ΠΑΝΘΗΡΑΣ * 29

* Ιστοσελίδα Ενημέρωσης Της Μαχόμενης Αριστεράς Για Τον ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ * Για επικοινωνία : thanasis.ane@gmail.com * Οι δημοσιεύσεις δεν εκφράζουν και τις απόψεις της ιστοσελίδας * Αριστερά και Ενιαίο Μέτωπο Ενάντια στην Βαρβαρότητα*

Κυριακή 23 Απριλίου 2023

Αποδοκιμάζουμε Τη Δεξιά Και Τον Καπιταλισμό Με Μαζική Ψήφο Στο ΚΚΕ! /// ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

 

Η θέση μας για τις εκλογές της 21 Μάη. Αποδοκιμάζουμε τη Δεξιά και τον καπιταλισμό με μαζική ψήφο στο ΚΚΕ - εντολή προετοιμασίας αγώνα για την εξουσία! Το σκεπτικό της στήριξής μας στο κόμμα και η συντροφική κριτική μας από λενινιστική σκοπιά. 

 

 ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

 

Οι βουλευτικές εκλογές της 21ης Μάη συνιστούν μια μεγάλη πολιτική μάχη για την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα. Σε αυτές τις εκλογές έχουν τη δυνατότητα να διώξουν από την εξουσία μια από τις πιο αντεργατικές, αντιδραστικές και λαομίσητες κυβερνήσεις των 50 σχεδόν χρόνων της Μεταπολίτευσης και να σηματοδοτήσουν την αρχή μιας νέας πορείας, μέσα από την οποία σύντομα να μπορούν να πάρουν τη μοίρα της ζωής τους αποκλειστικά στα δικά τους χέρια.

Γιατί να πούμε όχι στην αποχή


Το στοιχειώδες καθήκον κάθε ανθρώπου της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων είναι στις 21 Μάη να πάει στην κάλπη για να ασκήσει τα εκλογικά του δικαιώματα. Ασφαλώς, είναι γνωστό – και αυτό αποτελεί μια από τις θεμελιώδεις θέσεις του επιστημονικού σοσιαλισμού όπως διαμορφώθηκαν από την κατανόηση των διδαγμάτων της Ιστορίας – ότι από μόνο του, το καθολικό εκλογικό δικαίωμα δεν μπορεί να δώσει ριζικές λύσεις στα προβλήματα των εργαζόμενων. Με το κεφάλαιο στη θέση της άρχουσας τάξης, και μέσα στο πλαίσιο του αντιδραστικού αστικού καθεστώτος – τμήμα του οποίου αποτελεί το αστικό κοινοβούλιο – το καθολικό εκλογικό δικαίωμα γίνεται μέσο εξωραϊσμού της αστικής εξουσίας. Σε τελική ανάλυση, χρησιμοποιείται ως όπλο για την πολιτική εξαπάτηση και τον αποπροσανατολισμό των εργατικών μαζών από το ιστορικό τους καθήκον να συντρίψουν το αστικό κράτος και να το αντικαταστήσουν με ένα εργατικό, ως το πρώτο βήμα για την απονέκρωση του ίδιου του κράτους καθώς θα προχωρά η οικοδόμηση του σοσιαλισμού διεθνώς και θα καταργούνται οι ίδιες οι τάξεις και οι αντιθέσεις τους που γέννησαν το κράτος ως όργανο πολιτικής κυριαρχίας της άρχουσας τάξης.

Ωστόσο, η εγγενής ανικανότητα των εκλογών για το αστικό κοινοβούλιο να δώσουν μια ριζική πολιτική λύση στα προβλήματα της εργατικής τάξης, κάθε άλλο παρά σημαίνει ότι δεν έχουν πολιτική σημασία και αξία για την εργατική τάξη. Το καθολικό εκλογικό δικαίωμα αποτελεί ένα από τα βασικά δημοκρατικά δικαιώματα. Χωρίς αυτά τα δικαιώματα, ο αγώνας της εργατικής τάξης για την αλλαγή της κοινωνίας υπονομεύεται και διεξάγεται με τεράστια εμπόδια. Κάθε κάλεσμα για αποχή από την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος, θα πρέπει, πριν από όλα, να αξιολογείται με κριτήριο τη συνειδητοποίηση ότι μέσα στη Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία, γενιές και γενιές της εργατικής τάξης διεθνώς και στην Ελλάδα, έχυσαν ποτάμια αίματος διεκδικώντας πλάι στα άλλα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά αιτήματα, τα στοιχειώδη δημοκρατικά δικαιώματα, προεξάρχοντος του δικαιώματος του εκλέγειν και εκλέγεσθαι.

Πουθενά στον κόσμο το καθολικό εκλογικό δικαίωμα δεν προέκυψε ως μια «ευγενής παροχή» της άρχουσας καπιταλιστικής τάξης στους εκμεταλλευόμενους. Παντού κατακτήθηκε ως προϊόν του μαζικού επαναστατικού αγώνα. Τα πιο σύγχρονα και άμεσα ιστορικά παραδείγματα που επιβεβαιώνουν αυτό το ιστορικό αξίωμα είναι η κατάκτηση του καθολικού εκλογικού δικαιώματος μέσα από την επαναστατική πάλη του εργαζόμενου λαού στη Νότια Ευρώπη τη δεκαετία του 1970, και συγκεκριμένα με την λεγόμενη Επανάσταση των Γαρύφαλλων ενάντια στη δικτατορία του Σαλαζάρ στην Πορτογαλία, με το μαζικό κίνημα ενάντια στη δικτατορία του Φράνκο στην Ισπανία, και ασφαλώς, με τη λαϊκή εξέγερση του Πολυτεχνείου που επιτάχυνε την κατάρρευση της Χούντας στην Ελλάδα. Με ηρωικά κινήματα όπως αυτά, ο εργαζόμενος λαός διεκδίκησε το εκλογικό δικαίωμα, όχι σαν αυτοσκοπό, αλλά ως ένα αναπόσπαστο μέρος του γενικότερου αγώνα του για να αλλάξει την κοινωνία. Ενός αγώνα στον οποίο η απαγόρευση της άσκησης του δικαιώματος του εκλέγειν και εκλέγεσθαι από τις διάφορες δικτατορίες του κεφαλαίου στάθηκε ιστορικά ένα βασικό εμπόδιο.

Ασφαλώς, η συμμετοχή στις εκλογές για το αστικό κοινοβούλιο δεν αποτελεί μια πανάκεια, δεν είναι ένας άκαμπτος κανόνας που ισχύει ανεξάρτητα από τις αντικειμενικές συνθήκες. Σε μια επαναστατική κατάσταση όπου έχουν ήδη αναδειχθεί μέσα από την ενεργή κινητοποίηση των εργατικών μαζών καινούρια όργανα εργατικής εξουσίας, έτοιμα να αντικαταστήσουν το αστικό κοινοβούλιο και συνολικά το αστικό κράτος, το πολιτικό καθήκον τον μαζών είναι να γυρίσουν τις πλάτες στους στις βουλευτικές εκλογές και να ασχοληθούν αποκλειστικά με το καθήκον της θεμελίωσης της εξουσίας τους, με το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι να αποκτά έναν αυθεντικό χαρακτήρα στις εκλογές για τα νέα, αληθινά δημοκρατικά όργανα εργατικής εξουσίας. Αλλά σήμερα δεν βρισκόμαστε (ακόμα) σε μια τέτοια φάση της αντικειμενικής κατάστασης στη χώρα. Οι εργαζόμενοι και οι νέοι, με τελευταίο παράδειγμα το μαζικό «κίνημα των Τεμπών», μόλις έχουν αρχίσει να αφυπνίζονται μετά την αγωνιστική παράλυση που φυσιολογικά ακολούθησε την προδοσία του «Όχι» το καλοκαίρι το 2015 και είχε παραταθεί από τις ειδικές συνθήκες της πανδημίας. Στο παρόν στάδιο της ταξικής πάλης, οι εκλογές τους παρέχουν τη δυνατότητα να απαλλαγούν από την αντιδραστική κυβέρνηση της Δεξιάς και να διαμορφώσουν πιο ευνοϊκές πολιτικές συνθήκες για το ξεδίπλωμα αυτής της αγωνιστικής τους αφύπνισης. Γι’ αυτόν τον λόγο, το καθήκον τους είναι, όχι να απέχουν, αλλά να συμμετάσχουν μαζικά στις εκλογές της 21ης Μάη.

Από αυτή τη σκοπιά, κάθε κάλεσμα για αποχή από τις εκλογές της 21ης Μάη, ανεξάρτητα από το πόσο «αντισυστημικά» είναι τα κίνητρα και οι διακηρύξεις που το συνοδεύουν, είναι πολιτικά αντιδραστικό. Εξυπηρετεί μόνο τα συμφέροντα του κεφαλαίου, αφού, συγκεκριμένα, βοηθά τα εκλογικά σχέδια του παραδοσιακού κόμματος της ελληνικής άρχουσας τάξης, της ΝΔ. Τα ηλικιωμένα στρώματα συντηρητικών μεσοαστών και μικροαστών της πόλης και της υπαίθρου που αποτελούν τον κορμό της εκλογικής βάσης της ΝΔ, λόγω της υποστήριξής τους στο αστικό καθεστώς, είναι θωρακισμένα απέναντι στα «αντισυστημικά» καλέσματα για αποχή. Αντίθετα, τα πιο νεαρά τμήματα της εργατικής τάξης που συνθέτει την εκλογική βάση των αριστερών κομμάτων είναι εκείνα που παραδοσιακά αποτελούν το πιο δεκτικό ακροατήριο για τα αντισυστημικού μανδύα καλέσματα για αποχή. Αν οδηγηθούν τελικά σε αυξημένη αποχή ο μόνος ωφελημένος θα είναι η αντιδραστική ΝΔ, η οποία σε αυτή την περίπτωση, παρά το χαμηλό ποσοστό της στο σύνολο του εκλογικού σώματος, λόγω της υψηλής αποχής που δεν προσμετράται στο αποτέλεσμα, θα είναι δυνατό, μόνη ή με κάποιον άλλο σύμμαχο, να ξανασχηματίσει κυβέρνηση.
 

Ούτε μία εργατική ψήφος στα κόμματα του κεφαλαίου!


Το στοιχειώδες καθήκον της συμμετοχής στις εκλογές πηγαίνει χέρι-χέρι με το πολιτικό καθήκον της μαζικής εκλογικής αποδοκιμασίας των κομμάτων και εκλογικών σχημάτων της Δεξιάς, της Άκρας Δεξιάς και του «Κέντρου» (δηλαδή της «δημοκρατικά» μασκαρεμένης δεξιάς). Των κομμάτων και σχημάτων δηλαδή που συγκροτούν το αστικό πολιτικό στρατόπεδο και υπάρχουν για να υπηρετούν τους σκοπούς των εκμεταλλευτών και καταπιεστών του εργαζόμενου λαού, του μεγάλου κεφαλαίου, εγχώριου και ξένου.

Πιο συγκεκριμένα, ούτε μία ψήφος δεν θα πρέπει να χαραμιστεί από τους ψηφοφόρους της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων στη ΝΔ, η οποία αποτελεί τον βασικό εκφραστή του κεφαλαίου στη χώρα και ευθύνεται πολιτικά, άμεσα στην κυβέρνηση ή έμμεσα με την ψήφο της στη Βουλή, για το σύνολο σχεδόν των αντεργατικών-αντιλαϊκών μέτρων και πολιτικών που έχουν νομοθετηθεί και εφαρμοστεί τις τελευταίες δεκαετίες, με αποκορύφωμα την περίοδο από την έναρξη της εποχής των Μνημονίων έως σήμερα.

Αυτονόητα, πρώτιστο πολιτικό καθήκον για κάθε εργαζόμενο και νέο είναι η εκλογική αποδοκιμασία όλων των κομμάτων της Άκρας Δεξιάς, συμπεριλαμβανομένου και προεξάρχοντος του κόμματος Κασιδιάρη, αν τελικά αυτό κατέλθει στις εκλογές. Το κόμμα Κασιδιάρη είναι η Χρυσή Αυγή με άλλη προβιά, δηλαδή η φυσική συνέχεια ενός αυθεντικά νεοναζιστικού πολιτικού φορέα που έχει ως ιδρυτικό σκοπό τη βίαιη συντριβή κάθε ανεξάρτητης δράσης και μορφής συλλογικής οργάνωσης της εργατικής τάξης και της νεολαίας, συνδικαλιστικής και πολιτικής. Τα λοιπά κομματίδια και εκλογικοί σχηματισμοί της Δεξιάς και της Άκρας Δεξιάς (Ελληνική Λύση κ.λπ) αποτελούν πρόσκαιρους υποδοχείς της διαμαρτυρίας μικροαστικών στρωμάτων με σκοπό τη διοχέτευσή της σε φιλοκαθεστωτική κατεύθυνση και την αξιοποίησή της για κοινοβουλευτικές-κυβερνητικές καριέρες από αντιδραστικούς δημαγωγούς.

Καμία ψήφος από την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα, επίσης, δεν πρέπει να καταλήξει στο αστικά εκφυλισμένο ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ. Πρόκειται για ένα διεφθαρμένο απομεινάρι του παλιού μαζικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, το οποίο, ως αποτέλεσμα της πολύχρονης ταύτισης με τον καπιταλισμό και το αστικό κράτος, την τελευταία δεκαετία εγκαταλείφθηκε από τις πλατιές εργατικές μάζες και τη νεολαία, περνώντας και τυπικά στο πολιτικό στρατόπεδο του κεφαλαίου. 
 

Ψήφος στον ΣΥΡΙΖΑ για να φύγει η ΝΔ;


Εκατοντάδες χιλιάδες ψηφοφόροι από την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα προσανατολίζονται στις εκλογές να ψηφίσουν τον ΣΥΡΙΖΑ. Η συντριπτική πλειονότητα αυτών των ανθρώπων, δεν εμφορείται από ενθουσιασμό για το πρόγραμμα της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, και σε σημαντικό βαθμό, μετά την ξεδιάντροπη μετατροπή του Όχι σε Ναι το καλοκαίρι του 2015, θεωρεί αυτή την ηγεσία πολιτικά αναξιόπιστη. Αυτό αποτυπώνεται ενδεικτικά σε ορισμένες δημοσκοπήσεις, στις οποίες τα ποσοστά δημοτικότητας του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζονται χαμηλότερα, όχι μόνο από τα αντίστοιχα του λαομίσητου Κυρ. Μητσοτάκη, αλλά και πιο χαμηλά από εκείνα του Γραμματέα του ΚΚΕ, παρότι αυτό απέσπασε στις τελευταίες εκλογές το 1/6 των ψήφων του ΣΥΡΙΖΑ. Ωστόσο, αυτοί οι εκατοντάδες χιλιάδες ψηφοφόροι είναι έτοιμοι να ψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ για έναν βασικό λόγο: γιατί αυτή η εκλογική επιλογή εμφανίζεται αντικειμενικά σήμερα στα μάτια τους ως ο πιο σύντομος και εύκολος δρόμος για να απαλλαγούν από την κυβέρνηση του παραδοσιακού κόμματος των εκμεταλλευτών τους.

Ως μαρξιστές αγωνιστές που μας ενδιαφέρει, όχι να ξορκίσουμε, αλλά να καταλάβουμε και να εξηγήσουμε νηφάλια και ξεκάθαρα αυτή τη στάση της μεγάλης μερίδας των εργαζόμενων και της νεολαίας, έχουμε ήδη δηλώσει ότι, παρότι δεν τη θεωρούμε πολιτικά ενδεδειγμένη, την κατανοούμε. Σε κάθε σημαντική εθνική εκλογική μάχη, σε ολόκληρο τον κόσμο, είναι νόμος το ότι οι εργαζόμενοι τείνουν να συσπειρώνονται στο κόμμα που εμφανίζεται ως ο ισχυρότερος εναλλακτικός εκλογικός πόλος απέναντι στο βασικό πολιτικό κόμμα του κεφαλαίου. Αυτό το επαναλαμβανόμενο φαινόμενο δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια αποτύπωση της φυσιολογικής τάσης συσπείρωσης και πόλωσης των δύο ταξικών στρατοπέδων ενόψει της εκλογικής μάχης.

Αυτή η αντικειμενική πραγματικότητα επίσης, αποδεικνύει πως είναι σοβαρό πολιτικό λάθος να κατατάσσεται ο ΣΥΡΙΖΑ στο αστικό πολιτικό στρατόπεδο. Παρότι η πολιτική της ηγεσίας του είναι σταθερά και ανοικτά φιλοκαπιταλιστική – έχοντας ξεκινήσει να κινείται σε αυτή την κατεύθυνση ήδη αρκετά πριν υποταχθεί στην τρόικα και υπογράψει το τρίτο μνημόνιο – το κόμμα συνεχίζει να υποστηρίζεται από πλατιά και συμπαγή τμήματα των εργαζόμενων και της νεολαίας, και να ανήκει έτσι, αντικειμενικά, από την άποψη της ταξικής σύνθεσης της βάσης του, στο ευρύτερο εργατικό πολιτικό στρατόπεδο. Αυτή είναι μια μαρξιστική, κοινωνιολογική ερμηνεία του ταξικού χαρακτήρα του ΣΥΡΙΖΑ και σε καμία περίπτωση δεν υπονοεί συμφιλιωτικές προθέσεις έναντι της συμβιβαστικής με το αστικό καθεστώς, πάγιας πολιτικής της ηγεσίας του κόμματος.

Ωστόσο, οφείλουμε να είμαστε απόλυτα ξεκάθαροι και ειλικρινείς απέναντι στους εργαζόμενους και τους νέους που είναι διατεθειμένοι να ψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ. Παρότι κατανοούμε τα ταξικά κίνητρα της επιλογής της ψήφου στο ΣΥΡΙΖΑ ως τρόπο εναντίωσης στη ΝΔ, δηλώνουμε την πολιτική μας διαφωνία με αυτήν την επιλογή. Μπορεί η ψήφος στον ΣΥΡΙΖΑ να έχει αγνές ταξικές προθέσεις από την πλευρά των εργαζόμενων ψηφοφόρων του, αλλά από την ηγεσία του κόμματος θα επιχειρηθεί, να εμφανιστεί ως ψήφος εμπιστοσύνης στη δική της, δειλή απέναντι στο αστικό καθεστώς, υποτονικά αντιδεξιά και αδύναμα ρεφορμιστική πολιτική.

Έτσι, μια εκλογική επιτυχία του ΣΥΡΙΖΑ, αναπόφευκτα, θα ενισχύσει για μια περίοδο τη θέση αυτής της ηγεσίας στο κόμμα και συνολικά μέσα στο ευρύτερο εργατικό πολιτικό στρατόπεδο, και μάλιστα εντελώς τεχνητά, αφού στην πραγματικότητα δεν χαίρει ουσιαστικής πολιτικής εκτίμησης από την πλειονότητα των εργαζόμενων και της νεολαίας. Ακόμα χειρότερα, θα εμφανισθεί από αυτήν ως ψήφος στήριξης στα ολέθρια μετεκλογικά της σχέδια για μια κυβερνητική συνεργασία με το αστικά εκφυλισμένο, διεφθαρμένο και καθεστωτικό ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ. Επιπλέον, αυτή τη συνεργασία, είναι βέβαιο ότι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ θα επιχειρήσει να τη χρησιμοποιήσει, όπως έκανε στο πρόσφατο παρελθόν και με την αντίστοιχη με τους ΑΝΕΛ, ως άλλοθι για να εγκαταλείψει όλες τις (λιγοστές και άτολμες) προεκλογικές αριστερές και φιλεργατικές-φιλολαϊκές της διακηρύξεις. Έτσι εκείνοι οι εργαζόμενοι που χάρις σ’ αυτές τις διακηρύξεις θα ψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ, ταυτόχρονα και άθελά τους, θα δώσουν και το πράσινο φως για την ίδια την οριστική ματαίωσή τους από τη μόνη συγκυβέρνηση που εμφανίζεται αποφασισμένη να συγκροτήσει η ηγεσία, την ψευτο-προοδευτική συγκυβέρνηση με το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ.
 

Πέντε σοβαροί λόγοι για μαζική ψήφο στο ΚΚΕ


Η εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα στις εκλογές της 21ης Μάη θα πρέπει να επιλέξουν μαζικά το ΚΚΕ. Οι πιο σοβαροί λόγοι για τους οποίους πρέπει να ψηφίσουν ΚΚΕ είναι κατά την άποψή μας οι ακόλουθοι:

1. Το ΚΚΕ είναι σήμερα το μόνο μαζικό εργατικό κόμμα που διαθέτει ένα αντικαπιταλιστικό-σοσιαλιστικό πολιτικό πρόγραμμα. Γι’ αυτόν τον λόγο, μιλώντας πάντοτε από τη σκοπιά της ανάγκης για μια εκλογική τοποθέτηση μαζικής εμβέλειας, που θα έχει δηλαδή άμεση πρακτική σημασία στον γενικότερο μαζικό αγώνα της εργατικής τάξης, αλλά και με πλήρη σεβασμό και κατανόηση από την πλευρά μας σε κάθε άλλη δυνατή εκλογική επιλογή από το εργατικό-αριστερό πολιτικό στρατόπεδο, θεωρούμε ότι η ψήφος στο ΚΚΕ αντιπροσωπεύει την πιο σωστή και συνεπή εκλογική τοποθέτηση.

Αυτό το ψηφισμένο από το 19ο συνέδριο, το 2013, ισχύον πρόγραμμά του ΚΚΕ, θέτει ως κεντρικό πολιτικό στόχο την εργατική εξουσία, χωρίς κανένα συμβιβαστικό με το αστικό καθεστώς, «ενδιάμεσο» στάδιο. Υπερασπίζει τον σοσιαλισμό ως τον αναγκαίο και επίκαιρο κεντρικό σκοπό του αγώνα της εργατικής τάξης, με τον φυσικό του πυλώνα, την κρατικοποιημένη, κεντρικά σχεδιασμένη οικονομία. Μπροστά σ’ αυτούς τους ξεκάθαρους, επαναστατικούς κεντρικούς προγραμματικούς στόχους του ΚΚΕ, τόσο το αποσπασματικό και άτολμο ρεφορμιστικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, όσο και το αριστερό σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα του ΜέΡΑ25, είναι από τη φύση τους ανεπαρκή και ακατάλληλα για να εξοπλίσουν τον πολιτικό αγώνα της εργατικής τάξης και της νεολαίας για την αλλαγή της κοινωνίας.

2. Ακριβώς λόγω αυτού του ξεκάθαρα αντικαπιταλιστικού-σοσιαλιστικού πολιτικού προγράμματος, η ψήφος στο ΚΚΕ είναι εκείνη που μπορεί να ανησυχήσει το κεφάλαιο περισσότερο από κάθε άλλη εκλογική επιλογή των εργατικών και φτωχών λαϊκών μαζών.
Επιπλέον, η άρχουσα τάξη γνωρίζει ότι θα δυσκολευτεί πολύ περισσότερο να ελέγξει το σημερινό ΚΚΕ σε σχέση με τα άλλα μαζικά κόμματα που μιλούν στο όνομα της Αριστεράς, γιατί αυτό διαθέτει ισχυρές ρίζες στην πρωτοπορία του εργατικού κινήματος και της νεολαίας, και οι ενεργές του δυνάμεις είναι κατά κανόνα μαχητικοί αγωνιστές και αγωνίστριες, τοποθετημένοι με σταθερότητα στο αντικαπιταλιστικό στρατόπεδο, και συνεπώς, ικανοί να αντισταθούν αποφασιστικά σε κάθε τέτοια απόπειρα.

3. Μια εκλογική επιτυχία του ΚΚΕ με σημαντική αύξηση των ποσοστών του, θα είχε την καλύτερη δυνατή επίδραση στην πολιτική συνείδηση, αλλά και στο ηθικό, των εργαζόμενων και της νεολαίας, σε σύγκριση με μια ανάλογη επιτυχία των άλλων μαζικών εργατικών κομμάτων που μιλούν στο όνομα της Αριστεράς. Φυσικά, αυτό δεν σχετίζεται με την κατάκτηση μερικών ακόμα εδρών για το κόμμα στο αστικό κοινοβούλιο. Η εκλογική επιτυχία του ΚΚΕ θα αναδείξει αντικειμενικά μια νέα λύση εξουσίας στο πολιτικό προσκήνιο, η οποία σήμερα δεν υπάρχει ούτε στο ενδιαφέρον, ούτε καν στο λεξιλόγιο των εργατικών μαζών, την προοπτική της εργατικής-σοσιαλιστικής εξουσίας. Ταυτόχρονα, θα αυξήσει κατακόρυφα το ενδιαφέρον πολλών δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων της εργατικής τάξης, και ιδιαίτερα των νέων, για τις ιδέες του κομμουνισμού, τις μόνες που μπορούν να δώσουν αληθινή και οριστική διέξοδο στις ανάγκες και τις αναζητήσεις τους σε μια εποχή που υφίστανται τα σκληρά δεινά που γεννά η ιστορική κρίση του καπιταλιστικού συστήματος.

4. Αυτή η εκλογική επιτυχία θα είναι ικανή να παράγει παρόμοια ευεργετικά αποτελέσματα για την εργατική τάξη και την υπόθεση του σοσιαλισμού σε διεθνές επίπεδο. Το διεθνές κεφάλαιο και τα επιτελεία του θα αρχίσουν να ανησυχούν, σημειώνοντας ως σύμπτωμα απειλής για την εξουσία τους, με πανευρωπαϊκή τουλάχιστον σημασία και επίδραση, τη σημαντική άνοδο των ποσοστών ενός μαζικού κόμματος ευρωπαϊκής χώρας που έχει στο πολιτικό του πρόγραμμα τη σοσιαλιστική επανάσταση. Πολλοί εργαζόμενοι και νέοι που ριζοσπαστικοποιούνται από την ακρίβεια και τη λιτότητα σε όλη την Ευρώπη, θα εμπνευστούν πολιτικά και θα κάνουν σημείο αναφοράς στους αγώνες τους την εκλογική επιτυχία του ΚΚΕ και τις κομμουνιστικές ιδεολογικές του αρχές.

5. Με τη συνεπαγόμενη από μια μεγάλη άνοδο των ποσοστών του, μαζική ώθησή του ΚΚΕ σε μια τροχιά εξουσίας, θα δημιουργηθούν οι καλύτερες δυνατές συνθήκες για να αντιμετωπιστούν και να διορθωθούν οι βασικές αδυναμίες και τα λάθη που χαρακτηρίζουν την κεντρική πολιτική γραμμή του κόμματος. Με το κόμμα να τίθεται πλέον ενώπιον του καθήκοντος της προετοιμασίας ενός αγώνα για την εξουσία, το ενδιαφέρον για τη διόρθωση των λαθών θα γίνει εντονότερο, τόσο από τα μέλη και τους υποστηρικτές του, όσο και συνολικά από τους αγωνιστές του εργατικού κινήματος και της νεολαίας. Αυτό το ζήτημα δεν θα φαντάζει πλέον καθόλου ένα θεωρητικό ζήτημα, αλλά θα μετατραπεί σε ένα ζήτημα άμεσης πρακτικής αξίας, ένα ζήτημα από το οποίο θα κρίνεται άμεσα το μέλλον των εργαζόμενων ανθρώπων.

Αυτοί οι προαναφερθέντες 5 μεγάλης σημασίας παράγοντες συνιστούν σε τελική ανάλυση το αληθινό, βαθύτερο διακύβευμα των εκλογών από τη σκοπιά των εργατικών συμφερόντων και υπογραμμίζουν την ανάγκη για μαζική ψήφο στο ΚΚΕ.
 

Πέντε σοβαρά λάθη που πρέπει να διορθωθούν


Η στήριξη του ΚΚΕ στις εκλογές, όπως αναφέρεται στις ίδιες τις επίσημες ανακοινώσεις και τα εκλογικά καλέσματα του κόμματος, δεν προϋποθέτει συμφωνία με όλες τις θέσεις του. Η κριτική και οι διαφωνίες που εκφράζονται σχετικά με λάθη της κεντρικής πολιτικής γραμμής του ΚΚΕ από αγωνιστές που στηρίζουν το κόμμα στη μάχη ενάντια στα αστικά κόμματα και διατυπώνονται από τη σκοπιά της υπεράσπισης της μαρξιστικής και λενινιστικής μεθόδου, θεωρούμε ότι έχουν ιδιαίτερη αξία για το κόμμα. Συνεπώς, θεωρούμε ότι και η δική μας κριτική, η οποία εκφράζεται ακριβώς από αυτήν την προαναφερθείσα σκοπιά, αξίζει να προσεχθεί από κάθε συναγωνιστή του κόμματος. Την κριτική μας αυτή, την έχουμε αναπτύξει επανειλημμένα και αναλυτικά σε πολλά κείμενα και άρθρα στην εφημερίδα ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ και στην ομώνυμη ιστοσελίδα (www.marxismos.com). Εδώ θα περιοριστούμε να αναφέρουμε συνοπτικά τα βασικότερα από τα λάθη που έχουμε επισημάνει.

1. Η απόρριψη της λενινιστικής τακτικής του Ενιαίου Εργατικού Μετώπου. Η τακτική αυτή έχει συνδεθεί με την πιο λαμπρή περίοδο του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος και αποτυπώθηκε στις αποφάσεις του 3ου, και κυρίως του 4ου συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς (ΚΔ), το 1921 και το 1922, καθώς και σε αποφάσεις της Εκτελεστικής της Επιτροπής την ίδια περίοδο, κατά την οποία καθοδηγούταν από τον Λένιν και τον Τρότσκι.

Η λενινιστική ΚΔ αντιλαμβανόταν το Ενιαίο Εργατικό Μέτωπο ως ένα από τα κυριότερα μέσα της εργατικής πάλης. Η τακτική του ΕΕΜ στηρίζεται στη στοιχειώδη κατανόηση της ανάγκης για ενότητα των γραμμών της εργατικής τάξης στη μάχη ενάντια στις επιθέσεις του ταξικού της αντιπάλου. Αποτελεί μια συμφωνία μεταξύ μαζικών εργατικών οργανώσεων, συνδικαλιστικών και πολιτικών, για κοινή δράση γύρω από συγκεκριμένες εργατικές διεκδικήσεις, η οποία όμως από την πλευρά των κομμουνιστών αποκλείει κάθε υποχώρηση από την υπεράσπιση του προγράμματος και των αρχών τους.

Αν η ηγεσία του ΚΚΕ είχε υιοθετήσει αυτή την τακτική σε κρίσιμες στιγμές στα τελευταία 15 χρόνια, η μοίρα του εργατικού αγώνα και του ίδιου του κόμματος θα ήταν σήμερα εντελώς διαφορετική. Αν είχε προωθήσει την τακτική του Ενιαίου Εργατικού Μετώπου στις μεγάλες αντιμνημονιακές μάχες του 2010-2015, αλλά και στις απεργίες και τα μαζικά κινήματα της παρούσας περιόδου διακυβέρνησης από τη ΝΔ, η αυτοπεποίθηση και η μαχητικότητα της εργατικής τάξης, αλλά και το ίδιο το κύρος του κόμματος θα είχαν αυξηθεί κατακόρυφα, με θετικά αποτελέσματα για την έκβαση των ίδιων των αγώνων και για την ανάπτυξη της επιρροής του ΚΚΕ. Αντίθετα, η επίμονη απόρριψη της τακτικής του ΕΕΜ από την ηγεσία του ΚΚΕ συνετέλεσε στον ερχομό τον απανωτών ηττών και στην αδυναμία να αναπτυχθεί αποφασιστικά η επιρροή του κόμματος, παρά τις ευνοϊκές για ένα μαζικό κομμουνιστικό κόμμα αντικειμενικές συνθήκες της εισόδου των εργατικών μαζών στο προσκήνιο.

2. Η απόρριψη της υπεράσπισης μεταβατικών διεκδικήσεων. Η προβολή μεταβατικών διεκδικήσεων στην πάλη των εργατικών μαζών για τα πιο ζωτικά τους προβλήματα, όπως π.χ το επίκαιρο αίτημα για κρατικοποίηση των σιδηροδρόμων με εργατικό και κοινωνικό έλεγχο ως μόνη εγγύηση για την αποφυγή εγκλημάτων του είδους των Τεμπών, είναι συστατικό στοιχείο της λενινιστικής παράδοσης της ΚΔ. Αποτελούν ζωντανή γέφυρα σύνδεσης των καθημερινών αγώνων της εργατικής τάξης με το πρόγραμμα της σοσιαλιστικής επανάστασης, γιατί οδηγούν την πάλη της έξω από τα όρια του καπιταλισμού, ωθώντας την να συνειδητοποιεί ότι ο καπιταλισμός στην σημερινή εποχή της ιστορικής κρίσης και παρακμής του δεν είναι ικανός να επιλύσει σταθερά και ουσιαστικά κανένα από τα βασικά της προβλήματα.

Η ηγεσία του ΚΚΕ επικαλούμενη μηχανιστικά, από τη μία πλευρά το αδύνατο της πραγματοποίησης αυτών των διεκδικήσεων πάνω στο έδαφος του καπιταλισμού, και από την άλλη, τη μη ύπαρξη σήμερα ενός μαζικού κινήματος που να απειλεί με επαναστατική ανατροπή τον καπιταλισμό, αποκηρύσσει τις μεταβατικές διεκδικήσεις ως αυταπάτες. Όμως, απορρίπτοντας «από τ’ αριστερά» και με επαναστατική φρασεολογία τις μεταβατικές διεκδικήσεις, περιορίζεται τελικά σε μίνιμουμ διεκδικήσεις, αμυντικού χαρακτήρα, υιοθετώντας έτσι για την πάλη των εργατικών μαζών τις αποσπασματικές και γεμάτες αυταπάτες για τον καπιταλισμό, διεκδικήσεις της ρεφορμιστικής, συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. Με αυτόν τον τρόπο, πάρα τις προθέσεις της, εμποδίζει την αναγκαία διαδικασία μετάβασης των εργατικών μαζών στη συνειδητοποίηση της επίκαιρης ανάγκης για ρήξη με τον καπιταλισμό, και άθελά της, καταλήγει σ’ ένα ντε φάκτο μπλοκ με τη δεξιά ρεφορμιστική πτέρυγα του εργατικού κινήματος.

3. Αλληλένδετη με την απόρριψη των μεταβατικών διεκδικήσεων, μέσα σε μια γενικότερη οπορτουνιστική αντίληψη με αριστερίστικο περίβλημα, είναι και η επαναλαμβανόμενη αποφυγή υποστήριξης από την ηγεσία του ΚΚΕ συγκεκριμένων μεθόδων κλιμάκωσης του αγώνα κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης μαζικών κινημάτων. Αυτήν τη στάση την είδαμε να εκδηλώνεται χαρακτηριστικά μετά τις μαζικές 24ωρες γενικές απεργίες του 2021 και του 2022, αλλά και μετά τις πρόσφατες 24ωρες γενικές απεργίες που είχαμε στο πλαίσιο του μαζικού «κινήματος των Τεμπών». Και δυστυχώς, είχε ολέθρια αποτελέσματα, καθώς συνετέλεσε στην άδοξη κατάληξη αυτών των μαζικών αγώνων και στην συνεπαγόμενη από αυτή, παράταση της παραμονής της λαομίσητης και «ετοιμόρροπης» κυβέρνησης της ΝΔ στην εξουσία.

Η πολιτική πηγή αυτής της τακτικής είναι σε τελική ανάλυση η υποτίμηση της δυνατότητας στις σημερινές αντικειμενικές συνθήκες να αναπτυχθεί ένα μαζικό κίνημα που θα είναι άμεσα απειλητικό για την αστική εξουσία, καθώς και η μηχανιστική αντίληψη ότι οι εργατικοί αγώνες είναι μάταιο να φτάσουν σε ένα τέτοιο σημείο χωρίς πρώτα να έχει συντελεστεί πλήρως η αλματώδης ανάπτυξη της επιρροής του ΚΚΕ και μια ριζική αλλαγή υπέρ του στους συσχετισμούς μέσα στο εργατικό κίνημα. Στην πραγματικότητα όμως, τις καλύτερες δυνατές συνθήκες και αντικειμενικές δυνατότητες γι’ αυτές τις αναγκαίες εξελίξεις θα τις δημιουργήσει ακριβώς η κλιμάκωση και ανάπτυξη των μαζικών αγώνων.

4. Ένα ακόμα πολύ σοβαρό λάθος της κεντρικής πολιτικής γραμμής του κόμματος, είναι η αντιφατική σκοπιά από την οποία τοποθετείται στα εθνικά ζητήματα, με ενδεικτικό παράδειγμα τη στάση του στα «Ελληνοτουρκικά». Αντί για μια συνεπή τοποθέτηση αποκλειστικά από τη σκοπιά του προλεταριακού διεθνισμού, η ηγεσία του ΚΚΕ λαμβάνει θέση ταυτόχρονα και από τη σκοπιά της υπεράσπισης της αστικής πατρίδας. Το αποτέλεσμα είναι μια σοσιαλσωβινιστική παρέκκλιση που εκφράζεται με την υποστήριξη των ελληνικών (αστικών) «κυριαρχικών δικαιωμάτων» στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Αυτή η στάση απέναντι σ’ ένα ζήτημα που διαρκώς απειλεί να ανάψει το φιτίλι ενός αντιδραστικού ελληνοτουρκικού πολέμου, ισοδυναμεί με μια προκαταβολική δήλωση υποστήριξης της ελληνικής αστικής τάξης σ’ αυτόν. Συνιστά έμπρακτη υπονόμευση των ίδιων των σωστών, κοινών αντιπολεμικών δηλώσεων του ΚΚΕ και του ΚΚ Τουρκίας.

5. Η επίμονη υπεράσπιση βασικών στοιχείων της σταλινικής πολιτικής παράδοσης. Ο σταλινισμός, είναι η πολυποίκιλη πολιτική έκφραση στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα της (αντικομουνιστικής στην ουσία της) απολογητικής του γραφειοκρατικού εκφυλισμού της Σοβιετικής Ένωσης, ο οποίος αποτέλεσε τη βασική αιτία για την αντεπαναστατική και ολέθρια για την παγκόσμια εργατική τάξη, καπιταλιστική παλινόρθωση των αρχών της δεκαετίας του 1990. Ένα κομμουνιστικό κόμμα που επιδιώκει σήμερα να κερδίσει την υποστήριξη της πλειονότητας της εργατικής τάξης και της νεολαίας, οφείλει να διαχωριστεί αποφασιστικά και συνολικά από τον (το ξανατονίζουμε, αντικομουνιστικό στην ουσία του) σταλινισμό, καταδικάζοντας τόσο τα εγκλήματά του στην ΕΣΣΔ, με απεχθέστερο όλων την εξόντωση στις διαβόητες Μεγάλες Εκκαθαρίσεις ολόκληρης της παλιάς επαναστατικής γενιάς στελεχών του μπολσεβικισμού, όσο και τον ολέθριο πολιτικό ρόλο που διαδραμάτισε διεθνώς. Έναν ρόλο που εκφράστηκε χαρακτηριστικά με την μετατροπή της ΚΔ σε πρακτορείο της εξωτερικής πολιτικής της σοβιετικής γραφειοκρατίας και κατόπιν, με την ντροπιαστική της διάλυση από τον Στάλιν προς χάριν της συμμαχίας με τους «δημοκράτες» δυτικούς ιμπεριαλιστές, αλλά και με την αντικατάσταση του λενινιστικού προγράμματος της ταξικής ανεξαρτησίας για την εργατική εξουσία από το σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα «των σταδίων» και της ταξικής συνεργασίας με τη «δημοκρατική» αστική τάξη, που οδήγησαν σε επανειλημμένες προδοσίες του επαναστατικού εργατικού αγώνα στη μια χώρα μετά την άλλη.

Η αναθεώρηση της επίσημης άποψης του ΚΚΕ για την ιστορία του ελληνικού και του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος στην κατεύθυνση της (μερικής και πολύ ελλιπούς ακόμα) αποκήρυξης της σταλινικής παράδοσης των «Λαϊκών Μετώπων», και πάνω από όλα, η σημαντική πολιτική κατάκτηση της εκτόπισης της θεωρίας των σταδίων από το πολιτικό πρόγραμμα του κόμματος, με την απαλοιφή του «ενδιάμεσου» σταδίου της «εξουσίας του ΑΑΔΜ» πριν την εργατική εξουσία, ήταν αξιοσημείωτα μεν, αλλά ανεπαρκή βήματα στο πλαίσιο του γενικότερου, αναγκαίου ιστορικού καθήκοντος ενός οριστικού μαρξιστικού διαζυγίου από τον σταλινισμό.

Το καθήκον της διόρθωσης από τα μέλη του κόμματος αυτών των σοβαρών πολιτικών λαθών και αδυναμιών που υπονομεύουν την επιρροή του ΚΚΕ, κατανοούμε ότι είναι ένα επίπονο καθήκον και δεν μπορεί να εκπληρωθεί από τη μια μέρα στην άλλη. Ωστόσο, για το αναγκαίο μαρξιστικό διαζύγιο από τον σταλινισμό και από τις υπόλοιπες πολιτικές αδυναμίες και λάθη, υπάρχει διαθέσιμη η απαραίτητη πολιτική «πρώτη ύλη». Είναι τα ίδια τα βασικά έργα του Μαρξ, του Ένγκελς και του Λένιν, και τα ντοκουμέντα των τεσσάρων πρώτων συνεδρίων της ΚΔ, τα οποία εκτός των άλλων θησαυρών που περιέχουν, μας βοηθούν να καταλάβουμε το ασυμβίβαστο της κληρονομιάς του σταλινισμού με τον αληθινό κομμουνισμό.

Και βέβαια, περίοπτη θέση στην προαναφερθείσα πολιτική «πρώτη ύλη», κατέχουν τα βασικά έργα και κείμενα του Λέον Τρότσκι, ο οποίος εκτός των άλλων, έδωσε την πιο αξιόπιστη και επιβεβαιωμένη από τα γεγονότα ερμηνεία και κριτική του φαινομένου του σταλινισμού και όλων των βασικών πολιτικών του πτυχών. Είναι στην κυριολεξία τραγικό λάθος, ιδιαίτερα οι νέοι αγωνιστές του ΚΚΕ που διαμορφώνουν τώρα την μαρξιστική τους συγκρότηση, να μένουν μακριά από τα ανεκτίμητης μαρξιστικής αξίας έργα του Τρότσκι, εξαιτίας μιας ριζωμένης στο κόμμα αρνητικής προκατάληψης. Μιας προκατάληψης που αποτελεί κατάλοιπο πολύ παλιών συκοφαντιών και διαστρεβλώσεων, οι οποίες δεν έχουν την παραμικρή σχέση με την πραγματικότητα του ιστορικού ρόλου, της προσφοράς και των ιδεών αυτού του μεγάλου επαναστάτη, του αδιαφιλονίκητου συναρχηγού μαζί με τον Λένιν, της Οκτωβριανής Επανάστασης και της επαναστατικής, λενινιστικής περιόδου της ΚΔ.

Ως αγωνιστές που υπερασπίζουμε τη γνήσια πολιτική κληρονομιά του Λένιν και του Τρότσκι μέσα στο εργατικό και το κομμουνιστικό κίνημα, δηλώνουμε διατεθειμένοι να συζητήσουμε συντροφικά, στα διαλείμματα της κοινής μας δράσης στις μεγάλες πολιτικές και ταξικές μάχες, με κάθε συναγωνιστή του ΚΚΕ και της ΚΝΕ την άποψή μας για το πώς μπορούν να διορθωθούν από μαρξιστική σκοπιά όλα τα παραπάνω πολιτικά λάθη, με μόνο γνώμονα πάντοτε την ανάγκη για προσφορά στον κοινό σκοπό της νίκης της προλεταριακής σοσιαλιστικής επανάστασης και του κομμουνισμού. Γιατί εμείς, αδιαφορώντας για τις γραφικές, υστερικές αντιδράσεις εκείνων των σταλινικών που υπερασπίζοντας την προδοτική παράδοση των Λαϊκών Μετώπων και της συνεργασίας των τάξεων «κατηγορούν» αδιάκοπα τα τελευταία χρόνια το ΚΚΕ για «τροτσκισμό», θεωρούμε ότι η φυσική θέση του γνήσιου τροτσκισμού είναι πάντοτε αυτή της κοινής, πρωτοπόρας και συντροφικής δράσης και συζήτησης με τους αγωνιστές του κόμματος. 
 

Το ζήτημα της κυβέρνησης και οι μεγάλοι κίνδυνοι των επαναληπτικών εκλογών


Η άποψη ότι στις εκλογές οι εργαζόμενοι δεν ψηφίζουν μόνο για κυβέρνηση, αλλά και για αντιπολίτευση είναι τυπικά σωστή. Ωστόσο, αναμφίβολα, η προσοχή τους είναι κυρίως στραμμένη στο ζήτημα της κυβέρνησης, γιατί καταλαβαίνουν ότι αυτό επηρεάζει άμεσα τη ζωή τους. Το κάλεσμα για ψήφο με σκοπό μια ισχυρή αντιπολίτευση στο κοινοβούλιο δεν ενθουσιάζει τους εργαζόμενους, που από ταξικό ένστικτο και ζωντανή πολιτική πείρα αντιλαμβάνονται ότι σε τελική ανάλυση το αστικό κοινοβούλιο είναι ένα συζητητικό φόρουμ, και ότι όλες οι σοβαρές αποφάσεις για τη ζωή τους λαμβάνονται στα κυβερνητικά γραφεία καθ’ υπαγόρευση των καπιταλιστικών μονοπωλίων. Από το ίδιο ταξικό ένστικτο και την ίδια πολιτική πείρα, επίσης, κατανοούν ότι ενάντια στα αστικά κόμματα έχουν ανάγκη από μια πολιτική πρόταση που να μπορεί να περιγράφει τη δική τους εξουσία, η οποία θα εκπροσωπείται από μια δική τους κυβέρνηση.

Εάν στην κοινωνία είχαμε σήμερα μια επαναστατική κατάσταση στην οποία η εργατική τάξη θα είχε δημιουργήσει τα δικά της όργανα εξουσίας, όπως τα σοβιέτ της μεγάλης Οκτωβριανής Επανάστασης, τότε στην ερώτηση των εργαζόμενων σχετικά με μια εναλλακτική πρόταση εξουσίας το ΚΚΕ θα αρκούσε να δείξει αυτά τα επαναστατικά όργανα, της δικής τους εξουσίας. Αλλά σήμερα δεν βρισκόμαστε σε μια τέτοια κατάσταση. Έτσι η ζωτική λύση της εργατικής εξουσίας, με το αναγκαίο σοσιαλιστικό της περιεχόμενο, αναγκαστικά πρέπει να παρουσιαστεί από τους κομμουνιστές σε μια μορφή που να αντιστοιχεί στη σημερινή φάση ανάπτυξης του κινήματος της εργατικής τάξης, στη σημερινή, μη επαναστατική (ακόμα) κατάσταση και στο σημερινό συσχετισμό δύναμης μέσα στο εργατικό πολιτικό στρατόπεδο.

Η αγνόηση αυτού του πολιτικού καθήκοντος και η έκκληση για ψήφο στις εκλογές με σκοπό την «ισχυρή αντιπολίτευση» (βλ. για περισσότερους βουλευτές), χωρίς καμία πρόταση για το ζήτημα της εξουσίας και της κυβέρνησης, ισοδυναμεί με μια τεράστια υπεκφυγή, με μια άρνηση να προβληθεί και να υποστηριχθεί στους εργαζόμενους με την ευκαιρία των εκλογών η λύση της εργατικής σοσιαλιστικής εξουσίας, και στην πράξη, σε τελική ανάλυση, ανεξάρτητα από προθέσεις, συνιστά – σύμφωνα με την γνωστή έκφραση του Λένιν – κοινοβουλευτικό κρετινισμό.

Το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα την εποχή που καθοδηγούταν από τον Λένιν δεν απέφευγε να λάβει θέση για το ζήτημα της κυβέρνησης. Αντίθετα, έθετε στο επίκεντρο της πολιτικής του πάλης το σύνθημα της Εργατικής Κυβέρνησης. Στις «ΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΤΕΤΑΡΤΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΚΟΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ» (5 Δεκεμβρίου 1922, XI. Η εργατική κυβέρνηση, εκδόσεις Εργατική Πάλη, με δικές μας μεταφραστικές διορθώσεις για πιο σαφή νοήματα κατόπιν σύγκρισης με το αγγλικό κείμενο), διαβάζουμε: «Το σύνθημα μιας εργατικής κυβέρνησης (ή μιας κυβέρνησης εργατών και αγροτών) μπορεί να χρησιμοποιηθεί πρακτικά παντού ως γενικό αγκιτατόρικο σύνθημα. Ωστόσο, ως κεντρικό πολιτικό σύνθημα, η εργατική κυβέρνηση είναι πιο σημαντική σε χώρες όπου η θέση της αστικής κοινωνίας είναι ιδιαίτερα ασταθής και όπου ο συσχετισμός των δυνάμεων μεταξύ των εργατικών κομμάτων και της αστικής τάξης θέτει το ζήτημα της κυβέρνησης στην ημερήσια διάταξη ως πρακτικό πρόβλημα που απαιτεί άμεση λύση. Σ’ αυτές τις χώρες το σύνθημα της “εργατικής κυβέρνησης” αποτελεί αναπόφευκτη συνέπεια όλης της τακτικής του ενιαίου μετώπου».

Στη σημερινή Ελλάδα, ιδιαίτερα μετά και από το μαζικό «κίνημα των Τεμπών», η κατάσταση της αστικής κοινωνίας «είναι ιδιαίτερα ασταθής», όπως ακριβώς συνέβαινε και στην κατάσταση που περιέγραφε στις θέσεις της η ΚΔ. Επίσης, ο συσχετισμός δύναμης μεταξύ των εργατικών κομμάτων και της αστικής τάξης είναι τέτοιος που να «θέτει ξεκάθαρα στην ημερήσια διάταξη το ζήτημα της κυβέρνησης ως πρακτικό πρόβλημα που απαιτεί άμεση λύση». Μια λύση, που εκτός των άλλων, όπως σημείωνε και η ΚΔ, θα αποτελεί και «αναπόφευκτη συνέπεια όλης της τακτικής του ενιαίου μετώπου». Δυστυχώς όμως, η ηγεσία του ΚΚΕ αποκηρύσσει και την τακτική του ενιαίου μετώπου, αλλά και το σύνθημα για μια Εργατική Κυβέρνηση.

Ποια μορφή θα μπορούσε να λάβει σήμερα το σύνθημα της Εργατικής Κυβέρνησης, για να αποτελεί «αναπόφευκτη συνέπεια όλης της τακτικής του ενιαίου μετώπου»; Το Ενιαίο Εργατικό Μέτωπο, για να έχει πρακτική αξία στην πάλη των εργατών ενάντια στην άρχουσα τάξη, πρέπει να συμπεριλαμβάνει απαραίτητα τη μεγάλη πλειονότητα των εργαζόμενων. Αυτό δεν μπορεί να συμβεί χωρίς να καλούνται να μετάσχουν σ’ αυτό τα άλλα δύο μαζικά κόμματα, που μαζί με το ΚΚΕ έχουν εργατική κοινωνική βάση, δηλαδή ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΜέΡΑ25. Αυτό, ας το τονίσουμε για πολλοστή φορά προλαμβάνοντας τις αντιρρήσεις των αριστεριστών θιασωτών της θέσης «καμία συμφωνία με τους προδότες ρεφορμιστές» την οποία τόσο πολέμησε μέσα στην ΚΔ ο Λένιν (με πιο χαρακτηριστικό θεωρητικό καρπό την μπροσούρα του «Αριστερισμός: η παιδική αρρώστια του κομμουνισμού»), δεν συνιστά πολιτική παραχώρηση στις ρεφορμιστικές ηγεσίες αυτών των κομμάτων. Είναι απλώς η αναγνώριση του υπάρχοντος πολιτικού συσχετισμού δύναμης μέσα στην εργατική τάξη, και ταυτόχρονα μια τακτική κίνηση για να τον αλλάξουμε προς όφελος των δυνάμεων του κομμουνισμού. Έτσι, μιλώντας πάντα στη βάση των τωρινών πολιτικών συσχετισμών, η Εργατική Κυβέρνηση που απορρέει από το αναγκαίο Ενιαίο Εργατικό Μέτωπο είναι η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΚΚΕ-ΜέΡΑ25.

Ασφαλώς, με δεδομένο ότι το αναγκαίο για τους κομμουνιστές περιεχόμενο της πολιτικής μιας Εργατικής Κυβέρνησης, όπως προσδιορίζεται αναλυτικά στο προαναφερθέν κείμενο θέσεων της ΚΔ, είναι μέτρα επαναστατικά και σοσιαλιστικά, και επίσης με δεδομένο ότι το αναγκαίο φυσικό στήριγμά της είναι τα όργανα του μαζικού αγώνα των εργατών, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ (τουλάχιστον), με την ίδια τη στάση και την πολιτική της, «κραυγάζει» ότι το τελευταίο πράγμα που επιθυμεί είναι μια τέτοια κυβέρνηση. Αυτό όμως, καθόλου δεν καθόλου ότι το σωστό σύνθημα της Εργατικής Κυβέρνησης δεν θα πρέπει να προβάλλεται από το ΚΚΕ. Αντίθετα, μόνο με τη διαρκή του επίκληση ως αναγκαιότητα, οι εργαζόμενοι, ξεκινώντας από τα πιο μαχητικά και πολιτικά προχωρημένα τους τμήματα, θα συνειδητοποιήσουν ευκολότερα την προδοτική στάση του ρεφορμισμού έναντι του ζωτικού καθήκοντος της ανάδειξης μιας γνήσιας Εργατικής Κυβέρνησης και θα έρθουν προς τους κομμουνιστές και τη δική τους πρόταση εξουσίας.

Επιπλέον, η διαπίστωση ότι οι υπεύθυνοι για τη μη πραγματοποίηση του σωστού συνθήματος της Εργατικής Κυβέρνησης είναι οι σοσιαλδημοκράτες ρεφορμιστές δεν εξαντλεί γενικά το πρόβλημα της κυβέρνησης. Ένα κομμουνιστικό κόμμα θα πρέπει να μπορεί να δώσει απάντηση και σ’ ένα ακόμα σημαντικό ερώτημα: ποια θα είναι η στάση του απέναντι σε μια κυβέρνηση ενός άλλου εργατικού κόμματος ή εργατικών κομμάτων, η οποία θα έχει την υποστήριξη ενός μεγάλου τμήματος της εργατικής τάξης; Στην περίπτωση των εκλογών που έχουμε μπροστά μας στη χώρα, το ερώτημα αυτό τίθεται με την ακόλουθη μορφή: ποια θα πρέπει να είναι η στάση του ΚΚΕ απέναντι σε μια κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ή μιας συμμαχίας του ΣΥΡΙΖΑ με το ΜέΡΑ25, η οποία θα έχει την εκλογική στήριξη ενός μεγάλου τμήματος της εργατικής τάξης;

Πως απαντούσε σ’ αυτό το ερώτημα η ΚΔ της εποχής του Λένιν; «Οι κομμουνιστές», γράφουν οι Θέσεις του 4ου συνεδρίου της ΚΔ, «είναι ακόμα διατεθειμένοι, κάτω από ορισμένες συνθήκες και με ορισμένες εγγυήσεις, να υποστηρίξουν μια μη κομουνιστική εργατική κυβέρνηση. Όμως, είναι υποχρεωμένοι οπωσδήποτε να εξηγούν στην εργατική τάξη ότι η απελευθέρωσή της μπορεί να εξασφαλιστεί μόνο με τη δικτατορία του προλεταριάτου». Αυτή η θέση είναι εντελώς διαφορετική από τη θέση της ηγεσίας του ΚΚΕ στις εκλογές σήμερα, η οποία τονίζει αδιάκοπα δημόσια ότι δεν πρόκειται να στηρίξει γενικά καμία κυβέρνηση, ζητώντας απλώς ψήφο για ισχυρή αντιπολίτευση.

Αντίθετα, κινούμενη στο πνεύμα των θέσεων της λενινιστικής ΚΔ πάνω σε αυτό το ζήτημα, και με σκοπό να βοηθήσει τις μάζες της εργατικής τάξης να αντιληφθούν τις βαριές ευθύνες των ρεφορμιστών και να τους εγκαταλείψουν από τον συντομότερο δρόμο, η ηγεσία του ΚΚΕ, οφείλει να υιοθετήσει μια ευέλικτη τακτική, η οποία θα δείχνει ότι το κόμμα, παρότι θεωρεί ότι η δικτατορία του προλεταριάτου, δηλαδή η λύση εξουσίας του δικού του προγράμματος, είναι η μόνη λύση για την απελευθέρωση της εργατικής τάξης, είναι ταυτόχρονα διατεθειμένο «κάτω από ορισμένες συνθήκες και με ορισμένες εγγυήσεις» να υποστηρίξει μια μη κομμουνιστική κυβέρνηση, των άλλων δύο εργατικών κομμάτων.

Πιο συγκεκριμένα, στο πλαίσιο αυτής της αναγκαίας λενινιστικής στάσης έναντι του ζητήματος της κυβέρνησης, μια τοποθέτηση που θα ανέβαζε το κύρος του κόμματος και θα βοηθούσε αποφασιστικά στην αύξηση της επιρροής του στις εργατικές μάζες, θα ήταν η δήλωση ότι το ΚΚΕ είναι διατεθειμένο να δώσει μετά τις εκλογές της 21ης Μάη ψήφο ανοχής σε μια κυβέρνηση ειδικού σκοπού του ΣΥΡΙΖΑ ή της συμμαχίας ΣΥΡΙΖΑ-ΜέΡΑ25, η οποία θα είχε ως μοναδικό της έργο την κατάργηση όλων των αντεργατικών και αντιλαϊκών μέτρων της κυβέρνησης της ΝΔ της τελευταίας τετραετίας. Σε μια κυβέρνηση δηλαδή, αυστηρά περιορισμένου βίου, η οποία θα διαρκέσει όσο το απαιτεί αυτός ο συγκεκριμένος, ειδικός και πρόδηλα φιλεργατικός της σκοπός. Γενικότερα, στο πλαίσιο μια τέτοιας, ευέλικτης, λενινιστικής τακτικής, η ηγεσία του ΚΚΕ θα πρέπει να δηλώσει ότι το κόμμα είναι αυτονόητα πάντα διατεθειμένο και ανοικτό να στηρίξει τα όποια φιλεργατικά και φιλολαϊκά μέτρα θα λάμβανε μια πιθανή κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ή μιας συμμαχίας ΣΥΡΙΖΑ-ΜέΡΑ25, τονίζοντας ασφαλώς, ότι θα ασκήσει σκληρή αντιπολίτευση και θα αντιταχθεί μαχητικά κινητοποιώντας τους εργαζόμενους ενάντια σε κάθε πιθανό αντιδραστικό και φιλοκαπιταλιστικό μέτρο αυτής της κυβέρνησης.

Η ανάγκη διαμόρφωσης μιας τακτικά σωστής, συγκεκριμένης τοποθέτησης από το ΚΚΕ στο ζήτημα της κυβέρνησης, η οποία να αντανακλά πλήρως το πνεύμα των σχετικών θέσεων της λενινιστικής ΚΔ, δεν έχει αφηρημένη, θεωρητική σημασία. Έχει μια τεράστια πρακτική σημασία για το ΚΚΕ στη σημερινή ελληνική πολιτική πραγματικότητα. Από την υιοθέτησή της εξαρτάται η ίδια η εξέλιξη της επιρροής του κόμματος το επόμενο διάστημα. Γιατί, αν στις πολύ πιθανές επαναληπτικές εκλογές της ενισχυμένης αναλογικής, όπου φυσιολογικά θα παρουσιαστεί μεγάλη ταξική-εκλογική πόλωση ανάμεσα σε ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, και όπου οι εργαζόμενοι θα ψηφίσουν όχι με βασικό, αλλά σχεδόν με αποκλειστικό κριτήριο την κυβέρνηση, το ΚΚΕ εμφανιστεί να μην έχει καμία θέση, κανένα σύνθημα για το ζήτημα της κυβέρνησης, τότε θα «θέσει υποψηφιότητα» για έναν εκλογικό καταποντισμό. Το ιστορικό προηγούμενο της μεγάλης πτώσης που είχε το κόμμα μεταξύ των εκλογών του Μάη του 2012 και εκείνων του Ιούνη του ίδιου έτους, όπου από το 7,5% έπεσε στο 4,5%, δείχνει ότι μια επανάληψη του ίδιου φαινομένου θα μπορούσε θεωρητικά, μέσα σε ένα σκηνικό μεγάλης πόλωσης, να γίνει απειλητική ακόμα και για την ίδια την εκπροσώπηση του κόμματος στη Βουλή.

Ως κομμουνιστές συναγωνιστές στον εκλογικό αγώνα του ΚΚΕ, οφείλουμε να προειδοποιήσουμε γι’ αυτόν τον κίνδυνο, και να τονίσουμε ότι μπορεί να αποτραπεί μόνο με τη λενινιστική τακτική που αναπτύξαμε συνοπτικά πιο πάνω. Αν αντίθετα, το ΚΚΕ συνεχίσει με ευθύνη της ηγεσίας του να δηλώνει αδιάφορο για το ζήτημα της κυβέρνησης, ζητώντας ψήφο αποκλειστικά για ισχυρή αντιπολίτευση, στις εκλογές της 21ης Μάη, και κυρίως στις πολύ πολωμένες πιθανές επαναληπτικές εκλογές του Ιουλίου, θα αυτοϋπονομεύσει την επιρροή του, θα συντελέσει στην ύπαρξη αυξημένης απήχησης στους κόλπους των εργαζόμενων της θεωρίας της «χαμένης ψήφου», και θα θέσει την ιστορικά κατακτημένη σταθερή θέση του στην ελληνική πολιτική πραγματικότητα σε σοβαρές περιπέτειες.

Ωστόσο, αφήνοντας κατά μέρος τις αναγκαίες αλλαγές που πρέπει να γίνουν στην κεντρική πολιτική γραμμή του κόμματος, οφείλουμε να υπογραμμίσουμε ότι τώρα είναι η ώρα της μάχης! Και η μάχη αυτή πρέπει να δοθεί με πίστη, επιμονή και ενθουσιασμό, στοιχεία που παρά τα αρκετά και σοβαρά πολιτικά λάθη, μπορούν να αντληθούν πηγαία από τις ίδιες τις αρχές και τις ιδέες του κομμουνισμού και τις βασικές θέσεις του ισχύοντος από το 2013 πολιτικού προγράμματος του ΚΚΕ. Οι μπολσεβίκοι-λενινιστές, ή αλλιώς τροτσκιστές, αγωνιστές του ελληνικού τμήματος της Διεθνούς Μαρξιστικής Τάσης, δηλώνουμε για μια ακόμα φορά διατεθειμένοι να δώσουμε αυτή τη μάχη ως στρατιώτες του κομμουνισμού, ταπεινά πλάι στους αγωνιστές του ΚΚΕ, χωρίς απαίτηση για βαρύγδουπες κεντρικές συμφωνίες «συμπόρευσης» ή αξιώσεις συμμετοχής στα ψηφοδέλτια. Εμπρός, για την εκλογική νίκη του ΚΚΕ, ως ένα αποφασιστικό βήμα για την πολιτική νίκη των ιδεών και του προγράμματος του κομμουνισμού!

Κομμουνιστική Τάση – ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Μαρξιστικής Τάσης (IMT)
Εφημερίδα ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ (www.marxismos.com)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου