Τάσος Κωστόπουλος - Εφημερίδα Των Συντακτών
Οι αθέλητες απαρχές μιας αντιδημοκρατικής «παράδοσης»
Αν κάτι έμεινε τελικά από την 48η επέτειο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, αυτό δεν ήταν –όπως πέρσι– το ξεσάλωμα του κρατικού αυταρχισμού, με τις απαγορεύσεις, τα ΜΑΤ και τις αύρες. Δεν ήταν ούτε η σχετική μαζικότητα της πορείας. Τον επικοινωνιακό τόνο τον έδωσαν φέτος τα απαράδεκτα πρωινά επεισόδια, με την αυτοαναγόρευση μερικών δεκάδων φοιτητών σε συλλογικό πορτιέρη της κατάθεσης στεφάνων και οι χειροδικίες που ακολούθησαν, με βασικό θύμα τον πρώην βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, Νίκο Μανιό.
Σε αντίθεση με την αντιπροσωπεία της Βουλής, που έκρινε φρονιμότερο να αφήσει στα κάγκελα το στεφάνι της και να αποχωρήσει, οι συριζαίοι διεκδίκησαν γαρ δυναμικά το δικαίωμά τους να τιμούν την αντιδικτατορική Αντίσταση, στον βωμό της οποίας πολλοί από τους παλιότερους κατέβαλαν προσωπικά έναν φόρο αδιανόητο σε κάθε σημερινό ακτιβιστή.
Οταν έχεις συλληφθεί, βασανιστεί, περάσει από στρατοδικείο και καταδικαστεί από τη χούντα σαν «τρομοκράτης» («Ελλην Τουπαμάρος», δηλαδή αντάρτης πόλης) επειδή η οργάνωσή σου έβαλε βόμβες ακόμη και στη Σχολή Ευελπίδων, όπως ο Νίκος Μανιός, μάλλον δύσκολα θα σε τρομάξει ο τσαμπουκάς μερικών εικοσάχρονων. Ιδίως όταν ξέρεις πολύ καλά πού ακριβώς κατέληξαν πολιτικά στο μεσοδιάστημα οι πρώτοι υποστηρικτές παρόμοιων αποκλεισμών.
Νεράντζια και μπράβοι
Η πρώτη φορά που παρόμοια επεισόδια σημάδεψαν την επέτειο του Πολυτεχνείου ήταν το 1987, εν μέσω του δεύτερου κύματος μεταδικτατορικών καταλήψεων των ελληνικών ΑΕΙ (βλ. σχετικά «Η εξέγερση του “παχέος εντέρου”», «Εφ.Συν.» 11/11/2017).
Το συγκρότημα της Πατησίων δεν ήταν τότε ένα κενό κουφάρι σε αναζήτηση μετεκπαιδευτικής χρήσης, όπως σήμερα, αλλά στέγη της Πρυτανείας, χώρος διδασκαλίας της ΑΣΚΤ και της Αρχιτεκτονικής – κι επιπλέον, το πρόσφατο «σπίτι» των υπόλοιπων φοιτητών του ΕΜΠ, που μόλις είχαν μεταφερθεί εκόντες άκοντες στην έρημο του Ζωγράφου και τις συνελεύσεις τους τις έκαναν ακόμα στο ΜΑΧ και στου Γκίνη. Ηταν επίσης η πρώτη φορά, μεταπολιτευτικά, που ο γιορτασμός της επετείου συνέπεσε με καταλήψεις (οι προηγούμενες, του 1979-80, είχαν ξεκινήσει στις 3/12 και στο ΕΜΠ επεκτάθηκαν μόλις στις 12/12)· σύμπτωση που προκαλούσε στον εμπλεκόμενο φοιτητόκοσμο ένα ευεξήγητο δέος.
Στις 16 Νοεμβρίου, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης κι ο Γιώργος Βουλγαράκης προσήλθαν στον χώρο του ΕΜΠ, συνοδευόμενοι από τη φρουρά τους κι έναν αριθμό ΟΝΝΕΔιτών, για τη συνηθισμένη κατάθεση στεφάνου. Αντικρίζοντας τα πανό και το πλήθος των καταληψιών, διαβάζουμε στα «Νέα» της επομένης, οι νεοδημοκράτες ξεκίνησαν την κόντρα με τα συνθήματα «Το Πολυτεχνείο δεν ήταν ταξικό, ήταν φιλελεύθερο και δημοκρατικό» και «Ενας είναι ο εχθρός, ο ολοκληρωτισμός». Οι συγκεντρωμένοι αντέδρασαν ανάλογα και σύντομα οι δύο πλευρές άρχισαν να ανταλλάσσουν, εκτός από συνθήματα, νεράντζια και άλλα υλικά. Η αντιπροσωπεία της Ν.Δ. πετάχτηκε εκτός ιδρύματος, ο δε νεραντζοπόλεμος συνεχίστηκε επί ώρα. Ηταν κάτι πρωτοφανές μεν στο Πολυτεχνείο, όχι όμως και στην υπόλοιπη κοινωνία: ενήλικοι ΠΑΣΟΚοι και νεοδημοκράτες επιδίδονταν λ.χ. εκείνο τον καιρό μαζικά σε αντίστοιχο νεραντζοπόλεμο κάθε 6η Ιανουαρίου, στο πλαίσιο του ετήσιου αγιασμού των υδάτων.
Την επομένη, ήρθε η σειρά του ΠΑΣΟΚ. Ουδείς διανοήθηκε βέβαια να απαγορεύσει την κατάθεση στεφάνου σ’ έναν πρωθυπουργό, όχι ιδιαίτερα δημοφιλή μεν στους περισσότερους φοιτητές, η αντιδικτατορική όμως οργάνωση του οποίου –το ΠΑΚ– μετείχε ενεργά στην εξέγερση του 1973. Αυτό που επιχειρήθηκε την ώρα της κατάθεσης ήταν η ομαδική εκφώνηση συνθημάτων που αποδοκίμαζαν τα πρόσφατα κυβερνητικά έργα: «Λιτότητα, ανεργία, καταστολή, αυτή είναι του ΠΑΣΟΚ η πολιτική», «ΜΑΤ και ΜΕΑ, για μια Ελλάδα νέα» κ.ο.κ. Μόλις τέσσερις μέρες νωρίτερα, στις 13/11/1987, τα ΜΑΤ είχαν άλλωστε τσακίσει στο ξύλο ένα πανελλαδικό φοιτητικό συλλαλητήριο στη Σταδίου, για πρώτη φορά από το 1981.
Στο άκουσμα των συνθημάτων, οι ασφαλίτες και τα μέλη του ΠΑΣΟΚ που συνόδευαν τον πρωθυπουργό ρίχτηκαν στους συγκεντρωμένους φοιτητές για να καθαρίσουν τον χώρο από κάθε ενοχλητική φωνή (που θα αναμεταδιδόταν, μοιραία, κι από την -μοναδική, τότε- κρατική τηλεόραση). Το ίδιο είχε γίνει και το 1985 από κάποιους «Φίλους της Πάλης» που συνόδευαν τον Αντρέα, μόλις ακούστηκαν συνθήματα ενάντια στη νεοεπιβληθείσα λιτότητα. Τούτη τη φορά, όμως, οι φοιτητές όχι μόνο αντιστάθηκαν αλλά και αντεπιτέθηκαν. Η σύγκρουση επεκτάθηκε, τα στεφάνια που είχαν κατατεθεί στον χώρο μετατράπηκαν εκατέρωθεν σε όπλα και η πρωθυπουργική συνοδεία αναγκάστηκε ν’ αποχωρήσει κακήν κακώς από τον χώρο.
Η πρώτη φορά που παρόμοια επεισόδια σημάδεψαν την επέτειο του Πολυτεχνείου ήταν το 1987, εν μέσω του δεύτερου κύματος μεταδικτατορικών καταλήψεων των ελληνικών ΑΕΙ (βλ. σχετικά «Η εξέγερση του “παχέος εντέρου”», «Εφ.Συν.» 11/11/2017).
Το συγκρότημα της Πατησίων δεν ήταν τότε ένα κενό κουφάρι σε αναζήτηση μετεκπαιδευτικής χρήσης, όπως σήμερα, αλλά στέγη της Πρυτανείας, χώρος διδασκαλίας της ΑΣΚΤ και της Αρχιτεκτονικής – κι επιπλέον, το πρόσφατο «σπίτι» των υπόλοιπων φοιτητών του ΕΜΠ, που μόλις είχαν μεταφερθεί εκόντες άκοντες στην έρημο του Ζωγράφου και τις συνελεύσεις τους τις έκαναν ακόμα στο ΜΑΧ και στου Γκίνη. Ηταν επίσης η πρώτη φορά, μεταπολιτευτικά, που ο γιορτασμός της επετείου συνέπεσε με καταλήψεις (οι προηγούμενες, του 1979-80, είχαν ξεκινήσει στις 3/12 και στο ΕΜΠ επεκτάθηκαν μόλις στις 12/12)· σύμπτωση που προκαλούσε στον εμπλεκόμενο φοιτητόκοσμο ένα ευεξήγητο δέος.
Στις 16 Νοεμβρίου, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης κι ο Γιώργος Βουλγαράκης προσήλθαν στον χώρο του ΕΜΠ, συνοδευόμενοι από τη φρουρά τους κι έναν αριθμό ΟΝΝΕΔιτών, για τη συνηθισμένη κατάθεση στεφάνου. Αντικρίζοντας τα πανό και το πλήθος των καταληψιών, διαβάζουμε στα «Νέα» της επομένης, οι νεοδημοκράτες ξεκίνησαν την κόντρα με τα συνθήματα «Το Πολυτεχνείο δεν ήταν ταξικό, ήταν φιλελεύθερο και δημοκρατικό» και «Ενας είναι ο εχθρός, ο ολοκληρωτισμός». Οι συγκεντρωμένοι αντέδρασαν ανάλογα και σύντομα οι δύο πλευρές άρχισαν να ανταλλάσσουν, εκτός από συνθήματα, νεράντζια και άλλα υλικά. Η αντιπροσωπεία της Ν.Δ. πετάχτηκε εκτός ιδρύματος, ο δε νεραντζοπόλεμος συνεχίστηκε επί ώρα. Ηταν κάτι πρωτοφανές μεν στο Πολυτεχνείο, όχι όμως και στην υπόλοιπη κοινωνία: ενήλικοι ΠΑΣΟΚοι και νεοδημοκράτες επιδίδονταν λ.χ. εκείνο τον καιρό μαζικά σε αντίστοιχο νεραντζοπόλεμο κάθε 6η Ιανουαρίου, στο πλαίσιο του ετήσιου αγιασμού των υδάτων.
Την επομένη, ήρθε η σειρά του ΠΑΣΟΚ. Ουδείς διανοήθηκε βέβαια να απαγορεύσει την κατάθεση στεφάνου σ’ έναν πρωθυπουργό, όχι ιδιαίτερα δημοφιλή μεν στους περισσότερους φοιτητές, η αντιδικτατορική όμως οργάνωση του οποίου –το ΠΑΚ– μετείχε ενεργά στην εξέγερση του 1973. Αυτό που επιχειρήθηκε την ώρα της κατάθεσης ήταν η ομαδική εκφώνηση συνθημάτων που αποδοκίμαζαν τα πρόσφατα κυβερνητικά έργα: «Λιτότητα, ανεργία, καταστολή, αυτή είναι του ΠΑΣΟΚ η πολιτική», «ΜΑΤ και ΜΕΑ, για μια Ελλάδα νέα» κ.ο.κ. Μόλις τέσσερις μέρες νωρίτερα, στις 13/11/1987, τα ΜΑΤ είχαν άλλωστε τσακίσει στο ξύλο ένα πανελλαδικό φοιτητικό συλλαλητήριο στη Σταδίου, για πρώτη φορά από το 1981.
Στο άκουσμα των συνθημάτων, οι ασφαλίτες και τα μέλη του ΠΑΣΟΚ που συνόδευαν τον πρωθυπουργό ρίχτηκαν στους συγκεντρωμένους φοιτητές για να καθαρίσουν τον χώρο από κάθε ενοχλητική φωνή (που θα αναμεταδιδόταν, μοιραία, κι από την -μοναδική, τότε- κρατική τηλεόραση). Το ίδιο είχε γίνει και το 1985 από κάποιους «Φίλους της Πάλης» που συνόδευαν τον Αντρέα, μόλις ακούστηκαν συνθήματα ενάντια στη νεοεπιβληθείσα λιτότητα. Τούτη τη φορά, όμως, οι φοιτητές όχι μόνο αντιστάθηκαν αλλά και αντεπιτέθηκαν. Η σύγκρουση επεκτάθηκε, τα στεφάνια που είχαν κατατεθεί στον χώρο μετατράπηκαν εκατέρωθεν σε όπλα και η πρωθυπουργική συνοδεία αναγκάστηκε ν’ αποχωρήσει κακήν κακώς από τον χώρο.
Δασκάλα που δίδασκες
Από τους ίδιους τους εμπλεκόμενους τα επεισόδια εκείνα δεν θεωρήθηκαν επ’ ουδενί σαν άσκηση κάποιου «δικαιώματος» να ορίζουν ποιος μπορεί να καταθέτει στεφάνι στο Πολυτεχνείο και ποιος όχι: με την εξέγερση του 1973 σχετικά κοντινή, ένα τέτοιο πολιτικό face control θεωρούνταν εξωφρενική ιεροσυλία. Η σύγκρουση προέκυψε de facto, στην πρώτη περίπτωση ως προέκταση μιας οξείας συνθηματολογικής αντιπαράθεσης, στη δεύτερη ως απάντηση στην επίθεση των κυβερνητικών μπράβων. Ο γράφων ήταν παρών στα δεύτερα επεισόδια, τα φωτογράφισε και θυμάται πολύ καλά τη διαδοχή τους. Τελικά λειτούργησαν ως απαρχή μιας «παράδοσης» αποδοκιμασιών των κυβερνώντων, διανθισμένης με μικρά ή μεγαλύτερα επεισόδια.
Η φετινή όμως «απαγόρευση», σε βάρος μάλιστα όχι της κυβέρνησης αλλά της Βουλής (του συμβόλου, δηλαδή, της λαϊκής κυριαρχίας) και της «ρεφορμιστικής» αντιπολίτευσης, μόνο ως εκφυλισμός των κινηματικών παρακαταθηκών του παρελθόντος μπορεί να ιδωθεί.
Είναι βέβαια γεγονός ότι και το 1987 κάποιες ακραίες φωνές επιχείρησαν να προσδώσουν ιδεολογική νομιμοποίηση σε παρόμοιες πρακτικές – για να βρεθούν, μερικές δεκαετίες αργότερα, στο εντελώς αντίθετο άκρο. Στο χαρακτηριστικότερο ίσως παράδειγμα, η πανεπιστημιακός Βάσω Κιντή δεν δίστασε ακόμη και να επικρίνει τους φοιτητές για τη μετριοπάθειά τους, επειδή δεν απαγόρευσαν εκ των προτέρων την κατάθεση στεφάνου στην κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. «Κακώς», υποστήριξε, «η ΕΦΕΕ και οι φοιτητικοί σύλλογοι, όταν κατέφθασαν πλησίστιοι οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι δεν κατήγγειλαν από τα μεγάφωνα την παρουσία τους μαζί με τις ορδές των μεταμφιεσμένων ΜΑΤ στον “ιερό”, όπως όλοι κόπτονται, χώρο του Πολυτεχνείου. Και δεν μπορούσε κανείς απ’ όσους βρίσκονταν εκείνη την ώρα εκεί παρά να νιώσει ικανοποίηση όταν πετάχτηκαν έξω οι μπράβοι και αυθόρμητοι χειροκροτητές της εξουσίας των κλομπ και των δακρυγόνων» (περ. «Ο Πολίτης», τχ.85, 11/1987, σ. 18). Σήμερα, η αδιάλλακτη συντάκτρια των παραπάνω γραμμών συγκαταλέγεται, ως γνωστόν, στους πιο ένθερμους οπαδούς της πανεπιστημιακής αστυνομίας των Κεραμέως-Χρυσοχοΐδη.
Από τους ίδιους τους εμπλεκόμενους τα επεισόδια εκείνα δεν θεωρήθηκαν επ’ ουδενί σαν άσκηση κάποιου «δικαιώματος» να ορίζουν ποιος μπορεί να καταθέτει στεφάνι στο Πολυτεχνείο και ποιος όχι: με την εξέγερση του 1973 σχετικά κοντινή, ένα τέτοιο πολιτικό face control θεωρούνταν εξωφρενική ιεροσυλία. Η σύγκρουση προέκυψε de facto, στην πρώτη περίπτωση ως προέκταση μιας οξείας συνθηματολογικής αντιπαράθεσης, στη δεύτερη ως απάντηση στην επίθεση των κυβερνητικών μπράβων. Ο γράφων ήταν παρών στα δεύτερα επεισόδια, τα φωτογράφισε και θυμάται πολύ καλά τη διαδοχή τους. Τελικά λειτούργησαν ως απαρχή μιας «παράδοσης» αποδοκιμασιών των κυβερνώντων, διανθισμένης με μικρά ή μεγαλύτερα επεισόδια.
Η φετινή όμως «απαγόρευση», σε βάρος μάλιστα όχι της κυβέρνησης αλλά της Βουλής (του συμβόλου, δηλαδή, της λαϊκής κυριαρχίας) και της «ρεφορμιστικής» αντιπολίτευσης, μόνο ως εκφυλισμός των κινηματικών παρακαταθηκών του παρελθόντος μπορεί να ιδωθεί.
Είναι βέβαια γεγονός ότι και το 1987 κάποιες ακραίες φωνές επιχείρησαν να προσδώσουν ιδεολογική νομιμοποίηση σε παρόμοιες πρακτικές – για να βρεθούν, μερικές δεκαετίες αργότερα, στο εντελώς αντίθετο άκρο. Στο χαρακτηριστικότερο ίσως παράδειγμα, η πανεπιστημιακός Βάσω Κιντή δεν δίστασε ακόμη και να επικρίνει τους φοιτητές για τη μετριοπάθειά τους, επειδή δεν απαγόρευσαν εκ των προτέρων την κατάθεση στεφάνου στην κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. «Κακώς», υποστήριξε, «η ΕΦΕΕ και οι φοιτητικοί σύλλογοι, όταν κατέφθασαν πλησίστιοι οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι δεν κατήγγειλαν από τα μεγάφωνα την παρουσία τους μαζί με τις ορδές των μεταμφιεσμένων ΜΑΤ στον “ιερό”, όπως όλοι κόπτονται, χώρο του Πολυτεχνείου. Και δεν μπορούσε κανείς απ’ όσους βρίσκονταν εκείνη την ώρα εκεί παρά να νιώσει ικανοποίηση όταν πετάχτηκαν έξω οι μπράβοι και αυθόρμητοι χειροκροτητές της εξουσίας των κλομπ και των δακρυγόνων» (περ. «Ο Πολίτης», τχ.85, 11/1987, σ. 18). Σήμερα, η αδιάλλακτη συντάκτρια των παραπάνω γραμμών συγκαταλέγεται, ως γνωστόν, στους πιο ένθερμους οπαδούς της πανεπιστημιακής αστυνομίας των Κεραμέως-Χρυσοχοΐδη.
Κακώς οποιοιδήποτε ήταν "εκεί" είτε για να παραστήσουν τους "δοξάζοντες" την εξέγερση είτε για να παραστήσουν τους πορτιέρηδες της δοξαστικής τελετής.
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ εξέγερση του πολυτεχνείου (και κάθε εξέγερση) είναι εξ ορισμού εκτός πλαισίου του πολιτικού συστήματος και εκτός πλαισίου του πολιτικού συστήματος μπορεί να γιορταστεί χωρίς να είναι αθλίως υποκριτική.
Έτσι γιορτάστηκε μια και μόνη φορά -- την πρώτη φορά -- όταν αγνοήθηκε το πολιτικό σύστημα και γράφτηκε στα παλαιότερα των κοινωνικών υποδημάτων η "πεμπτουσία" της δημοκρατίας που είναι (κατά την "έγκυρη" γνώμη του κ. Κωστόπουλου) οι εκλογές μέσω των οποίων (μας) προκύπτει η σύνθεση «της βουλής του συμβόλου, δηλαδή, της λαϊκής κυριαρχίας» (κατά την γνώμη πάντα του δράστη του άρθρου).
Αντίθετα το άρθρο του "δημοκράτη" κυρίου Κωστόπουλου δεν είναι κατά της ("λαϊκής" βεβαίως βεβαίως) αστυνόμευσης και λογοκρισίας αρκεί να γίνεται από εγκεκριμένους "πορτιέρηδες" να εξαιρούνται οι εντός εισαγωγικών και μόνο "ρεφορμιστές" του ΣΥΡΙΖΑ και των άλλων "προοδευτικών" δυνάμεων.
Να θυμίσω τέλος στον δημοκράτη κ. Τάσσο ότι η μέθοδος της κατάργησης των αγωνιστικών εκδηλώσεων δια της επισημοποίησης είναι παλιά. Την πρωτομαγιά την επισημοποίησε η χούντα και την επέτειο του πολυτεχνείου την επισημοποίησε το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου.