του Γιώργου Αλεξάτου - Αρθρο που δημοσιεύεται χθες στην εφημερίδα "Η ΕΠΟΧΗ"
Η συζήτηση, ούτως ή άλλως, έχει ανοίξει και μάλιστα –για πρώτη φορά μετά τη δεκαετία του 1940- ως ανάγκη αποσαφήνισης θέσεων ενόψει του ενδεχομένου να αναλάβει η Αριστερά την ευθύνη της διακυβέρνησης της χώρας. Άρα, έχει πάψει να είναι αφηρημένα θεωρητική και αφορά άμεσα σε συγκεκριμένο πολιτικό διακύβευμα. Κατά συνέπεια, σ’ αυτήν εμπλέκεται όλο και περισσότερος κόσμος μέσα στην Αριστερά, ενώ τελευταία αυξάνονται και εκείνοι που σπεύδουν να αναλάβουν τον ρόλο του συμβούλου. Προερχόμενοι από άλλους ιδεολογικο-πολιτικούς χώρους, φαίνεται πως αισθάνονται έντονη την ανάγκη να μας βοηθήσουν να μη χάσουμε τον δρόμο. Και ενίοτε, πολλοί απ’ αυτούς παραξενεύονται όταν τους ρωτάμε «προς τα πού;»…
Είναι ακριβώς αυτό το ερώτημα που τίθεται συγκεκριμένα, αφορώντας στο σύνολο των ζητημάτων τα οποία η Αριστερά καλείται να αντιμετωπίσει άμεσα. Από τη σκοπιά, πλέον, της πολιτικής δύναμης που ίσως και πολύ σύντομα ενδέχεται να επιφορτιστεί με την υποχρέωση να δώσει έμπρακτες πολιτικές απαντήσεις, οι οποίες να ανταποκρίνονται και στην προοπτική του κοινωνικού μετασχηματισμού που επιμένει να ευαγγελίζεται και στη διατήρηση της συνοχής του ιστορικού συνασπισμού πολιτικο-κοινωνικών δυνάμεων τον οποίο επιδιώκει να εκφράσει. Είναι η σκοπιά αυτή που καθορίζει τους όρους της συζήτησης, επεκτείνοντάς την πολύ έξω από το στενό πλαίσιο του μικρόκοσμου όσων έχουμε θεωρητικές ανησυχίες.
Θεωρητικά, το ζήτημα της σχέσης εθνικού-διεθνικού θα μπορούσαμε να πούμε πως «έχει λυθεί» ήδη από την εποχή που γράφτηκε το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο»:
«Ακόμα κατηγορήθηκαν οι κομμουνιστές ότι θέλουν τάχα να καταργήσουν την πατρίδα, την εθνότητα.
Οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα. Δεν μπορεί να τους πάρεις αυτό που δεν έχουν. Αφού, όμως, το προλεταριάτο πρέπει κατ’ αρχήν να κατακτήσει την πολιτική εξουσία, να ανυψωθεί σε εθνική τάξη (σ.σ. στην έκδοση του 1888 ¨να ανυψωθεί σε ηγέτιδα τάξη του έθνους¨), να συγκροτηθεί το ίδιο σαν έθνος, είναι και το ίδιο ακόμα εθνικό, αν και σε καμιά περίπτωση με την έννοια που δίνει η αστική τάξη».
Είναι ακριβώς αυτή η ανάγκη ανύψωσης του προλεταριάτου σε «ηγέτιδα τάξη του έθνους» που καθόρισε ιστορικά την τοποθέτηση των Μαρξ-Ένγκελς υπέρ των αγώνων των Ιρλανδών, των Πολωνών, των Ιταλών κ.ά. για εθνική απελευθέρωση και εθνική κυριαρχία, που τους έκανε να χαιρετίσουν το σύνθημα της Παρισινής Κομμούνας «πατριώτες, στα όπλα!» κ.λπ. Αυτή ήταν που καθόρισε την τοποθέτηση του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, κατά τον 20ό αιώνα, υπέρ των αντιαποικιοκρατικών επαναστάσεων, υπέρ των εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της υφηλίου, υπέρ των κινημάτων Εθνικής Αντίστασης κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο κ.λπ. Διεκδικώντας την ηγεμονία σ’ αυτά και τελικά τη σύνδεση του εθνικού ζητήματος με την προοπτική της κατάκτησης της εξουσίας και τον κοινωνικό μετασχηματισμό.
Αυτό είχε υπόψη του ο Γκράμσι όταν έγραφε πως «οι απαιτήσεις εθνικού χαρακτήρα συμπλέκονται μέσα στην αντίληψη της ηγεμονίας». Το θεωρητικό ζήτημα καθίσταται άμεσα πολιτικό, καθώς «είναι αλήθεια ότι η εξέλιξη τείνει προς τον διεθνισμό, όμως το σημείο εκκίνησης είναι ¨εθνικό¨ και σε αυτό το σημείο πρέπει να σταθούμε».
Η αναγνώριση του «εθνικού» ως του σημείου εκκίνησης προκύπτει από αυτό που ο Πουλαντζάς όριζε ως κύριο πολιτικό επίδικο της ταξικής πάλης: την επιδίωξη κατάκτησης της εξουσίας. Η οποία διεκδικείται εκεί όπου υπάρχουν οι επαρκείς όροι άσκησής της, άρα στο πλαίσιο συγκεκριμένου κάθε φορά κοινωνικού σχηματισμού.
Αναφερόμενοι στη σημερινή ελληνική πραγματικότητα και στους όρους διεξαγωγής της ταξικής αντιπαράθεσης στη χώρα μας, νομίζω πως είμαστε υποχρεωμένοι να πάρουμε υπόψη το τρίπτυχο που καθόρισε η ολομέτωπη επίθεση του αντιπάλου την τελευταία τετραετία: εκχώρηση μέρους της εθνικής κυριαρχίας σε διεθνή καπιταλιστικά-ιμπεριαλιστικά κέντρα, περιορισμός της λαϊκής κυριαρχίας, βαθιά αναδιάρθρωση των σχέσεων κεφαλαίου-εργασίας προς όφελος του πρώτου.
Η αναφορά στην εκχώρηση μέρους της εθνικής κυριαρχίας δεν συνεπάγεται μια κυρίαρχη τάξη εξαρτημένη και υπόδουλη σε ξένα κέντρα. Όπως συνέβη και στα 1943-49 και κατά τις πρώτες μετεμφυλιακές δεκαετίες, όταν η ελληνική αστική τάξη συμμάχησε με ξένες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις (Μ. Βρετανία και κατόπιν ΗΠΑ) για την ισχυροποίησή της απέναντι στις κυριαρχούμενες λαϊκές κοινωνικές δυνάμεις, έτσι και τώρα αξιοποιεί τη συμμαχία της με διεθνή ιμπεριαλιστικά κέντρα (πρώτα και κύρια με την Ε.Ε.) όχι γιατί είναι υποτελής, αλλά γιατί αυτό απαιτεί το άμεσο και μακροπρόθεσμο ταξικό της συμφέρον. Κατά συνέπεια, η εκχώρηση μέρους της εθνικής κυριαρχίας συνδέεται άμεσα με τον περιορισμό της λαϊκής κυριαρχίας (τις συνεχείς πραξικοπηματικές παραβιάσεις του Συντάγματος και την ένταση της κρατικής καταστολής), διαμορφώνοντας τους πολιτικούς όρους που επιτρέπουν την εξαπόλυση της επίθεσης ενάντια στις κοινωνικές κατακτήσεις των εργαζομένων, σχεδόν στο σύνολό τους. Όχι μόνο της εργατικής τάξης, αλλά και των μικροϊδιοκτητικών στρωμάτων και του κόσμου της μικροαστικής μισθωτής εργασίας.
Κατά συνέπεια, η ανάκτηση της εθνικής κυριαρχίας δεν μπορεί να νοηθεί ως υπόθεση κάποιου «πατριωτικού μετώπου εθνικής ενότητας». Συνδέεται άμεσα με την ανάκτηση της λαϊκής κυριαρχίας, με την ακύρωση όλων εκείνων των αποφάσεων και συμφωνιών που περιορίζουν το δικαίωμα των κυριαρχούμενων λαϊκών τάξεων να παρεμβαίνουν για την αποτελεσματική υπεράσπιση των κοινωνικών τους κατακτήσεων, πόσο μάλλον για τη διεύρυνσή τους.
Ηγεμονική αριστερή πολιτική με αγνόηση αυτής της διάστασης της επίθεσης του κεφαλαίου δεν νοείται. Δεν συγκροτείται ο αναγκαίος ιστορικός κοινωνικός συνασπισμός με ιδεολογήματα κανενός είδους. Ούτε με απόρριψη του λαϊκού δημοκρατικού πατριωτισμού, ο οποίος εκφράζεται με την εχθρότητα απέναντι στα διεθνή κέντρα που εκπροσωπεί η όποια Μέρκελ, αλλά ούτε και με ύπουλες «εθνικοενωτικές» εκκλήσεις, που εντοπίζοντας τον εχθρό εκτός συνόρων υπονοούν την ανάγκη άσκησης μιας πολιτικής «για όλους τους Έλληνες». Γιατί, απλούστατα, τέτοια πολιτική δεν μπορεί να υπάρξει.
Αν η κυρίαρχη τάξη εκχωρεί μέρος της εθνικής κυριαρχίας στους διεθνείς συμμάχους της, η Αριστερά και το εργατικό και λαϊκό κίνημα υποχρεώνονται σε αγώνα για την ανάκτησή της, άρα την ανάκτηση της λαϊκής κυριαρχίας. Ταυτόχρονα με τη συστηματική, σταθερή και συνεπή προσπάθεια για τη διαμόρφωση των δικών μας συμμαχιών σε διεθνές επίπεδο. Με την ανάπτυξη των σχέσεων διεθνιστικής αλληλεγγύης με την Αριστερά και τους εργαζόμενους όχι μόνο στο πλαίσιο που ορίζει η ένταξη στην Ε.Ε., αλλά και με λαούς γειτονικών μας χωρών που δεν εντάσσονται σ’ αυτήν και ιδιαίτερα με τους αγωνιζόμενους λαούς της Λατινικής Αμερικής που προσβλέπουν στον σοσιαλισμό του 21ου αιώνα.
Είναι ακριβώς αυτό το ερώτημα που τίθεται συγκεκριμένα, αφορώντας στο σύνολο των ζητημάτων τα οποία η Αριστερά καλείται να αντιμετωπίσει άμεσα. Από τη σκοπιά, πλέον, της πολιτικής δύναμης που ίσως και πολύ σύντομα ενδέχεται να επιφορτιστεί με την υποχρέωση να δώσει έμπρακτες πολιτικές απαντήσεις, οι οποίες να ανταποκρίνονται και στην προοπτική του κοινωνικού μετασχηματισμού που επιμένει να ευαγγελίζεται και στη διατήρηση της συνοχής του ιστορικού συνασπισμού πολιτικο-κοινωνικών δυνάμεων τον οποίο επιδιώκει να εκφράσει. Είναι η σκοπιά αυτή που καθορίζει τους όρους της συζήτησης, επεκτείνοντάς την πολύ έξω από το στενό πλαίσιο του μικρόκοσμου όσων έχουμε θεωρητικές ανησυχίες.
Ηγέτιδα τάξη του έθνους
Θεωρητικά, το ζήτημα της σχέσης εθνικού-διεθνικού θα μπορούσαμε να πούμε πως «έχει λυθεί» ήδη από την εποχή που γράφτηκε το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο»:
«Ακόμα κατηγορήθηκαν οι κομμουνιστές ότι θέλουν τάχα να καταργήσουν την πατρίδα, την εθνότητα.
Οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα. Δεν μπορεί να τους πάρεις αυτό που δεν έχουν. Αφού, όμως, το προλεταριάτο πρέπει κατ’ αρχήν να κατακτήσει την πολιτική εξουσία, να ανυψωθεί σε εθνική τάξη (σ.σ. στην έκδοση του 1888 ¨να ανυψωθεί σε ηγέτιδα τάξη του έθνους¨), να συγκροτηθεί το ίδιο σαν έθνος, είναι και το ίδιο ακόμα εθνικό, αν και σε καμιά περίπτωση με την έννοια που δίνει η αστική τάξη».
Είναι ακριβώς αυτή η ανάγκη ανύψωσης του προλεταριάτου σε «ηγέτιδα τάξη του έθνους» που καθόρισε ιστορικά την τοποθέτηση των Μαρξ-Ένγκελς υπέρ των αγώνων των Ιρλανδών, των Πολωνών, των Ιταλών κ.ά. για εθνική απελευθέρωση και εθνική κυριαρχία, που τους έκανε να χαιρετίσουν το σύνθημα της Παρισινής Κομμούνας «πατριώτες, στα όπλα!» κ.λπ. Αυτή ήταν που καθόρισε την τοποθέτηση του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, κατά τον 20ό αιώνα, υπέρ των αντιαποικιοκρατικών επαναστάσεων, υπέρ των εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της υφηλίου, υπέρ των κινημάτων Εθνικής Αντίστασης κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο κ.λπ. Διεκδικώντας την ηγεμονία σ’ αυτά και τελικά τη σύνδεση του εθνικού ζητήματος με την προοπτική της κατάκτησης της εξουσίας και τον κοινωνικό μετασχηματισμό.
Αυτό είχε υπόψη του ο Γκράμσι όταν έγραφε πως «οι απαιτήσεις εθνικού χαρακτήρα συμπλέκονται μέσα στην αντίληψη της ηγεμονίας». Το θεωρητικό ζήτημα καθίσταται άμεσα πολιτικό, καθώς «είναι αλήθεια ότι η εξέλιξη τείνει προς τον διεθνισμό, όμως το σημείο εκκίνησης είναι ¨εθνικό¨ και σε αυτό το σημείο πρέπει να σταθούμε».
Η αναγνώριση του «εθνικού» ως του σημείου εκκίνησης προκύπτει από αυτό που ο Πουλαντζάς όριζε ως κύριο πολιτικό επίδικο της ταξικής πάλης: την επιδίωξη κατάκτησης της εξουσίας. Η οποία διεκδικείται εκεί όπου υπάρχουν οι επαρκείς όροι άσκησής της, άρα στο πλαίσιο συγκεκριμένου κάθε φορά κοινωνικού σχηματισμού.
Εθνική κυριαρχία, άρα λαϊκή κυριαρχία
Αναφερόμενοι στη σημερινή ελληνική πραγματικότητα και στους όρους διεξαγωγής της ταξικής αντιπαράθεσης στη χώρα μας, νομίζω πως είμαστε υποχρεωμένοι να πάρουμε υπόψη το τρίπτυχο που καθόρισε η ολομέτωπη επίθεση του αντιπάλου την τελευταία τετραετία: εκχώρηση μέρους της εθνικής κυριαρχίας σε διεθνή καπιταλιστικά-ιμπεριαλιστικά κέντρα, περιορισμός της λαϊκής κυριαρχίας, βαθιά αναδιάρθρωση των σχέσεων κεφαλαίου-εργασίας προς όφελος του πρώτου.
Η αναφορά στην εκχώρηση μέρους της εθνικής κυριαρχίας δεν συνεπάγεται μια κυρίαρχη τάξη εξαρτημένη και υπόδουλη σε ξένα κέντρα. Όπως συνέβη και στα 1943-49 και κατά τις πρώτες μετεμφυλιακές δεκαετίες, όταν η ελληνική αστική τάξη συμμάχησε με ξένες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις (Μ. Βρετανία και κατόπιν ΗΠΑ) για την ισχυροποίησή της απέναντι στις κυριαρχούμενες λαϊκές κοινωνικές δυνάμεις, έτσι και τώρα αξιοποιεί τη συμμαχία της με διεθνή ιμπεριαλιστικά κέντρα (πρώτα και κύρια με την Ε.Ε.) όχι γιατί είναι υποτελής, αλλά γιατί αυτό απαιτεί το άμεσο και μακροπρόθεσμο ταξικό της συμφέρον. Κατά συνέπεια, η εκχώρηση μέρους της εθνικής κυριαρχίας συνδέεται άμεσα με τον περιορισμό της λαϊκής κυριαρχίας (τις συνεχείς πραξικοπηματικές παραβιάσεις του Συντάγματος και την ένταση της κρατικής καταστολής), διαμορφώνοντας τους πολιτικούς όρους που επιτρέπουν την εξαπόλυση της επίθεσης ενάντια στις κοινωνικές κατακτήσεις των εργαζομένων, σχεδόν στο σύνολό τους. Όχι μόνο της εργατικής τάξης, αλλά και των μικροϊδιοκτητικών στρωμάτων και του κόσμου της μικροαστικής μισθωτής εργασίας.
Κατά συνέπεια, η ανάκτηση της εθνικής κυριαρχίας δεν μπορεί να νοηθεί ως υπόθεση κάποιου «πατριωτικού μετώπου εθνικής ενότητας». Συνδέεται άμεσα με την ανάκτηση της λαϊκής κυριαρχίας, με την ακύρωση όλων εκείνων των αποφάσεων και συμφωνιών που περιορίζουν το δικαίωμα των κυριαρχούμενων λαϊκών τάξεων να παρεμβαίνουν για την αποτελεσματική υπεράσπιση των κοινωνικών τους κατακτήσεων, πόσο μάλλον για τη διεύρυνσή τους.
Συμμαχίες σε διεθνές επίπεδο
Ηγεμονική αριστερή πολιτική με αγνόηση αυτής της διάστασης της επίθεσης του κεφαλαίου δεν νοείται. Δεν συγκροτείται ο αναγκαίος ιστορικός κοινωνικός συνασπισμός με ιδεολογήματα κανενός είδους. Ούτε με απόρριψη του λαϊκού δημοκρατικού πατριωτισμού, ο οποίος εκφράζεται με την εχθρότητα απέναντι στα διεθνή κέντρα που εκπροσωπεί η όποια Μέρκελ, αλλά ούτε και με ύπουλες «εθνικοενωτικές» εκκλήσεις, που εντοπίζοντας τον εχθρό εκτός συνόρων υπονοούν την ανάγκη άσκησης μιας πολιτικής «για όλους τους Έλληνες». Γιατί, απλούστατα, τέτοια πολιτική δεν μπορεί να υπάρξει.
Αν η κυρίαρχη τάξη εκχωρεί μέρος της εθνικής κυριαρχίας στους διεθνείς συμμάχους της, η Αριστερά και το εργατικό και λαϊκό κίνημα υποχρεώνονται σε αγώνα για την ανάκτησή της, άρα την ανάκτηση της λαϊκής κυριαρχίας. Ταυτόχρονα με τη συστηματική, σταθερή και συνεπή προσπάθεια για τη διαμόρφωση των δικών μας συμμαχιών σε διεθνές επίπεδο. Με την ανάπτυξη των σχέσεων διεθνιστικής αλληλεγγύης με την Αριστερά και τους εργαζόμενους όχι μόνο στο πλαίσιο που ορίζει η ένταξη στην Ε.Ε., αλλά και με λαούς γειτονικών μας χωρών που δεν εντάσσονται σ’ αυτήν και ιδιαίτερα με τους αγωνιζόμενους λαούς της Λατινικής Αμερικής που προσβλέπουν στον σοσιαλισμό του 21ου αιώνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου