του Γιάννη Χλιουνάκη
Δεν ψήφισα ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. και δεν είναι η πρώτη φορά. ,. Πάνε δέκα χρόνια, είναι οι πολλοστές εκλογές που δε βρέθηκα κοντά σ’ αυτό που κάποτε έβλεπα σαν τον κεντρικό τόπο της ζωής μου. Δεν είναι βέβαια και τόσο σημαντικό θέμα η ψήφος ενός μοναχικού, παροπλισμένου, πρόωρα γερασμένου ανθρώπου. Όμως … γιατί να είναι τόσο μεγάλη η απόσταση; Δεν άξιζε άραγε η ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. αυτή την ψήφο; Τη δοσμένη, με κρύα καρδιά, στο κόμμα με το ανεπανάληπτο σύνθημα «Μέρκελ ή Ελλάδα»!!! … Γιατί;
Ναι, αισθάνομαι ότι οφείλω ένα διότι… Στους παλιούς συντρόφους, τους μόνους φίλους που μπόρεσα ποτέ να αποκτήσω. Αυτούς τους ανθρώπους εξακολουθώ να αγαπώ, Την υπόθεσή τους –που δεν είναι πια δική μου- τη σέβομαι, τη θεωρώ πολύ σημαντική. Θέλω λοιπόν να μιλήσω μαζί τους και μάλιστα «εφ’ όλης της ύλης».
Έχει όμως αυτό κάποιο νόημα; Δε γνωρίζω τις τωρινές έγνοιες των συντρόφων μου ούτε το πώς νοιώθουν ύστερα από μια ξεχωριστή εκλογική μάχη. Ίσως να μην έχουν καμιά διάθεση να ασχοληθούν με θέματα λυμένα γι’αυτούς. Ίσως να πιστεύουν ότι δεν έγινε και τίποτα ιδιαίτερο… Ελπίζω να μην είναι έτσι. Σε κάθε περίπτωση εγώ θα προσπαθήσω να γράψω. Να ξεκαθαρίσουμε με τον εαυτό μας, είναι τελικά το σημαντικότερο.
1. Εικοσιπέντε χρόνια έχουν περάσει από το τρομερό ’89. Εικοσιπέντε χρόνια επίσης από την ανοικτή εμφάνιση μιας μεγάλης πρωτοβουλίας, γεννημένης μέσα στο ΚΚΕ και την ΚΝΕ, που στο ξεδίπλωμά της μορφοποιήθηκε στο ΝΑΡ και στην ν.Κ.Α. Αξίζει να θυμηθούμε το σύνθημα, το στόχο της πρωτοβουλίας αυτής στην αφετηρία της. Ήταν για την επαναστατική ανανέωση του Κομμουνιστικού Κινήματος. Πρέπει, σήμερα, να τιμήσουμε αυτό το σύνθημα, μια θαρραλέα φωνή την ώρα του φρικτού ναυαγίου, με τις σειρήνες της ενσωμάτωσης να γλυκοτραγουδούν από παντού.
Εικοσιπέντε χρόνια… Και τι δεν είδαμε, στον κόσμο και τη χώρα μας, μέσα σ’ αυτά! Μια μεγάλη Επανάσταση στην Τεχνολογία μετασχημάτισε ριζικά την εργασία και την καθημερινότητα. Οι νικηφόροι αλαλαγμοί για το «τέλος της Ιστορίας» γρήγορα σίγησαν, καθώς ο Καπιταλισμός, μόνος πάνω στη σκηνή, αποκάλυπτε σ’ όλους την αποκρουστική του γύμνια, την πλήρη ακαταλληλότητα των νόμων και των αρχών του για τους ανθρώπους και τις κοινωνίες σε ολόκληρο τον κόσμο. Πάνω από τα αδιέξοδα που συσσωρεύονται, την καταστροφή της Φύσης, τους αμέτρητους ανθρώπους που «περισσεύουν», τις εκκολαπτόμενες εκρηκτικές αντιθέσεις ανάμεσα στους κυρίαρχους του κόσμου, τον ευτελισμό της ανθρώπινης ύπαρξης, δεν πλανιέται κάποιο φάντασμα αλλά η αίσθηση του επικείμενου σεισμού. Κάτι θα γίνει, θα δεις…
Τα είδαμε όλα μέσα σ’ αυτά τα ταραγμένα εικοσιπέντε χρόνια. Όλα … εκτός από την πολυπόθητη ανανέωση του Κομμουνισμού. Αντιλαμβάνομαι ότι στο σημείο αυτό οι αντιρρήσεις θα πέσουν βροχή: «Μα δε μιλάμε για τον Κομμουνισμό του Μπρέζνιεφ αλλά για το γνήσιο, απελευθερωτικό Κομμουνισμό της εποχής μας». Κι ακόμη –το σοβαρότερο: «Αγνοείς τις νέες προσπάθειες, τις νέες απελευθερωτικές ιδέες, τις νέες μορφές οργάνωσης, τα νέα κινήματα». Όλα αυτά αγγίζουν τον πυρήνα του θέματος και της επιχειρηματολογίας μου και είναι απαραίτητο να απαντήσω.
Δεν είναι πάντοτε επιτρεπτή η ελεύθερη χρήση των λέξεων, πολύ περισσότερο όταν πρόκειται για λέξεις με τεράστιο, καταθλιπτικό ιστορικό βάρος. «Κομμουνισμός»: Μια λέξη αλλά και ένα ανεξίτηλο αποτύπωμα στον αιώνα που πέρασε. Για πάρα πολλούς, από τους καλύτερους ανθρώπους του αιώνα αυτού, η λέξη σήμαινε τα πάντα, τη ζωή και το θάνατο, την έφοδο στον ουρανό και το γκρέμισμα σε απύθμενα βάραθρα. Για ολόκληρούς λαούς η λέξη σήμανε, σε διάφορους καιρούς, την Ελπίδα ή την Τραγωδία. Σίγουρα εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα ουσιαστικό που σκιάζει κάθε επίθετο και κάθε προσδιορισμό. Κομμουνισμός λοιπόν είναι το συγκεκριμένο, ιστορικό κίνημα που υπήρξε. Καθένας βέβαια μπορεί να αυτοπροσδιορίζεται όπως θέλει. Αρκεί να έχει τη γνώση, την αυτογνωσία και την τόλμη…
Αν λοιπόν, μέσα στο τελευταίο τέταρτο του αιώνα, δεν παρατηρήσαμε, πουθενά στον κόσμο, κάτι που να μπορούμε να ερμηνεύσουμε ως αναγέννηση του κομμουνιστικού κινήματος, είναι απλά γιατί αυτό δεν θα μπορούσε να γίνει. Δε ζωντανεύουν οι νεκροί. Μια ανάλυση που θα τεκμηρίωνε θεωρητικά την παραπάνω διαπίστωση δεν είναι ούτε στις προθέσεις ούτε στις δυνατότητές μου –είναι πάντως αναγκαία, ας ψάξουμε όσα γράφτηκαν τα τελευταία χρόνια. Βιαστικά και εκ του προχείρου σημειώνω: α) Το βάρος των πεπραγμένων. Στην Ιστορία του Κομμουνιστικού Κινήματος δεν δεσπόζει η μορφή της Λούξεμπουργκ αλλά του Στάλιν, όχι η στρατιά των δικών μας μαρτύρων – ηρώων αλλά οι σκοτεινές Ολομέλειες με τις καταδίκες και τις «αποκαταστάσεις». β) Τους ιστορικούς περιορισμούς και τις μεγάλες αντιφάσεις στη θεωρία και την πράξη των Δασκάλων μας. Η διαπίστωση –αυτονόητη άλλωστε- με κανένα τρόπο δε συνιστά μομφή για κείνους και σε τίποτα δεν τους μειώνει. Καταδικάζει όμως τους κακούς μαθητές τους, εμάς που τους κρατήσαμε στα εικονοστάσια τόσον πολύ καιρό και τους κατεβάσαμε από ΄κει, για να τους δούμε κριτικά, -αν το κάναμε- τόσο πολύ αργά. γ) Την ιστορική παρακμή της εργατικής τάξης, ως δρώσας κοινωνικής δύναμης, σ΄ όλες ανεξαίρετα τις χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού. Τα θέματα που εμπλέκονται εδώ είναι πολλά και το καθ΄ ένα από μόνο του τεράστιο. Δεν θα επιχειρήσω ούτε την απαρίθμησή τους –θα ξεφεύγαμε τελείως- πρέπει όμως να διευκρινίσω τα εξής: Πάντοτε οι αντιθέσεις, οι συγκρούσεις, οι αλλαγές ρίζωναν στο έδαφος της ανθρώπινης εργασίας. Αυτό –πιστεύω- θα γίνεται και στο μέλλον. Επίσης, από τον κόσμο της εργασίας και με την εμπειρία αυτού του κόσμου θα έρχονται και στο μέλλον οι πρωταγωνιστές της ιστορικής σκηνής. Αν όμως αναφερόμαστε στην εργατική τάξη όπως μέχρι τώρα κάναμε, δηλαδή ως μια κοινωνική δύναμη με τη δική της ταυτότητα, τότε το πράγμα αλλάζει. Φαίνεται ότι η σχέση Είναι και Συνείδησης, μιλώντας για κοινωνικές ομάδες και δυνάμεις, δεν είναι αυτή ενός απλού καθορισμού. Εδώ η Συνείδηση διαποτίζει το Είναι, διαμορφώνοντας την οντότητά του… Θα πρέπει, στο σημείο αυτό, να αποδώσουμε φόρο τιμής σε ένα μαχητή διανοούμενο, ένα δικό μας άνθρωπο που έφυγε πρόσφατα, τον Κοστάντζο Πρέβε. Στο τελευταίο βιβλίο του (Κριτική ιστορία του μαρξισμού, εκδόσεις ΚΨΜ. 2009) αυτός ο μαρξιστής που πήρε στα σοβαρά τον μαρξισμό, τόλμησε να αγγίξει το πλέον ιερό απ΄ όλα τα ταμπού, μιλώντας για «εσωτερική», «υποτελή» τάξη…
Η επαναστατική ανανέωση του Κομμουνιστικού Κινήματος, λοιπόν, ήταν και είναι ένας στόχος ανέφικτος, χιμαιρικός.. Στάθηκα τόσο πολύ εδώ γιατί πιστεύω ότι, μιλώντας για το ΝΑΡ και τους αγωνιστές του, αυτή είναι η ιδρυτική διακήρυξη, το καθοριστικό της ταυτότητας και το όριο που μέχρι σήμερα δε στάθηκε δυνατό να ξεπεραστεί.
Τούτο δε σημαίνει βέβαια ότι η εικοσιπεντάχρονη προσπάθεια και περιπέτεια ήταν μάταια. Κάθε άλλο! Η περίοδος αυτή, που δεν έχει τελειώσει ακόμη, είναι οι Μέσοι Χρόνοι του Απελευθερωτικού Εγχειρήματος. Πάρα πολλούς κατάπιαν η ενσωμάτωση και η ιδιώτευση, Οι παλιοί μου σύντροφοί όμως δεν παραδέχτηκαν την ήττα. Έριξαν γέφυρες πάνω από αβύσσους, πέρασαν οι ίδιοι και βοήθησαν άλλους να περάσουν. Οι αγώνες, οι θεωρητικές προσπάθειες, πάνω απ’ όλα το παράδειγμα είναι μια καταγεγραμμένη προσφορά που βέβαια αναζητά τη συνέχεια και την ανέλιξή της.
Πολλές φορές οι άνθρωποι που αγωνίζονται για κάτι επιτυγχάνουν κάτι άλλο, ίσως σημαντικότερο. Οι προσπάθειες των συντρόφων μου, όπως όλοι οι αγώνες και τα κινήματα αυτής της περιόδου, δεν ανέστησαν βέβαια νεκρούς και δε θα το κάνουν. Θα συμβάλλουν όμως, είμαι σίγουρος, στην ανάδυση ενός Νέου Παραδείγματοςγια τον απελευθερωτικό αγώνα. Ο όρος, δανεισμένος βέβαια από την Επιστημολογία, είναι νομίζω απολύτως κατάλληλος για να περιγράψει το μεγάλο ζητούμενο. Αυτό το Παράδειγμα είναι βέβαια σήμερα ασχημάτιστο. Θα προκύψει από τη γενίκευση της πείρας, φωτισμένης από ένα νέο, δυνατό, θεωρητικό φως. Ακόμη όμως κι αν όλα αυτά σήμερα μας λείπουν δεν μπορούμε να προχωρήσουμε χωρίς τη σαφή επίγνωση τηςΑλλαγής Παραδείγματος –ας μου συγχωρηθεί η ηθελημένη κατάχρηση του όρου. Χρειάζεται τόλμη…
Έφτασα λοιπόν στον κεντρικό ισχυρισμό μου. Ναι, πιστεύω ότι από τους παλιούς συντρόφους μου έλειψε η Τόλμη. Όχι βέβαια εκείνη που αψηφά τους κόπους και τις θυσίες του αγώνα –με το παραπάνω την έχουν αυτή- αλλά με την τόλμη τη μεγαλύτερη, αυτήν του αναστοχασμού, της αναμέτρησης με τα καίρια ερωτήματα που θέτει ο αγώνας της ζωής σου, όταν μάλιστα αυτός φαίνεται να αστοχεί.
Ας θυμηθούμε, σύντροφοι, τα ερωτήματα που κατέκλυζαν όλους μας τον πρώτο καιρό μετά την Κατάρρευση. «Τι πήγε στραβά;» και «από ποιο σημείο άρχισε το κακό;». Συνειδητοποιώντας ότι -το δεύτερο ιδιαίτερα- ερώτημα δεν έχει κανένα νόημα ίσως πολλοί αντιλήφθηκαν ότι το πραγματικά μεγάλο ερώτημα ήταν ένα και μόνο: «Γιατί ξεγελαστήκαμε τόσο πολύ και για τόσο μεγάλο διάστημα;». Στο σημείο αυτό –ίσως πάλι- σκεφτήκαμε ότι το πράγμα παρατράβηξε, ήταν πιεστικότατη η ανάγκη για δράση. Ήταν πράγματι, όμως….
Η στρατηγική, με τα ελλείμματα και τις αντιφάσεις της, καθορίζει την τακτική, ηθελημένα ή αθέλητα. Τα προβλήματα που θέτει η ταυτότητά σου εμφανίζονται στον «καθημερινό» βηματισμό σου. Ποιο θα ήταν το περισσότερο τρωτό σημείο μιας κίνησης που αυτοορίζεται ως «επαναστατική Αριστερά» εύκολα μπορούσε να το προβλέψει κανείς. Μα βέβαια το πρόβλημα των συμμαχιών. Εκεί δεν σκόνταφταν, σ’ όλη την ιστορική τους διαδρομή, οι κομμουνιστές;
2. Κάθε θεώρηση της τωρινής πολιτικής κατάστασης στη χώρα μας θα πρέπει, νομίζω, να ξεκινά από τη δυσάρεστη διαπίστωση της κοινωνικής παραλυσίας δύο συνεχόμενων δεκαετιών –του ’90 και του 2000- που άμεσα προηγήθηκαν της κρίσης. Πραγματικά, στα χρόνια αυτά της «πλαστής ευημερίας» -που δεν ήταν βέβαια για όλους, ούτε καν για τους περισσότερους- δεν εκτοξεύτηκαν μόνο τα χρέη του Δημοσίου και τα ελλείμματα. Στα ύψη βρέθηκαν ο χυδερμισμός, ο κοινωνικός κατακερματισμός, η αφασία και η αποβλάκωση. Ήταν οι δεκαετίες της επέλασης του ρατσισμού, μόλις αντικρίσαμε μπροστά μας τους «κατώτερους». Οι δεκαετίες του καναπέ, μαζί με «εθνικούς προμηθευτές» είχαμε και σωστούς «εθνικούς δημοσιογράφους» Τριανταφυλλόπουλο και Αναστασιάδη. Οι δεκαετίες των λαμπρών πολιτικών αστέρων _μαλάματα, ένας κι ένας! Να θυμηθούμε το Μακεδονικό, το Χρηματιστήριο, την «ισχυρή Ελλάδα», τον Χριστόδουλο, τις Ολυμπιάδες και τα Γιούρο, τον Κεντέρη και τη Θάνου, τον Ζαχόπουλο και τον Εφραίμ… Η γλώσσα κέρδισε, αυτή την περίοδο, μια νέα λέξη: λαμόγιο.
Και μετά … η συντέλεια. Η συγκεκριμένη κοινωνία, κατακερματισμένη και αφασική, ξυπνά μέσα στον εφιάλτη. Αλλάξαμε κατηγορία, γκρεμιστήκαμε δύο ορόφους, από το Λονδίνο και το Παρίσι στη Σόφια και βάλε… Χιλιάδες μικρά και μεγάλα δράματα, απόγνωση, οργή… Η κοινωνία αναδεύτηκε δυνατά και ότι βρίσκονταν κρυμμένο βρέθηκε ξαφνικά σε κοινή θέα. Σε αρκετά σημεία η εικόνα δεν ήταν καθόλου ωραία, αλλού ήταν πολύ μπερδεμένη, το Καλό και το Κακό τόσο κοντά. Αίφνης η γεμάτη Πλατεία δεν έφερνε μόνο τα αμεσοδημοκρατικά σκιρτήματα αλλά και την πρώτη άμεση και μαζική εμφάνιση … κάποιων άλλων. Και βέβαια στο Πέραμα, στα εργατόσπιτα, πρώτα κόπηκε το ηλεκτρικό και μετά … φώτισε η Χρυσή Αυγή. Όμως δεν βρέθηκε αυτή, εκεί, σε εντελώς ξένο έδαφος. Προϋπήρχαν συμπεριφορές και στερεότυπα. Προϋπήρχαν…
Η μακροσκελής ιερεμιάδα είχε μόνο ένα σκοπό. Να καταδείξει πόσο σημαντικές και ταυτόχρονα εύθραυστες είναι οι πραγματικότητες που αναδείχτηκαν μέσα από όλα αυτά. Ναι, είναι μεγάλο επίτευγμα ότι ο δικομματισμός γκρεμίστηκε από τα κάτω, ότι ένα κόμμα που αναδείχτηκε ως ριζοσπαστική Αριστερά γίνεται ξαφνικά πρώτη πολιτική δύναμη. Κι ακόμη: τίποτα από τα παραπάνω δεν έχει την ελάχιστη σταθερότητα, όλα παίζονται και παίζονται τώρα!
Ξέρω ότι δεν συμφωνείτε, σύντροφοι. Ακούω τις αντιρρήσεις, βλέπω το συγκαταβατικό, ίσως και λίγο πικρό, χαμόγελό σας. «Τόσο πολύ σε μάγεψε ένα εκλογικό ποσοστό; Λίγο πριν μίλαγες κι εσύ για την αναγκαιότητα της επαναστατικής πολιτικής. Τώρα, δε βλέπεις για πού τραβάει ο ΣΥΡΙΖΑ; Πόσες φορές πρέπει να παιχτεί το ίδιο έργο;». Η απάντησή μου στηρίζεται συ δύο σημεία: α) Αν προσδοκούσαμε κάτι ουσιωδώς διαφορετικό από τον ΣΥΡΙΖΑ και την ηγεσία του, θα ήμασταν πιστοί μιας κάποιας εκδοχής του χιλιαστικού μεσσιανισμού. β) Οτιδήποτε κι αν γίνει στο μέλλον, το καλύτερο ή το χειρότερο, θα το κάνουν οι σημερινοί, «καθημερινοί» άνθρωποι, αλλαγμένοι βέβαια, όχι όμως ριζικά και δια μιας μεταμορφωμένοι. Σχετικά με το πρώτο, ήδη έχω μιλήσει αρκετά. Στο δεύτερο όμως –κοινοτοπία;- θα σταθώ περισσότερο.
Ο τρανταγμός δε φανέρωσε, βέβαια, μόνο άσχημα πράγματα. Πριν από τις εκλογικές καταγραφές, πριν ακόμη από τις μεγάλες διαδηλώσεις, πόσες φορές ξαφνιαστήκαμε ευχάριστα σε τυχαίες συναντήσεις με παλιούς γνωστούς, βλέποντας μια νέα στάση, ένα νέο ήθος! Πόσες φορές συγκινηθήκαμε μιλώντας με νέους ανθρώπους, πριν λίγο μαθητές, κι ακούγοντας τους να μιλούν για το πώς ανοίγουν, δύσκολα, το δρόμο της ζωής τους! Ναι η Εμπειρία ανάδειξε –κι ακόμη διαπλάθει- μια νέα ριζοσπαστικοποίηση, πολύμορφη και ελπιδοφόρα, θρυμματισμένα διαμάντια μέσα στα λασπόνερα. Όλοι εμείς οι παλιοί, κουρασμένοι και απογοητευμένοι είναι μεγάλη ανάγκη πρώτα να την κατανοήσουμε και να τη χαρούμε. Δεν είναι πάντα εύκολο αυτό. Η νέα ριζοσπαστικοποίηση εκδηλώνεται με διαφορετικούς, από τα συνηθισμένους τρόπους, μιλάει διαφορετικές γλώσσες, φορές είναι σιωπηλή. Από πολλές απόψεις όμως –το πιστεύω απόλυτα- είναι ουσιαστικότερη και βαθύτερη από ιστορικά φαινόμενα που χαρακτηρίστηκαν με αυτό τον όρο στο παρελθόν. Αγγίζει περισσότερο τον τρόπο της ζωής, τις αξίες της ζωής αναδεικνύοντας, με νέα δύναμη, το τρίπτυχο: Αλληλεγγύη, Αξιοπρέπεια, Δικαιοσύνη. Την περιεκτικότερη έκφραση του πνεύματος αυτού του νέου ρεύματος ελπίδας την έδωσε μια από εκείνες τις γυναίκες που τούτες τις μέρες καθαρίζουν για λογαριασμό μιας ολόκληρης κοινωνίας: Ψηλώνεις ο ίδιος όταν σηκώνεις το δίκιο του χαμηλού.
Η πρωτιά του ΣΥΡΙΖΑ στις κάλπες είναι το αποτύπωμα αυτού του ρεύματος. Δεν φανερώνονται όμως όλα με την πρώτη ματιά, ακόμη κι εδώ. Περισσότεροι από 160.000 ήταν εκείνοι που έδωσαν την ψήφο τους στην Κωνσταντίνα Κούνεβα, εμβληματική μορφή του σύγχρονου κοινωνικού κινήματος, 160.000 κοινωνικά ευαίσθητοι και δραστήριοι άνθρωποι είναι ήδη ένα δυναμικό. Τι θα δώσει αυτό αύριο;
Φτάσαμε, νομίζω, στην καρδιά του πολιτικού προβλήματος. Ενός προβλήματος καθοριστικής σημασίας και για τις τύχες της ζωντανής ριζοσπαστικής Αριστεράς, με όποιο όνομα κι αν υπάρχει αυτή. Γιατί, βέβαια, όλα είναι ρευστά και όλα παίζονται. Οι αυταπάτες, οι συγχύσεις, οι αντιφάσεις είναι διάχυτες, σε μεγάλη έκταση και βάθος, στον κόσμο της Ελπίδας. [Σιγά τη διαπίστωση! Λες και δε γνωρίζουμε από ποιες πολιτικές και πολιτιστικές ερήμους πέρασε για να φτάσει μέχρι εδώ]. Ο αντίπαλος καταπιάνεται ήδη, δραστήρια, με μια πρωτοφανέρωτη, και για τον ίδιο, επιδίωξη. Να στήσει από την αρχή, ολότελα νέο, σκηνικό. Πάνω απ όλα, έχει ήδη γίνει η αναγγελία νέων θυελλωδών ανέμων. Τα πράγματα δε γίνεται να μείνουν όπως έχουν. Επομένως….
Επομένως, μπροστά στη μάχη, η αποφασιστική διακήρυξη «Δορυφόροι ποτέ και κανενός!» είναι βέβαια άμεμπτη στην κυριολεξία της, ακούγεται όμως –θα μου επιτρέψετε σύντροφοι- παράταιρα., όταν οι μαχητές θα σταθούν, είναι δεδομένο, στο κέντρο του μετώπου και θα πολεμήσουν σε αμφίβολη μάχη, θα πολεμήσουν πραγματικά, όχι σε επιδείξεις ή σε πτήσεις καμικάζι. Θα πολεμήσουν μαζί με άλλους –εκτός συζήτησης αυτό- και με διαρκή έγνοια για τη συνοχή και τη μαχητικότητα της γραμμής τους, σ όλο της το μήκος.
Αλλά ας αφήσουμε τις στρατιωτικού τύπου μεταφορές –τόσο προσφιλείς στην αλλοτινή μας γλώσσα. Τη νέα ριζοσπαστικοποίηση –όποια γνώμη κι αν έχει κανείς για την έκταση και το βάθος της- πρέπει να την κατανοήσουμε και να τη χαρούμε γιατί πρέπει να τη στηρίξουμε. Σίγουρα οι νέοι άνθρωποι, οι νέες δυνάμεις που σήμερα βλέπουν προς τα αριστερά πρέπει πολλές αυταπάτες να ξεπεράσουν, πολλές συγχύσεις να ξεδιαλύνουν. Πρώτα και πάνω απ όλα όμως πρέπει να αποκτήσουν, να διατηρήσουν και να εδραιώσουν εκείνη τη μοναδική συναίσθηση, την απαραίτητη σε κάθε σοβαρό αγώνα: εμείς μπορούμε1. Στο καθοριστικό αυτό πεδίο η ζωντανή ριζοσπαστική Αριστερά έχει ρόλο και χρέος.
Η ισχυροποίηση λοιπόν των συναγωνιστικών δεσμών με όλους εκείνους που σήμεραβλέπουν προς τα αριστερά -στην πολύ μεγάλη πλειοψηφία τους βέβαια αυτοί ψηφίζουν ΣΥΡΙΖΑ ή και εντάσσονται σ’ αυτόν- θα έπρεπε, κατά τη γνώμη μου, να είναι ένας βασικός στόχος για τους αγωνιστές της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. Τούτο προφανώς δεν είναι θέμα δημοσίων σχέσεων ή savoir vivre. Συναγωνιστικούς δεσμούς έχουμε όταν υπάρχει παράλληλη δράση για κοινούς στόχους. Για ποιους στόχους; Αν πραγματικά πιστεύουμε ότι στη χώρα μας έχει επισυμβεί μια κοινωνική καταστροφή, με δυστυχία, αγωνία, αδιέξοδα για τα εκατομμύρια των εργαζόμενων ανθρώπων τότε προφανώς οι κοινοί αυτοί στόχοι δεν μπορούν παρά να είναι τμήματα ενός συνεκτικού προγράμματος κοινωνικής σωτηρίας, ενός προγράμματος κατεπείγουσας ανάγκης, δομημένου στη βάση μερικών, όχι πολλών, αξόνων – αιχμών.
Δεν είμαι, βέβαια, σε θέση να προσδιορίσω τους άξονες αυτούς. Φαντάζομαι ότι ο πρώτος θα απαιτεί: Κανένας μισθός κάτω από το ελάχιστο όριο (800 €;) . Κανένας εργαζόμενος χωρίς συλλογική σύμβαση. Κανένας άνεργος χωρίς επίδομα και πρόσβαση στη Δωρεάν Δημόσια Υγεία2. Η μεγάλη αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ, με τις αντιφάσεις και τις «γκρίζες ζώνες» της πολιτικής του, αλλά και της Αριστεράς συνολικά, είναι ακριβώς ότι δεν κατάφεραν να φέρουν ένα τέτοιο πρόγραμμα στο κέντρο της δημόσιας αντιπαράθεσης και –πολύ περισσότερο- στους δρόμους της λαϊκής πάλης. Έτσι οι …ντερμπεντέρηδες της χειραγώγησης μπορούν να κάνουν παιχνίδι με την κινδυνολογία και τα αφηρημένα διλήμματα, χωρίς να πιέζονται από το απλό τι θα γίνει αν δε γίνουν αυτά;
«Παρωχημένος κεϊνσιανισμός, επικίνδυνες αυταπάτες μπροστά στην Ε.Ε. το ευρώ και το χρέος, εγκατάλειψη της ανατροπής στο κυνήγι της χίμαιρας των άμεσων βελτιώσεων …». Οικονομολόγοι καθηγητές έχουν πολλές φορές αποδείξει την «ανεδαφικότητα» των προγραμμάτων σαν αυτό που προσπάθησα να περιγράψω. Σέβομαι τη γνώμη τους, πολλές από τις παρατηρήσεις τους είναι πολύτιμες. Από τη δική μου σκοπιά όμως, σε αρκετά σημεία, οι «αδυναμίες» ενός τέτοιου προγράμματος αναδεικνύονται σε μεγάλες αρετές. Γιατί βέβαια το ζητούμενο δεν είναι ο ρεαλισμός και η αρτιότητα ενός κυβερνητικού προγράμματος, πράγματα ανέφικτα έτσι κι αλλιώς, αλλά η ικανότητά του να τροχιοδρομεί, σήμερα, μια πορεία ρήξεων με του επικυρίαρχους και τις πολιτικές τους. Μια πορεία που θα μπορούν να την καταλαβαίνουν και να την παρακολουθούν οι επιβάτες, να την προωθούν σπρώχνοντας το όχημα ή, ακόμη, ανοίγοντας το δρόμο. Το ταξίδι είναι, ασφαλώς, αβέβαιο. Η κατάληξή του όμως σε πολύ μικρό βαθμό εξαρτάται από ντον τωρινό οδηγό. Τα δεδομένα που θα δημιουργηθούν στην πορεία, οι κρυμμένες δυνάμεις της κοινωνίας είναι παράγοντες που θα μετρήσουν πολύ περισσότερο. Κάθε πραγματική μάχη είναι αμφίβολη…
Είναι βέβαια πολλοί εκείνοι που σ’ όλα τα παραπάνω διάβασαν ένα κάλεσμα «όλοι κάτω από την ομπρέλα του ΣΥΡΙΖΑ». Δεν πρόκειται για κάτι τέτοιο –αυτό που χρειάζεται είναι όλοι να βγούμε στη βροχή χωρίς ομπρέλα Τι βρίσκεται όμως, πραγματικά, πίσω από την άρνηση; Ίσως κάποιοι ειλικρινά πιστεύουν ότι αν στη χώρα μας δεν έχουμε, ως τα σήμερα, ριζική ανατροπή της επίθεσης του Κεφαλαίου, γι’ αυτό κύριος υπεύθυνος είναι ο… Τσίπρας και η δεξιόστροφη πολιτική του. Αν είναι έτσι … εντάξει. Το μόνο που αξίζει να παρατηρήσει κανείς είναι ότι ο κυρίαρχος τρόπος πρόσληψης της ιστορικής εμπειρίας στα πλαίσια του Κομμουνιστικού Κινήματος εξαντλούνταν στο παρακάτω στερεότυπο: Οι μάζες πάντοτε ήθελαν και μπορούσαν να προχωρήσουν περισσότερο, τα λάθη όμως των ηγεσιών –συνήθως δεξιού χαρακτήρα- εμπόδιζαν κάθε φορά την υπόθεση να έχει αίσια έκβαση.
Προχωρώντας περισσότερο, αντιμετωπίζουμε περισσότερο δυσμάχητα και βαθύτερα ριζωμένα εμπόδια. Πόσο δύσκολο να είναι άραγε το κεφάλαιο Συμμαχίες και Μέτωπαγια αγωνιστές και πολιτικές ομάδες διαμορφωμένους με την αντίληψη της a prioriδεδομένης πρωτοπορίας. Για τους κομμουνιστές πάντοτε συμμαχία σήμαινε ελιγμός, αναγκαία παραχώρηση. Οι σημερινοί σύμμαχοι είναι αναλώσιμοι, έχουν όρια και χαρακτήρα που αργότερα θα ξεσκεπαστούν. Οι κομμουνιστές δεν ήταν ποτέ δεκτικοί στην αλληλεπίδραση και την αμοιβαία διδαχή –πέρα βέβαια από την ανομολόγητη έλξη προς την αστική πολιτική. Ας προσθέσουμε σ’ όλα αυτά έναν ακόμη παράγοντα, ψυχολογικής φύσης. Πως αλλιώς να δουν τη σημερινή εκλογική καταγραφή οι αγωνιστές του ΝΑΡ και της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. παρά σα μια λεηλασία ενός χώρου που υπάρχει κυρίως χάρη στις δικές τους προσπάθειες –αυτό είναι αλήθεια- από ένα ύποπτο παρείσακτο;
3. Πολλά και σοβαρά είναι λοιπόν τα ζητήματα. Αυτό το σημείωνα, που δε θέλει να καταγγείλει τους παλιούς συντρόφους αλλά να μιλήσει μαζί τους θα τελειώσει με μερικές σκόρπιες αναφορές πάνω σε «τρέχοντα θέματα».
Α) Ποια κριτική;
Είναι ίσως το δυσκολότερο από τα «πρακτικά προβλήματα» που μια πολιτική κίνηση όπως η ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. με υπόσταση, θέσεις και πολιτική, έχει στη σχέση της με τον ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί βέβαια υπάρχουν πάρα πολλά πράγματα που πρέπει να ειπωθούν και να λέγονται. Γιατί το ζητούμενο δεν είναι να πέσουν οι τόνοι αλλά, αντίθετα, η κριτική να γίνει περισσότερο διεισδυτική, περισσότερο γόνιμη.
Λοιπόν, θέλουμε πραγματική συζήτηση με τους συναγωνιστές μας ή σκοπός μας είναι να ξεσκεπάσουμε3 τον ΣΥΡΙΖΑ; Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για δυο διαφορετικές, αντιθετικές στάσεις. Και πάλι θα υπογραμμίσω ότι καθόλου δεν αφορά το savoir vivre. Θα δώσω συγκεκριμένο παράδειγμα ατυχούς κριτικής.
Αποκαλύπτεται αίφνης ότι βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, συνταξιούχος τραπεζικός, συνδικαλιστής, έχει εισπράξει αστρονομικό για τα ελληνικά δεδομένα ποσό ως εφάπαξ ασφαλιστική παροχή. Γίνεται βέβαιά ο σχετικός ντόρος από τα ΜΜΕ της διαπλοκής. Η δική μας παρέμβαση: «Μπορούν αυτοί να υπερασπιστούν τα λαϊκά δικαιώματα και ανάγκες;». Όμως το θέμα που η συγκεκριμένη υπόθεση έθεσε δεν είναι βέβαια τα εισοδήματα, ο πλούτος ακόμη, του α΄ή του β΄ στελέχους αλλά οκυβερνών συνδικαλισμός. Από τα ισχυρότερα όπλα –και εμβλήματα- της ΠΑΣΟΚοκρατίας, αφορά καίρια τον ΣΥΡΙΖΑ, μάλιστα στη σημερινή του φάση, αγγίζει όμως και τη ριζοσπαστική Αριστερά.. Οι αγωνιστές του ΝΑΡ και της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. έχουν βέβαια και την ικανότητα και τη διάθεση να αναδείξουν σωστά ένα ζήτημα. Η κεκτημένη ταχύτητα όμως σπρώχνει στην πεπατημένη…
Είναι πολύ οδυνηρό, πιστέψτε με σύντροφοι, ο δικός σας λόγος να ακούγεται όμοιος μ’ αυτόν του ΚΚΕ. Βασιλιάς μιας χώρας ακατοίκητης, είναι βέβαια δεδομένη και αμετακίνητη η επιλογή του ΚΚΕ, ταιριαστή με τη φύση και την προοπτική του κόμματος αυτού. Στη ριζοσπαστική Αριστερά όμως καθόλου δεν ταιριάζει ο ρόλος της θλιμμένης, πικρόχολης γεροντοκόρης που, ίσως, λέει σωστά πράγματα όμως κανείς δεν την ακούει με ευχαρίστηση. Ας προσέξουμε σύντροφοι. Στο άμεσο μέλλον οι αφορμές και οι ανάγκες της κριτικής θα περισσεύουν.
Β) Η Ε.Ε. το ευρώ και το χρέος…
Όπως κι εσείς έτσι κι εγώ πιστεύω πως μέσα στη φυλακή της Ε.Ε. με τη βαριά μπάλα του ευρώ στα πόδια και τη θηλιά του χρέους στο λαιμό οι επιλογές είναι πολύ περιορισμένες. Όπως και κάποιος συριζαίος έτσι κι εγώ δεν θέλω τα ζητήματα αυτά να τεθούν a priori από μια –πιθανή αλλά καθόλου σίγουρη- αριστερή κυβέρνηση. Γιατί αυτή η κραυγαλέα αντίφαση; Μα βέβαια γιατί –σ’ όλη την έκταση αυτού του σημειώματος γίνεται φανερό- πιστεύω ότι οι συσχετισμοί δύναμης είναι πολύ δυσμενέστεροι απ’ όσο δείχνουν οι εκλογικές καταγραφές.
Καθόλου δεν είναι αποδεκτός»» ο ρόλος του «φρόνιμου» ούτε όμως αυτός του «τζάμπα μάγκα» ταιριάζει στη ριζοσπαστική Αριστερά. Έχουμε άραγε προσμετρήσει τις άμεσες συνέπειες μιας κίνησης όπως η μονομερής διαγραφή του χρέους σε μια ήδη σκληρότατα δοκιμαζόμενη κοινωνία; Ποια θα είναι τότε η κατεύθυνση της «αντίδρασης από τα κάτω»; Αυτά τα ερωτήματα «περιμένουν στη γωνία» όποιον ακολουθεί το δρόμο της εύκολης κριτικής.
Είμαστε λοιπόν καταδικασμένοι στην υποταγή; Πόσο «αριστερό» είναι οποιοδήποτε πρόγραμμα δεν αγγίζει τα μεγάλα ζητήματα; Και τι θα προσφέρει τελικά; Κατά τη γνώμη μου η Ε.Ε. το ευρώ, το χρέος όχι μόνο δεν είναι «ταμπού» και ανυπέρβλητα όρια μιας αριστερής προσπάθειας αλλά, αντίθετα, αναπόφευκτα θα τεθούν σε οποιαδήποτε συνεπή ανάπτυξή της. Με ποιους όρους; Αυτό είναι το ουσιαστικό ερώτημα. Να τεθούν σε συνθήκες που θα τα καταδείχνουν –όπως είναι πράγματι- ως αναπόδραστα διλήμματα, χωρίς εναλλακτικές εκτός από το καθαρό ναι και το καθαρό όχι και, κυρίως, με φανερές στο σύνολο της κοινωνίας τις συνέπειες της μιας ή της άλλης απόφασης. Κάθε τι άλλο είναι, νομίζω, τυχοδιωκτισμός ή εύκολή ρητορεία.
Τέτοια ρητορεία, θα μου επιτρέψετε σύντροφοι, έχουμε στις αναφορές τη σχετικήκυπριακή εμπειρία. Ξεχνώντας την ιστορία, το χαρακτήρα και το έθος της συγκεκριμένης κοινωνίας μιλάμε για επιλογές αδιανόητες γι αυτήν. Σα να ήταν δυνατό να δείξουν οι «Χριστόφιας και σια» το ανάστημα του Νάσερ! Τέτοια πράγματα, λεγόμενα από άξιους και σεβαστούς ανθρώπους, σε κάνουν να σκέφτεσαι πόσο μεγάλη –και παραπλανητική- είναι η δύναμη των ιδεών4.
Γ) Η άνοδος και η πτώση του ΠΑΣΟΚ
Να και το ζήτημα που βρίσκεται στο μυαλό και το στόμα όλων. «Ξανά το ίδιο έργο! Εμείς όμως δε θα έχουμε ρόλους στο παιχνίδι της ενσωμάτωσης. Δορυφόροι ποτέ και κανενός!». Εύλογοι οι συνειρμοί και άριστη η αποφασιστικότητα. Από την πλευρά μου δυο μόνο πλευρές θα θίξω, επιδερμικά.
α) Από κάθε άποψη το ΠΑΣΟΚ ήταν, στον καιρό του, ένα κίνημα με βάθος και επιρροή ασύγκριτή με ότι είναι ή θα μπορέσει να γίνει ο ΣΥΡΙΖΑ. Ο Ανδρέας, με τα λόγια και τα έργα του, διαμόρφωνε συσχετισμούς και συνειδήσεις. Κανένας Τσίπρας δε μπορεί βέβαια να παίξει τέτοιο ρόλο.
β) Σημαντικότερο. «Το ΚΚΕ κατάντησε ουρά του ΠΑΣΟΚ». Η αποτίμηση αυτή, σωστή βέβαια σε γενικές γραμμές, δε λέει όλη την αλήθεια και δε φωτίζει όλες τις πλευρές μιας εξαιρετικά σύνθετης σχέσης. Υπήρξαν βέβαια περίοδοι –και μάλιστα μεγάλες- στις οποίες το ΚΚΕ «ξεσκέπαζε» άγρια το ΠΑΣΟΚ. Ποτέ όμως δεν κατάφερε –και δεν προσπάθησε- το ΚΚΕ να πλουτίσει τους δεσμούς –που ασφαλώς υπήρχαν- με τον ογκούμενο κόσμο του ΠΑΣΟΚ, να τους φορτίσει με περιεχόμενο και δυναμικό. Απουσίαζε, για παράδειγμα, το ΚΚΕ όταν το ΠΑΣΟΚ έβαζε πλάτη για τα εργοστασιακά σωματεία. Το ΠΑΣΟΚ και η νεολαία του «έκαναν παιχνίδι» με ανεξάρτητες ριζοσπαστικές κινήσεις και ιδέες, τη στιγμή που το ΚΚΕ και η ΚΝΕ κρατούσαν τα μάτια ερμητικά κλειστά. Υπήρχε βέβαια –για προφανείς λόγους- εκείνο το ζήτημα που το ΚΚΕ είχε αναγάγει σε «λυδία λίθο» της … αριστεροσύνης. Ήταν οι αμερικάνικες βάσεις και το ΝΑΤΟ. Θυμίζουν αμυδρά κάτι όλα αυτά…
---------------------------
Ο μακρύς μονόλογος έφτασε στο τέλος του. Ήταν πολύ δύσκολο, μου πήρε ένα μήνα! Σκεφτόμουν, αμέσως μετά τις εκλογές, ένα μικρό «αιχμηρό» κείμενο. Αποδείχτηκε όμως ότι αυτό ήταν τελείως αδύνατο. Έπρεπε όλα να ειπωθούν κι ας έβγαινε κάτι που δε θα διάβαζε κανείς.
Σύντροφοι, σας νιώθω τόσο κοντά και τόσο μακριά μου. Σας θαυμάζω και σας επικρίνω. Μιλώντας ειδικά για το ΝΑΡ, πιστεύω ότι δεν πρέπει, δεν το αξίζει, να καταγραφεί τελικά σα μια ακόμη από τις απειράριθμες αριστερές μικροομάδες που βούλιαξαν σε βάλτο από άθλιους μικροκαβγάδες. Δε θα γίνει έτσι, γιατί οι αγωνιστές του ΝΑΡ, πιστεύοντας σε μεγάλα πράγματα και άξιοι γι’ αυτά, θα αποδειχθούν, ακολουθώντας τον Καβάφη…
… εις μικρόν γενναίοι
1 Αυτό ακριβώς ήταν το μάθημα που μαζικά διδάχθηκε ο λαός μας το ’40 στα βουνά της Αλβανίας. Χωρίς το μάθημα αυτό δεν θα υπήρχαν, όπως υπήρξαν, το ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ και ο ΔΣΕ
2 Ένας από τους άξονες (ο τελευταίος;) θα απαιτεί την άμεση εξόντωση του Μολώχ της Παιδείας, του τέρατος των Πανελληνίων Εξετάσεων και την επαναθεμελίωση του εκπαιδευτικού συστήματος.
3 Δεν επιλέχθηκε τυχαία η λέξη. Ευθέως παραπέμπει στις ατυχέστερες στιγμές της ιστορίας των σχέσεων των κομμουνιστών με άλλες αριστερές δυνάμεις
4 Όσοι σχετίζονται με το χώρο της εκπαίδευσης αξίζει να θυμηθούν μια ανάλογη, άλλης κλίμακας βέβαια, εμπειρία. Πριν ένα χρόνο, μαζικές Γενικές Συνελεύσεις ψήφιζαν ομόφωνα για μια απεργία που όλοι γνώριζαν ότι δεν επρόκειτο να γίνει. Η συνδικαλιστική ηγεσία τα θαλάσσωσε, όχι γιατί δεν έκανε απεργία (η εύκολη αριστερή κριτική) αλλά γιατί υποκρίνονταν ότι μπορούσε να κάνει…
Ναι, αισθάνομαι ότι οφείλω ένα διότι… Στους παλιούς συντρόφους, τους μόνους φίλους που μπόρεσα ποτέ να αποκτήσω. Αυτούς τους ανθρώπους εξακολουθώ να αγαπώ, Την υπόθεσή τους –που δεν είναι πια δική μου- τη σέβομαι, τη θεωρώ πολύ σημαντική. Θέλω λοιπόν να μιλήσω μαζί τους και μάλιστα «εφ’ όλης της ύλης».
Έχει όμως αυτό κάποιο νόημα; Δε γνωρίζω τις τωρινές έγνοιες των συντρόφων μου ούτε το πώς νοιώθουν ύστερα από μια ξεχωριστή εκλογική μάχη. Ίσως να μην έχουν καμιά διάθεση να ασχοληθούν με θέματα λυμένα γι’αυτούς. Ίσως να πιστεύουν ότι δεν έγινε και τίποτα ιδιαίτερο… Ελπίζω να μην είναι έτσι. Σε κάθε περίπτωση εγώ θα προσπαθήσω να γράψω. Να ξεκαθαρίσουμε με τον εαυτό μας, είναι τελικά το σημαντικότερο.
1. Εικοσιπέντε χρόνια έχουν περάσει από το τρομερό ’89. Εικοσιπέντε χρόνια επίσης από την ανοικτή εμφάνιση μιας μεγάλης πρωτοβουλίας, γεννημένης μέσα στο ΚΚΕ και την ΚΝΕ, που στο ξεδίπλωμά της μορφοποιήθηκε στο ΝΑΡ και στην ν.Κ.Α. Αξίζει να θυμηθούμε το σύνθημα, το στόχο της πρωτοβουλίας αυτής στην αφετηρία της. Ήταν για την επαναστατική ανανέωση του Κομμουνιστικού Κινήματος. Πρέπει, σήμερα, να τιμήσουμε αυτό το σύνθημα, μια θαρραλέα φωνή την ώρα του φρικτού ναυαγίου, με τις σειρήνες της ενσωμάτωσης να γλυκοτραγουδούν από παντού.
Εικοσιπέντε χρόνια… Και τι δεν είδαμε, στον κόσμο και τη χώρα μας, μέσα σ’ αυτά! Μια μεγάλη Επανάσταση στην Τεχνολογία μετασχημάτισε ριζικά την εργασία και την καθημερινότητα. Οι νικηφόροι αλαλαγμοί για το «τέλος της Ιστορίας» γρήγορα σίγησαν, καθώς ο Καπιταλισμός, μόνος πάνω στη σκηνή, αποκάλυπτε σ’ όλους την αποκρουστική του γύμνια, την πλήρη ακαταλληλότητα των νόμων και των αρχών του για τους ανθρώπους και τις κοινωνίες σε ολόκληρο τον κόσμο. Πάνω από τα αδιέξοδα που συσσωρεύονται, την καταστροφή της Φύσης, τους αμέτρητους ανθρώπους που «περισσεύουν», τις εκκολαπτόμενες εκρηκτικές αντιθέσεις ανάμεσα στους κυρίαρχους του κόσμου, τον ευτελισμό της ανθρώπινης ύπαρξης, δεν πλανιέται κάποιο φάντασμα αλλά η αίσθηση του επικείμενου σεισμού. Κάτι θα γίνει, θα δεις…
Τα είδαμε όλα μέσα σ’ αυτά τα ταραγμένα εικοσιπέντε χρόνια. Όλα … εκτός από την πολυπόθητη ανανέωση του Κομμουνισμού. Αντιλαμβάνομαι ότι στο σημείο αυτό οι αντιρρήσεις θα πέσουν βροχή: «Μα δε μιλάμε για τον Κομμουνισμό του Μπρέζνιεφ αλλά για το γνήσιο, απελευθερωτικό Κομμουνισμό της εποχής μας». Κι ακόμη –το σοβαρότερο: «Αγνοείς τις νέες προσπάθειες, τις νέες απελευθερωτικές ιδέες, τις νέες μορφές οργάνωσης, τα νέα κινήματα». Όλα αυτά αγγίζουν τον πυρήνα του θέματος και της επιχειρηματολογίας μου και είναι απαραίτητο να απαντήσω.
Δεν είναι πάντοτε επιτρεπτή η ελεύθερη χρήση των λέξεων, πολύ περισσότερο όταν πρόκειται για λέξεις με τεράστιο, καταθλιπτικό ιστορικό βάρος. «Κομμουνισμός»: Μια λέξη αλλά και ένα ανεξίτηλο αποτύπωμα στον αιώνα που πέρασε. Για πάρα πολλούς, από τους καλύτερους ανθρώπους του αιώνα αυτού, η λέξη σήμαινε τα πάντα, τη ζωή και το θάνατο, την έφοδο στον ουρανό και το γκρέμισμα σε απύθμενα βάραθρα. Για ολόκληρούς λαούς η λέξη σήμανε, σε διάφορους καιρούς, την Ελπίδα ή την Τραγωδία. Σίγουρα εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα ουσιαστικό που σκιάζει κάθε επίθετο και κάθε προσδιορισμό. Κομμουνισμός λοιπόν είναι το συγκεκριμένο, ιστορικό κίνημα που υπήρξε. Καθένας βέβαια μπορεί να αυτοπροσδιορίζεται όπως θέλει. Αρκεί να έχει τη γνώση, την αυτογνωσία και την τόλμη…
Αν λοιπόν, μέσα στο τελευταίο τέταρτο του αιώνα, δεν παρατηρήσαμε, πουθενά στον κόσμο, κάτι που να μπορούμε να ερμηνεύσουμε ως αναγέννηση του κομμουνιστικού κινήματος, είναι απλά γιατί αυτό δεν θα μπορούσε να γίνει. Δε ζωντανεύουν οι νεκροί. Μια ανάλυση που θα τεκμηρίωνε θεωρητικά την παραπάνω διαπίστωση δεν είναι ούτε στις προθέσεις ούτε στις δυνατότητές μου –είναι πάντως αναγκαία, ας ψάξουμε όσα γράφτηκαν τα τελευταία χρόνια. Βιαστικά και εκ του προχείρου σημειώνω: α) Το βάρος των πεπραγμένων. Στην Ιστορία του Κομμουνιστικού Κινήματος δεν δεσπόζει η μορφή της Λούξεμπουργκ αλλά του Στάλιν, όχι η στρατιά των δικών μας μαρτύρων – ηρώων αλλά οι σκοτεινές Ολομέλειες με τις καταδίκες και τις «αποκαταστάσεις». β) Τους ιστορικούς περιορισμούς και τις μεγάλες αντιφάσεις στη θεωρία και την πράξη των Δασκάλων μας. Η διαπίστωση –αυτονόητη άλλωστε- με κανένα τρόπο δε συνιστά μομφή για κείνους και σε τίποτα δεν τους μειώνει. Καταδικάζει όμως τους κακούς μαθητές τους, εμάς που τους κρατήσαμε στα εικονοστάσια τόσον πολύ καιρό και τους κατεβάσαμε από ΄κει, για να τους δούμε κριτικά, -αν το κάναμε- τόσο πολύ αργά. γ) Την ιστορική παρακμή της εργατικής τάξης, ως δρώσας κοινωνικής δύναμης, σ΄ όλες ανεξαίρετα τις χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού. Τα θέματα που εμπλέκονται εδώ είναι πολλά και το καθ΄ ένα από μόνο του τεράστιο. Δεν θα επιχειρήσω ούτε την απαρίθμησή τους –θα ξεφεύγαμε τελείως- πρέπει όμως να διευκρινίσω τα εξής: Πάντοτε οι αντιθέσεις, οι συγκρούσεις, οι αλλαγές ρίζωναν στο έδαφος της ανθρώπινης εργασίας. Αυτό –πιστεύω- θα γίνεται και στο μέλλον. Επίσης, από τον κόσμο της εργασίας και με την εμπειρία αυτού του κόσμου θα έρχονται και στο μέλλον οι πρωταγωνιστές της ιστορικής σκηνής. Αν όμως αναφερόμαστε στην εργατική τάξη όπως μέχρι τώρα κάναμε, δηλαδή ως μια κοινωνική δύναμη με τη δική της ταυτότητα, τότε το πράγμα αλλάζει. Φαίνεται ότι η σχέση Είναι και Συνείδησης, μιλώντας για κοινωνικές ομάδες και δυνάμεις, δεν είναι αυτή ενός απλού καθορισμού. Εδώ η Συνείδηση διαποτίζει το Είναι, διαμορφώνοντας την οντότητά του… Θα πρέπει, στο σημείο αυτό, να αποδώσουμε φόρο τιμής σε ένα μαχητή διανοούμενο, ένα δικό μας άνθρωπο που έφυγε πρόσφατα, τον Κοστάντζο Πρέβε. Στο τελευταίο βιβλίο του (Κριτική ιστορία του μαρξισμού, εκδόσεις ΚΨΜ. 2009) αυτός ο μαρξιστής που πήρε στα σοβαρά τον μαρξισμό, τόλμησε να αγγίξει το πλέον ιερό απ΄ όλα τα ταμπού, μιλώντας για «εσωτερική», «υποτελή» τάξη…
Η επαναστατική ανανέωση του Κομμουνιστικού Κινήματος, λοιπόν, ήταν και είναι ένας στόχος ανέφικτος, χιμαιρικός.. Στάθηκα τόσο πολύ εδώ γιατί πιστεύω ότι, μιλώντας για το ΝΑΡ και τους αγωνιστές του, αυτή είναι η ιδρυτική διακήρυξη, το καθοριστικό της ταυτότητας και το όριο που μέχρι σήμερα δε στάθηκε δυνατό να ξεπεραστεί.
Τούτο δε σημαίνει βέβαια ότι η εικοσιπεντάχρονη προσπάθεια και περιπέτεια ήταν μάταια. Κάθε άλλο! Η περίοδος αυτή, που δεν έχει τελειώσει ακόμη, είναι οι Μέσοι Χρόνοι του Απελευθερωτικού Εγχειρήματος. Πάρα πολλούς κατάπιαν η ενσωμάτωση και η ιδιώτευση, Οι παλιοί μου σύντροφοί όμως δεν παραδέχτηκαν την ήττα. Έριξαν γέφυρες πάνω από αβύσσους, πέρασαν οι ίδιοι και βοήθησαν άλλους να περάσουν. Οι αγώνες, οι θεωρητικές προσπάθειες, πάνω απ’ όλα το παράδειγμα είναι μια καταγεγραμμένη προσφορά που βέβαια αναζητά τη συνέχεια και την ανέλιξή της.
Πολλές φορές οι άνθρωποι που αγωνίζονται για κάτι επιτυγχάνουν κάτι άλλο, ίσως σημαντικότερο. Οι προσπάθειες των συντρόφων μου, όπως όλοι οι αγώνες και τα κινήματα αυτής της περιόδου, δεν ανέστησαν βέβαια νεκρούς και δε θα το κάνουν. Θα συμβάλλουν όμως, είμαι σίγουρος, στην ανάδυση ενός Νέου Παραδείγματοςγια τον απελευθερωτικό αγώνα. Ο όρος, δανεισμένος βέβαια από την Επιστημολογία, είναι νομίζω απολύτως κατάλληλος για να περιγράψει το μεγάλο ζητούμενο. Αυτό το Παράδειγμα είναι βέβαια σήμερα ασχημάτιστο. Θα προκύψει από τη γενίκευση της πείρας, φωτισμένης από ένα νέο, δυνατό, θεωρητικό φως. Ακόμη όμως κι αν όλα αυτά σήμερα μας λείπουν δεν μπορούμε να προχωρήσουμε χωρίς τη σαφή επίγνωση τηςΑλλαγής Παραδείγματος –ας μου συγχωρηθεί η ηθελημένη κατάχρηση του όρου. Χρειάζεται τόλμη…
Έφτασα λοιπόν στον κεντρικό ισχυρισμό μου. Ναι, πιστεύω ότι από τους παλιούς συντρόφους μου έλειψε η Τόλμη. Όχι βέβαια εκείνη που αψηφά τους κόπους και τις θυσίες του αγώνα –με το παραπάνω την έχουν αυτή- αλλά με την τόλμη τη μεγαλύτερη, αυτήν του αναστοχασμού, της αναμέτρησης με τα καίρια ερωτήματα που θέτει ο αγώνας της ζωής σου, όταν μάλιστα αυτός φαίνεται να αστοχεί.
Ας θυμηθούμε, σύντροφοι, τα ερωτήματα που κατέκλυζαν όλους μας τον πρώτο καιρό μετά την Κατάρρευση. «Τι πήγε στραβά;» και «από ποιο σημείο άρχισε το κακό;». Συνειδητοποιώντας ότι -το δεύτερο ιδιαίτερα- ερώτημα δεν έχει κανένα νόημα ίσως πολλοί αντιλήφθηκαν ότι το πραγματικά μεγάλο ερώτημα ήταν ένα και μόνο: «Γιατί ξεγελαστήκαμε τόσο πολύ και για τόσο μεγάλο διάστημα;». Στο σημείο αυτό –ίσως πάλι- σκεφτήκαμε ότι το πράγμα παρατράβηξε, ήταν πιεστικότατη η ανάγκη για δράση. Ήταν πράγματι, όμως….
Η στρατηγική, με τα ελλείμματα και τις αντιφάσεις της, καθορίζει την τακτική, ηθελημένα ή αθέλητα. Τα προβλήματα που θέτει η ταυτότητά σου εμφανίζονται στον «καθημερινό» βηματισμό σου. Ποιο θα ήταν το περισσότερο τρωτό σημείο μιας κίνησης που αυτοορίζεται ως «επαναστατική Αριστερά» εύκολα μπορούσε να το προβλέψει κανείς. Μα βέβαια το πρόβλημα των συμμαχιών. Εκεί δεν σκόνταφταν, σ’ όλη την ιστορική τους διαδρομή, οι κομμουνιστές;
2. Κάθε θεώρηση της τωρινής πολιτικής κατάστασης στη χώρα μας θα πρέπει, νομίζω, να ξεκινά από τη δυσάρεστη διαπίστωση της κοινωνικής παραλυσίας δύο συνεχόμενων δεκαετιών –του ’90 και του 2000- που άμεσα προηγήθηκαν της κρίσης. Πραγματικά, στα χρόνια αυτά της «πλαστής ευημερίας» -που δεν ήταν βέβαια για όλους, ούτε καν για τους περισσότερους- δεν εκτοξεύτηκαν μόνο τα χρέη του Δημοσίου και τα ελλείμματα. Στα ύψη βρέθηκαν ο χυδερμισμός, ο κοινωνικός κατακερματισμός, η αφασία και η αποβλάκωση. Ήταν οι δεκαετίες της επέλασης του ρατσισμού, μόλις αντικρίσαμε μπροστά μας τους «κατώτερους». Οι δεκαετίες του καναπέ, μαζί με «εθνικούς προμηθευτές» είχαμε και σωστούς «εθνικούς δημοσιογράφους» Τριανταφυλλόπουλο και Αναστασιάδη. Οι δεκαετίες των λαμπρών πολιτικών αστέρων _μαλάματα, ένας κι ένας! Να θυμηθούμε το Μακεδονικό, το Χρηματιστήριο, την «ισχυρή Ελλάδα», τον Χριστόδουλο, τις Ολυμπιάδες και τα Γιούρο, τον Κεντέρη και τη Θάνου, τον Ζαχόπουλο και τον Εφραίμ… Η γλώσσα κέρδισε, αυτή την περίοδο, μια νέα λέξη: λαμόγιο.
Και μετά … η συντέλεια. Η συγκεκριμένη κοινωνία, κατακερματισμένη και αφασική, ξυπνά μέσα στον εφιάλτη. Αλλάξαμε κατηγορία, γκρεμιστήκαμε δύο ορόφους, από το Λονδίνο και το Παρίσι στη Σόφια και βάλε… Χιλιάδες μικρά και μεγάλα δράματα, απόγνωση, οργή… Η κοινωνία αναδεύτηκε δυνατά και ότι βρίσκονταν κρυμμένο βρέθηκε ξαφνικά σε κοινή θέα. Σε αρκετά σημεία η εικόνα δεν ήταν καθόλου ωραία, αλλού ήταν πολύ μπερδεμένη, το Καλό και το Κακό τόσο κοντά. Αίφνης η γεμάτη Πλατεία δεν έφερνε μόνο τα αμεσοδημοκρατικά σκιρτήματα αλλά και την πρώτη άμεση και μαζική εμφάνιση … κάποιων άλλων. Και βέβαια στο Πέραμα, στα εργατόσπιτα, πρώτα κόπηκε το ηλεκτρικό και μετά … φώτισε η Χρυσή Αυγή. Όμως δεν βρέθηκε αυτή, εκεί, σε εντελώς ξένο έδαφος. Προϋπήρχαν συμπεριφορές και στερεότυπα. Προϋπήρχαν…
Η μακροσκελής ιερεμιάδα είχε μόνο ένα σκοπό. Να καταδείξει πόσο σημαντικές και ταυτόχρονα εύθραυστες είναι οι πραγματικότητες που αναδείχτηκαν μέσα από όλα αυτά. Ναι, είναι μεγάλο επίτευγμα ότι ο δικομματισμός γκρεμίστηκε από τα κάτω, ότι ένα κόμμα που αναδείχτηκε ως ριζοσπαστική Αριστερά γίνεται ξαφνικά πρώτη πολιτική δύναμη. Κι ακόμη: τίποτα από τα παραπάνω δεν έχει την ελάχιστη σταθερότητα, όλα παίζονται και παίζονται τώρα!
Ξέρω ότι δεν συμφωνείτε, σύντροφοι. Ακούω τις αντιρρήσεις, βλέπω το συγκαταβατικό, ίσως και λίγο πικρό, χαμόγελό σας. «Τόσο πολύ σε μάγεψε ένα εκλογικό ποσοστό; Λίγο πριν μίλαγες κι εσύ για την αναγκαιότητα της επαναστατικής πολιτικής. Τώρα, δε βλέπεις για πού τραβάει ο ΣΥΡΙΖΑ; Πόσες φορές πρέπει να παιχτεί το ίδιο έργο;». Η απάντησή μου στηρίζεται συ δύο σημεία: α) Αν προσδοκούσαμε κάτι ουσιωδώς διαφορετικό από τον ΣΥΡΙΖΑ και την ηγεσία του, θα ήμασταν πιστοί μιας κάποιας εκδοχής του χιλιαστικού μεσσιανισμού. β) Οτιδήποτε κι αν γίνει στο μέλλον, το καλύτερο ή το χειρότερο, θα το κάνουν οι σημερινοί, «καθημερινοί» άνθρωποι, αλλαγμένοι βέβαια, όχι όμως ριζικά και δια μιας μεταμορφωμένοι. Σχετικά με το πρώτο, ήδη έχω μιλήσει αρκετά. Στο δεύτερο όμως –κοινοτοπία;- θα σταθώ περισσότερο.
Ο τρανταγμός δε φανέρωσε, βέβαια, μόνο άσχημα πράγματα. Πριν από τις εκλογικές καταγραφές, πριν ακόμη από τις μεγάλες διαδηλώσεις, πόσες φορές ξαφνιαστήκαμε ευχάριστα σε τυχαίες συναντήσεις με παλιούς γνωστούς, βλέποντας μια νέα στάση, ένα νέο ήθος! Πόσες φορές συγκινηθήκαμε μιλώντας με νέους ανθρώπους, πριν λίγο μαθητές, κι ακούγοντας τους να μιλούν για το πώς ανοίγουν, δύσκολα, το δρόμο της ζωής τους! Ναι η Εμπειρία ανάδειξε –κι ακόμη διαπλάθει- μια νέα ριζοσπαστικοποίηση, πολύμορφη και ελπιδοφόρα, θρυμματισμένα διαμάντια μέσα στα λασπόνερα. Όλοι εμείς οι παλιοί, κουρασμένοι και απογοητευμένοι είναι μεγάλη ανάγκη πρώτα να την κατανοήσουμε και να τη χαρούμε. Δεν είναι πάντα εύκολο αυτό. Η νέα ριζοσπαστικοποίηση εκδηλώνεται με διαφορετικούς, από τα συνηθισμένους τρόπους, μιλάει διαφορετικές γλώσσες, φορές είναι σιωπηλή. Από πολλές απόψεις όμως –το πιστεύω απόλυτα- είναι ουσιαστικότερη και βαθύτερη από ιστορικά φαινόμενα που χαρακτηρίστηκαν με αυτό τον όρο στο παρελθόν. Αγγίζει περισσότερο τον τρόπο της ζωής, τις αξίες της ζωής αναδεικνύοντας, με νέα δύναμη, το τρίπτυχο: Αλληλεγγύη, Αξιοπρέπεια, Δικαιοσύνη. Την περιεκτικότερη έκφραση του πνεύματος αυτού του νέου ρεύματος ελπίδας την έδωσε μια από εκείνες τις γυναίκες που τούτες τις μέρες καθαρίζουν για λογαριασμό μιας ολόκληρης κοινωνίας: Ψηλώνεις ο ίδιος όταν σηκώνεις το δίκιο του χαμηλού.
Η πρωτιά του ΣΥΡΙΖΑ στις κάλπες είναι το αποτύπωμα αυτού του ρεύματος. Δεν φανερώνονται όμως όλα με την πρώτη ματιά, ακόμη κι εδώ. Περισσότεροι από 160.000 ήταν εκείνοι που έδωσαν την ψήφο τους στην Κωνσταντίνα Κούνεβα, εμβληματική μορφή του σύγχρονου κοινωνικού κινήματος, 160.000 κοινωνικά ευαίσθητοι και δραστήριοι άνθρωποι είναι ήδη ένα δυναμικό. Τι θα δώσει αυτό αύριο;
Φτάσαμε, νομίζω, στην καρδιά του πολιτικού προβλήματος. Ενός προβλήματος καθοριστικής σημασίας και για τις τύχες της ζωντανής ριζοσπαστικής Αριστεράς, με όποιο όνομα κι αν υπάρχει αυτή. Γιατί, βέβαια, όλα είναι ρευστά και όλα παίζονται. Οι αυταπάτες, οι συγχύσεις, οι αντιφάσεις είναι διάχυτες, σε μεγάλη έκταση και βάθος, στον κόσμο της Ελπίδας. [Σιγά τη διαπίστωση! Λες και δε γνωρίζουμε από ποιες πολιτικές και πολιτιστικές ερήμους πέρασε για να φτάσει μέχρι εδώ]. Ο αντίπαλος καταπιάνεται ήδη, δραστήρια, με μια πρωτοφανέρωτη, και για τον ίδιο, επιδίωξη. Να στήσει από την αρχή, ολότελα νέο, σκηνικό. Πάνω απ όλα, έχει ήδη γίνει η αναγγελία νέων θυελλωδών ανέμων. Τα πράγματα δε γίνεται να μείνουν όπως έχουν. Επομένως….
Επομένως, μπροστά στη μάχη, η αποφασιστική διακήρυξη «Δορυφόροι ποτέ και κανενός!» είναι βέβαια άμεμπτη στην κυριολεξία της, ακούγεται όμως –θα μου επιτρέψετε σύντροφοι- παράταιρα., όταν οι μαχητές θα σταθούν, είναι δεδομένο, στο κέντρο του μετώπου και θα πολεμήσουν σε αμφίβολη μάχη, θα πολεμήσουν πραγματικά, όχι σε επιδείξεις ή σε πτήσεις καμικάζι. Θα πολεμήσουν μαζί με άλλους –εκτός συζήτησης αυτό- και με διαρκή έγνοια για τη συνοχή και τη μαχητικότητα της γραμμής τους, σ όλο της το μήκος.
Αλλά ας αφήσουμε τις στρατιωτικού τύπου μεταφορές –τόσο προσφιλείς στην αλλοτινή μας γλώσσα. Τη νέα ριζοσπαστικοποίηση –όποια γνώμη κι αν έχει κανείς για την έκταση και το βάθος της- πρέπει να την κατανοήσουμε και να τη χαρούμε γιατί πρέπει να τη στηρίξουμε. Σίγουρα οι νέοι άνθρωποι, οι νέες δυνάμεις που σήμερα βλέπουν προς τα αριστερά πρέπει πολλές αυταπάτες να ξεπεράσουν, πολλές συγχύσεις να ξεδιαλύνουν. Πρώτα και πάνω απ όλα όμως πρέπει να αποκτήσουν, να διατηρήσουν και να εδραιώσουν εκείνη τη μοναδική συναίσθηση, την απαραίτητη σε κάθε σοβαρό αγώνα: εμείς μπορούμε1. Στο καθοριστικό αυτό πεδίο η ζωντανή ριζοσπαστική Αριστερά έχει ρόλο και χρέος.
Η ισχυροποίηση λοιπόν των συναγωνιστικών δεσμών με όλους εκείνους που σήμεραβλέπουν προς τα αριστερά -στην πολύ μεγάλη πλειοψηφία τους βέβαια αυτοί ψηφίζουν ΣΥΡΙΖΑ ή και εντάσσονται σ’ αυτόν- θα έπρεπε, κατά τη γνώμη μου, να είναι ένας βασικός στόχος για τους αγωνιστές της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. Τούτο προφανώς δεν είναι θέμα δημοσίων σχέσεων ή savoir vivre. Συναγωνιστικούς δεσμούς έχουμε όταν υπάρχει παράλληλη δράση για κοινούς στόχους. Για ποιους στόχους; Αν πραγματικά πιστεύουμε ότι στη χώρα μας έχει επισυμβεί μια κοινωνική καταστροφή, με δυστυχία, αγωνία, αδιέξοδα για τα εκατομμύρια των εργαζόμενων ανθρώπων τότε προφανώς οι κοινοί αυτοί στόχοι δεν μπορούν παρά να είναι τμήματα ενός συνεκτικού προγράμματος κοινωνικής σωτηρίας, ενός προγράμματος κατεπείγουσας ανάγκης, δομημένου στη βάση μερικών, όχι πολλών, αξόνων – αιχμών.
Δεν είμαι, βέβαια, σε θέση να προσδιορίσω τους άξονες αυτούς. Φαντάζομαι ότι ο πρώτος θα απαιτεί: Κανένας μισθός κάτω από το ελάχιστο όριο (800 €;) . Κανένας εργαζόμενος χωρίς συλλογική σύμβαση. Κανένας άνεργος χωρίς επίδομα και πρόσβαση στη Δωρεάν Δημόσια Υγεία2. Η μεγάλη αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ, με τις αντιφάσεις και τις «γκρίζες ζώνες» της πολιτικής του, αλλά και της Αριστεράς συνολικά, είναι ακριβώς ότι δεν κατάφεραν να φέρουν ένα τέτοιο πρόγραμμα στο κέντρο της δημόσιας αντιπαράθεσης και –πολύ περισσότερο- στους δρόμους της λαϊκής πάλης. Έτσι οι …ντερμπεντέρηδες της χειραγώγησης μπορούν να κάνουν παιχνίδι με την κινδυνολογία και τα αφηρημένα διλήμματα, χωρίς να πιέζονται από το απλό τι θα γίνει αν δε γίνουν αυτά;
«Παρωχημένος κεϊνσιανισμός, επικίνδυνες αυταπάτες μπροστά στην Ε.Ε. το ευρώ και το χρέος, εγκατάλειψη της ανατροπής στο κυνήγι της χίμαιρας των άμεσων βελτιώσεων …». Οικονομολόγοι καθηγητές έχουν πολλές φορές αποδείξει την «ανεδαφικότητα» των προγραμμάτων σαν αυτό που προσπάθησα να περιγράψω. Σέβομαι τη γνώμη τους, πολλές από τις παρατηρήσεις τους είναι πολύτιμες. Από τη δική μου σκοπιά όμως, σε αρκετά σημεία, οι «αδυναμίες» ενός τέτοιου προγράμματος αναδεικνύονται σε μεγάλες αρετές. Γιατί βέβαια το ζητούμενο δεν είναι ο ρεαλισμός και η αρτιότητα ενός κυβερνητικού προγράμματος, πράγματα ανέφικτα έτσι κι αλλιώς, αλλά η ικανότητά του να τροχιοδρομεί, σήμερα, μια πορεία ρήξεων με του επικυρίαρχους και τις πολιτικές τους. Μια πορεία που θα μπορούν να την καταλαβαίνουν και να την παρακολουθούν οι επιβάτες, να την προωθούν σπρώχνοντας το όχημα ή, ακόμη, ανοίγοντας το δρόμο. Το ταξίδι είναι, ασφαλώς, αβέβαιο. Η κατάληξή του όμως σε πολύ μικρό βαθμό εξαρτάται από ντον τωρινό οδηγό. Τα δεδομένα που θα δημιουργηθούν στην πορεία, οι κρυμμένες δυνάμεις της κοινωνίας είναι παράγοντες που θα μετρήσουν πολύ περισσότερο. Κάθε πραγματική μάχη είναι αμφίβολη…
Είναι βέβαια πολλοί εκείνοι που σ’ όλα τα παραπάνω διάβασαν ένα κάλεσμα «όλοι κάτω από την ομπρέλα του ΣΥΡΙΖΑ». Δεν πρόκειται για κάτι τέτοιο –αυτό που χρειάζεται είναι όλοι να βγούμε στη βροχή χωρίς ομπρέλα Τι βρίσκεται όμως, πραγματικά, πίσω από την άρνηση; Ίσως κάποιοι ειλικρινά πιστεύουν ότι αν στη χώρα μας δεν έχουμε, ως τα σήμερα, ριζική ανατροπή της επίθεσης του Κεφαλαίου, γι’ αυτό κύριος υπεύθυνος είναι ο… Τσίπρας και η δεξιόστροφη πολιτική του. Αν είναι έτσι … εντάξει. Το μόνο που αξίζει να παρατηρήσει κανείς είναι ότι ο κυρίαρχος τρόπος πρόσληψης της ιστορικής εμπειρίας στα πλαίσια του Κομμουνιστικού Κινήματος εξαντλούνταν στο παρακάτω στερεότυπο: Οι μάζες πάντοτε ήθελαν και μπορούσαν να προχωρήσουν περισσότερο, τα λάθη όμως των ηγεσιών –συνήθως δεξιού χαρακτήρα- εμπόδιζαν κάθε φορά την υπόθεση να έχει αίσια έκβαση.
Προχωρώντας περισσότερο, αντιμετωπίζουμε περισσότερο δυσμάχητα και βαθύτερα ριζωμένα εμπόδια. Πόσο δύσκολο να είναι άραγε το κεφάλαιο Συμμαχίες και Μέτωπαγια αγωνιστές και πολιτικές ομάδες διαμορφωμένους με την αντίληψη της a prioriδεδομένης πρωτοπορίας. Για τους κομμουνιστές πάντοτε συμμαχία σήμαινε ελιγμός, αναγκαία παραχώρηση. Οι σημερινοί σύμμαχοι είναι αναλώσιμοι, έχουν όρια και χαρακτήρα που αργότερα θα ξεσκεπαστούν. Οι κομμουνιστές δεν ήταν ποτέ δεκτικοί στην αλληλεπίδραση και την αμοιβαία διδαχή –πέρα βέβαια από την ανομολόγητη έλξη προς την αστική πολιτική. Ας προσθέσουμε σ’ όλα αυτά έναν ακόμη παράγοντα, ψυχολογικής φύσης. Πως αλλιώς να δουν τη σημερινή εκλογική καταγραφή οι αγωνιστές του ΝΑΡ και της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. παρά σα μια λεηλασία ενός χώρου που υπάρχει κυρίως χάρη στις δικές τους προσπάθειες –αυτό είναι αλήθεια- από ένα ύποπτο παρείσακτο;
3. Πολλά και σοβαρά είναι λοιπόν τα ζητήματα. Αυτό το σημείωνα, που δε θέλει να καταγγείλει τους παλιούς συντρόφους αλλά να μιλήσει μαζί τους θα τελειώσει με μερικές σκόρπιες αναφορές πάνω σε «τρέχοντα θέματα».
Α) Ποια κριτική;
Είναι ίσως το δυσκολότερο από τα «πρακτικά προβλήματα» που μια πολιτική κίνηση όπως η ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. με υπόσταση, θέσεις και πολιτική, έχει στη σχέση της με τον ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί βέβαια υπάρχουν πάρα πολλά πράγματα που πρέπει να ειπωθούν και να λέγονται. Γιατί το ζητούμενο δεν είναι να πέσουν οι τόνοι αλλά, αντίθετα, η κριτική να γίνει περισσότερο διεισδυτική, περισσότερο γόνιμη.
Λοιπόν, θέλουμε πραγματική συζήτηση με τους συναγωνιστές μας ή σκοπός μας είναι να ξεσκεπάσουμε3 τον ΣΥΡΙΖΑ; Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για δυο διαφορετικές, αντιθετικές στάσεις. Και πάλι θα υπογραμμίσω ότι καθόλου δεν αφορά το savoir vivre. Θα δώσω συγκεκριμένο παράδειγμα ατυχούς κριτικής.
Αποκαλύπτεται αίφνης ότι βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, συνταξιούχος τραπεζικός, συνδικαλιστής, έχει εισπράξει αστρονομικό για τα ελληνικά δεδομένα ποσό ως εφάπαξ ασφαλιστική παροχή. Γίνεται βέβαιά ο σχετικός ντόρος από τα ΜΜΕ της διαπλοκής. Η δική μας παρέμβαση: «Μπορούν αυτοί να υπερασπιστούν τα λαϊκά δικαιώματα και ανάγκες;». Όμως το θέμα που η συγκεκριμένη υπόθεση έθεσε δεν είναι βέβαια τα εισοδήματα, ο πλούτος ακόμη, του α΄ή του β΄ στελέχους αλλά οκυβερνών συνδικαλισμός. Από τα ισχυρότερα όπλα –και εμβλήματα- της ΠΑΣΟΚοκρατίας, αφορά καίρια τον ΣΥΡΙΖΑ, μάλιστα στη σημερινή του φάση, αγγίζει όμως και τη ριζοσπαστική Αριστερά.. Οι αγωνιστές του ΝΑΡ και της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. έχουν βέβαια και την ικανότητα και τη διάθεση να αναδείξουν σωστά ένα ζήτημα. Η κεκτημένη ταχύτητα όμως σπρώχνει στην πεπατημένη…
Είναι πολύ οδυνηρό, πιστέψτε με σύντροφοι, ο δικός σας λόγος να ακούγεται όμοιος μ’ αυτόν του ΚΚΕ. Βασιλιάς μιας χώρας ακατοίκητης, είναι βέβαια δεδομένη και αμετακίνητη η επιλογή του ΚΚΕ, ταιριαστή με τη φύση και την προοπτική του κόμματος αυτού. Στη ριζοσπαστική Αριστερά όμως καθόλου δεν ταιριάζει ο ρόλος της θλιμμένης, πικρόχολης γεροντοκόρης που, ίσως, λέει σωστά πράγματα όμως κανείς δεν την ακούει με ευχαρίστηση. Ας προσέξουμε σύντροφοι. Στο άμεσο μέλλον οι αφορμές και οι ανάγκες της κριτικής θα περισσεύουν.
Β) Η Ε.Ε. το ευρώ και το χρέος…
Όπως κι εσείς έτσι κι εγώ πιστεύω πως μέσα στη φυλακή της Ε.Ε. με τη βαριά μπάλα του ευρώ στα πόδια και τη θηλιά του χρέους στο λαιμό οι επιλογές είναι πολύ περιορισμένες. Όπως και κάποιος συριζαίος έτσι κι εγώ δεν θέλω τα ζητήματα αυτά να τεθούν a priori από μια –πιθανή αλλά καθόλου σίγουρη- αριστερή κυβέρνηση. Γιατί αυτή η κραυγαλέα αντίφαση; Μα βέβαια γιατί –σ’ όλη την έκταση αυτού του σημειώματος γίνεται φανερό- πιστεύω ότι οι συσχετισμοί δύναμης είναι πολύ δυσμενέστεροι απ’ όσο δείχνουν οι εκλογικές καταγραφές.
Καθόλου δεν είναι αποδεκτός»» ο ρόλος του «φρόνιμου» ούτε όμως αυτός του «τζάμπα μάγκα» ταιριάζει στη ριζοσπαστική Αριστερά. Έχουμε άραγε προσμετρήσει τις άμεσες συνέπειες μιας κίνησης όπως η μονομερής διαγραφή του χρέους σε μια ήδη σκληρότατα δοκιμαζόμενη κοινωνία; Ποια θα είναι τότε η κατεύθυνση της «αντίδρασης από τα κάτω»; Αυτά τα ερωτήματα «περιμένουν στη γωνία» όποιον ακολουθεί το δρόμο της εύκολης κριτικής.
Είμαστε λοιπόν καταδικασμένοι στην υποταγή; Πόσο «αριστερό» είναι οποιοδήποτε πρόγραμμα δεν αγγίζει τα μεγάλα ζητήματα; Και τι θα προσφέρει τελικά; Κατά τη γνώμη μου η Ε.Ε. το ευρώ, το χρέος όχι μόνο δεν είναι «ταμπού» και ανυπέρβλητα όρια μιας αριστερής προσπάθειας αλλά, αντίθετα, αναπόφευκτα θα τεθούν σε οποιαδήποτε συνεπή ανάπτυξή της. Με ποιους όρους; Αυτό είναι το ουσιαστικό ερώτημα. Να τεθούν σε συνθήκες που θα τα καταδείχνουν –όπως είναι πράγματι- ως αναπόδραστα διλήμματα, χωρίς εναλλακτικές εκτός από το καθαρό ναι και το καθαρό όχι και, κυρίως, με φανερές στο σύνολο της κοινωνίας τις συνέπειες της μιας ή της άλλης απόφασης. Κάθε τι άλλο είναι, νομίζω, τυχοδιωκτισμός ή εύκολή ρητορεία.
Τέτοια ρητορεία, θα μου επιτρέψετε σύντροφοι, έχουμε στις αναφορές τη σχετικήκυπριακή εμπειρία. Ξεχνώντας την ιστορία, το χαρακτήρα και το έθος της συγκεκριμένης κοινωνίας μιλάμε για επιλογές αδιανόητες γι αυτήν. Σα να ήταν δυνατό να δείξουν οι «Χριστόφιας και σια» το ανάστημα του Νάσερ! Τέτοια πράγματα, λεγόμενα από άξιους και σεβαστούς ανθρώπους, σε κάνουν να σκέφτεσαι πόσο μεγάλη –και παραπλανητική- είναι η δύναμη των ιδεών4.
Γ) Η άνοδος και η πτώση του ΠΑΣΟΚ
Να και το ζήτημα που βρίσκεται στο μυαλό και το στόμα όλων. «Ξανά το ίδιο έργο! Εμείς όμως δε θα έχουμε ρόλους στο παιχνίδι της ενσωμάτωσης. Δορυφόροι ποτέ και κανενός!». Εύλογοι οι συνειρμοί και άριστη η αποφασιστικότητα. Από την πλευρά μου δυο μόνο πλευρές θα θίξω, επιδερμικά.
α) Από κάθε άποψη το ΠΑΣΟΚ ήταν, στον καιρό του, ένα κίνημα με βάθος και επιρροή ασύγκριτή με ότι είναι ή θα μπορέσει να γίνει ο ΣΥΡΙΖΑ. Ο Ανδρέας, με τα λόγια και τα έργα του, διαμόρφωνε συσχετισμούς και συνειδήσεις. Κανένας Τσίπρας δε μπορεί βέβαια να παίξει τέτοιο ρόλο.
β) Σημαντικότερο. «Το ΚΚΕ κατάντησε ουρά του ΠΑΣΟΚ». Η αποτίμηση αυτή, σωστή βέβαια σε γενικές γραμμές, δε λέει όλη την αλήθεια και δε φωτίζει όλες τις πλευρές μιας εξαιρετικά σύνθετης σχέσης. Υπήρξαν βέβαια περίοδοι –και μάλιστα μεγάλες- στις οποίες το ΚΚΕ «ξεσκέπαζε» άγρια το ΠΑΣΟΚ. Ποτέ όμως δεν κατάφερε –και δεν προσπάθησε- το ΚΚΕ να πλουτίσει τους δεσμούς –που ασφαλώς υπήρχαν- με τον ογκούμενο κόσμο του ΠΑΣΟΚ, να τους φορτίσει με περιεχόμενο και δυναμικό. Απουσίαζε, για παράδειγμα, το ΚΚΕ όταν το ΠΑΣΟΚ έβαζε πλάτη για τα εργοστασιακά σωματεία. Το ΠΑΣΟΚ και η νεολαία του «έκαναν παιχνίδι» με ανεξάρτητες ριζοσπαστικές κινήσεις και ιδέες, τη στιγμή που το ΚΚΕ και η ΚΝΕ κρατούσαν τα μάτια ερμητικά κλειστά. Υπήρχε βέβαια –για προφανείς λόγους- εκείνο το ζήτημα που το ΚΚΕ είχε αναγάγει σε «λυδία λίθο» της … αριστεροσύνης. Ήταν οι αμερικάνικες βάσεις και το ΝΑΤΟ. Θυμίζουν αμυδρά κάτι όλα αυτά…
---------------------------
Ο μακρύς μονόλογος έφτασε στο τέλος του. Ήταν πολύ δύσκολο, μου πήρε ένα μήνα! Σκεφτόμουν, αμέσως μετά τις εκλογές, ένα μικρό «αιχμηρό» κείμενο. Αποδείχτηκε όμως ότι αυτό ήταν τελείως αδύνατο. Έπρεπε όλα να ειπωθούν κι ας έβγαινε κάτι που δε θα διάβαζε κανείς.
Σύντροφοι, σας νιώθω τόσο κοντά και τόσο μακριά μου. Σας θαυμάζω και σας επικρίνω. Μιλώντας ειδικά για το ΝΑΡ, πιστεύω ότι δεν πρέπει, δεν το αξίζει, να καταγραφεί τελικά σα μια ακόμη από τις απειράριθμες αριστερές μικροομάδες που βούλιαξαν σε βάλτο από άθλιους μικροκαβγάδες. Δε θα γίνει έτσι, γιατί οι αγωνιστές του ΝΑΡ, πιστεύοντας σε μεγάλα πράγματα και άξιοι γι’ αυτά, θα αποδειχθούν, ακολουθώντας τον Καβάφη…
… εις μικρόν γενναίοι
1 Αυτό ακριβώς ήταν το μάθημα που μαζικά διδάχθηκε ο λαός μας το ’40 στα βουνά της Αλβανίας. Χωρίς το μάθημα αυτό δεν θα υπήρχαν, όπως υπήρξαν, το ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ και ο ΔΣΕ
2 Ένας από τους άξονες (ο τελευταίος;) θα απαιτεί την άμεση εξόντωση του Μολώχ της Παιδείας, του τέρατος των Πανελληνίων Εξετάσεων και την επαναθεμελίωση του εκπαιδευτικού συστήματος.
3 Δεν επιλέχθηκε τυχαία η λέξη. Ευθέως παραπέμπει στις ατυχέστερες στιγμές της ιστορίας των σχέσεων των κομμουνιστών με άλλες αριστερές δυνάμεις
4 Όσοι σχετίζονται με το χώρο της εκπαίδευσης αξίζει να θυμηθούν μια ανάλογη, άλλης κλίμακας βέβαια, εμπειρία. Πριν ένα χρόνο, μαζικές Γενικές Συνελεύσεις ψήφιζαν ομόφωνα για μια απεργία που όλοι γνώριζαν ότι δεν επρόκειτο να γίνει. Η συνδικαλιστική ηγεσία τα θαλάσσωσε, όχι γιατί δεν έκανε απεργία (η εύκολη αριστερή κριτική) αλλά γιατί υποκρίνονταν ότι μπορούσε να κάνει…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου