ΠΑΝΘΗΡΑΣ * 29

* Ιστοσελίδα Ενημέρωσης Της Μαχόμενης Αριστεράς Για Τον ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ * Για επικοινωνία : thanasis.ane@gmail.com * Οι δημοσιεύσεις δεν εκφράζουν και τις απόψεις της ιστοσελίδας * Αριστερά και Ενιαίο Μέτωπο Ενάντια στην Βαρβαρότητα*

Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2025

Απόφαση Της ΠΓ Της ΛΑΕ – ΑΑ Για Το Έγκλημα Των Τεμπών Και Τις Επιπτώσεις Στην Πολιτική Σκηνή

                                                                https://www.laiki-enotita.gr/wp-content/uploads/2025/02/temph.jpg

 

 

Δύο σχεδόν χρόνια μετά, η υπόθεση των Τεμπών επανήλθε εκρηκτικά στην επικαιρότητα, προκαλώντας τους σοβαρότερους τριγμούς στην κυβέρνηση της ΝΔ από την εκλογή της. Ρόλο καταλύτη έπαιξαν οι τεράστιες λαϊκές συγκεντρώσεις που πραγματοποιήθηκαν την Κυριακή 26/1 στην Αθήνα και δεκάδες πόλεις της Ελλάδας, αλλά και σε πολλές πόλεις του εξωτερικού. Επέδρασαν στο πολιτικό σκηνικό, εξαναγκάζοντας την κυβέρνηση και προσωπικά το Μητσοτάκη σε υποχωρήσεις και παραδοχές, που τους προκαλούν σημαντική φθορά. Η επίδραση των λαϊκών κινητοποιήσεων, υπό το φόντο των αποκαλύψεων για την πολλαπλή συγκάλυψη έχει μάλιστα κλονίσει ακόμη και τη μπετόν – αρμέ φιλοκυβερνητική και προστατευτική για την κυβέρνηση στάση των ΜΜΕ, εξαναγκάζοντας τα μεγάλα μιντιακά συγκροτήματα να καλύπτουν το ζήτημα των Τεμπών και να αναδεικνύουν, έστω και περιορισμένα, ή αποπροσανατολιστικά, τα αναπάντητα ερωτήματα και τις ευθύνες της κυβερνητικής διαχείρισης.

Είναι πλέον αναμφισβήτητο ότι, με κεντρικές αποφάσεις από τα ανώτατα κλιμάκια της κυβερνητικής ιεραρχίας, από την πρώτη ώρα της σύγκρουσης, επιχειρήθηκε η πολλαπλή συγκάλυψη των ευθυνών και αιτίων αυτού του δυστυχήματος. Προσωπικά ο ίδιος ο Μητσοτάκης λίγο μετά τη σύγκρουση ανέλαβε να κλείσει κάθε ζήτημα αναφορικά με τη σχέση του φορτίου της εμπορικής αμαξοστοιχίας με τους θανάτους, κατονομάζοντας κάθε τέτοιο ερώτημα ως «θεωρία συνομωσίας». Το ότι ανέλαβε τη συγκάλυψη ο ίδιος ο πρωθυπουργός, παρότι ήταν κίνηση μεγάλου πολιτικού ρίσκου, ίσως να αναδεικνύει, εάν βγουν ποτέ τα δεδομένα στην επιφάνεια, την προστασία πολύ ισχυρών επιχειρηματικών συμφερόντων, σημαντικών για την εξουσία του συστήματος Μητσοτάκη. Σίγουρα, πάντως, αναδεικνύει το θράσος και την ασυδοσία της κυβέρνησης, που διαχειρίστηκαν ακόμη και ένα τέτοιο έγκλημα με το να βάζουν τον ίδιο τον Πρωθυπουργό να ψεύδεται ασύστολα και πολλαπλά. Αυτή τη δυνατότητα την έχουν μόνο καθεστώτα που γνωρίζουν ότι ελέγχουν απολύτως τόσο τον τύπο, όσο και -κυρίως- τον δικαστικό μηχανισμό. Αυτό είναι το κύριο χαρακτηριστικό της διαχείρισης της κυβέρνησης Μητσοτάκη και στην υπόθεση των Τεμπών, αλλά και στις υποκλοπές και όλα τα μεγάλα ανοιχτά θέματα. Η διαχείριση αυτή ήταν κρίσιμος παράγοντας για την δυνατότητα της ΝΔ να επανεκλεγεί σαρωτικά πολύ λίγο αργότερα και να κρατήσει το θέμα παγωμένο και εκτός επικαιρότητας για δύο χρόνια. Είναι ακριβώς αυτή η ομερτά που κατάφερε να διαρρήξει η μεγάλη εμφάνιση του λαϊκού παράγοντα την Κυριακή 26/1.

Τα μεγέθη των συγκεντρώσεων που έλαβαν χώρα την Κυριακή 26/1 είναι συγκρίσιμα, ίσως και μεγαλύτερα από τις μεγάλες λαϊκές κινητοποιήσεις της οξυμμένης περιόδου του αντιμνημονιακού κινήματος 2011-2012, ιδιαίτερα λαμβάνοντας υπόψη την πανελλαδική εμβέλεια και διασπορά τους. Η συγκέντρωση της Αθήνας είναι συγκρίσιμη σε κλίμακα με την απεργιακή συγκέντρωση της 12/2/2012 και την συγκέντρωση του ΟΧΙ τον Ιούλιο του 2015, που ήταν πιθανότατα οι μεγαλύτερες διαδηλώσεις μετά τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης.

Στην κοινωνική σύνθεση των κοινωνικών στρωμάτων που κινητοποιήθηκαν εκπροσωπούνται δυσανάλογα στρώματα που απέχουν ή δεν συμμετέχουν μαζικά στους κοινωνικούς αγώνες που σημειώθηκαν τα προηγούμενα χρόνια. Μεγαλύτερες ηλικίες, εργαζόμενοι άνω των 40, γονείς, αλλά και συνταξιούχοι, εργατικός πληθυσμός, νέοι που δεν εντάσσονται στην ανώτερη ή πανεπιστημιακή εκπαίδευση, εργατική νεολαία, είχαν αυξημένη, σε σχέση με τη συνήθη, συμμετοχή στις κινητοποιήσεις της Κυριακής 26/1 πανελλαδικά, και μικρότερη, αναλογικά με τη δυναμική και τις δυνατότητες των στρωμάτων αυτών, ήταν η συμμετοχή νεότερων ηλικιών, φοιτητών, μορφωμένης νεολαίας. Πρόκειται για μια αντιστροφή της πραγματικότητας των κινητοποιήσεων μέχρι σήμερα, αφού ως επί το πλείστον οι αξιόλογες κοινωνικές κινητοποιήσεις που αντιπαρατέθηκαν στην κυβέρνηση Μητσοτάκη στηρίχθηκαν κυρίως στη νεολαία και ιδιαίτερα τη φοιτητική νεολαία, τους μαθητές, και νέους-ες της μορφωμένης μικροαστικής διανόησης.

Η εμφάνιση στο δρόμο ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων αναδεικνύει το εύρος της κοινωνικής απήχησης που έχει η υπόθεση των Τεμπών, που καταφέρνει να συσπειρώνει και να κινητοποιεί στρώματα που έχουν ουσιαστικά αποσυρθεί από την πολιτική σκηνή, απογοητευθεί και εν πολλοίς αποσυρθεί από την πολιτική πάλη και ιδιωτεύσει, ιδιαίτερα μετά την μνημονιακή στροφή του ΣΥΡΙΖΑ και την ήττα του αντιμνημονιακού κινήματος. Ακόμη, όμως, και στρώματα που στήριξαν εκλογικά την κυβέρνηση, δηλ. αυτά που μετακινήθηκαν προς τα δεξιά την τελευταία δεκαετία, εκτός του σκληρού πυρήνα των κρατικών μηχανισμών και του ιστορικού μπλοκ αναφοράς της ΝΔ. Τα στρώματα αυτά ενώνει μια κοινή παραδοχή ότι στην Ελλάδα σήμερα δεν λειτουργούν στοιχειώδεις για τον πληθυσμό υπηρεσίες και δομές (συγκοινωνίες, υγεία, πρόνοια, ασφάλιση) ενώ τη μερίδα του λέοντος από το success story της κυβέρνησης παίρνουν συγκεκριμένα ισχυρά επιχειρηματικά συμφέροντα. Η αίσθηση ότι στη θέση των παιδιών θα μπορούσε να είναι ο οποιοσδήποτε πολίτης, λειτουργεί καταλυτικά.

Αυτή η «επανεμφάνιση» κοινωνικών στρωμάτων που εντάσσονται στα ηττημένα εργατικά και μικροαστικά στρώματα είναι που άσκησε τη μεγαλύτερη κοινωνική και πολιτική πίεση στην κυβέρνηση Μητσοτάκη, επειδή υπενθύμισε την πιθανότητα να βγουν από το πολιτικό περιθώριο κοινωνικές δυνάμεις, στην απογοήτευση ή και την εκλογική αποχή των οποίων η ΝΔ στηρίζει την εκλογική και πολιτική της κυριαρχία στην πολιτική σκηνή. Στρώματα, των οποίων η εκλογική μετακίνηση στο παρελθόν κλόνισε τη μεταπολιτευτική ισορροπία της ελληνικής πολιτικής σκηνής, διέρρηξε οργανικές εκπροσωπήσεις κομμάτων εξουσίας και οδήγησε στη μεγάλη πολιτική αστάθεια του 2015. Προφανώς, με μόνη την εμφάνιση πίσω από το αίτημα για δικαιοσύνη στην υπόθεση των Τεμπών μια φορά στις 26/1, δεν μπορεί να βγει το συμπέρασμα κάποιας πολιτικής και κοινωνικής ρωγμής ή ανατροπής, ούτε ότι τα στρώματα αυτά αιφνιδίως πολιτικοποιήθηκαν και θα βγουν από το περιθώριο της απογοήτευσης στο εξής. Αντιθέτως, φαίνεται ότι δεν είναι απλό να σταθεροποιηθεί μια συνέχεια των κινητοποιήσεων με τέτοια κοινωνική συμμετοχή, ενώ επιπλέον, μπορεί το μέγεθος των συγκεντρώσεων να θύμιζε ή και να υπερέβαινε τις μεγάλες αντιμνημονιακές λαϊκές εκδηλώσεις, αλλά δεν ήταν συγκρίσιμο το πολιτικό και κοινωνικό κλίμα και φορτίο των κινητοποιήσεων αυτών, που ήταν γεμάτες ένταση, ριζοσπαστικά αιτήματα και συγκρουσιακές πρακτικές, αντανακλώντας ένα διεκδικητικό κίνημα σε άνοδο, πολιτικά επικίνδυνο και απρόβλεπτο. Οι τωρινές κινητοποιήσεις, παρότι ιδιαίτερα μαζικές, δεν έχουν τέτοια χαρακτηριστικά, απέχουν από το ριζοσπαστικό χαρακτήρα, εκφράζοντας την ήττα που έχουν υποστεί αυτά τα κοινωνικά στρώματα τα προηγούμενα χρόνια, και την απογοήτευση της κοινωνίας σε σχέση με τη δυνατότητά της να αποσπά πολιτικές νίκες.

Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των κινητοποιήσεων αυτών, ότι δηλαδή η ευρύτητά τους ήταν προϊόν ενός συσσωρευμένου, αυθόρμητου αντανακλαστικού, και δεν οργανώθηκε από οργανωμένους συλλογικούς φορείς, κόμματα, ή συνδικάτα, τα οποία είναι εν πολλοίς απαξιωμένα ακόμη στα μάτια των κοινωνικών αυτών ομάδων, είναι και η αδυναμία τους. Γιατί είναι αυτός ο χαρακτήρας που καθιστά αυτές τις μεγάλες εμφανίσεις του λαϊκού παράγοντα περιστασιακές και ευεπίφορες σε πιέσεις, ερμηνείες από ιδεολογικούς μηχανισμούς, ΜΜΕ, την κυβέρνηση και οργανικούς «διανοούμενους» του κράτους, χωρίς πολιτικό προσανατολισμό. Φυσικά, το στοιχείο του αυθόρμητου πάντα είναι παρόν στις μεγάλες κοινωνικές κινητοποιήσεις. Όμως, ήταν πολύ μεγαλύτερος ο πολιτικός ρόλος και η βαρύτητα που έπαιζαν τα κόμματα της αριστεράς και τα συνδικάτα στην οργάνωση, το χαρακτήρα και το πολιτικό πλαίσιο των κινητοποιήσεων.

Οι αιτίες που εξηγούν αυτού του βεληνεκούς την κοινωνική κινητοποίηση είναι πολλαπλές. Το έγκλημα των Τεμπών, με τις μεγάλες συγκεντρώσεις που είχαν γίνει αμέσως μετά το δυστύχημα, συνδέθηκε και επανανοηματοδότησε κοινωνικές κινητοποιήσεις που ξέσπασαν κατά καιρούς για το ζήτημα της υγείας και της διάλυσης του ΕΣΥ, την πολιτική προστασία και την ύπαρξη ακόμη και νεκρών από πυρκαγιές και πλημμύρες, την ευρύτερη διάλυση στις συγκοινωνίες κ.ά.. Ταυτόχρονα, η μαζική εμφάνιση του λαϊκού παράγοντα στις 26/1 εκφράζει την δυσαρέσκεια απέναντι στις ευρύτερες επιπτώσεις της πολιτικής της ΝΔ, τις οποίες τα λαϊκά στρώματα νιώθουν καθημερινά στο πετσί τους: ακρίβεια, στεγαστική κρίση, διάλυση κάθε πλευράς του κράτους πρόνοιας (δημόσια υγεία, παιδεία κ.α.), πλήρης σύμπλευση με τις αμερικανονατοϊκές επιλογές. Η λαϊκή οργή για το έγκλημα στα Τέμπη, μπόρεσε να λειτουργήσει ως πυκνωτής για την έκφραση στο δρόμο της ευρύτερης λαϊκής δυσαρέσκειας για την οικονομική και κοινωνική πολιτική της κυβέρνησης, η οποία παράγει εδώ και αρκετό καιρό κοινωνικό-πολιτική, αλλά και εκλογική φθορά στην κυβέρνηση της ΝΔ, αλλά δεν είχε βρει αφορμή, τρόπο και μορφή έκφρασης.

Όμως, κρίσιμο ρόλο παίζει η κυβερνητική συγκάλυψη, που ήταν τέτοια σε έκταση, ώστε ήταν αδύνατο να κρυφτεί. Το στοιχείο αυτό της κυβερνητικής διαχείρισης έπαιξε κρίσιμο ρόλο για τη συσπείρωση και έκφραση στο δρόμο λαϊκής δυσαρέσκειας, και τον εξαναγκασμό της κυβέρνησης να τροποποιήσει την προσέγγισή της. Η ΝΔ ακολούθησε από την αρχή του δυστυχήματος μια επιθετική προσέγγιση, χωρίς κανένα περιθώριο υποχώρησης για την εκτόνωση της λαϊκής δυσαρέσκειας. Τα κομματικά κέντρα στην κυβέρνηση είχαν την πεποίθηση ότι μπορούν να αντιμετωπίσουν το ζήτημα αυτό με ακραία αλαζονεία, αποφασιστικότητα και επιθετικότητα, πεποίθηση που εξηγεί και τις μετέπειτα δηλώσεις κυβερνητικών στελεχών, μετά τη νέα σαρωτική εκλογή της ΝΔ, όπου φάνηκε ότι σε πρώτη φάση κατάφερε να ανακάμψει αμέσως από την όποια πρόσκαιρη φθορά της είχαν προκαλέσει τα Τέμπη. Έτσι, μέχρι και την Κυριακή 26/1 η κυβερνητική γραμμή για τα Τέμπη ήταν ότι πρόκειται για ένα θέμα που δεν προκαλεί πραγματική πολιτική πίεση στην κυβέρνηση, ενώ όλος ο κομματικός μηχανισμός ακολουθούσε μια τακτική στιγματισμού των συγγενών και των διεκδικήσεών τους ή αποκαλύψεών τους για την υπόθεση ως πολιτικά υποκινούμενων.

Στις κινητοποιήσεις για τα Τέμπη εκφράζεται μια συσσωρευμένη δυσαρέσκεια για τη διαχείριση του κρατικού μηχανισμού από την κυβέρνηση. Από την αρχή της εκλογής της, η ΝΔ προχώρησε σε εκτεταμένες παρεμβάσεις στον κρατικό μηχανισμό, που σκοπό είχαν α) την κατάλυση δημοκρατικών δικαιωμάτων και την αναίρεση των δικλείδων και αντιφάσεων εκείνων που καθιστούν, διαχρονικά στη μεταπολίτευση, τον κρατικό μηχανισμό ευεπίφορο σε κοινωνικές πιέσεις και στην πρόκληση πολιτικής αστάθειας, ανατροπών μεταρρυθμίσεων ή ακόμη και κυβερνήσεων (περιορισμός συνδικαλιστικών δικαιωμάτων, περιορισμός δικαιωμάτων στη διαδήλωση, την απεργία, επίθεση στη νεολαία, το πανεπιστήμιο, αυστηροποίηση ποινών και ποινική περικύκλωση κινηματικών πρακτικών κ.ά.). β) Την διεύρυνση της απόλυτης κυριαρχίας της ΝΔ στον κρατικό μηχανισμό, ώστε να εξασφαλιστεί ότι θα βρίσκεται μακροπρόθεσμα στον πυρήνα των κυβερνητικών σχηματισμών και της κρατικής εξουσίας, αλλά και ότι ο κρατικός μηχανισμός και ιδίως οι μηχανισμοί καταστολής, παρακολούθησης, και το λεγόμενο «βαθύ κράτος» θα μπορεί να «αντιδρά» σε περιόδους κρίσεων και πολιτικής αστάθειας, αποτρέποντας εξελίξεις όπως την περίοδο 2010-2015 που οδήγησε στην αποσταθεροποίηση και πολιτική αμφισβήτηση κεντρικών αξόνων της αστικής και ιμπεριαλιστικής στρατηγικής όπως το ευρώ και η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Ακόμη πιο στενά, μέσα από τον εκτεταμένο εναγκαλισμό του κρατικού μηχανισμού, το σύστημα και ο κύκλος Μητσοτάκη επιδιώκει αφενός τη μακροπρόθεσμη σταθεροποίησή του στο επίκεντρο του συστήματος εξουσίας, και αφετέρου να διατηρήσει τη θέση του ως σημείου εξισορρόπησης και διαχείρισης επιμέρους αντιφατικών οικονομικών, επιχειρηματικών συμφερόντων.

Για να επιτύχει αυτούς τους στόχους το σύστημα Μητσοτάκη χρησιμοποίησε σειρά όπλων, όπως η οικοδόμηση σχέσεων με τις μερίδες της ολιγαρχίας, αλλά και του μιντιακού συστήματος, μέσω της διανομής κονδυλίων και ιδιαίτερα του Ταμείου Ανάκαμψης, αλλά και η νομοθέτηση προς όφελός τους, μέσω της εκμηδένισης του εργατικού κόστους, της κατάργησης εμποδίων όπως οι συλλογικές συμβάσεις ή η συνδικαλιστικά δικαιώματα, της άρσης προστατευτικών ρυθμίσεων για το περιβάλλον κ.ά. Αλλά δεν αρκέστηκε εκεί. Ταυτόχρονα, έχει στήσει ένα παρακρατικό δίκτυο παρακολούθησης και ελέγχου, ένα δίκτυο υποκλοπών που βρίσκεται ακόμη σε πλήρη λειτουργία, μετατρέποντας τις υπηρεσίες ασφαλείας (ΕΥΠ) σε παράρτημα του πρωθυπουργικού κύκλου και με άμεσες προσβάσεις και έλεγχο των κινήσεων των πιο υψηλών βαθμίδων του κρατικού και δικαστικού μηχανισμού. Σε συνδυασμό με το διαχρονικό (και σίγουρα πλέον ενισχυμένο) έλεγχο της ΝΔ στον κατασταλτικό μηχανισμό και την αστυνομία, γίνεται κατανοητό ότι αυτή τη στιγμή η δυνατότητα της κυβέρνησης Μητσοτάκη να κινητοποιεί ή να αδρανοποιεί κατά το δοκούν τον κρατικό και δικαστικό μηχανισμό είναι τεράστια.

Αυτή η υπερσυγκέντρωση οικονομικής και πολιτικής ισχύος από ένα σκιώδες κυβερνητικό κέντρο που δεν λογοδοτεί πουθενά υποκρύπτεται πίσω από τις αιτιάσεις για «συγκάλυψη» που ενοποιούν τις λαϊκές κινητοποιήσεις για την υπόθεση των Τεμπών. Εκφράζεται συνολικά η κριτική ευρύτατων τμημάτων της κοινωνίας, που μέχρι πρότινος εκφράζονταν εκλογικά από το κέντρο ή πιο κεντροαριστερές δυνάμεις, επιδιώκοντας μια πιο διαφανή και πιο δημοκρατική ή εξισορροπημένη διαχείριση του κρατικού μηχανισμού.

Υπό αυτό το πρίσμα, οι μεγάλες κινητοποιήσεις για τα Τέμπη, αποτελούν ίσως την πρώτη μεγάλη κοινωνική αντίδραση και εμφάνιση του λαϊκού παράγοντα που εναντιώνεται στον τρόπο που εξελίσσεται και διαμορφώνεται σήμερα το πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα, επιταχυνόμενα μετά το 2019 και την άνοδο της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Δηλαδή, στην διάλυση και τον κατακερματισμό κάθε αντιπολιτευτικού παράγοντα και την αντικατάσταση του πάλαι ποτέ κραταιού «δικομματισμού» ως θεσμού εξισορρόπησης και εκτόνωσης του πολιτικού συστήματος μεταπολιτευτικά, με ένα ιδιαίτερα αυταρχικό πολιτικό σύστημα, στο οποίο πρωταγωνιστεί ένα, και μάλιστα δεξιό και με αυταρχική πολιτική κληρονομιά κόμμα, η ΝΔ, και που προδιαγράφει ότι μεσοπρόθεσμα κάθε κυβερνητικό σχήμα εξουσίας είτε θα ταυτίζεται, είτε θα εμπεριέχει τμήματα αυτού του κομματικού μηχανισμού.

Από τα παραπάνω, και το γεγονός ότι αυτό το μέγεθος κοινωνικής κινητοποίησης για την υπόθεση των Τεμπών συμπυκνώνει ευρύτερους λαϊκούς πόθους, διεκδικήσεις και δυσαρέσκεια πίσω από τα αιτήματα για «δικαιοσύνη» και τέλος της «συγκάλυψης», καθίσταται ακόμη πιο καθαρό το μεγάλο πολιτικό πρόβλημα της ευρύτερης περιόδου, που είναι η απουσία πολιτικής αντιπολίτευσης.

Παρά το γεγονός ότι η ΝΔ μετά την 2η εκλογή της το 2023 υφίσταται κοινωνική και πολιτική φθορά, λόγω αφενός της όξυνσης της ακρίβειας και των πληθωριστικών πιέσεων στο λαϊκό εισόδημα και αφετέρου της συσσώρευσης των επιπτώσεων όλων των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων των προηγούμενων ετών, δεν αναδεικνύεται κάποιος ισχυρός αντιπολιτευτικός πόλος. Αντιθέτως, συνεχίζεται η κατάσταση διάλυσης και απαξίωσης του χώρου της αντιπολίτευσης. Το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε, με τα διαλυτικά φαινόμενα που συνόδευσαν την εκλογή Κασσελάκη και τη διάσπασή του μέχρι και το τελευταίο συνέδριο, να χάσει τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης μετά τις εκλογές του 2023 και να συρρικνώσει την κοινοβουλευτική και κοινωνική του δύναμη μέσα σε συνθήκες ακρίβειας, φτωχοποίησης, αύξησης των πλειστηριασμών, κρίσης και πολεμικής συνθήκης στην υγεία και τα δημόσια νοσοκομεία, δύο πολέμων με τη στήριξη της κυβέρνησης της ΝΔ και διαρκούς αιμορραγίας των εργαζόμενων λόγω των πολεμικών και εξοπλιστικών δαπανών, θα μπορούσε να αποτελεί πραγματικό άθλο και απορίας άξιο γεγονός, αν δεν εξηγούνταν από την προδιαγεγραμμένη χρεοκοπία και αναξιοπιστία που συνοδεύει την προσπάθεια πάλαι ποτέ σοσιαλδημοκρατικών ή αριστερών δυνάμεων να οικειοποιηθούν το νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα, τα μνημόνια και την πρόσδεση στο Νατοϊκό ιμπεριαλισμό. Το ΠΑΣΟΚ, παρότι, τόσο από την υποχώρηση και κρίση του ΣΥΡΙΖΑ, όσο και την υπόθεση των υποκλοπών και την παρακολούθηση Ανδρουλάκη, είχε την ευκαιρία να αναδειχθεί σε δύναμη αντιπολίτευσης, δεν μπορεί να αυξήσει την επιρροή του, και παραμένει καθηλωμένο, αποτελώντας μια συμπληρωματική προς την πολιτική της ΝΔ δύναμη.

Έτσι, η φθορά που σημειώνεται στο κυβερνητικό κέντρο και εντείνεται ξανά μετά τις διαδηλώσεις της 26/1, ως επί το πλείστον καναλιζάρεται είτε στην αποχή, είτε, ακόμη, σε πιο λαϊκά και αποκλεισμένα από τον κρατικό μηχανισμό στρώματα, στις διάφορες αποχρώσεις της ακροδεξιάς, που αναβαθμίζουν τη διαπραγματευτική τους θέση, τόσο για την επιβολή μιας αντιδραστικής ατζέντας στην πολιτική σκηνή, όσο και για μελλοντικά σενάρια κυβερνητικών εταίρων σε πιθανές συγκυβερνήσεις. Άνοδο, επίσης, σημειώνει η Ζ. Κωνσταντοπούλου. Ωστόσο, λόγω της αποσύνδεσης από το πολιτικό πρόγραμμα και την κληρονομιά της αριστεράς, δεν μπορεί να παίξει το ρόλο της αγωνιστικής κοινωνικής και πολιτικής αντιπολίτευσης, κυρίως λόγω της στήριξης από επιχειρηματικά κέντρα και της απροθυμίας να έρθει σε ρήξη με τους βασικούς άξονες της κυβερνητικής πολιτικής. Έτσι, όμως, όχι μόνο δεν προωθεί ένα πρόγραμμα που θα ανοίξει πολιτικά την υπόθεση των Τεμπών, αλλά συμπλέει ακόμη σε άλλα σημεία του κυβερνητικού προγράμματος, όπως η πρόσφατη επιλογή να ψηφίσει μαζί με την κυβέρνηση το νομοσχέδιο για τα Ωνάσεια Σχολεία, που συνεχίζει την πολιτική της εκπαίδευσης δύο ταχυτήτων.

Το ΚΚΕ παραμένει πολιτικά στάσιμο. Αντί να οξύνει την αντιπαράθεση με την κυβέρνηση και να επενδύσει στην μεγάλη κοινωνική κινητικότητα που εμφανίστηκε στο δρόμο, ενισχύοντας την κυβερνητική φθορά, επιλέγει ξανά την στρατηγική της εκτόνωσης και της αποσυμπίεσης του πολιτικού σκηνικού. Σε επίπεδο πολιτικού λόγου, το ΚΚΕ, τώρα, όπως και από την αρχή της υπόθεσης το 2023, αρνείται τα ενδιάμεσα αιτήματα, αρνείται ακόμη και το αίτημα της εθνικοποίησης του ΟΣΕ, προτάσσοντας την ίδια, γνωστή, «πλειοδοσία» του «σοσιαλιστικού μετασχηματισμού», πίσω από την οποία κάθε φορά κρύβει την απροθυμία του να πρωταγωνιστήσει για να συμπυκνώσει μέσα από μάχιμα αιτήματα, αλλά και συγκεκριμένες πρωτοβουλίες, τη λαϊκή οργή και διαμαρτυρία και να την οξύνει για να εντείνει τη φθορά στην κυβέρνηση και να προκαλέσει αστάθεια στην πολιτική σκηνή.

Αποδεικνύεται σε τέτοιες στιγμές, που αναδεικνύονται οι δυνατότητες ευρύτερης κοινωνικής κινητοποίησης, ο κρίσιμος ρόλος που παίζει η απουσία κεντρικής πολιτικής παρουσίας μιας αγωνιστικής αριστερής αντιπολίτευσης. Είναι αυτές οι στιγμές που αναδεικνύουν τους λόγους για τους οποίους ένα ολόκληρο σύστημα στρατεύτηκε το 2023 για να μην καταφέρει να εκπροσωπηθεί στη Βουλή ο συνδυασμός ΜέΡΑ25- Συμμαχία για τη Ρήξη και η ενωτική πρωτοβουλία ΜέΡΑ25- Ανατρεπτική Οικολογική Αριστερά στις Ευρωεκλογές.

Με βάση τις νέες δυνατότητες αλλά και επίγνωση των ορίων της περιόδου, είναι καθήκον της ριζοσπαστικής αριστεράς να αναπτύξει συγκεκριμένες πρωτοβουλίες και μια κατεύθυνση για να διευρυνθεί η κοινωνική αντιπολίτευση, αλλά και να μπορέσει να επιτύχει συγκεκριμένα πολιτικά αποτελέσματα με αιχμή την υπόθεση των Τεμπών, ιδιαίτερα ενόψει της τραγικής επετείου των δύο χρόνων από το δυστύχημα στις 28.02.2023. Φυσικά, η ριζοσπαστική αριστερά αντιμετωπίζει δυσκολίες και περιορισμούς που είναι προϊόν του περιορισμού της κοινωνικής και πολιτικής της απήχησης, που αποτυπώθηκε και εκλογικά και είχε ως αποτέλεσμα να μην εκπροσωπείται σήμερα σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο. Αυτή η οριοθέτηση παρόξυνε υπαρκτά προβλήματα όπως ο σεχταρισμός, η αποστροφή προς ενωτικές μορφές και η πολυδιάσπαση. Αλλά είναι εφικτό με τις κατάλληλες και έγκαιρες πρωτοβουλίες και με τον ορθό προσανατολισμό, η ριζ. αριστερά να λειτουργήσει προωθητικά για την αναζωογόνηση της κοινωνικής διεκδίκησης και την αύξηση της κυβερνητικής φθοράς.

Οι πολιτικοί στόχοι του κινήματος πρέπει να είναι το επόμενο διάστημα α) η κλιμάκωση των κινητοποιήσεων ώστε την 28/2/23 να πραγματοποιηθούν μεγάλες απεργιακές συγκεντρώσεις, και β) η ανάδειξη ενός πλαισίου αιτημάτων που θα μπορεί να συντηρήσει την κινητοποίηση μαζών, να βαθύνει τη σύγκρουση με την κυβερνητική στρατηγική, να αυξήσει το βάρος των διεκδικήσεων των εργαζόμενων.

Αιχμή αυτού του αγώνα πρέπει να είναι η κρατικοποίηση των σιδηροδρόμων, το αίτημα για σιδηρόδρομο ενιαίο, δημόσιο, ασφαλή και σύγχρονο, η ανάδειξη του αντικοινωνικού και καταστροφικού χαρακτήρα των ιδιωτικοποιήσεων που οδήγησαν στην πλήρη διάλυση και απαξίωση της σιδηροδρομικής υποδομής και είναι δομικά και εγγενώς αδύνατο να διασφαλίσουν δημόσιες και ασφαλείς συγκοινωνίες που να καλύπτουν τις κοινωνικές ανάγκες. Επιπλέον, η ανάδειξη του υποδείγματος της κυβερνητικής διαχείρισης, που σήμερα ασκεί πίεση στην κυβέρνηση Μητσοτάκη, με στοχοποίηση του αυταρχικού και αντιλαϊκού χαρακτήρα της διακυβέρνησης από τη ΝΔ, των παρακρατικών μηχανισμών και των παρεμβάσεων στη δικαιοσύνη, της αλλοίωσης συνταγματικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Τέλος, πρέπει να αναδειχθούν και τα άλλα μεγάλα μέτωπα της περιόδου που βρίσκονται στον πυρήνα της λαϊκής οργής: ακρίβεια, στεγαστική κρίση, διάλυση της δημόσιας παιδείας και υγείας, πρόσδεση στην νατοϊκή πολεμοκάπηλη στρατηγική.

Οι πολιτικές αυτές αιχμές πρέπει να αποτελέσουν το επίκεντρο μιας καμπάνιας από πλευράς της Λαϊκής Ενότητας – Ανυπότακτη Αριστερά, αλλά και της Ενωτικής Πρωτοβουλίας ΜέΡΑ25-Ανατρεπτική Οικολογική Αριστερά που πρέπει να ενεργοποιηθεί, να εντείνει το δημόσιο λόγο, τα υλικά και τις εμφανίσεις της. Με ορίζοντα μια νέα μεγάλη λαϊκή εμφάνιση στις 28/2, πρέπει να επιδιώξουμε, να παρακολουθήσουμε, στηρίξουμε και οργανώσουμε τους αγώνες σε επιμέρους κλάδους που κινητοποιούνται για το ζήτημα των Τεμπών, ή για δικές τους διεκδικήσεις και να προσπαθήσουμε την ενοποίηση όλων αυτών των επιμέρους αγώνων με μεγάλο ραντεβού την 28/2. Ιδιαίτερη έμφαση πρέπει να δοθεί στους χώρους της νεολαίας για να αυξηθεί η παρουσία της στις κινητοποιήσεις, κάτι που θα βοηθήσει στη μαζικότητα, στην αύξηση του δυναμικού τόνου των κινητοποιήσεων, αλλά και μπορεί να θέσει τα θεμέλια για τη σύνδεση της κοινωνικής κίνησης για τα Τέμπη με τα ειδικότερα επίδικα της νεολαίας, ιδίως με την απειλή για τη διαγραφή εκατοντάδων χιλιάδων φοιτητών σε λίγους μήνες από τα πανεπιστήμια, πυροδοτώντας νέες νεολαιίστικες κινητοποιήσεις.

Ταυτόχρονα, πρέπει να επιδιώξουμε την κοινή δράση με άλλες δυνάμεις της ριζοσπαστικής αριστεράς, για να αναδειχθεί η αιχμή της ευρύτερης σύγκρουσης με τις ιδωτικοποιήσεις, αλλά και της υπεράσπισης των δημόσιων αγαθών, παράλληλα με το αίτημα να πέσει η κυβέρνηση της συγκάλυψης, του παρακράτους, της φτώχειας και του αυταρχισμού. Σε κάθε όμως περίπτωση, είναι απόλυτα εμφανές και αναδεικνύεται και από τις τωρινές κινητοποιήσεις, ότι, σε αυτή την συγκυρία, η ανάπτυξη και η ενίσχυση πολιτικής αντιπολίτευσης με κέντρο τη ριζοσπαστική αριστερά είναι αναγκαία συνθήκη για την ενίσχυση των κοινωνικών αγώνων, τη σταθεροποίησή τους και για να διατηρηθούν και να διευρυνθούν οι πιέσεις που επάγουν στην κυβέρνηση της ΝΔ. Αλλά και για την αντιστροφή του κλίματος ήττας και απογοήτευσης που εξακολουθεί να παράγει αρνητικές πολιτικές μετατοπίσεις. Επομένως, παραμένουμε σταθερά προσανατολισμένοι στην ανάγκη ανάπτυξης ενωτικών, πολιτικών πρωτοβουλιών της ριζοσπαστικής αριστεράς, αλλά και της διεύρυνσης της Ενωτικής Πρωτοβουλίας.

Αθήνα 10.2.2025

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου