμμένα μέλη, 81 Εργατικά Κέντρα με 74 ομοσπονδίες στον ιδιωτικό τομέα, 50 Ομοσπονδίες εργαζόμενων στο κράτος και εκατοντάδες πρωτοβάθμια σωματεία. Όταν οι εργατικές μάζες αφυπνιστούν και μπουν στο προσκήνιο, αυτή η πανίσχυρη οργανωμένη δύναμη θα ξανατεθεί σε κίνηση, δημιουργώντας ταυτόχρονα και τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να παραμεριστούν οι ηγεσίες που είναι ταυτισμένες με την κρίση των συνδικάτων, μαζί με την ίδια τη σημερινή κρίση και γραφειοκρατική τους παράλυση.
Τέλος μέρους 3ου – Συνεχίζεται
* Το προσχέδιο του κειμένου συντάχθηκε από τον Σταμάτη Καραγιαννόπουλο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου