Αν δει κανείς τις επίσημες Εκθέσεις τα τελευταία χρόνια, έως το 2012, για το οποίο υπάρχουν τα πιο πρόσφατα δημοσιευμένα στοιχεία, παρουσιάζεται μια μείωση στον απόλυτο αριθμό των εργατικών ατυχημάτων. Οι κυβερνητικοί κομπασμοί, ωστόσο, ότι μειώνονται τα εργατικά ατυχήματα και βελτιώθηκαν οι συνθήκες εργασίας δεν αντέχουν σε σοβαρή κριτική.
Η καταγραφή των εργατικών ατυχημάτων είναι σκόπιμα ελλιπής στη χώρα μας. Τα στοιχεία που δημοσιεύονται είναι παραπλανητικά, διότι γίνεται προσπάθεια απόκρυψης των εργατικών ατυχημάτων από την εργοδοσία μη δηλώνοντάς τα στις αρμόδιες αρχές. Συχνά πιέζονται οι εργαζόμενοι να μη δηλώνουν το ατύχημα ούτε στο ΙΚΑ, χάνοντας έτσι και τις ελάχιστες παροχές που προβλέπονται.
Μια από τις ενδείξεις ελλιπούς καταγραφής είναι και η μεγάλη διαφοροποίηση μεταξύ των διαφορετικών φορέων που δημοσιεύουν σχετικά στατιστικά στοιχεία (ΙΚΑ, ΣΕΠΕ, ΕΣΥΕ). Για παράδειγμα, τα στοιχεία του ΙΚΑ για τα μη θανατηφόρα εργατικά ατυχήματα αντιστοιχούν σε πολύ μεγαλύτερο αριθμό σε σχέση με αυτά που δημοσιεύονται στις εκθέσεις του ΣΕΠΕ, παρόλο που αναφέρονται μόνο στους ασφαλισμένους του ΙΚΑ, που αντιστοιχούν περίπου στο 40% του συνόλου των εργαζομένων.
Τα επίσημα στοιχεία δεν περιλαμβάνουν, επίσης, εργατικά ατυχήματα σε ανασφάλιστους ή ελαστικά εργαζόμενους (π.χ., μηχανικοί που αμείβονται με δελτίο παροχής υπηρεσιών και ασφαλίζονται στο ΤΣΜΕΔΕ). Στα στοιχεία του ΣΕΠΕ δεν περιλαμβάνονται ατυχήματα σε εργάτες γης, ναυτεργάτες, εργάτες ορυχείων. Υπάρχει, επίσης, η μεταβολή της ανεργίας που αλλοιώνει την πραγματική εικόνα.
Πόσο ασφαλείς είναι οι χώροι εργασίας;
Ακόμη και αν τα δημοσιευμένα στοιχεία για τον απόλυτο αριθμό των ατυχημάτων ήταν αξιόπιστα, η όποια μείωση μπορεί να καταγράφεται δεν οδηγεί αυτόματα στο συμπέρασμα ότι οι συνθήκες εργασίας βελτιώθηκαν ή ότι είναι ασφαλείς.
Για παράδειγμα, η μείωση του αριθμού των εργατικών ατυχημάτων στις κατασκευές οφείλεται στην ανεργία στον κλάδο και όχι σε βελτίωση των συνθηκών ασφάλειας στα εργοτάξια. Μια ολοκληρωμένη εκτίμηση απαιτεί, μεταξύ άλλων, τον υπολογισμό του δείκτη συχνότητας και σοβαρότητας των εργατικών ατυχημάτων. Η μείωση του αριθμού των ατυχημάτων μπορεί να μην αντανακλά βελτίωση αλλά μείωση των ωρών εργασίας. Αντίστοιχα, μπορεί να μειώνεται ο συνολικός αριθμός αλλά να αυξάνονται τα σοβαρά ή τα θανατηφόρα εργατικά ατυχήματα.
Εξάλλου, ο απόλυτος αριθμός των ατυχημάτων παραμένει τεράστιος σε σχέση με τις δυνατότητες της επιστήμης και της τεχνικής σήμερα για τη λήψη μέτρων πρόληψης. Μόνο για τους ασφαλισμένους του ΙΚΑ τα στοιχεία, έως το 2011 που είναι διαθέσιμα, δείχνουν ότι τα τελευταία χρόνια, κατά μέσο όρο, κάθε 2 ώρες συνέβαιναν 3 εργατικά ατυχήματα. Σύμφωνα με τις εκθέσεις του ΣΕΠΕ, από το 1999 έως το 2012 σχεδόν 1.700 εργαζόμενοι δε γύρισαν σπίτι τους. Δηλαδή, κάθε 3 μέρες ένας εργαζόμενος πεθαίνει από εργατικό ατύχημα.
Και, βεβαίως, ανεξάρτητα από τον αριθμό των εργατικών ατυχημάτων, η επικινδυνότητα των χώρων εργασίας σχετίζεται και με την επίδραση μιας σειράς βλαπτικών παραγόντων που επιδρούν μακροπρόθεσμα στην υγεία των εργαζομένων, οδηγώντας σε επαγγελματικές ασθένειες, οι οποίες στην πράξη δεν καταγράφονται στη χώρα μας.
Προβλήματα όσον αφορά στις ανασφαλείς συνθήκες εργασίας αλλά και στην ελλιπή καταγραφή των εργατικών ατυχημάτων υπάρχουν και σε άλλες χώρες της ΕΕ. Μπορεί να παρατηρείται μείωση στον απόλυτο αριθμό των εργατικών ατυχημάτων, ωστόσο, όπως ήδη αναφέραμε, η ανάλυση πρέπει να περιλαμβάνει τους δείκτες συχνότητας και σοβαρότητας για να είναι ολοκληρωμένη, δεν καταγράφονται ατυχήματα σε μια σειρά δραστηριότητες και εργασιακές σχέσεις, υπάρχει προσπάθεια απόκρυψης από τους εργοδότες, υπάρχουν σοβαρές διαφοροποιήσεις στους τρόπους καταγραφής στις διάφορες χώρες κ.ά. Συνεπώς, τα στοιχεία είναι ελλιπή.
Ακόμη όμως και με βάση αυτά τα δεδομένα που υπάρχουν, οι αριθμοί είναι αμείλικτοι και δείχνουν το πρόβλημα όσον αφορά τις συνθήκες εργασίας σε όλες τις χώρες. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι το 2012, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, για την ΕΕ - 28 κατεγράφησαν 3.167.609 εργατικά ατυχήματα, που οδήγησαν σε πάνω από 3 μέρες απουσία από την εργασία και 3.932 θανατηφόρα.
Το ζήτημα δεν είναι τεχνοκρατικό
Το πρόβλημα των ανασφαλών εργασιακών συνθηκών, που οδηγούν σε εργατικά ατυχήματα, δεν είναι τεχνοκρατικό ζήτημα. Ο βασικός παράγοντας που καθορίζει κάθε επιλογή του εργοδότη σε σχέση με τις συνθήκες εργασίας είναι η επίδραση που θα έχει η επιλογή αυτή στο ποσοστό κέρδους της επιχείρησης.
Με βάση αυτό το κριτήριο, ο εργοδότης αποφασίζει για το αν τον συμφέρει να λάβει τεχνικά μέτρα προστασίας από τον επαγγελματικό κίνδυνο (π.χ., σκαλωσιές, ασφαλή μηχανήματα) ή οργανωτικά μέτρα (π.χ., επάρκεια και εκπαίδευση προσωπικού, ωράρια και ένταση εργασίας, συντήρηση), συγκρίνοντας, σε τελευταία ανάλυση, τις σχετικές δαπάνες με τις πιθανές οικονομικές συνέπειες απ' την αποφυγή τους (π.χ., κάποια πρόστιμα). Η πραγματικότητα αυτή, που τελικά έχει ως αποτέλεσμα τις ανασφαλείς συνθήκες εργασίας, σχετίζεται με τις κυρίαρχες σήμερα εκμεταλλευτικές σχέσεις παραγωγής, με τον καπιταλιστικό δρόμο ανάπτυξης.
Στην προσπάθεια της άρχουσας τάξης να δώσει τη μάχη της ανταγωνιστικότητας, διασφαλίζοντας φτηνότερη εργατική δύναμη, κεντρικό ρόλο αναλαμβάνει το αστικό κράτος. Ο ρόλος του αστικού κράτους εκφράζεται με την προώθηση των αναδιαρθρώσεων στις εργασιακές σχέσεις και τον εργάσιμο χρόνο που αυξάνουν τον κίνδυνο εργατικών ατυχημάτων, με τη συγκάλυψη της ανεξέλεγκτης δράσης της εργοδοσίας, με τη διαμόρφωση ενός πλαισίου ψευδεπίγραφων και ελλιπών ελέγχων από τους αρμόδιους ελεγκτικούς μηχανισμούς, ελέγχων που δεν εστιάζουν στην εργοδοτική ευθύνη, αντίθετα, προσπαθούν να τη μεταθέσουν στις πλάτες των εργαζομένων και ειδικότερα των τεχνικών ασφάλειας.
Σήμερα υπηρετούν σε ολόκληρη την Ελλάδα μόνο 220 Επιθεωρητές Ασφάλειας και Υγεία, περίπου 60 από αυτούς στην Αττική, όπου συγκεντρώνεται το μεγαλύτερο μέρος των επιχειρήσεων και της εργατικής τάξης, και με τεράστιες ελλείψεις σε υλικοτεχνική υποδομή.
Πρόσφατα καταργήθηκαν σε 7 περιοχές της χώρας τα Τμήματα Επιθεώρησης Ασφάλειας και Υγείας της Εργασίας. Ο ρόλος του αστικού κράτους εκφράζεται και με την εμπορευματοποίηση της Υγείας και Ασφάλειας, την απουσία δημόσιων υποδομών υποστήριξης των διαδικασιών για την αντιμετώπιση του επαγγελματικού κινδύνου, καθώς και με την υποβάθμιση σχετικών ερευνητικών και υποστηρικτικών φορέων, όπως το ΕΛΙΝΥΑΕ.
Η προώθηση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων αποτελεί βασικό στόχο και της ευρωπαϊκής στρατηγικής για την Υγεία και Ασφάλεια στην εργασία, την οποία ακολουθούν όλα τα κράτη - μέλη της ΕΕ.
Αυτή η κατάσταση φυσικά υπάρχει και σε διεθνές επίπεδο, υπήρχε πριν από τη φάση της καπιταλιστικής κρίσης και κατά τη διάρκεια της και θα συνεχιστεί. Κάτω βέβαια από την επίδραση της ανισόμετρης ανάπτυξης, σε κράτη που υστερούν στο επίπεδο ανταγωνιστικότητας οι κεφαλαιοκράτες κάνουν μεγαλύτερες εκπτώσεις στα μέτρα ασφάλειας για να αντεπεξέλθουν στον ανταγωνισμό της αγοράς για τη διασφάλιση πρόσθετου κέρδους.
Αυτό, όμως, δε σημαίνει ότι σε αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες δε συμβαίνουν εργατικά ατυχήματα και ότι οι συνθήκες εργασίας είναι ασφαλείς. Τα θανατηφόρα εργατικά ατυχήματα, για παράδειγμα, το 2012 στη Γερμανία ανήλθαν στα 516, στη Γαλλία 576, στην Ιταλία 604 και στις ΗΠΑ 4.628.
Πάλη για ασφαλείς συνθήκες δουλειάς
Η πάλη για ασφαλείς συνθήκες εργασίας πρέπει να αποτελέσει σημαντικό κρίκο της πάλης του ταξικού εργατικού κινήματος και της κοινωνικής συμμαχίας για την ανάκτηση των απωλειών της κρίσης, για πλήρη εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα. Να αντιμετωπιστούν αποφασιστικά η κρατική και εργοδοτική τρομοκρατία και οι δυνάμεις του κυβερνητικού - εργοδοτικού συνδικαλισμού, που, στο όνομα του ρεαλισμού, «εκπαιδεύουν» τους εργαζόμενους στο να αποδέχονται το «μικρότερο κακό», να αποδέχονται να «παίζουν τη ζωή τους κορώνα γράμματα» για να έχουν μια δουλειά.
Να πάρουν μαζικό χαρακτήρα οι αγωνιστικές πρωτοβουλίες των ταξικών σωματείων, του ΠΑΜΕ, για ουσιαστικό έλεγχο της εργοδοτικής ευθύνης για τη συνδυασμένη εφαρμογή της νομοθεσίας και των κανονισμών Υγείας και Ασφάλειας, για να ακυρωθεί η κυβερνητική απόφαση για κατάργηση των Τμημάτων της Επιθεώρησης Υγείας και Ασφάλειας σε 7 περιοχές της χώρας και να ενισχυθεί ριζικά σε ανθρώπινο δυναμικό και υλικοτεχνική υποδομή το ΣΕΠΕ, για την ίδρυση κρατικού σώματος Τεχνικών Ασφάλειας και Γιατρών Εργασίας ενταγμένου στο αποκλειστικά δημόσιο σύστημα Υγείας, την κατάργηση των ΕΞΥΠΠ, τη διατήρηση και διεύρυνση του θεσμού των ΒΑΕ, την κατοχύρωση εργοδοτικής εισφοράς για τον επαγγελματικό κίνδυνο κλπ.
Το ζήτημα της στάσης και της δράσης κάθε πολιτικής δύναμης απέναντι στην αντιμετώπιση του επαγγελματικού κινδύνου πρέπει να αποτελέσει κριτήριο επιλογής του εργαζόμενου. Δεν πρέπει να εγκλωβιστούμε στο ψευτοδίλημμα ποια αστική κυβέρνηση, του ΣΥΡΙΖΑ, της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ ή κάποιου άλλου συνδυασμού, θα «διαπραγματευτεί» καλύτερα τους όρους σφαγής μας.
Για να έχει ο αγώνας συνέχεια, διάρκεια και νικηφόρα προοπτική πρέπει να σημαδεύει τον πραγματικό αντίπαλο, την άρχουσα τάξη και την ΕΕ που τη στηρίζει και όχι μόνο τους εκάστοτε πολιτικούς υπηρέτες τους, τις αστικές κυβερνήσεις. Να φωτίζει την προοπτική ενός άλλου δρόμου ανάπτυξης, με κοινωνικοποιημένα τα μέσα παραγωγής και εργατικό έλεγχο, που θα εξασφαλίσει ασφαλείς συνθήκες εργασίας και θα ικανοποιήσει το σύνολο των κοινωνικών αναγκών.
Εύη ΓΕΩΡΓΙΑΔΟΥ
Μέλος του Τμήματος Υγείας - Πρόνοιας της ΚΕ του ΚΚΕ
Πηγή : rizospastis
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου