Το κύριο άρθρο-ανάλυση του νέου τεύχους της εφημερίδας Κομμουνιστική Επανάσταση (αρ. 122, 28 Φλεβάρη 2025) για τις καταιγιστικές διεθνείς και εγχώριες πολιτικές εξελίξεις. Το μαζικό κίνημα των Τεμπών, η «ετοιμόρροπη» κυβέρνηση και το ζήτημα της εξουσίας. Ο «τυφώνας Τραμπ» από τη σκοπιά του κομμουνισμού. Θα πετύχει τους σκοπούς του ο Τραμπ;
Σταμάτης Καραγιαννόπουλος
Την ώρα που ο «τυφώνας Τραμπ» ωθεί τους ηγέτες των ορφανών πλέον από προστάτη, αρχουσών τάξεων της ΕΕ να εκλιπαρούν ταπεινωμένοι τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό να συνεχίσει την «παροχή εγγυήσεων ασφαλείας» στην Ευρώπη και την Ουκρανία, η ελληνική άρχουσα τάξη και η εκλεκτή της κυβέρνηση της ΝΔ υφίστανται τον δικό τους τυφώνα, εκείνο του μαζικού κινήματος των Τεμπών.
Το μαζικό κίνημα των Τεμπών, η «ετοιμόρροπη» κυβέρνηση και το ζήτημα της εξουσίας
Στις 26 Γενάρη, τα μεγαλειώδη συλλαλητήρια διαμαρτυρίας ενάντια στη συγκάλυψη του εγκλήματος των Τεμπών σε δεκάδες πόλεις της χώρας, σηματοδότησαν μια εξέλιξη αποφασιστικής σημασίας: την ορμητική είσοδο των μαζών της εργατικής τάξης και της νεολαίας στο πολιτικό προσκήνιο. Από εκείνη τη μέρα και μετά, η μέχρι πρότινος φαινομενικά παντοδύναμη κυβέρνηση της ΝΔ, βρίσκεται πλέον σε θέση άμυνας και έχει περιέλθει σε μια κατάσταση πολιτικού πανικού.
Η θέση της κυβέρνησης γίνεται κάθε μέρα που περνά όλο και χειρότερη, καθώς αποκαλύπτονται νέα στοιχεία, τα οποία φανερώνουν ότι οι ίδιες οι κορυφές του κράτους, δηλαδή η κυβέρνηση, η κυβερνητική πλειοψηφία της Βουλής, το δικαστικό κατεστημένο και οι επικεφαλής των σωμάτων ασφαλείας, λειτουργούν σαν μια μαφιόζικη συμμορία στην πλάτη του ελληνικού λαού, συνωμοτώντας με σκοπό τη συγκάλυψη του εγκλήματος της 28ης Φλεβάρη 2023. Με αυτό τον τρόπο, οι εξελίξεις γύρω από την υπόθεση της συγκάλυψης του εγκλήματος των Τεμπών παραδίδουν καθημερινά, προσιτά και ζωντανά μαθήματα στον λαό σχετικά με την αληθινή, αντιδραστική φύση του αστικού κράτους.
Ωστόσο, ταυτόχρονα με όλα όσα συνδέονται με την προφανή πλέον ύπαρξη εύφλεκτου παράνομου φορτίου στο ένα από τα δυο τρένα που συγκρούστηκαν και με την άθλια απόπειρα αυτή να συγκαλυφθεί, δεν θα πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι στην περίπτωση του εγκλήματος των Τεμπών, αποκαλύφθηκε όχι μόνο η αντιδραστική φύση της κυβέρνησης και του ελληνικού αστικού κράτους, αλλά γενικότερα και πάνω απ’ όλα, ο αντιδραστικός και απάνθρωπος χαρακτήρας του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος. Η αιτία για τη σύγκρουση των τρένων ήταν η χρόνια και συνειδητή υποβάθμιση και εγκατάλειψη των σιδηροδρόμων από την άρχουσα τάξη, η οποία κλιμακώθηκε με την ιδιωτικοποίηση του κερδοφόρου τους τμήματος, οδηγώντας σε παροχή υπηρεσιών χωρίς υποτυπώδη εχέγγυα ασφάλειας για τους επιβάτες, κατά βάση ανθρώπους της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων.
Με αυτή την έννοια, το έγκλημα των Τεμπών και η απόπειρα συγκάλυψής του, αντικειμενικά θέτουν επί τάπητος το θέμα της εξουσίας, όχι μόνο στο άμεσο πολιτικό πεδίο, αλλά και στο ευρύτερο κοινωνικοοικονομικό. Υπογραμμίζουν το γεγονός ότι μόνο αν απαλλαγούμε, όχι απλά από την κυβέρνηση της ΝΔ, αλλά και από το ίδιο το αστικό κράτος και τον καπιταλισμό, θα γίνει κατορθωτό να μετατραπούν οριστικά σε μακρινή ανάμνηση οι αμαρτωλές συμβάσεις τύπου 717 και οι παρατάσεις τους, η κίνηση των τρένων χωρίς σηματοδότες και στοιχειώδη συστήματα ασφαλείας και η συστηματική εξυπηρέτηση μεγαλολαθρέμπορων που διακινούν επικίνδυνα φορτία στη βάση της εφιαλτικής αρχής «πάμε και όπου βγει».
Ωστόσο, αυτή η γενική πολιτική διαπίστωση, όχι μόνο δεν αναιρεί την ανάγκη για υιοθέτηση και ενεργή στήριξη σήμερα από κάθε αγωνιστή και συλλογικότητα του εργατικού κινήματος του παλλαϊκού αιτήματος «κάτω η κυβέρνηση των δολοφόνων!», αλλά την υπογραμμίζει και την προϋποθέτει. Ο μόνος δρόμος για να πραγματοποιηθεί αυτό το αίτημα είναι η κυβέρνηση να ανατραπεί από το εξελισσόμενο μαζικό κίνημα.
Αλλά οι ηγεσίες της αντιπολίτευσης που ισχυρίζονται ότι εκπροσωπούν τους εργαζόμενους σήμερα, αρνούνται να στηρίξουν την υπόθεση της ανατροπής της κυβέρνησης από το μαζικό κίνημα. Η ηγεσία του αμετανόητα μνημονιακού ΠΑΣΟΚ, η οποία απευθύνεται στους εργαζόμενους και τους ζητά εκλογική νεκρανάσταση ενώ μόλις πριν από δυο μήνες αντάλλασε αβρότητες σε ειδική συνάντηση με τον επικεφαλής της συγκάλυψης του εγκλήματος των Τεμπών Κ. Μητσοτάκη, συναγωνίζεται την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ στην απόπειρα παθητικοποίησης των μαζών, μέσα από «προτάσεις μομφής» στη Βουλή που δεν έχουν καμία πρακτική σημασία στον αγώνα για την ανατροπή της κυβέρνησης.
Και αν αυτή η στάση είναι φυσιολογική από την πλευρά ηγεσιών που το πρόσφατο κυβερνητικό τους παρελθόν τις καθιστά συνυπεύθυνες για το ίδιο το έγκλημα των Τεμπών, η υποβάθμιση του μαζικού κινήματος και των αντικειμενικών του καθηκόντων και δυνατοτήτων στον αγώνα για την ανατροπή της σάπιας κυβέρνησης της ΝΔ από την πλευρά της ηγεσίας του ΚΚΕ – η οποία τυπικά ορκίζεται σε μια «αντικαπιταλιστική γραμμή πάλης» – είναι απολύτως απαράδεκτη και πολλαπλά επιζήμια.
Η ηγεσία του κόμματος, αρνούμενη να υποστηρίξει το παλλαϊκό αίτημα «να φύγει η κυβέρνηση των δολοφόνων» και να προωθήσει ένα πρόγραμμα άμεσης κλιμάκωσης της πάλης του μαζικού κινήματος με αυτόν το σκοπό, όχι μόνο δεν υιοθετεί μια «αντικαπιταλιστική γραμμή πάλης», αλλά ούτε καν μια γραμμή αντικυβερνητική. Με αυτή τη στάση απογοητεύει και αδρανοποιεί τους καλύτερους και πιο πρωτοπόρους αγωνιστές της βάσης του κόμματος, αλλά και δυσφημεί τα σύμβολα και το όνομα του κομμουνισμού στις κινητοποιούμενες μάζες, οι οποίες αναζητούν ενστικτωδώς μια εναλλακτική λύση εξουσίας ενάντια στην εγκληματική κυβέρνηση και το σάπιο κράτος πάνω στο οποίο στηρίζεται.
Έτσι για μία ακόμα φορά, η πολιτική και η τακτική της ηγεσίας του ΚΚΕ επιβεβαιώνει την επείγουσα ανάγκη για ένα μαζικό, αληθινά επαναστατικό, κομμουνιστικό κόμμα. Αν ένα τέτοιο κόμμα υπήρχε σήμερα, θα αφιέρωνε όλες του τις δυνάμεις στην υπόθεση της άμεσης κλιμάκωσης του κινήματος μετά τη μαζική γενική απεργία της 28/2, και θα έθετε ξεκάθαρα στα μάτια των μαζών τον πολιτικό στόχο της ανάδειξης στην εξουσία μιας εργατικής κυβέρνησης, η οποία θα μπορεί να εγγυηθεί την τιμωρία όλων των ενόχων για το έγκλημα και θα κρατικοποιήσει τους σιδηρόδρομους με εργατικό και κοινωνικό έλεγχο, ως τμήμα της εφαρμογής ενός συνολικού αντικαπιταλιστικού-σοσιαλιστικού προγράμματος. Το αναγκαίο αυτό κόμμα, δυστυχώς δεν είναι το σημερινό ΚΚΕ, και η δημιουργία του δεν μπορούμε να περιμένουμε παθητικά να προκύψει από μόνη της, «κάπου, κάποτε». Οφείλουμε να αγωνιστούμε συνειδητά για να το χτίσουμε εμείς από σήμερα, με τη συσπείρωση και την οργάνωσή μας στην Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Διεθνούς.
Ο «τυφώνας Τραμπ» από τη σκοπιά του κομμουνισμού
Δισεκατομμύρια άνθρωποι της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων σε όλο τον κόσμο βομβαρδίζονται καθημερινά από τα αστικά ΜΜΕ με τόνους σύγχυσης και ανοησίας σχετικά με τον τάχα απροσδόκητο «τυφώνα Τραμπ» που σαρώνει τα πάντα στο πέρασμά του και διαμορφώνει μια νέα πραγματικότητα στην παγκόσμια οικονομία και πολιτική. Εμφανίζουν τον Τραμπ ως έναν ανεξάρτητο και ακαταμάχητο παράγοντα στις διεθνείς εξελίξεις, ο οποίος θέλει να επιβάλει μια «νέα», «δική του» λογική, εκείνη της δύναμης του ισχυρού, μπροστά στην οποία βεβαίως, το καλύτερο που έχουμε όλοι να κάνουμε είναι «να προσαρμοστούμε», δηλαδή να υποταχθούμε μοιραία, πάντα «για το καλό μας». Είναι όμως έτσι τα πράγματα;
Οι κομμουνιστές προσεγγίζουμε την αντικειμενική πραγματικότητα με την επιστημονική μέθοδο του διαλεκτικού υλισμού, προέκταση του οποίου στη μελέτη της κοινωνικής και πολιτικής ζωής είναι ο ιστορικός υλισμός. Σύμφωνα με αυτή τη μέθοδο, σε κάθε στάδιο των κοινωνικοπολιτικών εξελίξεων εξετάζουμε την κατάσταση όχι στατικά, αλλά διαλεκτικά, δηλαδή στην κίνηση, την εξέλιξη και την ολότητα της, η οποία διαμορφώνεται από μια αμοιβαία αλληλεπίδραση υλικών παραγόντων, με κάποιους από αυτούς να είναι οι κύριοι και με τους υπόλοιπους να είναι υποδεέστεροι σε σημασία. Δεν προσεγγίζουμε τα κοινωνικοπολιτικά φαινόμενα ως αποτέλεσμα «ανεξάρτητων» από τις υλικές-αντικειμενικές τάσεις, «προσωπικών» επιλογών. Ωστόσο – και πόσο μάλλον όταν πρόκειται για ταξικούς πολιτικούς ηγέτες όπως ο αστός δημαγωγός Ντόναλντ Τραμπ – δεν υποτιμάμε καθόλου τον παράγοντα «πολιτικό υποκείμενο» και δεν τον υποβιβάζουμε στη θέση του απλού κομπάρσου στα γεγονότα. Όμως επίσης, δεν τον αντιμετωπίζουμε σαν έναν παράγοντα ανεξάρτητο, τον εντάσσουμε μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο συγκεκριμένων υπαρκτών αντικειμενικών-υλικών τάσεων και συμφερόντων.
Τι μπορούμε λοιπόν να πούμε σήμερα υπό το πρίσμα αυτής της επιστημονικής μεθόδου ανάλυσης για τον «τυφώνα Τραμπ»; Καταρχάς, οφείλουμε να τονίσουμε ότι ο Τραμπ δεν εκπροσωπεί τον εαυτό του και τα «καπρίτσια» του. Είναι ο νόμιμος και (προς το παρόν) αδιαμφισβήτητος πολιτικός εκπρόσωπος του αμερικάνικου καπιταλισμού, ο οποίος αποτελεί την πιο ισχυρή ιμπεριαλιστική δύναμη στον πλανήτη (και γι’ αυτό, την πιο αντιδραστική, αντεργατική-αντιλαϊκή δύναμη διεθνώς). Οι ενέργειες και οι επιλογές του Τραμπ συνιστούν μια συγκεκριμένη μέθοδο υπηρέτησης αυτών των αντιδραστικών συμφερόντων. Τίποτα προοδευτικό δεν μπορεί να προέλθει από τις επιλογές ενός τέτοιου ηγέτη, γιατί τα κίνητρά του είναι από τη φύση τους αντιδραστικά, αντεργατικά-αντιλαϊκά. Το μόνο τους κριτήριο είναι η εξαγωγή των μεγαλύτερων δυνατών κερδών για το αμερικάνικο κεφάλαιο. Αυτή είναι και η «μετάφραση» του τραμπικού, δημαγωγικού συνθήματος «να κάνουμε την Αμερική μεγάλη ξανά».
Συγκεκριμένα, ο Τραμπ, σύμφωνα με όσα έχουμε δει πλέον και από τις πρώτες βδομάδες της νέας θητείας του, με τις ενέργειές του εκφράζει με τον πιο κυνικό και ωμό τρόπο, δύο άμεσες και πιεστικές ανάγκες του αμερικάνικου κεφαλαίου: α) Την ανάγκη να αντιστρέψει τη σχετική αποδυνάμωση που έχει υποστεί ο αμερικάνικος καπιταλισμός τα προηγούμενα 15-20 χρόνια προς όφελος κυρίως της Κίνας και της Ρωσίας (αλλά και άλλων ανερχόμενων περιφερειακών δυνάμεων όπως π.χ. η Ινδία και η Τουρκία). β) Την ανάγκη να εξασφαλίσει συνθήκες κοινωνικής ειρήνης στο εσωτερικό των ΗΠΑ, με βασικό μέσο το «νέο όραμα μιας ισχυρής Αμερικής». Σκοπός του είναι να αποκαταστήσει την κλονισμένη εμπιστοσύνη στον αμερικανικό καπιταλισμό από την πλευρά των θυμάτων της κατάρρευσης του παλιού αστικού «αμερικάνικου ονείρου», δηλαδή των (πάλαι ποτέ πλειοψηφικών) στρωμάτων της αμερικανικής εργατικής τάξης που διαβιούσαν υποφερτά σε σύγκριση με ό,τι συνέβαινε στον υπόλοιπο κόσμο, αλλά και των μικροαστών, που τουλάχιστον μέχρι την κρίση του 2008, μισο-ευημερούσαν. Αυτές τις δύο βασικές ανάγκες υπηρετούν οι αστραπιαίες, ασυνήθιστες και προκλητικές, πολεμικές (στρατιωτικά η οικονομικά) ή (ψευδο)ειρηνευτικές πρωτοβουλίες της νέα κυβέρνησης Τραμπ στο εξωτερικό πεδίο (Γροιλανδία, Καναδάς, Παναμάς, Μεξικό, Κολομβία, Γάζα, Ουκρανία, Ευρώπη), καθώς και τα πρώτα του μέτρα στο εσωτερικό.
Σε τι συνίσταται όμως η διαφορά μεταξύ του «τυφώνα Τραμπ» και της πρόσφατης διακυβέρνησης Μπάιντεν; Η διαφορά είναι σαφώς αξιοσημείωτη και ορατή, αλλά σε τελική ανάλυση είναι μια διαφορά ποσοτική, όχι ποιοτική. Είναι μια διαφορά στη μορφή και όχι στο περιεχόμενο, στην τακτική όχι στη στρατηγική, καθώς και οι δύο κυβερνήσεις στέκονται πάνω στην ίδια αντιδραστική βάση καπιταλιστικών-ιμπεριαλιστικών συμφερόντων και έχουν ως κεντρικό στρατηγικό τους σκοπό τη διαιώνιση και επέκταση της αμερικανικής καπιταλιστικής κυριαρχίας στον κόσμο.
Ας πάρουμε για παράδειγμα τους δασμούς. Είναι γνωστό ότι οι δασμοί στα κινέζικα και τα ευρωπαϊκά εμπορεύματα αυξήθηκαν κατά πολύ επί Μπάιντεν. Έτσι, βάσιμα ο Τραμπ δικαιούται να ισχυριστεί ότι απλώς τώρα κλιμακώνει το έργο του προκατόχου του. Γενικότερα, ο υφιστάμενος εμπορικός πόλεμος στον οποίο πρωτοστατεί ο Τραμπ είναι η έκφραση του οξυμένου ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού στην παρούσα φάση στενέματος των αγορών, στα πρόθυρα μιας νέας διεθνούς ύφεσης, και θα διεξαγόταν με οποιονδήποτε άλλο αστό Αμερικανό πρόεδρο.
Και οι δυο ηγέτες επίσης, ο Τραμπ και ο Μπάιντεν, είναι το ίδιο στρατηγικά δεμένοι στην ενίσχυση και υπεράσπιση των εγκλημάτων του ισραηλινού κράτους σε βάρος των Παλαιστίνιων και των άλλων λαών της Μ. Ανατολής. Επίσης, από κοινού αξιολογούν την Κίνα ως τον μεγαλύτερο αντίπαλο για την κυρίαρχη θέση του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού σήμερα.
Ωστόσο, η κυβέρνηση Μπάιντεν με την τακτική της στον πόλεμο στην Ουκρανία, ακολούθησε μια εξόφθαλμα αναποτελεσματική και επικίνδυνη τακτική από τη σκοπιά των αμερικανικών ιμπεριαλιστικών συμφερόντων. Δουλεύοντας εντατικά για την προετοιμασία και την παράταση του πολέμου, και επενδύοντας πάρα πολλά στο καθεστώς Ζελένσκι με σκοπό να αποδυναμώσει αποφασιστικά την Ρωσία ώστε μετά να επικεντρωθεί απερίσπαστα στην αντιμετώπιση της Κίνας, τελικά την ισχυροποίησε διεθνώς, και την έσπρωξε πιο κοντά στον μεγαλύτερο αντίπαλο του αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Ο Τραμπ, αντίθετα, με την τακτική που προωθεί στο «Ουκρανικό», στο όνομα της «ειρήνης», επιδιώκει να κλείσει μια συμφωνία με τον Πούτιν, με σκοπό να ουδετεροποιήσει τη Ρωσία στην κεντρική ιμπεριαλιστική διαμάχη ΗΠΑ-Κίνας. Έτσι, βλέπουμε ότι πίσω και από τις δυο διαφορετικές αμερικανικές τακτικές στο «Ουκρανικό», σε τελική ανάλυση ξεπροβάλλει ο ίδιος στρατηγικός σκοπός: η αντιμετώπιση της Κίνας.
Σε ό,τι αφορά τις σχέσεις με την ΕΕ, η τακτική της υποβάθμισής της και της αγνόησης των συμφερόντων της από τις ΗΠΑ, ήταν ορατή και επί Μπάιντεν, ειδικά στο «ουκρανικό». Ο Τραμπ, απλώς προεκτείνει την τακτική αυτή, βγάζοντας εντελώς την ΕΕ από το κάδρο των ισχυρών διεθνών συνομιλητών, αποδεχόμενος ότι οικονομικά (σε έναν σημαντικό βαθμό) και στρατιωτικά (στον απόλυτο βαθμό), η ΕΕ παίζει πλέον έναν δευτερεύοντα ρόλο στον διεθνή συσχετισμό των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Και «επαυξάνοντας» σε αυτή την τακτική, επιδιώκει με τις επεμβάσεις στο εσωτερικό της – όπως έδειξαν η πρόσφατη ομιλία Βανς στο Μόναχο και οι απανωτές πολιτικές παρεμβάσεις Μασκ στη Γερμανία – να «διασπάσει» ανοικτά τις ευρωπαϊκές άρχουσες τάξεις σε περισσότερο ή λιγότερο αμερικανόφιλες(-δουλες).
Όπως ακριβώς στο εξωτερικό πεδίο, έτσι και στο εσωτερικό, οι διαφορές Τραμπ και Μπάιντεν αφορούν την τακτική και όχι τη στρατηγική. Στο πεδίο της οικονομική πολιτικής, με τις δραστικές περικοπές κρατικών δαπανών, τις μαζικές απολύσεις κρατικών υπαλλήλων, τις μειώσεις φόρων για τους εκατομμυριούχους και τα κίνητρα για τον επαναπατρισμό αμερικανικών κεφαλαίων, ο Τραμπ φέρνει απότομα στο προσκήνιο την εφαρμογή ενός κυβερνητικού προγράμματος το οποίο αποδέχεται σε γενικές γραμμές ως αναγκαίο για την προάσπιση της σταθερότητας του συστήματος ακόμα και ο τελευταίος καπιταλιστής χρηματοδότης της καμπάνιας της Κάμαλα Χάρις. Διότι στις σημερινές συνθήκες και πάνω στο έδαφος του καπιταλισμού, δεν υπάρχει κάποια άλλη δυνατή συνταγή για την επιδίωξη της αποφυγής της κρατικής χρεοκοπίας και για την τόνωση της αμερικανικής καπιταλιστικής οικονομίας.
Τέλος, σε ό,τι αφορά το ιδεολογικό πεδίο, τόσο οι αρχιερείς της αντι-woke ατζέντας, Τραμπ και Μασκ, όσο και οι Δημοκρατικοί θιασώτες της λεγόμενης Πολιτικής Ταυτοτήτων, υπηρετούν με διαφορετικές τακτικές έναν κοινό στρατηγικό σκοπό: να διασπάσουν την εργατική τάξη και να την εκτρέψουν από την ιστορική της αποστολή, αυτή του επαναστατικού αγώνα ως ενιαία τάξη ανεξαρτήτως φύλου, χρώματος, εθνικότητας και σεξουαλικού προσανατολισμού, ενάντια στο κεφάλαιο. Τον κοινό αυτό σκοπό, οι μεν Δημοκρατικοί μεταμοντέρνοι τον επιδιώκουν μεθοδικά τα τελευταία χρόνια με άλλοθι την ψευδο-υπεράσπιση των δικαιωμάτων των μειονοτήτων, ενώ οι αντι-woke τραμπιστές τον προωθούν με όχημα την επιστροφή στις παραδοσιακές αντιδραστικές «αξίες» του ρατσισμού και της θρησκοληψίας.
Θα πετύχει τους σκοπούς του ο Τραμπ;
Η απάντηση στο ερώτημα που θέτει ο τίτλος αυτής της ενότητας μπορεί να δοθεί μόνο μέσα από την εξέταση των γενικών, βασικών τάσεων στην παγκόσμια αντικειμενική κατάσταση, στις οποίες εντάσσεται και η ίδια η πολιτική Τραμπ, και όχι μόνο από τη μεμονωμένη εξέταση της μίας ή της άλλη επιλογής του ασυγκράτητου νέου «πλανητάρχη».
Από αυτή τη σκοπιά, το πρόβλημα για τον Τραμπ είναι ακριβώς το ότι στην πραγματικότητα δεν είναι καθόλου πλανητάρχης με την κυριολεκτική έννοια του όρου, δηλαδή δεν μπορεί να ελέγξει (πόσο μάλλον να ορίσει) τις κολοσσιαίες αντικειμενικές δυνάμεις που καθορίζουν τη μοίρα του αμερικάνικου και του παγκόσμιου καπιταλισμού στην ιστορική περίοδο που διανύουμε. Αυτές οι δυνάμεις είναι οι θεμελιώδεις αντιφάσεις του καπιταλισμού και η οξυνόμενη πάνω στο έδαφος της εκδήλωσης των συνεπειών τους, πάλη μεταξύ των τάξεων.
Πιο συγκεκριμένα, οι δασμοί ενάντια στον εκάστοτε εμπορικό εχθρό, όσο επιθετικοί και συντριπτικοί και αν είναι, δεν πρόκειται να συμβάλουν στην επίλυση των θεμελιωδών αντιφάσεων του καπιταλισμού. Αντίθετα θα τις κάνουν οξύτερες. Οι δασμοί, αργά ή γρήγορα, θα εκφραστούν ως κόστος στον τελικό ισολογισμό της οικονομικής σταθερότητας του αμερικανικού καπιταλισμού. Η παγκόσμια αγορά, συνιστά μια πραγματικότητα που επιβάλλεται πάνω στις εθνικές οικονομίες και τις εθνικές αστικές τάξεις. Έχει μια δική της λογική λειτουργίας, και δεν μπορεί με προεδρικά διατάγματα να υποταχθεί στις άμεσες επιδιώξεις ακόμα και της ισχυρότερης καπιταλιστικής δύναμης του πλανήτη. Ολόκληρη η παρατεταμένη προηγούμενη φάση της μεγάλης ανάπτυξης του παγκόσμιου εμπορίου (παγκοσμιοποίηση) μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και την καπιταλιστική παλινόρθωση στην Κίνα, δημιούργησε ένα αλληλοεξαρτώμενο και αλληλένδετο σύνολο, το οποίο θα μπορούσε να παρομοιαστεί με έναν πανύψηλο πύργο που είναι έτσι κατασκευασμένος, ώστε αν κάποιος επιχειρήσει να του αφαιρέσει ένα μόνο τούβλο θα απειληθεί με κατάρρευση.
Το τεράστιο εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ με την Κίνα και την Ευρώπη δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί δραστικά και ουσιαστικά με νέους δασμούς, αλλά μόνο με μαζικές επενδύσεις στην εγχώρια παραγωγή, την τεχνολογία, τις υποδομές και την ενδυνάμωση της εσωτερικής αγοράς. Το αμερικανικό αστικό κράτος όμως, είναι υπερχρεωμένο και δεν μπορεί να κάνει σήμερα αυτές τις αναγκαίες επενδύσεις, ενώ το αμερικανικό κεφάλαιο δεν δείχνει να ενδιαφέρεται γι’ αυτές. Πρωτοστατεί στον διεθνή κερδοσκοπικό παρασιτισμό, σπεκουλάροντας με τις μετοχές, τα ακίνητα, τα κρυπτονομίσματα, τα παράγωγα και τα ομόλογα, αλλά και με τις ληστρικές τιμές σε βασικά αγαθά και υπηρεσίες, αφαιμάζοντας τα εισοδήματα της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων.
Στις συνθήκες που διαμορφώνει η αμερικάνικη κρατική υπερχρέωση και ο υπερπαρασιτισμός των Αμερικάνων καπιταλιστών, η «λύση» των δασμών με τα αντίποινα που απορρέουν φυσιολογικά από αυτήν, θα φέρει περισσότερο πληθωρισμό και ύφεση, μέσα από την αύξηση των τιμών μιας σειράς εμπορευμάτων, πρώτων υλών και εξαρτημάτων της παραγωγής. Θα σπρώξει προς την καταστροφή συγκεκριμένους κλάδους που είναι εξαρτημένοι από το εμπόριο με τις δασμολογικά στοχοποιημένες χώρες, με συνέπεια την τάση για επέκταση της ύφεσης εθνικά και παγκόσμια. Με άλλα λόγια, θα φέρει μια γενικευμένη διεθνή οικονομική ανισορροπία, η οποία θα τείνει να επιστρέψει πίσω στις ΗΠΑ με ένα απρόβλεπτο κόστος.
Ακόμα και η πιο απάνθρωπη και εύκολη για την αμερικανική άρχουσα τάξη πτυχή του διεθνούς εμπορικού πολέμου, ο βίαιος επαναπατρισμός της εισαγόμενης εργατικής δύναμης, δηλαδή η μαζική απέλαση μεταναστών εργατών, θα μπορούσε να δημιουργήσει άμεσα απότομες ελλείψεις στην αμερικανική αγορά εργασίας και να φέρει μια τάση για αύξηση του εργατικού κόστους για τους Αμερικάνους καπιταλιστές.
Επιπλέον, πλάι στη γενικευμένη ανισορροπία που θα φέρουν οι δασμοί, η επίθεση που άρχισε στο βιοτικό επίπεδο των Αμερικανών εργατών με λιτότητα και απολύσεις, θα αποδυναμώσει την εσωτερική αγορά των ΗΠΑ, θα ενισχύσει τις τάσεις προς την ύφεση, και πάνω από όλα, θα επαναφέρει στο προσκήνιο τους μαζικούς εργατικούς αγώνες. Αξίζει να θυμίσουμε ότι το 2023, δηλαδή την προηγούμενη χρονιά από την περσινή, εκλογική, είχαμε τον μεγαλύτερο αριθμό απεργιών στις ΗΠΑ από το 2000. Η ασυγκράτητη επίθεση των Τραμπ-Μασκ στην αμερικανική εργατική τάξη θα επαναφέρει στο προσκήνιο ως αποφασιστικό παράγοντα το αμερικανικό εργατικό κίνημα, και μέσα σ’ αυτό, τις δυνάμεις του γνήσιου κομμουνισμού.
Αλλά και στο εξωτερικό πεδίο, η νέα πολιτική Τραμπ, κάθε άλλο παρά έχει εξασφαλισμένη την επιτυχία. Στο «Ουκρανικό», η Ρωσία είναι νικήτρια στο πεδίο της μάχης, και έτσι για μια συμφωνία ειρήνης θα απαιτήσει τόσο ισχυρά ανταλλάγματα που αν πράγματι κατακτηθούν, στο τέλος εκείνο που θα κλονίσουν στα μάτια της παγκόσμιας κοινής γνώμης θα είναι το κύρος του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, ο οποίος θα αποδειχθεί ότι δαπάνησε εκατοντάδες δισ. δολάρια στον βωμό μιας υπόθεσης που κατέληξε σε μια αδιαμφισβήτητη ρωσική νίκη.
Επιπρόσθετα, η ακρωτηριασμένη και διεφθαρμένη καπιταλιστική Ουκρανία, με τη μεγαλύτερη ποσότητα των σπάνιων γαιών να βρίσκεται σήμερα υπό ρωσική κατοχή, δεν μπορεί να ξεπληρώσει τις ΗΠΑ με τα εκατοντάδες δισ. δολάρια που απαίτησε πρόσφατα ο Τραμπ. Το αντίθετο θα πρέπει να συμβεί. Κάθε μεταπολεμικό μη ελεγχόμενο από τη Ρωσία ουκρανικό καθεστώς, θα συνεπάγεται ένα μεγάλο κόστος υποστήριξης για τις ΗΠΑ και την ιμπεριαλιστική Δύση συνολικά. Η εικόνα των ΗΠΑ λοιπόν στα μάτια διεθνούς κοινής γνώμης μετά από μια ενδεχόμενη συμφωνία του Τραμπ με τον Πούτιν, δεν θα είναι αυτή του νικητή, ειρηνοποιού ιμπεριαλισμού, αλλά εκείνη του εμφανώς ηττημένου και ζημιωμένου.
Μένοντας πάντοτε στο εξωτερικό πεδίο, ούτε και η ανοικτή απόπειρα διάσπασης και υποτίμησης της ΕΕ μπορεί να έχει ευτυχή κατάληξη για τον αμερικάνικο καπιταλισμό. Θα τείνει να δημιουργήσει στη θέση μιας φιλοαμερικανικής ΕΕ και ενός σχετικά συμπαγούς ΝΑΤΟ, μια Ευρώπη με πιο ισχυρούς φιλορωσικούς και φιλοκινεζικούς θύλακες, και μια στρατιωτική συμμαχία πιο περιορισμένης ισχύος και έκτασης, πιθανότερα με πολύ λιγότερα μέλη.
Στην πολύπαθη Μ. Ανατολή, η τυχόν επιμονή του Τραμπ στον αναγκαστικό εκτοπισμό 1,5 εκατομμυρίου Παλαιστινίων από τη Γάζα, θα τείνει να έχει ως συνέπεια ό,τι δεν έφερε η ίδια η βάρβαρη απόπειρα γενοκτονίας από το Ισραήλ τον προηγούμενο 1,5 χρόνο. Θα ριζοσπαστικοποιήσει όσο ποτέ τα τελευταία χρόνια τις αραβικές μάζες και θα αποσταθεροποιήσει όλα τα γειτονικά αραβικά κράτη.
Η μόνη περιοχή όπου (όπως έδειξε η έκβαση της σύγκρουσης του Τραμπ με την Κολομβία), θα μπορούσε να έχει μια προσωρινή επιτυχία η τακτική της επίδειξης ακραίου κυνισμού δύναμης από τον Τραμπ είναι η Λατινική Αμερική. Αλλά και εκεί, με τις αποσταθεροποιητικές συνέπειες που αυτή θα έχει για τα προβληματικά καπιταλιστικά κράτη της περιοχής, θα μπορούσε να τροφοδοτήσει μια επαναστατική πυρκαγιά ικανή να επεκταθεί ταχύτατα σε ολόκληρη την αμερικανική ήπειρο, συμπεριλαμβανομένων των ίδιων των ΗΠΑ.
Συμπερασματικά, θα λέγαμε ότι ο «τυφώνας Τραμπ» πάνω στο έδαφος των κυρίαρχων σημερινών διεθνών οικονομικών, πολιτικών και κοινωνικών τάσεων, θα τείνει να μετατραπεί σε μοιραίο παράγοντα για τη σταθερότητα του παγκόσμιου και του αμερικάνικου καπιταλισμού. Έτσι, στο τέλος της εποχής Τραμπ, εκείνοι που θα έχουν δικαίωμα να γελούν δεν θα είναι οι ακροδεξιοί και οι άλλοι σύγχρονοι τραμπικοί δημαγωγοί, αλλά εμείς οι επαναστάτες κομμουνιστές, στις ΗΠΑ και διεθνώς. Με την προϋπόθεση ασφαλώς, ότι θα μπορέσουμε να αξιοποιήσουμε τις άφθονες ευκαιρίες που θα παρέχει η «τραμπική» διεθνής αποσταθεροποίηση του συστήματος για να χτίσουμε ισχυρά επαναστατικά κομμουνιστικά κόμματα, τα οποία θα προετοιμάσουν ένα κομμουνιστικό μέλλον πραγματικής ευημερίας και ειρήνης για τον εργαζόμενο λαό, στη μία χώρα μετά την άλλη. Καλούμε κάθε αναγνώστη αυτής της εφημερίδας να μας βοηθήσει ενεργά σ’ αυτόν τον σπουδαίο για το μέλλον της ανθρωπότητας σκοπό!
Σταμάτης Καραγιαννόπουλος
Πηγή : marxismos
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου