Το δεύτερο μέρος της ανάλυσής μας για το μαζικό «κίνημα των Τεμπών». Η στάση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ και της ηγεσίας του ΚΚΕ έναντι του κινήματος.
Σταμάτης Καραγιαννόπουλος
Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ σε διάσταση με την κοινωνική του βάση
Ένα μαζικό κίνημα όπως αυτό που εκδηλώθηκε μετά το έγκλημα στα Τέμπη, θεωρητικά αποτελεί ευνοϊκό πεδίο για την ανάπτυξη της επιρροής ενός κόμματος που μιλάει στο όνομα της Αριστεράς και κατέχει τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης στο κοινοβούλιο. Αυτή η φυσική πολιτική δυνατότητα όμως, όπως αποδείχθηκε κατά το διάσημα που εξελίχθηκε το μαζικό «κίνημα των Τεμπών», δεν αξιοποιήθηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ. Αντίθετα, μέχρι σήμερα δεν υπάρχει ούτε ένα πραγματικό στοιχείο που να δείχνει ότι η πολιτική επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ στην ελληνική κοινωνία ενισχύθηκε ως αποτέλεσμα της ανάπτυξης του «κινήματος των Τεμπών».
Ποιες είναι οι αιτίες γι’ αυτό το φαινόμενο; Καταρχάς, για τη μεγάλη πλειονότητα των συμμετεχόντων στο κίνημα, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται μέσα στο «κάδρο» των υπευθύνων για το έγκλημα. Το αντικειμενικό γεγονός ότι η σκανδαλώδης ιδιωτικοποίηση του μεταφορικού έργου του ΟΣΕ έγινε επί των ημερών της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, και επιπλέον, το επίσης αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι στο ίδιο διάστημα από αυτήν επιδείχθηκε κωλυσιεργία στο κρίσιμο ζήτημα της ύπαρξης σύγχρονων συστημάτων ασφαλείας, έχουν καταγραφεί στη συνείδηση εκατομμυρίων ανθρώπων που συμμετείχαν ή είδαν με συμπάθεια το κίνημα.
Το πολιτικό αυτό πρόβλημα για τον ΣΥΡΙΖΑ, σε έναν ορισμένο βαθμό, θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί, αν η ηγεσία του είχε κάνει ειλικρινή αυτοκριτική και είχε δεσμευθεί ότι στην επόμενη κυβέρνησή της θα επανακρατικοποιήσει το σιδηροδρομικό έργο του ΟΣΕ, θα καταργήσει τον πολυκερματισμό του και θα προβεί στις αναγκαίες επενδύσεις, με τη διαφάνεια που μπορεί να διασφαλίσει ο θεσμοθετημένος διαχειριστικός έλεγχος από τους εργαζόμενους και την κοινωνία. Όμως η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν έκανε καμία τοποθέτηση που να θυμίζει αυτή την αναγκαία στάση.
Το πιο αντιπροσωπευτικό δείγμα αυτής της (τουλάχιστον) απογοητευτικής στάσης ήταν η τηλεοπτική συνέντευξη του Αλ. Τσίπρα στο Mega στις 14/3. Εκεί ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ δεν έκανε ίχνος αυτοκριτικής για τη σκανδαλώδη παράδοση του σιδηροδρομικού έργου στην Trenitalia, και αντί για την επανακρατικοποίηση, εξήγγειλε την «επαναδιαπραγμάτευση» της σύμβασης με τους ανεύθυνους κερδοσκόπους της ιταλικής εταιρείας. Στην πραγματικότητα, αυτή η θέση δεν έχει καμία ουσιώδη διαφορά από την αντίστοιχη εξαγγελία του Κυρ. Μητσοτάκη στη δική του τηλεοπτική συνέντευξη, στις 22/3 στον Alpha.
Φυσικό συμπλήρωμα αυτής της επίμονης απολογητικής της σκανδαλώδους ιδιωτικοποίησης του ΟΣΕ από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, αποτέλεσε και η δεύτερη αιτία στην οποία οφείλεται η ψυχρή πολιτική σχέση ανάμεσα στο «κίνημα των Τεμπών» και το κόμμα. Η αιτία αυτή, είναι η απόλυτα παθητική στάση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ έναντι του κινήματος. Το πρώτο χρονικά και πιο αυθεντικό δείγμα αυτής της στάσης, ήταν το κάλεσμα του σχήματος (ΜΚΟ) του ΣΥΡΙΖΑ «Αλληλεγγύη για όλους» για «Σιωπηλή διαμαρτυρία» στο Σύνταγμα στις 3 Μαρτίου, την ώρα που το ίδιο το έγκλημα και η απόπειρα κυβερνητικής συγκάλυψης δεν σιωπούσαν αλλά «φώναζαν», και η λαϊκή οργή άρχισε να ξεχειλίζει τις πλατείες.
Αυτά τα καλέσματα για πένθιμη σιωπή ήρθαν σε πλήρη αντίθεση με τις μαχητικές διαθέσεις, ιδιαίτερα των νέων. Και γι’ αυτό, αγνοήθηκαν πλήρως. Οι συγκεντρώσεις και οι διαδηλώσεις ήταν «θορυβώδεις» και μαχητικές. Κι όσο γίνονταν μαζικότερες, τόσο πιο μεγάλο και χτυπητό γινόταν το χάσμα ανάμεσα στην παθητική τακτική της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ και την επείγουσα ανάγκη οι κινητοποιήσεις να κλιμακωθούν μέχρι την ανατροπή της ετοιμόρροπης κυβέρνησης. Ένα χάσμα που είχε μόνη ωφελημένη την διεφθαρμένη κυβέρνηση Κυρ. Μητσοτάκη και την απόπειρά της να συγκαλύψει το έγκλημα.
Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ υιοθέτησε αυτήν τη στάση στο όνομα του «σεβασμού της μνήμης των νεκρών». Κάθε απλός αγωνιστής του κινήματος όμως, μπορεί να καταλάβει ότι αυτές οι φορτισμένες συναισθηματικά λέξεις κρύβουν μια πολιτική σκοπιμότητα. Στην πραγματικότητα, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ φοβήθηκε ότι η ανατροπή της κυβέρνησης από ένα μαζικό κίνημα θα δημιουργήσει ιδιαίτερα ισχυρές ριζοσπαστικές προσδοκίες και απαιτήσεις από μια δική της επόμενη κυβέρνηση. Και αυτές οι προσδοκίες, κάθε άλλο παρά είναι συμβατές με τα δικά της κυβερνητικά σχέδια. Γιατί θα μπορούσαν να υπηρετηθούν μόνο από μια αριστερή-αντικαπιταλιστική κυβέρνηση, ενώ η ίδια επιδιώκει το σχηματισμό μιας (ψευτο)προοδευτικής κυβέρνησης με το αστικά εκφυλισμένο ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ του Ν. Ανδρουλάκη, που από τη φύση της θα είναι ανίκανη να προχωρήσει ακόμα και στις στοιχειώδεις ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις που ποθούν όσοι και όσες συμμετείχαν στις κινητοποιήσεις.
Με δεδομένο ότι εκατοντάδες χιλιάδες απλοί ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ σε όλη την Ελλάδα, αλλά και πολλά από τα μέλη του, συμμετείχαν ενεργά στις κινητοποιήσεις για το έγκλημα στα Τέμπη, αυτή ήταν η πρώτη στα 4 τελευταία χρόνια ανοικτή σύγκρουση της κοινωνικής βάσης του κόμματος με την ηγεσία του, πριν ακόμα μάλιστα αυτή ξαναδοκιμαστεί στην εξουσία. Και μας προϊδεάζει για το τι θα μπορούσε να συμβεί, ακόμα και μέσα στο ίδιο το κόμμα, όταν αυτή θελήσει ως κυβέρνηση να επαναλάβει το πρόσφατο καθεστωτικό-μνημονιακό της παρελθόν.
Όμως επίσης, αυτή η σύγκρουση, για μία ακόμα φορά, υπογράμμισε το μεγάλο κενό που υπάρχει μέσα στο κόμμα, με την απουσία μιας συλλογικότητας που θα είναι πολιτικά ικανή και αξιόπιστη για να το στρέψει στην κατεύθυνση του αριστερού, προμνημονιακού του παρελθόντος. Η τάση της Ομπρέλας «έλαμψε δια της απουσίας της» κατά το διάστημα των κινητοποιήσεων του κινήματος, ευθυγραμμιζόμενη πλήρως με την ένοχη και παθητική γραμμή της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ. Και πως θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, από τη στιγμή που σημαίνοντα ηγετικά στελέχη της Ομπρέλας ήταν επιφανή μέλη της κυβέρνησης που υπέγραψε την ιδιωτικοποίηση του ΟΣΕ.
Έτσι, για μία ακόμα φορά, αποδείχθηκε ότι οι απλοί αριστεροί ψηφοφόροι και τα ειλικρινών προθέσεων αριστερά μέλη του ΣΥΡΙΖΑ. δεν έχουν να περιμένουν τίποτα από αυτούς τους ηγέτες. Στο βαθμό που αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητα για μία πολιτική τάση που θα εκπροσωπεί και μέσα στο κόμμα το αντισυστημικό πνεύμα του «κινήματος των Τεμπών», θα πρέπει να επωμιστούν και το καθήκον να τη χτίσουν από την αρχή, χωρίς τους πρώην και εκ νέου υποψήφιους υπουργούς και τους λοιπούς μνημονιακούς απολογητές της ηγεσίας της Ομπρέλας. Με ένα συνεπές αριστερό, δηλαδή αντικαπιταλιστικό και σοσιαλιστικό, πολιτικό πρόγραμμα και φυσικούς συμμάχους σε μια μελλοντική αντικαπιταλιστική συγκυβέρνηση το ΚΚΕ και το ΜέΡΑ25, αλλά όχι το καθεστωτικό ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ.
Τα σοβαρά λάθη της ηγεσίας του ΚΚΕ
Ένα μαζικό κομμουνιστικό κόμμα, από τη φύση και τις ιδρυτικές του αρχές, οφείλει να διαθέτει μια επεξεργασμένη τακτική, ώστε όταν εκδηλώνονται αυθόρμητα μαζικά κινήματα όπως αυτό των Τεμπών, να επιδιώκουν να τα οδηγούν προς το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα από τη σκοπιά των εργατικών συμφερόντων. Αυτό, στην περίπτωση του μαζικού και μαχητικού «κινήματος των Τεμπών», με δεδομένη την απόλυτη αμηχανία και απομόνωση της «ετοιμόρροπης» κυβέρνησης ΝΔ, δεν θα μπορούσε να σημαίνει τίποτα λιγότερο από την άμεση πτώση της από το κίνημα.
Πώς συνέβαλε όμως η ηγεσία του ΚΚΕ σ΄ αυτόν τον αναγκαίο σκοπό; Δυστυχώς, η ίδια η ζωή έδειξε ότι όχι μόνο δεν συνέβαλε, αλλά αρνήθηκε ακόμα και να αναγνωρίσει και να υιοθετήσει αυτόν τον πολιτικό στόχο. Οι δημόσιες τοποθετήσεις του κόμματος και των ηγετικών στελεχών κατά τη διάρκεια των κινητοποιήσεων δεν περιείχαν πουθενά την έκκληση για ανατροπή της κυβέρνησης από το κίνημα.
Αυτή η παράλειψη δεν έχει τυχαίο χαρακτήρα. Ήρθε ως φυσική συνέχεια μιας σειράς άλλων ανάλογων παραλείψεων που έκαναν την εμφάνισή τους στις 24ωρες γενικές απεργίες της διετίας 2021-22. Η ηγεσία του ΚΚΕ, μετατρέπει συστηματικά το μαρξιστικό αξίωμα που λέει «κάθε αστική κυβέρνηση είναι αντιδραστική», σε πολιτικό άλλοθι για να δικαιολογήσει μια βαθιά λαθεμένη, και απαράδεκτη από μαρξιστική σκοπιά αντίληψη που βρίσκεται στον πυρήνα της κεντρικής πολιτικής της γραμμής. Την αντίληψη ότι το καθήκον της πάλης για μια εργατική κυβέρνηση είναι ακόμα ανεπίκαιρο και ανέφικτο, και ότι συνεπώς ακόμα και το να ανατραπεί μια αστική κυβέρνηση από ένα μαζικό κίνημα είναι μάταιο, γιατί τάχα, αυτή θα τη διαδεχθεί μια άλλη αστική κυβέρνηση! Αυτή η αντίληψη φυσικά, δεν εκφράζεται με έναν ξεκάθαρο τρόπο, αλλά συνάγεται λογικά από όλες τις δημόσιες τοποθετήσεις του κόμματος και των ηγετικών στελεχών του το τελευταίο διάστημα.
Το σημαντικότερο λάθος που βρίσκεται στον πυρήνα αυτής της αντίληψης είναι ότι υποτιμά τον ζωτικό ρόλο που διαδραματίζει στην επαναστατική πολιτική τους ωρίμανση η κινητοποίηση των εργατικών μαζών μέσα στον αγώνα ενάντια στις κυβερνήσεις του ταξικού τους εχθρού. Το γεγονός ότι η εργατική εξουσία δεν είναι μια ορατή λύση πριν ξεκινήσει ένα μαζικό κίνημα δεν σημαίνει ότι αυτό μηχανιστικά θα συνεχίσει να ισχύει και κατά τη διάρκεια του κινήματος. Ακριβώς το αντίθετο ισχύει. Κάθε φορά που η εργατική τάξη κινητοποιείται μαζικά και ενιαία όπως συνέβη στο μαζικό «κίνημα των Τεμπών», θέτει αντικειμενικά στην κοινωνία το ζήτημα της εξουσίας, αποδεικνύοντας τη μεγάλη της δύναμη και κάνοντας τον ταξικό της αντίπαλο να συνειδητοποιεί πόσο κοινωνικά απομονωμένος είναι.
Η εργατική τάξη, μέσα από μια ενιαία κινητοποίηση και τη σύγκρουσή
της με την κυβέρνηση και τους λοιπούς μηχανισμούς εξουσίας του
κεφαλαίου, συνειδητοποιεί την ανάγκη για τη δική της κυβέρνηση και τη
δική της εξουσία. Το θεμελιώδες καθήκον ενός κομμουνιστικού κόμματος
είναι λοιπόν, το να θέσει ξεκάθαρα στα μάτια των αγωνιζόμενων μαζών το
ζήτημα της ανατροπής της κυβέρνησης του κεφαλαίου και της ταυτόχρονης
διεκδίκησης μιας κυβέρνησης που θα εφαρμόσει ένα πρόγραμμα
εργατικό-αντικαπιταλιστικό-σοσιαλιστικό.
Όταν οι μάζες της εργατικής τάξης μπαίνουν ενιαία και μαχητικά στο
προσκήνιο, η μη υιοθέτηση από ένα κομμουνιστικό κόμμα του συνθήματος
«Κάτω η κυβέρνηση του κεφαλαίου» και του απαραίτητου συμπληρώματός του,
«Κυβέρνηση εργατική με πρόγραμμα αντικαπιταλιστικό», ισοδυναμεί με
υπεκφυγή από ένα θεμελιώδες πολιτικό καθήκον. Συνιστά μια έμμεση
προτροπή στους εργαζόμενους να συμφιλιωθούν με τη μοίρα της πολιτικής
κυριαρχίας του κεφαλαίου.
Η δεύτερη, λαθεμένη έμμεση προτροπή της ηγεσίας του ΚΚΕ προς τους εργαζόμενους, αποτυπώθηκε με την πεισματική της άρνηση να υιοθετήσει τη διεκδίκηση της επανακρατικοποίησης του μεταφορικού έργου των σιδηροδρόμων. Εντάσσεται σε μια γενικότερη, έμμεση, αλλά σαφή, προτροπή να μη διεκδικούν καμία κρατικοποίηση πριν από την έναρξη της διαδικασίας του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας! Εδώ, βλέπουμε τη μαρξιστική θέση για τον αντιδραστικό οικονομικό ρόλο του κράτους στον καπιταλισμό, να μετατρέπεται μηχανιστικά σε ένα εμπόδιο στην αναγκαία μετάβαση της συνείδησης των μαζών στην αναγκαιότητα σύγκρουσης με τον καπιταλισμό.
Ασφαλώς, ο 100% κρατικός σιδηρόδρομος μέσα σε μια καπιταλιστική οικονομία, σε τελική ανάλυση λειτουργεί προς όφελος της δικής της σταθερότητας, όμως η αγωνιστική διεκδίκησή του όταν η αστική τάξη έχει ιδιωτικοποιήσει τις σιδηροδρομικές μεταφορές βοηθά την εργατική συνείδηση να προσεγγίσει την ανάγκη μιας κοινωνικοποιημένης, σχεδιασμένης οικονομίας. Ο ρόλος του κομμουνιστικού κόμματος δεν είναι να αρνείται αυτή την αγωνιστική διεκδίκηση, αλλά αντίθετα να πρωτοστατεί σε αυτή, συνδέοντάς την υπομονετικά με το σύνολο του σοσιαλιστικού πολιτικού του προγράμματος.
Η επανακρατικοποίηση των σιδηροδρόμων αποτελεί ένα αίτημα μεταβατικό. Η μεταβατική φύση του, με την επαναστατική-μαρξιστική έννοια του όρου, δεν συνίσταται στο ότι εξυπηρετεί τη ρεφορμιστική αυταπάτη ενός ανθρώπινου, κρατικά ρυθμισμένου καπιταλισμού, αλλά στα ακόλουθα: α) Η γνήσια και σταθερή του κατάκτηση δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί στα στενά όρια ενός καπιταλισμού στην εποχή της ιστορικής και ανίατης κρίσης του. β) Η αγωνιστική διεκδίκησή του βοηθά την εργατική συνείδηση να μεταβεί στην αναγκαιότητα για την πραγματοποίηση ενός συνολικού σοσιαλιστικού προγράμματος . γ) Αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα ενός συνόλου άλλων επίσης μεταβατικών διεκδικήσεων, οι οποίες παρμένες ως σύνολο, σηματοδοτούν τη διαδικασία μετάβασης από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό.
Η υπεράσπιση μεταβατικών διεκδικήσεων, όχι απλά δεν είναι απορριπτέα από τους κομμουνιστές, αλλά αποτελεί την αλφαβήτα της πολιτικής παρέμβασής τους σε κάθε «ζωντανό», μαζικό κίνημα των εργατικών μαζών. Τα προγράμματα του Μπολσεβίκικου κόμματος και της Κομμουνιστικής Διεθνούς κατά την περίοδο που καθοδηγούνταν από τον Λένιν αποτελούσαν έναν συνεκτικό συνδυασμό τέτοιων μεταβατικών διεκδικήσεων, που όλες μαζί οδηγούσαν στην ανατροπή του αστικού κράτους και της οικονομικής κυριαρχίας του κεφαλαίου και στην αντικατάστασή τους από το εργατικό κράτος και τις οικονομικές βάσεις του σοσιαλισμού, δηλαδή την κρατική ιδιοκτησία και τον κεντρικό δημοκρατικό σχεδιασμό. Κατά συνέπεια, η άρνηση της διεκδίκησης της κρατικοποίησης των σιδηροδρόμων από μια ηγεσία που μιλά στο όνομα του κομμουνισμού, ισοδυναμεί πρακτικά με άρνηση της ίδιας της προγραμματικής παράδοσης του κομμουνισμού.
Στις δύο προαναφερθείσες λαθεμένες έμμεσες προτροπές προς τους εργαζόμενους, κάποιος βάσιμα θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι η ηγεσία του ΚΚΕ, με την άρνησή της καθ’ όλη τη διάρκεια του κινήματος να προτείνει μια συγκεκριμένη μορφή κλιμάκωσης του αγώνα (π.χ με μια 48ωρη γενική απεργία) ουσιαστικά προσέθεσε και μία άλλη, εξίσου απαράδεκτη: να γυρίσουν πίσω στο σπίτι τους ή για να είμαστε απόλυτα ακριβείς, να γυρίσουν «πίσω (με την έννοια της υποχώρησης της συνείδησης από μια δραστήρια σε μια παθητική στάση) στην κάλπη». Αντί λοιπόν, για την υπεράσπιση της κλιμάκωσης του αγώνα με μια συγκεκριμένη πρόταση για τη συνέχειά του, το «δια ταύτα» όλων των δημόσιων τοποθετήσεων της ηγεσίας του ΚΚΕ κατά το διάστημα του κινήματος ήταν το κάλεσμα για «πιο δυνατό ΚΚΕ», που παραπέμπει σαφώς στις εκλογές. Με άλλα λόγια, αντί η δημόσια στάση της ηγεσίας του κόμματος να τονίζει τη σπουδαιότητα της ενεργής δραστηριότητας των ίδιων των μαζών, τις παρέπεμψε στην παθητική στάση της τοποθέτησης ενός ψηφοδελτίου στην κάλπη για το αστικό κοινοβούλιο.
Στο μεταξύ, αυτή η εκλογοκεντρική στάση κάθε άλλο παρά αναμένεται να βοηθήσει το ΚΚΕ εκλογικά. Όπως κάθε κομμουνιστής γνωρίζει, το κομμουνιστικό κόμμα (οφείλει να) είναι η πρωτοπορία του εργατικού κινήματος. Έτσι, αυτονόητα, ό,τι ωφελεί το κίνημα ωφελεί και το κόμμα της πρωτοπορίας του. Αν το εργατικό, στην ταξική του φύση και έκφραση, «κίνημα των Τεμπών» κλιμακωνόταν με πρωτοβουλία του ΚΚΕ και των σωματείων και φοιτητικών συλλόγων που αυτό ελέγχει, όπως έχουμε ήδη εξηγήσει, θα ανάγκαζε κάτω από τη δική του άμεση πίεση την κυβέρνηση να προσφύγει στις κάλπες. Αυτή η εξέλιξη θα ανέβαζε κατακόρυφα την αυτοπεποίθηση τον μαζών και αναπόφευκτα, θα εκφραζόταν στην κάλπη με αύξηση των ψήφων σε εκείνο το κόμμα που με την στάση του θα είχε συντελέσει στη νίκη του μαζικού κινήματος. Αντίθετα, το πρόωρο σταμάτημα του «κινήματος των Τεμπών», κυρίως ως αποτέλεσμα της απουσίας πρόθεσης και πρότασης για κλιμάκωση από όλες τις εργατικές ηγεσίες, και η επιβίωση της κυβέρνησης Μητσοτάκη στη θέση της θεσμικά κυρίαρχης στο πολιτικό πεδίο, έχει δημιουργήσει αναπόφευκτα στις αγωνιζόμενες μάζες μια ορισμένη ποσότητα πολιτικής σύγχυσης σχετικά με το τι κατάφερε τελικά το κίνημα, η οποία δεν μπορεί παρά να λειτουργήσει σε βάρος της εκλογικής επιρροής των κομμάτων όπως το ΚΚΕ, που συμμετείχαν σε αυτό και το υποστήριξαν.
Τα μαζικά κινήματα επανήλθαν για να μείνουν – Οι ιδέες της σοσιαλιστικής επανάστασης επίκαιρες και αναγκαίες
Το μαζικό «κίνημα των Τεμπών» είναι μόνο η πρώτη πράξη της αγωνιστικής αφύπνισης των μαζών της εργατικής τάξης με πρωτοπόρα τη νεολαία. Η επιστροφή του ελληνικού καπιταλισμού από φέτος στην υποχρέωση επίτευξης πρωτογενών πλεονασμάτων μέσω της λιτότητας, μέσα σ’ ένα διεθνές περιβάλλον στασιμοπληθωρισμού, σε συνδυασμό με την καθεστωτική αστάθεια μιας πολύ πιθανής ύπαρξης και εναλλαγής στην εξουσία κοινοβουλευτικά αδύναμων κυβερνήσεων, θα οδηγήσουν στη δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών για μια δεύτερη πράξη στη διαδικασία αγωνιστικής αφύπνισης των μαζών, με ακόμα μεγαλύτερη διάρκεια και μαχητικότητα.
Στα νέα αυτά μαζικά κινήματα που βρίσκονται μπροστά μας, οι εργαζόμενοι και η νεολαία, με εφόδιο τα ριζοσπαστικά πολιτικά συμπεράσματα από τη συσσωρευμένη πείρα των προηγούμενων χρόνων της χρεοκοπίας του καπιταλισμού και των διαχειριστών του στη συνείδησή τους, αναπόφευκτα θα αναζητήσουν επαναστατικές πολιτικές λύσεις. Αυτές μπορεί να τις δώσει μόνο το πρόγραμμα του γνήσιου κομμουνισμού, το πρόγραμμα της προλεταριακής-σοσιαλιστικής επανάστασης. Οι ιδέες του Μαρξ, του Ένγκελς, του Λένιν και του Τρότσκι, οι ιδέες της μεγάλης Οκτωβριανής Επανάστασης, που εμφανίζονταν για δεκαετίες ως «ντεμοντέ» και παρωχημένες από τους αστούς και τους μικροαστούς απολογητές του καπιταλισμού μέσα στην Αριστερά, θα επανέλθουν στο προσκήνιο μέσα από την ίδια την επαναστατική δράση των εργαζόμενων και της νεολαίας.
Από το αν αυτές οι ιδέες θα γίνουν η σημαία και το κεντρικό σημείο αναφοράς στον αγώνα των μαζών, θα εξαρτηθεί σε τελική ανάλυση και το αν αυτή η νέα προεπαναστατική περίοδος που όπως όλα τα γεγονότα δείχνουν ανοίγεται στην ελληνική κοινωνία μετά το μαζικό «κίνημα των Τεμπών» (μετά από την περίοδο 2015-2019 της παράλυσης των μαζικών αγώνων, η οποία παρατάθηκε λόγω των ειδικών συνθηκών της πανδημίας και άρχισε να εκπνέει με τις γενικές απεργίες του 2021-22) θα καταλήξει σε μια ριζική αλλαγή της κοινωνίας προς όφελος των εργαζόμενων. Η Κομμουνιστική Τάση, το ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Μαρξιστικής Τάσης (IMT), θα συνεχίζει να βρίσκεται με όλες τις δυνάμεις της στην πρώτη γραμμή της πάλης γι’ αυτόν το σκοπό, και καλεί κάθε αγωνιστή και αγωνίστρια που συμμετείχε στο μαζικό «κίνημα των Τεμπών» να ενταχθεί στις γραμμές της ώστε αυτός να πραγματοποιηθεί το συντομότερο δυνατό!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου