1. Η κατάρρευση της συγκυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ κάτω από τις πιέσεις των αγώνων της εργατικής τάξης και της νεολαίας αλλά και της μακρόσυρτης καπιταλιστικής κρίσης δικαιώνει την επιμονή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στο δρόμο της αντικαπιταλιστικής ανατροπής. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έπαιξε πρωτοπόρο ρόλο για τη διαμόρφωση του μαζικού ρεύματος προς τα αριστερά που στρίμωξε τον Σαμαρά και τον Βενιζέλο και αποτελεί δύναμη ελπίδας για χιλιάδες αγωνιστές ότι αυτή η δυναμική δεν θα ανακοπεί από τους συμβιβασμούς της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν είναι ώρα για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ να θυσιάσει τον αντικαπιταλιστικό ρόλο της στο βωμό μιας συνεργασίας με δυνάμεις που τον έχουν αρνηθεί συστηματικά.
Η ανάγκη για δυνατή επαναστατική αριστερά, δυνατή ΑΝΤΑΡΣΥΑ, επιβεβαιώνεται κάθε μέρα που περνάει.
Για να συγκρουστούμε με τις επιθέσεις και τους εκβιασμούς των καπιταλιστών, ΕΕ και ΔΝΤ, που δεν πρόκειται να σταματήσουν ακόμα κι αν χάσουν την μνημονιακή κυβέρνησή τους στις εκλογές. Αντίθετα, θα ενταθούν με στόχο την πλήρη υποταγή μιας κυβέρνησης με κέντρο τον ΣΥΡΙΖΑ.
Για να συνεχίσουμε σαν αριστερή – εργατική αντιπολίτευση, στηρίζοντας τα βήματα των πρωτοπόρων κομματιών που διεκδικούν την κλιμάκωση των αγώνων και το συντονισμό τους για να πάρουμε πίσω όλα όσα μας λεηλάτησαν. Αλλά και για να τσακίσουμε τους φασίστες, να νομιμοποιηθούν οι μετανάστες και να αποκτήσουν ιθαγένεια όλα τα παιδιά, να μπούμε μπροστά σε όλες τις οικονομικές και πολιτικές μάχες.
Για να μετατρέψουμε την ανατροπή των Σαμαροβενιζέλων σε ανατροπή της κυρίαρχης τάξης και όλων των μηχανισμών της. Ο αντικαπιταλισμός δεν είναι «αφηρημένος βερμπαλισμός», είναι η στρατηγική που ενώνει τις μάχες του σήμερα με τη συνολική δικαίωσή τους με την εξουσία της εργατικής τάξης.
Οι δυνατότητες για μια τέτοια αντικαπιταλιστική αριστερά είναι μεγαλύτερες από ποτέ. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ με την πρωτοπόρα δράση της μέσα στους αγώνες έχει καταφέρει να κερδίσει την εκτίμηση χιλιάδων αγωνιστών. Το αντικαπιταλιστικό της πρόγραμμα έχει αναδειχθεί σε πολύτιμο όπλο για να μπορέσει το κίνημα να αποτρέψει τους εκβιασμούς της κυρίαρχης τάξης αλλά και να ολοκληρώσει τη δυναμική της ανατροπής, διαγράφοντας το χρέος, κρατικοποιώντας τις τράπεζες και τις επιχειρήσεις με την επιβολή εργατικού ελέγχου, προχωρώντας σε ρήξη και αποδέσμευση με την ΕΕ, ανοίγοντας τον δρόμο για μια κοινωνία με τους εργαζόμενους στο τιμόνι.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει αναδειχθεί σε διακριτό τρίτο πόλο στην αριστερά και έτσι πρέπει να συνεχίσει. Διατηρώντας την πολύτιμη αυτοτέλεια και ανεξαρτησία της μπορεί να ενισχυθεί σαν δύναμη που με την αντικαπιταλιστική στρατηγική της και την ενιαιομετωπική ταχτική της μπορεί να συσπειρώσει χιλιάδες αγωνιστές που παλεύουν για την ανατροπή και δεν έχουν εμπιστοσύνη ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα δικαιώσει τις προσδοκίες τους.
Για να προχωρήσει με αυτόν τον τρόπο, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει να αντισταθεί στις πιέσεις για προσαρμογή προς τα δεξιά. Πρώτα απ’ όλα από την ίδια την κυρίαρχη τάξη, που προσπαθεί να αποδείξει ότι παρά την τεράστια κρίση της εξακολουθεί να έχει τη δύναμη να καθορίζει τις εξελίξεις, ότι το εργατικό κίνημα δεν μπορεί να την ανατρέψει και να νικήσει. Αλλά και από τον καλπασμό προς τα δεξιά της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ που πιέζει όλα τα κομμάτια της αριστεράς να κινηθούν ανάλογα αναζητώντας πιο «ρεαλιστικές» λύσεις.
Το κενό που αφήνει η δεξιά προσαρμογή της ηγεσίας Τσίπρα δεν μπορεί να καλυφθεί με την επιστροφή σε έναν αριστερό ρεφορμισμό, όπως νομίζουν τμήματα της αριστεράς μέσα ή δίπλα στον ΣΥΡΙΖΑ. Είναι αυταπάτη ότι αν η αντικαπιταλιστική αριστερά κλαδέψει τον αντικαπιταλισμό της θα αποκτήσει μαζική επιρροή. Το μόνο που θα πετύχει είναι να απογοητεύσει ακριβώς εκείνο το τμήμα των αγωνιστών που πάλεψε και παλεύει για εναλλακτικό προσανατολισμό της αριστεράς, για να ανοίξει μια συνολικά διαφορετική προοπτική, την προοπτική της ανατροπής και όχι της διαχείρισης του καπιταλισμού. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ παλεύει για να δυναμώσει αυτήν την αριστερά και η ενίσχυσή της μπορεί να κάνει διαφορά στην Ελλάδα αλλά και να λειτουργήσει σαν παράδειγμα στην προσπάθεια να δυναμώσει η επαναστατική αριστερά σ’ όλη την Ευρώπη, στη Γαλλία για να μην επιτρέπει να εμφανίζεται η Λεπέν σαν τη μόνη αντιπολίτευση στον Ολάντ, στο Ισπανικό κράτος για να μην ακολουθήσει το Podemos τα χνάρια της δεξιάς προσαρμογής του ΣΥΡΙΖΑ κλπ.
2. Γι’ αυτό η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει να απορρίψει την πρόταση για ενσωμάτωσή της σε ένα νέο μέτωπο με το Σχέδιο Β. Οι δυνάμεις του ΣΕΚ αλλά και πλήθος συντρόφων και συντροφισσών που συσπειρώνονται στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ απαντάνε ξεκάθαρα όχι, υπερασπίζοντας το κεκτημένο των αποφάσεων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Το Σχέδιο Β του Α. Αλαβάνου κινείται σε τελείως διαφορετική κατεύθυνση. Οι διαφωνίες έχουν να κάνουν με τη συνολική πολιτική φυσιογνωμία του Σχεδίου Β σαν δύναμη της πατριωτικής αριστεράς που περιορίζεται στο στόχο της παραγωγικής ανασυγκρότησης της ελληνικής οικονομίας, του ελέγχου στο εθνικό νόμισμα και μιας Κεϋνσιανής διαχείρισης σαν απάντηση στην κρίση του συστήματος. Οι συζητήσεις και οι αναζητήσεις συμμαχιών του Σχεδίου Β προς το ΕΠΑΜ, το κόμμα της Δραχμής κλπ που συνεχίζονται, πατάνε σ’ αυτήν τη βάση. Άλλωστε, αυτή η φυσιογνωμία συμβαδίζει με την προηγούμενη διαδρομή του Α. Αλαβάνου σαν κορυφαίο στέλεχος της ρεφορμιστικής αριστεράς με το ΚΚΕ, τον Συνασπισμό, τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΜΑΑ.
Η πίεση για δεξιά προσαρμογή φτάνει και στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ μέσα από την πρόταση για εκλογική και πολιτική συνεργασία με το Σχέδιο Β. Η έντονη διαφωνία που έχει ανοίξει ενάντια σ’ αυτή τη συνεργασία δεν περιορίζεται σε ζήτημα διαφορετικής εκλογικής ταχτικής. Αφορά την ουσία, για το αν η ΑΝΤΑΡΣΥΑ προκειμένου να πετύχει τη συνεργασία με άλλες αριστερές δυνάμεις πρέπει να κλαδέψει το στόχο της αντικαπιταλιστικής ανατροπής, αν παραιτείται δηλαδή από τη συνολική κατεύθυνση στην οποία διεκδικεί να τραβήξει και να κερδίσει όσα κομμάτια διαφοροποιούνται από τα ρεφορμιστικά αδιέξοδα. Αφορά επιπλέον, το αν αυτή η συνεργασία κινείται στην κατεύθυνση δημιουργίας «ευρύτερου» μετώπου που δεν θα είναι αντικαπιταλιστικό, στο οποίο να διαχυθεί η ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Αυτές οι διαφορές συμπυκνώνονται με την επιμονή του Σχεδίου Β να φύγει κάθε αναφορά στον αντικαπιταλισμό, και η συνολική κατεύθυνση της αντικαπιταλιστικής ανατροπής να μετατραπεί σε μακρινό στάδιο του μέλλοντος. Αυτό εκφράζεται και οργανωτικά με την τοποθέτηση ότι στόχος της συνεργασίας πρέπει να είναι η δημιουργία ενός άλλου μετώπου μέσα στο οποίο να χαθεί η ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Δύο μόλις μέρες πριν από την πρώτη συνάντηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ με την ΠΜΣ στις 18/12, κυκλοφόρησε κείμενο του Συντονιστικού της ΠΜΣ που διεκδικούσε ανοιχτά την ανατροπή της πλειοψηφίας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που «παλινδρομεί μεταξύ προτάσεων για συγκρότηση ενός ευρύτερου αντικαπιταλιστικού πόλου (που προϋποθέτει την πλήρη αποδοχή του προγράμματος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ) και απλών εκλογικών συνεργασιών μιας χρήσης.». Και υπογράμμιζε ότι η πιθανή εκλογικήκάθοδος «πρέπει να έχει μέλλον ως πολιτική συνεργασία, να είναι βήμα προς τη συνολικότερη διαδικασία οικοδόμησης κοινωνικοπολιτικού μετώπου», λέγοντας δηλαδή ότι στόχος της συνεργασίας πρέπει να είναι η δημιουργία ενός άλλου μετώπου πέρα από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Δεν υπάρχει λοιπόν καμία ουσιαστική μετατόπιση αυτών των δυνάμεων προς την γραμμή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Το αντίθετο συμβαίνει, δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ προσαρμόζονται δεξιά προσπαθώντας να βρουν κοινό έδαφος με το Σχέδιο Β. Καταρχήν η ΑΡΑΝ και η ΑΡΑΣ που μετά τις ευρωεκλογές προχώρησαν στη συγκρότηση της ΠΜΣ σαν όχημα για να βάζουν μεγαλύτερες πιέσεις για προσαρμογή μέσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Με ξεχωριστή πολιτική πλατφόρμα στο τελευταίο ΠΣΟ για να μπορεί να χωράει μια συνεργασία με την ΠΜΣ. Αλλά και η ηγεσία του ΝΑΡ που αποφάσισε να συνταχτεί μαζί με ΑΡΑΝ-ΑΡΑΣ (παρά το ότι στήριξε διαφορετική πολιτική πλατφόρμα στο ΠΣΟ) και να μπει σε διαδικασία διαπραγμάτευσης για το αν θα υπάρχει νέο όνομα που θα χαρακτηρίζει την συνεργασία σαν υπέρτιτλος ή υπότιτλος (Αριστερή Μετωπική Πολιτική Συνεργασία πρότεινε η ΠΜΣ, Πολιτική Συνεργασία για την Αριστερά της Ανατροπής πρότεινε το ΝΑΡ).
3. Αυτή η δεξιά μετατόπιση επιχειρείται επιπλέον να περάσει με αντιδημοκρατικό τρόπο.
Στην τελευταία συνεδρίασή του το Πανελλαδικό Συντονιστικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ αποφάσισε να απευθύνει την πρόταση συνεργασίας και εξουσιοδότησε την ΚΣΕ να προχωρήσει στις απαραίτητες συναντήσεις. Αποφάσισε επίσης μετά και την επιμονή εκ μέρους των σ. του ΣΕΚ ότι η όποια συνεργασία θα συζητηθεί και θα αποφασιστεί οριστικά από την 3η Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, που είχε προκηρυχθεί για τις 17-18 Γενάρη. Το ΣΕΚ στήριξε αυτήν την απόφαση γιατί ρητά ανέφερε ότι α) το πλαίσιο της συνεργασίας θα είναι «υπό την ηγεμονία του αντικαπιταλιστικού μεταβατικού προγράμματος» και β) ότι θα υπάρχει τελική έγκριση από την Συνδιάσκεψη, σαν απαραίτητο βήμα για να μην επικρατήσουν οι ανεύθυνες πρακτικές «κοπτοραπτικής» πλαισίων σε κλειστά δωμάτια μακριά από τον κόσμο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, που χαρακτήριζαν τις αντίστοιχες προσπάθειες συμφωνίας με το Σχέδιο Β΄ που επιχειρήθηκαν πριν από ένα χρόνο.
Παρά τις αποφάσεις του ΠΣΟ, η πλειοψηφία της ΚΣΕ αποφάσισε την αναβολή της Συνδιάσκεψης. Από τη στιγμή που η πλειοψηφία της ΚΣΕ αναβάλει τη Συνδιάσκεψη έχει χάσει την εξουσιοδότηση που είχε από το ΠΣΟ και δεν νομιμοποιείται να δημιουργεί τετελεσμένα που θυσιάζουν την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Αν η επίσπευση των εκλογών δεν αφήνει χρονικά περιθώρια για να γίνει η Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, τότε ακόμη περισσότερο δεν υπάρχουν τα περιθώρια για να γίνει μια συνένωση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ερήμην του κόσμου της. Η έντιμη και καθαρή αντιμετώπιση είναι να δώσει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ τη μάχη των εκλογών και μετά να έρθουν τα ζητήματα στη Συνδιάσκεψή της.
Ήδη μια σειρά συνελεύσεις τοπικών επιτροπών (Πετράλωνα, Εξάρχεια, Ναύπλιο, Μαγνησία) έχουν εκφράσει τις αντιρρήσεις τους για τους χειρισμούς της ΚΣΕ. Καλούμε όλα τα μέλη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ να συμμετέχουν μαζικά στις συνελεύσεις 2-5 Γενάρη μπροστά στη νέα συνεδρίαση του ΠΣΟ στις 6 Γενάρη, για να απαιτήσουμε το αυτόνομο κατέβασμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στις εκλογές και να διαφυλάξουμε όλη την επόμενη περίοδο την πολύτιμη αυτοτέλεια και ανεξαρτησία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σαν μέτωπο της αντικαπιταλιστικής επαναστατικής αριστεράς.
Η Κεντρική Επιτροπή του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου