Σε ηλικία 87 ετών άφησε την τελευταία του πνοή ο σπουδαίος Κολομβιανός συγγραφέας Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες
Με το έργο του συνέβαλε καθοριστικά στην ανάδειξη της αστείρευτης λογοτεχνίας της Λατινικής Αμερικής αλλά και στην χειραφέτηση ολόκληρης της Ηπείρου, που μετά από αιώνες αποικιοκρατίας βρέθηκε τον 20ο αιώνα κάτω από την κυριαρχία των Ηνωμένων Πολιτειών. Φίλος του Φιντέλ Κάστρο και του Ούγκο Τσάβες, ο «Γκάμπο» βρέθηκε στο πλευρό των κινημάτων ανεξαρτησίας και κοινωνικής δικαιοσύνης της Λατινικής Αμερικής.
Ο νομπελίστας συγγραφέας απεβίωσε την Πέμπτη το βράδυ στο Μεξικό, όπου ζούσε μόνιμα εδώ και δεκαετίες. Τα τελευταία χρόνια ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες έδινε μάχη με τον καρκίνο στους λεμφαδένες, ενώ πρόσφατα νοσηλεύτηκε για μέρες σε νοσοκομείο με πνευμονία.
Ως το σημαντικότερο μυθιστόρημά του αναγνωρίζεται το «Εκατό Χρόνια Μοναξιάς». Αλλά έργα του είναι το «Κακιά Ώρα», το «Φθινόπωρο του Πατριάρχη», το «Χρονικόν ενός προαναγγελθέντος θανάτου», «Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας» κ.α.
Η έκδοση του κορυφαίου μυθιστορήματος του ήταν περιπετειώδης: σύμφωνα με τον μύθο, η δακτυλογράφος που είχε στα χέρια της το μοναδικό χειρόγραφο του «Εκατό Χρόνια Μοναξιάς», έπαθε τροχαίο ατύχημα καθώς πήγαινε στο ταχυδρομείο. Τα χαρτιά είχαν σκορπιστεί στο δρόμο και είχαν βραχεί. Eκείνη τα μάζεψε ένα-ένα, τα πήγε στο σπίτι της και τα σιδέρωσε.
Όταν κατόρθωσε να φτάσει στο ταχυδρομείο, ο υπάλληλος τα ζύγισε και είπε: «Ογδόντα δύο πέσο». Ο Γκαρσία Mάρκες, συγγραφέας του μυθιστορήματος και η γυναίκα του διέθεταν εκείνη τη στιγμή μόνο τα μισά. Aποφάσισαν λοιπόν να στείλουν τα μισά φύλλα εκείνη την ημέρα. Tα υπόλοιπα τα έστειλαν λίγες μέρες αργότερα, αφού προηγουμένως έβαλαν ενέχυρο τη θερμάστρα, το πιστολάκι μαλλιών και το μίξερ του σπιτιού. Καθώς έβγαιναν από το ταχυδρομείο, η Μερσέδες σταμάτησε, κοίταξε τον άντρα της και είπε: «Γκάμπο, για φαντάσου το βιβλίο να είναι χάλια» Το βιβλίο έγινε γνωστό από στόμα σε στόμα και μέσα σε δύο εβδομάδες εξαντλήθηκαν και τα 8.000 αντίτυπα της πρώτης έκδοσης.
Η επίσκεψη στο Αουσβιτς
Υπάρχει μια αίθουσα με τεράστιες γυάλινες προθήκες γεμάτες μέχρι επάνω με ανθρώπινα μαλλιά. Μια αίθουσα γεμάτη παπούτσια, ρούχα, μαντίλια, με αρχικά ονομάτων ραμμένα στο χέρι, βαλίτσες που μετέφεραν οι κρατούμενοι σε εκείνο το παραισθησιογόνο ξενοδοχείο που εξακολου- θούσε να έχει τις πινακίδες από τα ξενοδοχεία για τουρίστες. Υπάρχει επίσης μια προθήκη γεμάτη με παιδικά παπούτσια με φθαρμένα μεταλλικά τακούνια: μικρές λευκές μπότες που φορούσαν στο σχολείο και τα εξαρτήματα από τις μπότες εκείνων που πριν πάνε να πεθάνουν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης είχαν κάνει τον κόπο να επιβιώσουν από βρεφική παράλυση.
Υπάρχει ένας απέραντος χώρος γεμάτος με προσθετικά μέλη, χιλιάδες ζευγάρια γυαλιά, μασέλες, γυάλινα μάτια, ξύλινα πόδια, μάλλινα γάντια που έκρυβαν κομμένα χέρια, όλα τα εργαλεία που εφηύρε ποτέ ο άνθρωπος για να αποκαταστήσει τη δικαιοσύνη στον κόσμο. Αποκόπηκα από τους άλλους και περπάτησα αθόρυ- βα κατά μήκος της αίθουσας. Με έτρωγε μια καταπιεσμένη οργή μέσα μου, γιατί ήθελα να κλάψω". (Από την βιογραφία του που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μικρή Αρκτος)
Η αμηχανία και η λογοκρισία
Δύο από τα βασικά προβλήματά που τον απασχολούσαν, ως αρθρογράφο, ήταν η λογοκρισία και η αναζήτηση του κατάλληλου θέματος. Και τα δύο αυτά σχολιάζει με χιουμοριστικό τρόπο σε ένα άρθρο του με τίτλο «Το προσκύνημα της καμηλοπάρδαλης»:
Η καμηλοπάρδαλη είναι ένα ζώο ευάλωτο στην παραμικρή δημοσιογραφική κίνηση. Από τη στιγμή που συλλαμβάνεται η πρώτη λέξη αυτής της καθημερινής στήλης· εδώ στην Underwood [...] μέχρι τις έξι το πρωί της επόμενης ημέρας η καμηλοπάρδαλη γίνεται ένα θλιμμένο ανυπεράσπιστο ζώο που μπορεί να σπάσει το πόδι της στρίβοντας σε κάποια γωνία. Κατ΄ αρχάς, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι αυτή η δουλειά, να γράφεις δεκατέσσερα εκατοστά ανοησίας κάθε μέρα, δεν είναι εύκολη, όσο ιδιόρρυθμα ανόητος κι αν είναι ο συγγραφέας.
Έπειτα, υπάρχει το θέμα των δύο λογοκριτών. Ο πρώτος, ο οποίος βρίσκεται εδώ μέσα, δίπλα μου, κάθεται ντροπαλά κοντά στον ανεμιστήρα, διατεθειμένος να μην αφήσει την καμηλοπάρδαλη να έχει οποιοδήποτε χρώμα εκτός από εκείνο που φυσικά δημοσίως επιτρέπεται. Έπειτα, υπάρχει ο δεύτερος λογοκριτής για τον οποίο δεν μπορεί να ειπωθεί τίποτα χωρίς τον κίνδυνο ο μακρύς λαιμός της καμηλοπάρδαλης να μειωθεί στο ελάχιστο δυνατό. Τέλος, το ανυπεράσπιστο θηλαστικό φθάνει στον σκοτεινό θάλαμο του λινοτύπη, όπου αυτοί οι πολυσυκοφαντημένοι συνάδελφοι εργάζονται κοπιωδώς νυχθημερόν μετατρέποντας σε μολύβι ό,τι έχει γραφτεί επάνω σε ελαφριά και μηδαμινά φύλλα χαρτιού.
(Από την βιογραφία του που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μικρή Αρκτος)
Η επιστολή που -υποτίθεται ότι- ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες έστειλε στους φίλους του πριν απορυρθεί από τη δημόσια ζωή για λόγους υγείας:
“Αν ο Θεός ξεχνούσε για μια στιγμή ότι είμαι μια μαριονέτα φτιαγμένη από κουρέλια και μου χάριζε ένα κομμάτι ζωή, ίσως δεν θα έλεγα όλα αυτά που σκέφτομαι, αλλά σίγουρα θα σκεφτόμουν όλα αυτά που λέω εδώ.
Θα έδινα αξία στα πράγματα, όχι γι’αυτό που αξίζουν, αλλά γι’αυτό που σημαίνουν.
Θα κοιμόμουν λίγο, θα ονειρευόμουν πιο πολύ, γιατί για κάθε λεπτό που κλείνουμε τα μάτια, χάνουμε εξήντα δευτερόλεπτα φως. Θα συνέχιζα όταν οι άλλοι σταματούσαν, θα ξυπνούσα όταν οι άλλοι κοιμόταν. Θα άκουγα όταν οι άλλοι μιλούσαν και πόσο θα απολάμβανα ένα ωραίο παγωτό σοκολάτα!
Αν ο Θεός μου δώριζε ένα κομμάτι ζωή, θα ντυνόμουν λιτά, θα ξάπλωνα μπρούμυτα στον ήλιο, αφήνοντας ακάλυπτο όχι μόνο το σώμα αλλά και την ψυχή μου.
Θεέ μου, αν μπορούσα, θα έγραφα το μίσος μου πάνω στον πάγο και θα περίμενα να βγει ο ήλιος. Θα ζωγράφιζα μ’ένα όνειρο του Βαν Γκογκ πάνω στα άστρα ένα ποίημα του Μπενεντέτι κι ένα τραγούδι του Σερράτ θα ήταν η σερενάτα που θα χάριζα στη σελήνη. Θα πότιζα με τα δάκρια μου τα τριαντάφυλλα, για να νοιώσω τον πόνο από τ’αγκάθια τους και το κοκκινωπό φιλί των πετάλων τους…
Θεέ μου, αν είχα ένα κομμάτι ζωή… Δεν θα άφηνα να περάσει ούτε μία μέρα χωρίς να πω στους ανθρώπους ότι αγαπώ, ότι τους αγαπώ. Θα έκανα κάθε άνδρα και γυναίκα να πιστέψουν ότι είναι οι αγαπητοί μου και θα ζούσα ερωτευμένος με τον έρωτα.
Στους ανθρώπους θα έδειχνα πόσο λάθος κάνουν να νομίζουν ότι παύουν να ερωτεύονται όταν γερνούν, χωρίς να καταλαβαίνουν ότι γερνούν όταν παύουν να ερωτεύονται! Στο μικρό παιδί θα έδινα φτερά, αλλά θα το άφηνα να μάθει μόνο του να πετάει. Στους γέρους θα έδειχνα ότι το θάνατο δεν τον φέρνουν τα γηρατειά αλλά η λήθη. Έμαθα τόσα πράγματα από σας, τους ανθρώπους… Έμαθα πως όλοι θέλουν να ζήσουν στην κορυφή του βουνού, χωρίς να γνωρίζουν ότι η αληθινή ευτυχία βρίσκεται στον τρόπο που κατεβαίνεις την απόκρημνη πλαγιά. Έμαθα πως όταν το νεογέννητο σφίγγει στη μικρή παλάμη του, για πρώτη φορά, το δάχτυλο του πατέρα του, το αιχμαλωτίζει για πάντα.
Έμαθα πως ο άνθρωπος δικαιούται να κοιτά τον άλλον από ψηλά μόνο όταν πρέπει να τον βοηθήσει να σηκωθεί. Είναι τόσα πολλά τα πράγματα που μπόρεσα να μάθω από σας, αλλά δεν θα χρησιμεύσουν αλήθεια πολύ, γιατί όταν θα με κρατούν κλεισμένο μέσα σ’αυτή τη βαλίτσα, δυστυχώς θα πεθαίνω.
Να λες πάντα αυτό που νιώθεις και να κάνεις πάντα αυτό που σκέφτεσαι. Αν ήξερα ότι σήμερα θα ήταν η τελευταία φορά που θα σ’έβλεπα να κοιμάσαι, θα σ’αγκάλιαζα σφιχτά και θα προσευχόμουν στον Κύριο για να μπορέσω να γίνω ο φύλακας της ψυχής σου. Αν ήξερα ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα σ’έβλεπα να βγαίνεις απ’ την πόρτα, θα σ’αγκάλιαζα και θα σού ‘δινα ένα φιλί και θα σε φώναζα ξανά για να σου δώσω κι άλλα. Αν ήξερα ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα άκουγα τη φωνή σου, θα ηχογραφούσα κάθε σου λέξη για να μπορώ να τις ακούω ξανά και ξανά. Αν ήξερα ότι αυτές θα ήταν οι τελευταίες στιγμές που σ’έβλεπα, θα έλεγα “σ’αγαπώ” και δεν θα υπέθετα, ανόητα, ότι το ξέρεις ήδη.
Υπάρχει πάντα ένα αύριο και η ζωή μας δίνει κι άλλες ευκαιρίες για να κάνουμε τα πράγματα όπως πρέπει, αλλά σε περίπτωση που κάνω λάθος και μας μένει μόνο το σήμερα, θα ΄θελα να σου πω πόσο σ’αγαπώ κι ότι ποτέ δεν θα σε ξεχάσω.
Το αύριο δεν το έχει εξασφαλίσει κανείς, είτε νέος είτε γέρος. Σήμερα μπορεί να είναι η τελευταία φορά που βλέπεις τους ανθρώπους που αγαπάς. Γι’ αυτό μην περιμένεις άλλο, κάν’το σήμερα, γιατί αν το αύριο δεν έρθει ποτέ, θα μετανιώσεις σίγουρα για τη μέρα που δεν βρήκες χρόνο για ένα χαμόγελο, μια αγκαλιά, ένα φιλί και ήσουν πολύ απασχολημένος για να κάνεις πράξη μια τελευταία τους επιθυμία. Κράτα αυτούς που αγαπάς κοντά σου, πες τους ψιθυριστά πόσο πολύ τους χρειάζεσαι, αγάπα τους και φέρσου τους καλά, βρες χρόνο για να τους πεις “συγνώμη”, “συγχώρεσέ με”, “σε παρακαλώ”, “ευχαριστώ” κι όλα τα λόγια αγάπης που ξέρεις.
Κανείς δεν θα σε θυμάται για τις κρυφές σου σκέψεις. Ζήτα απ’ τον Κύριο τη δύναμη και τη σοφία για να τις εκφράσεις. Δείξε στους φίλους σου τι σημαίνουν για σένα.”
Αλλες πηγές υποστηρίζουν ότι η επιστολή, μιμούμενη το ύφος του συγγραφέα, είναι πλαστή. Σύμφωνα με τους σχολιαστές του Tvxs (ευχαριστούμε για την συμβολή) o συγγραφέας φέρεται να έχει δηλώσει… “αν είχα γράψει αυτό το γράμμα όντως θα πέθαινα… αλλά από ντροπή γιατί είναι πολύ γλυκερό”.
H σχέση του με την Κούβα και τον Φιντέλ Κάστρο
Μετά τη νίκη της κουβανέζικης επανάστασης το 1960, ο Μάρκες πήγε στην Αβάνα και εργάστηκε για 6 μήνες στο ειδησεογραφικό δίκτυο Prensa Latina, που είχε ιδρυθεί από την κυβέρνηση της Κούβας με σκοπό να αντιμετωπίσει την αμερικανική προπαγάνδα εναντίον του Φιντέλ Κάστρο, του Τσε Γκεβάρα και της νέας κυβέρνησης. Ο Γκαρσία Μάρκες συνέχισε μέχρι το τέλος της ζωής του να τρέφει μεγάλο θαυμασμό για τον Κουβανό ηγέτη και το κουβανικό καθεστώς.
Πηγή: tvxs
Με το έργο του συνέβαλε καθοριστικά στην ανάδειξη της αστείρευτης λογοτεχνίας της Λατινικής Αμερικής αλλά και στην χειραφέτηση ολόκληρης της Ηπείρου, που μετά από αιώνες αποικιοκρατίας βρέθηκε τον 20ο αιώνα κάτω από την κυριαρχία των Ηνωμένων Πολιτειών. Φίλος του Φιντέλ Κάστρο και του Ούγκο Τσάβες, ο «Γκάμπο» βρέθηκε στο πλευρό των κινημάτων ανεξαρτησίας και κοινωνικής δικαιοσύνης της Λατινικής Αμερικής.
Ο νομπελίστας συγγραφέας απεβίωσε την Πέμπτη το βράδυ στο Μεξικό, όπου ζούσε μόνιμα εδώ και δεκαετίες. Τα τελευταία χρόνια ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες έδινε μάχη με τον καρκίνο στους λεμφαδένες, ενώ πρόσφατα νοσηλεύτηκε για μέρες σε νοσοκομείο με πνευμονία.
Ως το σημαντικότερο μυθιστόρημά του αναγνωρίζεται το «Εκατό Χρόνια Μοναξιάς». Αλλά έργα του είναι το «Κακιά Ώρα», το «Φθινόπωρο του Πατριάρχη», το «Χρονικόν ενός προαναγγελθέντος θανάτου», «Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας» κ.α.
Η έκδοση του κορυφαίου μυθιστορήματος του ήταν περιπετειώδης: σύμφωνα με τον μύθο, η δακτυλογράφος που είχε στα χέρια της το μοναδικό χειρόγραφο του «Εκατό Χρόνια Μοναξιάς», έπαθε τροχαίο ατύχημα καθώς πήγαινε στο ταχυδρομείο. Τα χαρτιά είχαν σκορπιστεί στο δρόμο και είχαν βραχεί. Eκείνη τα μάζεψε ένα-ένα, τα πήγε στο σπίτι της και τα σιδέρωσε.
Όταν κατόρθωσε να φτάσει στο ταχυδρομείο, ο υπάλληλος τα ζύγισε και είπε: «Ογδόντα δύο πέσο». Ο Γκαρσία Mάρκες, συγγραφέας του μυθιστορήματος και η γυναίκα του διέθεταν εκείνη τη στιγμή μόνο τα μισά. Aποφάσισαν λοιπόν να στείλουν τα μισά φύλλα εκείνη την ημέρα. Tα υπόλοιπα τα έστειλαν λίγες μέρες αργότερα, αφού προηγουμένως έβαλαν ενέχυρο τη θερμάστρα, το πιστολάκι μαλλιών και το μίξερ του σπιτιού. Καθώς έβγαιναν από το ταχυδρομείο, η Μερσέδες σταμάτησε, κοίταξε τον άντρα της και είπε: «Γκάμπο, για φαντάσου το βιβλίο να είναι χάλια» Το βιβλίο έγινε γνωστό από στόμα σε στόμα και μέσα σε δύο εβδομάδες εξαντλήθηκαν και τα 8.000 αντίτυπα της πρώτης έκδοσης.
Η επίσκεψη στο Αουσβιτς
Υπάρχει μια αίθουσα με τεράστιες γυάλινες προθήκες γεμάτες μέχρι επάνω με ανθρώπινα μαλλιά. Μια αίθουσα γεμάτη παπούτσια, ρούχα, μαντίλια, με αρχικά ονομάτων ραμμένα στο χέρι, βαλίτσες που μετέφεραν οι κρατούμενοι σε εκείνο το παραισθησιογόνο ξενοδοχείο που εξακολου- θούσε να έχει τις πινακίδες από τα ξενοδοχεία για τουρίστες. Υπάρχει επίσης μια προθήκη γεμάτη με παιδικά παπούτσια με φθαρμένα μεταλλικά τακούνια: μικρές λευκές μπότες που φορούσαν στο σχολείο και τα εξαρτήματα από τις μπότες εκείνων που πριν πάνε να πεθάνουν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης είχαν κάνει τον κόπο να επιβιώσουν από βρεφική παράλυση.
Υπάρχει ένας απέραντος χώρος γεμάτος με προσθετικά μέλη, χιλιάδες ζευγάρια γυαλιά, μασέλες, γυάλινα μάτια, ξύλινα πόδια, μάλλινα γάντια που έκρυβαν κομμένα χέρια, όλα τα εργαλεία που εφηύρε ποτέ ο άνθρωπος για να αποκαταστήσει τη δικαιοσύνη στον κόσμο. Αποκόπηκα από τους άλλους και περπάτησα αθόρυ- βα κατά μήκος της αίθουσας. Με έτρωγε μια καταπιεσμένη οργή μέσα μου, γιατί ήθελα να κλάψω". (Από την βιογραφία του που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μικρή Αρκτος)
Η αμηχανία και η λογοκρισία
Δύο από τα βασικά προβλήματά που τον απασχολούσαν, ως αρθρογράφο, ήταν η λογοκρισία και η αναζήτηση του κατάλληλου θέματος. Και τα δύο αυτά σχολιάζει με χιουμοριστικό τρόπο σε ένα άρθρο του με τίτλο «Το προσκύνημα της καμηλοπάρδαλης»:
Η καμηλοπάρδαλη είναι ένα ζώο ευάλωτο στην παραμικρή δημοσιογραφική κίνηση. Από τη στιγμή που συλλαμβάνεται η πρώτη λέξη αυτής της καθημερινής στήλης· εδώ στην Underwood [...] μέχρι τις έξι το πρωί της επόμενης ημέρας η καμηλοπάρδαλη γίνεται ένα θλιμμένο ανυπεράσπιστο ζώο που μπορεί να σπάσει το πόδι της στρίβοντας σε κάποια γωνία. Κατ΄ αρχάς, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι αυτή η δουλειά, να γράφεις δεκατέσσερα εκατοστά ανοησίας κάθε μέρα, δεν είναι εύκολη, όσο ιδιόρρυθμα ανόητος κι αν είναι ο συγγραφέας.
Έπειτα, υπάρχει το θέμα των δύο λογοκριτών. Ο πρώτος, ο οποίος βρίσκεται εδώ μέσα, δίπλα μου, κάθεται ντροπαλά κοντά στον ανεμιστήρα, διατεθειμένος να μην αφήσει την καμηλοπάρδαλη να έχει οποιοδήποτε χρώμα εκτός από εκείνο που φυσικά δημοσίως επιτρέπεται. Έπειτα, υπάρχει ο δεύτερος λογοκριτής για τον οποίο δεν μπορεί να ειπωθεί τίποτα χωρίς τον κίνδυνο ο μακρύς λαιμός της καμηλοπάρδαλης να μειωθεί στο ελάχιστο δυνατό. Τέλος, το ανυπεράσπιστο θηλαστικό φθάνει στον σκοτεινό θάλαμο του λινοτύπη, όπου αυτοί οι πολυσυκοφαντημένοι συνάδελφοι εργάζονται κοπιωδώς νυχθημερόν μετατρέποντας σε μολύβι ό,τι έχει γραφτεί επάνω σε ελαφριά και μηδαμινά φύλλα χαρτιού.
(Από την βιογραφία του που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μικρή Αρκτος)
Η επιστολή που -υποτίθεται ότι- ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες έστειλε στους φίλους του πριν απορυρθεί από τη δημόσια ζωή για λόγους υγείας:
“Αν ο Θεός ξεχνούσε για μια στιγμή ότι είμαι μια μαριονέτα φτιαγμένη από κουρέλια και μου χάριζε ένα κομμάτι ζωή, ίσως δεν θα έλεγα όλα αυτά που σκέφτομαι, αλλά σίγουρα θα σκεφτόμουν όλα αυτά που λέω εδώ.
Θα έδινα αξία στα πράγματα, όχι γι’αυτό που αξίζουν, αλλά γι’αυτό που σημαίνουν.
Θα κοιμόμουν λίγο, θα ονειρευόμουν πιο πολύ, γιατί για κάθε λεπτό που κλείνουμε τα μάτια, χάνουμε εξήντα δευτερόλεπτα φως. Θα συνέχιζα όταν οι άλλοι σταματούσαν, θα ξυπνούσα όταν οι άλλοι κοιμόταν. Θα άκουγα όταν οι άλλοι μιλούσαν και πόσο θα απολάμβανα ένα ωραίο παγωτό σοκολάτα!
Αν ο Θεός μου δώριζε ένα κομμάτι ζωή, θα ντυνόμουν λιτά, θα ξάπλωνα μπρούμυτα στον ήλιο, αφήνοντας ακάλυπτο όχι μόνο το σώμα αλλά και την ψυχή μου.
Θεέ μου, αν μπορούσα, θα έγραφα το μίσος μου πάνω στον πάγο και θα περίμενα να βγει ο ήλιος. Θα ζωγράφιζα μ’ένα όνειρο του Βαν Γκογκ πάνω στα άστρα ένα ποίημα του Μπενεντέτι κι ένα τραγούδι του Σερράτ θα ήταν η σερενάτα που θα χάριζα στη σελήνη. Θα πότιζα με τα δάκρια μου τα τριαντάφυλλα, για να νοιώσω τον πόνο από τ’αγκάθια τους και το κοκκινωπό φιλί των πετάλων τους…
Θεέ μου, αν είχα ένα κομμάτι ζωή… Δεν θα άφηνα να περάσει ούτε μία μέρα χωρίς να πω στους ανθρώπους ότι αγαπώ, ότι τους αγαπώ. Θα έκανα κάθε άνδρα και γυναίκα να πιστέψουν ότι είναι οι αγαπητοί μου και θα ζούσα ερωτευμένος με τον έρωτα.
Στους ανθρώπους θα έδειχνα πόσο λάθος κάνουν να νομίζουν ότι παύουν να ερωτεύονται όταν γερνούν, χωρίς να καταλαβαίνουν ότι γερνούν όταν παύουν να ερωτεύονται! Στο μικρό παιδί θα έδινα φτερά, αλλά θα το άφηνα να μάθει μόνο του να πετάει. Στους γέρους θα έδειχνα ότι το θάνατο δεν τον φέρνουν τα γηρατειά αλλά η λήθη. Έμαθα τόσα πράγματα από σας, τους ανθρώπους… Έμαθα πως όλοι θέλουν να ζήσουν στην κορυφή του βουνού, χωρίς να γνωρίζουν ότι η αληθινή ευτυχία βρίσκεται στον τρόπο που κατεβαίνεις την απόκρημνη πλαγιά. Έμαθα πως όταν το νεογέννητο σφίγγει στη μικρή παλάμη του, για πρώτη φορά, το δάχτυλο του πατέρα του, το αιχμαλωτίζει για πάντα.
Έμαθα πως ο άνθρωπος δικαιούται να κοιτά τον άλλον από ψηλά μόνο όταν πρέπει να τον βοηθήσει να σηκωθεί. Είναι τόσα πολλά τα πράγματα που μπόρεσα να μάθω από σας, αλλά δεν θα χρησιμεύσουν αλήθεια πολύ, γιατί όταν θα με κρατούν κλεισμένο μέσα σ’αυτή τη βαλίτσα, δυστυχώς θα πεθαίνω.
Να λες πάντα αυτό που νιώθεις και να κάνεις πάντα αυτό που σκέφτεσαι. Αν ήξερα ότι σήμερα θα ήταν η τελευταία φορά που θα σ’έβλεπα να κοιμάσαι, θα σ’αγκάλιαζα σφιχτά και θα προσευχόμουν στον Κύριο για να μπορέσω να γίνω ο φύλακας της ψυχής σου. Αν ήξερα ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα σ’έβλεπα να βγαίνεις απ’ την πόρτα, θα σ’αγκάλιαζα και θα σού ‘δινα ένα φιλί και θα σε φώναζα ξανά για να σου δώσω κι άλλα. Αν ήξερα ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα άκουγα τη φωνή σου, θα ηχογραφούσα κάθε σου λέξη για να μπορώ να τις ακούω ξανά και ξανά. Αν ήξερα ότι αυτές θα ήταν οι τελευταίες στιγμές που σ’έβλεπα, θα έλεγα “σ’αγαπώ” και δεν θα υπέθετα, ανόητα, ότι το ξέρεις ήδη.
Υπάρχει πάντα ένα αύριο και η ζωή μας δίνει κι άλλες ευκαιρίες για να κάνουμε τα πράγματα όπως πρέπει, αλλά σε περίπτωση που κάνω λάθος και μας μένει μόνο το σήμερα, θα ΄θελα να σου πω πόσο σ’αγαπώ κι ότι ποτέ δεν θα σε ξεχάσω.
Το αύριο δεν το έχει εξασφαλίσει κανείς, είτε νέος είτε γέρος. Σήμερα μπορεί να είναι η τελευταία φορά που βλέπεις τους ανθρώπους που αγαπάς. Γι’ αυτό μην περιμένεις άλλο, κάν’το σήμερα, γιατί αν το αύριο δεν έρθει ποτέ, θα μετανιώσεις σίγουρα για τη μέρα που δεν βρήκες χρόνο για ένα χαμόγελο, μια αγκαλιά, ένα φιλί και ήσουν πολύ απασχολημένος για να κάνεις πράξη μια τελευταία τους επιθυμία. Κράτα αυτούς που αγαπάς κοντά σου, πες τους ψιθυριστά πόσο πολύ τους χρειάζεσαι, αγάπα τους και φέρσου τους καλά, βρες χρόνο για να τους πεις “συγνώμη”, “συγχώρεσέ με”, “σε παρακαλώ”, “ευχαριστώ” κι όλα τα λόγια αγάπης που ξέρεις.
Κανείς δεν θα σε θυμάται για τις κρυφές σου σκέψεις. Ζήτα απ’ τον Κύριο τη δύναμη και τη σοφία για να τις εκφράσεις. Δείξε στους φίλους σου τι σημαίνουν για σένα.”
Αλλες πηγές υποστηρίζουν ότι η επιστολή, μιμούμενη το ύφος του συγγραφέα, είναι πλαστή. Σύμφωνα με τους σχολιαστές του Tvxs (ευχαριστούμε για την συμβολή) o συγγραφέας φέρεται να έχει δηλώσει… “αν είχα γράψει αυτό το γράμμα όντως θα πέθαινα… αλλά από ντροπή γιατί είναι πολύ γλυκερό”.
H σχέση του με την Κούβα και τον Φιντέλ Κάστρο
Μετά τη νίκη της κουβανέζικης επανάστασης το 1960, ο Μάρκες πήγε στην Αβάνα και εργάστηκε για 6 μήνες στο ειδησεογραφικό δίκτυο Prensa Latina, που είχε ιδρυθεί από την κυβέρνηση της Κούβας με σκοπό να αντιμετωπίσει την αμερικανική προπαγάνδα εναντίον του Φιντέλ Κάστρο, του Τσε Γκεβάρα και της νέας κυβέρνησης. Ο Γκαρσία Μάρκες συνέχισε μέχρι το τέλος της ζωής του να τρέφει μεγάλο θαυμασμό για τον Κουβανό ηγέτη και το κουβανικό καθεστώς.
Πηγή: tvxs
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου