Πηγή : marxismos
Στο φως των αποτελεσμάτων των πρόσφατων ευρωεκλογών έχουν, αναμενόμενα, ανοίξει οι συζητήσεις για «διεργασίες» και ανακατατάξεις στον χώρο της λεγόμενης «Κεντροαριστεράς». Φυσικά, αυτό δεν συμβαίνει ως αποτέλεσμα κάποιας εκλογικής επιτυχίας αλλά, αντίθετα, αποτελεί συνέπεια του ότι στις ευρωεκλογές επιβεβαιώθηκε εκ νέου η παρατεταμένη φάση πολιτικής παρακμής που διανύουν όλα τα κόμματα αυτού του «πολιτικού χώρου». Πρόκειται για την ελληνική έκφραση ενός διεθνούς φαινομένου, αυτού της κατάρρευσης του «πολιτικού Κέντρου» εξαιτίας της κοινωνικής πόλωσης που δημιουργείται στο έδαφος της βαθιάς κρίσης του καπιταλιστικού συστήματος.
Ήδη πριν το εκλογικό αποτέλεσμα, οι στόχοι που έθεταν οι ίδιοι οι βασικότεροι «παίκτες» της Κεντροαριστεράς – επίτευξη ποσοστών της τάξης του 15% από ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ και της τάξης του 3% από τη Νέα Αριστερά, με τα κόμματα Λοβέρδου και Κόκκαλη να παλεύουν απλά για την «καταγραφή» – αποδεικνύουν ότι έχουν αποδεχτεί την απόλυτη χρεοκοπία τους ως δήθεν «αξιόμαχη» αντι-δεξιά αντιπολίτευση απέναντι στη ΝΔ και ότι αποτελούν απλώς μηχανισμούς καριεριστών που παλεύουν ο καθένας έναντι του άλλου για μια πλεονεκτική θέση την «επόμενη μέρα».
Μετά τις ευρωεκλογές, προτεραιότητα σ’ αυτές τις «διαδικασίες ανακατατάξεων» έχει πάρει το ΠΑΣΟΚ, αφού απέτυχε να έρθει στη δεύτερη θέση μπροστά από τον ΣΥΡΙΖΑ και σημείωσε σημαντική πτώση σε αριθμό ψήφων σε σχέση με τις εθνικές εκλογές του Ιούνη του 2023. Αυτό απέδειξε την ορθότητα της τότε εκτίμησής μας, ότι οι «προφητείες» του αστικού Τύπου και της ίδιας της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ για μια ταχεία εκτόξευση της απήχησης του κόμματος με πλήρη ενσωμάτωση της εκλογικής επιρροής του καταρρέοντος ΣΥΡΙΖΑ αποτελούσαν απλά ένα «όνειρο». Καθώς η κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ αποτέλεσε έκφραση της αποδοκιμασίας των εργαζομένων για τη μνημονιακή υποταγή, τη σοσιαλδημοκρατικοποίηση και εν τέλει την έναρξη της διαδικασίας αστικού εκφυλισμού – με απλά λόγια για την «ΠΑΣΟΚοποίηση» – του κόμματος από την ηγεσία Τσίπρα, είναι προφανές ότι το ΠΑΣΟΚ του Ανδρουλάκη δεν θα μπορούσε με κανένα τρόπο να προσελκύσει αυτά τα πλατιά τμήματα ψηφοφόρων που μαζικά εγκατέλειψαν εκλογικά τον ΣΥΡΙΖΑ.
Έτσι, τίθεται ζήτημα αλλαγής ηγεσίας στο ΠΑΣΟΚ, με τον Ανδρουλάκη να δείχνει αποφασισμένος να διεκδικήσει την παραμονή του ως πρόεδρος και μια σειρά άλλα στελέχη να μηχανορραφούν για την προώθηση κάποιου νέου αρχηγού. Ωστόσο, τα περισσότερα στελέχη του στενού κομματικού μηχανισμού δεν διαθέτουν έστω αυτήν την περιορισμένη και φθαρμένη απήχηση του Ανδρουλάκη, ενώ η ανάδειξη στην ηγεσία στελεχών εντός και πέριξ του κόμματος που διαθέτουν μια πλατύτερη απήχηση, όπως οι Γερουλάνος και Δούκας, θα έχει ως συνέπεια μια σειρά δυσκολίες για την ευρύτερη Κεντροαριστερά και την ίδια την άρχουσα τάξη σε επόμενο χρόνο: θα «κάψει» πρόωρα στελέχη που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν αργότερα ως δήθεν «κοινά αποδεκτοί» ηγέτες που θα ηγηθούν ενός ευρύτερου σχήματος της Κεντροαριστεράς, το οποίο θα περιλαμβάνει τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ.
Ο Κασσελάκης βρίσκεται αναμφίβολα στην πιο πλεονεκτική θέση μετά της ευρωεκλογές, αφού ο ΣΥΡΙΖΑ ξεπέρασε το ΠΑΣΟΚ και κατέκτησε τη δεύτερη θέση. Ταυτόχρονα, εσωκομματικά έχει «ξεμπερδέψει» με τη συντριπτική πλειοψηφία των κάθε είδους αντιπολιτευόμενων, αξιοποιώντας την γραφειοκρατική «τύφλωση» των τελευταίων και την οργανική ανικανότητά τους να κατανοήσουν στοιχειωδώς τα αίτια της κατάρρευσης του κόμματος στο οποίο ηγούνταν στις διαδοχικές εκλογές του 2023. Μάλιστα, η σφοδρότητα με την οποία ο Κασσελάκης συγκρούστηκε με τις διάφορες μερίδες της μνημονιακής παλιάς ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ πιθανά λειτούργησε και εν μέρει θετικά για το πολιτικό προφίλ του ίδιου και του ΣΥΡΙΖΑ, προσδίδοντας μια αριστερίζουσα πινελιά στο εμφανώς δεξιόστροφο πρόγραμμά του.
Ωστόσο, αυτή η – πιθανά προσωρινή – διακοπή της «ελεύθερης πτώσης» της εκλογικής απήχησης του ΣΥΡΙΖΑ και η επίτευξη της δεύτερης θέσης με μικρή απόσταση από το τρίτο ΠΑΣΟΚ δεν συνιστά κάποια επιτυχία. Το κόμμα έχασε πάνω από το 1/3 των ψήφων που είχε πάρει ως «καταρρέων ΣΥΡΙΖΑ του Τσίπρα» τον Ιούνιο του 2023 και πήρε περίπου τις μισές ψήφους από τη ΝΔ, η οποία έλαβε τον χαμηλότερο αριθμό ψήφων στην ιστορία της. Έτσι επιβεβαιώνεται ότι, όπως είχαμε εξηγήσει από την πρώτη στιγμή της εκλογής του Κασσελάκη στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, το πρόγραμμα και η πολιτική φύση του ως ηγέτη είναι αδύνατο να δημιουργήσουν κάποιο αξιοσημείωτο «ρεύμα Κασσελάκη» στην κοινωνία.
Με βάση την αδυναμία ανάδειξης ενός εκ των ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ σε αδιαμφισβήτητο «ισχυρό πόλο», η μόνη προοπτική είναι η δημιουργία ενός «ενιαίου σχήματος» της Κεντροαριστεράς. Η ελληνική άρχουσα τάξη έχει άμεση ανάγκη γι’ αυτό, ώστε ένας τέτοιος σχηματισμός ελεγχόμενος από εκείνη αφενός να μπορεί να διεκδικεί την εκλογή στην κυβέρνηση όταν η ΝΔ, το παραδοσιακό «δικό της» κόμμα, διέρχεται φάσεις μεγάλης φθοράς της εκλογικής της απήχησης και αφετέρου να μπορεί να υποστηρίξει συγκυβερνήσεις «εθνικής ενότητας» με τη ΝΔ όταν απειλείται σοβαρά η πολιτική σταθερότητα του ελληνικού καπιταλισμού.
Με δεδομένη τη θλιβερή επίδοση της αυτοαποκαλούμενης Νέας Αριστεράς και των άλλων σχηματισμών του «χώρου», αυτό το σχήμα εκ των πραγμάτων θα έχει πρωτίστως τον χαρακτήρα μιας συνεργασίας μεταξύ ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ. Με τα δύο κόμματα να έχουν περίπου ισοδύναμη απήχηση και καθώς φαίνεται δύσκολο ένας «κοινά αποδεκτός» υποψήφιος ηγέτης να έχει αναδειχθεί προηγουμένως στην ηγεσία του ενός από τα δύο κόμματα, το πιθανότερο είναι πως θα αναζητηθεί «επί τούτου» μια άλλη προσωπικότητα.
Είναι προφανές ότι ο Τσίπρας θέλει να διεκδικήσει έναν τέτοιο ρόλο, έχοντας μεθοδικά αποστασιοποιηθεί από τα εσωκομματικά του ΣΥΡΙΖΑ – αφού πρώτα τον οδήγησε στην κατάρρευση – και επιδιδόμενος στη συνέχιση της καριέρας του και στην προετοιμασία της επιστροφής του ως «σωτήρας» της Κεντροαριστεράς, με την εκλογή του ως επικεφαλής της Επιτροπής της ΕΕ για τα Δυτικά Βαλκάνια και με τη δημιουργία του «Ινστιτούτου Αλέξη Τσίπρα». Ωστόσο, το «πολιτικό κεφάλαιο» του Τσίπρα δεν έχει σε καμία περίπτωση το μέγεθος που φαντάζεται ο ίδιος – το οποίο εκφράστηκε και στην αμετροέπεια της ονομασίας του Ινστιτούτου του – ή διάφοροι αστοί αναλυτές.
Έτσι, ακόμα και αν αρχικά επιλεγεί ως ο ηγέτης που θα ενώσει την Κεντροαριστερά, αργά ή γρήγορα θα αντιμετωπίσει αμφισβήτηση από πολλές πλευρές – και πιθανά όχι μικρή από την πλευρά Κασσελάκη. Φυσικά, το ίδιο ισχύει και για κάθε άλλο πιθανό ηγέτη ενός τέτοιου «ενιαίου σχήματος» (π.χ. για τον Δούκα αν τελικά μέχρι τότε παραμείνει εκτός της εσωκομματικής σύγκρουσης στο ΠΑΣΟΚ). Σε τελική ανάλυση, κάθε απόπειρα τεχνητής «νεκρανάστασης» και «συνένωσης» της Κεντροαριστεράς θα έρχεται αντιμέτωπη με την ίδια την κατάρρευση της απήχησης του λεγόμενου «πολιτικού Κέντρου», η οποία θα προετοιμάζει νέες κρίσεις και πολυδιασπάσεις.
Οι εξελίξεις στο ΠΑΣΟΚ
Μετά τις ευρωεκλογές, προτεραιότητα σ’ αυτές τις «διαδικασίες ανακατατάξεων» έχει πάρει το ΠΑΣΟΚ, αφού απέτυχε να έρθει στη δεύτερη θέση μπροστά από τον ΣΥΡΙΖΑ και σημείωσε σημαντική πτώση σε αριθμό ψήφων σε σχέση με τις εθνικές εκλογές του Ιούνη του 2023. Αυτό απέδειξε την ορθότητα της τότε εκτίμησής μας, ότι οι «προφητείες» του αστικού Τύπου και της ίδιας της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ για μια ταχεία εκτόξευση της απήχησης του κόμματος με πλήρη ενσωμάτωση της εκλογικής επιρροής του καταρρέοντος ΣΥΡΙΖΑ αποτελούσαν απλά ένα «όνειρο». Καθώς η κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ αποτέλεσε έκφραση της αποδοκιμασίας των εργαζομένων για τη μνημονιακή υποταγή, τη σοσιαλδημοκρατικοποίηση και εν τέλει την έναρξη της διαδικασίας αστικού εκφυλισμού – με απλά λόγια για την «ΠΑΣΟΚοποίηση» – του κόμματος από την ηγεσία Τσίπρα, είναι προφανές ότι το ΠΑΣΟΚ του Ανδρουλάκη δεν θα μπορούσε με κανένα τρόπο να προσελκύσει αυτά τα πλατιά τμήματα ψηφοφόρων που μαζικά εγκατέλειψαν εκλογικά τον ΣΥΡΙΖΑ.
Έτσι, τίθεται ζήτημα αλλαγής ηγεσίας στο ΠΑΣΟΚ, με τον Ανδρουλάκη να δείχνει αποφασισμένος να διεκδικήσει την παραμονή του ως πρόεδρος και μια σειρά άλλα στελέχη να μηχανορραφούν για την προώθηση κάποιου νέου αρχηγού. Ωστόσο, τα περισσότερα στελέχη του στενού κομματικού μηχανισμού δεν διαθέτουν έστω αυτήν την περιορισμένη και φθαρμένη απήχηση του Ανδρουλάκη, ενώ η ανάδειξη στην ηγεσία στελεχών εντός και πέριξ του κόμματος που διαθέτουν μια πλατύτερη απήχηση, όπως οι Γερουλάνος και Δούκας, θα έχει ως συνέπεια μια σειρά δυσκολίες για την ευρύτερη Κεντροαριστερά και την ίδια την άρχουσα τάξη σε επόμενο χρόνο: θα «κάψει» πρόωρα στελέχη που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν αργότερα ως δήθεν «κοινά αποδεκτοί» ηγέτες που θα ηγηθούν ενός ευρύτερου σχήματος της Κεντροαριστεράς, το οποίο θα περιλαμβάνει τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ.
Ο ΣΥΡΙΖΑ του Κασσελάκη
Ο Κασσελάκης βρίσκεται αναμφίβολα στην πιο πλεονεκτική θέση μετά της ευρωεκλογές, αφού ο ΣΥΡΙΖΑ ξεπέρασε το ΠΑΣΟΚ και κατέκτησε τη δεύτερη θέση. Ταυτόχρονα, εσωκομματικά έχει «ξεμπερδέψει» με τη συντριπτική πλειοψηφία των κάθε είδους αντιπολιτευόμενων, αξιοποιώντας την γραφειοκρατική «τύφλωση» των τελευταίων και την οργανική ανικανότητά τους να κατανοήσουν στοιχειωδώς τα αίτια της κατάρρευσης του κόμματος στο οποίο ηγούνταν στις διαδοχικές εκλογές του 2023. Μάλιστα, η σφοδρότητα με την οποία ο Κασσελάκης συγκρούστηκε με τις διάφορες μερίδες της μνημονιακής παλιάς ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ πιθανά λειτούργησε και εν μέρει θετικά για το πολιτικό προφίλ του ίδιου και του ΣΥΡΙΖΑ, προσδίδοντας μια αριστερίζουσα πινελιά στο εμφανώς δεξιόστροφο πρόγραμμά του.
Ωστόσο, αυτή η – πιθανά προσωρινή – διακοπή της «ελεύθερης πτώσης» της εκλογικής απήχησης του ΣΥΡΙΖΑ και η επίτευξη της δεύτερης θέσης με μικρή απόσταση από το τρίτο ΠΑΣΟΚ δεν συνιστά κάποια επιτυχία. Το κόμμα έχασε πάνω από το 1/3 των ψήφων που είχε πάρει ως «καταρρέων ΣΥΡΙΖΑ του Τσίπρα» τον Ιούνιο του 2023 και πήρε περίπου τις μισές ψήφους από τη ΝΔ, η οποία έλαβε τον χαμηλότερο αριθμό ψήφων στην ιστορία της. Έτσι επιβεβαιώνεται ότι, όπως είχαμε εξηγήσει από την πρώτη στιγμή της εκλογής του Κασσελάκη στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, το πρόγραμμα και η πολιτική φύση του ως ηγέτη είναι αδύνατο να δημιουργήσουν κάποιο αξιοσημείωτο «ρεύμα Κασσελάκη» στην κοινωνία.
Η προοπτική της «ενωμένης Κεντροαριστεράς»
Με βάση την αδυναμία ανάδειξης ενός εκ των ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ σε αδιαμφισβήτητο «ισχυρό πόλο», η μόνη προοπτική είναι η δημιουργία ενός «ενιαίου σχήματος» της Κεντροαριστεράς. Η ελληνική άρχουσα τάξη έχει άμεση ανάγκη γι’ αυτό, ώστε ένας τέτοιος σχηματισμός ελεγχόμενος από εκείνη αφενός να μπορεί να διεκδικεί την εκλογή στην κυβέρνηση όταν η ΝΔ, το παραδοσιακό «δικό της» κόμμα, διέρχεται φάσεις μεγάλης φθοράς της εκλογικής της απήχησης και αφετέρου να μπορεί να υποστηρίξει συγκυβερνήσεις «εθνικής ενότητας» με τη ΝΔ όταν απειλείται σοβαρά η πολιτική σταθερότητα του ελληνικού καπιταλισμού.
Με δεδομένη τη θλιβερή επίδοση της αυτοαποκαλούμενης Νέας Αριστεράς και των άλλων σχηματισμών του «χώρου», αυτό το σχήμα εκ των πραγμάτων θα έχει πρωτίστως τον χαρακτήρα μιας συνεργασίας μεταξύ ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ. Με τα δύο κόμματα να έχουν περίπου ισοδύναμη απήχηση και καθώς φαίνεται δύσκολο ένας «κοινά αποδεκτός» υποψήφιος ηγέτης να έχει αναδειχθεί προηγουμένως στην ηγεσία του ενός από τα δύο κόμματα, το πιθανότερο είναι πως θα αναζητηθεί «επί τούτου» μια άλλη προσωπικότητα.
Είναι προφανές ότι ο Τσίπρας θέλει να διεκδικήσει έναν τέτοιο ρόλο, έχοντας μεθοδικά αποστασιοποιηθεί από τα εσωκομματικά του ΣΥΡΙΖΑ – αφού πρώτα τον οδήγησε στην κατάρρευση – και επιδιδόμενος στη συνέχιση της καριέρας του και στην προετοιμασία της επιστροφής του ως «σωτήρας» της Κεντροαριστεράς, με την εκλογή του ως επικεφαλής της Επιτροπής της ΕΕ για τα Δυτικά Βαλκάνια και με τη δημιουργία του «Ινστιτούτου Αλέξη Τσίπρα». Ωστόσο, το «πολιτικό κεφάλαιο» του Τσίπρα δεν έχει σε καμία περίπτωση το μέγεθος που φαντάζεται ο ίδιος – το οποίο εκφράστηκε και στην αμετροέπεια της ονομασίας του Ινστιτούτου του – ή διάφοροι αστοί αναλυτές.
Έτσι, ακόμα και αν αρχικά επιλεγεί ως ο ηγέτης που θα ενώσει την Κεντροαριστερά, αργά ή γρήγορα θα αντιμετωπίσει αμφισβήτηση από πολλές πλευρές – και πιθανά όχι μικρή από την πλευρά Κασσελάκη. Φυσικά, το ίδιο ισχύει και για κάθε άλλο πιθανό ηγέτη ενός τέτοιου «ενιαίου σχήματος» (π.χ. για τον Δούκα αν τελικά μέχρι τότε παραμείνει εκτός της εσωκομματικής σύγκρουσης στο ΠΑΣΟΚ). Σε τελική ανάλυση, κάθε απόπειρα τεχνητής «νεκρανάστασης» και «συνένωσης» της Κεντροαριστεράς θα έρχεται αντιμέτωπη με την ίδια την κατάρρευση της απήχησης του λεγόμενου «πολιτικού Κέντρου», η οποία θα προετοιμάζει νέες κρίσεις και πολυδιασπάσεις.
Πάτροκλος Ψάλτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου