Η ανατροπή της κυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου, η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, ο σχηματισμός της κυβέρνησης “εθνικής σωτηρίας” ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, οι διαπραγματεύσεις με το Eurogroup που κατέληξαν πολύ γρήγορα στην παράταση του μνημονίου και την εγκατάλειψη των ήδη πολύ μετριοπαθών δεσμεύσεων του ΣΥΡΙΖΑ, όλα αυτά διαμορφώνουν μια εντελώς νέα κατάσταση στην ταξική πάλη. Η αρχική λαϊκή ευφορία, που εκφράστηκε με αντιφάσεις, αλλά και αισιοδοξία, στις πλατείες, έδωσε σχεδόν αμέσως τη θέση της στην αμηχανία και τη σύγχυση. Μόνο η ακηδεμόνευτη από κυβέρνηση και γραφειοκρατίες μαζική κίνηση των εργαζομένων μπορεί να εξασφαλίσει οποιαδήποτε κατάκτηση. Μόνο η ρήξη με την ΕΕ, τους καπιταλιστικούς θεσμούς και την καπιταλιστική ιδιοκτησία μπορούν να εξασφαλίσουν τα συμφέροντα των εργαζομένων και των καταπιεσμένων.
Η αριστερή πτέρυγα του ΣΥΡΙΖΑ βλέπει τη ραγδαία διαδικασία περαιτέρω σοσιαλδημοκρατικής προσαρμογής ανήμπορη για οτιδήποτε πέρα από ασυντόνιστες και χλιαρές αντιδράσεις. Τα κόμματα της προηγούμενης κυβέρνησης και η ηγεσία της ΕΕ θριαμβολογούν και επιχαίρουν για την άμεση στροφή της κυβέρνησης στο ρεαλισμό της αστικής διαχείρισης. Η δυσαρέσκεια από τη διάψευση των προσδοκιών, ωστόσο, θα προκαλέσει τριγμούς και θα αποσταθεροποιήσει και πάλι τους πολιτικούς συσχετισμούς. Σε αυτό το περιβάλλον, και παρά το χρόνο ανοχής που απολαμβάνει ακόμα ο ΣΥΡΙΖΑ, είναι όχι μόνο αναγκαίο, αλλά και εφικτό ένα ρεύμα αριστερής και εργατικής αντιπολίτευσης και μια ανεξάρτητη επαναστατική και αντικαπιταλιστική πολιτική.
Η άμεση διεκδίκηση των εργατικών αναγκών, σε ρήξη με τις καπιταλιστικές αναγκαιότητες και τη λογική της διαπραγμάτευσης, η εθνικοποίηση τραπεζών και μεγάλων επιχειρήσεων χωρίς αποζημίωση και με εργατικό έλεγχο, η μονομερής διαγραφή του χρέους, η σύγκρουση και ολοκληρωτική απεμπλοκή από τους ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς είναι οι βασικές διεκδικήσεις του ρεύματος της αριστερής και εργατικής αντιπολίτευσης. Ένα τέτοιο πρόγραμμα προϋποθέτει μια σκοπιά ταξική και όχι εθνική, βλέπει τον εχθρό στο εγχώριο και διεθνές κεφάλαιο και όχι στους γερμανούς, βλέπει το σύμμαχο σε όλη την εργατική τάξη και τους καταπιεσμένους και όχι στους έλληνες εν γένει, έχει ως όπλο την ταξική αλληλεγγύη και όχι την “εθνική αξιοπρέπεια”. Ένα τέτοιο πρόγραμμα προϋποθέτει, επίσης, να εγκαταλείψει η αντικαπιταλιστική αριστερά κάθε αυτολογοκρισία απέναντι στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Αν η σημερινή κυβέρνηση είναι πιο ευάλωτη στις λαϊκές πιέσεις, είναι καιρός για πιο επιθετική και διεκδικητική αντικαπιταλιστική πολιτική. Κι όμως, ένα σημαντικό τμήμα του αντικαπιταλιστικού χώρου φαίνεται να βγάζει το αντίθετο συμπέρασμα: αντί να κινείται αριστερά, τείνει προς τα δεξιά, επιδιώκοντας να γεμίσει το χώρο που αφήνει η μετατόπιση του ΣΥΡΙΖΑ. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ εγκαταλείπει το παλιότερο ρεφορμιστικό του πρόγραμμα, όμως, η λύση δεν είναι να το υιοθετήσει η αντικαπιταλιστική αριστερά. Χρειάζεται κάτι περισσότερο, κάτι διαφορετικό από τη φόρμουλα: πραγματική εφαρμογή του προγράμματος της Θεσσαλονίκης συν εθνικό νόμισμα. Στην πραγματικότητα, αυτή την εντελώς ανεπαρκή φόρμουλα πρεσβεύει σήμερα το σχέδιο της “συμπόρευσης”.
Η ΟΚΔΕ-Σπάρτακος εξέφρασε και εκφράζει την αντίθεσή της στην πολιτική συνεργασία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ με τη ΜΑΡΣ επί της ουσίας. Σήμερα, όμως, τίθεται και ένα πολύ σοβαρό ζήτημα δημοκρατικής λειτουργίας της ίδιας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Μετά την εκλογική συνεργασία, η οποία επέφερε σοβαρές προγραμματικές υποχωρήσεις (αν κανείς το αμφισβητεί, αρκεί να αντιπαραβάλει την εκλογική διακήρυξη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ-ΜΑΡΣ με τις παλιότερες εκλογικές διακηρύξεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ) χωρίς καν να αποφέρει τα εκλογικά οφέλη που ορισμένοι προσδοκούσαν, η πλειοψηφία της ΚΣΕ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ προχώρησε σε μια σειρά κινήσεων για τις οποίες δεν υπάρχει καμία εξουσιοδότηση και νομιμοποίηση από προηγούμενες αποφάσεις. Επιχειρείται η δημιουργία τετελεσμένων ώστε η ερχόμενη συνδιάσκεψη να αντιμετωπίσει την πολιτική συνεργασία ως κάτι δεδομένο και αμετάκλητο.
Έτσι, το γραφείο τύπου ΑΝΤΑΡΣΥΑ-ΜΑΡΣ, που δεν είχε αποφασιστεί άλλωστε από κανένα ΠΣΟ, ενώ στην ΚΣΕ είχε συμφωνηθεί ότι θα είναι προεκλογικό, συνέχισε να λειτουργεί και μετεκλογικά, χωρίς να το έχει αποφασίσει κανένα όργανο. Στις πλατείες εμφανίστηκαν μέχρι και κοινές σημαίες, χωρίς και πάλι αυτό να έχει αποφασιστεί πουθενά. Η μόνιμη πολιτική συνεργασία επιχειρήθηκε να επιβληθεί τοπικά με εκβιαστικό τρόπο. Αλλά το πιο αυθαίρετο και σκανδαλώδες από όλα ήταν η μετεκλογική συνάντηση ΑΝΤΑΡΣΥΑ και ΜΑΡΣ στις 6/2, η οποία, αφού αποτίμησε βιαστικά την εκλογική συμμαχία ως επιτυχημένη, χωρίς να περιμένει έστω τη συζήτηση στις τοπικές, δήλωσε την αμοιβαία πρόθεση να προχωρήσουν τα δύο σχήματα σε μόνιμη πολιτική συνεργασία. Πρέπει να είμαστε ξεκάθαροι: αυτό δεν έχει αποφασιστεί ποτέ και πουθενά, και οποιοδήποτε επιχείρημα επί του αντιθέτου είναι καθαρή λαθροχειρία. Θυμίζουμε τι είχε αποφασιστεί στα δύο τελευταία ΠΣΟ:
- Το Νοέμβριο το ΠΣΟ καλούσε σε έναν γύρο διερευνητικών συναντήσεων και όριζε ρητά ότι την απόφαση της εκλογικής και πολιτικής συνεργασίας θα την έπαιρνε η συνδιάσκεψη του Γενάρη
- Μετά την αναβολή της συνδιάσκεψης για το Μάρτη, λόγω των εκλογών, το ΠΣΟ της 6/1 ενέκρινε την εκλογική συνεργασία, δεν έκανε καμία μνεία όμως σε μόνιμη πολιτική συνεργασία. Άλλωστε κάτι τέτοιο δεν συζητήθηκε ούτε στο μεγάλο γύρο των τοπικών συνελεύσεων και ψηφοφοριών εκείνης της περιόδου. Είναι καθαρός εμπαιγμός οι ίδιοι που τη μια μέρα καλούν τις τοπικές να επικυρώσουν τη συνεργασία με το επιχείρημα ότι είναι μόνο εκλογική, την επόμενη μέρα να υπογράφουν τη μόνιμη πολιτική συνεργασία.
Με ποιο δικαίωμα λοιπόν προχώρησε η ΚΣΕ στη μετεκλογική συνάντηση και στην ανακοίνωση της μόνιμης πολιτικής συνεργασίας; Με ποιο δικαίωμα ανέβαλε κι άλλο τη συνδιάσκεψη, η οποία δεν είναι καν δεδομένο πλέον ότι θα γίνει το Μάη;
Θεωρούμε ότι το μόνο αρμόδιο όργανο για να πάρει μια τόσο σοβαρή απόφαση είναι η συνδιάσκεψη, που έχει ήδη αναβληθεί περισσότερο από τα όρια της αντοχής της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Χρειάζεται μια βαθιά, συνολική και ουσιαστική συζήτηση για τα καθήκοντα και τη στρατηγική, όπως και για τον τρόπο λειτουργίας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Χρειάζεται άμεσα διαδικασία συνδιάσκεψης. Μέχρι τότε, θεωρούμε ότι κάθε πολιτική συμφωνία με τη ΜΑΡΣ στερείται νομιμοποίησης και είναι άκυρη.
ΟΚΔΕ-Σπάρτακος
03.03.2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου