Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2020

Πολιτικό κείμενο – Aπόφαση Tου 14ου Συνεδρίου Της Κομμουνιστικής Τάσης

Κομμουνιστική Τάση

 Ολόκληρο το πολιτικό κείμενο-απόφαση του 14ου Συνεδρίου της Κομμουνιστικής Τάσης (ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Μαρξιστικής Τάσης) για τις ελληνικές κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις και προοπτικές*. Το Συνέδριο διεξάχθηκε με διαδικτυακή σύνδεση το Σάββατο 12/12 και την Κυριακή 20/12/2020.

Η καταστροφική κρίση του καπιταλισμού και τα πρώτα δείγματα της παγκόσμιας επανάστασης

Λίγο πριν το τέλος του 2020 η ανθρωπότητα ζει μια μεγάλη καταστροφή που αποτυπώνεται με σχεδόν 1,5 εκατομμύριο επίσημα καταγεγραμμένους συνολικούς θανάτους από τη νόσο COVID-19 και με μια απότομη κατάρρευση της παγκόσμιας οικονομίας. Αυτή η καταστροφή εκφράζει με τον πιο δραματικό τρόπο τη φύση της εποχής μας, της εποχής της ιστορικής κρίσης του καπιταλιστικού συστήματος, το οποίο είναι ανίατα άρρωστο και βρίσκεται σε κατάσταση προχωρημένης παρακμής.

Η μόνη οριστική σωτηρία της ανθρωπότητας από τα δεινά αυτής της καταστροφής είναι η νίκη της παγκόσμιας σοσιαλιστικής επανάστασης. Αυτή η γενική εκτίμηση είναι η θεμελιώδης βάση της ανάλυσης των μαρξιστών για τη σημερινή αντικειμενική κατάσταση και τα καθήκοντα του προλεταριάτου.

Για τις μαζικές μολύνσεις και τους θανάτους από τη νόσο COVID-19 ευθύνεται η πλήρης αποτυχία του καπιταλισμού να προλάβει την επιδημία, να την περιορίσει και να την αντιμετωπίσει έγκαιρα, παρά τις τεράστιες δυνατότητες τις σύγχρονης επιστήμης και τις προειδοποιήσεις πολλών επιστημόνων. Ιδιαίτερα το ακόμα πιο δολοφονικό από το πρώτο, δεύτερο παγκόσμιο κύμα της πανδημίας δημιουργήθηκε διότι από όλες τις καπιταλιστικές κυβερνήσεις εφαρμόστηκε μια κοινή, υποκριτικά καλυμμένη εκδοχή της ουσίας της αντιδραστικής θεωρίας της «ανοσίας της αγέλης», στο όνομα του «καλού της οικονομίας», στην πραγματικότητα, στην υπηρεσία της καπιταλιστικής κερδοσκοπίας.

Το οικονομικό σκέλος της καταστροφής, η παγκόσμια οικονομική κρίση, είναι επίσης αυθεντικό δημιούργημα του καπιταλισμού. Η οικονομική κρίση είχε ήδη αρχίσει να εκδηλώνεται πριν εμφανιστεί η πανδημία, η οποία, ως καταλύτης επιτάχυνε και έκανε πιο απότομη, πιο βαθιά και πιο εκτεταμένη και συγχρονισμένη της εκδήλωσή της κρίσης διεθνώς. Η παγκόσμια οικονομική κρίση, δεν αποτελεί μια «κρίση του κορονοϊού». Είναι μια καπιταλιστική κρίση υπερπαραγωγής (ή αλλιώς «υπερσυσσώρευσης») κεφαλαίων και εμπορευμάτων, η οποία οφείλεται στην οργανική αντίφαση που υπάρχει ανάμεσα στην τάση του καπιταλισμού για διαρκή ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και στα ασφυκτικά όρια που θέτει σε αυτές η ατομική ιδιοποίηση των αποτελεσμάτων της παραγωγής ως αποτέλεσμα της ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, δηλαδή του θεμελιώδους χαρακτηριστικού του καπιταλιστικού συστήματος. Η απόδειξη για το ότι η βαθύτερη αιτία της κρίσης δεν είναι ο κορονοϊος είναι το γεγονός ότι τα βασικά της συμπτώματα είχαν ήδη εμφανιστεί και αποτυπωθεί σε επίσημα στατιστικά στοιχεία από τις αρχές του 2020, τα οποία έδειχναν ότι η παγκόσμια οικονομία κινούταν ταχύτατα προς μια νέα κρίση.

Παράλληλα με την κυοφορία της νέας κρίσης και ως αποτέλεσμα της εκρηκτικής δυσαρέσκειας που αναπτύσσεται στις εργατικές μάζες από τα οξυμένα καπιταλιστικά δεινά της ανεργίας, της μαζικής φτώχειας και της άγριας λιτότητας είδαμε να πυκνώνουν τα πρώτα δείγματα της παγκόσμιας επανάστασης, από τα τέλη κιόλας του 2018 μέχρι το φθινόπωρο του 2019, με χαρακτηριστικότερους σταθμούς το μαζικό κίνημα των «Κίτρινων Γιλέκων» στη Γαλλία και τις λαϊκές εξεγέρσεις σε Σουδάν, Ιράκ, Αλγερία, Λίβανο Εκουαδόρ και Χιλή. Αυτό το πρώτο κύμα εκδήλωσης της παγκόσμιας επανάστασης ανακόπηκε το χειμώνα και την άνοιξη του 2020 από την πανδημία, εντελώς αναμενόμενα και φυσιολογικά. Αλλά η γενικευμένη αποκάλυψη της οργανικής ανικανότητας του καπιταλισμού να προστατέψει τη δημόσια υγεία συσσωρεύει καθημερινά νέα, ακόμα μεγαλύτερα από εκείνα των προηγούμενων ετών, αποθέματα οργής για το σύστημα, τα οποία είναι ανά πάσα στιγμή δυνατό να εκδηλωθούν, με κάθε αφορμή, όπως έδειξαν μια σειρά από σημαντικά κινήματα που είχαμε από τις αρχές του καλοκαιριού και μετά. Η εξέγερση ενάντια στη ρατσιστική αστυνομική βία στις ΗΠΑ, οι μαζικοί αγώνες σε Ισραήλ, Λευκορωσία, Πολωνία και οι λαϊκές εξεγέρσεις σε Περού και Γουατεμάλα, έδειξαν ότι τα στοιχεία της παγκόσμια επανάστασης συνεχίζουν να εκδηλώνονται ακόμα και στο υψηλότερο σημείο της πανδημίας. Αυτά τα κινήματα μας παρέχουν την αυθεντικότερη απόδειξη για το ότι πάνω στο έδαφος της ιστορικής κρίσης του καπιταλισμού βρισκόμαστε ήδη στα πολύ αρχικά στάδια ενός νέου κύματος της παγκόσμιας επανάστασης, με πρωτόγνωρη έκταση και πολύ μεγάλα αποθέματα κοινωνικής υποστήριξης.

Μέσα σε αυτό το διεθνές πλαίσιο της ιστορικής κρίσης του καπιταλισμού και της εμφάνισης των πρώτων δειγμάτων της παγκόσμιας επανάστασης πρέπει να εξετάσουμε τις ελληνικές κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις και προοπτικές. Αυτή η διεθνής οπτική, εκτός των άλλων, είναι που διαφοροποιεί ουσιαστικά τις αναλύσεις των επαναστατών μαρξιστών από εκείνες των κάθε λογής οπορτουνιστών και σεχταριστών που μιλούν στο όνομα του μαρξισμού, οι οποίοι τείνουν να βλέπουν τις κατάσταση και τις εξελίξεις στην Ελλάδα μέσα από «εθνικά» γυαλιά, ξεκομμένα από τις διεθνείς οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές τάσεις.

Ο ευρωπαϊκός καπιταλισμός «ελλαδοποιείται»

Η ΕΕ και η Ευρωζώνη – τα πεδία της διεθνούς κατάστασης που επιδρούν πιο άμεσα από κάθε άλλο στην πορεία του ελληνικού καπιταλισμού – καταγράφουν τη μεγαλύτερη ετήσια πτώση ΑΕΠ στην ιστορία τους. Η φθινοπωρινή έκθεση οικονομικών προβλέψεων της Κομισιόν στις αρχές Νοεμβρίου έκανε λόγο για μια συνολική πτώση του ΑΕΠ τη φετινή χρονιά κατά 7,4% στην ΕΕ και κατά 7,8% στην Ευρωζώνη. Προς το παρόν, η ανεργία στην ΕΕ έχει συγκρατηθεί με τα προγράμματα τύπου «Συνεργασία», αλλά τους επόμενους μήνες, όταν περιοριστούν ή καταργηθούν τα προγράμματα αυτά, υπολογίζεται ότι 59 εκατομμύρια Ευρωπαίοι εργαζόμενοι, το 1/4 του ευρωπαϊκού εργατικού δυναμικού, θα απειληθούν με ανεργία (πηγή: μελέτη της McKinsey Global Institute MGI). Η Γερμανία, η κινητήρια δύναμη του ευρωπαϊκού καπιταλισμού, είναι στην πρώτη γραμμή της ύφεσης, σημειώνοντας το β’ τρίμηνο του 2020 τη μεγαλύτερη ετήσια πτώση στο ΑΕΠ της για τα τελευταία 50 χρόνια (-11,3%).

Το επίκεντρο του εντός Ευρώπης κινδύνου για μια κρατική χρεοκοπία έχει πλέον μετακινηθεί από την Ελλάδα στην Ιταλία, η οποία είναι τώρα η πιο μεγάλη απειλή για την οικονομική σταθερότητα του ευρωπαϊκού καπιταλισμού. Η Ιταλία είναι η 4η οικονομία στην Ευρώπη. Η αδυναμία εξυπηρέτησης του τεράστιου χρέος της, ύψους 2.5 τρισ. ευρώ, θα μπορούσε να οδηγήσει στην καταστροφή της ίδιας της ΕΕ, αφού σε αυτό το χρέος είναι αναμεμιγμένες όλες οι μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες, αλλά και τα ευρωπαϊκά κράτη πλέον, με βάση τα συμφωνημένα σχέδια για δάνεια και επιχορηγήσεις στο πλαίσιο του «Ταμείου Ανάκαμψης». Και από κοντά, στην κορυφή της λίστας με τα πιο επίφοβα για εκδήλωση αδυναμίας εξυπηρέτησης χρέους κράτη, είναι η Ισπανία, η Πορτογαλία και το Βέλγιο.

Η ενοποίηση της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής αγοράς και η ζώνη του κοινού νομίσματος είναι μεγάλα κεκτημένα για τον γερμανικό καπιταλισμό, αλλά και συνολικά για τους ισχυρότερους καπιταλιστές στην Ευρώπη, και γι’ αυτόν το λόγο προσπαθούν να τα διαφυλάξουν. Αυτό εξηγεί και την ύπαρξη του συμβιβασμού του περασμένου καλοκαιριού σχετικά με το πακέτο δανείων και επιχορηγήσεων ύψους των 750 δισ. ευρώ, μέσω κοινού δανεισμού όλων των κρατών-μελών από τις αγορές. Ωστόσο, υπάρχει ένα όριο σε ό,τι αφορά το πόσο και για πόσο καιρό μπορεί ο ισχυρότερος ευρωπαϊκός καπιταλιστικός Βορράς να χρηματοδοτεί τα χρέη του Νότου. Αυτό φάνηκε ξεκάθαρα στις συγκρούσεις που είχαμε το καλοκαίρι στη διαπραγμάτευση για το «Ταμείο Ανάκαμψης», με τα κράτη του Βορρά να επιμένουν τα περισσότερα χρήματα να δοθούν ως δάνεια και όχι ως επιχορηγήσεις. Επίσης, το βέτο που έθεσαν αυτές τις μέρες η πολωνική και η ουγγρική κυβέρνηση κατά του επταετούς προϋπολογισμού της ΕΕ και του «Ταμείου Ανάκαμψης», αντανακλά τη γενικότερη ύπαρξη πολύ οξυμένων ενδο-αστικών αντιθέσεων στο εσωτερικό της ΕΕ, που υπονομεύουν την εφαρμογή ακόμα και εκείνων των συμφωνιών στις οποίες τα ευρωπαϊκά αστικά κράτη μέλη καταλήγουν μέσα από παζάρια μακράς διάρκειας και υπό τον κοινό φόβο για τις επιπτώσεις της κρίσης.

Ασφαλώς, το πρόβλημα με το πολωνικό και ουγγρικό βέτο, αργά ή γρήγορα, θα ξεπεραστεί, αλλά τα 750 δισ. ευρώ του «Ταμείου Ανάκαμψης» που δημιουργεί η ΕΕ δεν μπορούν να δώσουν ριζική λύση στο αδιέξοδο του ευρωπαϊκού καπιταλισμού. Προβλέπεται να δοθούν σχεδόν κατά το ήμισυ (τα 360 δισ. ευρώ) στα κράτη-μέλη με τη μορφή δανείων, τα οποία θα επιβαρύνουν το κρατικό τους χρέος, ενώ αυτά επίσης θα επιβαρυνθούν και με το κόστος των υπολοίπων 390 δισ. ευρώ που θα διατεθούν ως επιχορηγήσεις, ανάλογα με τη συμβολή τους στον κοινοτικό προϋπολογισμό. Ήδη, τα διάφορα «πακέτα» χρηματοδοτήσεων που διατίθενται από τα διάφορα ευρωπαϊκά κράτη στο όνομα «των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας», οδηγούν σε μια πρωτοφανή κρατική υπερχρέωση και αύξηση των ελλειμμάτων.

Η ΕΚΤ υπολογίζει ότι μόνο το νέο χρέος των κρατών της Ευρωζώνης που αφορά την περίοδο της πανδημίας θα κινείται μεταξύ 3-5 τρισ. ευρώ, ενώ σύμφωνα με τις φθινοπωρινές προβλέψεις της Κομισιόν το συνολικό δημόσιο έλλειμμα της Ευρωζώνης θα ανέλθει το 2020 σε περίπου 8,8% από 0,6% του ΑΕΠ το 2019. Τα κρατικά πακέτα «αντιμετώπισης των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας» στην Ευρώπη, όπως και όλα τα ανάλογα σε παγκόσμιο επίπεδο, δίνονται κυρίως για να καλυφθούν οι απώλειες καπιταλιστικών κερδών και όχι στο πλαίσιο μιας σχεδιασμένης ενίσχυσης της παραγωγής και της κατανάλωσης. Έτσι, μετριάζουν προσωρινά την κρίση, αλλά δεν βάζουν την οικονομία σε μια πραγματική ανάπτυξη.

Και δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι παρότι για το 2020 και το 2021 «πάγωσαν» οι δημοσιονομικοί κανόνες μέσω της ενεργοποίησης από την Κομισιόν της «γενικής ρήτρας διαφυγής του Σύμφωνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης», αυτοί αναπόφευκτα θα επανέλθουν για να περιοριστούν με σκληρή λιτότητα τα νέα ελλείμματα. Ταυτόχρονα, πρέπει να σημειωθεί ότι και τα χρήματα του «Ταμείου Ανάκαμψης» αποφασίστηκε να δοθούν με την προϋπόθεση ότι θα υποβληθούν από τα κράτη-μέλη «εθνικά σχέδια ανάπτυξης και μεταρρυθμίσεων», δηλαδή εκτός άλλων και νέα μέτρα λιτότητας. Η υπερχρέωση, τα υψηλά ελλείμματα και η λιτότητα, από μόνοι τους είναι παράγοντες που αποτρέπουν μια προοπτική ανάπτυξης, αφού διαλύουν την αγορά και οι καπιταλιστές επενδύουν με σκοπό να κερδίσουν πουλώντας στην αγορά και όχι για το «καλό της ανάπτυξης».

Θα επιστρέψει ο ευρωπαϊκός καπιταλισμός στην ανάπτυξη; Σε μια κάποια ανάκαμψη σίγουρα, με την έννοια μιας ανοδικής κίνησης στον οικονομικό κύκλο, η οποία είναι αναπόφευκτη ακόμα και σε πολεμικές συνθήκες. Από ιστορική σκοπιά όμως, αυτή η ανάκαμψη θα τείνει να μοιάζει με μια αναλαμπή. Και όσο η ουσιαστική ανάπτυξη δεν θα έρχεται, οι κάθε είδους ενδοαστικές συγκρούσεις στην ΕΕ, με προεξάρχουσα αυτή μεταξύ Βορρά-Νότου, θα τείνουν να οξύνονται. Ωστόσο, το γεγονός ότι μετά και από τη συμφωνία για το «Ταμείο Ανάκαμψης» η αλληλεξάρτηση Βορρά και Νότου στην ΕΕ και την Ευρωζώνη γίνεται ακόμα πιο στενή, σημαίνει ότι τα υπερχρεωμένα «βαρίδια» του Νότου της Ευρωζώνης θα είναι ακόμα δυσκολότερο να «ριχτούν από το καράβι» του ενιαίου νομίσματος μεμονωμένα. Αντίθετα, θα είναι ευκολότερο από ποτέ άλλοτε το να συμπαρασύρουν και τον Βορρά σε μια συνολική διάλυση της Ευρωζώνης και σε μια ακόμα μεγαλύτερη από το Brexit απειλή για τη συνοχή της ίδιας της ΕΕ.

Και με την ταχύτητα που θα μεταδίδεται το οικονομικό αδιέξοδο από τη μια ευρωπαϊκή χώρα στην άλλη, θα μεταδίδεται και η ταξική πάλη, η ευρωπαϊκή προλεταριακή επανάσταση. Με άλλα λόγια, ολόκληρη η Ευρώπη θα τείνει να «ελλαδοποιηθεί», με την έννοια ότι θα βιώσει ό,τι βίωσε η Ελλάδα σε επίπεδο κρίσης και ριζοσπαστικοποίησης της κοινωνικής συνείδησης την προηγούμενη δεκαετία. Και ασφαλώς, σ’ αυτήν τη διαδικασία, το «πρότυπο», δηλαδή ο ελληνικός καπιταλισμός, θα συνεχίσει να είναι στην «πρώτη γραμμή» της κρίσης και της ταξικής πάλης, συναγωνιζόμενο σε αστάθεια τους «μιμητές» του στην υπόλοιπη καπιταλιστική Ευρώπη.

Μια νέα φάση στην ιστορική περίοδο που διανύει η Ελλάδα από το 2010

Από τις αρχές του 2010 η Ελλάδα βρίσκεται σταθερά στην «πρώτη γραμμή» του διεθνούς καπιταλιστικού αδιεξόδου και διανύει μια ιστορική περίοδο μεγάλης αστάθειας του αστικού καθεστώτος. Με προάγγελο τους μαζικούς φοιτητικούς αγώνες του 2006-2007 και τη μαθητική εξέγερση του 2008 και για 6 χρόνια, από τις αρχές του 2010 έως τον Φλεβάρη του 2016, η εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα της χώρας έδωσαν μεγάλες ταξικές και πολιτικές μάχες. Είδαμε τις γενικές απεργίες της περιόδου 2010-2014, το μαζικό κίνημα των πλατειών («αγανακτισμένοι») το 2011, το λαϊκό ρεύμα που ώθησε τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία στα χρόνια 2012-2015, το μαζικό κίνημα του προδομένου δημοψηφίσματος και τη 48 γενική απεργία ενάντια στην ψήφιση των μνημονιακών «προαπαιτούμενων» τον Φεβρουάριο του 2016. Χωρίς να διαθέτουν, όχι μια επαναστατική-μαρξιστική, αλλά ούτε καν μια στοιχειωδώς ενεργούσα με ταξικά κριτήρια ηγεσία, και παλεύοντας υπό το τρομακτικό βάρος των δεινών της κρίσης (μαζική ανεργία και εξαθλίωση), οι εργατικές μάζες έκαναν ό,τι μπορούσαν, μέσα στις δεδομένες αντικειμενικές συνθήκες, για να αλλάξουν τη μοίρα που τους επιφυλάσσει ο καπιταλισμός. Όμως προδόθηκαν, από τη μία πλευρά, άμεσα και ξεδιάντροπα από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ με την υπογραφή του 3ου Μνημονίου και τα πεπραγμένα της περιόδου της κυβέρνησης 2015-2019 και από την άλλη, έμμεσα, από τις ηγεσίες του ΚΚΕ και του Αριστερού Ρεύματος («Αριστερή Πλατφόρμα»), που με ένα κράμα ακραίου σεχταρισμού και οπορτουνισμού η πρώτη και με περίσσια γραφειοκρατική δειλία η δεύτερη, στάθηκαν ανίκανες να δώσουν στις εργατικές μάζες την άμεση προοπτική μιας επαναστατικής-σοσιαλιστικής πολιτικής λύσης και τις έσπρωξαν ακόμα πιο βαθιά στον βάλτο της απελπισίας και της απογοήτευσης.

Το σχεδόν πενταετές διάστημα απουσίας μαζικών ταξικών και πολιτικών αγώνων στην Ελλάδα που ακολούθησε από το 2016 και μετά, υπήρξε μια απόλυτα φυσιολογική και αναμενόμενη εξέλιξη. Όπως τονίζαμε στο πολιτικό κείμενο του 13ου συνεδρίου, τα χρόνια αυτά «δεν σηματοδοτούν την ύπαρξη μιας καινούριας ιστορικής περιόδου, αλλά ένα διάλειμμα μέσα στην υπάρχουσα ιστορική περίοδο, όπως την έχουμε ήδη προσδιορίσει». Και το κείμενο συνέχιζε αναφέροντας τα εξής: «Μέσα στο γενικό πλαίσιο μιας ιστορικής περιόδου διεθνούς ανάδειξης του καπιταλιστικού αδιεξόδου και όξυνσης της ταξικής πάλης (που παράγει και πάλι μεγάλα επαναστατικά κινήματα), η Ελλάδα εδώ και μία δεκαετία βρίσκεται (και συνεχίζει να βρίσκεται) σύμφωνα με τη διατύπωση της πολιτικής απόφασης του 11ου συνεδρίου σε μια ιστορική περίοδο κρίσης του αστικού καθεστώτος με αναπόφευκτες επαναστατικές συνέπειες». Στο ίδιο κείμενο, κάναμε λόγο για σημαντικές ποσοτικές μεταβολές που συντελούνταν στο διεθνές πεδίο, τόσο στην παγκόσμια οικονομία όσο και στις διεργασίες της παγκόσμιας επανάστασης, οι οποίες θα συντελούσαν στη διατάραξη της εύθραυστης ισορροπίας που είχε επιτύχει ο ελληνικός καπιταλισμός τα προηγούμενα χρόνια. Πάνω σε αυτήν τη βάση και σε συνδυασμό με τη μαχητική επιστροφή του φοιτητικού κινήματος στο προσκήνιο το περσινό Φθινόπωρο, είχαμε φτάσει στο συμπέρασμα ότι το διάλειμμα της απουσίας μαζικών αγώνων βρίσκεται κοντά στο τέλος του.

Η εκτίμησή μας αυτή, παρά τις ειδικές, σπάνια εμφανιζόμενες στη νεότερη Ιστορία της ανθρωπότητας συνθήκες της πανδημίας, έδειξε ότι αρχίζει να επιβεβαιώνεται τον περασμένο Οκτώβριο, με τη μαζική αντιφασιστική συγκέντρωση της 7ης Οκτωβρίου και με το αρκετά ισχυρό (το ισχυρότερο από το 2008) κύμα καταλήψεων στα σχολεία.

Αυτή η μαζική αγωνιστική αφύπνιση της νεολαίας διακόπηκε απότομα, αλλά φυσιολογικά, από τις δραματικές συνθήκες του δεύτερου, ακόμα φονικότερου κύματος της πανδημίας και της επίσης νέας γενικής «καραντίνας». Για τους μαρξιστές που βλέπουν τέτοια γεγονότα, όχι ως τυχαία επεισόδια, αλλά ως συμπτώματα που εκφράζουν γενικότερες τάσεις μέσα σε μια ιστορική περίοδο, αυτά συνιστούν ενδείξεις εισόδου της Ελλάδας σε μια νέα φάση μαζικών ταξικών και πολιτικών αγώνων. Η νεολαία με τα μαζικά αυτά κινήματα που είδαμε τον περασμένο Οκτώβριο λειτούργησε, όπως συνήθως συμβαίνει στην Ιστορία, σαν το ευαίσθητο βαρόμετρο των διαθέσεων που αναπτύσσονται στις εργατικές μάζες. Με αυτή την έννοια, μπορούμε να πούμε ότι η φάση της απουσίας μαζικών ταξικών και πολιτικών αγώνων που είχαμε από το 2016 και μετά βρίσκεται ήδη πίσω μας.

Επιπλέον, το τρέχον, παραγόμενο από τις αντικειμενικές συνθήκες της έξαρσης της πανδημίας, προσωρινό διάστημα διακοπής της μαζικής αγωνιστικής αφύπνισης της νεολαίας, περιλαμβάνει τις δικές του εκρηκτικές διεργασίες στην συνείδηση των μαζών. Η εξελισσόμενη κατάρρευση του κρατικού συστήματος Υγείας, ένα γεγονός που αποκαλύπτει με δραματικό τρόπο την χρεοκοπία της άρχουσας τάξης στην υπόθεση της προστασίας της δημόσιας υγείας, λειτουργεί σαν ένα επιπλέον σοκ στη συνείδηση των μαζών και ριζοσπαστικοποιεί ακόμα περισσότερα τμήματά τους, συμπεριλαμβανομένης της νεολαίας, προσθέτοντας «εκρηκτική ύλη» στους επερχόμενους μαζικούς αγώνες στο πλαίσιο της νέας φάσης που ξεκίνησε τον περασμένο Οκτώβριο.

Η εξουσία της ελληνικής αστικής τάξης πλήττει θανάσιμα τη δημόσια υγεία
Στην Ελλάδα η πανδημία είναι τώρα εκτός ελέγχου. Στις 30/6/2020 τα επιβεβαιωμένα κρούσματα COVID-19 στην ελληνική επικράτεια ήταν μόλις 20, στην Αττική 2 και στη Θεσσαλονίκη δεν είχαμε ούτε ένα. Πέντε μήνες μετά, η πληρότητα στις ΜΕΘ ξεπέρασε το 90% και η Ελλάδα έφτασε να ξεπεράσει σε συνολικά επιβεβαιωμένα κρούσματα την Κίνα και πλέον είναι πάνω από την ΕΕ, τις ΗΠΑ και τη Βρετανία σε μέσο όρο θανάτων ανά 100.000 κατοίκους σύμφωνα με έρευνα των Financial Times στα τέλη Νοεμβρίου!

Η γρήγορη καταφυγή από την κυβέρνηση σε «καραντίνα» τον περασμένο Μάρτιο αποδείχθηκε ότι δεν έγινε από «ανθρωπισμό» και ενδιαφέρον για τη δημόσια υγεία, αλλά κυρίως για να σωθούν τα ζωτικά για τον ελληνικό καπιταλισμό έσοδα από τον τουρισμό.
Αν η κυβέρνηση της άρχουσας τάξης είχε πραγματικό ενδιαφέρον για τη δημόσια υγεία θα προσπαθούσε να θωρακίσει το σύστημα Υγείας ενόψει του βέβαιου δεύτερου κύματος. Αντίθετα, οι πράξεις της και τα σχετικά επίσημα στοιχεία δείχνουν ότι αδιαφόρησε εγκληματικά. Έτσι, ενώ μέχρι το τέλος του έτους θα έχουν ξοδευτεί συνολικά 29,5 δισ. ευρώ για επιδοτήσεις σε κάθε είδους εργοδότη για κάλυψη απωλειών τζίρου και ανάληψη από το κράτος στοιχειωδών συμβατικών υποχρεώσεων έναντι των εργαζόμενων (μισθοδοσίας, ασφαλιστικών εισφορών κ.λπ), με ταυτόχρονο χάρισμα πολλών εκατομμυρίων σε καναλάρχες, κλινικάρχες, ιδιοκτήτες εταιρειών διοδίων και αεροπορικών εταιρειών και άλλους μεγαλοκαπιταλιστές, η Ελλάδα καταλαμβάνει την προτελευταία θέση στην ΕΕ (26η σε σύνολο 27 κρατών-μελών) στις επιπλέον δαπάνες Υγείας κατά την διάρκεια της πανδημίας. Επιπλέον, και τα στοιχεία για τις δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού για την Υγεία είναι επίσης αποκαλυπτικά. Ο προϋπολογισμός του 2020 προέβλεπε να δοθούν 4,829 δισ. ευρώ για την Υγεία, ενώ για το 2021 η πρόβλεψη είναι 4,257 δισ. ευρώ, δηλαδή έχουμε μια περικοπή πάνω από μισό δισ. ευρώ εν μέσω πανδημίας! Όλα αυτά δεν φανερώνουν μόνο την ύπαρξη μιας ανάλγητης δεξιάς κυβέρνησης στην εξουσία. Εκφράζουν τον ακραία αντιδραστικό χαρακτήρα της ελληνικής άρχουσας τάξης ως σύνολο και υπογραμμίζουν την επιτακτική ανάγκη η εργατική τάξη να πάρει την εξουσία για να σώσει την ελληνική κοινωνία από την καπιταλιστική καταστροφή.

Ο ελληνικός καπιταλισμός στη δίνη της νέας κρίσης

Κατά τα 3 προηγούμενα χρόνια, όπου το ελληνικό ΑΕΠ σημείωσε ανάκαμψη μετά από 9 συνεχόμενα χρόνια πτώσης, εξηγούσαμε υπομονετικά ότι η κρίση του ελληνικού καπιταλισμού δεν ξεπεράστηκε και θα επιστρέψει σύντομα με τη μορφή νέας μεγάλης πτώσης του ΑΕΠ, η οποία θα αυξήσει ελλείμματα και χρέος και θα ξαναφέρει πιο κοντά τη χρεοκοπία κράτους και τραπεζών. Σήμερα, παρά τη σκληρή 10ετή λιτότητα και έναν συνολικό δανεισμό 288,7 δισ. ευρώ από την τρόικα, ο ελληνικός καπιταλισμός ξαναβυθίζεται στην άβυσσο της κρίσης.

Η νέα πτωτική φάση του ελληνικού καπιταλισμού ήταν ήδη ορατή με τη μορφή της κακής κατάστασης βασικών οικονομικών δεικτών αρκετά πριν την πανδημία. Έτσι, οι αρνητικές προβλέψεις που κάναμε σχετικά με τις προοπτικές ουσιαστικής ανάκαμψης του ελληνικού καπιταλισμού στα κείμενα των προηγούμενων συνεδρίων στηρίζονταν στο επαναλαμβανόμενο φαινόμενο της διαρκούς πτώσης των επενδύσεων. Ακόμα και την τριετία 2017, 2018 και 2019 που το πραγματικό ΑΕΠ στην Ελλάδα αυξήθηκε, οι επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ μειώνονταν, συνεχίζοντας μια διαρκή μείωση για σχεδόν μια δεκαετία! Το τελευταίο τρίμηνο του 2019 σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ είχαμε μια κατάσταση επιβράδυνσης στην ελληνική οικονομία, με το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) να εμφανίζει μείωση κατά 0,7%, σε σχέση με το 3ο τρίμηνο 2019, ενώ σε σύγκριση με το 4ο τρίμηνο 2018 μια αύξηση μόλις 1%. Η ροπή προς την κρίση ήταν εμφανής και στα επίσημα κυβερνητικά στοιχεία για την κερδοφορία που είχαν οι επιχειρήσεις με βάση τις φορολογικές δηλώσεις του 2019 (για το προηγούμενο έτος, το 2018): από τις 268.752 επιχειρήσεις και νομικά πρόσωπα, οι 172.461, δηλαδή ποσοστό 64,17% του συνόλου, δήλωσαν είτε ζημιές, είτε μηδενικά ποσά εισοδημάτων.

Το β’ τρίμηνο του 2020 το ελληνικό ΑΕΠ συρρικνώθηκε κατά 15,2% (τα επίσημα στοιχεία για το γ’ τρίμηνο αναμένονται στις αρχές Δεκέμβρη). Σε ετήσια βάση (δηλαδή σε σχέση με το 2o τρίμηνο του 2019) σημειώθηκαν μειώσεις στη συνολική καταναλωτική δαπάνη κατά 10,1%, στις ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου κατά 10,3%, στις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών κατά 32,1%! Στον αναθεωρημένο προϋπολογισμό του 2021 που κατέθεσε η κυβέρνηση στις 20/11/2020 υπολογίζει ότι η πτώση του ΑΕΠ για το 2020 θα είναι 10,5%, μετά από άνοδο 1,9% που είχε παρουσιάσει το 2019. Έτσι το ελληνικό ΑΕΠ θα ανέρχεται σε περίπου 167, 8 δισ. ευρώ στο τέλος του 2020, από 187.456 δισ. ευρώ που ήταν στο τέλος του 2019, ξεπερνώντας την χειρότερη πιο πρόσφατη επίδοση που σημειώθηκε το 2016, με 174,199 δισ. ευρώ. Και όλα αυτά, παρά τα 29,5 δισ. ευρώ που θα έχουν διατεθεί συνολικά μέχρι το τέλος του 2020 στο όνομα της αντιμετώπισης των «οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας από το κράτος». Αξίζει να θυμίσουμε ότι το 2008, τελευταία χρονιά πριν την κρίση, το ελληνικό ΑΕΠ ανερχόταν σε 242 δισ. ευρώ. Η καπιταλιστική Ελλάδα δηλαδή, έχει χάσει από την αρχή της κρίσης το 30,66% του ΑΕΠ της!

Η Ελλάδα υφίσταται μεγαλύτερη πτώση του ΑΕΠ από άλλες ευρωπαϊκές χώρες γιατί εξαρτάται περισσότερο από τον τουρισμό και τον κλάδο της εστίασης, που υφίστανται μεγάλη ζημιά από την πανδημία. Χαρακτηριστικά, με βάση τα στοιχεία που ανακοίνωσε η ΕΛΣΤΑΤ το τρίτο τρίμηνο του 2020, την κατεξοχήν τουριστική περίοδο, ο τουρισμός είχε «ελεύθερη πτώση»: ο κλάδος παροχής καταλυμάτων είχε μείωση 61,4% στον κύκλο εργασιών, ενώ σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, οι εισπράξεις από ταξιδιωτικές υπηρεσίες μειώθηκαν στο εννεάμηνο Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου κατά 78,2% και οι αφίξεις μη κατοίκων ταξιδιωτών κατά 77,2% σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2019. Η κατάρρευση του τουρισμού επηρέασε και τον κλάδο της εστίασης και έτσι σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, στο σύνολο των επιχειρήσεων του κλάδου ο κύκλος εργασιών το τρίτο τρίμηνο του 2020 ήταν μειωμένος κατά 31,2% και ο τζίρος μειωμένος κατά 35,2%. Με δεδομένο ότι τα περιοριστικά κοινωνικά μέτρα θα διαρκέσουν τουλάχιστον μέχρι τους πρώτους μήνες του 2021 απομακρύνεται η προοπτική μιας γρήγορης ανάκαμψης του ΑΕΠ. Η πρόβλεψη που κάνει η κυβέρνηση στο αναθεωρημένο σχέδιο προϋπολογισμού για μια ανάκαμψη 4,8% είναι εντελώς αυθαίρετη. Μάλιστα, ο ΙΟΒΕ ανέφερε στις εκτιμήσεις του τον περασμένο Οκτώβριο ότι εάν συνεχιστεί και επιδεινωθεί η υγειονομική κρίση στη διάρκεια του χειμώνα, είναι πιθανό να έχουμε πτώση του ΑΕΠ και το 2021, κατά 2,5% έως και 4%.

Είναι, αναμφίβολα, γεγονός το ότι η κρίση θα ήταν βαθύτερη χωρίς τις κρατικές δαπάνες που διατίθενται στο όνομα της «αντιμετώπισης των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας», χωρίς η επίδραση αυτών στο ΑΕΠ να μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια, κυρίως λόγω της αναρχίας της καπιταλιστικής οικονομίας. Το συνολικό ύψος των δαπανών για την «αντιμετώπιση των οικονομικών συνεπειών της πανδημίας» αναμένεται να αγγίξει μίνιμουμ τα 31,4 δισ. ευρώ για φέτος και το 2021, σύμφωνα με δηλώσεις του υπουργού Οικονομικών στις 21/11. Ωστόσο, αυτές οι γιγάντιες δαπάνες θα μπορούσαν να είναι απείρως αποδοτικότερες εάν στη χώρα είχαμε μια κεντρικά και δημοκρατικά σχεδιασμένη οικονομία, μέσω των εγγυήσεων που θα παρείχε ο συστηματικός εργατικός έλεγχος και η ενεργή επέμβαση της εργατικής τάξης στον οικονομικό σχεδιασμό.

Σήμερα, από το απόθεμα που είχε δημιουργήσει η άγρια λιτότητα των προηγούμενων χρόνων, δηλαδή τα δάκρια, ο ιδρώτας και το αίμα των εργατικών μαζών, χαρίζονται δισεκατομμύρια ευρώ στις επιχειρήσεις – με πιο πρόσφατο το σκανδαλώδες παράδειγμα τις κεφαλαιακής ενίσχυσης της “AEGEAN” με 120 εκατομμύρια ευρώ – χωρίς καμία υποχρέωση τα ποσά αυτά να διατεθούν για παραγωγικούς-αναπτυξιακούς σκοπούς. Οι μόνες εγγυήσεις που ζήτησε η κυβέρνηση για να καταβάλει το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων είναι οι δηλώσεις των ίδιων εργοδοτών για ύπαρξη απώλειας τζίρου, οι οποίες είναι κατά κανόνα αναξιόπιστες, καθώς και η δέσμευση ότι δεν θα γίνουν απολύσεις των εργαζόμενων που επιδοτούνται από το κράτος για όσο διάστημα αυτοί επιδοτούνται, λες και συμφέρει τον εργοδότη να απολύσει έναν εργαζόμενο το διάστημα που πληρώνεται από την τσέπη κάποιου άλλου. Οι σφαγείς των συντάξεων, των μισθών και των επιδομάτων εκατομμυρίων φτωχών ανθρώπων στο όνομα του «λιτού βίου», επιδεικνύουν προκλητική γενναιοδωρία τους ανθρώπους της δικής τους τάξης, χαρίζοντας άφθονο κρατικό χρήμα. Αυτό συνιστά μια σκανδαλώδη αποκάλυψη της ταξικής φύσης του κράτους στα μάτια εκατομμυρίων ανθρώπων.

Αντίθετα σε μια οικονομία με κοινωνικοποιημένους τους βασικούς «μοχλούς» (πίστη, μεταφορές, συγκεντρωμένη μεταποίηση, ενέργεια, τηλεπικοινωνίες, μεγάλη αγροτική παραγωγή), η οποία θα λειτουργούσε με κεντρικό, δημοκρατικό σχέδιο και εργατικό έλεγχο, οι δαπάνες αυτές, αντί για επιδοτήσεις κερδών και νέο εισόδημα για τους καπιταλιστές και άλλους εργοδότες, θα είχαν έναν κοινωνικά χρήσιμο, διπλό προσανατολισμό. Από τη μία πλευρά θα μετατρέπονταν σε κρατικές επενδύσεις στην παραγωγή, σε κοινωφελή έργα και υπηρεσίες, δημιουργώντας χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας, και από την άλλη σε μια αποφασιστική ενίσχυση της συνολικής καταναλωτικής ζήτησης, αφού θα κατευθύνονταν και σε όσους έχουν (όχι κατά ψευδή δήλωσή τους όπως συμβαίνει με τους απατεώνες καπιταλιστές και άλλους μεσαίους ή και μικρότερους εργοδότες) πραγματικά ανάγκη να ενισχυθούν σήμερα, τους άνεργους, του χαμηλόμισθους εργαζόμενους, τους χαμηλοσυνταξιούχους και τους δικαιούχους προνοιακών επιδομάτων, οι οποίοι είναι βέβαιο ότι θα διαθέσουν άμεσα αυτό το νέο τους εισόδημα στην κατανάλωση δίνοντας ώθηση στην ανάπτυξη. Έτσι, σε αυτήν την περίπτωση δεν θα είχαμε απλά μετριασμό της πτώσης του ΑΕΠ με επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου των εργατικών μαζών, αλλά αποφασιστική άνοδο του ΑΕΠ και βελτίωση του βιοτικού επιπέδου του εργαζόμενου λαού.

Στο πολιτικό κείμενο του προηγούμενου συνεδρίου μας, απαντώντας στο καλλιεργούμενο από τους αστούς κλίμα εφησυχασμού σχετικά με την «ασφάλεια» που παρέχει στα οικονομικά του κράτους το λεγόμενο «μαξιλάρι ρευστότητας» των μίνιμουμ 30 δισ. ευρώ, το οποίο δημιουργήθηκε κυρίως σαν αποτέλεσμα της άγριας λιτότητας και φορολόγησης των εργατικών και φτωχών λαϊκών στρωμάτων, είχαμε προβλέψει ότι μόλις έρθει η κρίση το «μαξιλάρι» θα εξανεμιστεί γρήγορα. Αυτό ήταν ό,τι ακριβώς συνέβη τους τελευταίους μήνες.

Η κυβέρνηση χρηματοδοτεί για φέτος τα μέτρα «αντιμετώπισης των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας», ύψους 29,5 δισ. συνολικά, σχεδόν αποκλειστικά από αυτό το «μαξιλάρι», καθώς από την ΕΕ έχουν εισρεύσει μέχρι σήμερα μόλις 2,5 δισ. ευρώ και αυτά από κονδύλια που έτσι κι αλλιώς προβλέπονταν να δοθούν στην Ελλάδα από τον κοινοτικό προϋπολογισμό για «επενδύσεις». Τα χρήματα του «μαξιλαριού» (που σ’ ένα μέρος τους ήδη προέρχονταν από δανεισμό) έχουν αντικατασταθεί στο μεταξύ αποκλειστικά με χρήματα από νέο δανεισμό από τις αγορές. Έτσι, παρότι η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι το «μαξιλάρι» των ταμειακών διαθεσίμων του κράτους συνεχίζει τα υπάρχει στο ίδιο ύψος με πέρσι (άνω των 30 δισ. ευρώ), τα χρήματα αυτά πλέον, είναι αποκλειστικά το αποτέλεσμα νέου δανεισμού, ο οποίος αυξάνει την πίεση στο έλλειμα και το χρέος.

Η πτώση του ΑΕΠ ήδη έχει ολέθρια επίδραση στα κρατικά έσοδα, το έλλειμμα, και το χρέος. Πριν το δεύτερο κύμα της πανδημίας, το υπουργείο Οικονομικών προέβλεπε για φέτος πτώση των φορολογικών εσόδων από 52 δισ. σε 44 δισ. ευρώ και ότι η πτώση αυτή θα οδηγήσει σε συνολικό έλλειμμα 14,7 δισ. ευρώ ή 8,6% του ΑΕΠ, έναντι συνολικού πλεονάσματος 1,5% του ΑΕΠ το 2019, καθώς και σε πρωτογενές έλλειμμα στο 5,7% έναντι πλεονάσματος 4,4% το 2019. Αλλά μετά και από τη νέα καραντίνα το έλλειμμα πλέον αναμένεται να κινηθεί σε ποσοστό άνω του 10%, προσεγγίζοντας το ποσοστό ελλείμματος που είχε το ελληνικό κράτος όταν μπήκε στα Μνημόνια (13,5- 15%). Σύμφωνα με την πιο πρόσφατη ανακοίνωση του Οργανισμού Διαχείρισης Δημόσιου Χρέους (30/9/2020) το ελληνικό κρατικό χρέος είναι σήμερα 364,9 δισ. ευρώ και μέχρι το τέλος του χρόνου θα ανέρχεται σε 210% του ΑΕΠ. Τον Μάρτιο του 2010, λίγο πριν δηλαδή υπογραφούν τα Μνημόνια, σύμφωνα με το Δελτίο Δημοσίου Χρέους, το ελληνικό κρατικό χρέος ανερχόταν σε 310,3 δισ. ευρώ και σε 146% του ΑΕΠ. Αυτά τα στοιχεία για το έλλειμμα και το χρέος είναι η πιο αποστομωτική απάντηση στους αστούς δημαγωγούς και τους ρεφορμιστές που διέδιδαν όλα αυτά τα χρόνια το μύθο ότι οι 10ετείς θυσίες με την άγρια λιτότητα του λαού «πιάνουν τόπο». Αντίθετα, όχι μόνο δεν έπιασαν τόπο αυτές οι θυσίες, αλλά στο μεταξύ η Ελλάδα έχασε και σχεδόν το 30% του ετήσιου ΑΕΠ της, με αποτέλεσμα το φάσμα της κρατικής χρεοκοπίας να επανέρχεται στο προσκήνιο.

Το ελληνικό κράτος έφθανε κοντά στη χρεοκοπία μετά το ξέσπασμα κάθε σοβαρής παγκόσμιας κρίσης. Έτσι συνέβη με την κρατική χρεοκοπία του 1932 επί πρωθυπουργίας Βενιζέλου, η οποία ήρθε μετά το ξέσπασμα της «Μεγάλης Ύφεσης» της περιόδου 1929-1933 και το ίδιο επαναλήφθηκε τον Απρίλιο του 2010 με την εκδήλωση της αδυναμίας εξυπηρέτησης του ελληνικού κρατικού χρέους, η οποία συνέβη μετά τον ερχομό της διεθνούς ύφεσης του 2008-09. Μετά τις μεταθέσεις πληρωμών που πέτυχε τα προηγούμενα χρόνια το ελληνικό κράτος σε συμφωνία με την τρόικα, φάνηκε ότι έως τις αρχές της επόμενης δεκαετίας η εξυπηρέτηση του χρέους θα είναι ομαλή. Όμως, όπως εξηγήσαμε στο κείμενο προοπτικών του προηγούμενου συνεδρίου, αυτή η «ομαλότητα» προϋπέθετε απρόσκοπτη συνέχεια της ανάκαμψης και ετήσια πλεονάσματα, κάτι που όπως υποστηρίζαμε δεν είναι εφικτό, με αποτέλεσμα οι πληρωμές για το χρέος να τείνουν να ξαναγίνουν δυσβάσταχτες. Και πράγματι, η επιστροφή της κρίσης έχει ήδη οδηγήσει σε ελλείμματα, τα οποία φέρνουν νέο βραχυπρόθεσμο δανεισμό που επιβαρύνει το χρέος και δυσχεραίνει εκ νέου την εξυπηρέτησή του.

Μπορεί όμως να σώσει την Ελλάδα ο φθηνός δανεισμός και για πόσο ακόμα αυτός θα είναι φθηνός; Ο δανεισμός του ελληνικού κράτους είναι τώρα φθηνός, παρ’ όλο που ο ελληνικός καπιταλισμός βυθίζεται σε ύφεση και το κρατικό έλλειμμα αυξάνει με την ταχύτητα που αύξανε λίγο πριν η Ελλάδα μπει στα Μνημόνια. Η κυβέρνηση προσπαθεί να πείσει ότι αυτό το φαινόμενο συνιστά μια «ψήφο εμπιστοσύνης» των αγορών προς τον ελληνικό καπιταλισμό. Η Ιταλία όμως, η οποία έχει ακόμα πιο άμεση πίεση από την Ελλάδα σε ό,τι αφορά τις πληρωμές της για το χρέος και η οποία θεωρείται από όλους ως η μεγαλύτερη πηγή κινδύνου για την ΕΕ, έχει καλύτερο επιτόκιο από την Ελλάδα στο 10ετές κρατικό της ομόλογο (0,58% έναντι 0,7%). Η αμέσως επόμενη επίφοβη για μια κρατική χρεοκοπία χώρα της ΕΕ, η Ισπανία, έχει το ίδιο επιτόκιο μόλις στο 0,066% και το επίσης, υπερχρεωμένο Βέλγιο στο 0,387%. Η λύση λοιπόν στο μυστήριο του φθηνού δανεισμού, είναι ότι συνολικά τα κρατικά ομόλογα της Ευρώπης αυτήν την περίοδο είναι πόλος έλξης για τους κερδοσκόπους, ως αποτέλεσμα της κρίσης που αποτρέπει νέα τοποθέτηση κεφαλαίων στην παραγωγή, σε συνδυασμό με το κλίμα ασφάλειας που έχουν καλλιεργήσει στους κερδοσκόπους των ομολόγων από κοινού η ΕΕ και η ΕΚΤ τα σχετικά «προγράμματα στήριξης» για την Ελλάδα και τον υπόλοιπο Νότο τα προηγούμενα χρόνια, τα προγράμματα «ποσοτικής χαλάρωσης» της ΕΚΤ (τα οποία δίνουν τη δυνατότητα στους ιδιώτες κατόχους κρατικούς ομολόγων να τα πουλούν στην ΕΚΤ αν ανησυχήσουν ότι θα μπορούσαν να «σκάσουν» στα χέρια τους) και η δημιουργία πλέον, του «Ταμείου Ανάκαμψης».

Ωστόσο, όπως συμβαίνει και με τις μετοχές των επιχειρήσεων έτσι και με τα κρατικά ομόλογα, αργά ή γρήγορα, η τιμή θα προσεγγίσει την πραγματική τους αξία. Η εικονική – κερδοσκοπική πραγματικότητα θα προσεγγίσει την αληθινή πραγματικότητα και το ελληνικό κράτος θα δανείζεται και πάλι ακριβότερα από τις ΗΠΑ, το δεκαετές κρατικό ομόλογο των οποίων σήμερα έχει φτάσει να έχει μεγαλύτερο επιτόκιο από το ελληνικό (0,9%)! Στην πολύ πιθανή – σύμφωνα με τις παρούσες τάσεις – περίπτωση που τα επόμενα τρίμηνα θα γνωστοποιηθούν νέα εξαιρετικά αρνητικά στοιχεία για το ΑΕΠ και το χρέος, ιδιαίτερα των πιο υπερχρεωμένων κρατών μελών της ΕΕ, οι κερδοσκόποι θα αρχίσουν να ξεφορτώνονται τα ευρωπαϊκά κρατικά ομόλογα συμπεριλαμβανομένων των ελληνικών και έτσι τα επιτόκιά τους θα εκτοξευτούν και πάλι στα ύψη. Αυτό σημαίνει ότι η παρούσα μέθοδος της αθρόας χρηματοδότησης των ελλειμμάτων του ελληνικού κράτους με νέο φτηνό δανεισμό από τις αγορές, θα γίνει σύντομα απαγορευτική.

Μήπως όμως θα σώσει την Ελλάδα από την κρίση το ποσό έως και 32 δισ. ευρώ που αναμένεται από το «Ταμείο ανάκαμψης» της ΕΕ από το 2021 και για τα επόμενα 6 χρόνια; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι ξεκάθαρα αρνητική. Καταρχάς, από αυτά τα χρήματα τα 12,5 δισ. ευρώ είναι δάνεια και θα βαρύνουν το δημόσιο χρέος. Από τα υπόλοιπα που θα δοθούν ως επιχορηγήσεις, τα 10,27 δισ. ευρώ θα πρέπει να επιστραφούν από το ελληνικό κράτος στα ταμεία της ΕΕ, καθώς είναι το μερίδιο που πρέπει να πληρώσει για το συνολικό ποσό των επιχορηγήσεων που θα δοθούν στα κράτη-μέλη από το «Ταμείο Ανάκαμψης». Έτσι, στην πραγματικότητα, μιλάμε για ένα ποσό καθαρής επιχορήγησης ύψους μόλις 6,42 δισ. ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί σε μόλις 3.5% του φετινού ελληνικού ΑΕΠ, σε διάστημα μάλιστα 6 χρόνων, ενώ όπως ήδη αναφέραμε μόνο για φέτος το ΑΕΠ αναμένεται να πέσει κατά περισσότερο από 10%. Ακόμα και αυτά τα ποσά όμως, (όπως επίσης ήδη αναφέραμε στην ενότητα σχετικά με την ΕΕ), θα δοθούν με όρους για σκληρή λιτότητα και για να τα λάβει το ελληνικό κράτος θα πρέπει να υποβάλει «εθνικό πρόγραμμα ανάκαμψης και ανθεκτικότητας», το οποίο θα περιλαμβάνει «μεταρρυθμίσεις», δηλαδή λιτότητα.

Επιπλέον, ενέργειες όπως η αναγγελία της κυβέρνησης για τη χρηματοδότηση της δημιουργίας γηπέδου γνωστής ΠΑΕ εφοπλιστικών συμφερόντων από αυτά τα χρήματα του «Ταμείου», καθώς και η διαρκώς αναφερόμενη σε ρεπορτάζ του αστικού τύπου πρόθεση χρηματοδότησης από αυτό των μεγάλων νέων ζημιών των ελληνικών τραπεζών, ήδη μας προϊδέασαν για το πόσο παραγωγικά και «αναπτυξιακά» θα χρησιμοποιηθούν αυτά τα χρήματα. Συνολικά, σύμφωνα με το προσχέδιο του «εθνικού προγράμματος» που κατέθεσε στην Κομισιόν η κυβέρνηση στις 18/11, προβλέπεται ότι θα διαθέσει συνολικά 12,7 δισ. ευρώ από το Ταμείο στις επιχειρήσεις ως δάνεια με μηδενικό επιτόκιο! Όλα αυτά τα χρήματα όμως, θα προέρχονται από έντοκα δάνεια που θα έχει λάβει το ελληνικό κράτος και θα βαρύνουν το κρατικό χρέος.

Αυτό το αθρόο χάρισμα χρημάτων στους καπιταλιστές μπορεί να έχει μια πολύ αμφίβολη επίδραση στην υπόθεση της ανάκαμψης, σίγουρα όμως θα τονώσει την ακραία παρασιτική και παράλογη φύση του καπιταλισμού. Το μέγεθος αυτού του ταξικού σκανδάλου συνειδητοποιείται ευκολότερα αν αναλογιστούμε ότι το με το άθροισμα των χρημάτων που δίνονται ήδη στο στο όνομα της αντιμετώπισης των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας και των χρημάτων του «Ταμείου ανάκαμψης» θα μπορούσαν να αγοραστούν από το ελληνικό κράτος όλες η εισηγμένες στο ελληνικό Χρηματιστήριο επιχειρήσεις στην τρέχουσα χρηματιστηριακή τους αξία (48,8 δισ. ευρώ) και να μείνουν και σχεδόν 13,5 δισ. ευρώ για να γίνουν επενδύσεις, ένα ποσό που ισοδυναμεί περίπου με το 60% συνολικών ετήσιων επενδύσεων στη χώρα τα τελευταία χρόνια.

Στις εστίες κίνδυνου για τη σταθερότητα του ελληνικού καπιταλισμού θα πρέπει να συγκαταλέγουμε και τις ελληνικές τράπεζες, που κάθε άλλο παρά έχουν επιστρέψει στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν την εποχή της κρίσης και των Μνημονίων. Από το 2009 έως τα μέσα του 2015, οι καταθέσεις στις ελληνικές τράπεζες μειώθηκαν από 237,5 δισ. ευρώ σε μόλις 122,2 δισ. ευρώ. Σήμερα οι καταθέσεις έχουν ανακάμψει μόλις στα 134,5 δισ. ευρώ.

Ενδεικτικό για το πόση αξιοπιστία απολαμβάνουν οι ελληνικές τράπεζες στους έχοντες αποταμιεύσεις είναι το γεγονός ότι σύμφωνα με σχετικό πρόσφατο ρεπορτάζ της γερμανικής “Handelsblatt”, οι Έλληνες εξακολουθούν να έχουν περίπου 28 δισ. ευρώ σε μετρητά σε θυρίδες, λόγω του φόβου για τη βιωσιμότητα των τραπεζών. Με ένα ποσοστό «κόκκινων» δανείων που σήμερα ανέρχεται περίπου στο 37% του συνόλου των δανείων τους, δηλαδή 61 δισ. ευρώ, οι ελληνικές τράπεζες ετοιμάζονται να υποδεχθούν ένα ακόμα κύμα τέτοιων δανείων. Υπολογίζεται ότι με μια πτώση του ΑΕΠ κατά 10% συνολικά το 2020, θα προστεθούν στις ελληνικές τράπεζες νέα «κόκκινα δάνεια» ύψους 10 δισ. ευρώ, με αποτέλεσμα μια νέα ανακεφαλαιοποίηση με κρατικό χρήμα να τεθεί «επί τάπητος».

Για τέταρτη συνεχή φορά οι εργαζόμενοι φορολογούμενοι θα κληθούν να πληρώσουν για τράπεζες που προκαλούν αδιάκοπα το λαό με «κουρέματα» δανείων-δώρα σε καπιταλιστές και με αμοιβές-μαμούθ στα διευθυντικά στελέχη τους. Έτσι, πριν από λίγο καιρό είχαμε την αποκάλυψη του «κουρέματος» 138 εκατ. ευρώ από οφειλές του μεγαλοεπιχειρηματία του τζόγου Πηλαδάκη (το 90%) στην Τράπεζα Πειραιώς, ενώ στο ίδιο διάστημα γνωστοποιήθηκαν από τις τράπεζες οι προκλητικές αμοιβές των υψηλόβαθμων στελεχών των Alpha Bank, Eurobank, Εθνική Τράπεζα και Τράπεζα Πειραιώς για το 2019, οι οποίες αποκαλύφθηκε ότι ξεπερνούν κατά 49,2 φορές τη μέση ετήσια σύνταξη και κατά 29 φορές το μέσο ετήσιο μισθό στον ιδιωτικό τομέα! Και αυτές είναι οι ίδιες τράπεζες που καθημερινά προβαίνουν σε κατασχέσεις κατοικιών εργαζόμενων και μικροεπαγγελματιών και οι οποίες πέτυχαν πριν ένα μήνα την ψήφιση ενός νέου πτωχευτικού κώδικα, μέσω του οποίου αναμένεται να συγκεντρώσουν στο έλεγχό τους το μέγιστο δυνατό αριθμό περιουσιακών στοιχείων πτωχευμένων ανθρώπων.

Το τι έρχεται στις τράπεζες στο πλαίσιο της αχαλίνωτης εφαρμογής του κανόνα «οι ζημιές στο κράτος και τα κέρδη στους καπιταλιστές μετόχους» αντανακλάται στην περίπτωση της προκλητικής «προσωρινής» κρατικοποίησης της Τράπεζας Πειραιώς. Με τη σύμφωνη γνώμη του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού της ΕΚΤ, η τράπεζα αυτή που είχε κοστίσει σχεδόν 3 δισεκατομμύρια ευρώ στο κράτος μόνο το 2015, δεν θα πληρώσει δανειακές της υποχρεώσεις στο ΤΧΣ (Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, σχήμα της τρόικας συνδεδεμένο με το ελληνικό κράτος), τα λεγόμενα ομόλογα CoCos, έτσι ώστε να γίνει ανθεκτικότερη στις αυξημένες ζημιές που παρουσιάζει από κόκκινα δάνεια. Με αυτόν τον τρόπο η τράπεζα ωφελείται συνολικά με ένα ποσό 3,525 δισ. ευρώ σε κεφαλαιακή ενίσχυση και απαλλαγή από καταβολή τόκων μέχρι και το 2022, με τίμημα την αύξηση της συμμετοχής του ΤΧΣ στη μετοχική της σύνθεση, από το 26,4% που είναι σήμερα στο 61,3%. Ωστόσο, το προκλητικό σχέδιο τρόικας-κυβέρνησης προβλέπει η τράπεζα να μείνει κρατική μόνο για μερικούς μήνες, μέχρι να απαλλαγεί από έναν όσο γίνεται μεγαλύτερο αριθμό κόκκινων δανείων, να απορροφήσει ακόμα περισσότερο κρατικό χρήμα αλλά και κονδύλια από το «Ταμείο Ανάκαμψης» και να παραχωρηθεί ξανά ο έλεγχός της σε ιδιωτικά συμφέροντα, μέσω μια νέας αύξησης μετοχικού κεφαλαίου.

Ωστόσο, μέσα στις συνθήκες που διαμορφώνει πλέον η θυελλώδης παγκόσμια κρίση και το νέο κύμα κόκκινων δανείων, δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι το ελληνικό αστικό κράτος δεν θα αναγκαστεί να κρατήσει παρά τη θέλησή του τις τράπεζες στον έλεγχό του, αφού οι τράπεζες που θα έχουν νέες μεγάλες ζημιές δεν μπορεί ταυτόχρονα να είναι και ελκυστικές για αγορά. Την πρόθεση προετοιμασίας για μια τέτοια προοπτική μάλιστα, σε έναν ορισμένο βαθμό, τη φανερώνει το νέο νομοσχέδιο που ετοιμάζει η κυβέρνηση για τις τράπεζες.

Σύμφωνα με τα οικονομικά ρεπορτάζ του αστικού Τύπου, αυτός ο νόμος θα αλλάξει το θεσμικό πλαίσιο για το ΤΧΣ ώστε να διασφαλίζεται ότι το κράτος θα μπορεί στο εξής να προβαίνει ή να μετέχει σε αυξήσεις κεφαλαίου υπερασπιζόμενο το μερίδιό του (έως τώρα αυτό κατά κανόνα απαγορευόταν), να διορίζει τις διοικήσεις της αρεσκείας του και να δημιουργήσει ένα άλλο κρατικό σχήμα που θα έχει τον έλεγχο στα περιουσιακά στοιχεία του ΤΧΣ μετά το 2022, όπου προβλέπεται να λήξει η λειτουργία του. Στην προετοιμασία ενός τέτοιου νόμου από μια κυβέρνηση που αποτελείται από σκληροπυρηνικούς νεοφιλελεύθερους, αντανακλάται καθαρά η έλλειψη εμπιστοσύνης των ίδιων των Ελλήνων αστών στις προοπτικές του ελληνικού καπιταλισμού.

Η «μαύρη τρύπα» που αντιπροσωπεύουν οι τράπεζες για τον ελληνικό καπιταλισμό είναι λοιπόν μεγάλη, και δεν θα κλείσει σύντομα. Με τα νέα κόκκινα δάνεια η κρίση γίνεται παράγοντας που πλήττει τη βιωσιμότητα των τραπεζών, αλλά επίσης με τη σειρά της, η εξάρτηση των άρρωστων τραπεζών από το κρατικό χρήμα τροφοδοτεί το έλλειμμα και το χρέος, ενώ και η αναβαθμισμένη συμβολή τους στην εξαθλίωση των μαζών με το νέο πτωχευτικό κώδικα τροφοδοτεί την κρίση. Ταυτόχρονα, η συγκέντρωση πλέον, ακόμα μεγαλύτερου τμήματος της ελληνικής οικονομίας στον έλεγχο των τραπεζών (μόνο η Τράπεζα Πειραιώς έχει ένα τεράστιο χαρτοφυλάκιο δανείων, σχεδόν -σύμφωνα με την φράση που χρησιμοποιείται κατά κόρον στον αστικό Τύπο – «έχει τη μισή οικονομία στα χέρια της») έχει μια σημαντική συνέπεια από επαναστατική σκοπιά: διευκολύνει στο μέγιστο δυνατό βαθμό το καθήκον μιας επαναστατικής προλεταριακής κυβέρνησης να εγκαθιδρύσει τον κεντρικό σχεδιασμό της οικονομίας. Ποτέ άλλοτε δεν υπήρχε η αντικειμενική βάση ώστε η κοινωνική ιδιοκτησία στο τραπεζικό σύστημα να μπορεί να οδηγήσει τόσο άμεσα και τόσο εκτεταμένα στον έλεγχο και τη δυνατότητα για κεντρικό σχεδιασμό της οικονομίας.

Έχοντας εξετάσει λοιπόν τα αντικειμενικά στοιχεία και τις τάσεις στο ΑΕΠ, τη δημοσιονομική κατάσταση, το χρέος και τις τράπεζες, συμπεραίνουμε ότι ο ελληνικός καπιταλισμός, επιστρέφοντας στο φάσμα της οικονομική συρρίκνωσης και της επαπειλούμενης χρεοκοπίας κράτους και τραπεζών, δεν μπορεί παρά να δει το μεγάλο εφιάλτη του να αναβιώνει. Ο εφιάλτης αυτός είναι η προοπτική απώλειας του ιστορικού του κεκτημένου, της θέσης του δηλαδή μέσα στην Ευρωζώνη και την ΕΕ. Ωστόσο, η καπιταλιστική Ελλάδα έχει πλέον και άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ και της Ευρωζώνης να μοιράζονται μαζί της τον ίδιο εφιάλτη.

Επιπλέον, συνολικά η συνοχή της ΕΕ και της Ευρωζώνης πάνω στο έδαφος της κρίσης και της όξυνσης των ενδοαστικών αντιθέσεων (Βορράς-Νότος κ.λπ) θα δοκιμαστεί πολύ σοβαρά, κάνοντας ακόμα πιο αμφίβολη και δύσκολη την υπόθεση της διατήρησης της σημερινής θέσης της Ελλάδας μέσα σ’ αυτές.

Είναι νόμος ότι οι ίδιες υλικές αιτίες τείνουν να παράγουν τα ίδια αποτελέσματα. Έτσι, η επιστροφή του ελληνικού καπιταλισμού σε μία κατάσταση κατάρρευσης και χρεοκοπίας θα έχει ως αποτέλεσμα η ελληνική κοινωνία να «ξαναπιάσει» το νήμα από την παρατεταμένη εκείνη προεπαναστατική περίοδο του πρώτου μισού της προηγούμενης δεκαετίας και να τείνει να εισέλθει σε μια ανοικτά επαναστατική κατάσταση. Η συνειδητοποίηση αυτής της προοπτικής, η οποία δεν αφορά μια περίοδο δεκαετιών αλλά τους επόμενους μήνες και λίγα χρόνια, καθώς και η κατανόηση των επειγόντων πολιτικών καθηκόντων που απορρέουν από αυτήν, είναι και ο σημαντικότερος σκοπός της ανάλυσής μας για την κατάσταση του ελληνικού καπιταλισμού.

Οι εργαζόμενοι αντιμέτωποι με μια καταστροφή: Καμιά λύση εκτός από το πρόγραμμα του επαναστατικού μαρξισμού!

Οι αστοί και οι απολογητές τους προσπαθούν γύρω από την πανδημία να δημιουργήσουν ένα κλίμα «εθνικής ομοψυχίας». Αλλά η εργατική τάξη είναι εκείνη που πληρώνει το πιο βαρύ τίμημα από την πανδημία. Οι εργαζόμενοι συνωστίζονται υποχρεωτικά στους χώρους δουλειάς και τα μέσα μαζικής μεταφοράς, ακόμα και μέσα στη «γενική καραντίνα», όπου η τηλεργασία είναι για ένα πολύ μεγάλο τους τμήμα αδύνατη. Επίσης, διαβιούν με τις οικογένειές τους σε μικρά διαμερίσματα και σε υποβαθμισμένα προάστια με μεγάλη πληθυσμιακή πυκνότητα και ακάθαρτους δρόμους. Αντίθετα, τα καπιταλιστικά αφεντικά, οι διευθυντές τους και οι υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι του κράτους μπορούν σε ποσοστό 100% να διεκπεραιώνουν τον (μη αναγκαίο κοινωνικά) ρόλο τους στην οικονομία και το κράτος χωρίς φυσική παρουσία σε χώρους δουλειάς, με «τηλεργασία», και είναι πολύ ευκολότερο να απομονωθούν και να αποφύγουν τους συνωστισμούς διαβιώντας στις ευρύχωρες κατοικίες τους που βρίσκονται σε αραιοκατοικημένα και πλούσια προάστια.

Παράλληλα με την άμεση και διαρκή απειλή για τη ζωή τους από τον ιό, οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα είναι για δεύτερη φορά μέσα σε μια δεκαετία αντιμέτωποι με μια απότομη και δραματική πτώση στο βιοτικό τους επίπεδο λόγω της νέας καπιταλιστικής κρίσης. Σύμφωνα με το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ ο μέσος μέσος μηνιαίος μισθός μειώθηκε το 2020 κατά περίπου 10% σε σχέση με το 2019. Στο ίδιο διάστημα οι εργαζόμενοι που λαμβάνουν μισθό έως 200 ευρώ αυξήθηκαν ως ποσοστό, από 1% σε 12% του εργατικού δυναμικού. Το 31% των εργαζόμενων λαμβάνουν σήμερα λιγότερο από τον κατώτατο μισθό, ο οποίος όμως βρίσκεται κάτω από το όριο της φτώχειας. Την ίδια στιγμή που η επίσημη ανεργία φτάνει το 20%, η κυβέρνηση αφήνει χωρίς καμία απολύτως στήριξη τη συντριπτική πλειοψηφία των ανέργων, ενώ είναι δεδομένο ότι στις παρούσες συνθήκες δεν πρόκειται να βρουν δουλειά.

Και όπως είναι φυσικό, η κυβέρνηση της άρχουσας τάξης επιχειρεί μεθοδικά να αξιοποιήσει τις ειδικές συνθήκες της πανδημίας για να μεγαλώσει την εκμετάλλευση με νέους νόμους που προβλέπουν μειώσεις μισθών και αύξηση των ωρών εργασίας, αλλά και να αντιμετωπίσει προληπτικά τους επερχόμενους μαζικούς αγώνες με νόμους απαγόρευσης των διαδηλώσεων και νέας παρεμπόδισης της συνδικαλιστικής δράσης και της κήρυξης απεργιών, με άγρια κλιμάκωση της αστυνομικής βίας και τρομοκρατίας.

Οι ρεφορμιστές επιχειρούν για μια ακόμα φορά να πείσουν τους εργαζόμενους ότι οι αιτίες για αυτήν την επίθεση είναι ιδεολογικές. Ισχυρίζονται ότι γι΄ αυτήν ευθύνεται ο ακροδεξιός και νεοφιλελεύθερος χαρακτήρας της κυβέρνησης. Ωστόσο, «ξεχνούν» ότι από το 2015 έως το 2019 στα υπουργεία βρίσκονταν άνθρωποι που κατήγγειλαν το νεοφιλελευθερισμό και ορκίζονταν στις «προοδευτικές μεταρρυθμίσεις», αλλά στην πράξη – και μάλιστα σε συνθήκες ήπιας ανάκαμψης και όχι κρίσης – η πολιτική που εφάρμοσαν απέναντι στα θεμελιώδη εργατικά προβλήματα είχε μόνο ποσοτικές διαφορές σε σχέση με την πολιτική αυτών που τους έχουν διαδεχθεί. Αυτοί οι «αντι-νεοφιλελεύθεροι» και «αντι-δεξιοί» ρεφορμιστές διατήρησαν την άθλια κατάσταση στο κρατικό σύστημα Υγείας, το οποίο βρέθηκε ανοχύρωτο στην πανδημία, δεν άλλαξαν τίποτα από το αντιδραστικό κράτος και τους κατασταλτικούς μηχανισμούς του, δεν βελτίωσαν ουσιαστικά, παρά την ανάκαμψη του ΑΕΠ,  το βιοτικό επίπεδο της εργατικής τάξης. Και ταυτόχρονα, αυτοί ήταν που διαψευστήκαν παταγωδώς σε όλες τις μεγαλόστομες διαπιστώσεις τους ενώπιον των εργαζομένων, για «θυσίες που έπιασαν τόπο» και για «έξοδο από τα Μνημόνια». Διαπιστώσεις που, εκτός των άλλων, είχαν μια ορισμένη επιζήμια επίδραση σύγχυσης και αυταπατών για τον ελληνικό καπιταλισμό και τη φύση του στη συνείδηση ενός τμήματος της εργατικής τάξης.

Η θεμελιώδης αιτία για τη διαρκή επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου της εργατικής τάξης δεν είναι ιδεολογική. Τόσο η ανικανότητα των ρεφορμιστών να διαχειριστούν και να αλλάξουν το σύστημα προς όφελος της εργατικής τάξης σε συνθήκες ανάκαμψης, όσο και η σημερινή ολομέτωπη επίθεση των νεοφιλελεύθερων στους εργαζόμενους σε συνθήκες κρίσης, πηγάζουν από την ίδια αιτία, η οποία είναι η αντικειμενική φάση που βρίσκεται σήμερα ο καπιταλισμός. Η παρούσα βαθιά κρίση αποτελεί την εκδήλωση μιας παγκόσμιας αντικειμενικής πραγματικότητας: της πραγματικότητας του ιστορικού αδιεξόδου και της προχωρημένης παρακμής του καπιταλισμού. Η εκδήλωση αυτού του αδιεξόδου, ειδικά σε ένα υπερχρεωμένο κράτος της περιφέρειας του ευρωπαϊκού καπιταλισμού όπως η Ελλάδα, είναι η αιτία για τον τριπλό εφιάλτη που βιώνει σήμερα η εργατική τάξη: θανάσιμη απειλή για την υγεία της, περιορισμός βασικών της δημοκρατικών δικαιωμάτων, νέα επιδείνωση του βιοτικού της επιπέδου. Μόνο πολιτικά κρετίνοι ή πολιτικοί απατεώνες θα μπορούσαν να υποστηρίξουν ότι η λύση για να απαλλαγεί οριστικά η εργατική τάξη από αυτόν τον τριπλό εφιάλτη είναι απλώς η αντικατάσταση των προσώπων που διαχειρίζονται το σάπιο σύστημα με πρόσωπα άλλης «ιδεολογίας».

Η κοινωνία είναι βαριά άρρωστη, από μια αρρώστια που διαρκώς χειροτερεύει με νέες υποτροπές, και η οποία λέγεται «καπιταλισμός». Η λύση δεν είναι τα παυσίπονα του ρεφορμισμού αλλά η ριζική θεραπεία που επαγγέλλεται ο επαναστατικός μαρξισμός, με τη μορφή της εφαρμογής του προγράμματός του στην εξουσία. Είναι τόσο βαθιά η σημερινή καπιταλιστική κρίση που οτιδήποτε λιγότερο ή μετριοπαθέστερο από τις βασικές προγραμματικές διεκδικήσεις του επαναστατικού μαρξισμού είναι εντελώς ανίκανο να προσφέρει πραγματική ανακούφιση στα θεμελιώδη προβλήματα της εργατικής τάξης. Με το κράτος να ξεμένει από νοσοκομειακές κλίνες, η προστασία της υγείας χιλιάδων ανθρώπων από την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα προϋποθέτει την άμεση κοινωνικοποίηση των ιδιωτικών μονάδων Υγείας. Με εκατομμύρια θέσεις εργασίας να απειλούνται, μόνο οι κοινωνικοποιήσεις και η κεντρικά σχεδιασμένη οικονομία μπορούν να εξασφαλίσουν τις υπάρχουσες θέσεις εργασίας και να ανοίξουν νέες. Με τον κρατικό μηχανισμό να γίνεται όλο και πιο αυταρχικός ως αποτέλεσμα της απόπειρας της άρχουσας τάξης να τρομοκρατήσει εκατομμύρια ανθρώπους για να μην απειληθεί η εξουσία της, μόνο η κατάκτηση της εξουσίας από το προλεταριάτο και το τσάκισμα του αρχιτρομοκράτη που λέγεται αστικό κράτος μπορεί να εγγυηθεί τα δημοκρατικά δικαιώματα.

Η εργατική τάξη – με τα πιο νεανικά, λιγότερο φθαρμένα από ήττες και προδοσίες τμήματά της στην πρώτη γραμμή – είναι σήμερα περισσότερο από ποτέ έτοιμη να ακούσει και να υποστηρίξει το πρόγραμμα του επαναστατικού μαρξισμού. Μετά από το σοκ του ερχομού μιας ακόμα κρίσης, αρχίζει να συνειδητοποιεί ότι η σημερινή πραγματικότητα επιβάλει ριζικές λύσεις. Στο όχι και πολύ μακρινό παρελθόν, παράγοντες όπως η ισχυρή καπιταλιστική ανάπτυξη σε συνδυασμό με την ύπαρξη του παντοδύναμου και σφετεριζόμενου το γόητρο της Οκτωβριανής Επανάστασης σταλινισμού, όρθωναν πανίσχυρα αντικειμενικά εμπόδια μεταξύ των εργατικών μαζών και του προγράμματος της σοσιαλιστικής επανάστασης. Σήμερα αυτά τα αντικειμενικά εμπόδια δεν υπάρχουν. Εναπόκειται στους επαναστάτες μαρξιστές, με συστηματική και υπομονετική δουλειά να βρουν τον δρόμο για να κατακτήσουν την υποστήριξη των μαζών της εργατικής τάξης στο πρόγραμμά τους, το οποίο οι ίδιες από ένστικτο αναζητούν για να σωθούν από την καταστροφική κρίση του καπιταλισμού.

Το αστικό καθεστώς σε νέα αβεβαιότητα

Μετά από μια πολύ ασταθή πολιτικά δεκαετία για το αστικό καθεστώς, με κοινοβουλευτικά αδύναμες κυβερνήσεις, η άρχουσα τάξη ευτύχησε τον Ιούλιο του 2019 να ξαναδεί μια ισχυρή κοινοβουλευτικά και απόλυτα ελεγχόμενη κυβέρνησή της στην εξουσία. Όμως πριν ακόμα συμπληρώσει έναν χρόνο θητείας, αυτή η κυβέρνηση βρέθηκε αντιμέτωπη με μια κρίση που φέρνει τον ελληνικό καπιταλισμό πίσω στις ταραγμένες αρχές της περασμένης δεκαετίας. Τους πρώτους μήνες της νέας κρίσης φάνηκε ότι η δημοτικότητα της κυβέρνησης της ΝΔ, αντί να αποδυναμώνεται, ενισχύθηκε. Πως μπορεί να εξηγηθεί αυτό; Σίγουρα όχι με τη γνωστή θεωρία των οργανικά πεσιμιστών σεχταριστών και οπορτουνιστών μέσα στην Αριστερά, περί «δεξιάς στροφής της κοινωνίας». Οι πραγματικοί λόγοι είναι οι ακόλουθοι.

​Ο πρώτος είναι η από φόβο για την κατάρρευση του τουρισμού γρήγορη καταφυγή σε «γενική καραντίνα» τον περασμένο Μάρτιο, που περιόρισε τον αριθμό των θανάτων από την πανδημία σε σύγκριση με άλλες χώρες. Αυτό έδωσε στην κυβέρνηση τη δυνατότητα, ενδεδυμένη με το μανδύα του «ανθρωπισμού», να κερδίσει ανέλπιστη δημοτικότητα μέσα στο 2020. Ο δεύτερος-και σημαντικότερος-λόγος είναι ή άδεια για «πάγωμα» των μνημονιακών δημοσιονομικών κανόνων που έλαβε η κυβέρνηση από την ΕΕ, για φέτος και του χρόνου. Χωρίς αυτή την άδεια, θα έπρεπε μέχρι το τέλος του χρόνου να περικοπούν μισθοί και συντάξεις, και να δούμε, πιθανότατα, το σταμάτημα της λειτουργίας κρατικών υπηρεσιών και οργανισμών στα πρότυπα του «ξαφνικού θανάτου» της ΕΡΤ το 2013. Αυτό το «πάγωμα», δημιούργησε τη δυνατότητα αυτοί οι «ορκισμένοι νεοφιλελεύθεροι» να μετριάσουν τη λαϊκή δυσαρέσκεια μέσα από έκτακτα επιδόματα, ακόμα υψηλότερα και από τα ετήσια «κοινωνικά μερίσματα» της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.

​Ο τρίτος λόγος είναι η στάση των ηγεσιών των αριστερών κομμάτων της αντιπολίτευσης και ιδίως αυτών με την ισχυρότερη επιρροή στην εργατική τάξη, δηλαδή του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ. Αντί να διεξάγουν μια ενωτική εκστρατεία για την ενίσχυση του ΕΣΥ και την καταπολέμηση της φτώχειας και της ανεργίας, προετοιμάζοντας μαζικούς αγώνες (ειδικά το τετράμηνο Ιουνίου-Σεπτεμβρίου, όπου ακόμα δεν είχε φουντώσει το νέο κύμα της πανδημίας και θα μπορούσαν να διεξαχθούν και μαζικές διαδηλώσεις και συγκεντρώσεις), επέλεξαν να δώσουν διαπιστευτήρια «υπευθυνότητας» στο καθεστώς με μια υποτονική, συμβολική, κοινοβουλευτική αντιπολίτευση, διακοπτόμενη από αραιά επαναλαμβανόμενους ακτιβισμούς από το ΠΑΜΕ.

Ωστόσο, ο σοβαρός κλονισμός της δημοτικότητας της κυβέρνησης μετά και από την αποκάλυψη της χρεοκοπίας της μπροστά στο δεύτερο κύμα της πανδημίας, πρέπει να θεωρείται βέβαιος. Η πτωτική τάση της ΝΔ στις δημοσκοπήσεις ήδη φανερώνει την προοπτική η κυβέρνηση, μετά το διάλειμμα της πρώτης φάσης της πανδημίας, να δει τη δημοτικότητά της να περιορίζεται αποκλειστικά στη μειονότητα των πιο ηλικιωμένων και προνομιούχων τμημάτων της κοινωνίας. Η πολιτική υπεραξία από τη δημοτικότητα του πολυδιαφημισμένου ως «ήρωα της πανδημίας» (στην πραγματικότητα έμμισθου κυβερνητικού απολογητή) λοιμωξιολόγου Τσιόδρα και της «Επιτροπής ειδικών» (στην πλειονότητά τους προνομιούχων καθεστωτικών μεγαλογιατρών – συνεργατών του καθεστώτος) έχει πλέον εξαντληθεί. Ήδη αρχίζει να την επισκιάζει η μαζική δυσαρέσκεια για τα αντιδραστικά «κατορθώματα» των Κικίλια, Κεραμέως, Χρυσοχοΐδη και σία. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη μετατρέπεται σ’ αυτό που φαινόταν ότι θα γίνει στην αρχή της θητείας της: μια λαομίσητη κυβέρνηση, η οποία πάνω στο έδαφος του αδιεξόδου του ελληνικού καπιταλισμού θα ξαναβάλει φωτιά στην ταξική πάλη.

Ανάμεσα στα πεπραγμένα της κυβέρνησης ξεχωρίζει η έξαρση της αστυνομικής βίας και τρομοκρατίας, με πρόσφατο αποκορύφωμα τη σκληρή καταστολή των συγκεντρώσεων του Πολυτεχνείου και την κατάργηση της ελευθερίας του «συνέρχεσθαι» για τέσσερις μέρες. Και πάλι εδώ, πρέπει να τονίσουμε ότι τα αίτια γι’ αυτόν τον αυταρχισμό δεν είναι «ιδεολογικά». Άλλωστε ο κεντρικός κυβερνητικός εκφραστής του, ο πολιτικός προϊστάμενος της αστυνομίας, δεν είναι κάποιος ακροδεξιός, αλλά ένα παλιός υπουργός του ΠΑΣΟΚ. Η αιτία είναι η ανάγκη της άρχουσας τάξης να δράσει προληπτικά, τόσο σε επιχειρησιακό, όσο και σε θεσμικό επίπεδο, για να τρομοκρατήσει το εργατικό κίνημα και τη νεολαία, κατανοώντας ότι η κρίση και η επίθεση της κυβέρνησης αναπόφευκτα θα οδηγήσουν σε μαζικούς αγώνες.

Η πρόσφατη Ιστορία, όμως, προσφέρει πολύ ξεκάθαρα διδάγματα σχετικά με το που μπορεί να οδηγήσει η έξαρση της κρατικής βίας. Είναι δυνατό να αποτελέσει αφορμή για έναν ξεσηκωμό της νεολαίας, ο οποίος με τη σειρά του, μπορεί να «κεντρίσει» την εργατική τάξη και να επιταχύνει τη κινητοποίηση και την πολιτική της ριζοσπαστικοποίηση. Η περίπτωση της δολοφονίας του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου το 2008, η οποία αποτέλεσε την πρώτη πράξη για το πέρασμα της ελληνικής κοινωνίας σε μια προεπαναστατική περίοδο, είναι η πλέον χαρακτηριστική. Ο σταθερός προσανατολισμός στην άγρια καταστολή και την καταπάτηση των στοιχειωδών δημοκρατικών δικαιωμάτων από την κυβέρνηση Μητσοτάκη, μέσα στις ακόμα πιο ασφυκτικές για το βιοτικό επίπεδο των εργατικών μαζών σημερινές συνθήκες, θα επιστρέψει «μπούμερανγκ» στην άρχουσα τάξη, τροφοδοτώντας διεργασίες που θα τείνουν να οδηγούν στην εμφάνιση μιας ανοικτά επαναστατικής κατάστασης.

Κάθε άλλη αστική κυβέρνηση στο παρελθόν, αν διέθετε τη σημερινή μεγάλη διαφορά από την αξιωματική αντιπολίτευση στις δημοσκοπήσεις, θα πήγαινε το συντομότερο δυνατό σε νέες εκλογές. Αλλά τώρα υπάρχει ο απρόβλεπτος παράγοντας που λέγεται «εκλογές με απλή αναλογική». Ένα εκλογικό σύστημα που επέβαλε στο αστικό καθεστώς η προηγούμενη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – έστω και για μία φορά (αφού από τις μεθεπόμενες εκλογές επιστρέφει η ενισχυμένη αναλογική) και διαστρεβλωμένα από το όριο του 3% – μέσα στην αγωνία της να επιδείξει ορισμένες προοδευτικές μεταρρυθμίσεις στο γενικό πλαίσιο της αντιδραστικής, μνημονιακής της πολιτικής. Το ρίσκο για την άρχουσα τάξη από μια προσφυγή σε πρόωρες εκλογές με απλή αναλογική είναι μεγάλο στις σημερινές κρίσιμες για τον ελληνικό καπιταλισμό συνθήκες, καθώς θα μπορούσαν να προκύψουν όλων των ειδών τα ασταθή και απρόβλεπτα κυβερνητικά σχήματα. Γι΄ αυτό η άρχουσα τάξη φαίνεται ότι επιδιώκει να εξαντληθεί η θητεία της κυβέρνησής της, με την ελπίδα ότι σε δυο χρόνια η κρίση θα έχει κοπάσει και η λαϊκή δυσαρέσκεια θα έχει μετριαστεί, ώστε να μπορέσει να ξεπεράσει το «σκόπελο» της απλής αναλογικής με μια συγκυβέρνηση με το ΚΙΝΑΛ ή ακόμα και την Ελληνική Λύση ή κάποια άλλη εκδοχή της Άκρας Δεξιάς. Όμως αυτοί οι σχεδιασμοί, παρότι λογικοί από τη σκοπιά των αστικών συμφερόντων, γίνονται χωρίς να υπολογίζονται οι συνέπειες από την αυξανόμενη συσσώρευση οργής στα θεμέλια της κοινωνίας.

Η «παράλυση» του εργατικού κινήματος φτάνει στο τέλος της

Η κρίση και η πανδημία βρήκαν το εργατικό κίνημα στη χειρότερη κατάσταση από τη Μεταπολίτευση. Στην απογοήτευση από τις απανωτές ήττες της προηγούμενης δεκαετίας, προστέθηκε το 2019 η κατάσταση πλήρους απαξίωσης και διάλυσης της ΓΣΕΕ, με εκλογικές νοθείες, ματαίωση δυο συνεδρίων με χρήση φυσικής βίας, παρουσία της αστυνομίας και τη θλιβερή πρόκληση της κρατικής παρέμβασης για διορισμό προσωρινής διοίκησης.
Αντί να μετατρέψουν το συνέδριο σε βήμα για την καταγγελία της γραφειοκρατίας και των μεθόδων της σε ολόκληρη την εργατική τάξη και να ξεκινήσουν μια εκστρατεία για ένα αυθεντικό και δημοκρατικό συνέδριο, οι ηγέτες του ΠΑΜΕ με τη διάλυση διαδικασιών μέσω της χρήσης φυσικής βίας, έδωσαν στους γραφειοκράτες της πλειοψηφίας της διοίκησης της ΓΣΕΕ το άλλοθι να εμφανιστούν ως θύματα και συνέβαλαν στο να απαξιωθούν τα συνδικάτα στα μάτια των εργατών, η πλειονότητα των οποίων σκέφτηκε ότι την ώρα που η τάξη δεινοπαθεί από τα αφεντικά οι συνδικαλιστές παίζουν μπουνιές για τις καρέκλες. Τελικά, οι ηγέτες του ΠΑΜΕ, οι οποίοι με αυτό το θόρυβο προσπάθησαν να δικαιολογήσουν την αποτυχία τους να αυξήσουν την επιρροή του στα συνδικάτα, αποδέχθηκαν τις λιγότερες θέσεις στο Δ.Σ τις ΓΣΕΕ για να μη χάσουν τα όποια προνόμια απορρέουν από αυτές, αφήνοντας όμως εμβρόντητους τους απλούς εργάτες και ιδιαίτερα όσους είχαν πιστέψει ότι το ΠΑΜΕ δίνει – έστω και με γροθιές – μια πραγματική μάχη ενάντια στην γραφειοκρατία.

Αυτά τα γεγονότα υπογράμμισαν το παλιό μαρξιστικό αξίωμα ότι η υπόθεση της ανεξαρτησίας των συνδικάτων από το κράτος και της δημοκρατίας στο εσωτερικό τους είναι σε τελική ανάλυση ασυμβίβαστη με την ηγεσία των ρεφορμιστών και των σταλινικών. Ο Τρότσκι στο εξαιρετικό του κείμενο με τίτλο «Τα συνδικάτα στην εποχή της ιμπεριαλιστικής παρακμής» (1940, εκδόσεις «Αλλαγή» 1983) έγραφε χαρακτηριστικά: «Είναι γεγονός αποδεδειγμένο ότι η ανεξαρτησία των συνδικάτων από ταξική άποψη, στις σχέσεις τους με το αστικό κράτος, δεν μπορεί να εξασφαλιστεί στις σημερινές συνθήκες, παρά μόνο κάτω από μια ηγεσία απόλυτα επαναστατική, όπως είναι η ηγεσία της 4ης Διεθνούς. Αυτή η ηγεσία, φυσικά, μπορεί και πρέπει να είναι λογική και να εξασφαλίζει στα συνδικάτα το μάξιμουμ της δυνατής δημοκρατίας κάτω από τις συγκεκριμένες σημερινές συνθήκες. Αλλά χωρίς την πολιτική ηγεσία της 4ης Διεθνούς, η ανεξαρτησία των συνδικάτων είναι αδύνατη.»

Είναι ανάγκη εδώ να διευκρινίσουμε ένα σημαντικό ζήτημα, που βρίσκεται διαχρονικά στο επίκεντρο πολλών συζητήσεων και προβληματισμών μεταξύ των αγωνιστών του εργατικού κινήματος: Πως επιδρά ο ερχομός της κρίσης στη συνείδηση της εργατικής τάξης; Την κάνει πιο επαναστατική ή πιο συντηρητική; Η απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα είναι η εξής: εξαρτάται από τη φάση στην οποία βρίσκει η κρίση την εργατική τάξη και το κίνημά της. Για τους εργαζόμενους η κρίση δεν είναι στατιστικά στοιχεία για το ΑΕΠ. Σημαίνει απολύσεις και απότομο μεγάλωμα της φτώχειας και της ανασφάλειας, γεγονότα που λειτουργούν σαν σοκ στη συνείδηση, το οποίο βάζει τους εργαζόμενους σε κατάσταση αμφισβήτησης των παγιωμένων τους αντιλήψεων και συνηθειών. Αν η κρίση βρει το εργατικό κίνημα σε μια φάση αφύπνισης και μαζικών αγώνων, το σοκ φυσιολογικά είναι δυνατό να ανακόψει ή να επιβραδύνει αυτή την αφύπνιση. Οι περισσότεροι εργαζόμενοι σε αυτή την περίπτωση τείνουν να σκέφτονται: «Τώρα δεν είναι η καλύτερη ώρα για απεργίες, αφού ακόμα και αυτή η θέση εργασίας που μου εξασφαλίζει έναν μισθό πενίας κινδυνεύει». Αν όμως, η κρίση βρει το εργατικό κίνημα – όπως συμβαίνει σήμερα – σε μια φάση παρατεταμένης υποχώρησης και παράλυσης, τότε μπορεί να έχει τα αντίθετα αποτελέσματα στη συνείδηση. Οι εργαζόμενοι τείνουν να σκέφτονται: «Έσκυψα το κεφάλι και έκανα υπομονή κάποια χρόνια, γιατί οι αγώνες δεν είχαν οδηγήσει σε νίκες, αλλά τώρα κινδυνεύω να τα χάσω όλα. Οι αγώνες είναι μονόδρομος και αυτή τη φορά πρέπει οπωσδήποτε να βρεθεί ο τρόπος να νικήσουν!».

Χρησιμοποιήσαμε τις λέξεις «τείνουν να σκέφτονται» γιατί υπάρχει ακόμα ένας παράγοντας που παίζει αποφασιστικό ρόλο στο πώς διαμορφώνεται η συνείδηση και οι αντιλήψεις των εργαζόμενων σε κάθε φάση: οι ηγεσίες των μαζικών τους οργανώσεων. Έτσι λοιπόν, πράγματι, στη σημερινή περίοδο, οι εργαζόμενοι που υφίστανται το σοκ της κρίσης αναπόφευκτα θα αρχίσουν να αλλάζουν διαθέσεις και θα αναζητήσουν και πάλι λύση στους μαζικούς αγώνες. Αυτή η τάση για αλλαγμένη διάθεση ήδη φανερώθηκε έμμεσα στις μαζικές κινητοποιήσεις τις νεολαίας τον περασμένο Οκτώβριο, αφού, όπως συχνά τονίζουμε, η νεολαία λειτουργεί ως «το ευαίσθητο βαρόμετρο» των διαθέσεων των εργατικών μαζών.

Όμως η απολύτως δικαιολογημένη, βαθιά δυσπιστία έναντι όλων των εργατικών ηγεσιών, πολιτικών και συνδικαλιστικών, ως αποτέλεσμα της αποκλειστικής ευθύνης που φέρουν για τις διαδοχικές ήττες, η σύγχυση που αυτές οι ηγεσίες συνεχίζουν να διασπείρουν στις γραμμές τους με βασικό στοιχείο την απροθυμία να παρέχουν μια ορατή λύση εξουσίας, και η κακή κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει οι μαζικές εργατικές οργανώσεις, πάλι εξαιτίας των ηγετικών πολιτικών και μεθόδων, εμποδίζουν ακόμα τις εργατικές μάζες να μπουν το δρόμο των αγώνων.

Τα εμπόδια αυτά, ασφαλώς πολλαπλασιάζονται από το αντικειμενικό γεγονός της ύπαρξης της πανδημίας και των διαδοχικών φάσεων «καραντίνας» ή «ημι-καραντίνας» τους τελευταίους μήνες. Ωστόσο, έχει γίνει πλέον ξεκάθαρο, ότι για τις πολιτικές και συνδικαλιστικές ηγεσίες η πανδημία έγινε άλλοθι για να δικαιολογήσουν την απροθυμία τους να υιοθετήσουν μια στάση μαχητικής αντιπολίτευσης στην κυβέρνηση. Το τετράμηνο Ιούνιος-Σεπτέμβριος 2020 τα επίπεδα εξάπλωσης του ιού δεν ήταν καθόλου απαγορευτικά για να διεξαχθούν μαζικές κινητοποιήσεις ως απάντηση στην επίθεση της κυβέρνησης με μειώσεις μισθών, περιστολή του δικαιώματος στη διαδήλωση και προκλητική αδιαφορία έναντι της ανάγκης για ενίσχυση του ΕΣΥ. Και παρά το γεγονός ότι όλες αυτές οι επιθέσεις ήταν αναμενόμενες και είχαν προαναγγελθεί, οι πολιτικές και συνδικαλιστικές ηγεσίες, δεν έκαναν τίποτα ουσιαστικό για να κινητοποιήσουν τις μάζες. Είχαμε μόνο συμβολικά και «εκ των υστέρων» καλέσματα, χωρίς ενότητα και προοπτική κλιμάκωσης, τα οποία φυσιολογικά άφησαν παγερά αδιάφορες τις μάζες.

Ωστόσο υπάρχει ένα όριο σχετικά με το για πόσο καιρό μπορούν οι ηγεσίες να στέκονται εμπόδιο, όταν οι διαθέσεις των μαζών αρχίζουν να αλλάζουν. Η σχέση τάξης και ηγεσίας είναι μια διαλεκτική σχέση, με αμοιβαίες πιέσεις και αλληλεπίδραση. Στη σχέση αυτή, σημαντικό ρόλο παίζει η δράση της άρχουσας τάξης. Η επίθεση της άρχουσας τάξης, σε συνδυασμό με την αυξανόμενη αγανάκτηση των μαζών, μπορεί να δημιουργήσει συνθήκες όπου οι ηγεσίες θα κινηθούν πέρα από τις προθέσεις τους. Σε μια μικρογραφία αυτό το φαινόμενο το είδαμε ήδη σε δυο γεγονότα. Τον Οκτώβριο είχαμε τη δέσμευση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ ότι όταν έρθει και πάλι στην κυβέρνηση θα καταργήσει το νέο πτωχευτικό κώδικα της ΝΔ και θα «αφαιρέσει τον έλεγχο της οικονομίας από το παρασιτικό κεφάλαιο», μια δέσμευση που υπονοεί κρατικοποιήσεις, τουλάχιστον του τραπεζικού συστήματος. Το Νοέμβριο είδαμε για πρώτη φορά τα τελευταία τουλάχιστον 20 χρόνια, την ηγεσία του ΚΚΕ να υπογράφει ένα κείμενο μαζί με τα υπόλοιπα εργατικά κόμματα στην υπεράσπιση του δικαιώματος του συνέρχεσθαι.

Είναι βέβαιο ότι με τη λήξη των ειδικών συνθηκών της πανδημίας στο νέο χρόνο, αυτές οι πιέσεις στις ηγεσίες, συμπεριλαμβανομένων ιδιαίτερα των ηγεσιών των συνδικάτων, θα ενταθούν. Αυτό σημαίνει ότι θα αναγκαστούν να κάνουν καλέσματα στις μάζες, τα οποία εκείνες θα επιχειρήσουν να τα αξιοποιήσουν για μια απάντηση στην επίθεση της άρχουσας τάξης, πιέζοντας τις ηγεσίες ακόμα περισσότερο. Σε μια φάση γενικευμένης απογοήτευσης και έλλειψης διάθεσης για αγώνα από τις μάζες όπως αυτή από την οποία βγαίνουμε, οι ακατάλληλες ηγεσίες παίζουν τον ρόλο απόλυτου εμποδίου στη δυνατότητα ανάκαμψης του κινήματος. Όταν όμως οι διαθέσεις των μαζών αλλάζουν, το εμπόδιο των ακατάλληλων ηγεσιών, από απόλυτο γίνεται σχετικό και οι νέες διαθέσεις αντανακλώνται με διάφορους τρόπους στην ίδια τη στάση των ηγεσιών.

Όπως ήδη εξηγήσαμε, το διψήφιο ποσοστό ελλείμματος πάνω στο έδαφος της κρίσης δεν μπορεί να μην οδηγήσει σε νέα αντιδραστικά μέτρα λιτότητας και οι εισηγήσεις της λεγόμενης «επιτροπής Πισσαρίδη» είναι μια σαφής ένδειξη ότι θα κινηθούμε σύντομα εκεί. Οι ηγεσίες των συνδικάτων πιεζόμενες από τη βάση θα αναγκαστούν να καλέσουν γενικές απεργίες, τις οποίες οι ηγεσίες της Αριστεράς επίσης θα αναγκαστούν να υποστηρίξουν. Αυτά τα καλέσματα θα συνδυαστούν με την αλλαγή των διαθέσεων μέσα στην εργατική τάξη και την ανάγκη να εκφραστεί η συσσωρευμένη οργή για τις αυξανόμενες επιθέσεις της άρχουσας τάξης, με πρωταγωνιστές τα αλώβητα από τις ήττες της περιόδου 2010-2015 νεαρότερα στρώματα της εργατικής τάξης που δεν είχαν συμμετάσχει ενεργά σε εκείνους τους αγώνες.

Όταν η τάξη ξαναμπεί σε κίνηση, όλοι οι πρόσφατα ψηφισμένοι νόμοι περιορισμού του δικαιώματος στην απεργία και τη διαδήλωση θα γίνουν «κουρελόχαρτο». Δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι παρά τις ήττες, οι μαζικές συνδικαλιστικές οργανώσεις του εργατικού κινήματος παραμένουν ισχυρές. Η εργατική τάξη συνεχίζει να διαθέτει 2 συνομοσπονδίες σε ιδιωτικό και κρατικό τομέα (ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ) με πάνω από 500.000 συνολικά εγγεγραμμένα μέλη, 81 Εργατικά Κέντρα με 74 ομοσπονδίες στον ιδιωτικό τομέα, 50 Ομοσπονδίες εργαζόμενων στο κράτος και εκατοντάδες πρωτοβάθμια σωματεία. Όταν οι εργατικές μάζες αφυπνιστούν και μπουν στο προσκήνιο, αυτή η πανίσχυρη οργανωμένη δύναμη θα ξανατεθεί σε κίνηση, δημιουργώντας ταυτόχρονα και τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να παραμεριστούν οι ηγεσίες που είναι ταυτισμένες με την κρίση των συνδικάτων, μαζί με την ίδια τη σημερινή κρίση και γραφειοκρατική τους παράλυση.

Νεολαία: Η δυναμική επιστροφή και οι επαναστατικές διεργασίες

Το Φθινόπωρο του 2019 σημαδεύτηκε από την αφύπνιση του φοιτητικού κινήματος. Για πρώτη φορά μετά από σχεδόν μιάμιση δεκαετία απουσίας αξιόλογων μαζικών φοιτητικών αγώνων, είχαμε ένα κύμα φοιτητικών καταλήψεων ενάντια στην κατάργηση του ασύλου και τα νέα μέτρα για την Εκπαίδευση. Στο πολιτικό κείμενο του προηγούμενου συνεδρίου μας είχαμε εκτιμήσει ότι αυτές οι κινητοποιήσεις δεν ήταν ένα ευκαιριακό φαινόμενο και ότι σηματοδοτούν την αφύπνιση και τις επαναστατικές διεργασίες που συντελούνται στη νεολαία. Το φετινό Φθινόπωρο επιβεβαίωσε αυτή την εκτίμηση, με την εμφάνιση της μαζικής νεολαιίστικης αντιφασιστικής διαδήλωσης της 7η Οκτωβρίου και του μαζικού κινήματος καταλήψεων στα σχολεία.

Το κοινό στοιχείο και στις δυο κινητοποιήσεις είναι ότι ο πρωταγωνιστής τους ήταν η γενιά που δε συμμετείχε στο αντιμνημονιακό κίνημα της περιόδου 2010-2015 και δεν έχει το «φορτίο» της απογοήτευσης από τις ήττες. Καθόλου τυχαία, το πιο ριζοσπαστικό κλίμα στα κατειλημμένα σχολεία το συναντούσε κανείς στα Γυμνάσια, μεταξύ των παιδιών 14-15 ετών!

Ωστόσο, είναι σοβαρό λάθος να υποστηριχθεί ότι η συνείδηση αυτής της γενιάς δεν επηρεάζεται από τη συνείδηση, τις παραστάσεις και τις διαθέσεις των προηγούμενων γενιών. Για παράδειγμα, είδαμε να ταυτίζεται με αντιφασιστικά συνθήματα μια γενιά που δεν είχε καθόλου συνειδητές παραστάσεις από την έξαρση της δράσης της Χρυσής Αυγής την περίοδο 2010-2013. Η ριζοσπαστική διάθεση αυτών των νέων αντανακλά αλλαγή διαθέσεων και ριζοσπαστικές αντιλήψεις που υπάρχουν στις παλιότερες γενιές της εργατικής τάξης.
Από τη σκοπιά του επαναστατικού μαρξισμού αυτά τα κινήματα της νεολαίας είναι σημαντικά όχι μόνο για τις διεργασίες που εκφράζουν, αλλά και για τις δυνατότητες που παρέχουν για μια αποφασιστική ανάπτυξη της τάσης. Αυτή είναι η γενιά που θα πρωταγωνιστήσει στην επερχόμενη προλεταριακή επανάσταση στην Ελλάδα και πρέπει να συνδεθεί σήμερα με τις ιδέες του επαναστατικού μαρξισμού. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι αυτή η γενιά θα είναι πιο ανοικτή στις ιδέες μας από κάθε άλλη μετά τη Μεταπολίτευση. Ο καπιταλισμός δεν έχει κανένα ιδιαίτερο κύρος σε αυτήν λόγω της βαθιάς του κρίσης, σε αντίθεση με τις γενιές των δεκαετιών 1980, 1990 και 2000, όπου οι αυταπάτες για το σύστημα (που είχαν ισχυρή υλική βάση στην παγκόσμια καπιταλιστική ανάπτυξη) ήταν πολύ ισχυρές. Επίσης, οι δεσμοί της με τη σοσιαλδημοκρατία και το σταλινισμό είναι πολύ πιο αδύναμοι σε σχέση με τις παλιότερες γενιές.

Η καταδίκη της Χρυσής Αυγής και η σημασία της

Η καταδίκη της Χρυσής Αυγής και η φυλάκιση των ηγετών της, αντικειμενικά, είναι μια ιστορική νίκη για το εργατικό κίνημα. Καταρχάς, είναι μια νίκη διεθνούς σημασίας, αφού αφαιρεί από το προσκήνιο ένα πολιτικό σημείο αναφοράς για την όπου γης μαύρη αντίδραση. Επιπλέον, αποδεικνύει, για μία ακόμα φορά, ότι η η βίαιη καταστροφή κάθε κυττάρου συλλογικής δράσης της εργατικής τάξης, δηλαδή ο αληθινός σκοπός και νόημα ύπαρξης του φασισμού, δεν μπορεί να βρει στη σύγχρονη εποχή την αναγκαία μαζική υποστήριξη στην κοινωνία στα πρότυπα της Ιταλίας και της Γερμανίας του Μεσοπολέμου, λόγω της ιστορικής αποδυνάμωσης της θέσης των μικροαστών στην κοινωνία και της αντίστοιχης ισχυροποίησης της εργατικής τάξης. Τέλος, έδειξε ότι ο φασισμός είναι αδύνατο σήμερα να αποτελέσει την κύρια πολιτική επιλογή της άρχουσας τάξης, λόγω της ιστορικής πείρας από την αρνητική κατάληξη που είχε για τα αστικά συμφέροντα η στήριξη σε φασιστικά καθεστώτα (έβαλε επαναστατική πυρκαγιά σε όλη την Ευρώπη και ισχυροποίησε για μια ολόκληρη περίοδο τη Σοβιετική Ένωση).

Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να τονιστεί ότι αυτή η νίκη ήρθε στην πραγματικότητα χωρίς να χρειαστεί το εργατικό κίνημα και η νεολαία να δώσουν μεγάλες μάχες. Στην πρώτη αξιοσημείωτη απόπειρα των φασιστών να εφαρμόσουν ένα δικό τους, ανεξάρτητο σχέδιο δράσης για να ενισχυθούν μέσα στο αστικό στρατόπεδο, με αποκορύφωμα τη δολοφονία του ήρωα αντιφασίστα Παύλου Φύσσα, αρκούσαν 1-2 διαδηλώσεις μερικών δεκάδων χιλιάδων και ένα αναπτυσσόμενο κλίμα αναβρασμού και κατακραυγής στις εργατικές-λαϊκές μάζες για μερικές μέρες ώστε να επέμβει η άρχουσα τάξη και να δρομολογήσει τη δικαστική δίωξη των φασιστών και την περιθωριοποίησή τους μέσα στο αστικό πολιτικό στρατόπεδο.

Ασφαλώς υπήρξαν ορισμένες σποραδικές μαζικές αντιφασιστικές κινητοποιήσεις, όπως οι διαδηλώσεις αμέσως μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα και εκείνες που είχαμε σε ορισμένες από τις σχετικές επετείους, με πιο σημαντική την εντυπωσιακή, και ως επί το πλείστον νεολαιίστικη, συγκέντρωση της 7ης Οκτώβρη 2020 έξω από το Εφετείο. Αυτές οι μαζικές αντιφασιστικές κινητοποιήσεις αμφισβήτησαν την αρχικά ανενόχλητη παρουσία και δολοφονική δράση των φασιστών στους δρόμους και τις γειτονιές και επέδρασαν στον περιορισμό της δημόσιας δράσης των φασιστών και στην αποσυσπείρωσή τους, συνέβαλαν στο να αναγκαστεί η άρχουσα τάξη να τους παραπέμψει σε δίκη και τελικά έπαιξαν έναν αξιοσημείωτο ρόλο στην ήττα της ΧΑ. Όμως είναι ανάγκη να διατηρήσουμε την αίσθηση της αναλογίας. Οι προαναφερθείσες κινητοποιήσεις έπαιξαν αξιοσημείωτο ρόλο στην ήττα της Χρυσής Αυγής, αλλά αυτή η διαπίστωση απέχει πολύ από το να ισχυριστεί κανείς, όπως κάνουν οι σεχταριστικές οργανώσεις και οι αναρχικοί, ότι «η Χρυσή Αυγή νικήθηκε στους δρόμους από το αντιφασιστικό κίνημα». Αυτό είναι μια υπερβολή. Ποτέ δεν θα μπορούσε η Χρυσή Αυγή να ηττηθεί από ένα κίνημα στους δρόμους χωρίς την κινητοποίηση του εργατικού κινήματος και των μαζικών του οργανώσεων στον αντιφασιστικό αγώνα, κάτι που πρέπει ειλικρινά να πούμε ότι – ως αποτέλεσμα της παθητικής στάσης των πολιτικών και συνδικαλιστικών ηγεσιών της εργατικής τάξης – δεν συνέβη. Την άποψη ότι «η Χρυσή Αυγή νικήθηκε από το αντιφασιστικό κίνημα στους δρόμους» διαδίδουν οι σεχταριστικές οργανώσεις και οι αναρχικοί (οι αντιφασιστικές πρωτοβουλίες δράσης των οποίων παρά τη μαχητικότητά τους και την απήχηση που είχαν σε ορισμένα τμήματα της πρωτοπορίας της νεολαίας, δεν έφθασαν ποτέ στα επίπεδα ενός πραγματικά μαζικού αντιφασιστικού κινήματος), γιατί επιχειρούν να οικειοποιηθούν ως δικά τους δημιουργήματα τις σποραδικές μαζικές αντιφασιστικές κινητοποιήσεις, να εμφανίσουν ως «αντιφασιστικό κίνημα» τις δικές τους μορφές και καλέσματα δράσης, και έτσι να φουσκώσουν τον γενικότερο, περιθωριακό δικό τους πολιτικό ρόλο.

Μετά την καταδίκη της Χρυσής Αυγής και τη φυλάκιση των ηγετών της, ο πολιτικός της κύκλος ως οργανωτικός και πολιτικός-εκλογικός μηχανισμός έχει κλείσει οριστικά (στην πραγματικότητα ως οργάνωση με πανελλαδική, δημόσια και συστηματική δράση η ΧΑ είχε πάψει να υπάρχει από την επομένη κιόλας της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα). Ωστόσο, οι κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες που γέννησαν την υψηλή εκλογική της επιρροή στις αρχές τις περασμένης δεκαετίας, επανέρχονται πλέον στο προσκήνιο ακόμα πιο οξυμένες: απότομη πτώση του βιοτικού επιπέδου των μαζών που προκαλεί απελπισία στους μικροαστούς και αυξανόμενη τάση στις τάξεις τους για απαξίωση του παραδοσιακού αστικού πολιτικού στρατοπέδου. Αυτό σημαίνει ότι μια νέα εκλογική επιτυχία ενός φασιστικού ή φιλοφασιστικού πολιτικού σχήματος είναι πιθανή στο μέλλον. Όμως ο κεντρικός πολιτικός σκοπός των φασιστών, δηλαδή η δημιουργία ενός μαζικού αντιδραστικού κινήματος ικανού να τσακίσει τη ραχοκοκαλιά του προλεταριάτου, όπως ξεκάθαρα φάνηκε με την πορεία και την κατάληξη της Χρυσής Αυγής, είναι αδύνατος στο ορατό μέλλον.

Αυτή η εκτίμηση για τις προοπτικές δε σημαίνει καθόλου ότι η φασιστική δράση δεν θα συνεχίσει να είναι μια απειλή για τη ζωή και τη δράση του εργατικού κινήματος και της πρωτοπόρας νεολαίας. Απόπειρες τρομοκράτησης και θρασύδειλες βίαιες επιθέσεις εκδικητικού χαρακτήρα, εναντίον αγωνιστών από ομάδες αμετανόητων μελών της Χρυσής Αυγής ή άλλων φασιστικών ομάδων, θα πρέπει να αναμένονται. Επιπλέον, θα πρέπει να αναμένουμε έξαρση των φαινομένων ακραίας, μη ελεγχόμενης και σχεδιασμένης από την κεντρική ηγεσία της αστυνομίας, εκδικητικής βίας, από φιλοφασιστικά στελέχη των δυνάμεων καταστολής, μέσα στο γενικότερο πλαίσιο αστυνομικών επιχειρήσεων διάλυσης πορειών και συγκεντρώσεων. Ήδη αυτά τα φαινόμενα ήταν ορατά στην αστυνομική βαρβαρότητα ενάντια στην απόπειρα διεξαγωγής συγκεντρώσεων στην πρόσφατη επέτειο του Πολυτεχνείου.

Για την αποτελεσματική και παραδειγματική αντιμετώπιση της φασιστικής δράσης οι μαρξιστές πάντοτε τονίζουν τη σημασία της κοινής, μαχητικής αντιφασιστικής δράσης των μαζικών οργανώσεων της εργατικής τάξης και την ανάγκη για πλήρη απουσία εμπιστοσύνης στις (ανύπαρκτες και υποκριτικές) προθέσεις του αστικού κράτους να σταματήσει τη δράση των φασιστών. Στην πραγματικότητα, σε μια περίοδο άτακτης υποχώρησης των φασιστών όπως η σημερινή, το αστικό κράτος και ο φιλοφασιστικός πυρήνας των ένοπλων σωμάτων του, είναι όχι ο διώκτης, αλλά το ύστατο καταφύγιο των φασιστών. Πάνω από όλα, οι μαρξιστές τονίζουν ότι η οριστική ήττα και εξάλειψη του φασισμού δεν μπορεί να προκύψει ούτε από καταδίκες στα αστικά δικαστήρια, αλλά ούτε και «στους δρόμους», όπως ρομαντικά και επιπόλαια ισχυρίζονται οι αναρχικοί και οι σεχταριστές, αλλά μόνο με την κατάκτηση της εξουσίας από το προλεταριάτο και την έναρξη της σοσιαλιστικής αναδιοργάνωσης της κοινωνίας, μέσα από την οποία μπορούν να επιλυθούν ριζικά τα προβλήματα της φυσικής κοινωνικής βάσης του φασισμού, δηλαδή των μικροαστών.

ΣΥΡΙΖΑ: Διαρκής πίεση από την εργατική δυσαρέσκεια

Στο πολιτικό κείμενο του προηγούμενου συνεδρίου μας, εξηγήσαμε ότι η επικράτηση των σχεδίων Τσίπρα για τη δημιουργία ενός νέου αρχηγικού κόμματος στα πρότυπα των αστικών κομμάτων εκφράζει τον προχωρημένο βαθμό αστικού εκφυλισμού της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά δεν θα εξαλείψει τη μεγάλη σημερινή επιρροή του κόμματος σε τμήματα των εργατικών μαζών. Πάνω σε αυτή τη βάση, κάναμε την εκτίμηση ότι τουλάχιστον για τα επόμενα χρόνια, τον καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη των μαζικών ταξικών αγώνων ενάντια στην επίθεση της άρχουσας τάξης και της κυβέρνησής της, θα τον έχουν οι εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι που σήμερα υποστηρίζουν πολιτικά τον ΣΥΡΙΖΑ και την υπάρχουσα ηγεσία του. Τονίσαμε ότι κάθε άρνηση να συμπεριληφθεί ο ΣΥΡΙΖΑ στις εκκλήσεις για το ενιαίο εργατικό μέτωπο αγώνα ενάντια στην κυβέρνηση της ΝΔ «είναι ασυμβίβαστη όχι μόνο με τον μαρξισμό, αλλά ακόμα και με την ίδια την υπεράσπιση ενός στοιχειώδους αγώνα για τα εργατικά συμφέροντα». Οι εξελίξεις που είχαμε μέσα στο 2020 επιβεβαίωσαν την πρόθεσή μας αυτή να διαχωρίσουμε τους εαυτούς μας από τον ακραίο σεχταρισμό που κυριαρχεί στις τάξεις των δυνάμεων που μιλούν σήμερα στο όνομα του κομμουνισμού στην Ελλάδα.

Το κοινό κείμενο διαμαρτυρίας ΚΚΕ-ΣΥΡΙΖΑ-ΜέΡΑ25 στις 15/11 ενάντια στον κυβερνητικό αυταρχισμό απέδειξε στην πράξη ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι αστικό κόμμα και ότι, αντικειμενικά, πρέπει να είναι βασικός εταίρος του Ενιαίου Εργατικού Μετώπου ενάντια στην κυβέρνηση της άρχουσας τάξης. Και θα συμπληρώναμε επίσης, ότι όλα αυτά αποδείχθηκαν παρά και ενάντια στη θέληση της ηγεσίας και του Τσίπρα προσωπικά, που θέλουν να φτιάξουν ένα κόμμα αστικό και δεν επιθυμούν καμία επαφή με οποιαδήποτε μορφή μετώπου για πραγματικό αγώνα ενάντια στους αστούς. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ σύρθηκε στο κοινό κείμενο από ανάγκη να μην απομονωθεί από την εργατική βάση της που ριζοσπαστικοποιείται πάνω στο έδαφος της κρίσης και της επίθεσης της κυβέρνησης.

Εκτός από την υπογραφή της ηγεσίας στο κείμενο της 15ης Νοεμβρίου, είχαμε και την πρώτη δημόσια δέσμευση ότι μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ θα καταργήσει αντεργατικά-αντιλαϊκά μέτρα που περνάει η παρούσα κυβέρνηση της ΝΔ και συγκεκριμένα το νέο πτωχευτικό κώδικα. Μάλιστα η δέσμευση αυτή συνοδεύτηκε από τη δήλωση του Τσίπρα ότι η επόμενη κυβέρνησή του θα «αφαιρέσει τον έλεγχο της οικονομίας από το παρασιτικό κεφάλαιο», μια δήλωση που όπως ήδη αναφέραμε πιο πάνω, υπονοεί κρατικοποιήσεις τουλάχιστον του τραπεζικού συστήματος. Αυτά μαρτυρούν ότι τους επόμενους μήνες θα πρέπει να αναμένουμε την ακόμα πιο πλήρη επιβεβαίωση της ακόλουθης κεντρικής εκτίμησης που κάναμε για τις προοπτικές του ΣΥΡΙΖΑ στο πολιτικό κείμενο του προηγούμενου συνεδρίου μας: «Από τη δική τους πλευρά όμως, οι μάζες της εργατικής τάξης και της νεολαίας μέσα από την όλο και πιο μαχητική έκφραση του ταξικού τους μίσους για την κυβέρνηση Μητσοτάκη θα σπρώχνουν την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ να πάρει πιο δραστήριες αντιπολιτευτικές πρωτοβουλίες. Κάτω από αυτήν την πίεση, η κεντρική ηγεσία ή τμήμα της ηγεσίας θα αναγκαστεί να μιλήσει τη γλώσσα του αριστερού ρεφορμισμού. Αυτό με τη σειρά του θα δημιουργήσει τάσεις ριζοσπαστικοποίησης και στην οργανωμένη βάση του κόμματος και ειδικά στα τμήματα που θα βρίσκονται πιο κοντά στην εργατική τάξη και τη νεολαία και δεν έχουν κάποια έμμισθη σχέση σχέση με το κράτος ή άμεση προσδοκία για μια τέτοια. Αυτά τα τμήματα μελών (μειοψηφικά σε σύγκριση με τη μεγάλη μάζα των ιδιοτελών και πιστών στον αρχηγό οργανωμένων μελών), θα είναι ανοικτά στις ιδέες του επαναστατικού μαρξισμού».

Το ΚΚΕ στη νέα πραγματικότητα

Κατά το πρώτο μισό της περασμένης δεκαετίας, η ηγεσία του ΚΚΕ πέταξε στα σκουπίδια μια ιστορική ευκαιρία να αναπτύξει αποφασιστικά την επιρροή του κόμματος στην εργατική τάξη. Η αιτία για την αποτυχία αυτή, όπως σημειώναμε στο πολιτικό κείμενο του προηγούμενου συνεδρίου μας, είναι η εδραιωμένη ως σήμερα κεντρική πολιτική της γραμμή, που αποτελεί ένα κράμα ακραίου σεχταρισμού, με κύρια έκφραση την άρνηση του λενινιστικού Ενιαίου Εργατικού Μετώπου, αλλά και οπορτουνισμού, με εκφράσεις την προσήλωση στις συμβολικές κινητοποιήσεις, αντί για την προώθηση της ανάγκης για πραγματικό αγώνα για την εργατική εξουσία, και το σοσιαλσοβινισμό στα λεγόμενα «εθνικά θέματα». Αυτή η κεντρική γραμμή, όχι μόνο απέτυχε παταγωδώς να συνδέσει το ΚΚΕ με τις ριζοσπαστικοποιημένες από τις μάχες ενάντια στα Μνημόνια, εργατικές μάζες κατά την περίοδο 2010-2015, αλλά δημιούργησε ένα σοβαρό χάσμα στη σχέση του με αυτές, με αποκορύφωμα την ακραία σεχταριστική στάση στο δημοψήφισμα του καλοκαιριού του 2015, όπου χρειάστηκε η άμεση και απροκάλυπτη προδοσία της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ για να μπορέσει να διασωθεί ο πυρήνας της επιρροής του ΚΚΕ στην εργατική τάξη από τις συνέπειες αυτής της γραμμής.

Αλλά και στο δεύτερο μισό της περασμένης δεκαετίας, η κεντρική πολιτική γραμμή του κόμματος ήταν εντελώς ακατάλληλη. Κατά τη φάση της δεύτερης διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ από τον Σεπτέμβρη του 2015 και μετά, οι πολιτικές συνθήκες ήταν ιδανικές για μια άνοδο της απήχησης του κόμματος: η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ εκτέθηκε ακόμα περισσότερο στις μάζες με την εφαρμογή των Μνημονίων και το ΚΚΕ ήταν το μοναδικό κόμμα στο κοινοβούλιο που αντιπολιτευόταν τον ΣΥΡΙΖΑ από τ’ αριστερά. Μολαταύτα, η απαράλλακτη καταστροφική κεντρική γραμμή του ΚΚΕ, «κατάφερε» να κάνει την επιρροή του κόμματος στάσιμη και μάλιστα, με το «βέλος» της κατεύθυνσής της να δείχνει προς την συρρίκνωση σε όλα τα βασικά πεδία, δηλαδή στα συνδικάτα, τη νεολαία και στις τριπλές εκλογές του καλοκαιριού του 2019.

Η ακόλουθη κεντρική εκτίμηση του πολιτικού κειμένου του προηγούμενου συνεδρίου μας για τις προοπτικές του ΚΚΕ παραμένει απόλυτα επίκαιρη: «Οι επερχόμενοι μαζικοί ταξικοί αγώνες θα απαιτούν ενότητα στη δράση όλων των πολιτικών μερίδων της εργατικής τάξης και τα πιο πρωτοπόρα τους στρώματα θα αναζητούν μια άμεση εναλλακτική λύση εξουσίας. Σε αυτές τις αναζητήσεις η παρούσα κεντρική πολιτική γραμμή του ΚΚΕ όπως την προσδιορίσαμε πολιτικά πιο πάνω, είναι οργανικά ανίκανη να ανταποκριθεί. Έτσι το χάσμα του κόμματος με τις μάζες θα τείνει να μεγαλώσει. Αυτή η διαδικασία θα δημιουργήσει νέες αναζητήσεις στη βάση του κόμματος. Η αξιοσημείωτη στροφή προς τ’ αριστερά που εκφράστηκε στο πεδίο του κομματικού προγράμματος και της επανεξέτασης της κομματικής ιστορίας τα προηγούμενα χρόνια, θα αποδειχθεί κρίσιμος παράγοντας. Όλο και περισσότεροι αγωνιστές του κόμματος θα θέτουν το καθήκον στην ηγεσία για μια πραγματική πάλη ώστε να γίνει πράξη η νέα αντικαπιταλιστική προγραμματική γραμμή και να ξεκινήσει ένας πραγματικός αγώνας για την εξουσία, στο πλαίσιο του οποίου θα αξιοποιηθούν στην πράξη τα νέα, σωστά συμπεράσματα για τα μαθήματα από τις ήττες του παρελθόντος. Αυτοί οι αγωνιστές αναπόφευκτα θα αναζητήσουν απαντήσεις στ’ αριστερά του σταλινισμού, προσεγγίζοντας τη μόνη τάση που μπορεί να τις προσφέρει, τον τροτσκισμό, δηλαδή τον γνήσιο επαναστατικό μαρξισμό».

Τέλος, θα πρέπει να απαντήσουμε, για μία ακόμα φορά, στο ερώτημα γιατί αυτή η διαδικασία έχει καθυστερήσει την τελευταία δεκαετία. Η αιτία δεν έχει σχέση ούτε αφηρημένα με το «πολιτικό επίπεδο», ούτε με κάποια ιδιαίτερη ψυχολογία ή μέθοδο σκέψης που χαρακτηρίζει τα μέλη του κόμματος. Η εξήγηση είναι η ύπαρξη ένας συνδυασμού αντικειμενικών συγκυριών. Στα χρόνια 2010-2015, οι εξελίξεις δεν έφτασαν μέχρι το επίπεδο μιας ανοικτά επαναστατικής κατάστασης, η οποία θα υπέβαλε την κομματική γραμμή στη μεγαλύτερη δυνατή αμφισβήτηση, ενώ η ραγδαία δεξιά στροφή του ΣΥΡΙΖΑ με αποκορύφωμα την ανοικτή προδοσία της ηγεσίας του το καλοκαίρι του 2015, λειτούργησε σταθεροποιητικά για την ηγεσία του ΚΚΕ, ο σεχταρισμός της οποίας έλαβε μια ορισμένη λογικοφανή δικαιολόγηση στα μάτια της βάσης του. Στα επόμενα 5 χρόνια η απόσυρση των μαζών από το προσκήνιο αφαίρεσε από το κόμμα κάθε μεγάλη πίεση που θα μπορούσε να θέσει σε μεγάλη δοκιμασία και αμφισβήτηση την κεντρική ηγετική γραμμή.

Σημαντικό ρόλο στην αποφυγή μιας ισχυρής εσωτερικής αμφισβήτησης της λαθεμένης ηγετικής γραμμής από επαναστατική μαρξιστική σκοπιά έχει παίξει έως τώρα και το γεγονός της ανυπαρξίας μια ισχυρής γνήσια λενινιστικής οργάνωση οργάνωσης στη λεγόμενη εξωκοινοβουλευτική Αριστερά, η οποία με έναν συνδυασμό συντροφικής μαρξιστικής κριτικής και υπομονετικής επιδίωξης συνεργασιών στη βάση της τακτικής του ενιαίου μετώπου θα μπορούσε να επιδράσει δημιουργικά στους προβληματισμούς των αγωνιστών του κόμματος. Το ΝΑΡ θα μπορούσε να παίξει ευκολότερα αυτόν το ρόλο λόγω ιστορικών καταβολών, αλλά και μεγέθους σε σχέση με τις υπόλοιπες οργανώσεις. Όμως εδώ και δεκαετίες ανταγωνίζεται με συνέπεια την ηγεσία του ΚΚΕ σε σεχταρισμό.

ΜέΡΑ25: Θα παίξει σημαντικό ρόλο στις εξελίξεις;

Το ΜέΡΑ25 με την είσοδό του στη Βουλή μπήκε στο προσκήνιο του πολιτικού στρατοπέδου της εργατικής τάξης, σαν ο μικρότερος, τρίτος κοινοβουλευτικός πόλος μετά τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ. Ο κορμός της εκλογικής του βάσης είναι ένα τμήμα εργαζόμενων και νέων που υποστήριζαν τον παλιό αντιμνημονιακό ΣΥΡΙΖΑ, κυρίως τμήματα της εργαζόμενης διανόησης που έβγαλαν αριστερά, αλλά συγχυσμένα πολιτικά συμπεράσματα από την ήττα του μαζικού αντιμνημονιακού κινήματος της προηγούμενης δεκαετίας και βλέπουν στο πρόσωπο του Γ. Βαρουφάκη έναν αριστερό τεχνοκράτη που δεν συνθηκολόγησε με την τρόικα. Η βασική αιτία για την εκλογική επιτυχία του ΜέΡΑ25 δεν ήταν οι (οριακά αριστερές σε ορισμένες περιπτώσεις) σοσιαλδημοκρατικές θέσεις που υπερασπίζει, αλλά η απογοήτευση ενός τμήματος αριστερών αγωνιστών από την φιλοκαπιταλιστική πολιτική της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ και από την αδιέξοδη κεντρική πολιτική γραμμή του ΚΚΕ.

Η περίοδος της πανδημίας υπονόμευσε τη διακηρυγμένη πρόθεση της ηγεσίας του ΜέΡΑ25 να δημιουργήσει ένα κόμμα με κανονικές δομές και οργανώσεις στους χώρους δουλειάς, εκπαίδευσης και τις γειτονιές. Το ΜέΡΑ25 συνεχίζει να μην είναι ένα πραγματικό μαζικό κόμμα, αλλά σε τελική ανάλυση ένα φόρουμ ηλεκτρονικού διαλόγου, μια κοινοβουλευτική ομάδα και ένα γραφείο τύπου ελεγχόμενο από την ηγετική ομάδα και τον ιδρυτή του. Στο μεταξύ όμως, η ηγετική ομάδα δεν χάνει καθόλου χρόνο στην απόπειρά της να δώσει στο ΜέΡΑ 25 έναν σοσιαλδημοκρατικό χαρακτήρα, εδραιώνοντας στο κόμμα μια διακήρυξη και ένα πολιτικό πρόγραμμα χωρίς διαδικασίες συζήτησης με φυσική παρουσία των μελών, και χωρίς ένα δημοκρατικό συνέδριο.

Με την παρούσα σοσιαλδημοκρατική πολιτική και τους αδύναμους και χαλαρούς δεσμούς με το εργατικό κίνημα και τη νεολαία, το ΜέΡΑ25 δεν μπορεί να γίνει πόλος έλξης για τις μάζες και να παίξει αποφασιστικό ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις. Η αριστερή ρητορική που θα αναγκαστεί να χρησιμοποιήσει η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ κάτω από την πίεση των επερχόμενων μαζικών αγώνων, θα κάνει τις διαφορές του με το ΜέΡΑ25 όλο και πιο δυσδιάκριτες, πιέζοντας το κόμμα να στραφεί πιο αριστερά. Στις τάξεις των μελών και υποστηρικτών του ΜέΡΑ25 που θα συμμετάσχουν ενεργά στους επερχόμενους μαζικούς αγώνες θα υπάρξουν πολλοί που θα είναι ανοικτοί στις ιδέες του επαναστατικού μαρξισμού. Έτσι η προσπάθεια να χτιστούν πολιτικοί δεσμοί μεταξύ των οργανωμένων δυνάμεων του επαναστατικού μαρξισμού και αυτών των αγωνιστών είναι σημαντική υπόθεση.

Η σύγκρουση ελληνικής και τουρκικής αστικής τάξης στη ΝΑ Μεσόγειο

To 2020 υπήρξε χρονιά μεγάλης έντασης στη διαχρονική σύγκρουση ελληνικής και τουρκικής αστικής τάξης, με βασικό επίκεντρο τον έλεγχο της οικονομικής εκμετάλλευσης των θαλάσσιων ζωνών στη ΝΑ Μεσόγειο. Η ρίζα της σύγκρουσης δεν βρίσκεται στις τρέχουσες εξελίξεις και διεργασίες, έχει ιστορικό χαρακτήρα: δυο περιφερειακές-τοπικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις ερίζουν για το ποια θα κυριαρχήσει έναντι της άλλης στην ευρύτερη περιοχή, ως ο πιο πιστός στρατηγικός συνεργάτης-τοποτηρητής των ισχυρού δυτικού ιμπεριαλισμού. Σε αυτή την αδυσώπητη σύγκρουση στη ΝΑ Μεσόγειο η κάθε πλευρά επικαλείται υποκριτικά το διεθνές δίκαιο, αλλά εκείνο που την ενδιαφέρει είναι μόνο να επιφέρει ένα αποφασιστικό χτύπημα στον ανταγωνιστή της για να ενισχύσει τα κέρδη, τη διεθνή θέση και το γόητρό της. Τα αληθινά κίνητρα δεν είναι ούτε το δίκαιο, ούτε το «εθνικό συμφέρον», αλλά το αντιδραστικό αστικό-ταξικό συμφέρον. Με αυτή την έννοια, η σύγκρουση είναι και από τις δύο πλευρές απόλυτα αντιδραστική, άσχετα με το ποιος κατά καιρούς έχει τη θέση του «επιτιθέμενου» ή του «αμυνόμενου». Η εργατική τάξη και στις δύο χώρες έχει τα δικά της κοινά συμφέροντα, που σε αντίθεση με τα συγκρουόμενα συμφέροντα των αστικών τάξεων, ταυτίζονται και με τα αντίστοιχα της συντριπτικής πλειονότητας του ελληνικού και του τουρκικού λαού, που επιθυμεί να ζει ειρηνικά κάτω από συνθήκες αμοιβαίας συνεργασίας για κοινή ευημερία και πρόοδο. Όμως, αυτό μπορεί να γίνει πραγματικότητα μόνο μετά από την κατάκτηση της εξουσίας από το ελληνικό και το τουρκικό προλεταριάτο στον αγώνα για μια Σοσιαλιστική Ομοσπονδίας Ελλάδας, Τουρκίας, Κύπρου και λοιπών Μεσογειακών κρατών, στην προοπτική για της Σοσιαλιστικές Πολιτείες ολόκληρου του κόσμου. Αυτή και μόνο είναι η ορθή τοποθέτηση του ζητήματος της σύγκρουσης ελληνικής και τουρκικής αστικής τάξης από τη σκοπιά του μαρξισμού.

Οι Έλληνες αστοί στη σύγκρουση αυτή κινούνται πολύ επιθετικά. Επιδιώκουν να επιφέρουν ένα αποφασιστικό χτύπημα στη διαχρονική ανταγωνίστριά τους και ραγδαία ισχυροποιούμενη οικονομικά και στρατιωτικά κατά τις 2-3 τελευταίες δεκαετίες τουρκική αστική τάξη, εμποδίζοντας κάθε δυνατότητα συμμετοχής της στην εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων της ΝΑ Μεσογείου. Στην απόπειρά τους αυτή, κάνουν όλες τις απαιτούμενες διεθνείς συμμαχίες σε οικονομικό, διπλωματικό και στρατιωτικό επίπεδο, επιχειρούν να αξιοποιήσουν πλήρως τη θέση τους στην ΕΕ, καθώς και το γεγονός ότι η ορμητική ανάπτυξη του τουρκικού καπιταλισμού έχει πλέον ανακοπεί και στην Τουρκία, τη σχετική σταθερότητα έχει τα τελευταία χρόνια διαδεχθεί μια εκρηκτική, κατά διαστήματα, αστάθεια. Επιπλέον, επιχειρούν να αξιοποιήσουν την έκθεση της Τουρκίας σε πολλά «μέτωπα», λόγω της άφρονος ανυπομονησίας της για μια γρήγορη ιμπεριαλιστική αναβάθμιση με επεμβάσεις (Ιράκ, Συρία, Λιβύη, Ναγκόρνο Καραμπάχ), τις αντιφατικές και μόνιμα ασταθείς σχέσεις της με την ΕΕ, τις ΗΠΑ και τη Ρωσία, καθώς και ορισμένες εντελώς ανόητες από πολιτική και διπλωματική σκοπιά ενέργειες, όπως η πρόσφατη μετατροπή της Αγίας Σοφίας από μουσείο σε τζαμί κ.α.

Από μια ιστορική σκοπιά, η ελληνική αστική τάξη, «ορμώμενη» και από την σιγουριά που της παρέχει η παράταση της παραμονής της στον πυρήνα των ισχυρών της ΕΕ, κάνει κρυφά όνειρα για μια ιστορική εκδίκηση από την τουρκική για τις μεγάλες ήττες που υπέστη από εκείνη στον 20ο αιώνα, στη Μικρά Ασία το 1922 και την Κύπρο το 1974. Ασφαλώς κατανοεί ότι η ιστορική αυτή ρεβάνς δεν μπορεί να έρθει με μια «περιφανή» πολεμική νίκη, αφού με τον υπάρχοντα στρατιωτικό συσχετισμό δύναμης οι προϋποθέσεις για μια τέτοια είναι από πολύ αμφίβολες έως ανύπαρκτες. Ο στόχος της ιστορικής ρεβάνς συμπυκνώνεται στην αναβάθμιση της καπιταλιστικής Ελλάδας με τις ευλογίες του δυτικού ιμπεριαλισμού σε ισχυρό «παίκτη» στη ΝΑ Μεσόγειο και στην ταυτόχρονη ύπαρξη μιας απομονωμένης από τον δυτικό ιμπεριαλισμό Τουρκίας, που με τη ρετσινιά του «ατίθασου» και του «ασταθούς συμμάχου» θα είναι υποχρεωμένη να κάνει υποχωρήσεις σε όλα τα ανοικτά πεδία της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης (Αιγαίο, Κύπρος κ.α).

Οι Τούρκοι αστοί από τη δική τους πλευρά, με την «ορμή» των δυο προηγούμενων δεκαετιών ανάπτυξης που ισχυροποίησαν τον ιμπεριαλιστικό τους ρόλο στα Βαλκάνια, τη Δυτική Ασία και τη Μέση Ανατολή, δεν μπορούν να ανεχτούν την απόπειρα αποκλεισμού τους από τις θαλάσσιες ζώνες της ΝΑ Μεσογείου και αντεπιτίθενται σε αυτό το πεδίο αξιοποιώντας την επέμβασή τους στη Λιβύη και τον κρίσιμο για την ΕΕ, ρόλο τους στο προσφυγικό ζήτημα. Επιπλέον, ξεδιπλώνουν επιθέσεις και στα άλλα σημαντικά πεδία της σύγκρουσης τους με τους Έλληνες αστούς, όπως το Αιγαίο και η Κύπρος, με διάφορες διπλωματικές ενέργειες και επίδειξη στρατιωτικής ισχύος. Η διαφορά με τους Έλληνες αστούς είναι ότι ενώ εκείνοι στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής είναι επικεντρωμένοι σχεδόν αποκλειστικά στη σύγκρουση με την Τουρκία, οι ίδιοι λόγω της ανάμιξής τους σε πολλά διεθνή μέτωπα, είναι πιο ευάλωτοι, αλλά και πιο ευέλικτοι ταυτόχρονα, αφού μπορούν να αξιοποιήσουν πιθανές υποχωρήσεις σε αυτά, με αντάλλαγμα στήριξη από τον αμερικάνικο, γερμανικό ή ρωσικό ιμπεριαλισμό στα «ελληνοτουρκικά».

Από ιστορική σκοπιά, πρέπει να τονιστεί ότι οι διαφορές μεταξύ ελληνικής και τουρκικής άρχουσας τάξης σε όλα τα βασικά τους πεδία (θαλάσσιες ζώνες ΝΑ Μεσογείου, Αιγαίο, Κύπρος, «μειονοτικό») είναι αγεφύρωτες. Θα συνεχίσουν να υπάρχουν όσο υπάρχει και από τις δύο πλευρές του Αιγαίου καπιταλισμός, και σε τελική ανάλυση, είναι διαφορές που θα τείνουν πάντα σε καπιταλιστικό έδαφος να οδηγούν σε πόλεμο. Οι απόπειρες «κατευνασμού» όπως η έναρξη της «διερευνητικής διαδικασίας διαλόγου» που εξαγγέλθηκε τον περασμένο Σεπτέμβριο, δεν πρόκειται να οδηγήσουν σε ουσιαστική λύση. Συνιστούν προσωρινές υφέσεις στη σύγκρουση, που έρχονται ως αποτέλεσμα της παρέμβασης των Ευρωπαίων ή Αμερικάνων ιμπεριαλιστών, αλλά και ως αποτέλεσμα του ότι οι δύο συγκρουόμενες αστικές τάξεις δεν αισθάνονται έτοιμες να λύσουν σήμερα τις διαφορές τους με μια πολεμική αναμέτρηση.

Η οικονομική κρίση είναι τώρα βαθιά και στις δυο πλευρές του Αιγαίου. Αυτή δεν είναι η κατάλληλη συγκυρία για πόλεμο για καμία από τις δύο αστικές τάξεις. Η ελληνική οικονομία επιστρέφει στις αρχές της περασμένη δεκαετίας, με ένα ΑΕΠ σε «ελεύθερη πτώση» και τα κρατικά ελλείμματα να αυξάνονται και να καλύπτονται όλο και πιο δύσκολα. Ένα πόλεμος με την Τουρκία σ’ αυτές τις συνθήκες θα είχε βαρύτατες οικονομικές συνέπειες για δεκαετίες. Αλλά και η Τουρκία έχει εισέλθει πλέον σε μια ανάλογη κρίση, που ήδη γεννά σκληρή λιτότητα και σαρωτικές ιδιωτικοποιήσεις. Με ένα επιτόκιο στο κρατικό δεκαετές της ομόλογο στο 12% (την ώρα που ακόμα η Ελλάδα δανείζεται με 0,7%) η Τουρκία κινείται ταχύτατα προς την ανάγκη για ένα «πακέτο στήριξης» παρόμοιο με αυτό της Ελλάδας το 2010. Αυτή είναι και η υλική βάση της «ευρωπαϊκής στροφής» στην εξωτερική πολιτική του Ερντογάν από τα μέσα Νοεμβρίου. Επιπλέον, με πάνω από το 50% των τουρκικών εξαγωγών να κατευθύνονται στην Ευρώπη, με πρώτη χώρα στη σχετική λίστα να είναι η Γερμανία, οι οικονομικοί δεσμοί με την Ευρώπη είναι ιδιαίτερα κρίσιμος παράγοντας για την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας, ειδικά σε συνθήκες κρίσης. Ένας ελληνοτουρκικός πόλεμος θα μπορούσε να τους υπονομεύσει όσο τίποτα άλλο στην παρούσα φάση και γι’ αυτό δεν μπορεί να αποτελεί σήμερα επιλογή για την Τουρκία.

Ο αποκλεισμός της άμεσης προοπτικής ενός πολέμου, δεν σημαίνει καθόλου και αποκλεισμό της άμεσης πιθανότητας ενός θερμού επεισοδίου, δηλαδή μιας μικρής διάρκειας, μη εκτεταμένης πολεμικής εμπλοκής. Αντίθετα, αυτό θα πρέπει να αναμένεται ανά πάσα στιγμή, είτε ως ατύχημα λόγω της διαρκούς στρατιωτικής έντασης, είτε ως μέσο πίεσης από τη μία ή την άλλη πλευρά, όταν θεωρείται ότι οι «προκλήσεις» του αντιπάλου έχουν ξεπεράσει ένα ορισμένο ανεκτό όριο. Γενικότερα όμως, βλέποντας τις εξελίξεις από μια ιστορική σκοπιά, πρέπει να πούμε ότι στρατηγική και των δύο αρχουσών τάξεων δεν είναι η επιδίωξη μια ειρηνικής επίλυσης, αλλά το κέρδισμα χρόνου για την καλύτερη δυνατή προετοιμασία για έναν μελλοντικό πόλεμο. Αυτή είναι σήμερα η κυρίαρχη προσέγγιση της ελληνικής άρχουσας τάξης στα ελληνοτουρκικά και ομολογείται ανοικτά, όχι από κάποιους άφρονες ακροδεξιούς, αλλά από μετριοπαθείς αστούς αναλυτές, όπως ο διευθυντής της «Καθημερινής», Αλέξης Παπαχελάς.

Το περιεχόμενο του άρθρου του καθεστωτικού αναλυτή και συνήθους εκφραστή της βασικής γραμμής της ελληνικής αστικής τάξης, διευθυντή της «Κ», στις 18/11, είναι απόλυτα ενδεικτικό για αυτή την προσέγγιση: «Ο κορωνοϊός θα περάσει, κάποια στιγμή…Η Τουρκία, όμως, δεν θα πάει πουθενά. Θα είναι εκεί και θα συνεχίσει να πιέζει για τη φινλανδοποίηση του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου. Βρισκόμαστε σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Η Τουρκία έχει πολλαπλασιάσει τις δυνατότητές της σε εξοπλισμούς, στη διεξαγωγή υβριδικού πολέμου, στη χρήση μισθοφόρων ως υποκατάστατο δικών της δυνάμεων. Όσα συνέβησαν στον πόλεμο Αζερμπαϊτζάν – Αρμενίας θα πρέπει να μας ξυπνήσουν και να μας κινητοποιήσουν άμεσα. Η επιλογή είναι σαφής: είτε θα μετατραπούμε σε ένα κράτος που θα περιμένει αφελώς τη συνδρομή Ευρωπαίων ή Αμερικανών όταν τα πράγματα δυσκολεύουν, είτε θα σοβαρευτούμε και θα βάλουμε στόχους για να κάνουμε άλματα. Προφανώς, χρειάζονται προτεραιότητες…Κάθε εταίρος, με ή χωρίς εισαγωγικά, και κάθε εταιρεία δικαιούται να θέλει να μας πουλήσει ό,τι μπορεί. Η στρατιωτική μας ηγεσία ξέρει όμως τις πραγματικές ανάγκες και σε συνεργασία με την κυβέρνηση, που ασχολείται σοβαρά με το θέμα σε ανώτατο επίπεδο, μπορεί να χαράξει μία υπεύθυνη πολιτική και να προχωρήσει πολύ γρήγορα. Με απόλυτη διαφάνεια, αλλά γρήγορα. Το ζητούμενο, άλλωστε, δεν είναι να λύσουμε τα συσσωρευμένα προβλήματα, αλλά να κάνουμε πραγματικά άλματα. Να δημιουργηθεί επιτέλους εγχώρια αμυντική βιομηχανία, να συνδεθούν τα Πολυτεχνεία με το Πεντάγωνο. Να γίνουν συμπαραγωγές με τους τοπικούς μας συμμάχους, όπως είναι τα Εμιράτα και το Ισραήλ. Και βέβαια να αρχίσουμε να σκεπτόμαστε έξυπνα, «έξω από το κουτί». Γιατί καλοί οι μεγάλοι και ακριβοί εξοπλισμοί, αλλά επείγει να βρεις λύση, όπως έδειξε η περίπτωση της Αρμενίας, για τα τουρκικά drones.» (Αλέξης Παπαχελάς, «Το σταυροδρόμι είναι κρίσιμο, ας κινηθούμε έξυπνα», 18.11.2020 ). Οι παραπάνω γραμμές θα μπορούσαν κάλλιστα να χαρακτηριστούν ως «Μανιφέστο της ελληνικής αστικής τάξης για τον μελλοντικό ελληνοτουρκικό πόλεμο».

Η αποδοχή της εκτίμησης ότι ένας πόλεμος δεν είναι μια άμεση, βραχυχρόνια, αλλά μια μακροπρόθεσμη προοπτική, δεν είναι ζήτημα πρόβλεψης της ακριβούς χρονολογίας αυτού του πολέμου. Είναι ένα σημαντικό πολιτικό ζήτημα για την εργατική τάξη, γιατί την βοηθά να κατανοήσει ότι έχει ακόμα τον απαιτούμενο χρόνο για να αποτρέψει αυτόν τον μελλοντικό πόλεμο μέσα από ένα νικηφόρο αγώνα για την κατάκτηση της εξουσίας σε Ελλάδα και Τουρκία. Από αυτή τη σκοπιά, είναι απόλυτα επιζήμια η πολιτική γραμμή τις ηγεσίας του ΚΚΕ από το 2016 μέχρι και σήμερα, η οποία βλέπει ως άμεση την προοπτική πολέμου και την παρουσιάζει μοιρολατρικά, χωρίς να αναφέρει ότι υπάρχει ο απαιτούμενος τρόπος και χρόνος για να αποτραπεί. Αυτή η γραμμή συγχύζει την εργατική τάξη και αντικειμενικά, συντελεί στο να οδηγηθεί αυτή παθητικά σε μια πολεμική καταστροφή.
Με τη μορφή της φετιχιστικής επίκλησης μιας καρικατούρας των ιστορικών διαδικασιών που οδήγησαν στην Ρωσική Επανάσταση, οι σταλινικοί εμφανίζουν έμμεσα αλλά σαφώς, τον ελληνοτουρκικό πόλεμο ως ένα αναγκαίο στάδιο για τη σοσιαλιστική επανάσταση στην Ελλάδα. Αυτό δεν πηγάζει (μόνο) από μια λαθεμένη, μηχανιστική κατανόηση των διαδικασιών που οδήγησαν στη Ρωσική Επανάσταση, αλλά πρωτίστως, από την ανάγκη τους να καλύψουν, από τη μία πλευρά τον οπορτουνισμό τους, που έχει σαν βασικό στοιχείο την υποβάθμιση των δυνατοτήτων που υπάρχουν σήμερα για έναν πραγματικό αγώνα για την εργατική εξουσία, και από την άλλη, και κυρίως, το σοσιαλσοβινισμό τους. Προσπαθούν να δικαιώσουν την από μέρους τους στήριξη στις αντιδραστικές επιδιώξεις της ελληνικής άρχουσας τάξης που καλούνται «κυριαρχικά δικαιώματα», υπονοώντας ότι αφού ένας πόλεμος, έτσι κι αλλιώς, είναι αναπόφευκτος, οι κομμουνιστές πρέπει να τον υποστηρίξουν στο όνομα της πατρίδας, «για το καλό της επανάστασης» που θα προκύψει με βεβαιότητα από αυτόν.

Σε αντίθεση με αυτή τη σταλινική, σοσιαλσοβινιστική απάτη, πρέπει να τονίσουμε ότι ο ελληνοτουρκικός πόλεμος θα είναι ένα βαθιά αντιδραστικό και αντεπαναστατικό γεγονός. Θα φέρει όχι μόνο φυσικές απώλειες, αλλά και ένα νοσηρό εθνικιστικό κλίμα που για μια περίοδο θα τείνει να αναστείλει εντελώς την ταξική πάλη και θα υπονομεύσει βαρύτατα τη ζωτική υπόθεση της κοινής διεθνιστικής πάλης Ελλήνων και Τούρκων εργατών. Ακόμα πιο επιζήμια και αντιδραστικά αποτελέσματα θα έχει αυτός ο πόλεμος αν υποστηριχτεί από τους κομμουνιστές στο όνομα των «εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων». Η εργατική τάξη σε Ελλάδα και Τουρκία θα κάνει αρκετά χρόνια να συνέλθει από έναν τέτοιο πόλεμο. Η ρωσική εργατική τάξη σταμάτησε τον πόλεμο καταλαμβάνοντας την εξουσία, γιατί επικεφαλής της είχε τεθεί το επαναστατικό-διεθνιστικό, Μπολσεβίκικο κόμμα. Στην Ελλάδα, με επικεφαλής του προλεταριάτου τις σοσιαλσοβινιστικές ηγεσίες του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ, ο πόλεμος δεν πρόκειται να λήξει με μια νικηφόρα σοσιαλιστική επανάσταση και οι συνέπειές του για την εργατική τάξη θα είναι πλήρως αντιδραστικές. Αυτό υπογραμμίζει την επείγουσα ανάγκη του χτισίματος ενός μαζικού επαναστατικού μαρξιστικού κόμματος το συντομότερο δυνατό!

Για μια δεκαετία του επαναστατικού μαρξισμού!

«Η παγκόσμια πολιτική κατάσταση, στο σύνολό της, χαρακτηρίζεται, κυρίως, από την ιστορική κρίση της ηγεσίας του προλεταριάτου…Ο προσανατολισμός των μαζών καθορίζεται πρώτα από τις αντικειμενικές συνθήκες του καταρρέοντος καπιταλισμού, και δεύτερο, από την προδοτική πολιτική των παλιών εργατικών οργανώσεων. Από τους δύο αυτούς παράγοντες, ο πρώτος, φυσικά, είναι ο αποφασιστικός: οι νόμοι της ιστορίας είναι πιο ισχυροί από τους γραφειοκρατικούς μηχανισμούς….Κάθε μέρα που περνάει, οι απελπισμένες προσπάθειές τους να γυρίσουν προς τα πίσω τον τροχό της Ιστορίας θα αποδείχνουν ολοένα και πιο καθαρά στις μάζες πως η κρίση ηγεσίας του προλεταριάτου, έχοντας γίνει κρίση του ανθρώπινου πολιτισμού, δεν μπορεί να λυθεί παρά από την Τέταρτη Διεθνή» (Λέον Τρότσκι, «Το Μεταβατικό Πρόγραμμα», 1938). Τα λόγια αυτά είναι σήμερα επίκαιρα ακριβώς όσο και την εποχή στην οποία γράφτηκαν από τον Τρότσκι. Το μέλλον της ανθρωπότητας, σε τελική ανάλυση εξαρτάται από την επίλυση του προβλήματος της ηγεσίας του προλεταριάτου. Αυτή η λύση μπορεί σήμερα να δοθεί μόνο από τη Διεθνή Μαρξιστική Τάση, που υπερασπίζει με συνέπεια τις ιδέες με τις οποίες ο Τρότσκι θεμελίωσε την Τέταρτη Διεθνή.

Το ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Μαρξιστικής Τάσης έχει ήδη αναλάβει το δικό του μερίδιο σε αυτό το ζωτικό παγκόσμιο καθήκον. Από την ανάλυση των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών εξελίξεων και προοπτικών στην Ελλάδα προκύπτει ότι τους επόμενους μήνες οι ευκαιρίες για την ισχυροποίηση των μικρών αριθμητικά δυνάμεων του επαναστατικού μαρξισμού στην Ελλάδα θα είναι σημαντικές. Οι μάζες των εργαζόμενων και της νεολαίας που θα μπαίνουν στον αγώνα θα τείνουν να αναζητούν από ένστικτο τις ιδέες του επαναστατικού μαρξισμού. Μια μικρή οργάνωση, προετοιμασμένη με μια βαθιά και ενιαία κατανόηση των προοπτικών και διαδίδοντας με συνέπεια και ενθουσιασμό τις επαναστατικές μαρξιστικές ιδέες, μπορεί σε αυτές τις συνθήκες να αναπτυχθεί πολύ γρήγορα.

Η δεκαετία που ολοκληρώθηκε πριν από σχεδόν έναν χρόνο, ήταν η δεκαετία μεγάλων ηττών για την εργατική τάξη της Ελλάδας, γιατί στις γραμμές της πολιτικά κυρίαρχος συνέχιζε να είναι ο ρεφορμισμός. Όμως η δεκαετία που ήδη ξεκίνησε, υπάρχουν όλες οι προϋποθέσεις να μείνει στην Ιστορία ως η δεκαετία της μεγάλης ανάπτυξης του επαναστατικού μαρξισμού. Έτσι πρέπει να γίνει και έτσι θα γίνει!

 Αθήνα 20/12/2020

(*Το προσχέδιο του κειμένου συντάχθηκε από τον Σταμάτη Καραγιαννόπουλο).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου