Αναδημοσίευση από την Εργατική Πάλη Ιανουαρίου 2025
Β΄ Μέρος
Η μάχη της Αθήνας
Μετά τις 18/10/1944 και την εγκατάσταση της κυβέρνησης «εθνικής ενότητας» ανάμεσα στις αστικές δυνάμεις και το ΕΑΜ/ΚΚΕ, η εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα είδαν στην πράξη τις προσδοκίες τους να διαψεύδονται σε όλα τα κρίσιμα, άμεσα ζητήματα: αντιμετώπιση της τεράστιας φτώχειας και της πείνας και επανεκκίνηση της παραγωγής, τιμωρία των δωσίλογων και συνεργατών των κατοχικών δυνάμεων.
Σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπου οι μεταπολεμικές αστικές κυβερνήσεις προχώρησαν σε αρκετά συγκεκριμένα μέτρα τιμωρίας των συνεργατών των ναζί και εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού, στην Ελλάδα αυτοί έμειναν ουσιαστικά ανέγγιχτοι, προστατευμένοι από τους Άγγλους ιμπεριαλιστές και την αστική τάξη (στη συνέχεια θα αποτελούσαν ένα μεγάλο τμήμα της, όπως και του κρατικού μηχανισμού).
Στον «εθνικό στρατό», που θα υπαγόταν στο βρετανικό επιτελείο, όπως είχε συμφωνηθεί σε Λίβανο-Καζέρτα, θα έμπαιναν όλα αυτά τα κατακάθια: παραστρατιωτικές οργανώσεις όπως οι Χίτες, υποστηρικτές των ναζί, ταγματασφαλίτες κ.ά., αντικομμουνιστικές στρατιωτικές μονάδες που έλεγχαν οι Άγγλοι και οι αστικές δυνάμεις (Ιερός Λόχος, Ορεινή Ταξιαρχία). Το ΕΑΜ/ΚΚΕ είχε την αυταπάτη ότι οι Άγγλοι και η αστική τάξη θα κινούνταν για την ειλικρινή εκκαθάριση και τιμωρία όλων αυτών και ότι έτσι ο ΕΛΑΣ θα μπορούσε να συνυπάρξει σε αυτό τον «εθνικό στρατό».
Το ίδιο το ΚΚΕ είχε σοβαρή ευθύνη για τη μη τιμωρία των δωσίλογων: α) Είχε ανοιχτά δηλώσει ότι εναντιώνεται σε κάθε «πράξη εκδίκησης» που θα τάραζε την ομαλή μετάβαση στη δημοκρατία. β) Είχε υπογράψει ήδη τη στρατιωτική συνεργασία με αυτά τα κομμάτια στα πλαίσια της συγκρότησης εθνοφρουράς (5/11/44). γ) Μετά την υποχώρηση των Γερμανών και την έλευση της κυβέρνησης «εθνικής ενότητας» περιορίστηκε σε ένα εικονικό «κυνηγητό» των Ταγμάτων Ασφαλείας στα βουνά, χωρίς να επικεντρώσει σε μια στρατιωτική κυριαρχία στην Αθήνα (όπως άλλωστε είχε δεσμευτεί σε Λίβανο-Καζέρτα), που θα σήμαινε και την πραγματική τιμωρία του πυρήνα αυτών των δυνάμεων. δ) Μόνο όταν οι ίδιοι οι υποστηρικτές του ΕΑΜ/ΚΚΕ ξεκίνησαν να απαιτούν την εκτέλεση των δωσίλογων, υιοθέτησε αυτό το αίτημα, αλλά μόνο με τη μορφή ορισμένων πλακάτ στα πλαίσια ειρηνικών διαμαρτυριών και διαπραγματεύσεων.
Αυτή η στάση πήγαζε από την υπεράσπιση, μέχρι τέλους, των αυταπατών για την κυβέρνηση «εθνικής ενότητας». Όπως είχε δηλώσει το Πολιτικό Γραφείο του ΚΚΕ: «Η εξασφάλιση της τάξης και της ομαλής πολιτικής ζωής… είναι εθνικό χρέος. Όλοι οι Έλληνες… έχουν ιερή υποχρέωση, εθνικό καθήκον να εξασφαλίσουν την τάξη και την ασφάλεια της Ελλάδας. Θα ακούσουν την θαρραλέα φωνή του ΚΚΕ και θα πειθαρχήσουν στις εντολές της Εθνικής Κυβέρνησης».
Η αστική τάξη και οι Άγγλοι ιμπεριαλιστές είχαν συνειδητά ως πρωταρχικό στόχο τον αφοπλισμό των μαζών, μάλιστα οι Άγγλοι είχαν προειδοποιήσει τις αστικές δυνάμεις ότι θα κινηθούν στρατιωτικά αν αυτό καθυστερήσει. Αρχικά εκμεταλλεύτηκαν τους υπουργούς του ΕΑΜ/ΚΚΕ και τις υποχωρήσεις τους, έπειτα ξεκίνησαν να το ωθούν προς την αναγκαστική έξοδο από την κυβέρνηση «εθνικής ενότητας». Από την άλλη, η εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα δεν μπορούσαν να αποδεχτούν έτσι απλά ότι θα υποχωρούσαν, ότι θα ζούσαν κάτω από ένα καθεστώς συνεργατών των ναζί. Μάχες και συγκρούσεις συνεχίζονταν μεταξύ εργατών και εθνοφρουράς στο κέντρο της Αθήνας, εκατοντάδες συλλαμβάνονταν, απολύονταν εκδικητικά για τις δράσεις τους, έχαναν περιουσίες και σπίτια.
Την 1η Δεκέμβρη 1944, ο βρετανός στρατηγός Σκόμπι διέταξε τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ: οι Άγγλοι ιμπεριαλιστές ήταν το πραγματικό αφεντικό στην κυβέρνηση «εθνικής ενότητας». Μόνο τότε οι υπουργοί του ΕΑΜ/ΚΚΕ αποχώρησαν, φοβούμενοι ότι το κόμμα θα χάσει τη σύνδεση με τις εξεγερμένες μάζες. Η απόφαση για την τελική σύγκρουση έμπαινε σε εφαρμογή, με πρωτοβουλία των Άγγλων και των αστικών δυνάμεων, που στο μεταξύ είχαν συγκεντρώσει ένα ελάχιστο αριθμό προϋποθέσεων για να δώσουν με αποφασιστικότητα τη μάχη
Οι «αποφάσεις» του ΚΚΕ το ίδιο βράδυ για «κατάληψη της Αθήνας» ήταν μόνο στα λόγια και στα χαρτιά (άλλωστε ο τακτικός ΕΛΑΣ είχε διαταχτεί να παραμείνει στην επαρχία). Η σταλινική ηγεσία συνειδητά δεν είχε προετοιμάσει ούτε το εσωτερικό του ΕΑΜ/ΚΚΕ ούτε την εργατική τάξη για ένοπλη σύγκρουση με αυτούς που άλλωστε θεωρούνταν «συμμαχικές δημοκρατικές δυνάμεις».
Οι Άγγλοι ιμπεριαλιστές είχαν αναλάβει την πολιτική και στρατιωτική οργάνωση των αστικών δυνάμεων στη στενή περιοχή του κέντρου της Αθήνας, όπου αυτές είχαν περιοριστεί, με τανκς, ελεύθερους σκοπευτές κ.λπ.
Το ΚΚΕ κάλεσε στο συλλαλητήριο στις 3 Δεκέμβρη στο Σύνταγμα, που παρότι απαγορεύτηκε από την κυβέρνηση, η σταλινική ηγεσία έδωσε εντολή να είναι άοπλο. Ο τακτικός ΕΛΑΣ βρισκόταν ακόμα στην επαρχία και ο εφεδρικός, με μικρή εμπειρία μάχης, παρέμενε σκόρπιος σε διάφορα σημεία περιφερειακά της Αθήνας.
Τη στιγμή που η κλιμάκωση και η ρήξη με κυβέρνηση και ιμπεριαλιστές ήταν μονόδρομος, το ΚΚΕ επέλεξε μια κινητοποίηση ως «επίδειξη ισχύος» και κίνηση διαπραγμάτευσης. Το αποτέλεσμα ήταν αναμενόμενο. Όταν η διαδήλωση έφτασε μπροστά από τη Βουλή, δυνάμεις της χωροφυλακής άρχισαν να χτυπάνε με πολυβόλα, αφήνοντας δεκάδες νεκροί. Οι Άγγλοι περίμεναν ότι το ΕΑΜ θα απαντήσει στα πυρά (αφού είχε ένοπλες δυνάμεις σε ταράτσα γραφείων στην περιοχή), αλλά δεν δόθηκε καμία εντολή. Σύμφωνα με τη σταλινική ηγεσία, μια επίθεση στους Άγγλους θα όξυνε την κατάσταση ενώ το συλλαλητήριο απευθυνόταν καθαρά και μόνο απέναντι στην κυβέρνηση.
Ενώ η μάχη της Αθήνας είχε αρχίσει, το ΚΚΕ κυριολεκτικά οργάνωσε την ήττα των μαζών, το ρίξιμό τους σε ένα θυσιαστήριο. Η δράση του εφεδρικού ΕΛΑΣ διασκορπίστηκε σε επιθέσεις σε αστυνομικά τμήματα και φυλακές περιμετρικά του κέντρου της Αθήνας, όπου «παλλόταν η καρδιά του καπιταλιστικού τέρατος». Οι οπλισμένοι αντάρτες του υπολογίζονταν σε λιγότερους από 10.000, ενώ τα κυβερνητικά και αγγλικά στρατεύματα σε περίπου 15.000.
Οι Άγγλοι ιμπεριαλιστές είχαν αντιληφθεί την αυτοθυσία και επιμονή των μαζών αλλά και την προθυμία των γραφειοκρατών να «σώσουν» την εικόνα τους ως «συμμάχων» μέχρι και το τέλος – και αυτό την ίδια στιγμή που ο Τσόρτσιλ, σε επιστολή προς τον Σκόμπι, ήταν κάθετος: «Είσαι υπεύθυνος για τη διατήρηση της τάξης… Μπορείς να λάβεις κάθε μέτρο… Μη διστάσεις να ενεργήσεις όπως αν ήσουν σε μια κατεκτημένη πόλη όπου μια τοπική εξέγερση βρισκόταν σε εξέλιξη… αλλά επίσης και με αιματοχυσία αν είναι αναγκαίο». Αυτούς αποκαλούσε «συμμάχους» η σταλινική ηγεσία του ΚΚΕ.
Με αυτές τις προϋποθέσεις και παρά τον ηρωισμό των λαϊκών μαζών, ήταν επόμενο να γίνουν από την ηγεσία του ΚΚΕ και τα μεγαλύτερα ή εγκληματικά λάθη στη διεξαγωγή της ένοπλης σύγκρουσης, καθώς πίστευε για πολλές μέρες ότι μπορεί να αποφύγει μια στρατιωτική σύγκρουση με τους Άγγλους και ότι αυτοί θα ξαναδέχονταν το ΕΑΜ/ΚΚΕ ως συνομιλητή, αν αυτό κατάφερνε να εκκαθαρίσει τους ντόπιους αντιδραστικούς. Έτσι: Τάγματα του εφεδρικού ΕΛΑΣ παραδίνονταν λόγω ανεπαρκούς οπλισμού. Τμήματα ή μαχητές του τακτικού ΕΛΑΣ, που κατέφθαναν σκόρπια στην Αθήνα, κινούνταν χωρίς προσανατολισμό ή αφοπλίζονταν χωρίς μάχη ή τσακίζονταν από τα κυβερνητικά και αγγλικά στρατεύματα. Στρατηγικά σημεία παραδίδονταν αμαχητί, μετά από «συμφωνίες», στους «συμμάχους Άγγλους», οι οποίοι άλλωστε προστάτευαν και φυγάδευαν ταγματασφαλίτες, χίτες και χωροφύλακες, για να τους εξοπλίσουν και να τους ξαναρίξουν σε επόμενες μάχες. Δεν έγινε καμία προσπάθεια να εμποδιστούν οι εφεδρείες και τα εφόδια που ξεφόρτωναν οι Άγγλοι από το μοναδικό προγεφύρωμα που είχαν. Με όλα αυτά, ήταν θέμα χρόνου η πλάστιγγα να γύρει υπέρ των κυβερνητικών στρατευμάτων και των Άγγλων, οι οποίοι άλλωστε είχαν το μεγάλο πλεονέκτημα των τανκς και της αεροπορίας, με τα οποία σφυροκοπούσαν τις βάσεις του ΕΛΑΣ στις εργατικές-λαϊκές συνοικίες.
Η δουλοπρέπεια των σταλινικών προς τους Άγγλους δεν είχε τέλος, φτάνοντας σε σημείο στελέχη τους να σφίγγουν το χέρι του Τσώρτσιλ στις 24/12, όταν αυτός είχε επισκεφτεί την Αθήνα. Ο ίδιος ο Τσόρτσιλ είχε ξεκάθαρα καταλάβει ότι το ΕΑΜ/ΚΚΕ δεν είχε καμία διάθεση πραγματικής, ένοπλης αμφισβήτησης της αστικής εξουσίας – και γι’ αυτό χαρακτήρισε τα Δεκεμβριανά ως «έργο τροτσκιστών», προσπαθώντας αφενός να δικαιολογήσει την επέμβαση του αγγλικού ιμπεριαλισμού (στη Βρετανία υπήρχε αρχικά μια ισχυρή, μαζική αντίδραση) και αφετέρου να κολακέψει την ηγεσία του ΚΚΕ. Δεν λάθευε, καθώς το ΚΚΕ αρνήθηκε μέχρι τέλους να κατονομάσει τους Άγγλους ως ιμπεριαλιστές, ελπίζοντας να αποκτήσει ξανά θέση στις διαπραγματεύσεις μαζί του.
Η ήττα και η προδοσία σφραγίστηκαν οριστικά με τη Συμφωνία της Βάρκιζας στις 12/2/1945, που προέβλεπε πλήρη αφοπλισμό του ΕΛΑΣ (όταν αυτός έλεγχε ακόμα το 90% της χώρας), αμνηστία για την ηγεσία του ΚΚΕ αλλά και καταδίκη πολλών χιλιάδων αγωνιστών που παραδόθηκαν στα χέρια των αστών, των ιμπεριαλιστών, της «λευκής τρομοκρατίας».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου