ΟΚΔΕ
Αναδημοσίευση από την Εργατική Πάλη Οκτωβρίου 2023
Συμπληρώνονται φέτος 30 χρόνια από τις 3 Οκτώβρη του 1993, τη μέρα που έφυγε από κοντά μας η αξέχαστη συντρόφισσα Κατερίνα Γώγου, σε ηλικία μόλις 53 ετών. Η Κατερίνα Γώγου γεννήθηκε στην Αθήνα την 1η Ιουνίου 1940 και αυτοκτόνησε, δυστυχώς, με χάπια και αλκοόλ. Μπορεί σε πολλούς να είναι γνωστή ως «η ποιήτρια των Εξαρχείων», ωστόσο ήταν πολλά παραπάνω από αυτό.
Ξεκίνησε από μικρή καριέρα στην ηθοποιία αλλά αργότερα στράφηκε στην ποίηση. Εργάστηκε από μικρή ηλικία σε παιδικούς θεατρικούς θιάσους και στον κινηματογράφο, κυρίως σε ταινίες της Φίνος Φιλμς. Σπούδασε στην δραματική σχολή του Τάκη Μουζενίδη, μια από τις καλύτερες της εποχής, και στην σχολή χορού Πράτσικα, Ζουρούδη και Βαρούτη. Πρωτοεμφανίστηκε με το θίασο του Ντίνου Ηλιόπουλου, το 1961, στο έργο των Ευαγγελίδη – Μαρή «Ο Κύριος πέντε τοις εκατό». Οι ταινίες μέσα από τις οποίες τη θυμούνται οι περισσότεροι είναι αυτές που είχαν μεγάλη επιτυχία την περίοδο εκείνη, όπως «Το ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο» (1959) ή «Δεσποινίς διευθυντής» (1964). Σ’ αυτές συμμετείχε σε δευτερεύοντες ρόλους ερμηνεύοντας ανέμελες γυναίκες, καταφέρνοντας ωστόσο έστω στα λίγα λεπτά που της αναλογούσαν να αφήσει το στίγμα της.
Η αξία της αναγνωρίστηκε τόσο μέσα από την βραβευμένη της ερμηνεία στο «Βαρύ Πεπόνι» (1977), (βραβείο Α΄ γυναικείου ρόλου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης), όσο και μέσα από την θρυλική «Παραγγελιά» (1980) — και οι δύο ταινίες ήταν του σκηνοθέτη Παύλου Τάσιου, ο οποίος ανήκε στο χώρο του επαναστατικού μαρξισμού-τροτσκισμού. Τότε η Κατερίνα βρισκόταν ήδη στον κόσμο της ποίησης, και κυρίως εκπροσωπούσε τα θέλω του δικού της κόσμου, χωρίς να την σφίγγουν πια οι αλυσίδες. Η συμμετοχή της στις ταινίες αυτές δεν ήταν απλώς ερμηνείες ρόλων, αλλά καταγγελίες–γροθιά στη σαπίλα του καπιταλιστικού συστήματος, όπως αυτή αναδεικνύεται μέσα στην καθημερινότητα, τις κοινωνικές σχέσεις, κ.λπ. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 ασχολήθηκε με την ποίηση, εγκαταλείποντας τον κινηματογράφο, ενώ έπαιζε μόνο στο θέατρο. Σε όλες τις ποιητικές συλλογές που εξέδωσε φαίνεται ο αντισυμβατικός τρόπος γραφής της, καθώς και οι επαναστατικές ιδέες της. Οι στίχοι της είναι γεμάτοι οργή, τροφή για επανάσταση και καταγγελτικό λόγο για τη σήψη του καπιταλισμού. Μερικές από τις ποιητικές συλλογές της είναι: «Tρία κλικ αριστερά» το 1978, «Ιδιώνυμο» το 1980, «Το Ξύλινο Παλτό» το 1982, «Απόντες» το 1986, «Ο μήνας των παγωμένων σταφυλιών» το 1988, «Νόστος» το 1990 κ.ά.
Η ποίηση φάνηκε πως δεν ήταν απλώς μια στροφή στην καριέρα της, αλλά η φυσική εξελικτική της πορεία. Στην «Παραγγελιά», ταινία που αφορά στην υπόθεση Κοεμτζή, ακούμε την Κατερίνα να λέει ποιήματα από τις συλλογές της «Τρία κλικ αριστερά» (1978) και «Ιδιώνυμο» (1980). Κι όταν τη βλέπουμε μέσα σε έναν καθρέφτη να μουτζουρώνεται, τσαλακώνεται και να απαγγέλλει – καταγγέλλει πιο σωστά – «… Είναι Μαρία – δε θέλω να λέω ψέματα – δύσκολοι καιροί. Και θα ’ρθούνε κι άλλοι. Δεν ξέρω – μην περιμένεις κι από μένα πολλά – τόσα έζησα τόσα έμαθα τόσα λέω κι απ’ όσα διάβασα ένα κρατάω καλά: “Σημασία έχει να παραμένεις άνθρωπος”. Θα την αλλάξουμε τη ζωή παρ’ όλα αυτά Μαρία.», τότε ξέρουμε πως δεν είναι ο ρόλος αλλά η ίδια η σ. Κατερίνα που αγωνίζεται να αλλάξει τον κόσμο.
Ανήκε για πολλά χρόνια στον επαναστατικό μαρξισμό-τροτσκισμό και ήταν μέλος της ΟΚΔΕ για 2-3 χρόνια, δυστυχώς όταν η οργάνωση βρισκόταν σε κρίση το 1977-1978. Ήταν μια εξαιρετική συντρόφισσα με πολλές αρετές και ξεχώριζε για την αφοσίωσή της στην υπόθεση της εργατικής τάξης – της οποίας ένιωθε αναπόσπαστο μέλος της – στις επαναστατικές ιδέες και συμμετείχε σε όλους τους αγώνες. Η Κατερίνα δεν ήταν περιθωριακή, στήριζε τους περιθωριακούς· η αλληλεγγύη της ήταν απαράμιλλη και βοηθούσε το κίνημα και όποιον είχε ανάγκη.
Όταν έγραφε, το έκανε χωρίς περιορισμούς, χωρίς μέτρα και ομοιοκαταληξία, όμως με τρομακτική δύναμη κι ευαισθησία, μιλώντας για τους φίλους της, τα «μαύρα πουλιά» και τις φίλες της, που είναι «σύρματα τεντωμένα». Άλλωστε κι η ίδια έλεγε πως «Εκείνο που φοβάμαι πιο πολύ είναι μη γίνω “ποιητής”. Μην κλειστώ στο δωμάτιο ν’ αγναντεύω τη θάλασσα κι απολησμονήσω…». Μπορεί στο τέλος να έσβησε απομονωμένη, έχοντας την τραγική κατάληξη που σήμερα γνωρίζουμε, ωστόσο, όσο η κοινωνία αγριεύει από την κρίση του καπιταλισμού, η ανάγκη να τη διαβάζουμε και να τη φέρνουμε στη μνήμη μας, παρουσιάζεται πιο επιτακτική από ποτέ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου