ΠΑΝΘΗΡΑΣ * 29

* Ιστοσελίδα Ενημέρωσης Της Μαχόμενης Αριστεράς Για Τον ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ * Για επικοινωνία : thanasis.ane@gmail.com * Οι δημοσιεύσεις δεν εκφράζουν και τις απόψεις της ιστοσελίδας * Αριστερά και Ενιαίο Μέτωπο Ενάντια στην Βαρβαρότητα*

Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2025

Πολιτικό Κείμενο Συνεδρίου Της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Οργάνωσης – Μέρος 7o

https://marxismos.com/wp-content/uploads/2025/02/greece-turkey-flags-aegean-758x400-3.jpg

 

Το έβδομο μέρος του πολιτικού κειμένου που αποφάσισε το 16ο Συνέδριο της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Οργάνωσης, του ελληνικού τμήματος της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Διεθνούς (Αθήνα, 14 & 15 Δεκεμβρίου 2024). Διαβάστε σε αυτό το μέρος: Η άρχουσα τάξη και η κυβέρνηση Μητσοτάκη - Οι εσωτερικές συγκρούσεις στη ΝΔ - Η αντιδραστική φύση της σύγκρουσης ελληνικής και τουρκικής άρχουσας τάξης - Τα μεγάλα εθνικά ψεύδη για το Αιγαίο - Η αιτία της παρούσας ύφεσης στα «ελληνοτουρκικά» και οι δυνατότητες για μια συμφωνία - Οι διαφορές Ελλήνων και Τούρκων αστών δεν λύνονται, «κόβονται» - Ελληνοτουρκικός πόλεμος και κομμουνιστές

 

Η άρχουσα τάξη και η κυβέρνηση Μητσοτάκη

Η συμπλήρωση μισού αιώνα Μεταπολίτευσης τον περασμένο Ιούλιο, αποτέλεσε ένα ορόσημο που υπενθύμισε στην εργατική τάξη, από τη μία πλευρά την ακραία υποκρισία της ελληνικής άρχουσας τάξης, και από την άλλη, το τεράστιο κενό εργατικής πολιτικής ηγεσίας. Εκπρόσωποι της τάξης που ιστορικά ευθύνεται για όλα τα πραξικοπήματα και τα αντιδημοκρατικά καθεστώτα του 20ού αιώνα στην Ελλάδα, εκφώνησαν πύρινους λόγους και έγραψαν περισπούδαστα κείμενα με θέμα το «ακριβό αγαθό της Δημοκρατίας». Αλλά μια προσεκτική ματιά στα σχετικά επετειακά αφιερώματα που δημοσιεύθηκαν στον αστικό Τύπο, αρκούσε για να διακρίνει κάποιος την έκπληξη των ίδιων των απολογητών της άρχουσας τάξης για την πρωτοφανώς μεγάλη για τα δεδομένα του ελληνικού καπιταλισμού διάρκεια του παρόντος κύκλου αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας που ονομάζεται Μεταπολίτευση.

Ασφαλώς, οι πιο ανόητοι από τους απολογητές του καπιταλισμού μπορεί και να πιστεύουν στο κυρίαρχο ιστορικό αφήγημα ότι η αστική δημοκρατία «εδραιώθηκε ακλόνητα» από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και από την «απαρέγκλιτη προσήλωση» της ελληνικής αστικής τάξης στις αξίες του κοινοβουλευτισμού. Αντίθετα, οι πιο σοβαροί, κατανοούν ότι η σταθερότητα της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας ήταν μια αναγκαστική παραχώρηση που επιβλήθηκε στην άρχουσα τάξη από την αύξηση της πολιτικής δύναμης της εργατικής τάξης στην κοινωνία, σε συνδυασμό με τη δική της πολιτική αδυναμία, η οποία κατά τη Μεταπολίτευση για αρκετά (και κρίσιμα για το καθεστώς) χρόνια της επέβαλε να κυβερνά μέσω των ρεφορμιστών ηγετών των εργατικών κομμάτων. Και επίσης, μπορούν να κατανοήσουν πολύ καλά, ότι η ίδια η μακροημέρευση του αστικού καθεστώτος στην Ελλάδα με τη μορφή του κοινοβουλευτισμού είναι το αποτέλεσμα της επανειλημμένης, ανοικτής προδοσίας των ρεφορμιστών, ψευτοσοσιαλιστών, σταλινικών και «ευρω-σταλινικών», οι οποίοι αν ανταποκρίνονταν στοιχειωδώς στα ιστορικά καθήκοντα που έθετε στις πλάτες τους η μεγάλη δύναμη της εργατικής τάξης, θα μπορούσαν να την έχουν οδηγήσει στην εξουσία ήδη πριν από τη συμπλήρωση της πρώτης δεκαετίας Μεταπολίτευσης.

Μια προσεκτική ματιά στη γενική στάση της ελληνικής άρχουσας τάξης απέναντι στις διεθνείς και εγχώριες εξελίξεις, μας δίνει μια εικόνα μειωμένης αυτοπεποίθησης και μεγάλης ανησυχίας. Το άθλιο αποτέλεσμα της ΝΔ στις Ευρωεκλογές και η ελεύθερη πτώση της απήχησής της που καταγράφεται σε όλες τις δημοσκοπήσεις που ακολούθησαν από τότε, γκρέμισε τις μεγάλες προσδοκίες της αστικής τάξης για τον πανίσχυρο Μητσοτάκη, ο οποίος υποτίθεται ότι θα εγγυόταν μια πολυετή κυβερνητική σταθερότητα για το καθεστώς της.

Σε αντίθεση με τα επικοινωνιακά ψεύδη που διέδιδε η ελληνική άρχουσα τάξη, και τα οποία η σημερινή της ανησυχία υποδηλώνει ότι στην πλειονότητά της και η ίδια τα είχε πιστέψει, οι μαρξιστές υπομονετικά εξηγούσαν ότι οι διαδοχικές εκλογικές επιτυχίες της ΝΔ ήταν το αποτέλεσμα συγκεκριμένων, παροδικών ευνοϊκών οικονομικών και πολιτικών συγκυριών.

Σε οικονομικό επίπεδο, η ευρωπαϊκή ρήτρα διαφυγής από τη δημοσιονομική πειθαρχία για σχεδόν μια τετραετία, ήταν η υλική βάση που παρείχε στη ΝΔ τη δυνατότητα μιας μερικής ανάκτησης της εκλογικής υποστήριξης που είχε χάσει κατά την εποχή της εισαγωγής των Μνημονίων. Οι κάθε είδους άμεσες ή έμμεσες επιδοτήσεις επιχειρήσεων, σε συνδυασμό με μια σειρά από έκτακτα επιδόματα στο πλαίσιο μιας γενικής αναβολής της συνέχισης του καθιερωμένου προγράμματος σκληρής λιτότητας για το μέλλον, επανασυσπείρωσαν εκλογικά στη ΝΔ τα μικροαστικά στρώματα (ακόμα και ορισμένα πολιτικά καθυστερημένα στρώματα της εργατικής τάξης) δίνοντάς της το 41% του καλοκαιριού του 2023.

Φυσικά, για να συμβεί αυτό, σε πολιτικό επίπεδο, καθοριστικό ρόλο έπαιξε η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία με την παρατεταμένη δεξιά της στροφή αφαίρεσε κάθε κίνητρο εκλογικής στήριξης του κόμματος από τις μάζες της εργατικής τάξης και της νεολαίας, αφήνοντας τη ΝΔ ουσιαστικά χωρίς πολιτικό αντίπαλο. Επιπλέον, η απροθυμία της σταλινικής ηγεσίας του ΚΚΕ να καλύψει αυτό το τεράστιο πολιτικό κενό ζητώντας ανοικτά από τις εργατικές μάζες να δώσουν την υποστήριξη στο κόμμα για μια κομμουνιστική λύσης εξουσίας, έχοντας λάβει τη μορφή των επαναλαμβανόμενων κενών συνθημάτων για μια «ισχυρή λαϊκή (βλ. κοινοβουλευτική) αντιπολίτευση», έριξε επίσης νερό στον μύλο της εκλογικής νίκης της ΝΔ, στρέφοντας εκατοντάδες χιλιάδες απογοητευμένους ψηφοφόρους της εργατικής τάξης και της νεολαίας στην αποχή.

Ωστόσο, το χαστούκι των Ευρωεκλογών φανέρωσε, όπως προβλέψαμε, τον πολύ προσωρινό χαρακτήρα αυτού του ευνοϊκού συνδυασμού παραγόντων. Γιατί, μπορεί με την εμφάνιση του διαλυτικού φαινομένου Κασσελάκη στον ΣΥΡΙΖΑ σε πολιτικό επίπεδο τα πράγματα να έγιναν ακόμα πιο ευνοϊκά για τη ΝΔ, αλλά σε οικονομικό, ο πολλαπλασιασμός της λαϊκής κατακραυγής για τη ληστρική ακρίβεια, και η αύξηση της φορολογίας στους μικροαστούς ενόψει της επιστροφής στη δημοσιονομική πειθαρχία, έφεραν για το κόμμα του κεφαλαίου στις Ευρωεκλογές την απώλεια 989.720 ψήφων και 12,5 ποσοστιαίων μονάδων σε σύγκριση με τις εθνικές εκλογές μόλις έναν χρόνο πριν.

Μετά από αυτήν την εκλογική πανωλεθρία, η άρχουσα τάξη ντε φάκτο άρχισε να αντιμετωπίζει τον μέχρι πρότινος φουσκωμένο από πολιτική αλαζονεία Μητσοτάκη, ως μια κυβερνητική λύση με σύντομη ημερομηνία λήξης. Προχωρώντας ακόμη περισσότερο, η καραμανλική και σαμαρική εσωκομματική αντιπολίτευση στη ΝΔ ξανασήκωσε κεφάλι και έχοντας ήδη ρίξει προειδοποιητικές βολές με τις επερωτήσεις στη Βουλή μιας ομάδας βουλευτών για τα κόκκινα δάνεια, κήρυξε ανοικτή ανταρσία στον Μητσοτάκη μέσα από τις απανωτές δημόσιες τοποθετήσεις των πρώην πρωθυπουργών, αρχηγών της, σχετικά με τα εθνικά θέματα και ενάντια στις «απαράδεκτες παραχωρήσεις που είναι έτοιμη να κάνει η κυβέρνηση Μητσοτάκη στην Τουρκία».

Οι εσωτερικές συγκρούσεις στη ΝΔ

Η άρχουσα τάξη, έχοντας ήδη ανησυχήσει σοβαρά με την τάση «εξάτμισης» της εκλογικής απήχησης της ΝΔ πάνω στην ώρα που της χρειάζεται μια ισχυρή κυβέρνηση για να εφαρμόσει ένα νέο γύρο λιτότητας, μετά και τη διαγραφή του Σαμαρά στα μέσα Νοεμβρίου και την εμφάνιση ενός σκηνικού που θυμίζει τις παραμονές της πτώσης της κυβέρνησης του πατέρα Μητσοτάκη το 1993, εμφανίζεται πλέον απελπισμένη.

Εκφράζοντας αυτό το κλίμα, ένας από τους πιο συγκροτημένους εκπρόσωπους του ελληνικού αστικού κατεστημένου τα τελευταία χρόνια στον Τύπο, ο διευθυντής της Καθημερινής Αλ. Παπαχελάς, έγραψε χαρακτηριστικά στις 24/4 τα ακόλουθα: «Και ξαφνικά μπήκε στο ραντάρ το ρίσκο της πολιτικής αβεβαιότητας. Η Ελλάδα ήταν μια σπάνια εξαίρεση πολιτικής σταθερότητας εν μέσω πολιτικού χάους σε όλο τον δυτικό κόσμο, ενώ αυτά τα πεντέμισι χρόνια έχουν γίνει πολλές βελτιώσεις σε όλους τους τομείς, που κακώς εμφανίζονται ως αυτονόητες, δεδομένες ή αμελητέες. Εκλογές είχαμε πριν από λίγο καιρό, το αποτέλεσμα ήταν καθαρό και μπροστά μας δεν υπήρχε κανένα σημαντικό πολιτικό ορόσημο ή εμπόδιο. Έλα, όμως, που είμαστε τέλειοι στο να προκαλούμε τρικυμία όταν δεν φυσάει! Η κυβέρνηση έκανε ό,τι μπορούσε, είναι η αλήθεια. Έβαλε αδικαιολόγητα ψηλά τον πήχη για τις ευρωεκλογές, άρχισε πολύ νωρίς τις αντιφατικές διαρροές και τη συζήτηση για το ποιος θα εκλεγεί Πρόεδρος της Δημοκρατίας και, τέλος, ξεκίνησε αψυχολόγητα και βιαστικά μια τεράστια βαβούρα για κάποια επικείμενη συμφωνία με την Τουρκία. Η οποία δεν ήταν καν «μισοψημένη», ενώ ακόμη και αν ήταν δεν θα περνούσε από τη Βουλή. Και βεβαίως, έφερε ένα νόμο με πολιτικό κόστος πριν από τις ευρωεκλογές και χωρίς να φροντίσει να μαζέψει όσους το πανηγύρισαν, αγνοώντας τη βασική αρχή της πολιτικής, ότι κάνεις το σωστό, έστω και με κόστος, χωρίς όμως να αποξενώνεις με στυλ τον βασικό κορμό των ψηφοφόρων σου. Και γενικώς, συμπεριφέρθηκε μετά τις εκλογές σαν να μην υπάρχει πολιτικός σχεδιασμός, χωρίς καμία απολύτως ψυχραιμία. Εν συνεχεία, ήλθαν και οι δύο πρώην πρωθυπουργοί, οι οποίοι, χωρίς το παραμικρό ίχνος αυτοκριτικής για τα όσα έχουν χειριστεί, έπαθαν αμνησία σε σχέση με το τι πίστευαν ο ένας για τον άλλον. Φαίνεται για μία ακόμη φορά, δυστυχώς, ότι η Ν.Δ. είναι ένα κόμμα με διάφορους ιδιοκτήτες και οικογενειακά φέουδα, που κάθε τόσο μπλέκονται σε ανταγωνισμούς.…Εγωισμοί, ανασφάλειες, υστερίες, βεντέτες διαφόρων πρωταγωνιστών έχουν καταστήσει την πολιτική σκηνή όμηρο των παραπολιτικών στηλών. Κινδυνεύουμε να μπούμε στον αστερισμό της πολιτικής αβεβαιότητας για έναν Πρόεδρο που δεν έχει καμία ιδιαίτερη εξουσία και μία συμφωνία που κάποιοι ονειρεύτηκαν παίζοντας Stratego μόνοι τους, σπίτι τους. Αυτή η χώρα έχει περάσει πολλά, δεν της αξίζει να ξαναμπεί σε περιπέτειες για κάποια καπρίτσια. Ας το σκεφθούν αυτό και εκείνοι που φέρουν βαριά ευθύνη για το παρελθόν, αλλά και όσοι κυβερνούν αντιδρώντας στο τελευταίο μήνυμα κάποιου ή σε ένα tweet».

Εδώ ο Παπαχελάς, μιλώντας για λογαριασμό της άρχουσας τάξης δείχνει γλαφυρά ποια είναι η στάση της μπροστά στις πολιτικές εξελίξεις. Ανακαλεί στην τάξη τους ηγέτες της ελληνικής Δεξιάς για τις «βεντέτες» τους και αποδοκιμάζει ανοικτά τους χειρισμούς τους. Επαινώντας τα «πολλά και όχι αυτονόητα» που έκανε έως τώρα ο Μητσοτάκης, εκφράζει για μια ακόμα φορά τη στήριξη των αστών στο πρόσωπό του. Επισημαίνοντας όμως μια σειρά από σοβαρά λάθη του, αλαζονικών όπως ξεκάθαρα υπονοεί χειρισμών, του στέλνει έμμεσα το μήνυμα ότι σε τελική ανάλυση, και αυτός είναι προσωρινός και αναλώσιμος. Παράλληλα, επικρίνοντας τα «καπρίτσια» των Σαμαρά και Καραμανλή, και αφού εκτοξεύσει ένα δηλητηριώδες βέλος ενάντια στον δεύτερο («εκείνοι που φέρουν βαριά ευθύνη για το παρελθόν»), υπενθυμίζοντας τις ευθύνες που του αποδίδει η άρχουσα τάξη για τους δισταγμούς του να επιτεθεί προληπτικά στο βιοτικό επίπεδο των μαζών για να αποφευχθεί τάχα, η οικονομική κατάρρευση του 2010 (ένα «πολυφορεμένο» αφήγημα που είναι εντελώς αβάσιμο, γιατί η κρίση θα ερχόταν νομοτελειακά και ανεξάρτητα από τον τρόπο και τους ρυθμούς αντίδρασης της τότε κυβέρνησης Καραμανλή), ο Παπαχελάς περνάει στην ουσία των ανησυχιών του ίδιου και του κατεστημένου: Με όλα αυτά η χώρα θα ξαναμπεί σε «περιπέτειες»!

Ποιες είναι αυτές οι «περιπέτειες» που φοβάται η άρχουσα τάξη; Ο όρος πολιτική αβεβαιότητα λέει μόνο την μισή αλήθεια γι’ αυτές. Η πολιτική αβεβαιότητα, με μια πιθανή εναλλαγή αδύναμων αστικών κυβερνήσεων στην εξουσία μετά από μια «όαση» 5,5 χρόνων κυβερνητικής σταθερότητας υπό τον Μητσοτάκη, θα είναι μόνο το σύμπτωμα που θα αντανακλά τη διέγερση του πραγματικού κίνδυνου και της πραγματικής περιπέτειας που φοβάται το κατεστημένο: της έναρξης μιας νέας περιόδου κλιμακούμενων ταξικών και πολιτικών αγώνων από τους εργαζόμενους και τη νεολαία, οι οποίοι σε κάποιο στάδιο, στο ξεθωριασμένο λυκόφως της λαμπρής επετείου των 50 χρόνων αστικής Μεταπολίτευσης, θα θέσουν επί τάπητος το ίδιο το ζήτημα της εξουσίας.

Υπό το φάσμα αυτού του κινδύνου ή με απλούστερα και πιο αληθινά λόγια, αυτού του σύγχρονου αστικού εφιάλτη, ο Παπαχελάς, εκφράζοντας πάντοτε αυθεντικά τις σκέψεις της άρχουσας τάξης, με τα γραφόμενά του δηλώνει ότι αυτή δεν μπορεί να ελπίζει σοβαρά τώρα σε καμία από τις άλλες εφεδρείες του αστικού πολιτικού στρατοπέδου. Η ελληνική δημαγωγική Ακροδεξιά που «μαϊμουδίζει» τον Τραμπ, οι Βελόπουλος, Λατινοπούλου και σία, παρότι στηρίζονται από μεμονωμένους εκπροσώπους του αστικού κατεστημένου, δεν εμπνέουν καμία εμπιστοσύνη στην ελληνική αστική τάξη, η οποία θα μπορούσε να τους χρησιμοποιήσει μόνο ως αναλώσιμες συμπληρωματικές δυνάμεις σε συμμαχικά κυβερνητικά της σχήματα. Επίσης, η φιλοκαπιταλιστική, αλλά καθημαγμένη από την αυξημένη λαϊκή απαξίωση και τις εσωτερικές συγκρούσεις χωρίς αρχές, φιλοκαπιταλιστική Κεντροαριστερά, δεν δείχνει ικανή να προσφέρει μια σταθερή και βιώσιμη εναλλακτική λύση στο αστικό καθεστώς.

Έτσι, η καθόλου τυχαία απαισιόδοξη και χωρίς σαφή πρόταση, πέραν μιας απελπισμένης και κενής περιεχομένου έκκλησης για κατασίγαση των πολιτικών παθών, κατακλείδα του άρθρου του Παπαχελά, ισοδυναμεί με την ομολογία ότι η άρχουσα τάξη, μπροστά στο πολιτικό αδιέξοδο που διαμορφώνεται για το κόμμα της και το καθεστώς την επόμενη περίοδο, απλώς προσεύχεται για την αποφυγή επαναστατικών περιπετειών. Από την απατηλή εικόνα της ισχυρής καπιταλιστικής χώρας με το νεότατο σλόγκαν «Ελλάδα 2.0» των προηγούμενων χρόνων, η ελληνική αστική τάξη διολισθαίνει και πάλι προς την «Ψωροκώσταινα» της κρίσης και της επαναστατικής αναταραχής, επαναλαμβάνοντας από μέσα της το παραδοσιακό σλόγκαν «Βόηθα Παναγιά!».

Αλλά είναι τελικά πράγματι σήμερα, τόσο άμεσος ο κίνδυνος για μια ανοικτή διάσπαση της ΝΔ και πτώση της κυβέρνησης; Το σίγουρο είναι ότι σ’ αυτή τη φάση, μια τέτοια εξέλιξη δεν την επιθυμεί ούτε ένας από τους παίκτες του ηγετικού τριγώνου Μητσοτάκη – Σαμαρά – Καραμανλή. Ο Σαμαράς, κάνοντας τις γνωστές του δηλώσεις περί εθνικής μειοδοσίας, στην πραγματικότητα δεν φάνηκε να έχει σχεδιάσει μια πρόκληση για να διαγραφεί και να ιδρύσει ξανά ένα δικό του κόμμα. Και αυτός, αλλά και ο τωρινός σύμμαχός του, Καραμανλής, το τελευταίο που θα ήθελαν είναι να χρεωθούν την ευθύνη ότι εξαιτίας τους η άρχουσα τάξη θα χάσει μια αυτοδύναμη και σχετικά σταθερή μέχρι πρότινος κυβέρνηση. Κατανοούν ότι είναι απείρως προτιμότερο να περιμένουν για να αντεπιτεθούν στον Μητσοτάκη μετά από μια επερχόμενη μεγάλη εκλογική ήττα της ΝΔ, με σκοπό να διεκδικήσουν ξανά το κόμμα σε μια εσωκομματική εκλογική μάχη, πιθανότατα με κάποιον «λαϊκοδεξιό» εκλεκτό τους.

Αλλά το σημαντικότερο ζήτημα σε σχέση με τις πιθανότητες μιας μελλοντικής ανοικτής διάσπασης στη ΝΔ, δεν είναι οι σχεδιασμοί και οι προθέσεις των πρωταγωνιστών, αλλά το αν θα μπορέσουν να γεφυρωθούν οι πραγματικές διαφορές που τους χωρίζουν. Και τέτοιες, σε αντίθεση με ό,τι (θέλει να) γράφει ο Παπαχελάς περί βεντετών, αρχηγισμών και προσωπικών κινήτρων, υπάρχουν, και βρίσκονται ακριβώς εκεί που τις αποτύπωσαν με τις δημόσιες αντιπολιτευτικές τοποθετήσεις τους οι αντιδραστικοί Διόσκουροι: στα ελληνοτουρκικά.

Η πραγματικότητα είναι ότι η ελληνική αστική τάξη είναι πολύ δύσπιστη έναντι αυτού που ξεκάθαρα δείχνει ότι θέλει να κάνει σήμερα ο Μητσοτάκης, δηλαδή μιας συμφωνίας για τη συνδιαχείριση των θαλάσσιων ζωνών του Αιγαίου, η οποία και θα πλασαριστεί ως ένα βήμα μόνιμης ειρήνευσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων, ικανής να αποτρέψει τον πόλεμο «για τα επόμενα 50 χρόνια», σύμφωνα με τα λόγια του βασικού εκτελεστή του έργου της ετοιμασίας αυτής της συμφωνίας, Υπ. Εξωτερικών Γ. Γεραπετρίτη. Μάλιστα, αυτή η δυσπιστία εκφράζεται με τον πιο ωμό τρόπο από τον ίδιο τον Παπαχελά στο άρθρο του, όταν μιλάει «για κάποια επικείμενη συμφωνία με την Τουρκία. Η οποία δεν ήταν καν “μισοψημένη”, ενώ ακόμη και αν ήταν δεν θα περνούσε από τη Βουλή», και για «συμφωνία που κάποιοι ονειρεύτηκαν παίζοντας Stratego μόνοι τους, σπίτι τους».

Χωρίς να θέλει να το παραδεχθεί, με αυτά τα λόγια ο Παπαχελάς εκφράζει την ίδια στάση που εξέφρασαν με τις δηλώσεις τους και οι Καραμανλής και Σαμαράς: τη σοβαρή ενόχληση αστικών κύκλων για την παντελή απουσία ενημέρωσης πάνω στη συμφωνία που σχεδιάζεται, και την εκτίμηση ότι αυτή η συμφωνία θα περιέχει τόσο σοβαρές παραχωρήσεις στην Τουρκία που δεν πρόκειται να περάσει από τη Βουλή! Με άλλα λόγια, εμμέσως αλλά σαφώς, ο Παπαχελάς παραδέχεται μια καθοριστική για τις πολιτικές εξελίξεις πραγματικότητα: η κόντρα μεταξύ Καραμανλή-Σαμαρά και Μητσοτάκη, δεν είναι τελικά μια αρχηγική βεντέτα (όπως θέλει να πείσει ο Παπαχελάς), αλλά η έκφραση μιας πραγματικής, στρατηγικού χαρακτήρα διάσπασης που αναπτύσσεται γύρω από τα «ελληνοτουρκικά» μέσα στο ίδιο το στρατόπεδο της ελληνικής άρχουσας τάξης, και η οποία ενέχει τον κίνδυνο διάσπασης της ΝΔ και πτώσης της κυβέρνησης.

Η αντιδραστική φύση της σύγκρουσης ελληνικής και τουρκικής άρχουσας τάξης

Η περίοδος 2016-2022 αποτέλεσε περίοδο μεγάλης όξυνσης της ιστορικής σύγκρουσης μεταξύ της ελληνικής και της τουρκικής αστικής τάξης, με επίκεντρο τον έλεγχο των θαλάσσιων ζωνών στη ΝΑ Μεσόγειο και μια σειρά επεισόδια (αίτηση ασύλου από Τούρκους αντι-ερντογανικούς στρατιωτικούς στην Ελλάδα, κρίση για το προσφυγικό στον Έβρο, θερμό επεισόδιο στο Αιγαίο με αφορμή της κινήσεις του τουρκικού ερευνητικού σκάφους «ORUC REIS» κ.ά.). Η φύση αυτής της σύγκρουσης, συνίσταται στο γεγονός ότι δύο τοπικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, η Ελλάδα και η Τουρκία, ερίζουν για το ποια θα κυριαρχήσει σε βάρος της άλλης στην ευρύτερη περιοχή, ως ο πιο κατάλληλος τοπικός σύμμαχος του αμερικανικού ιμπεριαλισμού.

Σε αυτήν την αδυσώπητη, διαρκή και ανειρήνευτη σύγκρουση στη ΝΑ Μεσόγειο, η κάθε πλευρά επικαλείται υποκριτικά τα «εθνικά της δίκαια», αλλά εκείνο που στην πραγματικότητα την ενδιαφέρει, είναι μόνο το να επιφέρει ένα αποφασιστικό χτύπημα στην ανταγωνίστριά της για να ενισχύσει τα κέρδη, τη διεθνή θέση και το γόητρό της. Έτσι, ανεξάρτητα από το ποιος κατά καιρούς έχει τη θέση του «επιτιθέμενου» ή του «αμυνόμενου», η σύγκρουση αυτή μεταξύ ελληνικής και τουρκικής αστικής τάξης είναι και από τις δύο πλευρές απόλυτα αντιδραστική.

Η εργατική τάξη και στις δύο χώρες έχει τα δικά της κοινά συμφέροντα, τα οποία σε αντίθεση με τα συγκρουόμενα συμφέροντα των αστικών τάξεων, ταυτίζονται και με τα αντίστοιχα της συντριπτικής πλειονότητας του ελληνικού και του τουρκικού λαού, που επιθυμεί να συμβιώνει ειρηνικά στην περιοχή κάτω από συνθήκες ευημερίας και προόδου. Αντίθετα, οι άρχουσες τάξεις Ελλάδας και Τουρκίας, εξαιτίας των αντιδραστικών τους ανταγωνισμών, επιβάλουν στους δύο λαούς μια κατάσταση διαρκούς πολεμικής έντασης, η οποία τους οδηγεί σε τρομερή οικονομική αιμορραγία για πανάκριβους εξοπλισμούς. Αυτοί τα τελευταία χρόνια αυξάνονται διαρκώς, προοιωνίζοντας, σε κάποιο μελλοντικό στάδιο, ένα ανοικτό, αιματηρό ξεκαθάρισμα λογαριασμών.

Χαρακτηριστικά, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία του ΝΑΤΟ, στο όνομα της αντιμετώπισης της «τουρκικής απειλής», το ελληνικό κράτος την τελευταία δεκαετία δαπάνησε περισσότερα από 50 δισεκατομμύρια ευρώ για την «άμυνα». Οι στρατιωτικές δαπάνες και σε απόλυτους αριθμούς, αλλά και σε ποσοστό του ΑΕΠ, έχουν ακολουθήσει μια ξέφρενα αυξητική πορεία κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, παρά τις περικοπές λιτότητας σχεδόν σε όλους τους άλλους τομείς. Ειδικά τη διετία 2021-2022, κυριολεκτικά εκτοξεύθηκαν, αφού έφτασαν λίγο κάτω από 4% του ΑΕΠ.

Το 2023 σε σύγκριση με το 2014, οι ελληνικές στρατιωτικές δαπάνες ήταν αυξημένες κατά 50,33%, ενώ την τελευταία πενταετία αυξήθηκαν πάνω από 73%! Συνολικά, για το 2024 αναμένεται να έχουν διατεθεί σε στρατιωτικούς σκοπούς δαπάνες ύψους 4,36 δισ. ευρώ, που ξεπερνούν το άθροισμα των δαπανών για τη δευτεροβάθμια και την τριτοβάθμια εκπαίδευση, ενώ το 2025 μόνο για τις παραλαβές των νέων φρεγατών Belharra θα δαπανηθούν 1,6 δισ. ευρώ. Έτσι, η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα που βρίσκεται σταθερά κάθε χρόνο στις τρεις πρώτες θέσεις των χωρών του ΝΑΤΟ στη σχετική λίστα.

Σε σύγκριση με την Τουρκία, καθ’ όλη τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας η Ελλάδα δαπάνησε κάθε χρόνο πολύ μεγαλύτερο ποσοστό του ΑΕΠ της για την «άμυνα». Μάλιστα, τα τελευταία τρία χρόνια το ποσοστό αυτό είναι πάνω από το διπλάσιο (και ως σχεδόν τριπλάσιο) σε σύγκριση με το αντίστοιχο ποσοστό της Τουρκίας, η οποία, αξίζει να θυμίσουμε ότι διεξάγει αυτή τη στιγμή πολεμικές επιχειρήσεις ταυτόχρονα στη Συρία και το Ιράκ, λειτουργεί στρατιωτικές βάσεις στη Λιβύη, τη Σομαλία και το Κατάρ, και έχει μόνιμη στρατιωτική παρουσία στη Βόρεια Κύπρο.

Αλλά και οι αμυντικές δαπάνες της Τουρκίας αυξάνονται σταθερά τα τελευταία χρόνια. Αυξήθηκαν κατά 37% το 2023 σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, ενώ η μεταβολή από το 2014 ήταν 59%. Και είναι αξιοσημείωτο για τον ανταγωνισμό στρατιωτικής ισχύος, το γεγονός ότι ενώ η Ελλάδα ουσιαστικά δεν διαθέτει καθόλου στρατιωτική βιομηχανία, η Τουρκία παράγει αεροσκάφη, drones, βαλλιστικούς πυραύλους, κανόνια, πολεμικά πλοία, άρματα μάχης και τεθωρακισμένα οχήματα.

Ωστόσο, στο πεδίο του στρατιωτικού ανταγωνισμού, τα προηγούμενα χρόνια αποτέλεσαν μια περίοδο αναβάθμισης της Ελλάδας έναντι της Τουρκίας, και πλέον έχει κλείσει αρκετά η «ψαλίδα» μεταξύ των στρατιωτικών δυνάμεων των δύο κρατών. Στην αεροπορία δε, με την προμήθεια επιπλέον 18 γαλλικών μαχητικών Rafale και με έναν ικανοποιητικό αριθμό υπερσύγχρονων αμερικανικών μαχητικών F-35 (η παραλαβή όλων αυτών των αεροσκαφών θα έχει ολοκληρωθεί πλήρως το 2028), αλλά και στο ναυτικό, με την προμήθεια γαλλικών φρεγατών Belharra, έχουμε πλέον μια σημαντική αλλαγή του συσχετισμού στρατιωτικής ισχύος προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης της Ελλάδας. Αυτή δεν μπορεί να την αναιρέσει η πιθανή τουρκική προμήθεια μαχητικών F-16 από τις ΗΠΑ, αφού π.χ. τα Rafale μπορούν να πλήξουν τα F-16 από πολύ μακριά, πριν ακόμα τα τελευταία αντιληφθούν τα πρώτα.

Παρά την προπαγάνδα τους περί συνεχών τουρκικών προκλήσεων, οι Έλληνες αστοί στη σύγκρουσή τους με την Τουρκία, κινούνται πολύ επιθετικά. Kεντρική τους επιδίωξη είναι να εμποδίσουν κάθε δυνατότητα συμμετοχής της Τουρκίας στην εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων της ΝΑ Μεσογείου. Στην απόπειρά τους αυτή, κάνουν όλες τις απαιτούμενες διεθνείς συμμαχίες σε οικονομικό, διπλωματικό και στρατιωτικό επίπεδο, επιχειρούν να αξιοποιήσουν πλήρως τη θέση τους στην ΕΕ και την Ευρωζώνη, καθώς και το γεγονός ότι η ορμητική ανάπτυξη του τουρκικού καπιταλισμού έχει πλέον ανακοπεί, και στην Τουρκία, τη σχετική σταθερότητα έχει διαδεχθεί μια εκρηκτική, κατά διαστήματα, αστάθεια. Επιπλέον, επιχειρούν να αξιοποιήσουν την έκθεση της Τουρκίας σε πολλά πολεμικά μέτωπα, και τις ασταθείς σχέσεις της με την ΕΕ και τις ΗΠΑ.

Γενικότερα, η ελληνική αστική τάξη ζει με το όραμα μιας ιστορικής εκδίκησης από την τουρκική αστική τάξη για τις μεγάλες ήττες που υπέστη από εκείνη στον 20ο αιώνα, δηλαδή στη Μικρά Ασία το 1922 και την Κύπρο το 1974. Γι’ αυτό, οραματίζεται να γίνει η πιο ισχυρή τοπική δύναμη στη ΝΑ Μεσόγειο με τις ευλογίες του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, και ταυτόχρονα η Τουρκία να στέκει όσο γίνεται πιο απομονωμένη από την καπιταλιστική Δύση, με τη ρετσινιά του «αβέβαιου συμμάχου». Με την πραγματοποίηση ενός τέτοιου συσχετισμού, οι Έλληνες αστοί θεωρούν ότι θα υποχρεώσουν την Τουρκία να κάνει υποχωρήσεις σε όλα τα ανοικτά πεδία της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης: θαλάσσιες ζώνες (Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη ή αλλιώς ΑΟΖ, Υφαλοκρηπίδα, χωρικά ύδατα), στρατιωτικοποίηση των νησιών, «γκρίζες ζώνες» στο Αιγαίο, Κυπριακό ζήτημα, μειονοτικό ζήτημα στη Θράκη.

Οι Τούρκοι αστοί από τη δική τους πλευρά, με την «ορμή» των δυο προηγούμενων δεκαετιών ανάπτυξης οι οποίες ισχυροποίησαν τον ιμπεριαλιστικό τους ρόλο στα Βαλκάνια, τη Δυτική Ασία και τη Μέση Ανατολή, δεν μπορούν να ανεχτούν να είναι αποκλεισμένοι από τις θαλάσσιες ζώνες της ΝΑ Μεσογείου. Έτσι, την τελευταία 10ετία, αξιοποιώντας την επέμβασή τους στη Λιβύη και τον κρίσιμο για την ΕΕ ρόλο τους στο προσφυγικό ζήτημα, ξεδίπλωσαν επιθέσεις σε όλα τα σημαντικά πεδία της σύγκρουσης τους με τους Έλληνες αστούς, με διάφορες διπλωματικές ενέργειες και διαρκή επίδειξη στρατιωτικής ισχύος.

Τα μεγάλα εθνικά ψεύδη για το Αιγαίο

Σε αυτό το σημείο, πρέπει να διευκρινίσουμε ότι η τεκμηρίωση των «εθνικών δικαίων» που επικαλείται παραδοσιακά η ελληνική άρχουσα τάξη για να θεμελιώνει τα «αναφαίρετα κυριαρχικά της δικαιώματα στο Αιγαίο» έναντι της τουρκικής, είναι διάτρητη. Ας δούμε λοιπόν τι ισχύει πραγματικά στο θέμα αυτό.

Καταρχάς, το ελληνικό αστικό κράτος στο θέμα της τήρησης της διεθνούς νομιμότητας στο Αιγαίο, ξεκινά με αυτό που κάποιος θα μπορούσε να αποκαλέσει «γκολ από τα αποδυτήρια». Παραβιάζει ανοικτά και συστηματικά τις Συνθήκες της Λωζάνης (1923) και των Παρισίων (1947) που ρητά προβλέπουν τη σχεδόν πλήρη αποστρατιωτικοποίηση των νησιών (με εξαίρεση μόνο κάποιες πολύ μικρές δυνάμεις σε Λέσβο, Χίο, Σάμο και Ικαρία).

Το συμφωνημένο αποστρατιωτικοποιημένο καθεστώς, σημαίνει πως στα νησιά δεν θα πρέπει να γίνονται στρατιωτικές πτήσεις και γενικά στρατιωτικές ενέργειες, και ασφαλώς στρατιωτικές ασκήσεις. Αντίθετα, το ελληνικό κράτος, όχι μόνο κάνει τέτοιες, αλλά διατηρεί δυνάμεις σε Ρόδο και Λέσβο στο μέγεθος ολόκληρης μεραρχίας, σε Σάμο, Χίο και Κω διαθέτει ολόκληρες ταξιαρχίες, ενώ στα υπόλοιπα νησιά υπάρχουν στρατιωτικές δυνάμεις σε επίπεδο ταγμάτων ή συνταγμάτων. Μάλιστα, αυτό δεν το κρύβει, και συχνά οι δυνάμεις αυτές επιθεωρούνται δημόσια, από υπουργούς μέχρι και τον πρωθυπουργό. Έτσι είναι φυσικό το ελληνικό αστικό κράτος να μη θέλει να συζητήσει το θέμα της αποστρατιωτικοποίησης των νησιών που θέτει διαρκώς η Τουρκία και να ισχυρίζεται ότι η μόνη ελληνοτουρκική διαφορά που παίρνει συζήτηση είναι το θέμα οριοθέτησης των δύο εκ των ειδών των θαλασσίων ζωνών, δηλαδή της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ.

Ωστόσο, αντικειμενικά, μια ακόμα μεγάλη διαφορά ανάμεσα στα δύο κράτη είναι και το άλλο είδος θαλάσσιας ζώνης, τα χωρικά ύδατα (ή αλλιώς «εγχώρια ύδατα», «αιγιαλίτιδα ζώνη», «χωρική θάλασσα»). Τα χωρικά ύδατα αποτελούν τη φυσική επέκταση της εθνικής κυριαρχίας ενός κράτους πέρα από τις ακτές, προς τη θάλασσα. Η επέκταση αυτή περιλαμβάνει τα νερά, τον βυθό, το υπέδαφος και τον εναέριο χώρο, και αποτελεί το έδαφος στο οποίο το κράτος ασκεί «πλήρη κυριαρχία». Το μέγεθος των χωρικών υδάτων καθορίστηκε το 1982 από τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS), η οποία τέθηκε σε ισχύ επίσημα από το 1994. Προβλέπει ότι τα χωρικά ύδατα καθορίζονται «μέχρι σημείου που δεν υπερβαίνει 12 ναυτικά μίλια» με απόφαση του κάθε κράτους, χωρίς να απαιτείται η ρητή συναίνεση των γειτονικών χωρών ή της διεθνούς κοινότητας.

Όμως στο Αιγαίο, σε σχέση με τα χωρικά ύδατα υπάρχουν τα εξής προβλήματα. Καταρχάς, υπάρχει ένα σοβαρό αντικειμενικό ζήτημα. Στις υπάρχουσες γεωγραφικές συνθήκες και με τη νομική πραγματικότητα της ελληνικής εδαφικής κυριαρχίας στα νησιά του Αιγαίου, αν η Ελλάδα επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 ν.μ. από κάθε ακτή της ελληνικής επικράτειας, συμπεριλαμβανομένων δηλαδή των ελληνικών νησιών, αυτό θα σημάνει τη μετατροπή του πελάγους ουσιαστικά σε μια ελληνική λίμνη, χωρίς προσβάσιμα διεθνή ύδατα για ελεύθερη διέλευση πλοίων τρίτων χωρών, γεγονός που ντε φάκτο εναντιώνεται σε κάθε έννοια διεθνούς δικαίου για τη θάλασσα. Συγκεκριμένα, αν αυτό συμβεί, θα έχουμε ελληνική κυριαρχία στο 71,5% σχεδόν της επιφάνειας του πελάγους, ενώ τα διεθνή ύδατα, όχι απλά θα μειώνονταν από 56% σε 26%, αλλά στην πράξη θα καταργηθούν, αφού θα δημιουργηθούν στο Αιγαίο 6 κλειστές λίμνες διεθνών υδάτων από τις οποίες δεν θα μπορεί κανείς να διέλθει ελεύθερα χωρίς να περάσει πρώτα από ελληνικά χωρικά ύδατα.

Επιπλέον, μια επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ. αντικειμενικά θα απέβαινε ευθέως σε βάρος της κυριαρχίας του τουρκικού κράτους, αφού θα απέκοπτε την επικοινωνία μεταξύ τουρκικών λιμανιών. Έτσι, μετά από αυτά, καταλαβαίνουμε εύκολα το γιατί η Τουρκία έχει αρνηθεί να υπογράψει την UNCLOS (σε αντίθεση με την Ελλάδα η οποία την επικύρωσε το 1995) και γιατί από τον Ιούνιο του 1995, με απόφαση της τουρκικής Βουλής, η επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ. έχει επίσημα κηρυχθεί σε αιτία πολέμου ή αλλιώς σύμφωνα με τον λατινικό διπλωματικό όρο, σε «casus belli». Πάνω από όλα, καταλαβαίνουμε και το πόσο επιθετική και προκλητική είναι αντικειμενικά η επίκληση από την πλευρά της ελληνικής άρχουσας τάξης του «δικαιώματός» της στην επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ.

Ωστόσο, παρά τους διαχρονικούς λεονταρισμούς της ελληνικής άρχουσας τάξης, η Ελλάδα σύμφωνα με νόμο που ισχύει από το 1936 και επικαιροποιήθηκε το 1973, έχει επισήμως χωρικά ύδατα στα 6 ν.μ. Και αντίθετα με την κυριαρχούσα εντύπωση, με τη σημερινή κατάσταση των πραγμάτων, το μεγαλύτερο μέρος του Αιγαίου (περίπου 56%) είναι διεθνή και όχι ελληνικά ύδατα, ενώ χωρικά ύδατα 6 ν.μ. έχει και η Τουρκία στο Αιγαίο και στη Μεσόγειο μέχρι τον κόλπο της Αττάλειας (στη Μαύρη Θάλασσα όμως, έχει 12 ν.μ.).

Όμως, ενώ υπό τον φόβο ενός πολέμου και μιας διεθνούς κατακραυγής το ελληνικό κράτος δεν έχει επεκτείνει τα χωρικά του ύδατα, εντελώς αυθαίρετα, θεωρεί ως εθνικό εναέριο χώρο τα 10 ν.μ. Αλλά με βάση το Διεθνές Δίκαιο, ο εναέριος χώρος μιας χώρας οφείλει να συμπίπτει με τα χωρικά της ύδατα. Πάνω σ’ αυτή τη βάση, κάθε πτήση τουρκικού αεροσκάφους εντός αυτών των 10 ν.μ. θεωρείται ως «παραβίαση του εθνικού εναέριου χώρου» από το ελληνικό κράτος, γεγονός που αντικειμενικά με βάση το Διεθνές Δίκαιο δεν ισχύει.

Οι έννοιες της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ ήρθαν έντονα στο προσκήνιο τις τελευταίες 4-5 δεκαετίες, όπου άρχισε να τίθεται όλο και πιο πολύ στο προσκήνιο το ζήτημα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης της θάλασσας και του υπεδάφους της. Σύμφωνα με την UNCLOS, η υφαλοκρηπίδα ενός παράκτιου κράτους αποτελείται από τον βυθό της θάλασσας σε ακτίνα 200 ν.μ. από την ακτή. Το παράκτιο κράτος έχει συγκεκριμένα κυριαρχικά δικαιώματα επί της υφαλοκρηπίδας και συγκεκριμένα, στην εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου του εδάφους και του υπεδάφους του βυθού (πετρέλαιο, φυσικό αέριο, μέταλλα).

Σύμφωνα με την ίδια συνθήκη, ΑΟΖ θεωρείται η θαλάσσια έκταση που εκτείνεται επίσης στα 200 ν.μ. από την ακτογραμμή, εντός της οποίας ένα κράτος έχει δικαίωμα έρευνας ή άλλης εκμετάλλευσης των θαλασσίων πόρων, συμπεριλαμβανομένης της παραγωγής ενέργειας από το νερό και τον άνεμο, αλλά και στον βυθό και στο υπέδαφος, όπως και το δικαίωμα δημιουργίας τεχνητών νησίδων και άλλων κατασκευών. Ενώ η υφαλοκρηπίδα αναφέρεται μόνο στον βυθό και στο θαλάσσιο υπέδαφος, η ΑΟΖ αναφέρεται εκτός από αυτά, και στα υπερκείμενα θαλάσσια νερά, άρα κατά κάποιο τρόπο η πρώτη είναι υποσύνολο της δεύτερης.

Τυπικά, η υφαλοκρηπίδα υφίσταται αυτόματα, χωρίς να απαιτείται κάποια ενέργεια εκ μέρους του παράκτιου κράτους, ενώ η ΑΟΖ δεν υπάρχει παρά μόνο αν κηρυχθεί επίσημα. Όμως, κι αυτό είναι το σημαντικότερο, στην UNCLOS επίσης ορίζονται τα εξής: α) ότι στην περίπτωση κρατών με έναντι κείμενες ή προσκείμενες ακτές των οποίων η υφαλοκρηπίδα εφάπτεται όπως δηλαδή η περίπτωση της Ελλάδας και της Τουρκίας, η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας πραγματοποιείται κατόπιν συμφωνίας, και επίσης β) ότι στο ζήτημα της ΑΟΖ δεν μπορεί να γίνει μονομερής κήρυξη σε περίπτωση κατά την οποία η διαθέσιμη θαλάσσια περιοχή δεν επαρκεί ώστε όλοι οι ενδιαφερόμενοι να λάβουν ΑΟΖ πλάτους 200 ν.μ., όπως πάλι συμβαίνει στην περίπτωση της Ελλάδας και της Τουρκίας (αλλά και συνολικά στη Μεσόγειο θάλασσα).

Κατά συνέπεια, το μόνο απόλυτα σίγουρο και αδιαμφισβήτητο στοιχείο που απορρέει από το ισχύον Διεθνές Δίκαιο για την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ στο Αιγαίο είναι ότι για τον προσδιορισμό τους απαιτείται μια κοινά αποδεκτή διευθέτηση–συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, η οποία σε ό,τι αφορά την υφαλοκρηπίδα θα μπορούσε να προκύψει και μέσα από μια κοινή προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Κεντρικό ζήτημα είναι το αν για αυτές τις θαλάσσιες ζώνες υπάρχει ή όχι «πλήρης επήρεια» των νησιών, αν δηλαδή τα όρια θα προσδιοριστούν με σημείο αναφοράς τις ακτές των ελληνικών νησιών. Αν γίνει κάτι τέτοιο, αυτονόητα ουσιαστικά θα αποκλείει την Τουρκία από κάθε οικονομικό δικαίωμα στη θάλασσα που βρέχει τις ακτές της, οπότε οι Έλληνες αστοί που υποστηρίζουν κάτι τέτοιο, ουσιαστικά είναι ξεκάθαρα εκείνοι που προκαλούν και επιτίθενται στη συγκεκριμένη περίπτωση.

Γενικότερα, στις ως τώρα σχετικές διεθνείς δικαστικές αποφάσεις, παρότι η «πλήρης επήρεια» των νησιών με οικονομική ζωή αναγνωρίζεται περισσότερο από το 1990 και μετά, την ίδια στιγμή, όπως αναφέρεται και σε άρθρο που δημοσιεύθηκε στις 13/10/2019 στη γνωστή δεξιά εφημερίδα Πρώτο Θέμα (Μ. Στούκας, Οι αποφάσεις Διεθνών Δικαστηρίων για τις ΑΟΖ – τι σημαίνουν για την Ελλάδα) «οι αποφάσεις είναι συχνά διαφορετικές, δεν υπάρχει δεδικασμένο και φαίνεται ότι τα Διεθνή Δικαστήρια προσπαθούν να δυσαρεστήσουν τους αντίδικους όσο γίνεται λιγότερο». Έτσι π.χ. για τον καθορισμό ΑΟΖ ανάμεσα σε Γαλλία και Βρετανία δεν λήφθηκαν καθόλου υπόψη τα βρετανικά νησιά που βρίσκονται κοντά στη Γαλλία.

Ως σήμερα, στην υπόθεση των θαλασσίων ζωνών, οι δύο άρχουσες τάξεις κάθε άλλο παρά είχαν ως προτεραιότητα την αμοιβαία συνεννόηση. Η εξίσου αντιδραστική και ιμπεριαλιστική με την ελληνική, τουρκική άρχουσα τάξη, ιδιαίτερα μέσα από τις απόπειρες για γεωτρήσεις στην κυπριακή ΑΟΖ και την εν ψυχρώ αγνόηση ελληνικών νησιών στην κήρυξη ΑΟΖ με τη Λιβύη το 2019 και το 2022, έκανε επίδειξη δύναμης. Και ως απάντηση, το ελληνικό κράτος το 2020 υπέγραψε συμφωνία κήρυξης ΑΟΖ με την Αίγυπτο. Γενικότερα σε συνεργασία με την Κύπρο, το Ισραήλ και την Αίγυπτο, και με το πατρονάρισμα της παραδοσιακά ισχυρής ιμπεριαλιστικής δύναμης στη Μεσόγειο, Γαλλίας, επιχειρεί σταθερά μέσω της διεκδίκησης πλήρους επήρειας για την ΑΟΖ των νησιών και ιδιαίτερα του ακριτικού Καστελόριζου, να περιορίσει της Τουρκίας σε μια λεπτή και ασήμαντη οικονομικά, θαλάσσια ζώνη γύρω από την ηπειρωτική ακτογραμμή της, αποκλείοντάς την εντελώς από τα κοιτάσματα υδρογονανθράκων.

Η αιτία της παρούσας ύφεσης στα «ελληνοτουρκικά» και οι δυνατότητες για μια συμφωνία

Ωστόσο, τον τελευταίο 1,5 χρόνο έχει κάνει την εμφάνισή της μια διαδικασία ύφεσης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, με τη μείωση των εκατέρωθεν αναχαιτίσεων αεροσκαφών, την υπογραφή Μνημονίων και Συμφωνιών εμπορικής, επενδυτικής και άλλων ειδών συνεργασίας, με κοινές Δηλώσεις και Διακηρύξεις, όπως η περιβόητη Διακήρυξη των Αθηνών του 2023, στην οποία μεταξύ άλλων αναφέρεται ότι τα δύο κράτη δεσμεύονται «να απέχουν από κάθε δήλωση, πρωτοβουλία, ή ενέργεια που θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τη διατήρηση της ειρήνης και της σταθερότητας στην περιοχή τους». Πώς μπορεί λοιπόν να εξηγηθεί αυτή η ξαφνική ύφεση, ενώ για 6 συνεχή χρόνια είχαμε μια διαρκή κλιμάκωση της έντασης;

Ο βασικός λόγος είναι τα άμεσα συμφέροντα του αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Η όλο και πιο ανοικτή στρατιωτική του σύγκρουση με τη Ρωσία στην Ουκρανία, η κλιμάκωση του ανταγωνισμού του με την Κίνα και η ανάδειξη απειλής από τις BRICS, επιβάλει σήμερα στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό να συσπειρώσει τις γραμμές του ΝΑΤΟ στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό. Η αντιπαράθεση Ελλάδας και Τουρκίας είναι μια χρόνια πληγή στη ΝΑ πτέρυγα της ιμπεριαλιστικής δυτικής συμμαχίας, και με τη διαρκή ένταση της περιόδου 2016-2022 απειλήθηκε να κακοφορμίσει. Το τελευταίο που θα ήθελαν οι Αμερικανοί ιμπεριαλιστές στις παρούσες συνθήκες είναι πολεμικά επεισόδια μεταξύ δυο σημαντικών για την περιοχή κρατών μελών του ΝΑΤΟ. Έτσι είναι εμφανές ότι έχουν ασκήσει και προς τις δύο πλευρές ισχυρές πιέσεις ώστε αυτή η ανοικτή πληγή να κλείσει όπως-όπως, με διάλογο και συμφωνίες, οι οποίες τουλάχιστον θα μπορούν να παρατείνουν όσο γίνεται περισσότερο μια κατάσταση «μη πολέμου».

Επιπλέον, ιδιαίτερη σημασία για τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό έχει συγκεκριμένα ο ρόλος της Τουρκίας. Οι τάσεις αυτονόμησης και ενδυνάμωσης του δικού της ιδιαίτερου ιμπεριαλιστικού ρόλου στην ευρύτερη περιοχή της Μ. Ανατολής, της Κ. Ασίας και της Β. Αφρικής, σε σύγκρουση με πιστούς συμμάχους των ΗΠΑ όπως το Ισραήλ, η δήλωση πρόθεσης για ένταξη στις BRICS και η υιοθέτηση μιας δικής της ανεξάρτητης γραμμής ήπιων σχέσεων με τη Ρωσία, έχουν ανησυχήσει τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό, ο οποίος κατανοεί ότι δεν έχει την πολυτέλεια να χάσει έναν τόσο ζωτικό σύμμαχο, ο οποίος βρίσκεται κοντά στο μαλακό υπογάστριο της Ρωσίας.

Συνεπώς, για να εξευμενίσει την Τουρκία ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός είναι υποχρεωμένος να κάνει παραχωρήσεις. Έτσι, παρότι η Τουρκία έχει αγοράσει (παρά τις αμερικανικές πιέσεις) το ρωσικό αντιπυραυλικό σύστημα S-400 και το διατηρεί σε επιχειρησιακή ετοιμότητα, οι Αμερικανοί ιμπεριαλιστές, σύμφωνα και με τις πρόσφατες δηλώσεις του Τούρκου υπουργού Άμυνας, φέρονται πλέον διατεθειμένοι να δώσουν όχι μόνο F-16 στην Τουρκία, αλλά και F-35, τα οποία μέχρι τώρα της τα αρνούνταν ως αντίποινα για την προμήθεια των ρωσικών όπλων. Ως προέκταση αυτών των παραχωρήσεων λοιπόν, έρχεται και η πίεση προς την Ελλάδα να δεχθεί να υποχωρήσει από την αδιαλλαξία της και να δεχθεί μια μορφή συγκυριαρχίας στις θαλάσσιες ζώνες στο Αιγαίο. Όλα αυτά εξηγούν και την ιδιαίτερη προθυμία του Ερντογάν να περιορίσει τη σκληρή ρητορική της «Γαλάζιας Πατρίδας» για εσωτερική κατανάλωση και να εμφανίζεται ως υπέρμαχος μιας μεγάλης συμφωνίας ειρήνευσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων.

Τι είναι αυτό όμως, που σπρώχνει την κυβέρνηση Μητσοτάκη προς την ίδια κατεύθυνση; Δεν πρόκειται φυσικά, ούτε για φιλειρηνισμό, ούτε για μια νέα διπλωματική τακτική που έχει ως στόχο το να κερδηθούν παραχωρήσεις από την πλευρά της Τουρκίας και να ικανοποιηθούν τα ελληνικά «εθνικά δίκαια». Η απάντηση είναι απλή. Είναι η ίδια αιτία που την έχει οδηγήσει να υποστηρίζει φανατικά, διπλωματικά και στρατιωτικά, την παρανοϊκή μαριονέτα του δυτικού ιμπεριαλισμού, τον Ζελένσκι, ενάντια στη Ρωσία, αλλά και την ισραηλινή βαρβαρότητα στη Μ. Ανατολή. Είναι η απόλυτη και πλήρης υποταγή της στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό.

Ωστόσο, η παραδοσιακά και αποδεδειγμένα αμερικανόδουλη ελληνική άρχουσα τάξη, δεν έχει ενιαία στάση πάνω στο θέμα της συμφωνίας με την Τουρκία. Από τη μία πλευρά ένα τμήμα της στοιχίζεται με τον Μητσοτάκη, θεωρώντας ότι προέχει το να μείνουν αδιατάρακτες οι σχέσεις της με τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό, επικαλούμενη και τη θετική επίδραση που θα έχει για τα κρατικά οικονομικά μια μακροχρόνια ειρήνευση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, μέσω της δυνατότητας μείωσης των στρατιωτικών δαπανών.

Χαρακτηριστικός εκπρόσωπος αυτής της γραμμής είναι ο επικεφαλής της Τράπεζας της Ελλάδας, Γ. Στουρνάρας. Σε μια δημόσια τοποθέτησή του στις 26/9/24, τόνισε το «δυσανάλογα μεγάλο βάρος των αμυντικών δαπανών που φέρει ο Έλληνας φορολογούμενος σε σχέση με τους φορολογούμενους όλων των άλλων χωρών-μελών της ζώνης του ευρώ» και τόνισε ότι «θα ήταν ευχής έργον να υπάρξει συμφωνία για την διευθέτηση της μείζονος διαφοράς μας με την Τουρκία, δηλαδή την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών, γεγονός που αναμφίβολα θα δημιουργήσει τις συνθήκες για μακρά και βιώσιμη ειρήνη, για ευημερία στην περιοχή και ειδικά στη χώρα μας».

Από την άλλη πλευρά, ένα σημαντικό μέρος της άρχουσας τάξης, όπως εκφράστηκε χαρακτηριστικά από τη δημόσια ρήξη του Σαμαρά και του Καραμανλή με την πολιτική του Μητσοτάκη στα ελληνοτουρκικά, έχει μια στάση εχθρική απέναντι στην ιδέα μιας συμφωνίας. Αναμφίβολα, στη στάση αυτού του τμήματος της ελληνικής άρχουσας τάξης εκφράζεται η συνήθης πατριδοκαπηλία, στον βωμό συγκεκριμένων πολιτικών σκοπιμοτήτων. Ωστόσο, υπάρχουν και τα ίδια τα πραγματικά συμφέροντα της ελληνικής αστικής τάξης στη συγκεκριμένη, ιστορική σύγκρουση με την τουρκική, και αυτά δεν πρέπει να τα ξεχνάμε. Από αυτή τη σκοπιά λοιπόν, είναι δεδομένο ότι αυτό το τμήμα της άρχουσας τάξης δυσφορεί με την ιδέα μιας συμφωνίας, γιατί κατανοεί ότι αυτή θα έχει ως κόστος την απεμπόληση «εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων», δηλαδή πάγιων θέσεων της ελληνικής άρχουσας τάξης στον αντιδραστικό ανταγωνισμό της έναντι της τουρκικής.

Πράγματι, για να υπάρξει μια συναινετική λύση μεταξύ της ελληνικής και της τουρκικής αστικής τάξης στο ζήτημα των θαλάσσιων ζωνών του Αιγαίου, το ελληνικό αστικό κράτος θα πρέπει αναπόφευκτα να παραιτηθεί μια για πάντα από τις (επιθετικές) παραδοσιακές αξιώσεις του στα χωρικά ύδατα (12 ναυτικά μίλια) και από την (αυθαίρετη) στρατιωτικοποίηση των νησιών. Διαφορετικά η συμφωνία δεν μπορεί να εφαρμοστεί. Αυτές οι υποχωρήσεις, ανεξάρτητα από το τι θέλει να επιβάλει σήμερα ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός, δεν πρόκειται ποτέ να αποσπάσουν τη συναίνεση της πλειονότητας της ελληνικής άρχουσας τάξης, γιατί έρχονται σε σύγκρουση με το DNA της ύπαρξής της ως τοπική ιμπεριαλιστική τάξη. Σε τελική ανάλυση, μόνο μετά από έναν χαμένο πόλεμο θα μπορούσε να παραιτηθεί από αυτά τα κυριαρχικά δικαιώματα. Καμία ελληνική αστική κυβέρνηση δεν μπορεί να σηκώσει στην πλάτη της αυτές τις υποχωρήσεις, χωρίς να υποστεί μεγάλη φθορά και τελικά την κατάρρευση ως αποτέλεσμα των ενδοαστικών αντιπαραθέσεων.

Μήπως όμως μέσα από τη διαδικασία διαλόγου, η ελληνική άρχουσα τάξη μπορεί να λάβει ως αντάλλαγμα υποχωρήσεις της Τουρκίας σε άλλα πεδία, για να δεχθεί αυτή τη συμφωνία; Τα πεδία αυτά θα έπρεπε να είναι οι λεγόμενες «γκρίζες ζώνες» στο Αιγαίο, δηλαδή το καθεστώς δεκάδων νησίδων, οι οποίες δεν αναφέρονται σαφώς στις διεθνείς συνθήκες που ορίζουν τα ελληνοτουρκικά σύνορα, ή και το Κυπριακό ζήτημα. Ωστόσο, με βάση το γεγονός ότι ο «προξενητής» σε αυτή τη συμφωνία, αμερικανικός ιμπεριαλισμός, όπως προαναφέραμε έχει ανάγκη πρώτα απ’ όλα να εξευμενίσει την Τουρκία για να την επαναφέρει σε σταθερή φιλοδυτική-νατοϊκή τροχιά, τέτοιες υποχωρήσεις αποκλείονται.

Γενικότερα, η Τουρκία – και μάλιστα την ώρα που θα λαμβάνει συναινετικά μια ΑΟΖ που θα εκτείνεται πίσω από «την πλάτη» δεκάδων ελληνικών νησιών – δεν έχει καμία λογική να αναγνωρίσει ότι μια σειρά από πολύ κοντινές στις ακτές της και κρατικά αταξινόμητες βραχονησίδες ανήκουν στην Ελλάδα. Επίσης, στο Κυπριακό, το 1974, η Τουρκία έχει κάνει από τη σκοπιά των ιμπεριαλιστικών της συμφερόντων και σχεδίων, μια μεγάλη ιστορική κατάκτηση, καταλαμβάνοντας σχεδόν το 40% του νησιού, διατηρώντας εκεί μόνιμο στρατό και εποικίζοντάς το. Δεν είναι δυνατό να υποχωρήσει εύκολα από αυτή την ιστορική κατάκτηση, για χάρη μιας αβέβαιης και ασταθούς από τη φύση της συμφωνίας με την Ελλάδα στο Αιγαίο.

Όλα αυτά δείχνουν ότι οι δυνατότητες για μια βιώσιμη και αμοιβαία επωφελή συμφωνία είναι ανύπαρκτες. Δεν υπάρχει κανένας τρόπος σήμερα μια τέτοια συμφωνία να έχει οφέλη για την ελληνική άρχουσα τάξη. Θα έχει βασικά μόνο κόστος, και γι’ αυτό, όσο αμερικανόδουλη κι αν είναι η κυβέρνηση Μητσοτάκη, θα είναι δύσκολο να επιμείνει σε αυτήν και να την επιβάλει. Αν το κάνει, το τίμημα θα είναι πολύ βαρύ, και όπως σαφώς εκτίμησε ο Παπαχελάς στο άρθρο του που παραθέσαμε πιο πάνω, αυτή η συμφωνία «δεν θα περνούσε από τη Βουλή».

Οι διαφορές Ελλήνων και Τούρκων αστών δεν λύνονται, «κόβονται»

Τι μας δείχνουν όλα αυτά; Ότι σε τελική ανάλυση, οι ιστορικές διαφορές μεταξύ ελληνικής και τουρκικής άρχουσας τάξης σε όλα τα βασικά τους πεδία είναι ιστορικά αγεφύρωτες. Θα συνεχίσουν να υπάρχουν, και σε τελική ανάλυση, όσο υπάρχει και από τις δύο πλευρές του Αιγαίου καπιταλισμός, θα τείνουν να οδηγούν σε πόλεμο.

Φυσικά ο πόλεμος δεν θα είναι ποτέ η πρώτη τους επιλογή. Σήμερα οι δύο συγκρουόμενες αστικές τάξεις δεν αισθάνονται έτοιμες να λύσουν τις διαφορές τους με μια πολεμική αναμέτρηση. Οι οικονομικές κρίσεις τα τελευταία 25 χρόνια, έχουν ταλανίσει σοβαρά και τις δύο. Η ελληνική οικονομία μόλις σήμερα επιστρέφει στην κατάσταση των αρχών της περασμένης δεκαετίας. Ένας πόλεμος με την Τουρκία σ’ αυτές τις συνθήκες, θα είχε βαρύτατες οικονομικές συνέπειες για δεκαετίες. Αλλά και για την Τουρκία, η οποία έχει επίσημο πληθωρισμό κοντά στο 70%, τις εσωτερικές πληγές από τον τρομακτικό σεισμό ακόμα νωπές, τον στρατό της να μην έχει ακόμη συνέλθει από τις σαρωτικές εκκαθαρίσεις Ερντογάν, μια αυξανόμενη έκθεση σε πολεμικά μέτωπα στα ανατολικά και με τις τουρκικές εξαγωγές προς την ΕΕ να είναι πάνω από το 50% του συνόλου, ένας πόλεμος με κράτος μέλος της ΕΕ που διαθέτει υπεροπλία σε αέρα και θάλασσα, «σύμμαχο» στο ΝΑΤΟ και διαρκή συνδιεκδικητή στρατιωτικής εύνοιας από τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό, θα μπορούσε να αποβεί μοιραίος για τη διεθνή της θέση.

Ο αποκλεισμός της άμεσης προοπτικής ενός πολέμου, φυσικά δεν σημαίνει καθόλου και αποκλεισμό της άμεσης πιθανότητας ενός θερμού επεισοδίου, δηλαδή μιας μικρής διάρκειας, μη εκτεταμένης πολεμικής εμπλοκής. Αντίθετα, αυτό θα πρέπει να αναμένεται ανά πάσα στιγμή, είτε ως ατύχημα λόγω της διαρκούς στρατιωτικής έντασης, είτε ως μέσο πίεσης από τη μία ή την άλλη πλευρά, όταν θεωρείται ότι οι «προκλήσεις» του αντιπάλου έχουν ξεπεράσει ένα ορισμένο ανεκτό όριο, είτε προς «εκτόνωση» εσωτερικών προβλημάτων.

Γενικότερα όμως, βλέποντας τις εξελίξεις από μια ιστορική σκοπιά, πρέπει να πούμε ότι η μακροπρόθεσμη στρατηγική και των δύο αρχουσών τάξεων δεν στηρίζεται στην επιδίωξη μιας «ειρηνικής επίλυσης των διαφορών», αλλά στο κέρδισμα χρόνου για την καλύτερη δυνατή προετοιμασία για έναν μελλοντικό πόλεμο. Σε τελική ανάλυση, οι κάθε είδους συνομιλίες και διαδικασίες «ειρήνευσης σχέσεων», όπως αυτή που εξελίσσεται τους τελευταίους μήνες, ή ακόμα και οι θεωρητικά πιθανές συμφωνίες, ανεξάρτητα από τις διακηρύξεις ή τις ειδικές σκοπιμότητες που θα τις επιβάλουν, εκ των πραγμάτων θα συνιστούν ένα τέτοιο κέρδισμα χρόνου.

Ελληνοτουρκικός πόλεμος και κομμουνιστές

Από τη σκοπιά των εργατικών συμφερόντων, ο ελληνοτουρκικός πόλεμος θα είναι ένα βαθιά αντιδραστικό γεγονός. Θα φέρει όχι μόνο φυσικές απώλειες, αλλά και ένα νοσηρό εθνικιστικό κλίμα, που για μια περίοδο θα τείνει να αναστείλει εντελώς την ταξική πάλη και θα υπονομεύσει βαθιά τη ζωτική υπόθεση της κοινής διεθνιστικής πάλης Ελλήνων και Τούρκων εργατών. Η εργατική τάξη σε Ελλάδα και Τουρκία θα κάνει αρκετά χρόνια να συνέλθει από έναν τέτοιο πόλεμο.

Έτσι, το στοιχειώδες καθήκον των κομμουνιστών και στις δύο πλευρές του Αιγαίου, είναι εξηγώντας τον αντιδραστικό χαρακτήρα της σύγκρουσης Ελλήνων και Τούρκων αστών, να αντιπαλέψουν αλληλέγγυα και αδελφικά την πολεμοχαρή πολιτική των αστικών τους τάξεων, αποκαλύπτοντας τα ψεύδη και την υποκρισία τους. Να τονίζουν ότι οι δυο λαοί, σε αντίθεση με τις αστικές τάξεις, όχι μόνο δεν έχουν διαφορές, αλλά έχουν μονάχα κοινά συμφέροντα. Πάνω σ’ αυτή τη βάση, οι κομμουνιστές και στις δύο χώρες οφείλουν να μην κάνουν την παραμικρή παραχώρηση στην υπεράσπιση «εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων», αλλά να εκφράζουν πολιτικά μόνο τα κοινά ελληνοτουρκικά προλεταριακά συμφέροντα και την ανάγκη για μια συντονισμένη πάλη ενάντια στον καπιταλισμό και τον πόλεμο.

Από αυτή, τη μόνη κομμουνιστική, λενινιστική, σκοπιά, η διαχρονικά σοσιαλσωβινιστική πολιτική της σταλινικής ηγεσίας του ΚΚΕ, αλλά και του αδελφού της μέσα από τη νεοϊδρυμένη συμμαχία της Ευρωπαϊκής Κομμουνιστικής Δράσης, ΚΚ Τουρκίας, είναι απαράδεκτη και ανεπίτρεπτη. Και τα δύο κόμματα, παρά τους επίσημους όρκους πίστης στον «μαρξισμό-λενινισμό» με τις διακηρύξεις και δημόσιες τοποθετήσεις τους υπερασπίζουν, άλλες φορές καλυμμένα και άλλοτε ξεδιάντροπα, αντί για τον προλεταριακό διεθνισμό, τον αστικό πατριωτισμό. Η σταλινική ηγεσία του ΚΚΕ, πλειοδοτεί στην υπεράσπιση των ελληνικών «κυριαρχικών δικαιωμάτων» στο Αιγαίο, ενώ το ισχύον πρόγραμμα του ΚΚ Τουρκίας τονίζει ότι αυτό «εργάζεται για την ανάπτυξη της πατριωτικής συνείδησης μεταξύ των εργαζομένων και των εργατικών μαζών». Με αυτήν την πολιτική, αντικειμενικά, οι σταλινικοί όχι μόνο δεν αντιπαλεύουν την προοπτική του πολέμου, αλλά ετοιμάζονται να ταχθούν ανοικτά στο πλάι των αρχουσών τους τάξεων όταν αυτός ξεσπάσει.

Έτσι λοιπόν, το ιστορικό καθήκον της εκπροσώπησης του κοινού πόθου των Ελλήνων και των Τούρκων εργατών να απαλλαγούν από τη διαρκή σκιά του πολέμου που ρίχνει στη ζωή τους ο ανταγωνισμός μεταξύ του ελληνικού και του τουρκικού μεγάλου κεφαλαίου, πέφτει στους ώμους των γνήσιων επαναστατών κομμουνιστών σε Ελλάδα και Τουρκία, με επίκεντρο την κοινή πάλη για την κατάκτηση της εξουσίας από το ελληνικό και το τουρκικό προλεταριάτο, ως το μέσο για την πραγματοποίηση μιας Σοσιαλιστικής Ομοσπονδίας της Ελλάδας, της Τουρκίας, της Κύπρου και των υπόλοιπων Μεσογειακών κρατών, στην προοπτική για τις Σοσιαλιστικές Πολιτείες ολόκληρου του κόσμου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου