50 Γεωργιανοί και 11 Ουζμπέκοι οδηγοί, άγνωστοι μεταξύ τους και με ελάχιστη εμπειρία από απεργίες, διεκδίκησαν και κέρδισαν όλα όσα προσπάθησε να τους κλέψει αυθαίρετα ο εκατομμυριούχος Πολωνός εργοδότης τους, Λούκαζ Μαζούρ ● «Σταματήσαμε τα φορτηγά όχι μόνο για τα χρήματα, αλλά και από αυτοσεβασμό», τονίζουν οι οδηγοί ● Δύναμή τους, η αλληλεγγύη των γερμανικών συνδικάτων και η μεταξύ τους εμπιστοσύνη μέχρι το τέλος.
Μερικές δεκάδες οδηγοί φορτηγών από τη Γεωργία και το Ουζμπεκιστάν -κάποιοι εκ των οποίων δεν είχαν ποτέ πριν στη ζωή τους ακούσει τη λέξη απεργία- τάραξαν τα λιμνάζοντα νερά της ευρωπαϊκής αγοράς εργασίας αυτήν την άνοιξη. Με τον δίκαιο και επίμονο αγώνα τους οι 50 Γεωργιανοί και οι 11 Ουζμπέκοι οδηγοί διεκδίκησαν και κέρδισαν όσα επιχείρησε να τους υφαρπάξει από τις νόμιμες αμοιβές τους ο εργοδότης τους, στέλνοντας μήνυμα στους υπόλοιπους εργαζομένους της Ευρώπης ότι τίποτα δεν έχει ακόμη χαθεί στο καθεστώς της εργασιακής σκλαβιάς που επιβάλλουν αυξανόμενα οι πολιτικοοικονομικές ελίτ της Ε.Ε. κάτω από το πέπλο της «ευελιξίας» και της βέλτιστης παραγωγικότητας.
Οι οδηγοί εργάζονταν για λογαριασμό κοινοπραξίας τριών πολωνικών εταιρειών -LukMaz, AgMaz και Imperia- οι οποίες ανήκουν στην οικογένεια ενός πλούσιου επιχειρηματία, του Λούκαζ Μαζούρ. Η κοινοπραξία, διαθέτοντας στόλο 900 και πλέον φορτηγών, αποτελεί τμήμα της ευρωπαϊκής αλυσίδας εφοδιασμού, μεταφέροντας μεταξύ άλλων προϊόντα κορυφαίων εταιρειών όπως η Bosch, η Volkswagen, η Mercedes, η Ikea και η Amazon. Οι οδηγοί είχαν προσληφθεί ως αυτοαπασχολούμενοι στην Πολωνία αλλά εκτελούσαν μεταφορικό έργο σε ολόκληρη την Ευρώπη, μεταξύ άλλων και στη Γερμανία. Με αυτόν τον τρόπο η πολωνική κοινοπραξία απέφευγε να πληρώσει τον κατώτατο μισθό που ισχύει για παράδειγμα στη Γερμανία, εξοικονομώντας περί τα 5.000 ευρώ ετησίως ανά οδηγό.
Σαν να μην έφτανε αυτό, η εταιρεία πλήρωνε πολύ λιγότερα από τα περίπου 80 ευρώ ημερησίως που είχε υποσχεθεί για 10-12 (ενίοτε και 15) ώρες δουλειάς, χρεώνοντας τους οδηγούς εν αγνοία τους για τις ζημιές στα οχήματα, παραβάσεις του ΚΟΚ, χρονική υστέρηση παράδοσης φορτίου, τα ντοκουμέντα που απαιτούνται για την οδήγηση, την ολιγοήμερη αρχική διαμονή στους κοιτώνες της, όπως και για μια ανύπαρκτη ασφάλιση υγείας. Παρακρατούσαν τον πρώτο μισθό ενώ δεν πλήρωναν τους οδηγούς όταν ήταν άρρωστοι. Αρκετοί εξ αυτών είχαν καταλήξει να αμείβονται με μερικές μόνο εκατοντάδες ευρώ, χρήματα που δεν επαρκούσαν για να στηρίξουν την οικογένειά τους πίσω στην πατρίδα τους όπως στόχευαν πριν ξεκινήσουν να εργάζονται.
Η ανακοίνωση ότι η κοινοπραξία δεν θα πληρώνει πλέον τους εργαζόμενους κατά τη διάρκεια των Σαββατοκύριακων ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Τον Φεβρουάριο οι εταιρείες αρνήθηκαν να πληρώσουν κάποιους οδηγούς και έτσι ξεκίνησε η απεργία. Οι οδηγοί άρχισαν να συγκεντρώνονται στα τέλη Μαρτίου, σε ένα πάρκινγκ του γερμανικού αυτοκινητόδρομου στο Gräfenhausen, μια μικρή πόλη κοντά στη Φρανκφούρτη. Οδήγησαν εκεί τα φορτηγά της εταιρείας τους, χρησιμοποιώντας το μοναδικό όπλο που είχαν στα χέρια τους για να ασκήσουν πίεση απέναντι στην ασυδοσία του εργοδότη τους. «Σταματήσαμε τα φορτηγά όχι μόνο για τα χρήματα αλλά και από αυτοσεβασμό. Δεν είναι αυτός τρόπος αντιμετώπισης των ανθρώπων», υπογραμμίζει βετεράνος οδηγός που είχε ξεκινήσει την καριέρα του από τα φορτηγά του Κόκκινου Στρατού. Ας σημειωθεί ότι την ίδια περίοδο ανάλογες απεργιακές κινητοποιήσεις πραγματοποιήθηκαν από οδηγούς της πολωνικής κοινοπραξίας στην Ελβετία και στην Ιταλία, οι οποίες όμως έσπασαν υπό την πίεση της εργοδοσίας.
Οι απεργοί του Gräfenhausen -που συμπληρώθηκαν με συναδέλφους τους που ήλθαν με τα φορτηγά τους από Ιταλία και Ελβετία όταν οι κινητοποιήσεις τους εκεί κατέρρευσαν, στάθηκαν πιο τυχεροί, καθώς είχαν σημαντική υποστήριξη από τη γερμανική ομοσπονδία συνδικάτων DGB και την ολλανδική FNV. Αυτές τους παρείχαν υλικοτεχνική βοήθεια, δωρεές τροφίμων από άλλους εργαζόμενους, νομική και μεταφραστική υποστήριξη. Βοήθεια σημαντική για απεργούς κάποιοι εκ των οποίων δεν ήξεραν τι σημαίνει απεργία. Πάνω απ’ όλα όμως, ο καθοριστικός παράγοντας που συντέλεσε στη νίκη τους ήταν η εμπιστοσύνη. Το επίπεδο αμοιβαίας εμπιστοσύνης ήταν υψηλό, ακόμη και μεταξύ ανθρώπων που δεν γνωρίζονταν μεταξύ τους πριν από την απεργία. Οι πολιτιστικές, γλωσσικές και πολιτικές διαφορές δεν αποτέλεσαν εμπόδιο στον αγώνα τους.
Παρότι διαφώνησαν αρκετές φορές στη διάρκεια της κινητοποίησής τους, επαναλάμβαναν, σχεδόν τελετουργικά, κάθε φορά, ότι παραμένουν ενωμένοι, μαζί. Ακόμη και μια περιστασιακή χειραψία τους συνοδευόταν σχεδόν πάντα από τη ρωσική λέξη vmeste («μαζί»). Και το εννοούσαν τόσο όταν ο Μαζούρ έστειλε τη δεύτερη εβδομάδα της απεργίας εναντίον τους δεκάδες μπράβους μιας πολωνικής εταιρείας σεκιουριτάδων για να τους αποσπάσει τα φορτηγά με τη βία, όσο και όταν αυτός υποχώρησε.
Οι απεργοί, ενωμένοι σαν μια γροθιά, αντιστάθηκαν στους σεκιουριτάδες της Rutkowski -που είχαν πάει με αλεξίσφαιρα γιλέκα, τεθωρακισμένο όχημα και οχήματα περιπολίας- και κατάφεραν παρά τη βία που δέχθηκαν από αυτούς να κρατήσουν πλην ενός τα φορτηγά έως ότου επέμβει η γερμανική αστυνομία.
Την τελευταία νύχτα, καθώς οι εταιρείες συμφώνησαν να πληρώσουν στο ακέραιο τα 303.363,36 ευρώ που όφειλαν συνολικά και οι παρακρατημένοι μισθοί άρχισαν να εμφανίζονται στους τραπεζικούς λογαριασμούς των οδηγών, μία από τις εταιρείες φάνηκε να υπαναχωρεί απέναντι στους δικούς της εργαζόμενους. Οι υπόλοιποι οδηγοί αποφάσισαν να κοιμηθούν άλλη μια νύχτα στα φορτηγά τους, χωρίς φαγητό, αντί να εγκαταλείψουν τους συντρόφους τους. Είπαν ότι η απεργία ξεκίνησε με βάση τρεις αρχές: «μαζί», «όλοι ή κανείς» και «ώς το τέλος». Και τήρησαν τον λόγο τους.
Μπάμπης Μιχάλης - Πηγή : Εφημερίδα Των Συντακτών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου