ΠΑΝΘΗΡΑΣ * 29

* Ιστοσελίδα Ενημέρωσης Της Μαχόμενης Αριστεράς Για Τον ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ * Για επικοινωνία : thanasis.ane@gmail.com * Οι δημοσιεύσεις δεν εκφράζουν και τις απόψεις της ιστοσελίδας * Αριστερά και Ενιαίο Μέτωπο Ενάντια στην Βαρβαρότητα*

Τετάρτη 28 Ιουνίου 2023

Εκλογές 25ης Ιούνη : Έκρηξη Της Αποχής, Ανάκαμψη Των Φασιστών, Νέα Βαριά Ήττα ΣΥΡΙΖΑ – Όχι Στη Θρηνολογία! Συμπεράσματα Και Προετοιμασία Για Μαζικούς Αγώνες – Μέρος 1ο


 

Το πρώτο μέρος της ανάλυσής μας για τα αποτελέσματα των εθνικών εκλογών της 25ης Ιούνη. Η εκτόξευση της αποχής και τα αίτιά της. Συντηρητικοποίηση και δεξιά στροφή της κοινωνίας; Η «προσγείωση» της ΝΔ και η επάνοδος των φασιστών στη Βουλή.

ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

Τα αποτελέσματα των εθνικών εκλογών της 25ης Ιουνίου επιβεβαίωσαν τις γενικές πολιτικές τάσεις των εκλογών της 21ης Μάη, αλλά ταυτόχρονα, ανέδειξαν αποφασιστικά στο προσκήνιο και νέες τάσεις, φανερώνοντας για μια ακόμα φορά ότι βρισκόμαστε σε μια περίοδο απότομων στροφών και αλλαγών στην πολιτική κατάσταση.

Το πρώτο και κυρίαρχο νέο στοιχείο που ανέδειξαν τα αποτελέσματα, ήταν η τεράστια άνοδος της αποχής μέσα σε διάστημα μόλις ενός μήνα από την προηγούμενη εκλογική αναμέτρηση. Το δεύτερο σε μαζικότητα και σημασία φαινόμενο που ανέδειξαν τα αποτελέσματα ήταν η ταυτόχρονη ύπαρξη νέων μεγάλων απωλειών για τον ΣΥΡΙΖΑ από τη μία πλευρά, και η ενίσχυση της φασιστικής πολιτικής τάσης μέσα στο αστικό πολιτικό στρατόπεδο με την εκλογική επιτυχία των Σπαρτιατών, δηλαδή της εκλογικής συνέχειας της Χρυσής Αυγής, από την άλλη. Τέλος, το τρίτο σε σπουδαιότητα φαινόμενο που ανέδειξε η κάλπη, το οποίο και επισκιάστηκε από τα άλλα δύο χωρίς όμως να είναι καθόλου ήσσονος σημασίας, είναι η αναβολή του θριάμβου που ανέμενε η άρχουσα τάξη για το παραδοσιακό της κόμμα, τη ΝΔ, η οποία έχασε εκατοντάδες χιλιάδες ψήφους μέσα σε χρόνο ρεκόρ.

Η εκτόξευση της αποχής και τα αίτιά της

Σχεδόν 800 χιλιάδες εγγεγραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους που είχαν ψηφίσει στις 21 Μάη, στις 25 Ιούνη επέλεξαν την αποχή. Πρόκειται για το 8% περίπου του εκλογικού σώματος, το οποίο ανέβασε τη συνολική επίσημη αποχή στο 47,17% από το 38,9% που ανερχόταν στις 21 Μάη. Αυτό το ποσοστό αποχής αποτελεί ρεκόρ για εθνικές εκλογές στην Ελλάδα. Το προηγούμενο υψηλότερο ποσοστό αποχής σε εθνικές εκλογές είχε σημειωθεί τον Σεπτέμβριο του 2015, με ένα αρκετά χαμηλότερο από το σημερινό ποσοστό, 43,84%.

Το γεγονός ότι και τα δύο αυτά σύγχρονα ρεκόρ αποχής εμφανίστηκαν αμέσως μετά από μεγάλες πολιτικές ήττες της Αριστεράς (μετατροπή του λαϊκού Όχι σε Ναι στο ιστορικό Δημοψήφισμα, εκλογική κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ) στις οποίες πρωταγωνίστησε η ηγεσία του κόμματος με την μεγαλύτερη εκλογική επιρροή στις μάζες των εργαζόμενων, του ΣΥΡΙΖΑ, δεν είναι καθόλου τυχαίο. Δείχνει ότι η μεγάλη αύξηση της αποχής έχει ως σταθερή πηγή την απογοήτευση που έχουν προκαλέσει οι πολιτικές επιλογές αυτής της ηγεσίας. Το γεγονός ότι η μεγάλη αυτή μάζα των νέων απεχόντων δεν στράφηκε σε μια δεξιά εκλογική επιλογή δείχνει ότι η κύρια τάση που ανέδειξαν οι εκλογές δεν είναι η συντηρητικοποίηση, αλλά η πολιτική απογοήτευση, η σύγχυση και το πέρασμα σε μια κατάσταση πολιτικής αναμονής για την εμφάνιση στο πολιτικό προσκήνιο μιας νέας πολιτικής ελπίδας από τ’ αριστερά, η οποία θα μπορούσε να τους βγάλει από την παρούσα απογοήτευση.

Μέσα στο γενικό πλαίσιο αυτής της πολιτικής πηγής από την οποία προήλθε η αύξηση της αποχής, τον καθοριστικό ρόλο διαδραμάτισε η απουσία οποιασδήποτε πιθανότητας για τη ματαίωση της αυτοδυναμίας της ΝΔ και για την εκλογή μιας άλλης, αριστερής κυβέρνησης. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι τα επίπεδα αποχής βρέθηκαν στο χαμηλότερο σύγχρονό τους σημείο στις εκλογές του Γενάρη του 2015, όταν στα μάτια των εργατικών μαζών υπήρχε η άμεση προοπτική εκλογής μιας αριστερής κυβέρνησης. Αντίθετα, στις παραμονές των εκλογών της 25ης Ιούνη η προοπτική για μια εναλλακτική αριστερή λύση εξουσίας βρισκόταν πιο μακριά από ποτέ άλλοτε τα τελευταία χρόνια. Έτσι, όπως ήταν απόλυτα φυσιολογικό και αναμενόμενο, η αποχή αυξήθηκε και τα καλέσματα για ψήφο με σκοπό μια «ισχυρή κοινοβουλευτική αντιπολίτευση», άφησαν παγερά αδιάφορο ένα μεγάλο τμήμα της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, που δεν βρήκε κανένα πρακτικό νόημα σ’ αυτά.

Είναι γενικά σωστή η άποψη ότι η μεγάλη απογοήτευση από την απουσία μιας ορατής εναλλακτικής λύσης εξουσίας εξηγεί, αλλά δεν δικαιώνει πολιτικά την επιλογή της αποχής, αφού στην πράξη αυτή η επιλογή ευνοεί το αστικό πολιτικό στρατόπεδο και συμβάλλει έτσι, στην εμφάνιση ακόμα μεγαλύτερης απογοήτευσης και πολιτικής σύγχυσης. Ωστόσο, αυτό καθόλου δεν σημαίνει ότι οι πολιτικά υπεύθυνοι για την άνοδο της αποχής είναι οι ίδιοι οι απέχοντες. Πολιτικά υπεύθυνες για την αύξηση της αποχής είναι αποκλειστικά εκείνες οι αριστερές ηγεσίες οι οποίες με την πολιτική τους αποδείχθηκε περίτρανα ότι απέτυχαν να δώσουν πραγματικό κίνητρο στη μεγάλη πλειοψηφία αυτών των νέων απεχόντων για να πάνε στην κάλπη και να ψηφίσουν ένα εργατικό-αριστερό κόμμα. Όσα στελέχη από τον χώρο της Αριστεράς λοιπόν, κουνάνε το δάχτυλο στους εργαζόμενους και τους νέους που δεν πήγαν να ψηφίσουν, θα πρέπει πρώτα και πάνω απ’ όλα να ζητήσουν ευθύνες από τις αριστερές ηγεσίες.

Σ’ αυτό το σημείο, είναι απόλυτα αναγκαίο να διασαφηνιστεί ότι το επίσημο ποσοστό αποχής έχει μια σημαντική απόκλιση από το πραγματικό. Σύμφωνα με στοιχεία που έδωσε ο Γενικός Γραμματέας του υπουργείου Εσωτερικών αμέσως μετά τις εκλογές της 21ης Μάη, από τους εγγεγραμμένους στους εκλογικούς καταλόγους θα πρέπει να αφαιρέσουμε τουλάχιστον 179.000 άτομα άνω των 100 ετών που έχουν πεθάνει χωρίς να έχουν ακόμα διαγραφεί από τους καταλόγους, και ακόμα 100.000 περίπου άτομα που έχουν ξεμείνει σ’ αυτούς γιατί τα ληξιαρχεία αργούν 1-2 χρόνια να δηλώσουν τους θανάτους στο Υπουργείο Εσωτερικών. Επιπλέον θα πρέπει να αφαιρέσουμε και 300.000 έως 500.000 άτομα που είναι μετανάστες και δεν έρχονται στις εκλογές να ψηφίσουν. Άρα για να υπολογίσουμε την πραγματική αποχή θα πρέπει να αφαιρέσουμε συνολικά περίπου 600 με 800 χιλιάδες άτομα από τα επίσημα στοιχεία. Αυτό σημαίνει ότι η πραγματική αποχή στις 25 Ιουνίου ήταν γύρω στα 3,5 εκατομμύρια, στοιχείο που ωστόσο, έστω και έτσι, δείχνει ότι το «κόμμα» της αποχής και όχι η ΝΔ ήταν ο αληθινός νικητής των εκλογών.

Η πλειονότητα αυτών των απεχόντων, είναι «σάρκα από τη σάρκα» της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, ανήκει στα πιο πληβειακά τους τμήματα, που έχουν χάσει κάθε εμπιστοσύνη στον καπιταλισμό και την αστική δημοκρατία. Είναι άνθρωποι που σε τελική ανάλυση μπορούν να μπουν ενεργά στο πολιτικό προσκήνιο μόνο σε μια επαναστατική κατάσταση και αποτελούν βασικό και αναπόσπαστο τμήμα της μελλοντικής επιρροής ενός μαζικού επαναστατικού εργατικού κόμματος.

Συντηρητικοποίηση και δεξιά στροφή;

Ειδικά στις συνθήκες μιας τόσο μεγάλης αύξησης της αποχής όπως αυτής που είχαμε στις 25 Ιούνη, για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε τις πραγματικές τάσεις που ανέδειξαν τα εκλογικά αποτελέσματα, δεν αρκεί να περιοριστούμε μόνο στα ποσοστά, αλλά πρέπει να ασχοληθούμε κυρίως με τον απόλυτο αριθμό των ψήφων. Με μια στοιχειωδώς προσεκτική ματιά στη συνολική επίδοση του πολιτικού στρατοπέδου της Δεξιάς και της Άκρας Δεξιάς, διαπιστώνουμε ότι παρά την αύξηση του συνολικού ποσοστού Δεξιάς και Ακροδεξιάς κατά περίπου 3% σε σύγκριση με τις 21 Μάη, ο συνολικός αριθμός των ψήφων Δεξιάς και Ακροδεξιάς, όχι μόνο δεν αυξήθηκε για να δικαιούται κάποιος να μιλήσει για δεξιά στροφή της κοινωνίας, αλλά αντίθετα μειώθηκε.

Στις 21 Μάη, αν συμπεριλάβουμε πλήρως στον υπολογισμό του συσχετισμού δύναμης και τις αντιεμβολιαστικές σέχτες «μιας εκλογικής χρήσης», είχαμε συνολικά ένα ποσοστό 51,54% για την Δεξιά και την Άκρα Δεξιά. Στις 25 Ιούνη το συνολικό αυτό ποσοστό ανήλθε σε 54,48%, ανέβηκε δηλαδή κατά 2,94%. Ωστόσο, οι συνολικοί ψήφοι που συγκέντρωσε η Δεξιά και η Άκρα Δεξιά έπεσαν από τα 3,042 εκατομμύρια στα περίπου 2,838 εκατομμύρια, δηλαδή μειώθηκαν κατά σχεδόν 200 «ολόκληρες» χιλιάδες! Αυτό μας δείχνει ότι η μικρή συνολική αύξηση ψήφων που είχε η Δεξιά και η Ακροδεξιά ως σύνολο στις 21 Μάη σε σύγκριση με τις εκλογές του 2019 (αύξηση κατά 360.00 ψήφους), κατά ένα πολύ μεγάλο μέρος ακυρώθηκε στις 25 Ιούνη.

Οι πραγματικοί αριθμοί λοιπόν, διαψεύδουν με πάταγο τη θεωρία της συντηρητικοποίησης – δεξιάς στροφής της κοινωνίας, την οποία επίμονα άρχισαν να διακινούν, άμεσα ή έμμεσα, ορισμένες αριστερές ηγεσίες, και ιδιαίτερα η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, ώστε να δικαιολογήσουν τη δική τους συντηρητικοποίηση και τις δικές τους δεξιές επιλογές. Επιπλέον, υπάρχει και ένα ακόμα αδιάσειστο στοιχείο που μας δείχνει ότι δεν συντελείται μια τέτοια διαδικασία στην ελληνική κοινωνία: το άθροισμα των ψήφων Δεξιάς και Άκρας Δεξιάς αντιπροσωπεύει κάτι λιγότερο από το 30% του πραγματικού (και όχι του επίσημα εγγεγραμμένου) συνολικού εκλογικού σώματος.

Η σημαντική μείωση ψήφων της ΝΔ και η αιτία της νίκης της

Η ΝΔ συγκέντρωσε ποσοστό 40,55% και σχεδόν 2,11 εκατομμύρια ψήφους, κερδίζοντας 158 έδρες. Στις 21 Μάη είχε λάβει 40,79% και 2,4 εκατομμύρια ψήφους. Γνώρισε δηλαδή μια πτώση κατά σχεδόν 300 χιλιάδες ψήφους μέσα σε μόλις έναν μήνα, ενώ απέσπασε 135 χιλιάδες λιγότερες ψήφους σε σύγκριση με το 2019! Αυτό το προβληματικό εκλογικό αποτέλεσμα, όσο κι αν προσπάθησαν τα ΜΜΕ να το εμφανίσουν ως έναν ακόμα θρίαμβο της ΝΔ, «πάγωσε» τα χαμόγελα στο στρατόπεδο της άρχουσας τάξης.

Αξίζει να θυμηθούμε ότι πριν από τις εκλογές, οι πολιτικοί και δημοσιογραφικοί εκπρόσωποι της άρχουσας τάξης μιλούσαν για τη μεγάλη πιθανότητα ενός ποσοστού κοντά στο 44-45% και μιας σημαντικής αύξησης ψήφων, φανερώνοντας ανοικτά τα όνειρά τους ακόμα και για την κατάκτηση 180 εδρών, η οποία θα έδινε στη ΝΔ τη δυνατότητα για τη δρομολόγηση αντιδραστικών αλλαγών στο Σύνταγμα μόνο με τις ψήφους των δικών της βουλευτών.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του exit poll, η ΝΔ διαπιστώνεται πως έχασε σχεδόν 48 χιλιάδες ψήφους προς τους Σπαρτιάτες, 48 χιλιάδες προς το ΠΑΣΟΚ, 25 χιλιάδες προς τον ΣΥΡΙΖΑ, 25 χιλιάδες προς τη Νίκη, 22 χιλιάδες προς την Ελληνική Λύση, 25 χιλιάδες προς άλλα κόμματα και περίπου 100 χιλιάδες ψήφους προς την αποχή. Έχασε δηλαδή, και προς τ’ αριστερά και προς τα δεξιά της, αλλά κυρίως προς την αποχή. Αυτές οι διόλου ευκαταφρόνητες απώλειες ψήφων, ισοδυναμούν με τη συνολική εκλογική δύναμη που θα αρκούσε για να μπει ένα νέο κόμμα στη Βουλή, και φανερώνουν, όχι μια συμπαγή, αλλά μια ασταθή και επισφαλή εκλογική επιρροή.

Πάντοτε σύμφωνα με τα στοιχεία του exit poll, o κορμός της εκλογικής δύναμης της ΝΔ είναι τα μικροαστικά στρώματα στην πόλη και την ύπαιθρο, καθώς και οι συνταξιούχοι. Όπως ήδη έχουμε εξηγήσει στην ανάλυσή μας μετά την 21η Μάη, η υλική αιτία που βρίσκεται πίσω από την επικράτηση της ΝΔ είναι από τη μία πλευρά η προσωρινή αίσθηση «σταθερότητας» και οι προσδοκίες που δημιούργησε σ’ αυτά τα κοινωνικά στρώματα η τελευταία διετία ανάκαμψης του ελληνικού καπιταλισμού, και από την άλλη, η τριετής πανευρωπαϊκή ρήτρα διαφυγής από το δημοσιονομικό σύμφωνο σταθερότητας με αφορμή τα λοκ ντάουν. Αυτή η τελευταία, μέσω της δυνατότητας που έδωσε για παροχή εφάπαξ κρατικών επιδομάτων στο ίδιο διάστημα, οδήγησε στη μερική συγκράτηση της εξαθλίωσης (από την ακρίβεια) των πιο ευάλωτων από αυτά τα στρώματα. Ο συνδυασμός αυτών των δύο παραγόντων έδωσε στη ΝΔ τη δυνατότητα να ανεβάσει το ποσοστό της αποφασιστικά στους μικροαστούς και να μετριάσει πολύ τις εκλογικές της απώλειες στα πιο καθυστερημένα τμήματα της εργατικής τάξης, στους άνεργους και τις νοικοκυρές.

Η ευνοϊκή για τη ΝΔ προσωρινή οικονομική συγκυρία εξηγεί τα αξιόλογα ποσοστά της, αλλά δεν εξηγεί και την ίδια την εκλογική της νίκη. Πολύ δε περισσότερο, δεν εξηγεί την πολύ μεγάλη διαφορά των 22,71 ποσοστιαίων μονάδων έναντι του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή η διαφορά καθορίστηκε από έναν παράγοντα πολιτικό. Από τις δεξιές επιλογές και την γενικευμένη πολιτική αναξιοπιστία της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ στις πλατιές μάζες των εργαζόμενων και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων.

Η Άκρα Δεξιά και η επάνοδος των φασιστών στη Βουλή

Η μόνη πραγματική δεξιά στροφή που συντελέστηκε στις εκλογές της 25ης Ιουνίου ήταν αυτή που παρακολουθήσαμε όχι στην κοινωνία γενικά, αλλά μέσα στο πολιτικό στρατόπεδο της άρχουσας τάξης, με την ενίσχυση της Άκρας Δεξιάς. Η εκλογική ενίσχυση της Ακροδεξιάς μέσα στο πολιτικό στρατόπεδο του κεφαλαίου είναι μια διεθνής τάση, η οποία στην Ευρώπη έχει οδηγήσει σχεδόν 1 στους 6 ψηφοφόρους να ψηφίζει ακροδεξιά κόμματα και εκφράζει την κίνηση της κοινωνίας προς την κατεύθυνση μιας ταξικής και πολιτικής πόλωσης, υπό το βάρος της όξυνσης των ταξικών αντιθέσεων που δημιουργεί το ιστορικό αδιέξοδο του καπιταλισμού. Στην ελληνική της εκδοχή, αυτή η ακροδεξιά στροφή μέσα στο αστικό πολιτικό στρατόπεδο ώθησε στις 25 Ιουνίου το σκοταδιστικό μόρφωμα της Νίκης στη Βουλή, ελαφρά ενισχυμένο σε σχέση με τις 25 Μάη, και είχε για αδιαμφισβήτητο νικητή, το νέο φασιστικό μόρφωμα υπό την καθοδήγηση του φυλακισμένου ναζιστή Η. Κασιδιάρη, με τον τίτλο Σπαρτιάτες, δηλαδή την κοινοβουλευτική συνέχεια της Χρυσής Αυγής.

Η Ελληνική Λύση του Κυρ. Βελόπουλου δεν ωφελήθηκε από τη δεξιά μετατόπιση μέσα στο αστικό στρατόπεδο, καθώς έχασε 30 χιλιάδες ψήφους σε σχέση με τις 21 Μάη, λαμβάνοντας το ίδιο ποσοστό, δηλαδή 4,4%, σχεδόν 231 χιλιάδες ψήφους και 12 έδρες. Το ισοζύγιο της Ελληνικής Λύσης σε εισροές και εκροές από και προς τη ΝΔ, ήταν οριακά θετικό (έχασε 22 χιλιάδες ψήφους και κέρδισε 24 χιλιάδες), αλλά το φασιστικό μόρφωμα Σπαρτιάτες άνοιξε την πιο μεγάλη «τρύπα» στα πλευρά της, κερδίζοντας 48 χιλιάδες ψηφοφόρους της, της 21ης Μάη. Πρόκειται σχεδόν για τον ίδιο αριθμό ψηφοφόρων που είχε ακολουθήσει την αντίθετη κατεύθυνση στις 21 Μάη, δηλαδή από την Χρυσή Αυγή προς το κόμμα του Βελόπουλου.

Το επίκεντρο της απήχησης της Ελληνικής Λύσης παραμένει η Βόρεια Ελλάδα, όπου τα τελευταία 30 χρόνια ο εθνικισμός με επίκεντρο το Μακεδονικό ζήτημα διατηρείται σταθερά σε υψηλότερα επίπεδα από την υπόλοιπη χώρα. Όπως έδειξε το exit poll, την ισχυρότερη επιρροή της η Ελληνική Λύση την έχει στους αγρότες και τους κτηνοτρόφους, στα πιο καθυστερημένα δηλαδή μικροαστικά στρώματα της υπαίθρου, με ένα εντυπωσιακό 11,8% στις τάξεις τους. Ταυτόχρονα, η μετακίνηση των πιο φιλοφασιστικών στοιχείων της προς τους Σπαρτιάτες, επιβεβαιώνει τη γενική εικόνα που εμφανίζει το κόμμα του Βελόπουλου ως η «πιο καθεστωτική-συστημική» πτέρυγα εντός της Άκρας Δεξιάς.

Το ακροδεξιό-θρησκόληπτο κόμμα Νίκη, έλαβε 3,69%, σχεδόν 192 χιλιάδες ψήφους και 10 έδρες. Έλαβε μόλις 20 χιλιάδες ψήφους περισσότερες σε σύγκριση με τις 21 Μάη, και σε κάθε περίπτωση, η γενικά οριακή είσοδός του στη Βουλή δεν συνιστά την έκφραση ενός ισχυρού ρεύματος μέσα στο στρατόπεδο της αστικής αντίδρασης υπέρ του, πολύ λιγότερο δε γενικότερα μέσα στην ελληνική κοινωνία. Με το εκλογικό αυτό αποτέλεσμα να είναι σε σημαντικό βαθμό η απόρροια της ενεργής υποστήριξης που παρείχαν στη Νίκη τμήματα της αντιδραστικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, η εκκλησιαστική πτέρυγα της Άκρας Δεξιάς αποκτά ανεξάρτητη κοινοβουλευτική εκπροσώπηση. Και όπως συμβαίνει και με την Ελληνική Λύση, έτσι και η Νίκη έχει ως εκλογικό «κάστρο» την ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας. Ωστόσο, σε αντίθεση με το κόμμα του Βελόπουλου, η Νίκη εμφανίζει την υψηλότερη επιρροή της σε πολιτικά καθυστερημένα τμήματα των ανέργων και των δημοσίων υπαλλήλων, με ποσοστά διπλάσια του εθνικού της ποσοστού στις τάξεις τους.

Η πτέρυγα της Άκρας Δεξιάς που μπορεί να θεωρεί τον εαυτό της μεγάλο νικητή της 25ης Ιούνη είναι αναμφίβολα η φασιστική. Πριν ακόμα συμπληρωθούν 3 χρόνια από την πρωτόδικη καταδίκη της Χρυσής Αυγής ως εγκληματική οργάνωση, οι νεοναζί επιστρέφουν στη Βουλή με νέο κέλυφος, με το μέχρι χθες ανύπαρκτο κόμμα-σφραγίδα Σπαρτιάτες, το οποίο με τη δημόσια παραδοχή του επίσημου εκπροσώπου του το βράδυ των εκλογών, καθοδηγείται από τον έγκλειστο χρυσαυγίτη Κασιδιάρη. Το γεγονός ότι αυτό το φασιστομόρφωμα-φάντασμα μπήκε άνετα στη Βουλή με 4,64% και 241 χιλιάδες ψήφους, μετά από μόλις 20 μέρες προεκλογικού αγώνα, εξαντλημένου απλώς σε μία δήλωση στήριξης του Κασιδιάρη που διαδόθηκε κυρίως στο ίντερνετ, συνιστά ξεκάθαρη ένδειξη για την ύπαρξη μιας αρκετά συμπαγούς επιρροής, και ταυτόχρονα, αποτελεί αποκάλυψη της απατηλής και υποκριτικής φύσης της πολυδιαφημισμένης απόπειρας της κυβέρνησης και της άρχουσας τάξης να εμποδίσουν τη συμμετοχή στις εκλογές σχημάτων ελεγχόμενων από τον Κασιδιάρη.

Που οφείλεται αυτή η εκλογική επιτυχία των Σπαρτιατών; Μήπως συνιστά, όπως ορισμένοι στην Αριστερά υποστηρίζουν, μια ένδειξη «εκφασισμού της κοινωνίας»; Πριν απαντήσουμε σ’ αυτά τα ερωτήματα, πρέπει να εξετάσουμε τα βασικά ποιοτικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν το εκλογικό αποτέλεσμα αυτού του μορφώματος-συνέχεια της Χρυσής Αυγής, από ταξική και πολιτική άποψη.

Οι Σπαρτιάτες έλαβαν τα υψηλότερα ποσοστά τους στους άνεργους (9,4%), τους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα (6,8%) και τους νέους 17-34 ετών (9,2%). Αυτά τα στοιχεία δείχνουν μια αυξημένη επιρροή σε πιο πληβειακά και λουμπενοποιημένα στρώματα της κοινωνίας σε σύγκριση με την εκλογική βάση της Νίκης και της Ελληνικής Λύσης, παραπέμποντας ευθέως στη γνωστή ταξική σύνθεση της εκλογικής βάσης της Χρυσής Αυγής. Αποδεικνύεται έτσι, όπως οι μαρξιστές είχαμε εξηγήσει μετά την εκλογική ήττα της ΧΑ το 2019, ότι όσο η ιστορική κρίση του καπιταλισμού στην ελληνική της εκδοχή δεν αντιμετωπίζεται με τα αναγκαία επαναστατικά μέτρα που θα βγάλουν οριστικά τις εργατικές και τις φτωχές μικροαστικές μάζες από το τέλμα της διαρκούς απειλής για λουμπενοποίηση, η πιο καθυστερημένη πολιτικά μειονότητά τους θα συνεχίζει να διατηρεί πολιτικούς δεσμούς με τη χρυσαυγίτικη πτέρυγα της Άκρας Δεξιάς. Αυτή η πτέρυγα, με την άμεση και ενιαία ανταπόκριση 240 περίπου χιλιάδων ψηφοφόρων στο εκλογικό νεύμα Κασιδιάρη, αποδείχθηκε ότι, παρά τη σύντομη αλλά θορυβώδη διαδρομή της στο κοινοβουλευτικό προσκήνιο, πρόλαβε μέσα στα πολύ ταραγμένα χρόνια της προηγούμενης δεκαετίας να εγγραφεί ως μια καθιερωμένη και παραδοσιακή πλέον πολιτική δύναμη στη συνείδηση της προαναφερόμενης κοινωνικής μειονότητας.

Το αχυρομόρφωμα Κασιδιάρη σύμφωνα με το exit poll απέσπασε 48,5 χιλιάδες ψήφους προερχόμενους από τη ΝΔ, 50 χιλιάδες ψήφους από την Ελληνική Λύση, 30 χιλιάδες από την Νίκη, 20 χιλιάδες ψήφους από την Πλεύση Ελευθερίας, 10 χιλιάδες ψήφους από την Εθνική Δημιουργία. Οι υπόλοιπες περίπου 80 χιλιάδες ψήφοι του προήλθαν από άλλα κόμματα, συμπεριλαμβανομένων ιδιαίτερα των δεξιών αντιεμβολιαστικών σεχτών που δεν κατέβηκαν για δεύτερη συνεχόμενη φορά στις εκλογές, αλλά και από όσους εγγεγραμμένους απείχαν στις 21 Μάη. Από τα παραπάνω στοιχεία προκύπτει ότι η εκλογική βάση του φασιστικού αχυροσυνδυασμού συγκροτήθηκε από το πιο πιστό τμήμα των ψηφοφόρων της Χρυσής Αυγής της προηγούμενης δεκαετίας, το οποίο στις 25 Μάη είχε μοιραστεί μεταξύ αποχής και άλλων, κυρίως δεξιών και ακροδεξιών κομμάτων, αλλά και από νέους ψηφοφόρους, οι οποίοι «αλιεύθηκαν» από το νέο αντιδραστικό ακροατήριο της ανορθολογικής εναντίωσης στα εμβόλια και είδαν το παράρτημα της ΧΑ ως τον κατάλληλο εκλογικό πόλο για να συσπειρωθούν.

Για όλους αυτούς τους ψηφοφόρους, η άμεση ανταπόκριση στο εκλογικό νεύμα Κασιδιάρη αντιπροσώπευε την ευκαιρία για ενεργή συμμετοχή σ΄ ένα μαζικό τέχνασμα γελοιοποίησης των (απατηλών και υποκριτικών) «αντιφασιστικών» αντανακλαστικών κυβέρνησης, κράτους και συστήματος. Αυτό τους παρείχε ένα επιπλέον, ισχυρό κίνητρο για να προσέλθουν στην κάλπη, σε αντίθεση με τη συντριπτική πλειονότητα των υπόλοιπων ψηφοφόρων, η οποία γνωρίζοντας εκ των προτέρων το κυβερνητικό αποτέλεσμα που θα παρήγαγε η κάλπη, προσήλθε σ’ αυτήν βαριεστημένα ή απείχε.

Ωστόσο, η εκλογική επιλογή 240 χιλιάδων πολιτικά καθυστερημένων, εξαχρειωμένων υπό την απειλή της λουμπενοποίησης και ημι-εκφασισμένων ψηφοφόρων μέσα σε ένα συνολικό πραγματικό εκλογικό σώμα 8 με 8,5 εκατομμυρίων είναι εντελώς άτοπο να χαρακτηρίζεται ως ένα δείγμα συνολικού εκφασισμού της κοινωνίας. Η αδιαφιλονίκητα κυρίαρχη τάση που ανέδειξαν οι εκλογές της 25ης Ιουνίου δεν είναι ο εκφασισμός της κοινωνίας, αλλά η πολιτική απογοήτευση από την απουσία, όχι μιας δεξιάς, αλλά μιας αριστερής εναλλακτικής εναλλακτικής λύσης εξουσίας. Η εκλογική επίδοση των φασιστών στις 25 Ιούνη μπορεί να συνιστά επιτυχία, αποτελεί όμως μια πολύ περιορισμένη σε έκταση νέα κοινοβουλευτική αφετηρία σε σύγκριση με εκείνη της Χρυσής Αυγής τον Μάη του 2012, η οποία είχε ως βάση έναν σχεδόν διπλάσιο αριθμό ψήφων.

Οι νεοναζί βρίσκονται ακόμα σε θέση άμυνας απέναντι στα διαδοχικά χτυπήματα που δέχθηκαν τα προηγούμενα χρόνια από την πολύπλευρη έκφραση των συντριπτικά πλειοψηφικών αντιφασιστικών αισθημάτων του εργαζόμενου λαού και της νεολαίας, με κορυφαίο αποτέλεσμα αυτής, την καταδίκη και φυλάκιση της ηγεσίας τους. Οι 13 έδρες στο κοινοβούλιο αντικειμενικά δεν αντιπροσωπεύουν για εκείνους ένα εφαλτήριο αντεπίθεσης για τον «εκφασισμό της κοινωνίας», αλλά απλώς μια πρώτη «βαθιά ανάσα» από την τετραετή τους περιθωριοποίηση, ένα πρώτο «χαράκωμα» στη μάχη για την διατήρησή τους ως διακριτή δύναμη στο πολιτικό σκηνικό.

Όσοι επιδίδονται σε κραυγές για τον επερχόμενο «εκφασισμό της κοινωνίας» εμποδίζουν τους εργαζόμενους και τη νεολαία να συνειδητοποιήσουν, εκτός από τις πραγματικές διαστάσεις της επιρροής των φασιστών, τον ίδιο τον πραγματικό αντικειμενικό συσχετισμό δύναμης στην σημερινή καπιταλιστική κοινωνία, στην Ελλάδα και διεθνώς. Όπως ήδη έδειξε η πείρα από την προηγούμενη «χρυσή κοινοβουλευτική δεκαετία» των Ελλήνων φασιστών, τα φασιστικά σχήματα στην παρούσα φάση μπορούν να αποτελέσουν οχήματα για την έκφραση μιας ακραία αντιδραστικής εκλογικής διαμαρτυρίας απέναντι στο σύστημα από την πλευρά πολύ μειοψηφικών μικροαστικών, λούμπεν και πολύ καθυστερημένων πολιτικά τμημάτων των εργαζόμενων. Δεν μπορούν όμως να καταφέρουν τον ιδρυτικό κεντρικό τους σκοπό που πραγματοποιήθηκε στον Μεσοπόλεμο με τον Μουσολίνι και τον Χίτλερ, δηλαδή να μετατραπούν σε κινήματα ικανά να κινητοποιήσουν ενεργά και μαζικά, μικροαστικά και λούμπεν στοιχεία της κοινωνίας για να τσακίσουν το οργανωμένο εργατικό κίνημα και να καταλάβουν την εξουσία.

Σήμερα, σε σύγκριση με την περίοδο του Μεσοπολέμου που ο φασισμός κατάφερε να ανέβει στην εξουσία, η εργατική τάξη, το φυσικό κοινωνικό υποκείμενο της επανάστασης, είναι συντριπτικά ισχυρότερη, αριθμητικά, κοινωνικά και πολιτικά έναντι του φυσικού υποκειμένου της αντεπανάστασης, των μικροαστικών στρωμάτων. Συνεχίζει να διαθέτει μαζικές πολιτικές και συνδικαλιστικές οργανώσεις, με πάρα πολύ ισχυρότερες ρίζες και επιρροή στην κοινωνία από τους φασίστες και τα κόμματα της ακροδεξιάς αντίδρασης συνολικά. Επιπλέον, ένα πολύ μεγάλο τμήμα των εργαζόμενων μικροαστικών στρωμάτων συνεχίζει να κοιτά σταθερά για πολιτική λύση στο πολιτικό στρατόπεδο της Αριστεράς και των εργατικών κομμάτων.

Όλα αυτά σημαίνουν ότι σήμερα ο δρόμος των φασιστών για να καταλάβουν την εξουσία και να «εκφασίσουν» την κοινωνία είναι κλειστός, τουλάχιστον για όσο διάστημα διατηρείται ο υπάρχων ταξικός συσχετισμός δύναμης. Μόνο εάν αυτός ο συσχετισμός ανατραπεί ριζικά μέσα από συντριπτικές ήττες που να είναι ικανές να οδηγήσουν στη διάλυση της ραχοκοκαλιάς του οργανωμένου εργατικού κινήματος και των μαζικών του οργανώσεων, θα μπορούσαν οι φασίστες να πετύχουν τον ιδρυτικό τους σκοπό. Στο μεταξύ, πριν εμφανιστεί στον ορίζοντα ακόμα και η υποψία μιας τέτοιας μελλοντικής τους επιτυχίας, η εργατική τάξη και οι μαζικές οργανώσεις της θα έχουν αρκετές ευκαιρίες να ολοκληρώσουν μια νικηφόρα επανάσταση και να τσακίσουν της φασιστικές ή φιλοφασιστικές δυνάμεις της αντεπανάστασης.

Ωστόσο, η συνειδητοποίηση του αληθινού συσχετισμού δύναμης και των σημερινών αντικειμενικών ορίων των φασιστών δεν επιτρέπεται ούτε στο ελάχιστο να γίνει το πρόσχημα για εφησυχασμό. Η εκλογική επιτυχία του νέου μορφώματος Κασιδιάρη αποτελεί μια σοβαρή προειδοποίηση για τους εργαζόμενους και τη νεολαία, η οποία δεν πρέπει να αγνοηθεί. Η επάνοδος των φασιστών στη Βουλή θα οδηγήσει αναπόφευκτα στο ξεθάρρεμα των φασιστικών συμμοριών και στη συστηματική αναβίωση της θρασύδειλης τρομοκρατικής δράσης τους ενάντια σε αριστερούς αγωνιστές και μετανάστες. Η μόνη δύναμη που μπορεί να εμποδίσει αυτή τη δράση είναι η μαζική, μαχητική αντιφασιστική αυτοάμυνα, η οποία θα συντονίζεται από το Ενιαίο Μέτωπο των μαζικών οργανώσεων της εργατικής τάξης και της νεολαίας. Η επιδίωξη για την πραγματοποίησή της, πέφτει σήμερα κυρίως στις πλάτες του μόνου μαζικού κομμουνιστικού κόμματος της εργατικής τάξης, του ΚΚΕ, και αυτό είναι ένα από τα πιο επείγοντα καθήκοντα που έχει μπροστά του τους επόμενους μήνες.

ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ – www.marxismos.com

Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου