του Αντώνη Νταβανέλου
Το εκπληκτικών διαστάσεων ΟΧΙ που έδωσε ο κόσμος της εργασίας στην πόλη και στην ύπαιθρο, που έδωσε ο φτωχός λαϊκός κόσμος, αποτελεί ένα πολύτιμο πολιτικό κεφάλαιο για την κυβέρνηση και την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ.
Το ΟΧΙ διαμορφώθηκε κάτω από ακραία δυσμενείς και απειλητικές συνθήκες για τη λαϊκή πλειοψηφία: κλειστές τράπεζες, εργοδοτικές απειλές, κινδυνολογία για φάρμακα, καύσιμα, τρόφιμα κ.ο.κ. Υπό αυτές τις συνθήκες, η επιμονή του κόσμου μας στο ΟΧΙ και οι σαρωτικές διαστάσεις του αποτελέσματος συνιστούν ολοφάνερη «εντολή» στην κυβέρνηση για άρνηση της λιτότητας και για γενικότερη «ρήξη», αν αυτή καταστεί αναγκαία.
Η εναρκτήρια φράση του ανακοινωθέντος των πολιτικών αρχηγών («Η πρόσφατη ετυμηγορία του ελληνικού λαού δεν συνιστά εντολή ρήξης...») αποτελεί παρηγορητική ψευδαίσθηση (για τους ηττημένους) και υποβάθμιση του αποτελέσματος (για τους νικητές).
Η παρέμβαση των λαϊκών μαζών «μηδενίζει το κοντέρ» για την κυβέρνηση και τον ΣΥΡΙΖΑ: Δίνει μια καινούργια ευκαιρία –ίσως μεγαλύτερη από εκείνη της 25ης Ιανουαρίου– για να γίνουν αυτά που πρέπει να γίνουν. Οι «μονομερείς ενέργειες» που τον Γενάρη θα μπορούσαν να αλλάξουν το τοπίο (π.χ. η άμεση αποκατάσταση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, του κατώτατου μισθού και της 13ης σύνταξης) έρχονται ξανά στο προσκήνιο. Μόνο που τώρα –όταν έχει προηγηθεί η αδράνεια 5 μηνών, και η εξάντληση όλων, σχεδόν, των πόρων του Δημοσίου– οι αναγκαίες παρεμβάσεις έχουν αναγκαστικά πιο γενικευμένο χαρακτήρα: για παράδειγμα, η καθαίρεση του Γ. Στουρνάρα από την Τράπεζα της Ελλάδος και μια ακαριαία κρατικοποίηση των «συστημικών» τραπεζών είναι πλέον αναγκαίες συνθήκες για στοιχειώδεις οικονομικές λειτουργίες. Για να ελεγχθεί το σαμποτάζ, για να διασφαλιστούν οι λαϊκές αποταμιεύσεις, για να αποτραπούν σενάρια πωλήσεων, δηλαδή δραπέτευσης στο εξωτερικό, για να υπάρξουν δυνατότητες σχεδιασμένης αντιμετώπισης των χαοτικών κινδύνων...
Αυτή είναι η αναγκαία στροφή, και είναι αντιδιαμετρικά αντίθετη με την επιλογή τού «πάση θυσία» ρεαλισμού, που οδηγεί σε μια ακατανόητη και αιφνιδιαστική «συμφιλίωση» μεταξύ νικητών και νικημένων στο δημοψήφισμα, σε επαναφορά των σεναρίων εθνικής ενότητας, όχι μόνο ως «εργαλείου» μπροστά σε μια δύσκολη διαπραγμάτευση αλλά και ως συζητήσιμης προοπτικής κυβερνητικής εξουσίας, σε ορισμένα ενδεχόμενα της διαπραγμάτευσης. Η υπογραφή ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-Ποταμιού δεν είναι μόνο τεχνητή και αυθαίρετη, είναι «παρά φύση», μετά την ταξική πόλωση στο δημοψήφισμα. Το πολιτικό «φάσμα» που περιγράφει η υπογραφή του ανακοινωθέντος της 7/7 δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει πολιτικά...
Είναι απολύτως κατανοητό το γεγονός ότι η κυβέρνηση υποχρεώνεται να περάσει τη δοκιμασία νέου γύρου «διαπραγμάτευσης» με τους δανειστές. Όμως η μέχρι τώρα εξέλιξη έχει θέσει σαφή όρια στο τι τύπου συμφωνία μπορεί να αποδεχθεί μια κυβέρνηση της Αριστεράς. Ο κόσμος μας με το ΟΧΙ επανέλαβε το αίτημα για ανατροπή της λιτότητας, αίτημα που δεν ταυτίζεται ούτε με μια «πιο δίκαιη κατανομή των βαρών» ούτε με την ευχή για κάποιες «κατά το δυνατόν λιγότερες υφεσιακές επιπτώσεις». Η ταξική ψήφος στις 5/7 απαιτεί από τον ΣΥΡΙΖΑ να επανέλθει στο ριζοσπαστικό-αριστερό πρόγραμμά του.
Στη διαπραγμάτευση (υποτίθεται ότι) έχουν μπει δύο νέα ζητήματα. Αφενός το ζήτημα του χρέους. Όμως οι σχετικές προτάσεις των δανειστών παραμένουν εξαιρετικά νεφελώδεις και η «τεχνική» της συζήτησης παραπέμπει το χρέος σε μια απόφαση που θα παρθεί... μετά την υπογραφή μιας (έστω κατ’ αρχήν) συμφωνίας. Η δέσμευση για μια κάποια «έναρξη ουσιαστικής συζήτησης ως προς την αντιμετώπιση του προβλήματος της βιωσιμότητας του ελληνικού δημόσιου χρέους» δεν είναι δυνατόν να αποτελέσει άλλοθι για την υπογραφή συμφωνίας που θα περιλαμβάνει πρόσθετα μέτρα λιτότητας και –κυρίως!– θα αφήνει αλώβητο το παλιό, μνημονιακό καθεστώς της λιτότητας.
Αφετέρου, έχει τεθεί το ζήτημα για ένα «ισχυρό, εμπροσθοβαρές αναπτυξιακό πρόγραμμα». Πρόκειται για το πακέτο Γιούνκερ, για την υπόσχεση επενδύσεων περίπου 35 δισ. ευρώ μέσα στα επόμενα 5 χρόνια. Οι επενδύσεις αυτές μπορεί να γίνουν υπό προϋποθέσεις (αποδοχή νεοφιλελεύθερων αντιμεταρρυθμίσεων), θα αφορούν κυρίως συγκεκριμένους τομείς (και συγκεκριμένους καπιταλιστές!) και δεν είναι επιτρεπτό να αξιοποιηθούν προς άλλες επιθυμητές κατευθύνσεις (π.χ. για τη σωτηρία των δημόσιων νοσοκομείων και σχολείων...). Η αποδοχή του κριτηρίου της «ενθάρρυνσης της επιχειρηματικότητας» μέσα στο ανακοινωθέν των πολιτικών αρχηγών συνιστά μία (ακόμα) ανησυχητική προειδοποίηση.
Συμπερασματικά, η κυβέρνηση δικαιούται να δοκιμάσει, για μια ακόμα φορά, αν οι «διαπραγματεύσεις» μπορούν να αποδώσουν «μια δίκαιη και βιώσιμη συμφωνία», έναν «έντιμο συμβιβασμό». Όμως πρέπει να αποφύγει τον εγκλωβισμό –έχοντας την εμπειρία της 20ής Φλεβάρη– σε μια διαδικασία που οδηγεί εκβιαστικά και αποκλειστικά στο 3ο μνημόνιο. Και το δημοψήφισμα της έχει δώσει τη δύναμη για να το κάνει.
Η δύναμη αυτή δεν αφορά μόνο το εσωτερικό της χώρας. Η εξαγγελία του δημοψηφίσματος πυροδότησε μια συγκλονιστική διεθνή αλληλεγγύη. Επίσης όμως αποκάλυψε ότι ο κίνδυνος της «μετάδοσης» της ελληνικής κρίσης δεν είναι καθόλου, μα καθόλου ξεπερασμένος. Η Πορτογαλία και η Ισπανία είναι τα ολοφάνερα υποψήφια θύματα μιας νέας «επίθεσης των αγορών» και εάν η «μετάδοση» δεν ελεγχθεί εκεί και περάσει –όπως οι περισσότεροι αναλυτές εκτιμούν ως πιθανότερο– στην Ιταλία και στη Γαλλία, τότε η ΕΕ θα είναι μπροστά σε μια καινούργια συγκλονιστική «βουτιά» της κρίσης.
Πρέπει να βρούμε τη δύναμη να συνεχίσουμε τη μάχη που αρχίσαμε με το δημοψήφισμα. Αντιμετωπίζοντας τις διαπραγματεύσεις με σταθερότητα, χωρίς υποχωρήσεις από το ταυτοτικό πρόγραμμα αντιλιτότητας του ΣΥΡΙΖΑ. Ετοιμάζοντας με υπευθυνότητα αλλά επίσης με σταθερότητα τις εναλλακτικές πολιτικές μας, εάν και όταν οι δανειστές επιμείνουν στην επιβολή μιας ταπεινωτικής συμφωνίας μνημονιακής λιτότητας που, αντικειμενικά, θα εγκαινιάζει την προοπτική ανατροπής της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.
Σε αυτές τις συνθήκες είναι πολύτιμος ο παράγοντας «κόμμα ΣΥΡΙΖΑ». Σήμερα, ποικίλης προέλευσης παπαγάλοι προσπαθούν να εξουδετερώσουν αυτόν τον παράγοντα, κάνοντας «παιχνίδι» διαχωρισμού μεταξύ της, τάχα, «καθυστερημένης» κομματικής βάσης και δομής και μιας κυβερνητικής ηγεσίας που –σήμερα, ομαδικά ανακαλύπτουν ότι– είναι «φωτισμένη». Είναι εκνευριστικό να βλέπεις αναλυτές και στελέχη που –μόλις μια βδομάδα πριν– ξεδίπλωναν «ιουλιανές» τακτικές κατά του ΣΥΡΙΖΑ και κατά του Αλ. Τσίπρα (καλώντας τον να ακυρώσει το δημοψήφισμα ή να το «γυρίσει» στο ΝΑΙ) να βγαίνουν σήμερα και να πιστώνουν τη νίκη «προσωπικά στον Αλ. Τσίπρα αλλά όχι στο κόμμα του». Ο σύντροφος Πέτρος Παπακωνσταντίνου έγραψε με σαφήνεια: «Ο λαός εξουδετέρωσε τους λιπόψυχους, τους σαμποτέρ και τους γραφειοκράτες που δεν έλειψαν και δεν λείπουν στους κόλπους των αριστερών ηγεσιών, αποτρέποντας και την καταστροφική συνθηκολόγηση και την παραλυτική πολυδιάσπαση».
Η φράση είναι ακριβής σε όλα τα συστατικά της. Και ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στη δύναμη του λαού (που εκφράστηκε με το ΟΧΙ) και την αναγκαία διαμόρφωση ριζοσπαστικής αριστερής στρατηγικής και τακτικής στις μετά το δημοψήφισμα νέες συνθήκες δεν μπορεί να είναι άλλος από το «κόμμα». Τον κόσμο, τα στελέχη, τις δομές του ΣΥΡΙΖΑ που μαζί με τον κόσμο, τα στελέχη, τις οργανώσεις της «άλλης Αριστεράς» (κυρίως της ΑΝΤΑΡΣΥΑ) έδωσαν τη μάχη του ΟΧΙ. Και σήμερα οφείλουν να βρουν τη δύναμη και τον τρόπο να συνεχίσουν στην ίδια κατεύθυνση.
Η παρέμβαση των λαϊκών μαζών «μηδενίζει το κοντέρ» για την κυβέρνηση και τον ΣΥΡΙΖΑ: Δίνει μια καινούργια ευκαιρία –ίσως μεγαλύτερη από εκείνη της 25ης Ιανουαρίου– για να γίνουν αυτά που πρέπει να γίνουν. Οι «μονομερείς ενέργειες» που τον Γενάρη θα μπορούσαν να αλλάξουν το τοπίο (π.χ. η άμεση αποκατάσταση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, του κατώτατου μισθού και της 13ης σύνταξης) έρχονται ξανά στο προσκήνιο. Μόνο που τώρα –όταν έχει προηγηθεί η αδράνεια 5 μηνών, και η εξάντληση όλων, σχεδόν, των πόρων του Δημοσίου– οι αναγκαίες παρεμβάσεις έχουν αναγκαστικά πιο γενικευμένο χαρακτήρα: για παράδειγμα, η καθαίρεση του Γ. Στουρνάρα από την Τράπεζα της Ελλάδος και μια ακαριαία κρατικοποίηση των «συστημικών» τραπεζών είναι πλέον αναγκαίες συνθήκες για στοιχειώδεις οικονομικές λειτουργίες. Για να ελεγχθεί το σαμποτάζ, για να διασφαλιστούν οι λαϊκές αποταμιεύσεις, για να αποτραπούν σενάρια πωλήσεων, δηλαδή δραπέτευσης στο εξωτερικό, για να υπάρξουν δυνατότητες σχεδιασμένης αντιμετώπισης των χαοτικών κινδύνων...
Αυτή είναι η αναγκαία στροφή, και είναι αντιδιαμετρικά αντίθετη με την επιλογή τού «πάση θυσία» ρεαλισμού, που οδηγεί σε μια ακατανόητη και αιφνιδιαστική «συμφιλίωση» μεταξύ νικητών και νικημένων στο δημοψήφισμα, σε επαναφορά των σεναρίων εθνικής ενότητας, όχι μόνο ως «εργαλείου» μπροστά σε μια δύσκολη διαπραγμάτευση αλλά και ως συζητήσιμης προοπτικής κυβερνητικής εξουσίας, σε ορισμένα ενδεχόμενα της διαπραγμάτευσης. Η υπογραφή ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-Ποταμιού δεν είναι μόνο τεχνητή και αυθαίρετη, είναι «παρά φύση», μετά την ταξική πόλωση στο δημοψήφισμα. Το πολιτικό «φάσμα» που περιγράφει η υπογραφή του ανακοινωθέντος της 7/7 δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει πολιτικά...
Είναι απολύτως κατανοητό το γεγονός ότι η κυβέρνηση υποχρεώνεται να περάσει τη δοκιμασία νέου γύρου «διαπραγμάτευσης» με τους δανειστές. Όμως η μέχρι τώρα εξέλιξη έχει θέσει σαφή όρια στο τι τύπου συμφωνία μπορεί να αποδεχθεί μια κυβέρνηση της Αριστεράς. Ο κόσμος μας με το ΟΧΙ επανέλαβε το αίτημα για ανατροπή της λιτότητας, αίτημα που δεν ταυτίζεται ούτε με μια «πιο δίκαιη κατανομή των βαρών» ούτε με την ευχή για κάποιες «κατά το δυνατόν λιγότερες υφεσιακές επιπτώσεις». Η ταξική ψήφος στις 5/7 απαιτεί από τον ΣΥΡΙΖΑ να επανέλθει στο ριζοσπαστικό-αριστερό πρόγραμμά του.
Στη διαπραγμάτευση (υποτίθεται ότι) έχουν μπει δύο νέα ζητήματα. Αφενός το ζήτημα του χρέους. Όμως οι σχετικές προτάσεις των δανειστών παραμένουν εξαιρετικά νεφελώδεις και η «τεχνική» της συζήτησης παραπέμπει το χρέος σε μια απόφαση που θα παρθεί... μετά την υπογραφή μιας (έστω κατ’ αρχήν) συμφωνίας. Η δέσμευση για μια κάποια «έναρξη ουσιαστικής συζήτησης ως προς την αντιμετώπιση του προβλήματος της βιωσιμότητας του ελληνικού δημόσιου χρέους» δεν είναι δυνατόν να αποτελέσει άλλοθι για την υπογραφή συμφωνίας που θα περιλαμβάνει πρόσθετα μέτρα λιτότητας και –κυρίως!– θα αφήνει αλώβητο το παλιό, μνημονιακό καθεστώς της λιτότητας.
Αφετέρου, έχει τεθεί το ζήτημα για ένα «ισχυρό, εμπροσθοβαρές αναπτυξιακό πρόγραμμα». Πρόκειται για το πακέτο Γιούνκερ, για την υπόσχεση επενδύσεων περίπου 35 δισ. ευρώ μέσα στα επόμενα 5 χρόνια. Οι επενδύσεις αυτές μπορεί να γίνουν υπό προϋποθέσεις (αποδοχή νεοφιλελεύθερων αντιμεταρρυθμίσεων), θα αφορούν κυρίως συγκεκριμένους τομείς (και συγκεκριμένους καπιταλιστές!) και δεν είναι επιτρεπτό να αξιοποιηθούν προς άλλες επιθυμητές κατευθύνσεις (π.χ. για τη σωτηρία των δημόσιων νοσοκομείων και σχολείων...). Η αποδοχή του κριτηρίου της «ενθάρρυνσης της επιχειρηματικότητας» μέσα στο ανακοινωθέν των πολιτικών αρχηγών συνιστά μία (ακόμα) ανησυχητική προειδοποίηση.
Συμπερασματικά, η κυβέρνηση δικαιούται να δοκιμάσει, για μια ακόμα φορά, αν οι «διαπραγματεύσεις» μπορούν να αποδώσουν «μια δίκαιη και βιώσιμη συμφωνία», έναν «έντιμο συμβιβασμό». Όμως πρέπει να αποφύγει τον εγκλωβισμό –έχοντας την εμπειρία της 20ής Φλεβάρη– σε μια διαδικασία που οδηγεί εκβιαστικά και αποκλειστικά στο 3ο μνημόνιο. Και το δημοψήφισμα της έχει δώσει τη δύναμη για να το κάνει.
Η δύναμη αυτή δεν αφορά μόνο το εσωτερικό της χώρας. Η εξαγγελία του δημοψηφίσματος πυροδότησε μια συγκλονιστική διεθνή αλληλεγγύη. Επίσης όμως αποκάλυψε ότι ο κίνδυνος της «μετάδοσης» της ελληνικής κρίσης δεν είναι καθόλου, μα καθόλου ξεπερασμένος. Η Πορτογαλία και η Ισπανία είναι τα ολοφάνερα υποψήφια θύματα μιας νέας «επίθεσης των αγορών» και εάν η «μετάδοση» δεν ελεγχθεί εκεί και περάσει –όπως οι περισσότεροι αναλυτές εκτιμούν ως πιθανότερο– στην Ιταλία και στη Γαλλία, τότε η ΕΕ θα είναι μπροστά σε μια καινούργια συγκλονιστική «βουτιά» της κρίσης.
Πρέπει να βρούμε τη δύναμη να συνεχίσουμε τη μάχη που αρχίσαμε με το δημοψήφισμα. Αντιμετωπίζοντας τις διαπραγματεύσεις με σταθερότητα, χωρίς υποχωρήσεις από το ταυτοτικό πρόγραμμα αντιλιτότητας του ΣΥΡΙΖΑ. Ετοιμάζοντας με υπευθυνότητα αλλά επίσης με σταθερότητα τις εναλλακτικές πολιτικές μας, εάν και όταν οι δανειστές επιμείνουν στην επιβολή μιας ταπεινωτικής συμφωνίας μνημονιακής λιτότητας που, αντικειμενικά, θα εγκαινιάζει την προοπτική ανατροπής της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.
Σε αυτές τις συνθήκες είναι πολύτιμος ο παράγοντας «κόμμα ΣΥΡΙΖΑ». Σήμερα, ποικίλης προέλευσης παπαγάλοι προσπαθούν να εξουδετερώσουν αυτόν τον παράγοντα, κάνοντας «παιχνίδι» διαχωρισμού μεταξύ της, τάχα, «καθυστερημένης» κομματικής βάσης και δομής και μιας κυβερνητικής ηγεσίας που –σήμερα, ομαδικά ανακαλύπτουν ότι– είναι «φωτισμένη». Είναι εκνευριστικό να βλέπεις αναλυτές και στελέχη που –μόλις μια βδομάδα πριν– ξεδίπλωναν «ιουλιανές» τακτικές κατά του ΣΥΡΙΖΑ και κατά του Αλ. Τσίπρα (καλώντας τον να ακυρώσει το δημοψήφισμα ή να το «γυρίσει» στο ΝΑΙ) να βγαίνουν σήμερα και να πιστώνουν τη νίκη «προσωπικά στον Αλ. Τσίπρα αλλά όχι στο κόμμα του». Ο σύντροφος Πέτρος Παπακωνσταντίνου έγραψε με σαφήνεια: «Ο λαός εξουδετέρωσε τους λιπόψυχους, τους σαμποτέρ και τους γραφειοκράτες που δεν έλειψαν και δεν λείπουν στους κόλπους των αριστερών ηγεσιών, αποτρέποντας και την καταστροφική συνθηκολόγηση και την παραλυτική πολυδιάσπαση».
Η φράση είναι ακριβής σε όλα τα συστατικά της. Και ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στη δύναμη του λαού (που εκφράστηκε με το ΟΧΙ) και την αναγκαία διαμόρφωση ριζοσπαστικής αριστερής στρατηγικής και τακτικής στις μετά το δημοψήφισμα νέες συνθήκες δεν μπορεί να είναι άλλος από το «κόμμα». Τον κόσμο, τα στελέχη, τις δομές του ΣΥΡΙΖΑ που μαζί με τον κόσμο, τα στελέχη, τις οργανώσεις της «άλλης Αριστεράς» (κυρίως της ΑΝΤΑΡΣΥΑ) έδωσαν τη μάχη του ΟΧΙ. Και σήμερα οφείλουν να βρουν τη δύναμη και τον τρόπο να συνεχίσουν στην ίδια κατεύθυνση.
Πηγή : rproject
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου