Η κυβέρνηση, αξιοποιώντας στο έπακρο τις ειδικές συνθήκες της πανδημίας, επιδιώκει να περάσει ένα αντεργατικό νομοσχέδιο, το οποίο έρχεται να κατεδαφίσει ιστορικές κατακτήσεις της εργατικής τάξης. Περισσότερο από έναν αιώνα μετά την θεσμοθέτηση του 8ώρου και παρά την αλματώδη ανάπτυξη της παραγωγικότητας και της τεχνικής, η κυβέρνηση, με ένα νομοσχέδιο, επιδιώκει να καταργήσει το 8ωρο, την πληρωμή των υπερωριών και να βάλει ασφυκτικά εμπόδια στη συνδικαλιστική δράση.
Συγκεκριμένα το νομοσχέδιο θα περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων:
Συγκεκριμένα το νομοσχέδιο θα περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων:
- Την θεσμοθέτηση της 10ωρης εργασίας χωρίς αμοιβή υπερωρίας. Αντί αμοιβής οι εργαζόμενοι θα δουλεύουν λιγότερο ή θα παίρνουν ρεπό όταν δεν υπάρχει δουλειά.
- Την αύξηση των υπερωριών στις 150 ώρες ετησίως από τις 120 σήμερα.
- Νέα πλήγματα κατά των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας και ιδίως των κλαδικών, καθώς η «διευθέτηση του χρόνου εργασίας» θα γίνεται με ατομικές συμβάσεις εργασίας είτε με επιχειρησιακές συμβάσεις. Δηλαδή δεν θα υπάρχει η δυνατότητα διαπραγμάτευσης με το κλαδικό σωματείο.
- Την κατάργηση της αργίας της Κυριακής για σειρά από κλάδους.
- Την κατάργηση του δικαιώματος επαναπρόσληψης του εργαζόμενου σε περίπτωση που κριθεί δικαστικά άκυρη η απόλυσή και την δυνατότητα του εργοδότη να απομακρύνει τον εργαζόμενο από την εργασία πριν την λύση της σύμβασης, σε περίπτωση απόλυσης με προειδοποίηση.
- Την μονιμοποίηση και την εδραίωση της τηλε-εργασίας που έχει αποδειχθεί εξαιρετικά κερδοφόρα για τους καπιταλιστές που υποχρεώνουν τους εργαζόμενους να δουλεύουν περισσότερο και να επιφορτίζονται λειτουργικά έξοδα. Σύμφωνα με έρευνα του ΙΝΕ – ΓΣΕΕ το 65% των εργαζομένων που ρωτήθηκαν δήλωσε πως η τηλε-εργασία οδήγησε σε αύξηση των ωρών εργασίας.
- Το υποχρεωτικό ηλεκτρονικό φακέλωμα των μελών των σωματείων σε μητρώο του Υπουργείου Εργασίας.
Το νομοσχέδιο επίσης πλήττει ακόμη περισσότερο τα συνδικαλιστικά δικαιώματα κάνοντας πιο δύσκολη τη κήρυξη απεργιών, αλλά και ευκολότερο τον χαρακτηρισμό τους ως παράνομες και καταχρηστικές. Το νομοσχέδιο επιβάλει την πραγματοποίηση ηλεκτρονικών ψηφοφοριών για να ληφθεί απόφαση για απεργία. Αυτό σημαίνει ότι θα ψηφίζουν εργαζόμενοι, οι οποίοι δεν θα έχουν ακούσει τη συζήτηση της συνέλευσης των εργαζομένων, καθώς και άτομα που θα βρίσκονται κάτω από τις πιέσεις της εργοδοσίας να ψηφίσουν ενάντια στην απεργία.
Αυτό το μέτρο έρχεται να προστεθεί στις αντεργατικές ρυθμίσεις που πέρασε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, όπου επιβάλλεται να ψηφίσει το 50% των εργαζομένων για να παρθεί απόφαση για απεργία. Επίσης, σε περίπτωση απεργίας, η κυβέρνηση επιβάλει σε σειρά από κλάδους να ορίσουν το 40% των εργαζομένων ως προσωπικό ασφαλείας. Αυτό θα κάνει στις περισσότερες περιπτώσεις την απεργία ανούσια. Τέλος ποινικοποιείται πρακτικά η περιφρούρηση των απεργιών, καθώς απαγορεύεται η κατάληψη εργασιακών χώρων. Επίσης ο εργοδότης, ή ο υποψήφιος απεργοσπάστης, θα μπορεί να επικαλεστεί «άσκηση ψυχολογικής βίας» το οποίο αποτελεί πλέον λόγο ώστε να κηρυχθεί μία απεργία παράνομη και καταχρηστική. Ακόμη προστίθενται υποχρεώσεις στα σωματεία πριν την κήρυξη της απεργίας (να κοινοποιήσουν τα αιτήματα τους κ.λπ). Όλοι αυτοί οι περιορισμοί, οδηγούν σχεδόν στην κατάργηση του δικαιώματος της απεργίας.
Με αυτή την επίθεση στα συνδικαλιστικά δικαιώματα, η κυβέρνηση του κεφαλαίου ευελπιστεί να εμποδίσει μία αγωνιστική απάντηση από μέρους του εργατικού κινήματος. Μαζί με την αστυνομοκρατία, την καταστολή των κινητοποιήσεων της νεολαίας και την επίθεση στα δημοκρατικά δικαιώματα θέλει να αποτρέψει τον ξεσηκωμό των εργαζομένων και της νεολαίας ενάντια στην κυβέρνηση αλλά και το παρηκμασμένο της σύστημα.
Ωστόσο αυτά δεν είναι ικανά να αποτρέψουν τον αγώνα. Τους τελευταίους μήνες είδαμε μία σειρά από αγωνιστικές κινητοποιήσεις όπως το μαθητικό κίνημα καταλήψεων, οι κινητοποιήσεις των φοιτητών, οι κινητοποιήσεις αλληλεγγύης στην απεργία πείνας του Δ. Κουφοντίνα. Πάνω, απ’ όλα, είχαμε το μαζικό κίνημα ενάντια στην αστυνομική τρομοκρατία, που κορυφώθηκε με την συγκέντρωση στη Ν. Σμύρνη αλλά και η μαζική διαδήλωση στη Θεσσαλονίκη ενάντια στην επέμβαση της αστυνομίας στην Πρυτανεία του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, για την εκδίωξη των φοιτητών, δείχνουν πως, ιδιαίτερα στη νεολαία, υπάρχει η διάθεση για αγώνα. Αυτό που λείπει είναι ένα ξεκάθαρο σχέδιο πάλης και μία ηγεσία διατεθειμένη να το υλοποιήσει.
Η συνδικαλιστική γραφειοκρατία γίνεται απόλυτο φρένο στον αγώνα
Το εργατικό κίνημα συνεχίζει να βρίσκεται σε φάση παράλυσης, κύρια λόγω της εγκληματικής αδράνειας της συνδικαλιστικής ηγεσίας. Η ηγεσία της ΓΣΕΕ, με πρόσχημα την πανδημία και την προστασία της δημόσιας υγείας, «κατέβασε ρολά» σε μία περίοδο όπου η κυβέρνηση και η εργοδοσία κλιμάκωσαν τις επιθέσεις τους στην εργατική τάξη.
Η πρόσφατη απόφαση της ηγεσίας της ΓΣΕΕ να μεταφερθεί ο εορτασμός της Πρωτομαγιάς την Τρίτη 4 Μαΐου, δηλαδή μία μέρα μετά από την αργία του Πάσχα, είναι άλλη μία απόδειξη της χρεοκοπίας της. Η συνδικαλιστική γραφειοκρατία δεν θέλει μία καλά προετοιμασμένη απεργιακή κινητοποίηση αλλά μία παράταση της αργίας του Πάσχα. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός πως η κυβέρνηση δέχθηκε χωρίς καμία αντίρρηση να τη μετατρέψει σε επίσημη αργία. Έτσι δε θα είναι καν μία απεργιακή κινητοποίηση.
Πολύ σωστά η ΑΔΕΔΥ, το ΕΚΑ και σειρά από σωματεία και εργατικά κέντρα καλούν σε 24ωρη απεργία στις 6 Μαΐου, ώστε να υπάρχει χρόνος να προετοιμαστεί η απεργιακή κινητοποίηση με ένα πιο σοβαρό τρόπο. Είναι φυσικά ανάγκη να γίνει η σοβαρότερη δυνατή προετοιμασία στους χώρους δουλειάς ώστε να υπάρξει η μεγαλύτερη δυνατή συμμετοχή τόσο στην απεργία όσο και στη συγκέντρωση. Επίσης πρέπει να ασκηθούν οι μεγαλύτερες δυνατές πιέσεις στην ηγεσία της ΓΣΕΕ να καλέσει σε απεργία εκείνη τη μέρα.
Ωστόσο, αυτό από μόνο του δεν αρκεί. Η εργατική τάξη είχε την εμπειρία δεκάδων γενικών απεργιών από την αρχή της κρίσης. Καμία από αυτές τις απεργίες δεν κατάφερε να πετύχει έστω και μία μικρή νίκη. Αυτό συνέβη γιατί, αν και πολλές από αυτές ήταν ιδιαίτερα μαζικές και μαχητικές, παρέμειναν αποσπασματικές «τουφεκιές στον αέρα» χωρίς σχέδιο κλιμάκωσης του αγώνα. Οι εργαζόμενοι κατέβαιναν στις γενικές απεργίες τη μέρα ψήφισης του ενός ή του άλλου αντεργατικού νομοσχεδίου, το νομοσχέδιο ψηφίζονταν και οι εργαζόμενοι γύριζαν σπίτια τους ηττημένοι. Η συνδικαλιστική γραφειοκρατία, έχοντας «δικαιολογήσει» τη θέση και τους μισθούς της, δεν πρότεινε κανένα μέτρο για τη συνέχεια του αγώνα. Στην πραγματικότητα η συνδικαλιστική γραφειοκρατία χρησιμοποιούσε τις μονοήμερες γενικές απεργίες σαν μία «βαλβίδα ασφαλείας» για να εκτονώνεται ο θυμός της εργατικής τάξης χωρίς κάποιο πρακτικό αποτέλεσμα.
Αυτό δεν μειώνει καθόλου τις ευθύνες της συνδικαλιστικής Αριστεράς και ιδιαίτερα του ΚΚΕ που είναι η πιο ισχυρή δύναμη, οι οποίες δεν πρόβαλαν ένα ξεκάθαρο πρόγραμμα κλιμάκωσης του αγώνα, με βάση το οποίο θα επιδίωκαν να κερδίσουν την πλειοψηφία μέσα στο εργατικό κίνημα . Στις περισσότερες περιπτώσεις περιορίζονταν στην προπαγάνδιση της ανάγκης για μαζική συμμετοχή στις απεργίες. Δεν δόθηκε καμία σοβαρή απάντηση για το ποιο θα έπρεπε να είναι το επόμενο βήμα, αν μία 24ωρη ή 48ωρη γενική απεργία αποτύγχανε να αποτρέψει την ψήφιση των συγκεκριμένων μέτρων. Και δυστυχώς, ούτε τώρα προβάλλεται κάποιο σχέδιο για μετά την 6η Μάη. Οι δυνάμεις της συνδικαλιστικής Αριστεράς αντιμετωπίζουν την κινητοποίηση εθιμοτυπικά, σαν μια ακόμη απεργία για την τιμή των όπλων χωρίς προοπτική ουσιαστικής μάχης και αυτό επιτείνει την ηττοπάθεια και την μοιρολατρία στους εργαζόμενους και την πρωτοπορία τους και δεν βοηθά αντικειμενικά την επιτυχία της ίδιας της απεργίας.
Ο καλύτερος τρόπος να εξασφαλιστεί η επιτυχία της απεργίας της 6ης Μάη είναι να προπαγανδιστεί στους εργαζόμενους ως το πρώτο βήμα για ένα σοβαρό αγώνα διαρκείας που θα κλιμακωθεί με μία 48ωρη γενική απεργία την ημέρα κατάθεσης του νομοσχεδίου. Σε περίπτωση που η Κυβέρνηση επιμένει στην ψήφιση του νομοσχεδίου να γίνει σοβαρή προετοιμασία για μία γενική απεργία διαρκείας. Ένας τέτοιος αγώνας για την υπεράσπιση της ιστορικής κατάκτησης του 8ώρου μπορεί να γίνει η αρχή για την αντεπίθεση της εργατικής τάξης, για την ανατροπή όλων των αντεργατικών νομοσχεδίων. Στόχος αυτού του αγώνα δεν μπορεί να είναι άλλος από την ανατροπή της αντιδραστικής κυβέρνησης της ΝΔ και την κατάργηση όλων των αντεργατικών μέτρων που έχουν ψηφιστεί μέχρι τώρα.
Φυσικά η κεντρική συνδικαλιστική γραφειοκρατία δεν σκοπεύει να πάρει μία τέτοια πρωτοβουλία. Ακόμη και αν το ήθελαν δε θα μπορούσαν να το πετύχουν, καθώς έχουν εδώ και καιρό χρεοκοπήσει στα μάτια των πλατύτερων στρωμάτων των εργαζομένων και ιδιαίτερα της νεολαίας.
Απέναντι σε αυτή την επίθεση, που γυρίζει την εργατική τάξη σε έναν εργασιακό μεσαίωνα, είναι αναγκαία η πλατύτερη δυνατή ενότητα και κοινή δράση όλων των συνδικαλιστικών και πολιτικών οργανώσεων της εργατικής τάξης. Φυσικά αυτή δεν μπορεί να υλοποιηθεί χωρίς τις μαζικότερες από αυτές δηλαδή το ΚΚΕ, τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΜΕΡΑ 25. Αυτό που χρειάζεται είναι ένα πλατύ Ενιαίο Μέτωπο για την υπεράσπιση του 8ώρου το οποίο θα περιλαμβάνει ένα ξεκάθαρο σχέδιο συγκεκριμένων αγωνιστικών κινητοποιήσεων.
Ένα τέτοιο Ενιαίο Μέτωπο μπορεί να ενθουσιάσει και να κινητοποιήσει πλατύτερα στρώματα των εργαζομένων, ιδιαίτερα των νέων εργαζομένων, να τους δώσει κίνητρο να οργανωθούν στα συνδικάτα και έτσι να θέσει τις βάσεις για την απομάκρυνση των σημερινών γραφειοκρατικών ηγεσιών της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ και την «αλλαγή των συσχετισμών».
Οι δυνάμεις που θα συγκροτήσουν το Ενιαίο Μέτωπο θα πρέπει επίσης, το συντομότερο δυνατό, να καλέσουν σε ένα έκτακτο εργατικό συνέδριο με εκλεγμένους αντιπροσώπους από έκτακτες γενικές συνελεύσεις σε κάθε σωματείο. Στόχος ενός τέτοιου συνεδρίου θα πρέπει να είναι η ενοποίηση των 2 συνομοσπονδιών, ο απολογισμός των μέχρι τώρα αγώνων του εργατικού κινήματος, η εκλογή νέας ηγεσίας και η προετοιμασία για έναν αγώνα διαρκείας ενάντια στην επίθεση του κεφαλαίου.
Οι ηγεσίες του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ ωστόσο, για διαφορετικούς λόγους, είναι ιδιαίτερα απρόθυμες για οποιαδήποτε τέτοια κοινή δράση. Αυτό φάνηκε ξεκάθαρα στην απόρριψη της έκκλησης της ηγεσίας του ΜέΡΑ25 για κοινή δράση ενάντια στην αστυνομική τρομοκρατία. Είναι απορίας άξιο πως αυτές οι ηγεσίες, που συμφώνησαν να υπογράψουν ένα κοινό κείμενο για την υπεράσπιση του δικαιώματος της συνάθροισης στην επέτειο του Πολυτεχνείου, δεν μπορούν να συμφωνήσουν σε ένα μίνιμουμ πλαίσιο κοινής δράσης ενάντια σε μία πρωτοφανή επίθεση που έρχεται να καταργήσει μία ιστορική κατάκτηση του εργατικού κινήματος.
Οι πρωτοπόροι αγωνιστές του εργατικού κινήματος και της νεολαίας δεν πρέπει να περιμένουν μοιρολατρικά μέχρι αυτές οι ηγεσίες να δράσουν. Θα πρέπει να παλέψουν δραστήρια για το χτίσιμο ενός τέτοιου μετώπου στους εργασιακούς τους χώρους, στις γειτονιές τους και στις μαζικές οργανώσεις που συμμετέχουν. Κείμενα υπογραφών και ψηφίσματα υπέρ του Ενιαίου Μετώπου θα πρέπει να διακινηθούν και να συζητηθούν στα σωματεία και τις τοπικές οργανώσεις των μαζικών κομμάτων της Αριστεράς.
Σε κάθε χώρο δουλειάς και σε κάθε γειτονιά θα πρέπει να δημιουργηθούν Επιτροπές Αγώνα και απεργιακές επιτροπές που θα αναλάβουν το συντονισμό και την περιφρούρηση του αγώνα. Όπου δημιουργούνται τέτοιες επιτροπές θα πρέπει να επιδιώκουν τον συντονισμό τους σε επίπεδο κλάδου, Δήμου, πόλης και πανελλαδικά. Ο αγώνας ενός τέτοιου μετώπου δεν μπορεί παρά να στοχεύει στην ανατροπή της κυβέρνησης και την άνοδο μίας εργατικής κυβέρνησης με σοσιαλιστικό πρόγραμμα.
Παναγιώτης Κολοβός – Ηλίας Κυρούση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου