του Φασόλη Δημήτρη
Αναλύοντας στο Κεφάλαιο την εμπορευματική ανταλλαγή, ο Μαρξ διακρίνει δύο φάσεις. Στην πρώτη ο κάτοχος εμπορεύματος προσέρχεται στην αγορά για να πουλήσει το εμπόρευμά του και να αγοράσει ένα άλλο. Ανταλλάσσει δηλαδή μια αξία χρήσης με μια άλλη για να ικανοποιήσει κάποια ανάγκη του. Έτσι έχουμε τη σχέση εμπόρευμα – χρήμα – εμπόρευμα (Ε – Χ – Ε).
Υπάρχει όμως και μια δεύτερη σχέση στην εμπορευματική ανταλλαγή, η οποία έχει ως κίνητρο την επιδίωξη του καπιταλιστή να βγάλει περισσότερο χρήμα από αυτό που διαθέτει. Έτσι έχουμε την εξής ανταλλαγή: χρήμα – εμπόρευμα – χρήμα (Χ – Ε – Χ). Δηλαδή ο παραγωγός δεν έρχεται τώρα ως πωλητής εμπορεύματος αλλά ως αγοραστής: δίνει χρήμα, αγοράζει ένα εμπόρευμα από την αγορά και το μεταπουλά για να πάρει χρήμα. Βέβαια αυτό που θέλει πραγματικά δεν είναι η μετατροπή Χ- Ε – Χ, αλλά Χ – Ε – Χ΄. Δηλαδή περισσότερο χρήμα, δηλαδή κέρδος. Αυτές οι φάσεις εμπορευματικής ανταλλαγής επαναλαμβάνονται πολλές φορές στη σφαίρα της εμπορευματικής κυκλοφορίας, στην αγορά, και είναι αλλησυνδεόμενες στενά μεταξύ τους.
Αναλύοντας στο Κεφάλαιο την εμπορευματική ανταλλαγή, ο Μαρξ διακρίνει δύο φάσεις. Στην πρώτη ο κάτοχος εμπορεύματος προσέρχεται στην αγορά για να πουλήσει το εμπόρευμά του και να αγοράσει ένα άλλο. Ανταλλάσσει δηλαδή μια αξία χρήσης με μια άλλη για να ικανοποιήσει κάποια ανάγκη του. Έτσι έχουμε τη σχέση εμπόρευμα – χρήμα – εμπόρευμα (Ε – Χ – Ε).
Υπάρχει όμως και μια δεύτερη σχέση στην εμπορευματική ανταλλαγή, η οποία έχει ως κίνητρο την επιδίωξη του καπιταλιστή να βγάλει περισσότερο χρήμα από αυτό που διαθέτει. Έτσι έχουμε την εξής ανταλλαγή: χρήμα – εμπόρευμα – χρήμα (Χ – Ε – Χ). Δηλαδή ο παραγωγός δεν έρχεται τώρα ως πωλητής εμπορεύματος αλλά ως αγοραστής: δίνει χρήμα, αγοράζει ένα εμπόρευμα από την αγορά και το μεταπουλά για να πάρει χρήμα. Βέβαια αυτό που θέλει πραγματικά δεν είναι η μετατροπή Χ- Ε – Χ, αλλά Χ – Ε – Χ΄. Δηλαδή περισσότερο χρήμα, δηλαδή κέρδος. Αυτές οι φάσεις εμπορευματικής ανταλλαγής επαναλαμβάνονται πολλές φορές στη σφαίρα της εμπορευματικής κυκλοφορίας, στην αγορά, και είναι αλλησυνδεόμενες στενά μεταξύ τους.
Η μία φάση διαδέχεται την άλλη, ο πωλητής προϊόντος γίνεται αγοραστής και ο αγοραστής πωλητής κοκ. Αν μια τέτοια φάση διαταραχτεί ή επιβραδυνθεί δημιουργείται πρόβλημα γενικά στη σφαίρα κυκλοφορίας, στην εμπορευματική ανταλλαγή, κοντολογίς στην αγορά. Αν δηλαδή ο παραγωγός-πωλητής πουλήσει π.χ. ύφασμα αλλά κρατήσει τα χρήματα και δεν αγοράσει π.χ. σιτάρι, ο παραγωγός σιταριού δεν θα πουλήσει το σιτάρι και δεν θα αγοράσει π.χ. παντελόνι.
Παρατηρούμε (διαπιστώνουμε) λοιπόν ότι παράλληλα με την σφαίρα της εμπορευματικής κυκλοφορίας υπάρχει και η κυκλοφορία του χρήματος. Η τελευταία είναι άκρως καθοριστική για την κυκλοφορία των εμπορευμάτων, όπου το χρήμα λειτουργεί ως μέσο κυκλοφορίας των εμπορευμάτων. Το σημαντικό στοιχείο εδώ είναι ότι ενώ το κάθε μεμονωμένο εμπόρευμα κάποια στιγμή βγαίνει από τη σφαίρα κυκλοφορίας και καταναλώνεται, το χρήμα ωστόσο παραμένει συνεχώς στην κυκλοφορία. Για αυτόν τον λόγο δημιουργείται η ψευδαίσθηση ότι η κίνηση των εμπορευμάτων είναι αποτέλεσμα της κυκλοφορίας του χρήματος, ενώ στην πραγματικότητα ισχύει το αντίθετο: η κυκλοφορία του χρήματος αποτελεί έκφραση της κυκλοφορίας των εμπορευμάτων.
Ο Μαρξ μελετάει το ζήτημα της μάζας του χρήματος που απαιτείται για την κυκλοφορία των εμπορευμάτων. Κι εδώ ανατρέπεται για άλλη μια φορά η κοινή λογική που νομίζει ότι θα πρέπει να κυκλοφορεί τόσο χρήμα όσο είναι η συνολική αξία όλων των εμπορευμάτων που κυκλοφορούν σε μια δεδομένη χρονική περίοδο στην αγορά. Αποδίδοντας έτσι άλλη μια φετιχιστική ιδιότητα στον εμπόρευμα χρήμα: ότι από μόνο του είναι αξία και όχι μια αφαίρεση της αξίας, ότι λειτουργεί και σε φανταστικό επίπεδο ως έκφραση της αξίας ενώ απουσιάζει, ως δηλαδή ονομαστική αξία, όπως η ταμπέλα της τιμής που έχουν πάνω τους τα εμπορεύματα. Συνεπώς το χρήμα είναι μια αφαίρεση κοινωνικών σχέσεων, λειτουργεί έτσι και αρνητικά (αποφατικά) όπως εξάλλου και το κεφάλαιο γενικότερα. Ο Μαρξ λοιπόν δείχνει ότι δεν υπάρχει ευθεία αναλογία ανάμεσα στη μάζα χρήματος και στη συνολική αξία των εμπορευμάτων στη σφαίρα κυκλοφορίας σε μια δεδομένη χρονική περίοδο.
Μάλιστα διατυπώνει και έναν μαθηματικό τύπο για τον υπολογισμό της μάζας του χρήματος στην αγορά. Αυτό που αποκαλύπτεται από τον τύπο είναι πολύ ενδιαφέρον: όσο μεγαλύτερη είναι η ταχύτητα της κυκλοφορίας του χρήματος, όσο δηλαδή γρηγορότερα το χρήμα αλλάζει χέρια (και κατά συνέπεια και η κυκλοφορία εμπορευμάτων) τόσο λιγότερη μάζα χρήματος χρειάζεται για αυτήν την κυκλοφορία. Όταν λέμε ταχύτητα κυκλοφορίας του χρήματος εννοούμε το πλήθος των γύρων που κάνει μια συγκεκριμένη ποσότητα χρηματικών μονάδων στο προτσές της ανταλλαγής και κυκλοφορίας των εμπορευμάτων. Μάλιστα αναλογικά πολύ λιγότερη σε σχέση με τη συνολική μάζα και την αξία των εμπορευμάτων που κυκλοφορούν στην αγορά. Έτσι, για παράδειγμα, έχουμε: 1 κιλό αλεύρι -> 2$ -> 2 μέτρα ύφασμα -> 2$ -> 1 λίτρο κρασί -> 2$ -> 2 κιλά ψωμί -> 2$, δηλαδή τέσσερις γύρους με το ίδιο χρήμα που αλλάζει χέρια. Και ο τύπος είναι το εξής κλάσμα:
(άθροισμα των τιμών των εμπορευμάτων/αριθμός γύρων ομώνυμων χρηματικών μονάδων) = μάζα χρήματος που λειτουργεί σαν μέσο κυκλοφορίας.
Αυτό μπορούμε να σκεφτούμε τι σχέση έχει π.χ. με τον πληθωρισμό και τις διάφορες αρρυθμίες στην αγορά. Αν η κυκλοφορία των εμπορευμάτων – και άρα του χρήματος – επιβραδύνεται τότε χρειάζεται περισσότερη μάζα χρήματος να εισαχθεί στην αγορά από έξω. Όταν όμως η κυκλοφορία επανέρχεται στα προηγούμενα επίπεδα ή επιταχύνεται, τότε πρέπει να αφαιρεθεί γρήγορα χρήμα για να μην παρακωλύεται η εμπορευματική κυκλοφορία.
Από πού πηγάζει η υπεραξία;
Δεν θα θέλαμε όμως να επιμείνουμε σε λεπτομέρειες σχετικά με το εν λόγω θέμα, για αυτό περνάμε αμέσως στο ζήτημα της υπεραξίας. Ο καπιταλιστής λοιπόν που επιδιώκει να αυξήσει τα χρήματά του θέλει να αγοράσει ένα προϊόν δίνοντας ένα Χ χρηματικό ποσό, ενώ όταν το πουλήσει θέλει να έχει στα χέρια του ένα μεγαλύτερο χρηματικό ποσό Χ΄. Πώς όμως μπορεί να το πετύχει αυτό;
Στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου αποδεικνύεται μέσα από μια άρτια και συστηματική λογική επιχειρηματολογία ότι η υπεραξία, το κέρδος δηλαδή, δεν μπορεί να δημιουργείται μέσα στη σφαίρα της κυκλοφορίας των εμπορευμάτων. Γιατί; Διότι η αξία από μόνη της δεν παράγει επιπλέον αξία. Η ενσωματωμένη δηλαδή εργασία που δίνει την αξία στα εμπορεύματα δεν παράγει υπεραξία μέσα στην ίδια την κυκλοφορία. Ο Μαρξ παραθέτει πολλά λεπτομερή παραδείγματα που στηρίζουν τη συλλογιστική του. Έτσι, αναφέρει ότι αν πάρουμε καταρχάς την περίπτωση ενός προϊόντος, π.χ. υφάσματος, που αξίζει 20€. Αν ένας καπιταλιστής το αγοράσει στην αρχική του τιμή και το πουλήσει 30€ έχει αυξήσει το εισόδημά του κατά 10€. Στην κυκλοφορία όμως ο κάθε πωλητής εμπορευμάτων γίνεται στη συνέχεια αγοραστής από κάποιον άλλο πωλητή ενός άλλου εμπορεύματος. Έτσι, αμέσως μετά ο ίδιος όταν αγοράσει ένα άλλο εμπόρευμα θα το έχει πληρώσει 10€, διότι όλοι οι κάτοχοι προϊόντων-πωλητές θα αυξήσουν την τιμή του. Επομένως ό,τι κερδίζει, το χάνει αμέσως μετά.
Ας δούμε τώρα την περίπτωση όπου παζαρεύει ένα προϊόν με τον πωλητή του και τελικά το αγοράσει 10€ φθηνότερα, οπότε αυτός το πουλάει μετά στην κανονική του τιμή, κερδίζοντας έτσι 10€. Μετά θα αναγκαστεί και αυτός αυτή τη φορά να το πουλήσει 10€ φθηνότερα, κι έτσι πάλι έρχεται στο αρχικό διαθέσιμο εισόδημά του. Συνεπώς, υπεραξία έτσι δεν παράγεται. Επίσης αν ανέβει η τιμή ενός προϊόντος, συμπαρασύρονται οι τιμές και των άλλων προϊόντων. Έτσι όμως αυξάνεται απλώς η ονομαστική τιμή τους και όχι το σύνολο της πραγματικής αξίας. Γενικότερα, οι αυξομειώσεις των τιμών των εμπορευμάτων στην αγορά είναι συχνό φαινόμενο, και πάντως αυτές οι διακυμάνσεις ισοφαρίζονται τελικά στην μέση τιμή του προϊόντος, ως γενικό κανόνα της αγοράς. Έτσι, η μέση τιμή αντιπροσωπεύει και την αξία (ως αποκρυσταλλωμένη εργασία) του εκάστοτε προϊόντος.
Ο Μαρξ συμπεραίνει από τα παραπάνω ότι η υπεραξία πρέπει να δημιουργείται μέσα στη σφαίρα κυκλοφορίας και όχι μέσα στη σφαίρα κυκλοφορίας. Αποκαλύπτει δηλαδή ακόμη έναν αντιφατικό νόμο στην καπιταλιστική οικονομία και τρόπο παραγωγής. Πρέπει με άλλα λόγια να βρεθεί ή να υπάρχει ένα προϊόν στη σφαίρα της εμπορευματικής κυκλοφορίας τέτοιο ώστε το ίδιο από μόνο του να παράγει αξία, σε αντίθεση με όλα τα άλλα προϊόντα. Και μάλιστα να παράγει αξία όταν καταναλώνεται, δηλαδή η ίδια η αξία χρήσης του, να παράγει αξία, πράγμα που έρχεται σε προφανή αντίθεση με τη φύση όλων των άλλων εμπορευμάτων. Τελικά ο καπιταλιστής που ψάχνει απεγνωσμένα να αβγατίσει τα χρήματά του είναι τυχερός: βρίσκει ένα τέτοιο εμπόρευμα στην αγορά. Και αυτό το εμπόρευμα δεν είναι άλλο από την εργασιακή δύναμη…
4/10/2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου