Το κύριο άρθρο του νέου τεύχους της εφημερίδας ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ (αρ. 104, Μάρτιος 2023). Αναπτύσσει τη θέση μας για την επικείμενη εκλογική μάχη στο φως των διεθνών και εγχώριων οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών εξελίξεων και στο φόντο του κρατικού-κυβερνητικού-καπιταλιστικού εγκλήματος στα Τέμπη.
Η Ελλάδα σε λίγες βδομάδες εισέρχεται και επίσημα σε προεκλογική περίοδο, μέσα στο ιδιαίτερα ταραγμένο και ασταθές διεθνές περιβάλλον που διαμορφώνουν από τη μία πλευρά η κλιμάκωση της ιμπεριαλιστικής σύγκρουσης στην Ουκρανία και των κολοσσιαίων απωλειών που αυτή προκαλεί στην παγκόσμια οικονομία, οι οποίες φτάνουν στα 1,6 τρισ. δολάρια (με στοιχεία από πρόσφατη μελέτη του Ινστιτούτου Γερμανικής Οικονομίας της Κολωνίας), και από την άλλη, η διολίσθηση της παγκόσμιας οικονομίας στον στασιμοπληθωρισμό, η οποία με τα σοκ που προκαλεί στη συνείδηση των εργατικών μαζών αφυπνίζει το εργατικό κίνημα με απεργίες και διαδηλώσεις σε όλη την Ευρώπη.
Σ’ αυτές τις εκλογές, η ελληνική άρχουσα τάξη έχει έναν μεγάλο πονοκέφαλο: το πώς θα καταφέρει να περιορίσει στον μικρότερο δυνατό βαθμό την πολιτική έκφραση της συσσωρευμένης εργατικής οργής και της ριζοσπαστικοποίησης της νεολαίας. Αμφότερα, αυτά τα φαινόμενα εκδηλώθηκαν με τις 3 μεγάλες γενικές απεργίες που είχαμε μέσα σε 1,5 χρόνο (Ιούνιος 2021-Νοέμβριος 2022) και με μια τάση για στροφή στ΄ αριστερά ανάμεσα στους νέους που έχει καταγραφεί ήδη τόσο στις πρόσφατες φοιτητικές εκλογές, όσο και σε μια σειρά γκάλοπ, στα οποία οι νέοι δίνουν πολύ υψηλότερα ποσοστά στην Αριστερά σε σύγκριση με τη Δεξιά και την Άκρα Δεξιά.
Ο κεντρικός στόχος της άρχουσας τάξης και οι εκλογικοί της σχεδιασμοί
Ο κεντρικός εκλογικός στόχος των Ελλήνων καπιταλιστών είναι να αποκτήσουν μια κοινοβουλευτικά σταθερή νέα κυβέρνηση, η οποία να είναι σε θέση, όχι μόνο να συνεχίσει αλλά και να κλιμακώσει την επίθεση που διεξήγαγε την τελευταία τετραετία η κυβέρνηση Μητσοτάκη στο βιοτικό επίπεδο και τα δικαιώματα της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Έστω και αν, λόγω του εκλογικού συστήματος της «απλής αναλογικής» (της ακρωτηριασμένης από το όριο του 3% για την είσοδο στη Βουλή), φαίνεται ότι για να το επιδιώξουν αυτό με αξιώσεις, θα χρειαστεί να καταφύγουν σε δεύτερη εκλογική αναμέτρηση, αυτή τη φορά με το αγαπημένο τους, πλήρως καλπονοθευτικό σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής.
Πλάι στο κρατικό χρέος και το δημοσιονομικό έλλειμμα, τα οποία (παρά την προσωρινή βελτίωση των δεικτών τους ως ποσοστό του ΑΕΠ μέσα στο 2022 λόγω της μικρής ανάκαμψης και των αυξημένων φορολογικών εσόδων ως αποτέλεσμα του πληθωρισμού) συνεχίζουν να διατηρούνται σε ανησυχητικά υψηλά επίπεδα που θυμίζουν την αρχή της κρίσης των Μνημονίων, ο ελληνικός καπιταλισμός «βλέπει» και τα επιτόκια κρατικού δανεισμού (4,4% στο δεκαετές ομόλογο) αλλά και το εμπορικό του έλλειμμα (με 9,6% του ΑΕΠ) να επιστρέφουν στα επίπεδα του «επάρατου 2010». Έτσι, με τον γνώριμο εφιάλτη της αδυναμίας δανεισμού, της στάσης πληρωμών και της εξόδου από την Ευρωζώνη να παραμονεύει, ο ελληνικός καπιταλισμός χρειάζεται να διαθέτει στο τιμόνι μια αστική κυβέρνηση με ανανεωμένη εκλογική εντολή, η οποία θα είναι έτοιμη με σκληρά μέτρα-σοκ να περάσει όλο το βάρος της νέας επιδείνωσης της κρίσης του στις πλάτες της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων.
Ο βίος και η πολιτεία της κυβέρνησης του Κυρ. Μητσοτάκη με τα δεκάδες σκάνδαλα, τις απευθείας αναθέσεις έργων ύψους 8,5 δισ ευρώ, τη δημιουργία ενός μαφιόζικου συστήματος παρακολουθήσεων για πάσης φύσης εκβιασμούς, την ενίσχυση του κρατικού αυταρχισμού και της αστυνομικής καταστολής, την παράδοση της πρώτης κατοικίας εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων στα αρπακτικά funds, την εγκληματική πολιτική έναντι της πανδημίας, τις «πλάτες» στην αισχροκέρδεια στην ενέργεια και τα τρόφιμα, τη φιλοπόλεμη στάση της στο πλευρό της φιλοφασιστικής μαριονέτας του ΝΑΤΟ, Ζελένσκι, την εγκληματική αδιαφορία, αδράνεια και αναλγησία στις δασικές πυρκαγιές και άλλες καταστροφές (με αποκορύφωμα το πρόσφατο έγκλημα των Τεμπών), έχουν κάνει τη ΝΔ λαομίσητη όσο ποτέ άλλοτε.
Οι βασικές αιτίες για τις οποίες η κυβέρνηση της ΝΔ ολοκληρώνει τη θητεία της χωρίς να έχει καταρρεύσει και εμφανίζεται εκλογικά αξιόμαχη στα (σε μεγάλο βαθμό αναξιόπιστα) γκάλοπ, είναι από τη μία πλευρά η λεγόμενη ρήτρα διαφυγής από το Σύμφωνο Σταθερότητας της ΕΕ, η οποία της έδωσε τη δυνατότητα με τα διάφορα μικρο-επιδόματα να μετριάσει τη λαϊκή δυσαρέσκεια από την κρίση και την ακρίβεια, και από την άλλη, η προκλητικά παθητική στάση των συνδικαλιστικών και πολιτικών ηγεσιών της εργατικής τάξης, οι οποίες αρνήθηκαν να λάβουν πρωτοβουλίες για να υπάρξει η αναγκαία αγωνιστική συνέχεια στις μεγάλες γενικές απεργίες του 2021-22.
Σε αυτούς τους δύο παράγοντες συνεχίζει να ποντάρει η άρχουσα τάξη για να καταφέρει το παραδοσιακό της κόμμα, η ΝΔ να κερδίσει τις εκλογές. Με όπλο τα διάφορα «pass» επιχειρεί να εξαγοράσει την ψήφο των μικροαστικών και πολιτικά καθυστερημένων στρωμάτων, ενώ ευνοημένη επίσης, από την απροθυμία των ηγεσιών των κομμάτων της Αριστεράς να παρέχουν στην εργατική τάξη και τη νεολαία μια αριστερή σοσιαλιστική λύση εξουσίας, ελπίζει ότι η πολιτική απογοήτευση θα κρατήσει μακριά από τις κάλπες εκατοντάδες χιλιάδες αντιδεξιούς, κυρίως νέους, ψηφοφόρους.
Έτσι, παρά τη διαρκώς αυξανόμενη λαϊκή οργή για τη ΝΔ, αυτή εμφανίζεται στα αστικά ΜΜΕ σήμερα ως φαβορί για να σχηματίσει ακόμα και αυτοδύναμη κυβέρνηση στις πιθανές δεύτερες εκλογές, ή έστω μια κυβέρνηση συνεργασίας με το σύνολο ή τμήμα του αστικά εκφυλισμένου ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ ή την ακροδεξιά Ελληνική Λύση. Δεν χρειάζεται να αναλύσουμε το γιατί η προοπτική μιας ακόμα δεξιάς ή «κεντροδεξιάς» κυβέρνησης θα ήταν ολέθρια για τα συμφέροντα και τα δικαιώματα της εργατικής τάξης. Αυτό το αντιλαμβάνονται ακόμα και ψηφοφόροι που ανήκουν στα πιο καθυστερημένα πολιτικά τμήματα των εργαζόμενων.
Επίσης ολέθρια – και ακόμα χειρότερη από τη σκοπιά της επίδρασης που θα έχει στο ηθικό των εργαζόμενων και των νέων που στην πλειοψηφία τους ψηφίζουν ΣΥΡΙΖΑ – θα ήταν η προοπτική του σχηματισμού μιας κυβέρνησης «μεγάλου συνασπισμού» μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή η συγκυβέρνηση, παρότι από τη φύση της θα μπορούσε να συγκροτηθεί μόνο πάνω στη βάση ενός αντεργατικού προγράμματος, δεν αποτελεί την πρώτη επιλογή για το αστικό κατεστημένο, κυρίως γιατί θα μπορούσε να στείλει πολύ γρήγορα ένα μεγάλο τμήμα των εργατικών μαζών και της νεολαίας στην αναζήτηση πολιτικής λύσης αριστερότερα του ΣΥΡΙΖΑ.
Τέλος, εξαιρετικά επιζήμια από τη σκοπιά των εργατικών συμφερόντων θα ήταν και μια συγκυβέρνηση μεταξύ του ΣΥΡΙΖΑ και του αστικά εκφυλισμένου ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ. Σε μια τέτοια συγκυβέρνηση, η συμμετοχή του δευτέρου θα γινόταν το κύριο μέσο πίεσης από την άρχουσα τάξη, αλλά και το άλλοθι της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, για να στηρίξει μια πολιτική διαχείρισης του σάπιου ελληνικού καπιταλισμού και όλα τα αντεργατικά μέτρα που αυτή συνεπάγεται.
Η εργατική τάξη και η νεολαία θα πρέπει να σταθούν φραγμός στα σχέδια για κυβερνήσεις όπως αυτές που προαναφέραμε. Αλλά για να επιτευχθεί αυτός ο σκοπός δεν απαιτείται μόνο η αριστερή ψήφος. Ο πιο αποτελεσματικός δρόμος είναι ο μαζικός πολιτικός αγώνας για την ανάδειξη στην εξουσία μιας αριστερής συγκυβέρνησης με αντικαπιταλιστικό-σοσιαλιστικό πρόγραμμα.
Η αντικαπιταλιστική-σοσιαλιστική κυβέρνηση είναι όρος εργατικής επιβίωσης
Η αντικαπιταλιστική-σοσιαλιστική κυβέρνηση δεν είναι ένα αφηρημένο σύνθημα, αλλά μια επιτακτική αναγκαιότητα, που προκύπτει από την απελπιστική πραγματικότητα της ζωής της εργατικής τάξης. Το πιο ενδεικτικό στοιχείο γι’ αυτήν, είναι η απώλεια λόγω της ακρίβειας του 40% του εργατικού εισοδήματος για το 50% του συνόλου των εργαζόμενων, οι οποίοι αμείβονται με λιγότερα από 750 ευρώ το μήνα, με βάση τα στοιχεία της Έκθεσης του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ για το 2022. Από το ξέσπασμα της μεγάλης κρίσης του 2010 όλες οι κυβερνήσεις της άρχουσας τάξης, συμπεριλαμβανομένων εκείνων με κορμό τους σοσιαλδημοκράτες ηγέτες του ΣΥΡΙΖΑ, επέτειναν την εξαθλίωση των εργατικών μαζών. Πάνω στο έδαφος της διεθνούς διολίσθησης στον στασιμοπληθωρισμό, ο μόνος τρόπος η εργατική εξαθλίωση να μη γνωρίσει και νέα επίπεδα αύξησης μπροστά στα οποία τα αντίστοιχα της κρίσης του 2010 θα ωχριούν, είναι η ανάδειξη στην εξουσία μιας κυβέρνησης που θα υπηρετεί με συνέπεια τα συμφέροντα του εργαζόμενου λαού. Αυτή η κυβέρνηση θα πρέπει να είναι αντικαπιταλιστική και σοσιαλιστική, γιατί μόνο με μια πολιτική που θα συγκρουστεί με τα καπιταλιστικά συμφέροντα και θα εγκαθιδρύσει σοσιαλιστικές σχέσεις ιδιοκτησίας μπορούν να λυθούν σταθερά και για όλους τους εργαζόμενους τα στοιχειώδη προβλήματα διαβίωσης που αντιμετωπίζουν σήμερα.
Η ακρίβεια είναι το αποτέλεσμα της αχαλίνωτης καπιταλιστικής κερδοσκοπίας και της αναρχίας της καπιταλιστικής αγοράς. Μόνο με την κοινωνικοποίηση των μεγάλων βιομηχανιών ενέργειας και τροφίμων, με εργατικό και κοινωνικό έλεγχο, μπορεί να υπάρξει εγγύηση ότι κανένας εργαζόμενος δεν θα πεινάσει και δεν θα κρυώσει εξαιτίας αυτής της ακρίβειας.
Η ανελέητη πίεση πάνω στους εργαζόμενους και τα φτωχά λαϊκά στρώματα από τοκογλυφικά-ληστρικά δάνεια είναι νόμιμο και βασικό συστατικό στοιχείο του καπιταλισμού. Μόνο με την κοινωνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος μπορούν να σωθούν τα εκατοντάδες χιλιάδες νοικοκυριά που απειλούνται σήμερα με απώλεια της πρώτης τους κατοικίας.
Η μάστιγα της αυξανόμενης έλλειψης στέγης είναι το αποτέλεσμα της απόλυτα παρασιτικής και ακραία ανάλγητης, ιδιαίτερα έναντι της νεολαίας, φύσης του καπιταλισμού. Μόνο με την κοινωνικοποίηση του κατασκευαστικού κλάδου για την εφαρμογή ενός προγράμματος κατασκευής χιλιάδων κατοικιών μπορεί να λυθεί το καυτό πρόβλημα της έλλειψης στέγης και τον πανάκριβων ενοικίων για δεκάδες χιλιάδες νέους.
Γενικότερα, μόνο με την ταχύτερη δυνατή εγκαθίδρυση μιας κεντρικά και δημοκρατικά σχεδιασμένης οικονομίας, με όλους τους βασικούς της μοχλούς υπό κοινωνική ιδιοκτησία και διαρκή εργατικό και κοινωνικό έλεγχο, είναι δυνατό να θωρακιστούν οι εργαζόμενοι από τα νέα κύματα ανεργίας και εξαθλίωσης που θα φέρει η επικείμενη ύφεση.
Το έγκλημα στα Τέμπη υπογραμμίζει την ανάγκη ρήξης με το σάπιο αστικό καθεστώς
Το κρατικό-καπιταλιστικό έγκλημα της σύγκρουσης των τρένων στα Τέμπη, καρπός της επιδεικτικής αδιαφορίας απέναντι στα πιο στοιχειώδη μέτρα ασφάλειας από την πλευρά της εταιρείας που εκμεταλλεύεται κερδοσκοπικά τους σιδηρόδρομους και της κυβέρνησης του κεφαλαίου, έχει προκαλέσει ένα τσουνάμι οργής και αγανάκτησης στην ελληνική κοινωνία. Το αρχικό σοκ από τον χαμό δεκάδων αθώων ανθρώπων έχει πλέον δώσει τη θέση του στα πολιτικά συμπεράσματα.
Εκατομμύρια απλοί άνθρωποι της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων σκέφτονται ότι εν έτει 2022 δεν μπορεί να θεωρούνται εγγυημένοι ούτε οι στοιχειώδεις κανόνες ασφάλειας για το πιο συνηθισμένο ταξίδι με τρένο από την πρωτεύουσα στη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της χώρας. Κατανοούν ότι αυτή η χρεοκοπία δεν είναι αποτέλεσμα ανθρώπινων λαθών και κακών χειρισμών, αλλά έχει βαθιές κοινωνικές και πολιτικές αιτίες. Και όλοι αυτοί οι άνθρωποι, μαθαίνοντας π.χ ότι το σύστημα παρακολούθησης της διαδρομής των συρμών για την ασφάλεια των επιβατών έμεινε ανολοκλήρωτο για να εξοικονομηθεί 1,5 εκατομμύριο ευρώ ενώ η κυβέρνηση δαπάνησε 10 φορές περισσότερα για να αποκτήσει το σύστημα predator και να μπορεί το πρωθυπουργικό γραφείο να παρακολουθεί παράνομα τα τηλέφωνα πολιτικών φίλων και αντιπάλων, τείνουν να συνειδητοποιούν ότι έχουν μπροστά τους τη χρεοκοπία ενός ολόκληρου συστήματος και του διεφθαρμένου κράτος που το υπηρετεί.
Το στοιχειώδες γενικό πολιτικό συμπέρασμα που δικαιούνται από τα ίδια τα γεγονότα να βγάλουν αυτοί οι καθημερινοί άνθρωποι του εργαζόμενου λαού, είναι ότι οι συγκοινωνίες πρέπει να είναι αποκλειστική ευθύνη του κράτους, με διαρκή έλεγχο από τους εργαζόμενους και την κοινωνία. Έτσι και σε αυτήν την περίπτωση, η προγραμματική θέση ενός αντικαπιταλιστικού-σοσιαλιστικού προγράμματος, αποκτά από τα ίδια τα γεγονότα τεράστια πρακτική σημασία. Μια σημασία που εκτός από τη γενική κατάσταση εγκληματικής αποδιοργάνωσης στην οποία βρίσκονται οι σιδηρόδρομοι, επιβεβαιώνεται και δικαιώνεται και από την αποκάλυψη της ύπαρξης έγκαιρων, επανειλημμένων και στην κυριολεξία δραματικών, επίσημων εκκλήσεων-προειδοποιήσεων από την πλευρά των σωματείων των σιδηροδρομικών, πριν το δυστύχημα. Αυτονόητα, αυτή η θέση θα πρέπει να βρίσκεται στην κορυφή των πολιτικών προτεραιοτήτων της αναγκαίας αντικαπιταλιστικής-σοσιαλιστικής κυβέρνησης.
ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ, ΜέΡΑ25: πολιτικές ευθύνες και ιστορικά καθήκοντα
Σύμφωνα με τον σημερινό συσχετισμό πολιτικών δυνάμεων, ο σχηματισμός μιας τέτοιας κυβέρνησης θα μπορούσε να προκύψει από τις εκλογές μόνο με μια συμμαχία μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ και ΜέΡΑ25. Αλλά οι μαρξιστές δεν είμαστε αιθεροβάμονες. Γνωρίζουμε πολύ καλά, όπως και πολλοί άλλοι αριστεροί αγωνιστές, ότι οι βασικές πολιτικές επιλογές των ηγεσιών αυτών των κομμάτων δείχνουν ότι δεν επιθυμούν να υποστηρίξουν αυτή την αναγκαία λύση εξουσίας.
Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, παρά την υιοθέτηση αριστερών φιλεργατικών συνθημάτων και θέσεων όπως η κατάργηση του νόμου Χατζηδάκη, η αύξηση του κατώτατου μισθού στα 880 ευρώ, το 35ωρο («πιλοτικά»), η επιστροφή των συλλογικών συμβάσεων, η καθιέρωση ΑΤΑ, η αύξηση στους μισθούς στο Δημόσιο κ.λπ., στέλνει μονίμως αντιφατικά μηνύματα στους εργαζόμενους. Ενώ από τη μία πλευρά ισχυρίζεται ότι «αυτή η φορά θα είναι αλλιώς» (έκφραση του Αλέξη Τσίπρα στη Βουλή από το 2020), υπονοώντας ότι σε αντίθεση με την τετραετία 2015-2019 θα επιδιώξει μια πραγματικά αριστερή κυβερνητική θητεία, από την άλλη, δεν τολμά να κάνει αυτοκριτική για την υποταγή της στις επιταγές της τρόικας και τις ελληνικής άρχουσας τάξης σε εκείνη τη μοιραία θητεία, η οποία άνοιξε τον δρόμο στην αντιδραστική κυβέρνηση Μητσοτάκη, και επιλέγει ως επιθυμητό κυβερνητικό σύμμαχο, όχι τα κόμματα που βρίσκονται στ’ αριστερά της, αλλά το διεφθαρμένο καθεστωτικό ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ.
Η πιο πρόσφατη εκδήλωση αυτής της στάσης που απογοητεύει τα πιο μαχητικά και ριζοσπαστικά στοιχεία της βάσης του ΣΥΡΙΖΑ είναι η συμπεριφορά της ηγεσίας του και του προέδρου του προσωπικά έναντι της επίθεσης που δέχτηκε από το δεξιό δικαστικό κατεστημένο ο Παύλος Πολάκης. Ο Κρητικός βουλευτής, ενώ έχει διακριθεί για την μαχητική αντιδεξιά του γλώσσα και το ξεσκέπασμα σωρείας σκανδάλων της κυβέρνησης και του διαπλεκόμενου με αυτήν δικαστικού κατεστημένου, όταν έγινε στόχος αυτού του τελευταίου με μια τρομοκρατική εισαγγελική εντολή «για έρευνα» εναντίον του σχετικά με μια πολιτική ανάρτησή του στα μέσα κοινωνική δικτύωσης, αντί να στηριχθεί από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ έμαθε ότι εκείνη τον αποκλείει από τα ψηφοδέλτια και τον παραπέμπει στην επιτροπή δεοντολογίας του κόμματος.
Αυτή η στάση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, όπως σωστά διαισθάνονται δεκάδες χιλιάδες αριστεροί ψηφοφόροι και υποστηρικτές της μαχητικής αντιδεξιάς στάσης του Παύλου Πολάκη, δεν έρχεται τυχαία αυτή τη στιγμή. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκοντας την επιστροφή της στην κυβέρνηση με παρτενέρ το ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ ενδιαφέρεται να καθησυχάσει την άρχουσα τάξη ότι τα νεανικά αριστερά της αμαρτήματα έχουν περάσει ανεπιστρεπτί και να της δώσει διαπιστευτήρια νομιμοφροσύνης στο καθεστώς. Έτσι έδειξε ότι δεν θα επιτρέψει σε κανέναν να αμφισβητήσει την προσήλωσή της στην επιλογή του συμβιβασμού με τους «άγιους» πυλώνες του αστικού καθεστώτος, δηλαδή με τη ληστρική «οικονομία της αγοράς», την εξάρτηση από την τρόικα και το «άβατο» του αντιδραστικού πυρήνα του αστικού κράτους. Ο Παύλος Πολάκης, μιλώντας για κρατικοποιήσεις τραπεζών, δημοκρατική αναμόρφωση του δικαστικού σώματος, φορολόγηση των ολιγαρχών των ΜΜΕ, επαναφορά της είσπραξης φόρων στο κράτος από την ελεγχόμενη από την τρόικα ΑΑΔΕ, προέβη σε μια μικρή μεν, αλλά διακριτή αμφισβήτηση αυτών των «άγιων πυλώνων». Και αυτό, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δείχνει πως δεν είναι διατεθειμένη να του το συγχωρέσει.
Ωστόσο, το εκπληκτικό μαζικό κύμα υποστήριξης που εκφράστηκε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης στον Παύλο Πολάκη, έδειξε έμπρακτα πως εκείνη που είναι πιο μακριά από τους πραγματικούς πόθους των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ είναι η ηγεσία του και όχι ο Κρητικός βουλευτής, ο οποίος έχει μετατραπεί σε σημείο αναφοράς στην πάλη ενάντια στην Δεξιά, και σε ντε φάκτο ηγέτη των πιο αριστερών δυνάμεων μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ. Έτσι η σπουδή που έδειξε η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ για να δώσει διαπιστευτήρια καθεστωτικής «υπευθυνότητας» έχει γυρίσει μπούμερανγκ εναντίον της, κάνοντας τον Πολάκη και τους χιλιάδες οργανωμένους ή ανοργάνωτους υποστηρικτές του, υπολογίσιμους εν δυνάμει εσωκομματικούς αντιπάλους από τ’ αριστερά ενάντια σε κάθε μελλοντική δεξιά της επιλογή.
Από τη δική τους πλευρά, το στοιχειώδες πολιτικό καθήκον των υποστηρικτών του Παύλου Πολάκη και του ίδιου είναι να διεξάγουν μια οργανωμένη εκστρατεία που θα αναγκάσει την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ να πάρει πίσω κάθε πειθαρχικό μέτρο εναντίον του. Και αμέσως μετά, να αγωνιστούν ώστε τα αποσπασματικά και επιμέρους αλλά σωστά μέτρα που υποστηρίζει ο βουλευτής ενάντια στο διεφθαρμένο αστικό καθεστώς να υιοθετηθούν από το κόμμα και να συμπεριληφθούν σ’ ένα συνολικό πρόγραμμα αντικαπιταλιστικής-σοσιαλιστικής ρήξης που οφείλει ο ΣΥΡΙΖΑ να το εφαρμόσει στην εξουσία στο πλαίσιο μια συγκυβέρνησης με το ΚΚΕ και το ΜέΡΑ25.
Η ηγεσία του ΚΚΕ, την ώρα που οι εργαζόμενοι αναζητούν εναγωνίως μια πολιτική λύση εξουσίας και είναι περισσότερο από ποτέ έτοιμοι να ακούσουν και να υποστηρίξουν την ιδέα μια κυβέρνησης που θα πραγματοποιήσει το συνεδριακό, σοσιαλιστικό πρόγραμμα του κόμματος, καλεί, για μία ακόμα φορά, σε εκλογικό αγώνα με κεντρικό σύνθημα την ανάγκη για ισχυρή αντιπολίτευση στις κυβερνήσεις του κεφαλαίου. Αυτός είναι ο ορισμός της παθητικής – ηττοπαθούς στάσης. Οι εργαζόμενοι και η νεολαία παίρνουν ξανά το μήνυμα ότι το ΚΚΕ δεν ενδιαφέρεται για το ζήτημα της εξουσίας, ότι αυτό είναι σήμερα ένα ζήτημα ανεπίκαιρο. Αυτή είναι η συνταγή για τη βέβαιη αποτυχία του εκλογικού αγώνα του κόμματος.
Με την άρνηση της να υποστηρίξει τον αγώνα για την εκλογή μιας κυβέρνησης από τα αριστερά κόμματα που υποστηρίζει η εργατική τάξη με αντικαπιταλιστικό-σοσιαλιστικό πρόγραμμα, που με τον παρόντα συσχετισμό δύναμης μπορεί να είναι μόνο μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΚΚΕ-ΜέΡΑ25, η ηγεσία του ΚΚΕ σπρώχνει την εργατική τάξη να αναζητήσει ελπίδα στο σοσιαλδημοκρατικό και συμφιλιωτικό με τον καπιταλισμό και το αστικό κράτος κυβερνητικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ. Έτσι δεν παλεύει πραγματικά για να αλλάξει τους συσχετισμούς με τους ρεφορμιστές του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά αντίθετα, τους χαρίζει την πλειονότητα της εργατικής τάξης και της νεολαίας, που βρίσκει νόημα στο να τοποθετηθεί στις εκλογές υπέρ μιας λύσης εξουσίας και όχι μιας λύσης αντιπολίτευσης.
Τέλος, η ηγεσία του ΜέΡΑ25, και από τη δική της πλευρά, αποδεικνύεται πολιτικά απρόθυμη να υπερασπίσει την αναγκαία λύση μιας αντικαπιταλιστικής-σοσιαλιστικής κυβέρνησης. Μπλεγμένη πολιτικά και προγραμματικά στο κουβάρι των πολιτικών και θεωρητικών αυτοσχεδιασμών του ιδρυτή και Γραμματέα του κόμματος Γιάνη Βαρουφάκη, η ηγεσία του ΜέΡΑ25 επιχειρεί να στρίψει το τιμόνι του προς τ’ αριστερά χωρίς το σημαντικότερο εφόδιο για μια τέτοια στροφή, το πολιτικό και προγραμματικό περιεχόμενο του σοσιαλισμού. Υποκαθιστώντας τις κρυστάλλινες αντικαπιταλιστικές-σοσιαλιστικές ιδέες με θολές απόψεις θεωρίες, όπως η άποψη περί της υποτιθέμενης συντελεσθείσας αυτοκαταστροφής του καπιταλισμού και επικράτησης ενός νέου κοινωνικοοικονομικού συστήματος, της τεχνοφεουδαρχίας, και με ουτοπικές και συμφιλιωτικές με το σύστημα πολιτικές προτάσεις, όπως η ρήξη με το κυρίαρχο σημερινό οικονομικό μοντέλο χωρίς ρήξη με την ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και το αστικό κράτος, συγχύζει χιλιάδες εργαζόμενους και νέους, και απογοητεύει τους πιο μαχητικούς από αυτούς που ζητούν ξεκάθαρες επαναστατικές απαντήσεις.
Επιπλέον η ηγεσία του ΜέΡΑ25, αποδεικνύεται πολιτικά ανίκανη για μια σταθερή και αποτελεσματική τακτική απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ. Αντί να θέτει υπομονετικά και επίμονα, αριστερά – σοσιαλιστικά πολιτικά και προγραμματικά καθήκοντα στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται πλέον δημόσια, δια στόματος Γ. Βαρουφάκη, να παίρνει πίσω ακόμα και αυτήν την – πολιτικά ελλιπή και σοσιαλδημοκρατικού χαρακτήρα – πρότασή της για μια αριστερή συγκυβέρνηση, και να διαβεβαιώνει ότι δεν επιθυμεί πλέον καμία συζήτηση για τη συγκρότησή της. Έτσι αρνείται να υπερασπίσει μια πολιτική λύση εξουσίας ακριβώς την ώρα που η υπεράσπιση μια τέτοιας – δηλαδή αμέσως μετά τις εκλογές όπου ο ΣΥΡΙΖΑ θα λάβει την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης – θα μπορούσε να δημιουργήσει στη βάση του ΣΥΡΙΖΑ τα μεγαλύτερα ρήγματα προς τ’ αριστερά και τη μεγαλύτερη πολιτική συμπάθεια για το ΜέΡΑ25. Με αυτόν τον τρόπο, και η ηγεσία του ΜέΡΑ25 εμφανίζεται πλέον ενώπιον της αναζητούσας ριζική λύση εξουσίας εργατικής τάξης, ως ένας ακόμα πολιτικός Πόντιος Πιλάτος που προτείνει μόνο λύσεις αντιπολίτευσης και όχι εξουσίας.
Με δεδομένα όλα αυτά λοιπόν, η λύση της συγκυβέρνησης της Αριστεράς με αντικαπιταλιστικό-σοσιαλιστικό πρόγραμμα πράγματι μοιάζει σήμερα ανεδαφική. Ωστόσο, ο μαρξισμός είναι η πιο αυθεντική έκφραση του πολιτικού ρεαλισμού, γιατί στηρίζεται σε μια δυναμική και όχι στατική-φωτογραφική προσέγγιση της πραγματικότητας. Η ιδέα τη αντικαπιταλιστικής – σοσιαλιστικής κυβέρνησης είναι μια ιδέα σωστή, γιατί ανταποκρίνεται στις σημερινές ανάγκες του εργαζόμενου λαού και της νεολαίας. Μπορεί σήμερα, εξαιτίας της πολιτικής των αριστερών ηγεσιών, αυτή να μην είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί. Όμως οι ίδιες οι πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες της ιστορικής κρίσης του συστήματος και της ριζοσπαστικής αφύπνισης των εργατικών μαζών θα την κάνουν όλο και πιο επίκαιρη. Αυτό σημαίνει ότι το έδαφος για την πραγματοποίησή της θα γίνεται όλο και πιο ευνοϊκό, αρκεί όσοι αντιλαμβανόμαστε τη σημασία της διεκδίκησής της να αγωνιστούμε οργανωμένα. Και για να το κάνουμε αυτό με τον πιο αυθεντικό και αποτελεσματικό τρόπο, αρχής γενομένης από την εκλογική μάχη για την ήττα της Δεξιάς, πρέπει να οργανωθούμε στις γραμμές της Κομμουνιστικής Τάσης, του ελληνικού τμήματος της Διεθνούς Μαρξιστικής Τάσης!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου