ΤΟ ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ
Στην Ελλάδα, οι θεωρίες της εξάρτησης του ελληνικού καπιταλισμού ξεκίνησαν να υπάρχουν συστηματικά μετά την 6η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, το 1934.
Έκτοτε, σταδιακά, έγιναν κυρίαρχες, ενώ πήραν την τελική τους μορφή μετά την Μεταπολίτευση του 1974, κυρίως από το νεοσύστατο ΠΑΣΟΚ και την προβολή των νεομαρξιστικών απόψεων. Ωστόσο, η αξία της συζήτησης για τον χαρακτήρα του ελληνικού καπιταλισμού είναι επειδή έχει πολιτικές αντανακλάσεις στα προγράμματα των κομμάτων της Αριστεράς, στις πολιτικές τους αποφάσεις και στη στρατηγική τους. Εδώ, δεν θα κάνουμε παρουσίαση των θεωριών της εξάρτησης και των κριτικών που έχουν δεχτεί, επειδή υπάρχει εκτεταμένη βιβλιογραφία και για τις δύο απόψεις, αλλά θα επικεντρωθούμε σε αυτό που παραπέμπει ο τίτλος του άρθρου.
Η 6η Ολομέλεια, που πραγματοποιήθηκε στον Ιανουάριο του 1934, αποτέλεσε σημείο καμπής για τη στρατηγική του κόμματος. Στη συνεδρίαση αυτή, το ΚΚΕ επαναπροσδιόρισε τόσο την ανάλυσή του για τον ελληνικό καπιταλισμό, τον οποίο μέχρι τότε εκτιμούσε ότι είχε ιμπεριαλιστικά χαρακτηριστικά, όσο και τον χαρακτήρα της επανάστασης στην Ελλάδα, υιοθετώντας τη θέση ότι η χώρα χρειαζόταν να περάσει πρώτα μέσα από ένα άλλο στάδιο μιας αστικοδημοκρατικής επανάστασης πριν από τη σοσιαλιστική.
1. Οι αποφάσεις της 6ης Ολομέλειας
Σε γενικές γραμμές, οι αποφάσεις της 6ης Ολομέλειας, που άρχισε συστηματικά να υποστηρίζει το ΚΚΕ, έλεγαν το εξής: Η Ελλάδα είναι χώρα αστικοτσιφλικάδικη, με υπολείμματα μισοφεουδαρχικών σχέσεων, με μέσο επίπεδο καπιταλιστικής ανάπτυξης, εξαρτημένη από το ξένο ιμπεριαλιστικό κεφάλαιο (τότε ήταν το Αγγλικό και το Γαλλικό και αργότερα το Αμερικάνικο), με ασυμπλήρωτο τον αστικό μετασχηματισμό που χαρακτήριζε άλλες χώρες (π.χ. αγροτική μεταρρύθμιση και δημιουργία ισχυρής εθνικής βιομηχανίας), ικανό να ολοκληρωθεί πρώτα από μια αστική-δημοκρατική επανάσταση και όχι σοσιαλιστική. Αυτή η νέα στρατηγική, έβαζε ως καθήκον της τη διάλυση των «μισοφεουδαρχικών» μορφών οικονομίας και την εθνική ενότητα και ανεξαρτησία, προκειμένου να αποτιναχθεί ο ξένος ιμπεριαλιστικός ζυγός (βλ. Επίσημα Κείμενα ΚΚΕ, τόμος τέταρτος, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1975).
Βέβαια, ενδιαφέρον έχει να πούμε ότι η πρωθύστερη (δηλ., η πριν την 6η Ολομέλεια 1934) θέση του ΚΚΕ, προσέδιδε ιμπεριαλιστικά χαρακτηριστικά στον ελληνικό καπιταλισμό. Μάλιστα, η εν λόγω θέση δεν είχε μεταβληθεί ούτε μετά την παρέμβαση της Κομμουνιστικής Διεθνούς (Νοέμβριος 1931), η οποία διόρισε στην ηγεσία του κόμματος τη νέα καθοδήγηση με επικεφαλής τον Ν. Ζαχαριάδη. Επίσης, δεν είχε αλλάξει ούτε στην Απόφαση της 4ης Ολομέλειας της Κ.Ε. του ΚΚΕ, τον Δεκέμβριο 1931, όπου λέει, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Η Ελλάδα είνε κράτος ιμπεριαλιστικό, που κατέκτησε δια της βίας ολόκληρες περιφέρειες κατοικημένες από άλλες εθνότητες (Μακεδονία, Θράκη), που τις καταπιέζει και τις υποβάλλει σε μια αποικιακή εκμετάλλευση, που καταδιώκει και εξοντώνει τις εθνικές μειονότητες (Εβραίοι)» (βλ. Επίσημα Κείμενα ΚΚΕ, τόμος τρίτος, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1975, σελ. 326). Η εν λόγω Απόφαση, επειδή θεωρεί ότι η τροτσκιστική θέση χαρακτηρίζει την Ελλάδα αποικία, κάνει κριτική ως προς αυτό, καθώς και σε όσους αρνούνται τις ιμπεριαλιστικές τάσεις του ελληνικού καπιταλισμού (σελ. 321, στο ίδιο). Βέβαια, σε αυτή την Απόφαση υπάρχει και η θεωρία του σοσιαλφασισμού, από την οποία διαπνέεται όλο το κείμενο.
Λίγο αργότερα (5-5-1932), στις «Θέσεις του Πολιτικού Γραφείου» σχετικά με την «πολεμική κινητοποίηση του ελληνικού ιμπεριαλισμού…» στα ελληνικά σύνορα, δίπλα στις πολεμικές προπαρασκευές των ιμπεριαλιστών στην Ευρώπη, οι οποίες έχουν σκοπό τις συνεχείς προκλήσεις ενάντια στη Σοβιετική Ένωση, αναφέρονται τα εξής: «…Αν σ’αυτά προσθέσουμε και το γεγονός της αναδιοργάνωσης των ελληνικών σιδηροδρόμων που έθεσε ως όρο η Κοινωνία των Εθνών στον Βενιζέλο, τότε θα πρέπει να βγει το συμπέρασμα πόσο άμεσος είναι ο κίνδυνος της αντισοβιετικής επέμβασης, στην οποία θα συμμετέχει ενεργά ο ελληνικός ιμπεριαλισμός… Ο ελληνικός όπως και ο διεθνής ιμπεριαλισμός προσανατολίζεται σήμερα προς τον πόλεμο…» (Επίσημα Κείμενα ΚΚΕ, τόμος τρίτος, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1975, σελ. 400-403).
Όμως, ακόμη και αμέσως μετά την 6η Ολομέλεια, εξακολουθούν να υπάρχουν αντιφάσεις στις προσεγγίσεις του ΚΚΕ, στις οποίες διαπλέκονται οι καινούργιες αναλύσεις του περί «αστικοτσιφλικάδικης» Ελλάδας με τις προηγούμενες, που τόνιζαν τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του ελληνικού καπιταλισμού. Λένε, μεταξύ άλλων, οι Αποφάσεις του 5ου Συνεδρίου του ΚΚΕ (Μάρτης 1934): «Στο εξωτερικό έχουμε μια αύξηση της επιθετικότητας της αστικοτσιφλικάδικης Ελλάδας. Το ελληνοτουρκικό σύμφωνο, το τετραμερές βαλκανικό σύμφωνο, εκφράζοντας την ιμπεριαλιστική δραστηριοποίηση στα Βαλκάνια και τον ανασχηματισμό των στρατιωτικοπολεμικών δυνάμεων αυτού κάτω από την καθοδήγηση των διαφόρων μεγαλοϊμπεριαλιστικών συνασπισμών, από την ελληνική πλευρά εκδηλώνει τις προσπάθειες των Ελλήνων ιμπεριαλιστών να επιδιώξουν δραστήρια την πραγματοποίηση των καταχτητικών τους επιδιώξεων [...] Η διάσπαση της ‘’ενότητας’’ της εξωτερικής πολιτικής του ελληνικού ιμπεριαλισμού, που γίνεται πάνω στη βάση της σύγκρουσης των γαλλοϊταλικών επιρροών μέσα στην Ελλάδα, δεν αμβλύνει, μα δυναμώνει τους πολεμικούς κινδύνους και τους στρατιωτικούς τυχοδιωκτισμούς, γιατί δραστηριοποιεί τις αντίπαλες ομάδες και τις κάνει να είνε πιο βιαστικές και τυχοδιωχτικές» (βλ. Επίσημα Κείμενα ΚΚΕ, τόμος τέταρτος, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1975, σελ. 44-45).
2. Η κριτική από τον Π. Πουλιόπουλο
Στις αποφάσεις της 6ης Ολομέλειας, του ΚΚΕ, έκανε κριτική ο Π. Πουλιόπουλος, με το βιβλίο του, Δημοκρατική ή Σοσιαλιστική Επανάσταση στην Ελλάδα;, το οποίο πρωτοεκδόθηκε τον Μάρτιο του 1934, από τις εκδόσεις Γκοβόστη, και από τότε έχει πολλές επανεκδόσεις από διάφορους εκδοτικούς οίκους. Το εν λόγω βιβλίο είναι από τις πιο ολοκληρωμένες αναλύσεις της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας του Μεσοπολέμου, το οποίο απαντά μεθοδικά και τεκμηριωμένα στην Απόφαση της 6ης Ολομέλειας για τον χαρακτήρα του ελληνικού καπιταλισμού, ενώ εξακολουθεί να διατηρεί την επικαιρότητά του.
Σ’ αυτό το έργο ο Πουλιόπουλος απορρίπτει τη θέση του ΚΚΕ, σύμφωνα με την οποία η Ελλάδα ήταν μια υπανάπτυκτη και εξαρτημένη χώρα με «μισοφεουδαρχικά» χαρακτηριστικά και ότι ως κράτος είναι «αστικοτσιφλικάδικο». Αντίθετα, αποδεικνύει ότι οι καπιταλιστικές σχέσεις έχουν επικρατήσει πλήρως, ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός είναι ενσωματωμένος στο πλαίσιο της ιμπεριαλιστικής ιεραρχίας, το ελληνικό κεφάλαιο δεν εξαρτάται αλλά συνεργάζεται στενά με το ξένο, πως το κράτος δεν ήταν «αστικοτσιφλικάδικο» αλλά καπιταλιστικό, και γι’ αυτό το καθήκον των κομμουνιστών, όταν πάρουν την εξουσία στην Ελλάδα, είναι η απαλλοτρίωση και η εργατική δημοκρατία και όχι η ολοκλήρωση του αστικοδημοκρατικού μετασχηματισμού του ελληνικού καπιταλισμού.
Σε ό,τι αφορά το πρόβλημα της πάλης με το ξένο ιμπεριαλιστικό κεφάλαιο, ο Πουλιόπουλος υποστήριζε ότι τίθεται «[...] όχι σαν πρόβλημα καμιάς ιδιαίτερης αστικοδημοκρατικής επανάστασης, μα αδιάσπαστα ενωμένο με το καθήκον της προλεταριακής σοσιαλιστικής επανάστασης. Το θέτουνε με τρόπο ανάλογο όπως μπαίνει σε μια σειρά πιο προχωρημένες καπιταλιστικές χώρες της Ευρώπης λ.χ., που, ‘‘ανεξάρτητες’’ κρατικά, βρίσκονται σε αντίστοιχη υποτέλεια από τον ξένο ιμπεριαλισμό. Σε μια πολύ χειρότερη τέτοιου είδους υποτέλεια βρίσκεται σήμερα με τη συνθήκη των Βερσαλιών η Γερμανία. Μια ανάλογη δημοσιονομική εξάρτηση έχουμε γενικότερα όλης της Ευρώπης, οφειλέτριας στο μεγάλο πόλεμο, από τις πιστώτριες Ενωμένες Πολιτείες της Βόρειας Αμερικής» (σελ. 83, στο ίδιο βιβλίο). Υπό αυτή την έννοια μπορούμε να ισχυριστούμε ότι το εξωτερικό χρέος δεν αποτελεί τον απαιτούμενο δείκτη για να κρίνουμε αν μια χώρα είναι εξαρτημένη ή ανεξάρτητη.
Το ΚΚΕ έγινε δέσμιο της γραμμής της «αστικοδημοκρατικής επανάστασης», της «θεωρίας των σταδίων» και του «δημοκρατικού αντιφασισμού». Ο Πουλιόπουλος κατηγορούσε το ΚΚΕ ότι μέσω της στρατηγικής των σταδίων και του Λαϊκού Μετώπου, οδηγείται σε συμμαχίες με τμήματα της αστικής τάξης. Δηλαδή, θεωρούσε ότι το ΚΚΕ, μέσω αυτής της στρατηγικής, εγκατέλειπε την ανεξαρτησία της εργατικής τάξης, υιοθετώντας μία τακτική συμβιβασμών που εξυπηρετούσε τα συμφέροντα της αστικής τάξης και όχι την επαναστατική προοπτική. Αυτή η αντίληψη, είχε ως συνέπεια να δικαιολογεί τη διαρκή συνεργασία των τάξεων και τη συμμαχία με τα κόμματα της «εθνικής αστικής τάξης», με το πρόσχημα της ολοκλήρωσης του «αστικοδημοκρατικού μετασχηματισμού». Οι καταστροφικές συνέπειες αυτής της γραμμής θα φανούν, ακόμη καθαρότερα, στην Κατοχή. Τη στιγμή που στο μεγαλύτερο τμήμα της Ελλάδας είχε κυριαρχήσει η λαϊκή εξουσία και λειτουργούσαν θεσμοί όπως η Λαϊκή Δικαιοσύνη, η Τοπική Αυτοδιοίκηση και ο Λαϊκός Στρατός, το ΚΚΕ, δέσμιο της ολοκλήρωσης αυτού του κοινωνικού σταδίου που είχε εφεύρει, θα επιζητήσει τη συμμαχία και στη συνέχεια θα παραχωρήσει την ηγεσία στα αστικά κόμματα.
Η ανάλυση του Πουλιόπουλου σε συνδυασμό με τις ανάλογες προσεγγίσεις του Σ. Μάξιμου είναι από τις διαυγέστερες αναλύσεις για τον χαρακτήρα του ελληνικού καπιταλισμού.
3. Οι πολιτικές συνέπειες
Οι εξαρτησιακές αντιλήψεις έγιναν σταδιακά κυρίαρχες στο μεγαλύτερο τμήμα της ελληνικής Αριστεράς, ενώ όπως είπαμε πήραν την τελική τους μορφή μετά την Μεταπολίτευση του 1974. Όμως, εδώ οφείλουμε να επισημάνουμε ότι το ΚΚΕ, από το 17ο Συνέδριό του, το 2005, αναστοχαζόμενο αυτή τη στρατηγική και αναθεωρώντας τη Θεωρία των Σταδίων, την οποία απέρριψε σε μετέπειτα αναλύσεις του, εκτιμά ότι η απόφαση της 6ης Ολομέλειας «αποτελούσε μηχανιστική μεταφορά στην Ελλάδα της στρατηγικής που είχε αναλύσει το 1905-1907 ο Β.Ι. Λένιν, αναφερόμενος στην τσαρική Ρωσία, με το έργο του, Δυο τακτικές της σοσιαλδημοκρατίας στην αστικοδημοκρατική επανάσταση» (Βλ. Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ 1918-1939, Α2 τόμος, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2018, σελ. 414-416).
Όπως, κριτικά, επισημαίνει ο Μηλιός, η θεωρία της εξάρτησης χαρακτηρίζονταν από δύο στοιχεία: αφενός από ένα επιφανειακό ριζοσπαστισμό, ο οποίος θεωρούσε ότι όλα τα δεινά της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας προερχόντουσαν από τις αναπτυγμένες καπιταλιστικά χώρες, αφετέρου είχε ένα απολογητικό περιεχόμενο, που με βάση αυτό επιχειρούσε να χαράξει μια εναλλακτική στρατηγική, η οποία θεωρούσε ότι πρωταρχικό στοιχείο είναι η «ανεξαρτησία» της χώρας (βλ. Γ. Μηλιός, «Η υπανάπτυξη (της θεωρίας) ως Απολογητική (Απόψεις για την ελληνική κοινωνία, τον κοινοβουλευτισμό, την εκβιομηχάνιση)», στο Για μια κριτική των κοινωνικών επιστημών, επιμέλεια: Γ. Σταμάτης, εκδόσεις Κριτική, Αθήνα 1996, σελ. 398-399). Έτσι, αντί να αναδεικνύονται οι ταξικές σχέσεις εξουσίας και η καπιταλιστική εκμετάλλευση των εργαζομένων, συσκοτίζονταν σε μια διαπάλη γεωγραφικού τύπου, όπως το σχήμα «κέντρο-περιφέρεια», και αντί να αποδεικνύουν τον καπιταλιστικό χαρακτήρα του ελληνικού κράτους και άρα την ανατροπή αυτής της κυριαρχίας, έδιναν «πιστοποιητικό απορίας» σε αυτό, βάζοντας ένα ενδιάμεσο στάδιο «αυτοδύναμης οικονομικής ανάπτυξης» του ελληνικού καπιταλισμού, ως μέσο για την περίθαλψή του.
Οι εν λόγω αντιλήψεις είχαν ως συνέπεια να αποκρύβουν την πλήρη κυριαρχία των αστικών σχέσεων παραγωγής στην ελληνική οικονομία και κυρίως τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του ελληνικού καπιταλισμού. Το πολιτικό αποτέλεσμα που παρήγαγε αυτή η αντίληψη ήταν να περνά σε δεύτερη μοίρα τόσο η πάλη ενάντια στην ελληνική αστική τάξη όσο και το αίτημα του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας.
Με όλα αυτά δεν θέλουμε να υποτιμήσουμε τη θεωρία της εξάρτησης και τη συμβολή της στην κατανόηση της ανάπτυξης της υπανάπτυξης και στα οφέλη που αποκόμισαν οι ιμπεριαλιστικές χώρες του κέντρου από την εκμετάλλευση των χωρών της περιφέρειας. Όμως, όπως είχαμε την ευκαιρία να υποστηρίξουμε, σε άλλο σημείωμά μας, η Ελλάδα δεν ανήκει στις χώρες της περιφέρειας, αλλά αποτελεί μέρος του ιμπεριαλιστικού Κέντρου, αποτελώντας συνέταιρό του, έστω και μικρό, στην εκμετάλλευση τόσο του ελληνικού χώρου όσο και άλλων χωρών (για περισσότερα δες Δ. Κατσορίδας, «Ο Ιμπεριαλιστικός χαρακτήρας του ελληνικού καπιταλισμού», Η Εφημερίδα των Συντακτών, 14-15 Δεκεμβρίου 2024, στην αυτοτελή έκδοση-ένθετο, με τίτλο: «1974-2024. Οι μεταμορφώσεις του ελληνικού καπιταλισμού», Β΄ Μέρος, σελ. 40-46). Το δε ελληνικό κεφάλαιο συνεργάστηκε με το ξένο στη βάση των κοινών τους συμφερόντων, και όπως έλεγε ο Πουλιόπουλος, «διαφορετικά από τις αποικιακές και μισοαποικιακές χώρες, η ντόπια καπιταλιστική μας τάξη, συνυφασμένη εξαρχής με το ξένο κεφάλαιο και με τη βοήθειά του, κρατάει σήμερα στα χέρια της τους αποφασιστικούς τομείς της οικονομικής ζωής και την πολιτική του τόπου και τους έχει δώσει την δική της ταξική σφραγίδα».
Πηγή : rproject
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου