Η πανδημία συνεχίζει να βρίσκεται σε έξαρση.
Εν τω μεταξύ ούτε λόγος για σοβαρή ενίσχυση του ΕΣΥ. Οι υγειονομικοί παλεύουν εδώ και 13 μήνες σε απίστευτες συνθήκες για να αντιμετωπιστεί η πανδημία, ενώ την ίδια ώρα το Σύστημα Υγείας μετατρέπεται σταδιακά σε «μόνο covid», με μεγάλους κινδύνους για χιλιάδες ανθρώπους που έχουν ανάγκη τις άλλες υγειονομικές υπηρεσίες, σε κλινικές, τμήματα και χειρουργεία, πρόσβαση στην πρωτοβάθμια υγεία κ.ο.κ.
Οι εργαζόμενοι, των οποίων η υγεία τζογάρεται στο όνομα της «οικονομίας», είναι αυτοί οι οποίοι έχουν να κερδίσουν τα λιγότερα από το «άνοιγμά της», με πιο ενδεικτικά τα αιτήματα των εργαζομένων σε επισιτισμό-τουρισμό που αντιμετωπίζουν τραγικές συνθήκες. Άλλωστε η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν έχει αποδειχθεί απλά «λίγη» όσον αφορά την οικονομική στήριξη και προστασία των εργαζομένων εν μέσω των συνεπειών της πανδημικής κρίσης, αλλά βρίσκεται σε αντιμεταρρυθμιστικό οίστρο, εξαπολύοντας διαρκώς νέες επιθέσεις στα εργατικά δικαιώματα.
Η επίθεση του Χατζηδάκη στο 8ώρο συμπυκνώνει τις προθέσεις της ΝΔ και αποτελεί μια μεγάλη πρόκληση. Η αντίσταση σε αυτό το νομοσχέδιο γίνεται κεντρικό σημείο αντιπαράθεσης για το εργατικό κίνημα, με πρώτο σημαντικό σταθμό τη φετινή απεργιακή κινητοποίηση της Πρωτομαγιάς που θα γίνει στις 6 Μάη. Ο πάντα ισχυρός συμβολισμός αυτής της μέρας γίνεται ακόμα πιο εμφανής σε αυτό το φόντο –καθώς 135 χρόνια μετά, καλούμαστε και πάλι να δώσουμε μάχη για το 8ώρο.
Αλλά δεν είναι μόνο αυτό το μέτωπο που έχει ανοίξει. Μια σειρά από κυβερνητικές παρεμβάσεις όλο αυτό το διάστημα –το αντιδραστικό νομοσχέδιο Βορίδη στην τοπική αυτοδιοίκηση, η επίθεση στα πανεπιστήμια, η διαρκής πίεση των δημοκρατικών δικαιωμάτων, οι επιθέσεις στις γυναίκες, η ρατσιστική απανθρωπιά– έχουν ανοίξει πολλούς «λογαριασμούς». Η κινητοποίηση στις 6 Μάη, θα μπορούσε να λειτουργήσει ενοποιητικά για όλες και όλους που έχουν δώσει τις δικές τους επιμέρους μάχες απέναντι σε αυτές τις πτυχές της κυβερνητικής πολιτικής και η Πρωτομαγιά να τιμηθεί με μια ενωτική και συνολική «παράταξη δυνάμεων» στο δρόμο.
Αυτός είναι ένας στόχος προς τον οποίο χρειάζεται να εργαστεί όλο το επόμενο διάστημα η ριζοσπαστική Αριστερά. Επί ένα χρόνο, σημαντικό τμήμα του πληθυσμού συγκεντρώνει πικρές εμπειρίες και συσσωρεύει θυμό. Μια σειρά από μάχες του προηγούμενου διαστήματος (στα νοσοκομεία, στις σχολές, ενάντια στον αυταρχισμό) έχουν δείξει αυξημένες δυνατότητες –σε σχέση με το προηγούμενο διάστημα– να μετατραπούν αυτές οι διαθέσεις σε κινητοποίηση στο δρόμο. Θα χρειαστεί επίμονη και συστηματική προσπάθεια των οργανωμένων δυνάμεων για να προκύψουν και να υποστηριχθούν κινηματικές δράσεις, αλλά η γενικευμένη απάντηση στα χτυπήματα που συσσωρεύονται, η αναμέτρηση με την κυβερνητική πολιτική στο δρόμο είναι ένας στόχος εφικτός.
Αυτά τα καθήκοντα, προκύπτουν σε μια θερμή συγκυρία. Οι «εστίες» στην ευρύτερη περιοχή -από την Ουκρανία ως την Παλαιστίνη- είναι πολλές και βάζουν την ανάγκη για πολιτικά ξεκαθαρίσματα και απαντήσεις από τη ριζοσπαστική Αριστερά και στα ζητήματα της αντιπολεμικής και αντιιμπεριαλιστικής πάλης.
Πόσο μάλλον όταν ο ελληνοτουρκικός ανταγωνισμός αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι αυτού του σύνθετου παζλ. Στο «μπρα ντε φερ» για τις θαλάσσιες ζώνες, με τελευταίο επεισόδιο το δημόσιο καυγά Δένδια-Τσαβούσογλου, προστίθεται η αυξανόμενη κινητικότητα γύρω από το κυπριακό, όπως και η ένταση των αμερικανικών πιέσεων πάνω στον Ερντογάν. Οι εθνικοί πανηγυρισμοί για τη στάση Δένδια, δεν μπορούν να κρύψουν ότι υπάρχουν δύσκολα διλήμματα στρατηγικής για τον ελληνικό καπιταλισμό. Γι’ αυτό και οι εξελίξεις στα ελληνοτουρκικά, είναι ένας ακόμα παράγοντας που θα μπορούσε να προσθέσει νέους πονοκεφάλους στον Μητσοτάκη, μαζί με αυτούς της υγειονομικής και της οικονομικής κρίσης.
Όμως σε αυτό το επικίνδυνο και για τις λαϊκές τάξεις μέτωπο, θα είναι κρίσιμη η ανεξάρτητη στάση της Αριστεράς, σε ρήξη με την εθνικοενωτική καθεστωτική πολιτική.
Μπαίνουμε σε μια περίοδο όπου το πολιτικό παιχνίδι «ανοίγει», με αντιπαραθέσεις και αναμετρήσεις. Ένας λόγος που ο Μητσοτάκης διατηρεί ελπίδες να επιβιώσει και να ελέγξει στοιχειωδώς τις εξελίξεις είναι τα κενά και οι αδυναμίες των πολιτικών αντιπάλων του.
Ο ΣΥΡΙΖΑ μετά βίας μπορεί να θεωρηθεί σοβαρή αντιπολίτευση, έχοντας καταγράψει την καθεστωτική διάθεση να προσφέρει συναινέσεις σε θέματα υψηλού πολιτικού συμβολισμού (Ραφάλ, Ελληνικό).
Το ΚΚΕ, παρά κάποια θετικά δείγματα, δείχνει να επιμένει στο δρόμο αυτοπεριορισμού των πολύτιμων δυνάμεων που διαθέτει ή επηρεάζει σε μια άτολμη στρατηγική «συντήρησης δυνάμεων έως ότου…».
Αυτά αναβαθμίζουν τα καθήκοντα της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς. Που έχει τα δικά της προβλήματα και κενά να αντιμετωπίσει, αλλά οφείλει να βρει έναν κοινό βηματισμό που θα επιτρέψει να στηρίξει αποτελεσματικά τις κοινωνικές αντιστάσεις και μέσα από αυτές να επιχειρήσει να διαμορφώσει και τις πολιτικές προοπτικές της…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου