Ένα κατατοπιστικό άρθρο για τις αιτίες της επικράτησης της Δεξιάς στις πρόσφατες δημοτικές και περιφερειακές εκλογές στην Ισπανία.
Γεωργία Τζιρκαλλή
Η νίκη της Δεξιάς στις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές της Ισπανίας προκάλεσε έναν πολιτικό σεισμό στη χώρα. Γρήγορα, ο πρωθυπουργός Πέδρο Σάντσεθ προκήρυξε πρόωρες εκλογές για την Κυριακή 23 Ιουλίου.
Το απροσδόκητο αποτέλεσμα, λόγω της έκτασης της ήττας της ισπανικής Αριστεράς, ειδικά σε εκείνες τις περιοχές που θεωρούνταν «ασφαλείς», έχει δημιουργήσει την εικόνα ενός δεξιού κύματος που ετοιμάζεται να καταλάβει το κυβερνητικό Παλάτι της Μονκλόα. Ωστόσο, πρέπει να τοποθετήσουμε τα γεγονότα στο πλαίσιό τους και να λάβουμε υπόψη τη συνολικότερη εικόνα.
Η αποχή στις εκλογές της 28ης Μαΐου ήταν μεγαλύτερη από ό,τι στις τοπικές εκλογές του Μαΐου του 2019, που ήταν ήδη υψηλή. Έτσι, έφτασε από το 34,8% στο 36,1% με περίπου 600 χιλιάδες λιγότερες ψήφους. Επιπλέον, ο αριθμός των λευκών και άκυρων ψήφων αυξήθηκε κατά 220 χιλιάδες.
Αναμφίβολα, αυτοί οι 800 χιλιάδες λιγότεροι ψηφοφόροι πρέπει να τοποθετηθούν σε μεγάλο βαθμό στο αριστερό «στρατόπεδο», κάτι που μας λέει πολλά για την έλλειψη ενθουσιασμού που έχει προκαλέσει η κοινοβουλευτική Αριστερά σε ένα σημαντικό κομμάτι των ψηφοφόρων της.
Η Δεξιά πήρε 40,42% των ψήφων, από 35,37% το 2019, δηλαδή πήγε από τα 8 στα 9 εκατομμύρια ψήφους. Το Λαϊκό Κόμμα (PP) και το εθνικιστικό Vox απορρόφησαν όλες τις ψήφους των κεντροδεξιών Πολιτών (Ciudadanos), που εξαφανίστηκαν εντελώς από το πολιτικό τοπίο σε αυτές τις εκλογές.
Μια όσο το δυνατόν λεπτομερέστερη εξέταση των αποτελεσμάτων αποκαλύπτει ότι η ισπανική Αριστερά έχει πάει από τα 8,95 εκατομμύρια ψήφους το 2019 στα 8 εκατομμύρια τώρα, παίρνοντας ποσοστό περίπου 36%, μια απώλεια σχεδόν ενός εκατομμυρίου ψήφων.
Πρέπει να θυμόμαστε ότι στις εθνικές εκλογές του Νοεμβρίου του 2019 η ισπανική Δεξιά και οι σύμμαχοί της συγκέντρωσαν 10,35 εκατομμύρια ψήφους. Επομένως, δεν μπορεί να γίνει λόγος για «μεγάλη στροφή» προς τα δεξιά στις 28 Μαΐου. Αλλά η κοινωνική βάση της Δεξιάς ήταν πιο ζωντανή και κινητοποιημένη από εκείνη της Αριστεράς.
Η Αριστερά, από την επικράτηση σε 20 πρωτεύουσες περιφερειών, έπεσε τώρα σε μόνο 12, και η Δεξιά ανέβηκε από τις 25 στις 34. Οι δεξιοί Καταλανοί και Βάσκοι εθνικιστές πήγαν από τις 5 στις 4. Η Αριστερά απόλεσε σημαντικές πρωτεύουσες όπως η Βαλένθια, η Σεβίλλη, το Βαγιαδολίδ, η Πάλμα και το Κάντιθ.
Σε περιφερειακό επίπεδο, η Αριστερά έχασε τη σημαντική περιφέρεια της Βαλένθια, την Εξτρεμαδούρα, τις Βαλεαρίδες Νήσους, τη Λα Ριόχα και την Αραγονία, όπου υπήρχε ένας πολύ ασταθής συνασπισμός με δεξιά τοπικιστικά στοιχεία. Το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα (PSOE) διατήρησε την πλειοψηφία του στην Καστίγια – Λα Μάντσα, με επικεφαλής τον εκπρόσωπο της δεξιάς πτέρυγας του κόμματος Γκαρσία-Παζ. Διατήρησε επίσης τον έλεγχο των Αστούριας και, ενδεχομένως, των Καναρίων Νήσων, εάν καταλήξει σε συμφωνία με τον Συνασπισμό των Καναρίων. Ομοίως, το PSOE θα μπορούσε να εξασφαλίσει τη Ναβάρρα, με την αποχή του αριστερού βασκικού εθνικιστικού κόμματος (EH Bildu).
Αυτές οι εκλογές σημαδεύτηκαν από τις συνθήκες που δημιουργήθηκαν από το αυξημένο κόστος ζωής, την απροσπέλαστη αξιοπρεπή στέγαση και την επισφάλεια στην απασχόληση, που δημιουργούν τεράστιο άγχος, κούραση και αβεβαιότητα. Αυτό είναι πιο έντονο στις μεγάλες πόλεις και η κεντρική κυβέρνηση δεν δίνει ικανοποιητικές απαντήσεις σε αυτά τα ζητήματα.
Όταν ακούει κανείς υπουργούς και ηγέτες, ιδιαίτερα του Podemos και της Ενωμένης Αριστεράς (Izquierda Unida), να σχολιάζουν τα θαύματα που έκανε η κυβέρνηση συνασπισμού, δεν μπορεί παρά να συναχθεί ότι η επίσημη ηγεσία της Αριστεράς ζει πολύ μακριά από τις πραγματικές συνθήκες ζωής των περισσότερων εργαζόμενων οικογενειών.
Σε αποφασιστικές στιγμές, η κυβέρνηση επέδειξε τεράστια δειλία ή υποχώρησε στα συμφέροντα των πλουσίων και ισχυρών, διατηρώντας την ουσία της εργασιακής αντι-μεταρρύθμισης του Λαϊκού Κόμματος και προβάλλοντάς την σκανδαλωδώς ως πρόοδο για τους εργάτες, ή αποδεχόμενη τους εκβιασμούς των παρασιτικών εταιρειών ηλεκτρικής ενέργειας αντί να τις εθνικοποιήσει, ή υποκύπτοντας δουλικά στις πιέσεις του κρατικού μηχανισμού να διατηρήσει ανέπαφο τον διαβόητο κατασταλτικό «Νόμο – Φίμωτρο».
Οι συνδικαλιστικές ηγεσίες της UGT και της CCOO (των δύο βασικών συνδικαλιστικών ενώσεων) συνέβαλαν στην απογοήτευση, κάνοντας ότι ήταν δυνατό για να περιορίσουν το εύρος των εργατικών αγώνων, υπογράφοντας κάθε είδους ασύμφορες συμφωνίες με τους εργοδότες.
Η ηγεσία του Podemos και της Ενωμένης Αριστεράς έκανε το ίδιο όλα αυτά τα χρόνια, «σβήνοντας» τα κοινωνικά και τοπικά κινήματα από τους δρόμους με το ανεκδιήγητο επιχείρημα «να μη ζημιωθεί η κυβέρνηση». Με αυτό τον τρόπο, η Δεξιά είχε το μονοπώλιο στην άσκηση κριτικής στους ανεπαρκείς χειρισμούς της κεντρικής κυβέρνησης, σε μια κατάσταση όπου ο καπιταλισμός είναι σε φάση παρακμής και το Podemos και η Ενωμένη Αριστερά είναι συνυπεύθυνοι για τη διαχείριση του.
Παρότι η κριτική της Δεξιάς για τις δημόσιες διαφωνίες εντός της κυβέρνησης συνασπισμού έχει δημαγωγικό χαρακτήρα, η αλήθεια είναι ότι αυτές προκαλούν δυσπιστία και κούραση στην κοινωνική βάση της Αριστεράς και βοηθούν τη Δεξιά να συσπειρώσει εκείνη τα μικροαστικά στρώματα.
Η πραγματικότητα είναι ότι η δειλή πολιτική της κυβέρνησης έχει αποθαρρύνει τους πιο ενεργά και ζωντανά στρώματα της κοινωνίας, όπως η νεολαία και οι πιο πρωτοπόροι εργαζόμενοι και αγωνιστές, που κοιτάζουν με περιφρόνηση και δυσπιστία το πολιτικό πεδίο. Ήταν εντυπωσιακή η σχεδόν παντελής απουσία των νέων κάτω από 30 ετών στις προεκλογικές συγκεντρώσεις του Podemos και της Ενωμένης Αριστεράς.
Ένα ακόμα αξιοσημείωτο γεγονός είναι ότι ενώ το PSOE διατηρεί ένα ποσοστό παρόμοιο με αυτό των προηγούμενων εκλογών (28%), το ποσοστό που έλαβαν αθροιστικά οι αριστερότεροι σχηματισμοί, δηλαδή το Podemos, η Ενωμένη Αριστερά, το Más País και άλλοι αριστεροί τοπικοί σχηματισμοί, έχει πέσει στο 8%. Τελικά, μπροστά σε πολιτικές δυνάμεις που προβάλουν παρόμοιες ιδέες και προγράμματα, και που συγκυβερνούν σε συνασπισμό μεταξύ τους, το μεγαλύτερο μέρος των αριστερών ψήφων τείνει να κατευθυνθεί στο κόμμα με το μεγαλύτερο μηχανισμό και τη μεγαλύτερη πιθανότητα νίκης: στην προκειμένη περίπτωση το PSOE.
Η αποχή στις εκλογές της 28ης Μαΐου ήταν μεγαλύτερη από ό,τι στις τοπικές εκλογές του Μαΐου του 2019, που ήταν ήδη υψηλή. Έτσι, έφτασε από το 34,8% στο 36,1% με περίπου 600 χιλιάδες λιγότερες ψήφους. Επιπλέον, ο αριθμός των λευκών και άκυρων ψήφων αυξήθηκε κατά 220 χιλιάδες.
Αναμφίβολα, αυτοί οι 800 χιλιάδες λιγότεροι ψηφοφόροι πρέπει να τοποθετηθούν σε μεγάλο βαθμό στο αριστερό «στρατόπεδο», κάτι που μας λέει πολλά για την έλλειψη ενθουσιασμού που έχει προκαλέσει η κοινοβουλευτική Αριστερά σε ένα σημαντικό κομμάτι των ψηφοφόρων της.
Η Δεξιά πήρε 40,42% των ψήφων, από 35,37% το 2019, δηλαδή πήγε από τα 8 στα 9 εκατομμύρια ψήφους. Το Λαϊκό Κόμμα (PP) και το εθνικιστικό Vox απορρόφησαν όλες τις ψήφους των κεντροδεξιών Πολιτών (Ciudadanos), που εξαφανίστηκαν εντελώς από το πολιτικό τοπίο σε αυτές τις εκλογές.
Μια όσο το δυνατόν λεπτομερέστερη εξέταση των αποτελεσμάτων αποκαλύπτει ότι η ισπανική Αριστερά έχει πάει από τα 8,95 εκατομμύρια ψήφους το 2019 στα 8 εκατομμύρια τώρα, παίρνοντας ποσοστό περίπου 36%, μια απώλεια σχεδόν ενός εκατομμυρίου ψήφων.
Πρέπει να θυμόμαστε ότι στις εθνικές εκλογές του Νοεμβρίου του 2019 η ισπανική Δεξιά και οι σύμμαχοί της συγκέντρωσαν 10,35 εκατομμύρια ψήφους. Επομένως, δεν μπορεί να γίνει λόγος για «μεγάλη στροφή» προς τα δεξιά στις 28 Μαΐου. Αλλά η κοινωνική βάση της Δεξιάς ήταν πιο ζωντανή και κινητοποιημένη από εκείνη της Αριστεράς.
Η Αριστερά, από την επικράτηση σε 20 πρωτεύουσες περιφερειών, έπεσε τώρα σε μόνο 12, και η Δεξιά ανέβηκε από τις 25 στις 34. Οι δεξιοί Καταλανοί και Βάσκοι εθνικιστές πήγαν από τις 5 στις 4. Η Αριστερά απόλεσε σημαντικές πρωτεύουσες όπως η Βαλένθια, η Σεβίλλη, το Βαγιαδολίδ, η Πάλμα και το Κάντιθ.
Σε περιφερειακό επίπεδο, η Αριστερά έχασε τη σημαντική περιφέρεια της Βαλένθια, την Εξτρεμαδούρα, τις Βαλεαρίδες Νήσους, τη Λα Ριόχα και την Αραγονία, όπου υπήρχε ένας πολύ ασταθής συνασπισμός με δεξιά τοπικιστικά στοιχεία. Το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα (PSOE) διατήρησε την πλειοψηφία του στην Καστίγια – Λα Μάντσα, με επικεφαλής τον εκπρόσωπο της δεξιάς πτέρυγας του κόμματος Γκαρσία-Παζ. Διατήρησε επίσης τον έλεγχο των Αστούριας και, ενδεχομένως, των Καναρίων Νήσων, εάν καταλήξει σε συμφωνία με τον Συνασπισμό των Καναρίων. Ομοίως, το PSOE θα μπορούσε να εξασφαλίσει τη Ναβάρρα, με την αποχή του αριστερού βασκικού εθνικιστικού κόμματος (EH Bildu).
Αυτές οι εκλογές σημαδεύτηκαν από τις συνθήκες που δημιουργήθηκαν από το αυξημένο κόστος ζωής, την απροσπέλαστη αξιοπρεπή στέγαση και την επισφάλεια στην απασχόληση, που δημιουργούν τεράστιο άγχος, κούραση και αβεβαιότητα. Αυτό είναι πιο έντονο στις μεγάλες πόλεις και η κεντρική κυβέρνηση δεν δίνει ικανοποιητικές απαντήσεις σε αυτά τα ζητήματα.
Όταν ακούει κανείς υπουργούς και ηγέτες, ιδιαίτερα του Podemos και της Ενωμένης Αριστεράς (Izquierda Unida), να σχολιάζουν τα θαύματα που έκανε η κυβέρνηση συνασπισμού, δεν μπορεί παρά να συναχθεί ότι η επίσημη ηγεσία της Αριστεράς ζει πολύ μακριά από τις πραγματικές συνθήκες ζωής των περισσότερων εργαζόμενων οικογενειών.
Σε αποφασιστικές στιγμές, η κυβέρνηση επέδειξε τεράστια δειλία ή υποχώρησε στα συμφέροντα των πλουσίων και ισχυρών, διατηρώντας την ουσία της εργασιακής αντι-μεταρρύθμισης του Λαϊκού Κόμματος και προβάλλοντάς την σκανδαλωδώς ως πρόοδο για τους εργάτες, ή αποδεχόμενη τους εκβιασμούς των παρασιτικών εταιρειών ηλεκτρικής ενέργειας αντί να τις εθνικοποιήσει, ή υποκύπτοντας δουλικά στις πιέσεις του κρατικού μηχανισμού να διατηρήσει ανέπαφο τον διαβόητο κατασταλτικό «Νόμο – Φίμωτρο».
Οι συνδικαλιστικές ηγεσίες της UGT και της CCOO (των δύο βασικών συνδικαλιστικών ενώσεων) συνέβαλαν στην απογοήτευση, κάνοντας ότι ήταν δυνατό για να περιορίσουν το εύρος των εργατικών αγώνων, υπογράφοντας κάθε είδους ασύμφορες συμφωνίες με τους εργοδότες.
Η ηγεσία του Podemos και της Ενωμένης Αριστεράς έκανε το ίδιο όλα αυτά τα χρόνια, «σβήνοντας» τα κοινωνικά και τοπικά κινήματα από τους δρόμους με το ανεκδιήγητο επιχείρημα «να μη ζημιωθεί η κυβέρνηση». Με αυτό τον τρόπο, η Δεξιά είχε το μονοπώλιο στην άσκηση κριτικής στους ανεπαρκείς χειρισμούς της κεντρικής κυβέρνησης, σε μια κατάσταση όπου ο καπιταλισμός είναι σε φάση παρακμής και το Podemos και η Ενωμένη Αριστερά είναι συνυπεύθυνοι για τη διαχείριση του.
Παρότι η κριτική της Δεξιάς για τις δημόσιες διαφωνίες εντός της κυβέρνησης συνασπισμού έχει δημαγωγικό χαρακτήρα, η αλήθεια είναι ότι αυτές προκαλούν δυσπιστία και κούραση στην κοινωνική βάση της Αριστεράς και βοηθούν τη Δεξιά να συσπειρώσει εκείνη τα μικροαστικά στρώματα.
Η πραγματικότητα είναι ότι η δειλή πολιτική της κυβέρνησης έχει αποθαρρύνει τους πιο ενεργά και ζωντανά στρώματα της κοινωνίας, όπως η νεολαία και οι πιο πρωτοπόροι εργαζόμενοι και αγωνιστές, που κοιτάζουν με περιφρόνηση και δυσπιστία το πολιτικό πεδίο. Ήταν εντυπωσιακή η σχεδόν παντελής απουσία των νέων κάτω από 30 ετών στις προεκλογικές συγκεντρώσεις του Podemos και της Ενωμένης Αριστεράς.
Ένα ακόμα αξιοσημείωτο γεγονός είναι ότι ενώ το PSOE διατηρεί ένα ποσοστό παρόμοιο με αυτό των προηγούμενων εκλογών (28%), το ποσοστό που έλαβαν αθροιστικά οι αριστερότεροι σχηματισμοί, δηλαδή το Podemos, η Ενωμένη Αριστερά, το Más País και άλλοι αριστεροί τοπικοί σχηματισμοί, έχει πέσει στο 8%. Τελικά, μπροστά σε πολιτικές δυνάμεις που προβάλουν παρόμοιες ιδέες και προγράμματα, και που συγκυβερνούν σε συνασπισμό μεταξύ τους, το μεγαλύτερο μέρος των αριστερών ψήφων τείνει να κατευθυνθεί στο κόμμα με το μεγαλύτερο μηχανισμό και τη μεγαλύτερη πιθανότητα νίκης: στην προκειμένη περίπτωση το PSOE.
Επίσπευση των εθνικών εκλογών
Σε αυτές τις συνθήκες, αξίζει να αναρωτηθούμε εάν η επίσπευση των εθνικών εκλογών κατά δύο μήνες είναι η καλύτερη οδός για τη συνέχεια της «προοδευτικής» διακυβέρνησης. Στην πραγματικότητα, είναι μια απελπισμένη κίνηση «όλα ή τίποτα» του Σάντσεθ.
Ο προγραμματισμός του δεν πάει πέρα από «έξυπνους ελιγμούς», τα αποτελέσματα των οποίων μένει να φανούν. Ελπίζει ότι ο σχηματισμός των περιφερειακών και δημοτικών διοικήσεων υπό τον έλεγχο του Λαϊκού Κόμματος και του Vox τις επόμενες εβδομάδες, θα δώσει στον πληθυσμό μια γεύση για το τι θα σήμαινε για τη χώρα η νίκη της Δεξιάς στις εκλογές της 23ης Ιουλίου. Πιστεύει ότι αυτό θα ταρακουνήσει τους αριστερούς ψηφοφόρους για να κινητοποιηθούν μαζικά, όπως τον Απρίλιο και τον Νοέμβριο του 2019. Αλλά δεν είναι εξασφαλισμένο ότι αυτό θα λειτουργήσει κι αυτή τη φορά.
Αλλά η επίσπευση των εκλογών δεν ήταν μονόδρομος για τον Σάντσεθ και στην κυβέρνηση συνασπισμού. Αν ήθελε πραγματικά να αλλάξει την κοινωνική διάθεση υπέρ της Αριστεράς, η κυβέρνηση είχε μια «απλή» δουλειά να κάνει. Θα είχε ακόμα εφτά μήνες στη διάθεσή της για να εφαρμόσει το πρόγραμμα της: την πλήρη κατάργηση από ό,τι απομένει από την εργασιακή αντι-μεταρρύθμιση του Λαϊκού Κόμματος, την πλήρη κατάργηση του «Νόμου-Φίμωτρο», τη φορολόγηση των πλουσίων, τη διασφάλιση ότι η Εκκλησία θα πληρώνει φόρο περιουσίας κλπ., μαζί με άλλα μέτρα για την ριζική αλλαγή των συνθηκών διαβίωσης των εργαζόμενων μαζών, όπως η απαλλοτρίωση των «αρπακτικών» funds ακινήτων, των εταιριών ηλεκτρικής ενέργειας κ.ο.κ.
Αυτό θα ενέπνεε εκατομμύρια ανθρώπους, θα τους ταρακουνούσε από το λήθαργο, και θα αναζωογονούσε το πνεύμα των εκατομμυρίων ανθρώπων που έβγαλαν τον Σάντσεθ στην κυβέρνηση. Αλλά οι δεσμεύσεις της ηγεσίας του PSOE είναι πιο ισχυρές απέναντι στα αφεντικά τους ισπανικού χρηματιστηρίου παρά στη βάση των ψηφοφόρων της, και δεν θα διακινδυνεύσει τη σταθερότατα του συστήματος και του καθεστώτος.
Ωστόσο, ενώ είναι αλήθεια ότι η ισπανική Αριστερά υπέστη υποχώρηση των δυνάμεών της σε αυτές τις εκλογές, οι εθνικιστές εταίροι της κυβέρνησης συνασπισμού, καθώς και άλλοι όπως το κεντροδεξιό καταλανικό εθνικιστικό Junts και το αριστερό γαλικιανό εθνικιστικό BNG, που δεν θα συμμαχούσαν ποτέ με την ισπανική Δεξιά, αποτελούν αθροιστικά το 10%. Η El Pais δημοσίευσε πώς θα μεταφράζονταν τα αποτελέσματα της 28ης Μαΐου αν αφορούσαν βουλευτικές εκλογές, και η Δεξιά απέχει πολύ από την απόλυτη πλειοψηφία, ενώ το «προοδευτικό μπλοκ» είναι οριακά σε θέση να δημιουργήσει εκ νέου μια κυβέρνηση συνασπισμού.
Ωστόσο, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και το ηθικό. Η νίκη της Δεξιάς έχει κινητοποιήσει τη βάση της και μπορεί να παρασύρει τα διστακτικά τμήματα του πληθυσμού, όπως οι μικροαστοί και τα πολιτικά πιο καθυστερημένα τμήματα της εργατικής τάξης. Η μαζική κινητοποίηση της αριστερής βάσης, μέρος της οποίας απείχε από αυτές τις εκλογές, δεν είναι εξασφαλισμένη. Οι επόμενες εβδομάδες θα μας δώσουν μια πιο ακριβή εικόνα της κατάστασης.
Πρέπει όμως να έχουμε μια συνολικότερη αντίληψη. Όποια κυβέρνηση και να εκλεγεί στις γενικές εκλογές της 23ης Ιουλίου θα αντιμετωπίσει μια πολύ διαφορετική εικόνα από τα δύο τελευταία χρόνια. Το πάρτι των δημόσιων δαπανών τελείωσε.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, όπως και ο ΟΟΣΑ, έχουν δώσει πολύ σαφή μηνύματα ότι είναι καιρός να επανέλθουν οι περικοπές. Οι αυξήσεις των επιτοκίων θα συνεχιστούν, επιβραδύνοντας περαιτέρω την οικονομία. Η Γερμανία βρίσκεται ήδη σε ύφεση, και η Ομοσπονδιακή Τράπεζα προβλέπει ύφεση στις ΗΠΑ στο τέλος του έτους. Η νέα κυβέρνηση θα αναγκαστεί να φέρει αντιλαϊκά μέτρα.
Με τη συσσώρευση δυσαρέσκειας για τις δύσκολες συνθήκες διαβίωσης, μια σημαντική ανάκαμψη της ταξικής πάλης είναι αναπόφευκτη. Μια κυβέρνηση της Δεξιάς και της Ακροδεξιάς, με πολύ ισχνή πλειοψηφία και χωρίς σταθερή κοινωνική βάση, θα ήταν ιδιαίτερα μισητή σε αυτή την κατάσταση. Από το πολιτικό πεδίο, οι εργαζόμενες μάζες και η νεολαία θα περάσουν στο οικονομικό και το κοινωνικό πεδίο με μαζικούς αγώνες, και οι αντικαπιταλιστικές ιδέες θα διαδίδονταν σε ευρύτερα στρώματα, όπως έχουμε ήδη αρχίσει να βλέπουμε με αρχή τη νεολαία.
Το καθήκον που έχουμε μπροστά μας, ξεκινώντας από τα πιο προχωρημένα στρώματα των εργαζόμενων και των νέων, είναι να χτίσουμε μια σοσιαλιστική και επαναστατική τάση, μια κομμουνιστική τάση, που θα προβάλλει μια διέξοδο από την παράλογη βαρβαρότητα του καπιταλισμού, και θα είναι αφοσιωμένη στους καθημερινούς αγώνες της εργατικής τάξης και στον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας.
Γεωργία Τζιρκαλλή
Πηγή : ιστοσελίδα marxist.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου