Οι εκδηλώσεις και οι διαδηλώσεις της 17 Νοέμβρη που τίμησαν την εξέγερση του 1973 ήταν οι μαζικότερες των τελευταίων χρόνων. Στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και στις περισσότερες πόλεις της Ελλάδας, διαδήλωσαν δεκάδες χιλιάδες λαού και νεολαίας, συνδέοντας την επέτειο του Πολυτεχνείου με τους αγώνες που δίνουν σήμερα πολλά κοινωνικά στρώματα ενάντια στην αυταρχική πολιτική της κυβέρνησης. Η μαζική συμμετοχή της φοιτητικής νεολαίας, σχολείων και μαθητών, αλλά και εργαζόμενων, με κορυφαία την κατάθεση στεφάνου από τους εργαζόμενους της E-Food αποτελούν σημαντικές στιγμές.
Το φετινό Πολυτεχνείο δείχνει την αποδοκιμασία της κυβερνητικής πολιτικής και τη φθορά που της δημιουργούν τα επιθετικά μέτρα που λαμβάνει ενάντια στους εργαζόμενους και τη νεολαία, αλλά και η πλήρης αποτυχία της στη διαχείριση της πανδημίας και στην προστασία του περιβάλλοντος. Το φετινό Πολυτεχνείο, σε συνέχεια των εργατικών αγώνων του προηγούμενου διαστήματος, της αποχής – απεργίας των εκπαιδευτικών για την αξιολόγηση, των αγώνων των εργαζόμενων της E-Food και της Cosco, έδειξε ότι η λαϊκή δυσαρέσκεια αυξάνεται και μπορεί να πάρει απρόβλεπτο χαρακτήρα. Οι μαζικές εκδηλώσεις του Πολυτεχνείου αποτελούν ήττα για την κυβερνητική πολιτική, στην οποία έπαιξαν ρόλο οι αγώνες της προηγούμενης περιόδου, αλλά και οι αγωνιστικές διεργασίες στο εσωτερικό των φοιτητικών συλλόγων με τις δεκάδες συνελεύσεις σχολών και τις αγωνιστικές αποφάσεις.
Η κυβέρνηση της Ν.Δ. με το ακροδεξιό πρόσημο, έχει επίγνωση ότι στιγμές όπως η επέτειος του Πολυτεχνείου, αλλά και το διαχρονικό αντικυβερνητικό – αντιϊμπεριαλιστικό περιεχόμενό του μπορούν να σηματοδοτήσουν την ανάταση των λαϊκών κινητοποιήσεων. Όπως και ότι το Πολυτεχνείο του 73, και πολλές επέτειοι που ακολούθησαν, συνέβαλλαν σε ένα κοινωνικό και πολιτικό συσχετισμό που οδήγησε σε λαϊκές κατακτήσεις. Με αυτές τις κατακτήσεις, αλλά και ό,τι τις συμβολίζει, θέλει να ξεμπερδέψει η κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Για αυτό εντάσσει στην πολιτική της μία διαρκή προσπάθεια καταστολής και δυσφήμησης ώστε προκαταβολικά να περιορίσει το εύρος της συμμετοχής στις εκδηλώσεις. Αυτός ήταν ο στόχος της περσινής απαγόρευσης, που καμία σχέση δεν είχε με την διαχείριση της πανδημίας. Η στάση δυνάμεων της ριζοσπαστικής αριστεράς, αλλά και του ΚΚΕ, να σπάσουν την απαγόρευση της πορείας του Πολυτεχνείου από την κυβέρνηση την περσινή χρονιά, παρά το γεγονός ότι είχε κόστος, με τους τραυματισμούς, τις εκατοντάδες συλλήψεις και τις παραπομπές σε δίκες, ορισμένες εκ των οποίων διεξάγονται τις επόμενες μέρες, άνοιξε το δρόμο για το φετινό μαζικό πολυτεχνείο και ανάγκασε την κυβέρνηση να αναπροσαρμόσει τη στάση της. Δεν τόλμησε να προχωρήσει σε ευθεία απαγόρευση, αλλά επεδίωξε να δημιουργήσει ασφυκτικούς κατασταλτικούς όρους για να υπονομεύσει τις εκδηλώσεις και να αποτρέψει την μαζική συμμετοχή του λαού. Στην στάση της αυτή βρήκε πρόθυμους συμμάχους ορισμένες διοικήσεις Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων που έκαναν ότι μπορούσαν για να την διευκολύνουν. Πρώτα και κύρια την Πρυτανεία του ΕΜΠ, με την πρωτοφανή επιλογή της να κρατήσει κλειστά τα κτήρια του ιστορικού χώρου Πολυτεχνείου στην Πατησίων. Η απόφαση αυτή στόχευε στην αποτροπή πραγματοποίησης εκδηλώσεων και άλλων δραστηριοτήτων από τους φοιτητικούς συλλόγους, τον ΣΦΕΑ, αλλά και ευρύτερα κοινωνικούς φορείς. Ήταν τέτοια η «απροθυμία» για την πραγματοποίηση του εορτασμού, που η Πρυτανεία αρνήθηκε μέχρι και την παροχή ρεύματος για την πραγματοποίηση εκδηλώσεων στους εξωτερικούς χώρους. Η επίκληση της πανδημίας αποτέλεσε και πάλι πρόσχημα, κάτι που είναι ξεκάθαρο από το γεγονός ότι εδώ και μήνες στα πανεπιστημιακά κτήρια και στις αίθουσες πραγματοποιούνται κανονικά μαθήματα, χωρίς κανένα μέτρο κοινωνικής απόστασης, αξιοποιώντας την πλήρη χωρητικότητα των αμφιθεάτρων. Η προτεραιότητα που δίνει η κυβέρνηση, με την ενεργητική στήριξη της Πρυτανείας του ΕΜΠ, στην κατάργηση του εορτασμού είναι εμφανής και από τα σχέδια για την μετατροπή του ιστορικού χώρου του ΕΜΠ στην Πατησίων σε μουσείο, για να αποστειρωθεί από τη ζωντάνια της παρουσίας των φοιτητών, αλλά και να χτυπηθεί το φορτίο του ως ιστορικό κέντρο αγώνα του φοιτητικού κινήματος και ευρύτερα του λαού.
Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση επιχείρησε να καλλιεργήσει κλίμα τρομοκρατίας, αλλά και να διαμορφώσει όρους προκλήσεων. Καθ’ όλη τη διάρκεια του τριημέρου οι δυνάμεις της αστυνομίας είχαν περικυκλώσει το χώρο του ΕΜΠ δίνοντας μια εικόνα αστυνομοκρατούμενων εκδηλώσεων. Αυτό κορυφώθηκε κατά τη διάρκεια της μεγάλης διαδήλωσης στις 17 Νοέμβρη, όπου η παρουσία της αστυνομίας ήταν προκλητική. Η πορεία αναγκάστηκε να περάσει ανάμεσα από ΜΑΤ και κλούβες από το Σύνταγμα, ενώ τμήμα της ήταν διαρκώς περικυκλωμένο από τις δυνάμεις καταστολής. Ήδη άλλωστε η κυβέρνηση είχε διαρρεύσει ένα κλίμα κατατρομοκράτησης από τον φιλοκυβερνητικό τύπο για το σχέδιο «ασφυκτικού ελέγχου» του κέντρου της Αθήνας με 6000 αστυνομικούς, χωρίς να κρύβουν μάλιστα ότι σκοπός της παρουσίας της αστυνομίας ήταν η αποτροπή κόσμου να «πλησιάσει τα σημεία των προσυγκεντρώσεων».
Η στάση αυτή αποτελεί τμήμα της στρατηγικής ακραίου αυταρχισμού που εφαρμόζει η κυβέρνηση και η νέα ηγεσία του Υπουργείου ΠροΠο τους τελευταίους μήνες. Η απροκάλυπτη βίαιη διάλυση το τελευταίο διάστημα ακόμη και μαζικότατων διαδηλώσεων (φοιτητών, εκπαιδευτικών, πυροσβεστών, αντιφασιστικών διαδηλώσεων) χωρίς μάλιστα να τηρούνται ούτε τα προσχήματα των αντισυνταγματικών και αντιδραστικών προϋποθέσεων του νόμου Χρυσοχοΐδη, η κανονικοποίηση της ανεξέλεγκτης χρήσης βίας και όπλων από την ΕΛΑΣ που έφτασε μέχρι και στην εν ψυχρώ δολοφονία του 18χρονου Ρομ Νίκου Σαμπάνη, είναι το γενικό πλαίσιο δράσης της κυβέρνησης, από το οποίο δεν εξαιρέθηκε ο 3ήμερος εορτασμός του Πολυτεχνείου.
Σε αυτό το πλαίσιο της δημιουργίας προκλήσεων εντάσσεται η αλαζονεία της κυβέρνησης της ΝΔ να βαφτίσει «διακομματική επιτροπή» την προσπάθεια βασικών της στελεχών, ορισμένα εκ των οποίων είναι γνωστά για τις ακραίες αντιδραστικές – ακροδεξιές – αντιπροσφυγικές τους θέσεις, να καταθέσουν στεφάνι στον ιστορικό χώρο του Πολυτεχνείου. Στο ίδιο πλαίσιο, εντάσσονται και οι δηλώσεις του εκπροσώπου της κυβέρνησης Οικονόμου ότι η κυβέρνηση βρίσκεται «σε διαρκή τροχιά σύγκρουσης με την εξωκοινοβουλευτική αριστερά». Οι θέσεις αυτές αποκαλύπτουν ότι μια από τις πολιτικές στοχεύσεις της κυβέρνησης Μητσοτάκη είναι η επίθεση στους αγώνες της νεολαίας, αλλά και ειδικότερα η καταστολή και η απομόνωση του χώρου της ριζοσπαστικής αριστεράς. Είναι άλλωστε αυτός ο πολιτικός χώρος που διαχρονικά δίνει το πολιτικό χρώμα και το στίγμα στον εορτασμό του Πολυτεχνείου, αλλά και σε μια σειρά αγώνων της νεολαίας.
Η κυβέρνηση, αλλά και μια μεγάλη ομάδα «διανοούμενων» της κυρίαρχης τάξης, προσπαθούν να σβήσουν το ιστορικό νόημα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, το εξεγερτικό, ριζοσπαστικό και ευρύτερα δημοκρατικό του πλαίσιο που διέλυσε τα σχέδια «εκδημοκρατισμού» της χούντας και συνέβαλε καταλυτικά στην πτώση της, αλλά και στράφηκε συνολικά ενάντια στους πολιτικούς, ιδεολογικούς κύκλους εξουσίας του μετεμφυλιακού κράτους και παρακράτους. Αλλά και να αποτρέψουν την σύνδεση των νεότερων γενιών με το νόημα του Πολυτεχνείου και τη σημασία του στο σήμερα. Η μαζική παρουσία λαού, φοιτητών, μαθητών στο χώρο, η σύνδεση με τους αγωνιστές και τις αγωνίστριες της αντιδικτατορικής πάλης, οι εκδηλώσεις μαζικών φορέων είναι εγγύηση για την συνέχιση αυτής της ιστορικής παρακαταθήκης, που δεν πρέπει να υποβαθμίζεται η σημασία της από τις δυνάμεις του κινήματος και τις αριστεράς. Σε μια περίοδο που ο εορτασμός του Πολυτεχνείου βάλλεται από τις κυβερνητικές κατευθύνσεις, η υπεράσπιση του εορτασμού ως κόμβου κλιμάκωσης των αγώνων περνάει μέσα από τη διατήρηση της παλλαϊκής αναγνώρισης της εξέγερσης του Πολυτεχνείου και της συμμετοχής σε αυτόν. Σε αυτή την κατεύθυνση καθόλου δεν συμβάλλουν λανθασμένες στάσεις όπως η προσπάθεια παρεμπόδισης αντιπροσωπείας του ΣΥΡΙΖΑ να καταθέσει στεφάνι και, ακόμα περισσότερο, η εκ των υστέρων προσπάθεια πολιτικής επιχειρηματολόγησης υπέρ μίας τέτοιας πρακτικής. Αυτές οι στάσεις ενισχύουν την κυβερνητική επιχειρηματολογία ότι ομάδες της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς και της αναρχίας θεωρούν «ιδιοκτησία» τους το Πολυτεχνείο, απωθούν ευρύτερα τμήματα των λαϊκών τάξεων και δεν βοηθούν στον απεγκλωβισμό τους από την επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ.
Η φετινή μαζική πορεία δείχνει ότι η δυσαρέσκεια και η οργή του λαού και της νεολαίας απέναντι στην κυβερνητική πολιτική της εξαθλίωσης, της λιτότητας και του αυταρχισμού, οξύνεται. Οι μαζικοί, ενωτικοί αγώνες ενάντια σε αυτή την πολιτική είναι σήμερα προϋπόθεση για την ήττα της μακροπρόθεσμης στρατηγικής της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Σε αυτό το πλαίσιο, είναι επιτακτική η έμφαση στους μαζική, μετωπική πολιτική, στους κοινωνικούς αγώνες, στους μαζικούς χώρους, αλλά και στις πολιτικές μάχες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου