ΠΑΝΘΗΡΑΣ * 29

* Ιστοσελίδα Ενημέρωσης Της Μαχόμενης Αριστεράς Για Τον ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ * Για επικοινωνία : thanasis.ane@gmail.com * Οι δημοσιεύσεις δεν εκφράζουν και τις απόψεις της ιστοσελίδας * Αριστερά και Ενιαίο Μέτωπο Ενάντια στην Βαρβαρότητα*

Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 2022

15ο Συνέδριο Της Κομμουνιστικής Τάσης (Αθήνα, 15 & 16/10/22) : Η Πολιτική Εισήγηση

Το κείμενο που ακολουθεί είναι ένα εκτεταμένο απόσπασμα από την πολιτική εισήγηση της Κεντρικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Τάσης (ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Μαρξιστικής Τάσης) στο 15ο συνέδριο της οργάνωσης που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα, στο Πνευματικό Κέντρο Νέας Φιλαδέλφειας, το Σαββατοκύριακο 15 και 16 Οκτωβρίου 2022. Είναι βασισμένη στο πολιτικό κείμενο-απόφαση του συνεδρίου, με τίτλο «Ελληνικές προοπτικές 2022-23» (το κείμενο δημοσιεύεται ολόκληρο στο νέο τεύχος του θεωρητικού μας περιοδικού, «Μαρξιστική Φωνή», αρ. 74, Φθινόπωρο 2022). Γράφτηκε και εκφωνήθηκε από τον αρχισυντάκτη της «Ε», Σταμάτη Καραγιαννόπουλο.

 

Τα άμεσα διεθνή πεδία που επηρεάζουν την κατάσταση και την πορεία του ελληνικού καπιταλισμού, δηλ. η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) και η Ευρωζώνη, είναι σήμερα το επίκεντρο της πορείας της παγκόσμιας οικονομίας προς τη νέα ύφεση, το επίκεντρο της πληθωριστικής έκρηξης και των επώδυνων συνεπειών του ιμπεριαλιστικού πολέμου στην Ουκρανία. Αυτά αποτελούν το χειρότερο δυνατό περιβάλλον για την απόπειρα της ελληνικής άρχουσας τάξης να επιτύχει μια πραγματική ανάκαμψη του ελληνικού καπιταλισμού από τη μεγάλη κρίση που γνώρισε την περίοδο 2010-2015.

Το ελληνικό ετήσιο ΑΕΠ έχει μια εξέλιξη που δείχνει ξεκάθαρα ότι η πραγματικότητα που διαμόρφωσε η μεγάλη κρίση του 2010-2015 έχει εδραιωθεί. Στην τελευταία χρονιά ανάκαμψης πριν από την μεγάλη κρίση, το 2007, το ελληνικό ΑΕΠ ανερχόταν σε 230,1 δισ ευρώ. Δεκατέσσερα χρόνια μετά, το 2021, ανήλθε σε μόλις 182,83 δις ευρώ, δηλαδή ήταν σχεδόν 50 δισ ευρώ χαμηλότερα σε σύγκριση με την χρονιά που προηγήθηκε της κρίσης.

Ανάλογα είναι και τα στοιχεία για το κρατικό χρέος και το έλλειμμα. Το 2007 το λεγόμενο χρέος της Γενικής κυβέρνησης ήταν στο 103,1% του ΑΕΠ, ενώ το 2021 ανήλθε στο 193,3%, δηλαδή σχεδόν διπλασιάστηκε. Σε απόλυτα ποσά, το 2007 το χρέος ανερχόταν σε 239,658 δισ ευρώ ενώ το 2021 έκλεισε στα 388,377 δισ, ήταν δηλαδή αυξημένο κατά σχεδόν 150 δισ!

Το κρατικό χρέος έγινε προσωρινά ανεκτό, όπως έχουμε εξηγήσει, μόνο λόγω της συμφωνίας με την τρόικα για τη μετάθεση μεγάλων πληρωμών για το μέλλον. Τα  προβλήματα της εξυπηρέτησής του δηλαδή, απλώς χώθηκαν σαν τη σκόνη προσωρινά κάτω από το χαλί. Επίσης, ακόμα και σε ό,τι αφορά το δημοσιονομικό έλλειμμα, η πρόοδος είναι ανύπαρκτη. Το 2021 έκλεισε με έλλειμμα 5% του ΑΕΠ, σημειώνοντας μια επίδοση που είναι χειρότερη, όχι μόνο από το 2007, το τελευταίο έτος πριν από την κρίση (3,5%), αλλά και από τα 4 από τα 6 χρόνια της μεγάλης κρίσης του 2010-2015.

Σε όλη αυτή την επιδείνωση θα πρέπει να προσθέσουμε πλέον και τον πληθωρισμό, που είναι ο υψηλότερος στη χώρα εδώ και σχεδόν 30 χρόνια. Είναι ανάγκη να μην μπερδεύουμε τις αιτίες με τις αφορμές. Ο σημερινός πληθωρισμός έχει συστημικά αίτια, είναι εκδήλωση της κρίσης, του παρασιτισμού και της παρακμής του καπιταλιστικού συστήματος. Είναι κλασική έκφραση των βασικών γνωρισμάτων του καπιταλισμού, της αναρχίας της καπιταλιστικής παραγωγής και της παραγωγής με σκοπό το κέρδος. Μόνο αφορμή για την εκδήλωσή του στάθηκαν η έξοδος από την πανδημία ή ο πόλεμος στην Ουκρανία. Θα εκδηλώνονταν με κάθε άλλη αφορμή.

Τα πιο πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία, αυτά για τον περασμένο Σεπτέμβριο, δείχνουν ποσοστό ετήσιου πληθωρισμού στην Ελλάδα 12 %. Αλλά οι αυξήσεις τιμών σε βασικά τρόφιμα είναι μεγαλύτερες από τον γενικό δείκτη, με 23,3% στα γαλακτοκομικά και τα αυγά, 18,4% στο ψωμί και τα δημητριακά, 17,6% στα κρέατα, 17% επίσης στα έλαια-λίπη και 14,3% στον καφέ, το κακάο και το τσάι. Στο σκέλος της ενέργειας, η μεγαλύτερη αύξηση καταγράφεται στο φυσικό αέριο με 332%! Ακολουθεί το πετρέλαιο θέρμανσης με αύξηση 65,1%, ο ηλεκτρισμός με 30,5% και τα καύσιμα – λιπαντικά με 17,7%. Εξίσου σημαντικές αυξήσεις καταγράφηκαν τον ίδιο μήνα στις μεταφορές, με 58,7% στις μετακινήσεις με αεροπλάνο, 32,9% στο ταξί και 25,4% στα πλοία.

Ο υψηλός αυτός πληθωρισμός, υπονομεύει σοβαρά το σύνολο της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας. Συρρικνώνει την κατανάλωση και αποτελεί αντικίνητρο για επενδύσεις, με συνέπεια την επιβράδυνση του ΑΕΠ. Κάνοντας ακριβότερες τις κάθε είδους κρατικές προμήθειες και επιβάλλοντας αναπόφευκτα κρατικές δαπάνες ελεημοσύνης στα πιο εξαθλιωμένα τμήματα στην υπηρεσία της σταθερότητας του αστικού καθεστώτος, αυξάνει την ανάγκη για δανεισμό, πολλαπλασιάζοντας το δημοσιονομικό έλλειμμα και το κρατικό χρέος. Επιπλέον, σε συνδυασμό με τις αυξήσεις επιτοκίου από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, αυξάνει τα επιτόκια δανεισμού του κράτους, καθιστώντας αυτόν τον δανεισμό όλο και πιο απαγορευτικό.

O υψηλός πληθωρισμός υπονομεύει σοβαρά το σύνολο της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας. Συρρικνώνει την κατανάλωση και αποτελεί αντικίνητρο για επενδύσεις, με συνέπεια την επιβράδυνση του ΑΕΠ. Κάνοντας ακριβότερες τις κάθε είδους κρατικές προμήθειες και επιβάλλοντας αναπόφευκτα κρατικές δαπάνες ελεημοσύνης στα πιο εξαθλιωμένα τμήματα στην υπηρεσία της σταθερότητας του αστικού καθεστώτος, αυξάνει την ανάγκη για δανεισμό, πολλαπλασιάζοντας το δημοσιονομικό έλλειμμα και το κρατικό χρέος. Επιπλέον, σε συνδυασμό με τις αυξήσεις επιτοκίου από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, αυξάνει τα επιτόκια δανεισμού του κράτους, καθιστώντας αυτόν τον δανεισμό όλο και πιο απαγορευτικό.

Τι συμβαίνει με τα επιτόκια δανεισμού; Θυμάστε πριν 1,5 χρόνο θριαμβολογούσαν ότι η το ελληνικό κράτος έχει επιτόκιο δανεισμού 0,5%. Σήμερα τα ελληνικά δεκαετή κρατικά ομόλογα, έχουν πλέον το υψηλότερο επιτόκιο στην Ευρωζώνη με 4,30%. Έτσι από τώρα στήνεται το σκηνικό  ώστε σε κάποιο στάδιο το σενάριο εκδήλωσης της μεγάλης κρίσης που ξέσπασε στα τέλη του 2009 να θέσει ξανά στο προσκήνιο τη λήψη νέων σκληρών αντεργατικών μέτρων λιτότητας στο όνομα της «ανάγκης να πειστούν οι αγορές» για να ξαναδανείσουν φτηνά το ελληνικό κράτος.

Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα είναι και θα συνεχίσει να είναι στο επίκεντρο της κρίσης. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ποτέ, ότι γύρω από τη «διάσωση των ελληνικών τραπεζών», δηλαδή στο βωμό της  υπεράσπισης των παρασιτικών κερδών μια χούφτας μεγαλομετόχων τους, στήθηκε ένα γιγάντιο σκάνδαλο μέσω της παροχής άφθονου κρατικού χρήματος και τεράστιων κρατικών εγγυήσεων. Οι ελληνικές τράπεζες διασώθηκαν με δημόσιο χρήμα και οι μετοχές τους πέρασαν κατά πλειοψηφία στο κράτος, αφέθηκαν (σκόπιμα) στα χέρια των παλιών μετόχων τους, αφού το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) που υποτίθεται ότι εκπροσωπούσε τα συμφέροντα του κράτους-μετόχου, δεν είχε τη δυνατότητα να τοποθετήσει διοικήσεις, Μόνο από την τρίτη ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών το ελληνικό κράτος υπέστει ζημιά τουλάχιστον 36,5 δισ. ευρώ,

Οι τράπεζες μείωσαν τα «κόκκινα» δάνειά τους, όχι όμως επειδή αυτά έγιναν πλέον εξυπηρετούμενα. Απλώς προχώρησαν σε εκτεταμένες πωλήσεις κόκκινων δανείων σε εταιρείες διαχείρισης δανείων,  τα οποία έχουν αρχίσει πλέον ένα άγριο κυνηγητό στους κατά κανόνα αδύναμους πλέον να αποπληρώσουν τα χρέη τους, «κόκκινους» δανειολήπτες. Με άλλα λόγια, τα «κόκκινα δάνεια» απλώς άλλαξαν χέρια, πέρασαν στους λεγόμενους «servicers», τα αρπακτικά κερδοσκοπικά funds, αλλά με ένα συνολικό ύψος πλέον 87,6 δις ευρώ παραμένουν ένας παρασιτικός ζυγός για χιλιάδες εργαζόμενους και κατεστραμμένους μικροαστούς στη χώρα. Και αν δεν αποδώσουν τελικά οι ρυθμίσεις και οι πλειστηριασμοί που επιχειρούν τα αρπακτικά funds για να ρουφήξουν όσο περισσότερο αίμα δανειοληπτών μπορούν, τότε σύμφωνα με το διαβόητο κυβερνητικό σχέδιο «Ηρακλής» θα ενεργοποιηθούν οι κρατικές εγγυήσεις, δηλαδή το ελληνικό κράτος θα καλύψει τις «ζημιές τους» μέχρι του ποσού των 24 δισ. ευρώ!

Το πρόβλημα είναι ότι ο ελληνικός καπιταλισμός και η κρίση του δεν σταματούν να γεννούν διαρκώς «κόκκινα δάνεια». Το πιο μεγάλο πρόβλημα για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα όλα δείχνουν ότι θα είναι ο νέος όγκος μη εξυπηρετούμενων δανείων. Είναι χαρακτηριστικό ότι  σύμφωνα με τα επίσημα κυβερνητικά στοιχεία, το 1 από τα 3 δάνεια που ρυθμίστηκαν πριν από 12 μήνες έχει γίνει και πάλι «κόκκινο».

Όλα αυτά, μας προϊδεάζουν για μια αναζωπύρωση του κινδύνου για τραπεζικές χρεοκοπίες πάνω στο έδαφος της επικείμενης διεθνούς ύφεσης. Η εν δυνάμει διάχυση του προβλήματος στην ελληνική κοινωνία από μια ραγδαία αύξηση των «κόκκινων δανείων» είναι τεράστια, καθώςο κύριος όγκος του συνόλου των καταθέσεων στις ελληνικές τράπεζες στο τέλος του 2021 (180 δισ ευρώ) είναι  αποταμιεύσεις μικροκαταθετών.

Μόνη λύση είναι η κοινωνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος και η απαλλοτρίωση των αρπακτικών funds που κατέχουν χρέος ελληνικών νοικοκυριών και επιχειρήσεων, η οποία θα οδηγήσει αυτόματα στην κατοχή ή τον μερικό έλεγχο ενός πολύ μεγάλου τμήματος του μεγάλου κεφαλαίου στη χώρα, δημιουργώντας μια πρώτη ισχυρή βάση για τον κεντρικό, δημοκρατικό σχεδιασμό της οικονομίας.

Στη βάση της αντικειμενικής οικονομικής κατάστασης όπως την περιγράψαμε και αναλύσαμε πιο πάνω, η διεθνής ανησυχία των αστών οικονομικών αναλυτών για τον ελληνικό καπιταλισμό επιστρέφει. Έτσι οι προκαταβολικοί πανηγυρισμοί της κυβέρνησης για μια πιθανή τοποθέτηση της ελληνική οικονομίας σε «επενδυτική βαθμίδα» από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης μέσα στο 2023 είναι πλήρως αβάσιμοι. Αξίζει να θυμίσουμε μόνο, ότι στις αρχές του 2010 που η Ελλάδα έμπαινε στη μεγαλύτερη κρίση της σύγχρονης Ιστορίας της, διέθετε επενδυτική βαθμίδα που είχε φθάσει στο επίπεδο «Α», δηλαδή στο υψηλότερο «σκαλοπάτι» της. Αναπόφευκτα το διεθνές τούνελ του στασιμοπληθωρισμού θα αναδείξει και πάλι το  γεγονός ότι η βαθιά κρίση του ελληνικού καπιταλισμού, όχι μόνο δεν επιλύθηκε, αλλά οξύνθηκε.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το ελληνικό κράτος μετά το ξέσπασμα κάθε σοβαρής παγκόσμιας κρίσης έφθανε κοντά στη χρεοκοπία. Ασφαλώς, με βάση τα επίσημα στοιχεία του ΟΔΔΗΧ (Οργανισμός Διαχείρισης Δημόσιου Χρέους), η εξυπηρέτηση του υπάρχοντος κρατικού χρέους τυπικά προβλέπεται ομαλή για τις επόμενες 4-5 δεκαετίες. Όμως πρέπει να τονιστεί ότι οι μεγαλύτεροι κίνδυνοι δεν πηγάζουν από το παλιό κρατικό χρέος, αλλά από το νέο χρέος που θα προστεθεί στο παλιό εξαιτίας της νέας οξυμένης φάσης της κρίσης του ελληνικού καπιταλισμού.

Συμπερασματικά, ως αποτέλεσμα του παρόντα συνδυασμού της επίμονης αδυναμίας για μια ουσιαστική ανάκαμψη στο ΑΕΠ από την κρίση του 2010-2015, του υψηλού πληθωρισμού, της υπερχρέωσης, της μόνιμης τάσης για δημοσιονομικά ελλείμματα και της ανόδου του κόστους του δανεισμού, ο ελληνικός καπιταλισμός οδεύει ολοταχώς προς μια νέα εμφάνιση της άμεσης απειλής για μια κρατική χρεοκοπία και επιστροφή στο εθνικό νόμισμα, στο πλαίσιο της διαδικασίας ανάδειξης μιας γενικής απειλής για τη συνοχή της ΕΕ και της Ευρωζώνης και για τη διατήρησή τους με τη σημερινή τους μορφή και σύνθεση.

Οι μαρξιστές εξετάζουμε τις εξελίξεις και τις τάσεις στην οικονομία, όχι για λόγους στατιστικούς ή φιλολογικούς, αλλά για να κατανοήσουμε την επίδρασή της στην κοινωνική συνείδηση και την ταξική πάλη. Έτσι, οφείλουμε να τονίσουμε ότι η επιστροφή του ελληνικού καπιταλισμού σε μία κατάσταση ανοικτής οικονομικής κρίσης που θα έχει κοινά στοιχεία με την περίοδο 2010-2015, θα έχει ως αποτέλεσμα η ελληνική κοινωνία να «ξαναπιάσει» το νήμα από εκείνη την προεπαναστατική περίοδο και να τείνει να εισέλθει σε μια ανοικτά επαναστατική κατάσταση.

Η κατάσταση και η συνείδηση της εργατικής τάξης και της νεολαίας

Μια σειρά από στοιχεία δείχνουν την αυξανόμενη εξαθλίωση που αναπτύσσεται στους κόλπους της εργατικής τάξης ως αποτέλεσμα της ακρίβειας. Την ώρα που η Ελλάδα έχει σχεδόν διπλάσιο ποσοστό ανεργίας (13,5%) από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης  (6%), και επίσης κατέχει την πρωτιά στο ποσοστό ανέργων στους νέους, με 28,6% (ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στην Ευρωζώνη είναι 14,2%),  η καλπάζουσα ακρίβεια, σε συνδυασμό με τη διαρκή αποκάλυψη της προχωρημένης σήψης και διαφθοράς της κυβέρνησης την ΝΔ, ριζοσπαστικοποιούν τη συνείδηση των εργατικών μαζών. Η ψυχολογία των μαζών της εργατικής τάξης αρχίζει να θυμίζει έντονα την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα που επικρατεί λίγο πριν από μια μεγάλη καταιγίδα.

Η συνείδηση των εργατικών μαζών δεν διαμορφώνεται μόνο από την οικονομία. Αυτή η ερμηνεία θα ήταν ένας πλήρης εκχυδαϊσμός του μαρξισμού. Έτσι, τις τελευταίες μέρες, αποφασιστική επίδραση στη συνείδηση των μαζών έχει το σκάνδαλο με την παιδική πορνεία. Αποκαλύπτει τη βαθιά σήψη του συστήματος, του κράτους, των αστικών κομμάτων και των αστών πολιτικών. Με αυτήν την αφορμή, αξίζει να θυμηθούμε ότι στα τέλη του 19ου αιώνα, η Γαλλία είχε φθάσει στα πρόθυρα μιας επαναστατικής κατάστασης με την διαβόητη «υπόθεση Ντρέιφους», η οποία αποκάλυψε την σήψη του αστικού καθεστώτος στη Γαλλία.

Επιπλέον, θα πρέπει ιδιαίτερα να εστιάσουμε στις επαναστατικές διεργασίες στη νεολαία, ακόμα και εάν τώρα αυτές δεν εκφράζονται με ένα μαζικό κίνημα. Το πιο χαρακτηριστικό είναι το φαινόμενο της μεγάλης απήχησης που έχει στη νεολαία το πολιτικοποιημένο μουσικό έργο του καλλιτέχνη ΛΕΞ, που έχει ανησυχήσει σφοδρά την αστική τάξη.

Το πολιτικό αίτημα της άμεσης πτώσης της κυβέρνησης της ΝΔ είναι πλέον εδώ και καιρό υπερώριμο στη συνείδηση της πλειονότητας των εργατικών μαζών. Ωστόσο δυστυχώς, οι σοσιαλδημοκράτες ηγέτες του ΣΥΡΙΖΑ (και του ΜέΡΑ25) συνεχίζουν να δείχνουν στις μάζες ως «μόνη εναλλακτική λύση διακυβέρνησης» το ίδιο το σημερινό σάπιο, αυταρχικό και διεφθαρμένο αστικό κράτος, περασμένο με ένα φανταστικό, «δημοκρατικό» λούστρο, ενώ οι ηγέτες του ΚΚΕ αρνούνται να προβάλουν, ως τάχα «ανεπίκαιρο», οποιοδήποτε σύνθημα αφορά το ζήτημα της κυβέρνηση και την εξουσία.

 H παρούσα φάση της ταξικής πάλης στην Ελλάδα και το εργατικό κίνημα

Η διεθνής κρίση του 2008, με την εγχώρια αντανάκλασή της το 2009-2010, δημιούργησε τις  αντικειμενικές προϋποθέσεις για να εισέλθει η Ελλάδα σε μια παρατεταμένη ιστορική περίοδο κρίσης του αστικού καθεστώτος με αναπόφευκτες επαναστατικές συνέπειες. Για 6 σχεδόν χρόνια, από την Άνοιξη του 2010 έως τα τέλη του Χειμώνα του 2016, η εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα της χώρας έδωσαν μεγάλες ταξικές και πολιτικές μάχες. Χωρίς να διαθέτουν επαναστατική πολιτική ηγεσία και παλεύοντας υπό το τρομακτικό βάρος των δεινών της κρίσης (μαζική ανεργία και εξαθλίωση), οι εργατικές μάζες έκαναν ό,τι μπορούσαν, μέσα στις δεδομένες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες, για να αλλάξουν τη μοίρα που τους επιφυλάσσει ο καπιταλισμός.

Αλλά οι αγώνες τους προδόθηκαν, ανοικτά από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ με την υπογραφή του 3ου Μνημονίου και τα πεπραγμένα της περιόδου της κυβέρνησης 2015-2019, και συγκεκαλυμμένα από τις ηγεσίες του ΚΚΕ και της «Αριστερής Πλατφόρμας» του ΣΥΡΙΖΑ, που στάθηκαν ανίκανες με την κατάλληλη πολιτική και τακτική να παράσχουν τη δυνατότητα μιας επαναστατικής λύσης, με μια γραμμή παθητικού-τελεσιγραφικού αριστερισμού η πρώτη και γραφειοκρατικής-οπορτουνιστικής δειλίας η δεύτερη. Έτσι οι εργατικές μάζες σπρώχτηκαν στον βάλτο της απελπισίας και της πολιτικής απογοήτευσης.

Το σχεδόν τετραετές διάστημα απουσίας μαζικών ταξικών και πολιτικών αγώνων στην Ελλάδα που ακολούθησε από την Άνοιξη του 2016 ήταν μια απόλυτα φυσιολογική και αναμενόμενη εξέλιξη. Όπως είχαμε τονίσει στο πολιτικό κείμενο του 13ου συνεδρίου μας (Δεκέμβριος 2019), τα χρόνια αυτά δεν σηματοδότησαν την ύπαρξη μιας καινούριας ιστορικής περιόδου, αλλά αποτελούσαν ένα διάλειμμα μέσα στην υπάρχουσα γενική ιστορική περίοδο που ξεκίνησε το 2010. Τα γεγονότα που ακολούθησαν την εκλογή της κυβέρνησης της ΝΔ το 2019 επιβεβαίωσαν αυτή την εκτίμηση. Αρχικά η νεολαία και αργότερα η εργατική τάξη, έδειξαν έμπρακτα την διάθεση να ξαναμπούν  στο προσκήνιο με μαζικούς αγώνες, σηματοδοτώντας την αρχή του τέλους μιας περιόδου «παράλυσης» του εργατικού κινήματος και της ριζοσπαστικοποιημένης νεολαίας.

Έτσι, παρά την ύπαρξη της πανδημίας, τον Οκτώβριο του 2020 είχαμε την μαζική και κατά βάση νεολαιίστικη αντιφασιστική διαδήλωση στο Εφετείο της Αθήνας με αίτημα την παραδειγματική καταδίκη της Χρυσής Αυγής, και σχεδόν ταυτόχρονα, ένα αξιόλογο κίνημα μαθητικών καταλήψεων στα σχολεία. Πέντε μήνες μετά, τον Μάρτιο του 2021, και παρά την δεύτερη και πιο θανατηφόρα έξαρση της πανδημίας, είχαμε τις σύντομες, αλλά αρκετά μαζικές και ριζοσπαστικές συγκεντρώσεις ενάντια στον αστυνομικό αυταρχισμό.

Όλα αυτά τα γεγονότα που είχαν πρωταγωνίστρια τη ριζοσπαστικοποιημένη νεολαία, όπως είχαμε προβλέψει αποτέλεσαν τον προάγγελο για τη μαζική κινητοποίηση της εργατικής τάξης και του κινήματός της. Έτσι λοιπόν, τρεις μήνες μετά (Ιούνιος 2022) είχαμε την πρώτη σχετικά μαζική 24ωρη γενική απεργία μετά από 5 χρόνια, ενάντια στον αντεργατικό νόμο Χατζηδάκη. Στον απόηχό της, είχαμε το Φθινόπωρο του 2021 τη νικηφόρα κινητοποίηση των διανομέων της e-food ενάντια στις απολύσεις, η οποία τράβηξε για αρκετές μέρες την προσοχή ολόκληρης της εργατικής τάξης και απέσπασε την έμπρακτη αλληλεγγύη της, και επίσης την πρώτη μερικώς νικηφόρα απεργία διαρκείας των εργατών στην COSCO. Ταυτόχρονα, είχαμε την πρώτη μαζική απεργία και διαδήλωση των εκπαιδευτικών μετά από αρκετά χρόνια. To αποκορύφωμα αυτής της νέας σταδιακής, αλλά σταθερής ανόδου των μαζικών ταξικών αγώνων, ήταν η σχετικά μαζική 24ωρη γενική απεργία του Απριλίου του 2022, που ακολουθήθηκε από ιδιαίτερα μαχητικές απεργίες διαρκείας με καταλήψεις εργοστασίων στη ΛΑΡΚΟ και στη βιομηχανία «Μαλαματίνα».

Στις περισσότερες από αυτές τις κινητοποιήσεις του εργατικού κινήματος κατά τον προηγούμενο 1,5 χρόνο υπήρχε ένα κοινό στοιχείο: την πιο ενεργή συμμετοχή την είχε η νεότερη γενιά της εργατικής τάξης και παντού αυτή ήταν που έδινε τον τόνο. Πρόκειται για νέους που δεν πρόλαβαν να συμμετάσχουν ενεργά στους μαζικούς ταξικούς και πολιτικούς αγώνες της περιόδου 2010-2015 και δεν βίωσαν την απογοήτευση από την ήττα του καλοκαιριού του 2015. Είναι μια γενιά που μπήκε στους χώρους εργασίας με το υπερεκμεταλλευτικό καθεστώς που καθιερώθηκε με τα Μνημόνια και η οποία κάθε μέρα συνειδητοποιεί όλο και πιο πολύ ότι αν δεν αγωνιστεί συλλογικά δεν πρόκειται να επιβιώσει. Με αυτήν την ψυχολογία, η γενιά αυτή προσεγγίζει ξανά τα συνδικάτα και αντικειμενικά γίνεται ο φυσικός αντίπαλος της ρουτίνας και του συμβιβαστικού πνεύματος με το κεφάλαιο και το κράτος που εκφράζει η συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Αυτή η νέα γενιά εργατών είναι το φυσικό ακροατήριο του επαναστατικού μαρξισμού.

Υπήρχαν όλες οι δυνατότητες, αυτή η ανοδική φάση του εργατικού κινήματος να έχει εξελιχθεί ακόμα γρηγορότερα και να έχει δώσει ήδη ένα πρώτο νικηφόρο πολιτικό αποτέλεσμα. Οι εργαζόμενοι έδειξαν έμπρακτα δείγματα μιας μαχητικής διάθεσης που θα μπορούσε να αποτελέσει την αναγκαία «πρώτη ύλη» για μια μεγάλη αντεπίθεση του εργατικού κινήματος ικανή να ανατρέψει την κυβέρνηση. Αλλά για μία ακόμα φορά ο ρόλος των πολιτικών και συνδικαλιστικών ηγεσιών αποδείχθηκε καθοριστικός και μοιραίος. Και στις δύο γενικές απεργίες, όλες οι συνδικαλιστικές ηγεσίες, με προεξάρχοντες του σταλινικούς ηγέτες του ΠΑΜΕ, μίλησαν για την περιβόητη «κλιμάκωση». Αλλά στην πράξη δεν έκαναν τίποτα γι’ αυτήν.

Το ζήτημα της ηγεσίας του εργατικού κινήματος ήταν, είναι και θα είναι το καθοριστικό ζήτημα στην ταξική πάλη, ανεξάρτητα από τη φάση του εργατικού κινήματος. Ειδικά σε μια συγκυρία όπου το κίνημα αρχίζει να αφυπνίζεται και να κινητοποιείται μετά από μια σοβαρή ήττα και κάποια χρόνια «παράλυσης», ο ρόλος της ηγεσίας είναι εξαιρετικά κρίσιμος. Κι εδώ θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι δεν μιλάμε μόνο για τις συνδικαλιστικές, αλλά εξίσου και για τις πολιτικές ηγεσίες. Αν οι ηγεσίες του ΣΥΡΙΖΑ, του ΚΚΕ και του ΜέΡΑ25, ανταποκρινόμενες στοιχειωδώς στα αγωνιστικά μηνύματα που έστειλε η αξιόλογη συμμετοχή στις 24ωρες γενικές απεργίες και από κοινού με τις συνδικαλιστικές ηγεσίες, καλούσαν σε κλιμάκωση του αγώνα με κεντρική διεκδίκηση την πτώση αυτής της κυβέρνησης, το πιθανότερο είναι η κυβέρνηση Μητσοτάκη να είχε ήδη γίνει παρελθόν.

Η σχέση τάξης και ηγεσίας είναι μια διαλεκτική σχέση, με αμοιβαίες πιέσεις και αλληλεπίδραση. Στη σχέση αυτή, σημαντικό ρόλο παίζει η δράση της άρχουσας τάξης. Η επίθεση της άρχουσας τάξης, σε συνδυασμό με την αυξανόμενη αγανάκτηση των μαζών, μπορεί να δημιουργήσει συνθήκες όπου οι ηγεσίες θα κινηθούν πέρα από τις προθέσεις τους ή και θα ξεπεραστούν. Το πότε ακριβώς μπορεί να συμβεί αυτό δεν μπορούμε να το προβλέψουμε. Οι ηγεσίες της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ πιεζόμενες από την πλατιά δυσαρέσκεια και αγανάκτηση των εργατικών μαζών έχουν αναγκαστεί να καλέσουν μία ακόμα 24ωρη γενική απεργία για τις 9 Νοέμβρη. Αυτά τα καλέσματα από την πλευρά τους, εντάσσονται στην παλιά δοκιμασμένη συνταγή των σποραδικών 24ωρων γενικών απεργιών με σκοπό την εκτόνωση της εργατικής οργής. Αλλά η πραγματικότητα της ταξικής πάλης έχει τη δική της λογική και δεν εξελίσσεται σύμφωνα με τις προθέσεις των ηγετών.

Κάθε κάλεσμα για 24ωρη γενική απεργία, ειδικά όταν όπως ήδη σημειώσαμε το εργατικό κίνημα βρίσκεται σε μια φάση αφύπνισης όπως σήμερα, ισοδυναμεί για τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία με ένα παιχνίδι με την φωτιά. Εξοργισμένη και αγανακτισμένη από την αχαλίνωτη ακρίβεια, η εργατική τάξη είναι δυνατό μέσα από μια μαζική και μαχητική συμμετοχή με τα πιο νεαρά της τμήματα στην πρώτη γραμμή, να ενισχύσει την αυτοπεποίθησή της και να ασκήσει ακόμα μεγαλύτερες πιέσεις στις συνδικαλιστικές αλλά και τις πολιτικές ηγεσίες για νέα καλέσματα αγώνα.

Ωστόσο, οφείλουμε να αναφέρουμε ότι καμία φάση της ταξικής πάλης δεν εξελίσσεται ευθύγραμμα και ομοιόμορφα. Το ότι είχαμε αξιόλογη συμμετοχή στις 2 προηγούμενες γενικές απεργίες δεν σημαίνει αυτόματα ότι το ίδιο θα συμβεί σε όλες τις επόμενες. Αν οι επόμενες μία ή και δύο 24ωρες γενικές απεργίες δεν έχουν την ίδια μαζικότητα με τις αντίστοιχες του 2021-22 αυτό δεν θα σημαίνει ότι το εργατικό κίνημα δεν θα συνεχίσει να βρίσκεται σε μια ανοδική φάση αφύπνισης. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι κατά την περίοδο των μαζικών ταξικών μαχών της περιόδου 2010-2015, όσο πλησιάζαμε στις κρίσιμες εκλογές του 2012 και του 2015 η συμμετοχή σε απεργίες μειωνόταν, καθώς το ενδιαφέρον των εργατικών μαζών στρεφόταν στο πολιτικό πεδίο. Έτσι και τώρα, όσο πλησιάζουμε προς τις εκλογές του 2023 στις οποίες το ενδεχόμενο μιας σοβαρής ήττας του παραδοσιακού κόμματος του κεφαλαίου εμφανίζεται πλέον πολύ πιθανό, είναι φυσικό ως έναν βαθμό, το ενδιαφέρον για τη συμμετοχή σε απεργίες να είναι πεσμένο σε σύγκριση με το 2021 και το 2022.

Σε κάθε περίπτωση, η νέα ανοδική φάση του εργατικού κινήματος θα οδηγήσει αργά ή γρήγορα σε σοβαρές αλλαγές στα συνδικάτα. Ο συσχετισμός δύναμης όπως αποτυπώνεται στις δύο μεγάλες συνομοσπονδίες του ιδιωτικού και του κρατικού τομέα παραμένει τα τελευταία χρόνια σε γενικές γραμμές σταθερός χωρίς μια σοβαρή αλλαγή υπέρ των παρατάξεων της Αριστεράς. Αυτός ο συσχετισμός αντανακλά την παλιά κατάσταση γραφειοκρατικής λειτουργίας και φιλικής στο κράτος και την εργοδοσία τακτικής των ισχυρότερων συνδικάτων γύρω από το κράτος, τις ΔΕΚΟ και τις τράπεζες. Κλονίστηκε ισχυρότατα κατά την περίοδο των μαζικών μαχών ενάντια στα Μνημόνια και τις μνημονιακές κυβερνήσεις το 2010-2015, όπου συντελέστηκε μια ξεκάθαρη αλλά ανολοκλήρωτη στροφή στα συνδικάτα προς τ’ αριστερά, με επίκεντρο την ΑΔΕΔΥ και το Εργατικό Κέντρο Αθήνας. Αλλά κυρίως το γεγονός της ήττας του 2015, σε συνδυασμό με τα σοβαρά λάθη και την ανεπάρκεια των ηγεσιών της συνδικαλιστικής Αριστεράς με κορμό το ΠΑΜΕ, ανέκοψαν αυτήν την πορεία και έδωσαν παράταση ζωής στη δύναμη της παλιάς γραφειοκρατίας στα συνδικάτα.

Τα συνδικάτα, παρά τον ιστορικό κλονισμό της σχέσης τους με τις εργατικές μάζες  από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 και μετά, εξαιτίας του προχωρημένου γραφειοκρατικού τους εκφυλισμού και των απανωτών ηττών των προηγούμενων δεκαετιών, και επίσης παρά και ενάντια στους αντισυνδικαλιστικούς νόμους της τελευταίας 5ετίας, αποτελώντας την στοιχειώδη μορφή οργάνωσης για το ξεπέρασμα του κατακερματισμού των εργατών, αναπόφευκτα θα τείνουν να ξαναμπούν στο επίκεντρο της προσοχής των εργατικών μαζών και να αναγεννηθούν.

Η εργατική τάξη συνεχίζει να διαθέτει 2 συνομοσπονδίες σε ιδιωτικό και κρατικό τομέα (ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ) με πάνω από 500.000 συνολικά εγγεγραμμένα μέλη, 81 Εργατικά Κέντρα με 74 ομοσπονδίες στον ιδιωτικό τομέα, 50 Ομοσπονδίες εργαζόμενων στο κράτος και εκατοντάδες πρωτοβάθμια σωματεία. Καθώς οι εργατικές μάζες αφυπνίζονται και ξαναμπαίνουν στο προσκήνιο, με κύριο μοχλό τη νέα γενιά εργατών, αυτή η πανίσχυρη οργανωμένη δύναμη θα ξανατεθεί σε κίνηση, δημιουργώντας ταυτόχρονα και τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να παραμεριστεί η γραφειοκρατία.

Η άρχουσα τάξη από την πολιτική ευφορία στην ανησυχία

Η εκλογή της αυτοδύναμης κυβέρνησης της ΝΔ τον Ιούλιο του 2019 έγινε δεκτή από την άρχουσα τάξη σαν το ξεκίνημα μιας νέας περιόδου πολιτικής σταθερότητας στο αστικό καθεστώς, μετά από μια πολύ ταραγμένη δεκαετία, κατά την οποία μάλιστα, υποχρεώθηκε την πιο κρίσιμη στιγμή για την θέση της μέσα στην ΕΕ και την Ευρωζώνη (2015) να στηριχθεί σε μια εντελώς άπειρη από τη διαχείριση του αστικού κράτους κυβέρνηση ρεφορμιστών.

Οι ειδικές συνθήκες που διαμόρφωσε η πανδημία από τις αρχές του 2020 ευνόησαν πλήρως την αντιδραστική δεξιά κυβέρνηση του Κυρ. Μητσοτάκη. Αυτός ο «μήνας του μέλιτος» στην εξουσία άρχισε να φτάνει στο τέλος του με την έλευση του 2021. Η κυβέρνηση με την κορύφωση του δεύτερου κύματος της πανδημίας αποδείχθηκε πρωταγωνίστρια στη γενικότερη κοινωνικά ανεύθυνη και εγκληματική διεθνή αστική πολιτική έναντι της δημόσιας υγείας, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να βρίσκεται σταθερά μεταξύ των χωρών με τους περισσότερους θανάτους από Covid-19 παγκόσμια. Αυτή η αποκάλυψη του κοινωνικά εγκληματικού χαρακτήρα της πολιτικής της στην πανδημία, έδωσε το πρώτο ισχυρό πλήγμα στην δημοτικότητα της κυβέρνησης. Το επόμενο ήταν το ρεσιτάλ αστυνομικής τρομοκρατίας που οδήγησε στα γεγονότα της Ν. Σμύρνης τον Μάρτη του 2021 και μετά ήρθε η εξάπλωση της εργατικής οργής που προκάλεσε η ψήφιση του αντεργατικού νόμου νόμου Χατζηδάκη. Αυτό ήταν ένα σημείο καμπής για τη σχέση των μαζών με την κυβέρνηση, αφού συνοδεύτηκε από την πρώτη επιτυχημένη 24ωρη ενική απεργία μετά από μια 5ετία.

Ένα αρκετά ισχυρό πλήγμα δέχθηκε η κυβέρνηση και με την αποκάλυψη της ανικανότητας της να προλάβει και να αντιμετωπίσει στοιχειωδώς τις καταστροφικές πυρκαγιές το καλοκαιριού που ακολούθησε. Όμως το πιο αποφασιστικό πλήγμα για την σταθερότητα της κυβέρνησης του Κυρ. Μητσοτάκη ήρθε με την έκρηξη της ακρίβειας από το Σεπτέμβριο του 2021 και μετά, με την αποκάλυψη της προκλητικής εύνοιάς της στην αισχροκέρδεια των εταιρειών ενέργειας. Η εργατική δυσαρέσκεια για την ακρίβεια τροφοδότησε την επιτυχία της 24ωρης γενικής απεργίας του περασμένου Απρίλη και σε συνδυασμό με την λαϊκή κατακραυγή για την ενεργή στρατιωτική εμπλοκή της Ελλάδας στον πόλεμο της Ουκρανίας και το σκάνδαλο της μαζικής παρακολούθησης πολιτών για λόγους «εθνικής ασφαλείας», έχουν καταστήσει την παρούσα κυβέρνηση μια από τις πιο λαομίσητες των 48 χρόνων της Μεταπολίτευσης.

Οι μόνοι λόγοι για τους οποίους αυτή κυβέρνηση της ΝΔ συνεχίζει να βρίσκεται στην εξουσία είναι δύο. Ο πρώτος είναι η δυνατότητα που της έδωσε η «ρήτρα διαφυγής» από το Σύμφωνο Σταθερότητας να πραγματοποιήσει ορισμένες παροχές σε τμήματα της εργατικής τάξης και των μικροαστών. Ο δεύτερος είναι η πλήρης αδράνεια των ηγεσιών των συνδικάτων, του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ, που αρνήθηκαν και συνεχίζουν να αρνούνται να καλέσουν σε πραγματικούς μαζικούς αγώνες διαρκείας.

Η αυξανόμενη κοινωνική απομόνωση της κυβέρνησης έχει οδηγήσει όλους τους γνωστούς αναλυτές της άρχουσας τάξης, διεθνώς και στην Ελλάδα, να ανησυχούν για την προοπτική «πολιτικής αστάθειας». Ενδεικτικά, στις 9/10 ο διευθυντής της «Καθημερινής», Αλέξης Παπαχελάς εξέφραζε τον φόβο ότι ο «συνδυασμός ασύλληπτης πίεσης στην κοινωνία» και «ατελείωτης πόλωσης» θα μπορούσε να βγάλει «κάτι πολύ άρρωστο στο τέλος», υπονοώντας ασφαλώς την εμφάνιση μιας ανοικτά επαναστατικής κατάστασης στην κοινωνία και μια νέα φάση πολιτικής ριζοσπαστικοποίησης των εργατικών και φτωχών λαϊκών μαζών.

ΣΥΡΙΖΑ: τα σχέδια της ηγεσίας και οι πιέσεις των εργαζόμενων

Φέτος συμπληρώθηκε πλέον μια δεκαετία που ο ΣΥΡΙΖΑ είναι το βασικό κόμμα που υποστηρίζουν οι μάζες της εργατικής τάξης. Μετά την εκλογική ήττα του 2019, φάνηκε ξεκάθαρα η πρόθεση της ηγετικής ομάδας Τσίπρα να φτιάξει ένα νέο κόμμα που δεν θα θυμίζει καθόλου οργανωτικά και πολιτικά το αριστερό παρελθόν του ΣΥΡΙΖΑ. Στο οργανωτικό πεδίο οι επιδιώξεις της πραγματοποιήθηκαν, όμως στο σκέλος των πολιτικών θέσεων, τα πράγματα δεν έχουν εξελιχθεί σύμφωνα με τις αρχικές προθέσεις της.

Η πολιτική ανάγκη της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ να δείξει ότι ανταποκρίνεται στη μεγάλη πίεση που της ασκείται από την αυξανόμενη δυσαρέσκεια των εργατικών μαζών την έχει οδηγήσει ξανά στην υιοθέτηση ορισμένων κλασικών αριστερορεφορμιστικών θέσεων – πάντοτε με τη γνωστή ρεφορμιστική ασάφεια, ασυνέπεια και αντιφατικότητα – όπως η αύξηση μισθών, συντάξεων, η καθιέρωση τιμαριθμικής αναπροσαρμογής στους μισθούς, η μείωση των ωρών εργασίας χωρίς μείωση αποδοχών, η επανακρατικοποίηση της ΔΕΗ, η χρηματοδοτική ενίσχυση της δημόσιας Υγείας, η κατάργηση αντεργατικών νόμων της κυβέρνησης της ΝΔ όπως ο νόμος Χατζηδάκη κ.α. Αυτή η εξέλιξη επιβεβαιώνει την ορθότητα της επιλογής μας να αντισταθούμε μετά το 2015 στη σεχταριστική «μόδα» και να αρνηθούμε να κατατάξουμε τον ΣΥΡΙΖΑ στο αστικό πολιτικό στρατόπεδο, επιμένοντας στην απόπειρά μας να εκτιμήσουμε την πορεία και το μέλλον του να δίνουμε έμφαση, όχι στα σχέδια και τις προθέσεις των γραφειοκρατών ηγετών του, αλλά στη ζωντανή αλληλεπίδραση του κόμματος με τις εργατικές μάζες.

Η επόμενη σοβαρή δοκιμασία του ΣΥΡΙΖΑ θα έρθει μετά την πιθανή επανεκλογή του στην κυβέρνηση. Ο ευκαιριακός, συγχυσμένος, δειλός και δημαγωγικός χαρακτήρας της εκ νέου υιοθέτησης αριστεροφερμιστικών θέσεων από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ μετά από μια σχεδόν εξαετή «θητεία» στον δεξιό ρεφορμισμό, σε συνδυασμό με τις πιέσεις από την άρχουσα τάξη, το διεθνές κεφάλαιο και τον αστικό κρατικό μηχανισμό, θα τείνει να αποτυπωθεί με την εγκατάλειψη τουλάχιστον ενός σημαντικού μέρους των αριστερορεφορμιστικών «δεσμεύσεων». Αυτή η εγκατάλειψη θα μεταφέρει αναπόφευκτα την εργατική δυσαρέσκεια μέσα στις γραμμές του κόμματος, το οποίο είναι πλέον πολύ διαφορετικό από το κόμμα του 2012, με πολλές δεκάδες χιλιάδες νέα μέλη, και λιγότερο εύκολο να ελεγχθεί.

Ακόμα και αν δεν θα λειτουργούν καθόλου σε εκείνο το στάδιο οι κομματικές οργανώσεις με εσωτερικές διαδικασίες συζήτησης, είναι τέτοια η ποσότητα αυτών των μελών που θα μπορούσε από τους κόλπους τους να σχηματιστεί μια μικρή μειοψηφία αντιπολιτευόμενων από τ’ αριστερά μελών ικανή να αποτελέσει τη «μαγιά» μιας νέας αριστερής πτέρυγας που θα είναι ανοικτή στις ιδέες και το πρόγραμμα του μαρξισμού.

 Το ΚΚΕ παγιδευμένο σε μια αδιέξοδη ηγετική γραμμή

Τα προηγούμενα 10-15 χρόνια η σταλινική ηγεσία του ΚΚΕ αποδείχθηκε οργανικά ανίκανη να αναπτύξει αποφασιστικά την επιρροή του κόμματος στην εργατικές μάζες και να ανοίξει το δρόμο για την εργατική εξουσία. Η αιτία για την αποτυχία αυτή, δεν είναι άλλη από την εδραιωμένη ως σήμερα κεντρική πολιτική της γραμμή. Αυτή αποτελεί ένα κράμα αριστερισμού από την μία πλευρά, με κύρια έκφραση την πεισματική απόρριψη της λενινιστικής τακτικής του Ενιαίου Εργατικού Μετώπου, και οπορτουνισμού από την άλλη, με κύριες εκφράσεις την προσήλωση στις συμβολικές κινητοποιήσεις αντί για την προώθηση ενός σχεδίου κλιμάκωσης των αγώνων, την προβολή ενός αποκλειστικά μίνιμουμ οικονομικού προγράμματος διεκδικήσεων χωρίς καμία γέφυρα σύνδεσης με το επίσημο κομματικό πρόγραμμα που τυπικά θέτει ως άμεσο κεντρικό σκοπό την εργατική εξουσία αλλά στην πράξη  αντιμετωπίζεται ως ανεπίκαιρο, και την υιοθέτηση σοσιαλσωβινιστικών θέσεων στα λεγόμενα «εθνικά θέματα».

Όσο η κεντρική γραμμή της ηγεσίας του ΚΚΕ παραμένει η ίδια θα παραμονεύει η προοπτική για την εκδήλωση μιας σοβαρής εσωκομματικής κρίσης. Μια τέτοια κρίση θα μπορούσε να προκύψει όχι μόνο κάτω από την επίδραση ενός μαζικού κινήματος που θα εξέθετε ξανά την ανεπάρκεια της κεντρικής ηγετικής γραμμής, αλλά και ως αποτέλεσμα μιας πολύ πιθανής σοβαρής εκλογικής αποτυχίας, ιδιαίτερα στις αναπόφευκτα εξαιρετικά πολωμένες μεταξύ της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ μεθεπόμενες εκλογές της «ενισχυμένης αναλογικής». Αυτό θα μπορούσε να λειτουργήσει σαν ένα πολιτικό σοκ για το κόμμα, βάζοντας κάθε μέλος και υποστηρικτή του στη διαδικασία να αναζητήσει σοβαρές απαντήσεις, τις οποίες ασφαλώς θα είναι οργανικά ανίκανη να παράσχει η ηγεσία του ΚΚΕ ως αποκλειστικά υπεύθυνη.

Σε αυτές τις συνθήκες μια γνήσια λενινιστική, κομμουνιστική  τάση με μερικές εκατοντάδες καλά εκπαιδευμένων μαρξιστικών στελεχών, διακριτές δυνάμεις σε ορισμένα έστω, συνδικάτα και φοιτητικούς συλλόγους, θα μπορούσε με τις σοβαρές πολιτικές απαντήσεις της να γίνει σημείο αναφοράς για χιλιάδες αγωνιστές του ΚΚΕ και της ΚΝΕ, οι οποίοι θα αναζητούν μια αληθινά μαρξιστική εναλλακτική λύση.

 Η πορεία της σύγκρουσης Ελλάδας – Τουρκίας

Τα τελευταία 6-7 χρόνια αποτέλεσαν περίοδο μεγάλης όξυνσης της διαχρονικής σύγκρουσης μεταξύ της ελληνικής και της τουρκικής αστικής τάξης, με επίκεντρο τον έλεγχο της οικονομικής εκμετάλλευσης των θαλάσσιων ζωνών στη ΝΑ Μεσόγειο. Η φύση αυτής της σύγκρουσης συνίσταται στο γεγονός ότι δυο περιφερειακές-τοπικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, η Ελλάδα και η Τουρκία, ερίζουν για το ποια θα κυριαρχήσει σε βάρος της άλλης στην ευρύτερη περιοχή και ως ο πιο αξιόπιστος τοπικός συνεταίρος των ισχυρού δυτικού ιμπεριαλισμού. Ανεξάρτητα από το ποιος κατά καιρούς έχει τη θέση του «επιτιθέμενου» ή του «αμυνόμενου», σύγκρουση αυτή είναι και από τις δύο πλευρές απόλυτα αντιδραστική.

Στο όνομα της αντιμετώπισης της τουρκικής απειλής, το ελληνικό κράτος διέθεσε μόνο το 2021 για την Άμυνα 7.7 δις δολάρια ή το 3,65 % του ΑΕΠ του. Πρόκειται για το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρώπη όπου ο μέσος όρος δαπανών για την άμυνα επί του ΑΕΠ είναι της τάξης του 1,48%. Είναι επίσης το μεγαλύτερο ποσοστό των δυο τελευταίων δεκαετιών που διατέθηκε στον ευρωπαϊκό χώρο για το σκοπό αυτό, αλλά και σχεδόν το τριπλάσιο από το 1,25% που διαθέτει η Τουρκία.

Τα δυο προηγούμενα χρόνια υπήρξαν περίοδος αναβάθμισης της Ελλάδας έναντι της Τουρκίας, και πλέον έχει κλείσει αρκετά η «ψαλίδα» μεταξύ των στρατιωτικών δυνάμεων των δύο κρατών. Στην αεροπορία δε, με την προμήθεια των 18 γαλλικών Rafale και με έναν ικανοποιητικό αριθμό υπερσύγχρονων αμερικανικών μαχητικών F-35, αλλά και στο ναυτικό,  έχουμε πλέον ανατροπή του συσχετισμού στρατιωτικής ισχύος υπέρ της Ελλάδας. Η διαγραφή της Τουρκίας από το πρόγραμμα F-35 από τις ΗΠΑ σαν αντίποινα για την αγορά των πυραύλων S-400 από τη Ρωσία, μετριάζεται με το πρόσφατο πράσινο φως που έδωσε η αμερικανική κυβέρνηση για την αναβάθμιση και αγορά μαχητικών F-16, όμως δεν αναιρεί την τάση για αλλαγή στρατιωτικών συσχετισμών ανάμεσα στα δύο κράτη.

Οι διαφορές μεταξύ ελληνικής και τουρκικής άρχουσας τάξης σε όλα τα βασικά τους πεδία (θαλάσσιες ζώνες ΝΑ Μεσογείου, Αιγαίο, Κύπρος, «μειονοτικό») είναι ιστορικά αγεφύρωτες. Θα συνεχίσουν να υπάρχουν όσο υπάρχει και από τις δύο πλευρές του Αιγαίου καπιταλισμός, και σε τελική ανάλυση, θα τείνουν πάντα σε καπιταλιστικό έδαφος να οδηγούν σε πόλεμο. Η κοινή επιθυμία των απλών Ελλήνων και Τούρκων εργαζόμενων να απαλλαγούν από τις αντιδραστικές συνέπειες της σύγκρουσης μεταξύ του ελληνικού και του τουρκικού μεγάλου κεφαλαίου μπορεί να γίνει πραγματικότητα μόνο μετά από την κατάκτηση της εξουσίας από το ελληνικό και το τουρκικό προλεταριάτο στον αγώνα για μια Σοσιαλιστική Ομοσπονδία Ελλάδας, Τουρκίας, Κύπρου και λοιπών Μεσογειακών κρατών, στην προοπτική για της Σοσιαλιστικές Πολιτείες ολόκληρου του κόσμου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου