Τζακ Χαλίνσκι-Φιτζπάτρικ
Ο αντίκτυπος του πολέμου στην Ουκρανία θα γίνει αισθητός πολύ πέρα από τα ευρωπαϊκά σύνορα. Με τη Ρωσία και την Ουκρανία να ευθύνονται μαζί για το 12% των τροφίμων που διακινούνται στο εμπόριο παγκόσμια και με το φυσικό αέριο να αποτελεί σημαντικό συστατικό του κόστους στα λιπάσματα, ο πόλεμος επιδεινώνει τον πληθωρισμό των τροφίμων. Σε μια εποχή που πολλές από τις ισχυρές καπιταλιστικές χώρες έχουν δημιουργήσει τεράστια χρέη στον απόηχο της πανδημίας του κορωνοϊού, ο πόλεμος δημιουργεί μια τέλεια καταιγίδα που θα προκαλέσει έκρηξη στην ταξική πάλη σε παγκόσμια κλίμακα.
Τι προκαλεί την ακρίβεια των τροφίμων;
Ο πόλεμος στην Ουκρανία θα επιδεινώσει πολλά από τα προβλήματα που αντιμετώπιζε ήδη η παγκόσμια οικονομία πριν από την έναρξη της σύγκρουσης. Ο πληθωρισμός στα τρόφιμα δεν αποτελεί εξαίρεση. Οι αλυσίδες εφοδιασμού είχαν ήδη διαταραχθεί από την πανδημία, προκαλώντας παρακωλύσεις στη διανομή και αύξηση του κόστους μεταφοράς.
Σε αυτές τις πιέσεις των τιμών, το αυξανόμενο κόστος της ενέργειας ανέβασε ακόμη περισσότερο το κόστος μεταφοράς. Οι ακραίες καιρικές συνθήκες, όπως η έντονη ξηρασία στη Μέση Ανατολή, έχουν επίσης διαταράξει την παραγωγή τροφίμων σε πολλές χώρες. Αυτό έχει ωθήσει σ’ αυτές τις χώρες τη ζήτηση για εισαγωγές τροφίμων, έτσι ώστε να αναπληρωθεί η χαμένη παραγωγή. Υπολογίζεται ότι το Ιράν, για παράδειγμα, θα χρειαστεί να εισάγει 7 εκατομμύρια τόνους σιταριού φέτος, από 4,8 εκατομμύρια που εισήγαγε το προηγούμενο έτος.
Η εισβολή στην Ουκρανία έχει επιδεινώσει αυτά τα προβλήματα. Η Ρωσία και η Ουκρανία είναι οι μεγαλύτεροι (η Ρωσία) και οι πέμπτοι μεγαλύτεροι (η Ουκρανία) εξαγωγείς σιταριού στον κόσμο αντίστοιχα. Η αναταραχή που έφερε ο πόλεμος εκφράστηκε με άνοδο στις τιμές του σιταριού κατά περίπου 35% τις τρεις πρώτες εβδομάδες μετά την έναρξη του πολέμου. Η τιμή έκτοτε μειώθηκε κάπως, αλλά εξακολουθεί να παραμένει στο υψηλότερο επίπεδο από το 2008.
Σίγουρα υπάρχουν αρκετά τρόφιμα για να θρέψουν τον παγκόσμιο πληθυσμό, αλλά το χάος του πολέμου και η αναρχία της αγοράς έχουν ως αποτέλεσμα να μην υπάρχει γρήγορη λύση γι’ αυτά τα προβλήματα στο έδαφος του καπιταλισμού. Οι εξαγωγές τροφίμων που έχουν ήδη παραχθεί έχουν διακοπεί σοβαρά. Δεν είναι καθόλου εύκολο να εξαχθούν μέσω της Μαύρης Θάλασσας εν μέσω πολέμου. Μάλιστα, υπάρχουν τώρα 140 εμπορικά πλοία παγιδευμένα στα λιμάνια για τη δική τους ασφάλεια, που δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την εξαγωγή περισσότερων τροφίμων.
Ο πόλεμος αχρηστεύει επίσης και τις μελλοντικές σοδειές. Ο Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ έχει πει ότι έως και το 30% της καλλιεργήσιμης γης της Ουκρανίας το 2022 είναι πιθανό να μείνει χωρίς σπορά ή θερισμό λόγω της σύγκρουσης.
Δεδομένων αυτών των προβλημάτων προσφοράς, θα περίμενε κανείς ότι η παραγωγή θα αυξηθεί αλλού για να καλύψει τη ζήτηση. Αλλά για να γίνει αυτό, οι αγρότες χρειάζονται λίπασμα. Όμως ένα σημαντικό συστατικό του κόστους παραγωγής του λιπάσματος είναι το φυσικό αέριο, και η τιμή αυτού έχει επίσης εκτοξευθεί. Ο Guardian ανέφερε στις 8 Μαρτίου ότι οι τιμές των λιπασμάτων στη Βρετανία πλησίαζαν τις 1.000 λίρες ανά τόνο, από περίπου 650 λίρες μόλις μια εβδομάδα πριν.
Η καπιταλιστική αγορά δεν είναι μόνο ανίκανη να λύσει αυτό το πρόβλημα, αλλά θα το επιδεινώσει. Ο μόνος λόγος για να επενδύσει ένας καπιταλιστής σε κάτι είναι να βγάλει κέρδος. Ως εκ τούτου, οι αυξανόμενες τιμές των τροφίμων είναι πιθανό να επιδεινωθούν από τους καπιταλιστές που κερδοσκοπούν στην αγορά. Από τη σκοπιά των καπιταλιστών, δεν έχει σημασία αν πεινούν εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι, αρκεί οι ίδιοι να μπορούν να βγάλουν ένα μεγάλο κέρδος.
Ως απάντηση στην κρίση, χώρες σε όλο τον κόσμο αντέδρασαν με προστατευτικά μέτρα. Ήδη, η Ρωσία και η Ουκρανία έχουν απαγορεύσει τις εξαγωγές σιτηρών, ενώ η Αργεντινή, η Ουγγαρία, η Ινδονησία και η Τουρκία έχουν επιβάλει περιορισμούς στις εξαγωγές τροφίμων. Δεν ήταν πολύ καιρό πριν που οι ιδεολόγοι του καπιταλισμού επαινούσαν τακτικά την «ασταμάτητη δύναμη της παγκοσμιοποίησης». Αυτό που βλέπουμε τώρα, όμως, είναι ότι σε έναν κόσμο αυξανόμενου ανταγωνισμού μεταξύ καπιταλιστικών εθνικών κρατών, όταν υπάρχει κρίση, κάθε άρχουσα τάξη προσπαθεί να εξάγει τα προβλήματά της στο εξωτερικό. Η επισιτιστική κρίση δεν αποτελεί εξαίρεση σ’ αυτόν τον κανόνα. Οι συνέπειες για την ανθρωπότητα μπορεί να είναι καταστροφικές.
Βλέπουμε έναν ισχυρό συνδυασμό πιέσεων στην προσφορά τροφίμων και αυξημένου κόστους μεταφοράς ακριβώς σε μια εποχή που η ζήτηση είναι υψηλή. Τα εμπόδια της ατομικής ιδιοκτησίας και του εθνικού κράτους σημαίνουν ότι αυτό το πρόβλημα δεν μπορεί να λυθεί σε ένα καπιταλιστικό σύστημα χωρίς να πεινάσει ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων.
«Κοινωνική αναταραχή σε ευρεία κλίμακα»
Λέγεται συχνά ότι ο πόλεμος είναι η «μαμή της επανάστασης». Αυτός ο πόλεμος μπορεί να μην αποδειχθεί διαφορετικός. Στις αρχές Φεβρουαρίου του τρέχοντος έτους, οι New York Times επικαλέστηκαν τον Μορίς Όμπστφελντ, πρώην επικεφαλής οικονομολόγο του ΔΝΤ, ο οποίος προειδοποίησε ότι η αύξηση των τιμών των τροφίμων τον έκανε να ανησυχεί για «κοινωνικές αναταραχές σε ευρεία κλίμακα». Το είπε, εξάλλου, πριν καν αρχίσει ο πόλεμος στην Ουκρανία. Είχε δίκιο που ανησυχούσε. Άλλωστε, μια από τις αιτίες της Γαλλικής Επανάστασης ήταν ακριβώς η άνοδος των τιμών των τροφίμων.
Επιπλέον, αν ρίξουμε μια ματιά σε ένα γράφημα των τιμών του σιταριού τα τελευταία 25 χρόνια, μπορούμε να δούμε δύο κορυφές. Η μία κορυφή είναι η τρέχουσα τιμή και η άλλη το 2008. Όπως αναφέρει η Foreign Policy , αυτή η άνοδος στην τιμή των τροφίμων την περίοδο 2005-2011 έφερε αύξηση κατά 250% στις ταραχές λόγω των αυξήσεων τροφίμων παγκοσμίως σε σχέση με ό,τι παρατηρείται κατά μέσο όρο. Αυτό τελικά οδήγησε επίσης στη λεγόμενη Αραβική Άνοιξη, την οποία κάποιοι αναφέρουν επίσης ως «Επανάσταση της Πείνας».
Μία από τις χώρες που είναι περισσότερο εκτεθειμένες στις επιπτώσεις του πολέμου είναι η Αίγυπτος. Δεδομένου ότι παράγει λιγότερο από το ήμισυ των τροφίμων που χρειάζεται για να θρέψει τον πληθυσμό της, πρέπει να βασίζεται στις εισαγωγές. Είναι ο μεγαλύτερος εισαγωγέας σιταριού στον κόσμο, το 86% του οποίου προέρχεται από τη Ρωσία και την Ουκρανία. Όπως σε πολλές χώρες, για να επιτρέψει στους Αιγύπτιους να φάνε η κυβέρνηση επιδοτεί την τιμή του ψωμιού. Ωστόσο, όσο αυξάνονται οι τιμές, γίνεται όλο και πιο δύσκολη η διατήρηση αυτής της επιδότησης. Το υπουργείο Οικονομικών της Αιγύπτου είχε ορίσει προϋπολογισμό 255 $ ανά τόνο για φέτος, αλλά η τιμή έχει πλέον αυξηθεί στα 350 $.
Πράγματι, στα τέλη του περασμένου έτους, ο πρόεδρος Σίσι ζήτησε αναθεώρηση της επιδότησης του ψωμιού. Αυτό δεν είναι κάτι που κάποια άρχουσα τάξη ή οι εκπρόσωποί της μπορούν να το αντιμετωπίσουν επιπόλαια. Όταν αυτό συνέβη στη δεκαετία του 1970, προκάλεσε μαζικές ταραχές.
Δεν είναι καθόλου απίθανο να ακολουθήσουν περισσότερες αναταραχές εάν ο Σίσι συνεχίσει τις απειλές του. Σε τελική ανάλυση, ο πληθωρισμός στις τιμές των τροφίμων δεν φαίνεται μόνο στην τιμή του σιταριού, αλλά σε ένα ευρύ φάσμα διαφορετικών τροφίμων. Και τα αποτελέσματα αυτού γίνονται πλέον αισθητά. Οι Financial Times πήραν πρόσφατα συνέντευξη από μια μητέρα δύο παιδιών, η οποία είπε ότι «μετά βίας τα καταφέρνει», επισημαίνοντας ότι η αύξηση της τιμής του μαγειρικού λαδιού προκαλεί ιδιαίτερες δυσκολίες. Η Ουκρανία είναι επίσης ο μεγαλύτερος παραγωγός ηλιέλαιου στον κόσμο.
Η συνείδηση, γενικά, είναι αρκετά συντηρητική. Οι άνθρωποι κρατούν τις παλιές παραδόσεις, τα ήθη και τον τρόπο ζωής όσο μπορούν. Ωστόσο, σε όλα αυτά υπάρχει ένα οριακό σημείο. Τα μεγάλα γεγονότα απομακρύνουν τους ανθρώπους από τον προηγούμενο τρόπο σκέψης τους. Αυτό που βλέπουμε είναι ότι το κόστος των βασικών αναγκών –όχι αγαθών πολυτελείας, αλλά αγαθών που χρειάζονται για να ζήσει κανείς– γίνεται υπερβολικά ακριβό. Εκατομμύρια άνθρωποι αναγκάζονται να ρωτήσουν: «γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί οι περισσότεροι από εμάς υποφέρουμε, ενώ μερικά άτομα στην κορυφή φαίνονται να ευημερούν; Υπάρχει καλύτερος τρόπος να οργανώσουμε τη ζωή μας;». Όταν αυτή η αμφισβήτηση εμφανίζεται σε μαζική κλίμακα, έχει επαναστατικές επιπτώσεις.
Η Αίγυπτος δεν είναι μόνη σε αυτή τη διαδικασία. Η Τυνησία εισάγει περίπου το 70% των δημητριακών της. Οι επιδοτήσεις τροφίμων απειλούνται ως αποτέλεσμα της πίεσης στα δημόσια οικονομικά. Οι επιδοτούμενες φραντζόλες πωλούνται για 190 δηνάρια, αλλά το κόστος παραγωγής έχει πλέον φτάσει τα 420. Ο Λίβανος έχει χώρο μόνο να αποθηκεύσει αποθέματα αξίας ενός μήνα λόγω της έκρηξης που συγκλόνισε τη Βηρυτό τον Αύγουστο του 2020 και το 80% του σιταριού που εισάγει προέρχεται από την Ουκρανία.
Το 2019-2020, η Τουρκία ήταν ο τρίτος μεγαλύτερος εισαγωγέας σιταριού στον κόσμο, με τη Ρωσία και την Ουκρανία να είναι οι δύο πρώτες πηγές της. Ο πληθωρισμός στη χώρα είχε ήδη ξεπεράσει το 54% τον Φεβρουάριο, πριν γίνει αισθητός ο αντίκτυπος του πολέμου. Υπάρχουν άπειρα άλλα παραδείγματα σε διάφορες χώρες που αντιμετωπίζουν παρόμοιες προοπτικές. Στη μία χώρα μετά την άλλη, βλέπουμε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα πληθωρισμού στα βασικά αγαθά που χρειάζονται οι άνθρωποι για να επιβιώσουν. Αυτό θα σημαίνει ότι οι άνθρωποι αναγκάζονται να δράσουν, όχι για να βελτιώσουν το βιοτικό τους επίπεδο, αλλά απλώς για να παραμείνουν στο ίδιο επίπεδο με πριν.
Βυθιζόμενες οικονομίες
Ακόμη και πριν γίνει αισθητός ο αντίκτυπος του πολέμου, η Παγκόσμια Τράπεζα ανέφερε ότι περισσότερες από τις μισές από τις λεγόμενες χώρες χαμηλού εισοδήματος ήταν ήδη σε «ανάγκη χρέους ή σε υψηλό κίνδυνο από αυτό». Αντιμετώπιζαν, δηλαδή, ήδη δυσκολίες στην εξυπηρέτηση των χρεών τους. Η Παγκόσμια Τράπεζα προειδοποίησε περαιτέρω ότι «το χρέος σε χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος έχει ανέβει σε επίπεδα χωρίς προηγούμενο στη σύγχρονη εποχή».
Αυτή η κατάσταση επιδεινώνεται από την προοπτική της αύξησης των επιτοκίων στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες, καθώς οι κεντρικές τράπεζες προσπαθούν να περιορίσουν τον πληθωρισμό. Η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ έχει ήδη αυξήσει το επιτόκιο από σχεδόν μηδέν στο 0,25%-0,5% και οι αξιωματούχοι της Fed μιλούν για αύξηση του επιτοκίου στο 2,75% το επόμενο έτος. Γίνεται επίσης λόγος στο ότι η ΕΚΤ θα μπορούσε να αυξήσει τα επιτόκια το επόμενο έτος. Όταν τα επιτόκια αυξάνονται στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες, αυτό μπορεί να προκαλέσει εκροή κεφαλαίων από τις λιγότερο προηγμένες καπιταλιστικές χώρες στις πιο προηγμένες. Αυτό με τη σειρά του οδηγεί σε υποτίμηση του τοπικού νομίσματος, κάτι που απλώς αυξάνει ακόμη περισσότερο το κόστος των εισαγωγών, καθώς και δυσκολεύει την αποπληρωμή των χρεών σε ξένα νομίσματα.
Για να δείξουμε τον κίνδυνο χρέους που αντιμετωπίζουν πολλές από αυτές τις χώρες, μπορούμε να δούμε το παράδειγμα της Τυνησίας. Η χώρα έχει δημοσιονομικό έλλειμμα άνω του 8% του ΑΕΠ και το χρηματικό ποσό που πληρώνει μόνο για την εξυπηρέτηση του χρέους υπολογίζεται στο 9% του ΑΕΠ. Επιπρόσθετα, πάνω από το 66% του χρέους της Τυνησίας ήταν σε ξένο νόμισμα στα τέλη Ιουνίου 2021.
Η Τυνησία δεν είναι η μόνη. Στα τέλη του περασμένου έτους (και πάλι, πριν γίνει αισθητός ο αντίκτυπος αυτού του πολέμου), ανέφερε ο Guardian μια μελέτη που υποστηρίζει ότι 100 χώρες θα πρέπει να μειώσουν τα δημοσιονομικά τους ελλείμματα την επόμενη περίοδο λόγω του ύψους του χρέους στο οποίο είχαν.
Στο μεταξύ έκθεση της HSBC ανέφερε πρόσφατα ότι παρακολουθεί ιδιαίτερα αυτό που αποκαλεί «εύθραυστη τετράδα», δηλαδή την Ινδονησία, τη Βραζιλία, το Μεξικό και τη Νότια Αφρική, οι οποίες έχουν υψηλά δολαριοποιημένα χρέη, θέτοντας σε ιδιαίτερα υψηλό κίνδυνο. Αυτό το χρέος πρέπει τελικά να αποπληρωθεί. Θα επιστραφεί μέσω μέτρων λιτότητας, όπως και η περικοπή των επιδοτήσεων σε καύσιμα ή τρόφιμα, στα οποία βασίζουν την επιβίωσή τους πολλοί άνθρωποι. Αυτό θα προκαλέσει σκληρή ταξική πάλη στη μια χώρα μετά την άλλη.
Όπως υποστήριζε ο Λένιν, δεν υπάρχει τελική κρίση του καπιταλισμού. Οι κρίσεις μπορούν πάντα να ξεπεραστούν, αλλά μόνο με τη δημιουργία μιας βαθύτερης μελλοντικής κρίσης. Και πώς ο καπιταλισμός θα μπορέσει να βγει από αυτή την κρίση: πάνω από τα κόκαλα της εργατικής τάξης! Η κρίση που πυροδότησε η πανδημία της COVID-19 ξεπεράστηκε με τεράστιες δαπάνες στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες. Αυτή η «λύση», ωστόσο, έχει ωθήσει πολλές από τις λιγότερο προηγμένες καπιταλιστικές χώρες στο όριο. Σημαίνει ότι, για τις άρχουσες τάξεις πολλών χωρών, δεν θα υπάρχει η επιλογή μεταξύ κοινωνικής ή οικονομικής σταθερότητας, αφού καμία από τις δύο επιλογές δεν θα είναι διαθέσιμη.
Αυτή είναι η κατάσταση που αντιμετωπίζει π.χ η Σρι Λάνκα. Έχει πληρωμές χρέους και τόκους 7 δισεκατομμυρίων δολαρίων που πρόκειται να καταβληθούν φέτος. Ωστόσο, όπως επισημαίνουν οι Financial Times , έχει μόνο περίπου 500 εκατομμύρια δολάρια σε χρησιμοποιήσιμα αποθέματα συναλλάγματος. Λόγω του αυξανόμενου πληθωρισμού, των ελλείψεων καυσίμων και άλλων εισαγωγών, υπήρξαν διαμαρτυρίες χιλιάδων ανθρώπων στην μεγαλύτερη πόλη, το Κολόμπο.
Η κατάσταση στη Σρι Λάνκα δείχνει σε τι είδους περίοδο ζούμε. Ήδη πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας, στη μια χώρα μετά την άλλη, είχαμε μαζικές διαδηλώσεις, επαναστάσεις και εξεγέρσεις. Αυτή η διαδικασία, για σύντομο χρονικό διάστημα, ανακόπηκε από την πανδημία. Ωστόσο, όχι μόνο καμία από τις βαθύτερες αιτίες αυτών των κινήσεων δεν επιλύθηκε, αλλά επιδεινώθηκαν πάρα πολύ.
Το ερώτημα δεν είναι το αν, αλλά το πότε θα δούμε μια αναγέννηση του επαναστατικού κύματος που είδαμε το 2019, αλλά σε ακόμη υψηλότερο επίπεδο. Ωστόσο, όπως δείχνουν τα πρόσφατα γεγονότα στο Καζακστάν, ο μόνος τρόπος για να διασφαλιστεί ότι αυτά τα κινήματα θα είναι νικηφόρα είναι το να έχουν μια επαναστατική ηγεσία που είναι στο ύψος των καθηκόντων της. Εάν θέλετε να απαλλαγείτε από αυτό το σάπιο σύστημα πείνας, φτώχειας και πολέμου, θα πρέπει να συμμετάσχετε στην επείγουσα δουλειά της οικοδόμησης αυτής της ηγεσίας που μπορεί να οδηγήσει την εργατική τάξη στη νίκη σε παγκόσμια κλίμακα.
Τζακ Χαλίνσκι-Φιτζπάτρικ
30 Μαρτίου 2022
30 Μαρτίου 2022
Μετάφραση από την ιστοσελίδα www.marxist.com: Σταμάτης Καραγιαννόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου