ΤΟ ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ
Σαν σήμερα, 15 Ιανουαρίου του 1919, δολοφονήθηκαν δύο μεγάλοι επαναστάτες, ο Καρλ Λίμπκνεχτ και η Ρόζα Λούξεμπουργκ. Η δολοφονία τους από τα Freikorps (παραστρατιωτικά σώματα της σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης) σηματοδότησε το τέλος της πρώτης φάσης της Γερμανικής Επανάστασης του 1918. Ο Λέων Τρότσκι (που εκείνη την εποχή βρισκόταν στην ηγεσία του Κόκκινου Στρατού) έγραψε τον επικήδειο που δημοσιεύεται παρακάτω, προσπαθώντας να συνδέσει τα γεγονότα στη Γερμανία με την εμπειρία της Ρωσικής Επανάστασης. Το κείμενο του Τρότσκι δίνει μια πολύ ζωντανή εικόνα των γεγονότων της Γερμανικής Επανάστασης, αλλά αναφέρεται αναλυτικά και στο πολιτικό προφίλ των δύο επαναστατών. Ο Τρότσκι φαίνεται να προβλέπει ότι η δεύτερη φάση της Γερμανικής Επανάστασης θα ανοίξει πιο γρήγορα από ό,τι συνέβη στην πραγματικότητα. Στην πραγματικότητα, η γερμανική εργατική τάξη χρειάστηκε πέντε ακόμη χρόνια για να μπει στην επόμενη φάση αγώνων. Σε κάθε περίπτωση, το κείμενο παρουσιάζει μια πολύ ακριβή περιγραφή των γεγονότων και των διεργασιών της περιόδου.
Όπως γράφει ο Τρότσκι, «για μας ο Λίμπκνεχτ δεν ήταν απλά ένας Γερμανός ηγέτης της επανάστασης. Για μας η Ρόζα Λούξεμπουργκ δεν ήταν απλώς μια Πολωνή σοσιαλίστρια που βρέθηκε επικεφαλής των Γερμανών εργατών. Όχι, είναι και οι δύο στενά δεμένοι με το παγκόσμιο προλεταριάτο και είμαστε όλοι συνδεδεμένοι μαζί τους με έναν ακατάλυτο πνευματικό δεσμό. Μέχρι την τελευταία τους πνοή δεν ανήκαν σε ένα έθνος αλλά στη Διεθνή!».
Το κείμενο είναι μεταφρασμένο από τα αγγλικά και απ’ όσο γνωρίζουμε παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην ολοκληρωμένη του μορφή στα ελληνικά.
Διαβάστε περισσότερα για τη γερμανική επανάσταση εδώ.
Πολιτικά προφίλ: Καρλ Λίμπκνεχτ και Ρόζα Λούξεμπουργκ (1919)
Έχουμε υποστεί ταυτόχρονα δύο βαριές απώλειες, οι οποίες συνθέτουν
μαζί ένα τεράστιο πένθος. Χάθηκαν από τις τάξεις μας δύο ηγέτες των
οποίων τα ονόματα θα γραφτούν για πάντα στο μεγάλο βιβλίο της
προλεταριακής επανάστασης: ο Καρλ Λίμπκνεχτ και η Ρόζα Λούξεμπουργκ.
Χάθηκαν. Σκοτώθηκαν. Δεν είναι πια μαζί μας!
Το όνομα του Καρλ
Λίμπκνεχτ, αν και ήταν ήδη γνωστό, απέκτησε αμέσως ακόμη μεγαλύτερη
παγκόσμια αξία, από τους πρώτους μήνες της φρικτής ευρωπαϊκής σφαγής [σημ: αναφέρεται στον Α’ ΠΠ].
Ήχησε σαν όνομα επαναστατικής τιμής, σαν τη δέσμευση για τη νίκη που θα
έρθει. Σε εκείνες τις πρώτες εβδομάδες που ο γερμανικός μιλιταρισμός
γιόρταζε τα πρώτα του όργια και πανηγύριζε τους πρώτους δαιμονικούς του
θριάμβους, σε εκείνες τις εβδομάδες κατά τις οποίες οι γερμανικές
δυνάμεις εισέβαλαν στο Βέλγιο διαλύοντας τα βελγικά οχυρά σαν σπίτια από
χαρτόνι, όταν τα γερμανικά κανόνια των 420 χιλιοστών έμοιαζαν να
απειλούν να λυγίσουν και να υποδουλώσουν ολόκληρη την Ευρώπη στον
Γουλιέλμο, εκείνες τις μέρες και εβδομάδες που η επίσημη γερμανική
σοσιαλδημοκρατία με επικεφαλής τον Σάιντεμαν [1] και τον Έμπερτ [2]
έσκυβε το πατριωτικό της γόνατο μπροστά στον γερμανικό μιλιταρισμό, στον
οποίο θα υποτάσσονταν τα πάντα -όπως τουλάχιστον φαινόταν- τόσο ο
εξωτερικός κόσμος (το κατεκτημένο Βέλγιο και η Γαλλία με το βόρειο τμήμα
της να έχει καταληφθεί από τους Γερμανούς) όσο και ο εσωτερικός κόσμος
(όχι μόνο η γερμανική αριστοκρατία, όχι μόνο η γερμανική αστική τάξη,
όχι μόνο η σοβινιστική μεσαία τάξη, αλλά ακόμη και το επίσημα
αναγνωρισμένο κόμμα της γερμανικής εργατικής τάξης), εκείνες τις μαύρες,
τρομερές και βρώμικες μέρες, αντήχησε στη Γερμανία μια επαναστατική
φωνή διαμαρτυρίας, οργής και καταγγελίας. Ήταν η φωνή του Καρλ
Λίμπκνεχτ. Και αντήχησε σε ολόκληρο τον κόσμο!
Στη Γαλλία, όπου η διάθεση των πλατιών μαζών βρισκόταν τότε κάτω από
τη φτέρνα της γερμανικής επίθεσης -όπου το κυβερνών κόμμα των Γάλλων
σοσιαλπατριωτών διακήρυττε στο προλεταριάτο την ανάγκη να αγωνιστεί όχι
για τη ζωή, αλλά μέχρι θανάτου (και πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς,
όταν «ολόκληρος ο λαός» της Γερμανίας λαχταρούσε να καταλάβει το
Παρίσι!)- ακόμη και στη Γαλλία η φωνή του Λίμπκνεχτ ακούστηκε
προειδοποιητικά και ψύχραιμα, σπάζοντας τα οδοφράγματα των ψεμάτων, των
συκοφαντιών και του πανικού. Μπορούσε να αισθανθεί κανείς ότι μόνο ο
Λίμπκνεχτ μιλούσε για τις καταπιεσμένες μάζες.
Στην
πραγματικότητα όμως ακόμη και τότε δεν ήταν μόνος του, καθώς από την
πρώτη μέρα του πολέμου βγήκε μπροστά χέρι-χέρι μαζί του η θαρραλέα,
αταλάντευτη και ηρωική Ρόζα Λούξεμπουργκ. Η ανομία του γερμανικού
αστικού κοινοβουλευτισμού δεν της έδωσε τη δυνατότητα να εκφράσει τη
διαμαρτυρία της από το βήμα του κοινοβουλίου, όπως έκανε ο Λίμπκνεχτ,
και έτσι η φωνή της ακουγόταν λιγότερο. Όμως ο ρόλος της στην αφύπνιση
των καλύτερων στοιχείων της γερμανικής εργατικής τάξης δεν ήταν καθόλου
μικρότερος από εκείνον του συντρόφου της στον αγώνα και στο θάνατο, Καρλ
Λίμπκνεχτ. Αυτοί οι δύο αγωνιστές, τόσο διαφορετικοί στη φύση και όμως
τόσο κοντά, αλληλοσυμπληρώθηκαν, πορεύτηκαν ανυποχώρητα προς έναν κοινό
στόχο, συνάντησαν μαζί τον θάνατο και περνούν στην ιστορία πλάι-πλάι.
Ο
Καρλ Λίμπκνεχτ αντιπροσώπευε τη γνήσια και ολοκληρωμένη ενσάρκωση ενός
αδιάλλακτου επαναστάτη. Τις τελευταίες μέρες και μήνες της ζωής του
δημιουργήθηκαν γύρω από το όνομά του αμέτρητοι θρύλοι: παράλογα φαύλοι
στον αστικό τύπο, ηρωικοί στα χείλη των εργατικών μαζών.
Στην
ιδιωτική του ζωή ο Καρλ Λίμπκνεχτ ήταν -αλίμονο!- η προσωποποίηση της
καλοσύνης, της απλότητας και της αδελφοσύνης. Τον συνάντησα για πρώτη
φορά πριν από περισσότερα από 15 χρόνια. Ήταν ένας γοητευτικός άνθρωπος,
προσεκτικός και συμπαθητικός. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ενδεικτική του
χαρακτήρα του ήταν μια σχεδόν γυναικεία τρυφερότητα, με την καλύτερη
έννοια αυτής της λέξης. Και πλάι σε αυτή τη γυναικεία τρυφερότητα, τον
διέκρινε η εξαιρετική καρδιά μιας επαναστατικής θέλησης ικανής να
παλέψει μέχρι την τελευταία σταγόνα του αίματος του, στο όνομα αυτού που
θεωρούσε σωστό και αληθινό. Η πνευματική του ανεξαρτησία φάνηκε ήδη από
τα νεανικά του χρόνια, όταν τόλμησε περισσότερες από μία φορές να
υπερασπιστεί τη γνώμη του ενάντια στην αδιαμφισβήτητη αυθεντία του
Μπέμπελ [3]. Η δράση του στα νεολαιίστικα στρώματα και ο αγώνας του
ενάντια στη στρατιωτική μηχανή των Χοεντσόλερν [4] χαρακτηρίστηκε από
μεγάλο θάρρος. Τελικά, το πλήρες μέγεθός του αποκαλύφθηκε όταν ύψωσε τη
φωνή του ενάντια στην πολεμοκάπηλη αστική τάξη και την προδοτική
σοσιαλδημοκρατία στο γερμανικό Ράιχσταγκ [σημ: η γερμανική βουλή],
όπου η ατμόσφαιρα είχε μολυνθεί από το μίασμα του σοβινισμού. Αποκάλυψε
την πλήρη έκταση της προσωπικότητάς του όταν ως στρατιώτης ύψωσε το
λάβαρο της ανοιχτής εξέγερσης ενάντια στην αστική τάξη και τον
μιλιταρισμό της στην πλατεία Πότσνταμ του Βερολίνου. Ο Λίμπκνεχτ
συνελήφθη. Η φυλακή και η καταναγκαστική εργασία δεν λύγισαν το πνεύμα
του. Περίμενε στο κελί του και προέβλεπε με βεβαιότητα όσα θα
ακολουθούσαν. Όταν απελευθερώθηκε από την επανάσταση [σημ: του 1918]
τον περασμένο Νοέμβριο, ο Λίμπκνεχτ τέθηκε αμέσως επικεφαλής των
καλύτερων και πιο αποφασισμένων στοιχείων της γερμανικής εργατικής
τάξης. Ο Σπάρτακος βρέθηκε στις τάξεις των Σπαρτακιστών [5] και χάθηκε
με το λάβαρό τους στα χέρια.
Το όνομα της Ρόζας Λούξεμπουργκ
είναι λιγότερο γνωστό σε άλλες χώρες απ’ ό,τι σε εμάς στη Ρωσία. Αλλά
μπορεί κανείς να πει με κάθε βεβαιότητα ότι δεν ήταν σε καμία περίπτωση
μικρότερη προσωπικότητα από τον Καρλ Λίμπκνεχτ. Κοντή στο ύψος,
εύθραυστη, φιλάσθενη, με μια γραμμή ευγένειας στο πρόσωπό της, όμορφα
μάτια και ένα λαμπερό μυαλό, εντυπωσίαζε με τη γενναιότητα της σκέψης
της. Είχε κατακτήσει τη μαρξιστική μέθοδο σαν να ήταν όργανο του σώματός
της. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι ο μαρξισμός κυλούσε στο αίμα της.
Έχω
πει ότι αυτοί οι δύο ηγέτες, τόσο διαφορετικοί στη φύση,
αλληλοσυμπληρώνονταν. Θα ήθελα να το τονίσω και να το εξηγήσω. Αν ο
αδιάλλακτος επαναστάτης Λίμπκνεχτ χαρακτηριζόταν από μια θηλυκή
τρυφερότητα στους προσωπικούς του τρόπους, τότε αυτή η εύθραυστη γυναίκα
χαρακτηριζόταν από μια αντρική δύναμη στη σκέψη. Ο Φερντινάντ Λασσάλ
[6] μίλησε κάποτε για τη σωματική δύναμη της σκέψης, για την επιβλητική
δύναμη της έντασής της, όταν φαινομενικά ξεπερνά τα υλικά εμπόδια στον
δρόμο της. Αυτή ακριβώς την εντύπωση αποκόμιζε κανείς μιλώντας με τη
Ρόζα, διαβάζοντας τα άρθρα της ή ακούγοντάς την να μιλάει ενάντια στους
εχθρούς της. Και είχε πολλούς εχθρούς! Θυμάμαι πώς, σε ένα συνέδριο,
στην Ιένα [7] νομίζω, η υψηλή φωνή της τεντωμένη σαν σύρμα, έκοβε τις
άγριες διαμαρτυρίες των καιροσκόπων από τη Βαυαρία, το Μπάντεν και
αλλού. Πόσο τη μισούσαν! Και πόσο τους περιφρονούσε! Μικρή και
εύθραυστη, ανέβηκε στο βήμα του συνεδρίου ως η προσωποποίηση της
προλεταριακής επανάστασης. Με τη δύναμη της λογικής και του σαρκασμού
της, έκανε τους πιο ανοιχτά δηλωμένους αντιπάλους της να σιωπήσουν. Η
Ρόζα ήξερε πώς να μισεί τους εχθρούς του προλεταριάτου και ακριβώς γι’
αυτό ήξερε πώς να προκαλεί το μίσος τους. Την είχαν αναγνωρίσει από
νωρίς.
Από την πρώτη μέρα, ή μάλλον από την πρώτη ώρα του
πολέμου, η Ρόζα Λούξεμπουργκ εξαπέλυσε εκστρατεία κατά του σοβινισμού,
κατά της πατριωτικής ασέλγειας, ενάντια στην αμφιταλαντευόμενη στάση του
Κάουτσκι [8] και του Χάασε [9], ενάντια στις θολές θέσεις των κεντρώων,
υπέρ της επαναστατικής ανεξαρτησίας του προλεταριάτου, υπέρ του
διεθνισμού και της προλεταριακής επανάστασης.
Πράγματι, αλληλοσυμπληρώνονταν!
Με
την ορμή της θεωρητικής της σκέψης και της ικανότητάς της να γενικεύει,
η Ρόζα Λούξεμπουργκ ήταν ένα ολόκληρο κεφάλι πάνω, όχι μόνο από τους
αντιπάλους της αλλά και από τους συντρόφους της. Ήταν μια γυναίκα
ιδιοφυΐα. Το ύφος της, γεμάτο ένταση, ακριβές, λαμπρό και ανελέητο, θα
παραμείνει για πάντα ένας αληθινός καθρέφτης της σκέψης της.
Ο
Λίμπκνεχτ δεν ήταν θεωρητικός. Ήταν άνθρωπος της δράσης. Παρορμητικός
και παθιασμένος από τη φύση του, διέθετε μια εξαιρετική πολιτική
διαίσθηση, μια λεπτή αντίληψη των μαζών και της κατάστασης, και τέλος,
ένα απαράμιλλο θάρρος επαναστατικής πρωτοβουλίας.
Η ανάλυση της
εσωτερικής και διεθνούς κατάστασης στην οποία βρισκόταν η Γερμανία μετά
τις 9 Νοεμβρίου του 1918, καθώς και οι επαναστατικές προγνώσεις, ήταν
αναμενόμενο να προέρχονται πρώτα απ’ όλα από τη Ρόζα Λούξεμπουργκ. Από
την άλλη, η πρόσκληση για άμεση δράση και -σε κάποια δεδομένη στιγμή-
για ένοπλη εξέγερση, θα ερχόταν πιθανότατα από τον Λίμπκνεχτ. Αυτοί, οι
δύο αγωνιστές, δεν θα μπορούσαν να αλληλοσυμπληρώνονται καλύτερα.
Είχαν
μόλις βγει από τη φυλακή, όταν η Λούξεμπουργκ και ο Λίμπκνεχτ πιάστηκαν
χέρι με χέρι. Αυτός ο ανεξάντλητος επαναστάτης και αυτή η αδιάλλακτη
επαναστάτρια ξεκίνησαν μαζί, επικεφαλής των καλύτερων στοιχείων της
γερμανικής εργατικής τάξης, για να αντιμετωπίσουν τις νέες μάχες και
δοκιμασίες της προλεταριακής επανάστασης. Και στα πρώτα βήματα αυτού του
δρόμου, ένα ύπουλο χτύπημα την ίδια μέρα, τους χτύπησε και τους δύο.
Σίγουρα
η αντίδραση δεν θα μπορούσε να έχει επιλέξει πιο επιφανή θύματα. Πόσο
σίγουρο χτύπημα! Και δεν είναι βέβαια παράξενο! Η αντίδραση και η
επανάσταση γνώριζαν καλά η μία την άλλη, καθώς σε αυτή την περίπτωση η
αντίδραση πήρε τη μορφή των πρώην ηγετών του πρώην κόμματος της
εργατικής τάξης, των Σάιντεμαν και Έμπερτ, που θα μείνουν για πάντα στη
μαύρη βίβλο της ιστορίας ως τα επαίσχυντα ονόματα των κύριων οργανωτών
αυτής της προδοτικής δολοφονίας.
Είναι αλήθεια ότι πήραμε την
επίσημη γερμανική έκθεση, η οποία παρουσιάζει τη δολοφονία του Λίμπκνεχτ
και της Λούξεμπουργκ σαν μια «παρεξήγηση» στον δρόμο, που ενδεχομένως
να προκλήθηκε από την ανεπαρκή επαγρύπνηση ενός φύλακα μπροστά σε ένα
εξαγριωμένο πλήθος. Για το περιστατικό αυτό έχει οργανωθεί δικαστική
έρευνα. Αλλά εσείς και εγώ ξέρουμε πολύ καλά πώς η αντίδραση βασίζεται
σε αυτού του είδους την αυθόρμητη οργή ενάντια στους επαναστάτες ηγέτες.
Θυμόμαστε καλά τις μέρες του Ιουλίου [10] που ζήσαμε εδώ, μέσα στα
τείχη της Πετρούπολης, θυμόμαστε πολύ καλά πώς οι συμμορίες των Μαύρων
Εκατονταρχιών [11], που κλήθηκαν από τον Κερένσκι [12] και τον Τσερετέλι
[13] για να πολεμήσουν τους Μπολσεβίκους, τρομοκρατούσαν συστηματικά
την εργατική τάξη, σκότωναν τους ηγέτες της και επιτίθονταν σε εργάτες
στους δρόμους. Πολλοί θα θυμάστε το όνομα του εργάτη Βοϊνόφ, που
σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια μιας «παρεξήγησης». Αν καταφέραμε να σώσουμε
τον Λένιν εκείνη την εποχή, ήταν μόνο επειδή δεν έπεσε στα χέρια των
μανιασμένων συμμοριών των Μαύρων Εκατονταρχιών. Εκείνη την εποχή υπήρχαν
καλοπροαίρετοι άνθρωποι ανάμεσα στους μενσεβίκους και τους
σοσιαλεπαναστάτες που ενοχλήθηκαν από το γεγονός ότι ο Λένιν και ο
Ζινόβιεφ [14] -οι οποίοι κατηγορήθηκαν ως Γερμανοί κατάσκοποι- δεν
εμφανίστηκαν στο δικαστήριο για να αντικρούσουν τη συκοφαντία.
Κατηγορήθηκαν ιδιαίτερα γι αυτό. Αλλά σε ποιο δικαστήριο; Σε εκείνο το
δικαστήριο στο οποίο ο Λένιν θα αναγκαζόταν να «δραπετεύσει», όπως ο
Λίμπκνεχτ, και αν τον πυροβολούσαν ή τον μαχαίρωναν, η επίσημη έκθεση
του Κερένσκι και του Τσερετέλι θα ανέφερε ότι ο ηγέτης των Μπολσεβίκων
σκοτώθηκε από τη φρουρά καθώς προσπαθούσε να διαφύγει; Όχι, μετά την
τρομερή εμπειρία στο Βερολίνο έχουμε δέκα φορές περισσότερους λόγους να
είμαστε ικανοποιημένοι που ο Λένιν δεν παρουσιάστηκε στη στημένη δίκη
και ακόμη περισσότερο στη βία χωρίς δίκη.
Αλλά η Ρόζα και ο Καρλ
δεν κρύφτηκαν. Το χέρι του εχθρού τους άρπαξε σφιχτά και τους έπνιξε. Τι
χτύπημα, τι θλίψη, και τι προδοσία! Οι καλύτεροι ηγέτες του Γερμανικού
Κομμουνιστικού Κόμματος δεν υπάρχουν πια – οι σπουδαίοι μας σύντροφοι
δεν είναι πια ανάμεσα στους ζωντανούς. Και οι δολοφόνοι τους στέκονται
κάτω από το λάβαρο του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος έχοντας το θράσος να
διεκδικούν το κληρονομικό τους δικαίωμα από τον ίδιο τον Καρλ Μαρξ! Τι
διαστροφή! Τι κοροϊδία! Σκεφτείτε, σύντροφοι, ότι η «μαρξιστική»
γερμανική σοσιαλδημοκρατία, μητέρα της εργατικής τάξης από τις πρώτες
μέρες του πολέμου, που υποστήριξε τον αχαλίνωτο γερμανικό μιλιταρισμό
τις μέρες της συντριβής του Βελγίου και της κατάληψης των βόρειων
επαρχιών της Γαλλίας, αυτό το κόμμα που πρόδωσε την Οκτωβριανή
Επανάσταση στον γερμανικό μιλιταρισμό κατά τη διάρκεια της ειρήνης του
Μπρεστ [15], αυτό είναι το κόμμα του οποίου οι ηγέτες, ο Σάιντεμαν και ο
Έμπερτ, οργανώνουν τώρα μαύρες συμμορίες για να δολοφονήσουν τους ήρωες
της Διεθνούς, τον Καρλ Λίμπκνεχτ και τη Ρόζα Λούξεμπουργκ!
Τι
τερατώδης ιστορική διαστροφή! Ρίχνοντας μια ματιά πίσω στους αιώνες,
μπορεί κανείς να βρει έναν παραλληλισμό με την ιστορική μοίρα του
Χριστιανισμού. Η ευαγγελική διδασκαλία των δούλων, των ψαράδων, των
εργατών, των καταπιεσμένων και όλων εκείνων που η δουλοκτητική κοινωνία
είχε συνθλίψει στο έδαφος, αυτή η διδασκαλία των φτωχών ανθρώπων που
είχε προκύψει μέσα στη ροή της ιστορίας, στη συνέχεια αρπάχτηκε από
αυτούς που μονοπωλούσαν τον πλούτο, τους βασιλιάδες, τους αριστοκράτες,
τους αρχιεπίσκοπους, τους τοκογλύφους, τους πατριάρχες, τους τραπεζίτες
και τον Πάπα της Ρώμης, και χρησιμοποιήθηκε ως άλλοθι για τα εγκλήματά
τους. Ωστόσο όχι, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ανάμεσα στη διδασκαλία
της πρώτης φάσης του χριστιανισμού, όπως αυτή αναδύθηκε από τη
συνείδηση των πληβείων, και στον επίσημο καθολικισμό ή ορθοδοξία, δεν
υπάρχει τόσο μεγάλη απόσταση, όση υπάρχει ανάμεσα στη διδασκαλία του
Μαρξ, που είναι ο πυρήνας της επαναστατικής σκέψης και της επαναστατικής
βούλησης, και σε εκείνα τα κατάπτυστα απομεινάρια των αστικών ιδεών, με
τα οποία ζουν και τα οποία προωθούν οι Σάιντεμαν και οι Έμπερτ όλων των
χωρών. Μέσω της μεσολάβησης των ηγετών της σοσιαλδημοκρατίας η αστική
τάξη έκανε μια προσπάθεια να λεηλατήσει τα πνευματικά αγαθά του
προλεταριάτου και να καλύψει τη ληστρική της στάση με το λάβαρο του
μαρξισμού. Αλλά πρέπει να ελπίζουμε, σύντροφοι, ότι αυτό το άθλιο
έγκλημα θα είναι το τελευταίο που θα χρεωθεί στους Σάιντεμαν και τους
Έμπερτ. Το προλεταριάτο της Γερμανίας έχει υποφέρει πολλά από αυτούς που
έχουν τεθεί επικεφαλής του, αλλά αυτό το γεγονός δεν θα περάσει χωρίς
να αφήσει πίσω του ίχνη. Το αίμα του Καρλ Λίμπκνεχτ και της Ρόζας
Λούξεμπουργκ ουρλιάζει. Αυτό το αίμα θα αναγκάσει τα πεζοδρόμια του
Βερολίνου και τις πέτρες αυτής της ίδιας της πλατείας του Πότσνταμ στην
οποία ο Λίμπκνεχτ σήκωσε για πρώτη φορά το λάβαρο της εξέγερσης ενάντια
στον πόλεμο και το κεφάλαιο να μιλήσουν. Και μια μέρα, αργά ή γρήγορα,
θα στηθούν οδοφράγματα από αυτές τις πέτρες στους δρόμους του Βερολίνου
ενάντια στα δουλικά χαμερπή σκυλιά της αστικής κοινωνίας, ενάντια στους
Σάιντεμαν και τους Έμπερτ!
Στο Βερολίνο οι δολοφόνοι έχουν πλέον
συντρίψει το κίνημα των Σπαρτακιστών, δηλαδή των Γερμανών κομμουνιστών.
Σκότωσαν τους δύο καλύτερους εμπνευστές αυτού του κινήματος και σήμερα
ίσως γιορτάζουν τη νίκη του. Αλλά δεν υπάρχει πραγματική νίκη εδώ, γιατί
δεν έχει υπάρξει ακόμα μια καθαρή, ανοιχτή και ολοκληρωτική μάχη, δεν
έχει έρθει ακόμα μια εξέγερση του γερμανικού προλεταριάτου που να βάζει
στόχο την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας. Το μόνο που έχει υπάρξει
είναι μια μεγάλη αναγνωριστική προσπάθεια, μια βαθιά αποστολή συλλογής
πληροφοριών για το στρατόπεδο και τις διαθέσεις του εχθρού. Η ανίχνευση
προηγείται της σύγκρουσης, αλλά δεν αποτελεί την ίδια τη σύγκρουση. Αυτή
η ενδελεχής ανίχνευση ήταν απαραίτητη για το γερμανικό προλεταριάτο,
όπως ήταν απαραίτητη για εμάς τις ημέρες του Ιουλίου.
Η δυστυχία
είναι ότι δύο από τους καλύτερους διοικητές έπεσαν στην αναγνωριστική
αποστολή. Πρόκειται για μια σκληρή απώλεια, αλλά όχι για μια ήττα. Η
μάχη είναι ακόμα μπροστά μας.
Η ουσία των γεγονότων στη Γερμανία
θα γίνει καλύτερα κατανοητή αν ανατρέξουμε στο δικό μας παρελθόν.
Θυμάστε την πορεία των γεγονότων και την εσωτερική τους λογική. Στα τέλη
του Φλεβάρη οι λαϊκές μάζες ανέτρεψαν τον τσάρο. Τις πρώτες εβδομάδες η
αίσθηση που επικρατούσε ήταν ότι είχε ήδη ολοκληρωθεί το βασικό μας
καθήκον. Νέοι άνδρες, οι οποίοι βγήκαν στο προσκήνιο προερχόμενοι από τα
κόμματα της αντιπολίτευσης και ενώ δεν είχαν ποτέ βρεθεί να έχουν
εξουσία στα χέρια τους, εδώ εκμεταλλεύτηκαν αρχικά την εμπιστοσύνη ή τη
μισο-εμπιστοσύνη των λαϊκών μαζών. Αλλά αυτή η εμπιστοσύνη άρχισε
σύντομα να γίνεται κομμάτια. Η Πετρούπολη βρέθηκε μπροστά στο δεύτερο
στάδιο των καθηκόντων της, όπως όντως έπρεπε να γίνει. Τον Ιούλη, όπως
και τον Φλεβάρη, αυτή που βγήκε μπροστά ήταν η πρωτοπορία της
επανάστασης. Αλλά αυτή η πρωτοπορία που είχε καλέσει τις λαϊκές μάζες σε
ανοιχτή πάλη ενάντια στην αστική τάξη και όσους ήταν πρόθυμοι να
συμβιβαστούν, πλήρωσε βαρύ τίμημα για αυτή την αναγνωριστική αποστολή.
Κατά
τις ημέρες του Ιουλίου η πρωτοπορία της Πετρούπολης αποσχίστηκε από την
κυβέρνηση του Κερένσκι. Αυτό δεν ήταν ακόμα μια εξέγερση όπως αυτή που
πραγματοποιήσαμε τον Οκτώβριο. Ήταν μια σύγκρουση της πρωτοπορίας, της
οποίας το ιστορικό νόημα δεν είχαν ακόμη εκτιμήσει οι πλατιές μάζες της
περιφέρειας. Σε αυτή τη σύγκρουση οι εργάτες της Πετρούπολης αποκάλυψαν
στα μάτια των λαϊκών μαζών όχι μόνο της Ρωσίας αλλά όλων των χωρών, ότι
πίσω από τον Κερένσκι δεν υπήρχε κανένας ανεξάρτητος στρατός και ότι οι
δυνάμεις που βρίσκονταν στο πλευρό του, ήταν οι δυνάμεις της αστικής
τάξης, της λευκής φρουράς, της αντεπανάστασης.
Αργότερα τον
Ιούλιο υποστήκαμε μια ήττα. Ο σύντροφος Λένιν αναγκάστηκε να κρυφτεί.
Κάποιοι από εμάς κατέληξαν στη φυλακή. Οι εφημερίδες μας σταμάτησαν να
κυκλοφορούν ελεύθερα. Το Σοβιέτ της Πετρούπολης παρέλυσε. Τα τυπογραφεία
του κόμματος και του Σοβιέτ καταστράφηκαν, καθώς παντού βασίλευε το
γλέντι των Μαύρων Εκατονταρχιών. Με άλλα λόγια συνέβη το ίδιο με αυτό
που συμβαίνει τώρα στους δρόμους του Βερολίνου. Παρ’ όλα αυτά, κανένας
από τους γνήσιους επαναστάτες δεν είχε εκείνη την εποχή την παραμικρή
αμφιβολία ότι οι μέρες του Ιουλίου ήταν απλώς το πρελούδιο του θριάμβου
μας.
Μια παρόμοια κατάσταση έχει διαμορφωθεί τις τελευταίες
ημέρες και στη Γερμανία. Όπως σε μας η Πετρούπολη, έτσι και το Βερολίνο
έφυγε πιο μπροστά σε σχέση με τις μάζες στην υπόλοιπη χώρα. Όπως συνέβη
και στη δική μας περίπτωση, όλοι οι εχθροί του γερμανικού προλεταριάτου
φώναζαν: «δεν μπορούμε να παραμείνουμε κάτω από τη δικτατορία του
Βερολίνου -το Σπαρτακιστικό Βερολίνο είναι απομονωμένο- πρέπει να
συγκαλέσουμε μια συντακτική συνέλευση και να τη μεταφέρουμε από το
κόκκινο Βερολίνο -εξαχρειωμένο από την προπαγάνδα του Καρλ Λίμπκνεχτ και
της Ρόζας Λούξεμπουργκ- σε μια πιο υγιή επαρχιακή πόλη της Γερμανίας».
Όλα όσα μας έκαναν οι εχθροί μας σε μας, όλη αυτή η κακόβουλη
προπαγάνδα, όλη αυτή η χυδαία συκοφαντία που είχαν εκτοξεύσει εναντίον
μας εδώ, όλα αυτά μεταφρασμένα στα γερμανικά, έχουν κατασκευαστεί και
διαδοθεί εξίσου σε όλη τη Γερμανία και στράφηκαν εναντίον του
προλεταριάτου του Βερολίνου και των ηγετών του, του Λίμπκνεχτ και της
Λούξεμπουργκ. Είναι βέβαιο ότι η εκστρατεία συλλογής πληροφοριών από τη
μεριά του προλεταριάτου του Βερολίνου, αναπτύχθηκε σε πολύ μεγαλύτερο
βαθμό και σε μεγαλύτερο βάθος από ό,τι συνέβη κατά τον δικό μας Ιούλη,
όπως και ότι τα θύματα και οι απώλειες είναι πιο σημαντικές σε σχέση με
τις δικές μας. Αλλά αυτό μπορεί να εξηγηθεί από το γεγονός ότι οι
Γερμανοί επιχειρούσαν κάτι που εμείς είχαμε κάνει ήδη μια φορά. ΄Ετσι, η
αστική τους τάξη και η στρατιωτική τους μηχανή είχαν ήδη απορροφήσει
την εμπειρία μας του Ιουλίου και του Οκτώβρη. Πάνω απ’ όλα όμως, οι
ταξικές σχέσεις στη Γερμανία είναι ασύγκριτα πιο καθορισμένες από ό,τι
εδώ. Οι τάξεις που κατέχουν τον πλούτο είναι ασύγκριτα πιο συμπαγείς,
πιο έξυπνες, πιο ενεργές, επομένως και πιο αδίστακτες.
Σύντροφοι,
εδώ πέρασαν τέσσερις μήνες μεταξύ της επανάστασης του Φεβρουαρίου και
των ημερών του Ιουλίου. Το προλεταριάτο της Πετρούπολης χρειάστηκε ένα
τέταρτο του έτους για να νιώσει την ακαταμάχητη ανάγκη να βγει στους
δρόμους και να επιχειρήσει να κλονίσει τα θεμέλια πάνω στα οποία
στηριζόταν ο κρατικός ναός του Κερένσκι και του Τσερετέλι. Μετά την ήττα
του Ιούλη, πέρασαν πάλι τέσσερις μήνες κατά τη διάρκεια των οποίων οι
στιβαρές εφεδρικές δυνάμεις από τις επαρχίες συντάχθηκαν πίσω από την
Πετρούπολη και μπορέσαμε, με τη βεβαιότητα της νίκης, να κηρύξουμε μια
άμεση επίθεση ενάντια στους προμαχώνες της ατομικής ιδιοκτησίας τον
Οκτώβριο του 1917.
Στη Γερμανία, όπου η πρώτη επανάσταση που
ανέτρεψε τη μοναρχία διεξήχθη μόλις στις αρχές Νοεμβρίου, ο δικός μας
Ιούλης ήδη βρίσκεται σε εξέλιξη από τις αρχές του Γενάρη. Άραγε αυτό δεν
σημαίνει ότι το γερμανικό προλεταριάτο ζει την επανάστασή του με βάση
ένα συντομότερο ημερολόγιο; Εκεί όπου εμείς χρειαζόμασταν τέσσερις
μήνες, αυτό χρειάζεται δύο. Ας ελπίσουμε ότι αυτό το χρονοδιάγραμμα θα
τηρηθεί. Ίσως από τον γερμανικό Ιούλη ως τον γερμανικό Οκτώβρη να μην
περάσουν τέσσερις μήνες όπως σε μας, αλλά λιγότεροι – πιθανόν να
αποδειχθούν αρκετοί δύο μήνες ή ακόμα μικρότερο διάστημα. Όμως, όπως και
να προχωρήσουν τα γεγονότα, ένα μόνο πράγμα είναι αναμφισβήτητο: οι
σφαίρες που χτύπησαν την πλάτη του Καρλ Λίμπκνεχτ έχουν αντηχήσει με
έναν ισχυρό κρότο σε όλη τη Γερμανία. Και αυτή η ηχώ χτυπάει σαν
επικήδειος τόνος στα αυτιά των Σάιντεμαν και των Έμπερτ, τόσο στη
Γερμανία όσο και αλλού.
Αυτό λοιπόν ήταν ένα ρέκβιεμ για τον Καρλ
Λίμπκνεχτ και τη Ρόζα Λούξεμπουργκ. Οι ηγέτες χάθηκαν. Δεν θα τους
ξαναδούμε ποτέ ζωντανούς. Αλλά, σύντροφοι, πόσοι από εσάς τους έχετε δει
ποτέ ζωντανούς; Μια μικρή μειοψηφία. Κι όμως, κατά τη διάρκεια αυτών
των τελευταίων μηνών και χρόνων, ο Καρλ Λίμπκνεχτ και η Ρόζα
Λούξεμπουργκ ζούσαν συνεχώς ανάμεσά μας. Σε συναντήσεις και σε συνέδρια
εκλέξατε τον Καρλ Λίμπκνεχτ επίτιμο πρόεδρο. Ο ίδιος δεν ήταν εδώ -δεν
κατάφερε να φτάσει στη Ρωσία- και παρ’ όλα αυτά ήταν παρών ανάμεσά σας,
καθόταν στο τραπέζι σας σαν τιμώμενος καλεσμένος, σαν συγγενής σας,
γιατί το όνομά του είχε γίνει κάτι περισσότερο από έναν απλό
προσδιορισμό ενός συγκεκριμένου ανθρώπου. Είχε ταυτιστεί στη συνείδησή
μας με ό,τι καλύτερο, θαρραλέο και ευγενές έχει να επιδείξει η εργατική
τάξη. Όταν κάποιος από εμάς καλείται να φανταστεί έναν άνθρωπο
ανιδιοτελώς αφοσιωμένο στους καταπιεσμένους, καλόβουλο από την κορφή ως
τα νύχια, έναν άνθρωπο που δεν χαμήλωσε ποτέ το λάβαρό του μπροστά στον
εχθρό, σκεφτόμαστε αμέσως το όνομα του Καρλ Λίμπκνεχτ. Έχει συνδεθεί στη
συνείδηση και τη μνήμη των λαών ως η προσωποποίηση του ηρωισμού στη
δράση. Στο μανιασμένο στρατόπεδο των εχθρών μας, όταν ο μιλιταρισμός
θριάμβευε, καταπατούσε και σύνθλιβε τα πάντα, όταν όλοι όσοι είχαν
καθήκον να διαμαρτυρηθούν σιώπησαν, όταν φαινόταν να μην υπάρχει κανένα
περιθώριο ανάσας, αυτός, ο Καρλ Λίμπκνεχτ, ύψωσε τη φωνή του αγωνιστή.
Είπε: «Εσείς, τύραννοι που κυβερνάτε, στρατιωτικοί ηγέτες – σφαγείς,
ληστές, εσείς, υποτακτικοί κόλακες, συμβιβασμένοι, που ποδοπατάτε το
Βέλγιο, τρομοκρατείτε τη Γαλλία, θέλετε να συντρίψετε ολόκληρο τον κόσμο
και νομίζετε ότι δεν υπάρχει τρόπος να βρεθείτε ενώπιον της
δικαιοσύνης, σας δηλώνω: εμείς, οι λίγοι, δεν σας φοβόμαστε, σας
κηρύσσουμε τον πόλεμο και μαζί με τις ξεσηκωμένες μάζες, θα δώσουμε αυτή
τη μάχη μέχρι τέλους!». Εδώ βρίσκεται η ανυποχώρητη
αποφασιστικότητα, εδώ είναι αυτός ο ηρωισμός στη δράση που κάνει τη
μορφή του Λίμπκνεχτ αξέχαστη στο παγκόσμιο προλεταριάτο.
Και στο
πλευρό του στέκεται η Ρόζα, μια πολεμίστρια της διεθνούς εργατικής τάξης
ίση με αυτόν σε πνεύμα. Ο τραγικός τους θάνατος στη μάχη, συνδέει τα
ονόματά τους με έναν ιδιαίτερο, αιώνια αδιάσπαστο δεσμό. Στο εξής θα
ονομάζονται πάντα μαζί: Καρλ και Ρόζα, Λίμπκνεχτ και Λούξεμπουργκ!
Ξέρετε
σε τι βασίζονται οι θρύλοι για τους αγίους και την αιώνια ζωή τους;
Στην ανάγκη των ανθρώπων να διατηρήσουν τη μνήμη εκείνων που στάθηκαν
επικεφαλής τους και τους καθοδήγησαν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Στην
ανάγκη να ταυτίσουν την προσωπικότητα των ηγετών με το φωτοστέφανο της
αγιότητας. Εμείς, σύντροφοι, δεν έχουμε ανάγκη από θρύλους, ούτε
χρειάζεται να μετατρέψουμε τους ήρωές μας σε αγίους. Η πραγματικότητα
στην οποία ζούμε τώρα μας αρκεί, γιατί αυτή η πραγματικότητα είναι από
μόνη της θρυλική. Αφυπνίζει θαυματουργές δυνάμεις στη συνείδηση των
μαζών και της ηγεσίας τους, δημιουργεί υπέροχες μορφές που δεσπόζουν
πάνω από όλη την ανθρωπότητα.
Ο Καρλ Λίμπκνεχτ και η Ρόζα
Λούξεμπουργκ είναι τέτοιες αιώνιες μορφές. Αντιλαμβανόμαστε την παρουσία
τους ανάμεσά μας με μια εντυπωσιακή, σχεδόν φυσική αμεσότητα. Σε αυτή
την τραγική ώρα, βρισκόμαστε πνευματικά δίπλα στους πιο πρωτοπόρους
εργάτες της Γερμανίας και όλου του κόσμου, που έχουν δεχτεί αυτή την
είδηση με θλίψη και πένθος. Εδώ, βιώνουμε την οξύτητα και την πίκρα του
πλήγματος, εξίσου με τους Γερμανούς αδελφούς μας. Είμαστε διεθνιστές στη
θλίψη και στο πένθος μας, όπως είμαστε και σε όλους μας τους αγώνες.
Για
μας ο Λίμπκνεχτ δεν ήταν απλά ένας Γερμανός ηγέτης της επανάστασης. Για
μας η Ρόζα Λούξεμπουργκ δεν ήταν απλώς μια Πολωνή σοσιαλίστρια που
βρέθηκε επικεφαλής των Γερμανών εργατών. Όχι, είναι και οι δύο στενά
δεμένοι με το παγκόσμιο προλεταριάτο και είμαστε όλοι συνδεδεμένοι μαζί
τους με έναν ακατάλυτο πνευματικό δεσμό. Μέχρι την τελευταία τους πνοή
δεν ανήκαν σε ένα έθνος αλλά στη Διεθνή!
Προς ενημέρωση των Ρώσων
εργαζομένων πρέπει να πούμε ότι ο Λίμπκνεχτ και η Λούξεμπουργκ στάθηκαν
ιδιαίτερα κοντά στο ρωσικό επαναστατικό προλεταριάτο και μάλιστα στις
πιο δύσκολες στιγμές του. Το διαμέρισμα του Λίμπκνεχτ ήταν το αρχηγείο
των Ρώσων εξόριστων στο Βερολίνο. Όταν έπρεπε να υψώσουμε τη φωνή της
διαμαρτυρίας στο γερμανικό κοινοβούλιο ή στον γερμανικό Τύπο ενάντια
στις υπηρεσίες που πρόσφεραν οι Γερμανοί κυβερνήτες στη ρωσική
αντίδραση, απευθυνόμασταν πάνω απ’ όλα στον Καρλ Λίμπκνεχτ, ο οποίος
χτυπούσε όλες τις πόρτες και όλα τα κρανία, συμπεριλαμβανομένων των
κρανίων του Σάιντεμαν και του Έμπερτ, για να τους αναγκάσει να
διαμαρτυρηθούν ενάντια στα εγκλήματα της γερμανικής κυβέρνησης. Και
απευθυνόμασταν συνεχώς στον Λίμπκνεχτ όταν κάποιος από τους συντρόφους
μας χρειαζόταν υλική υποστήριξη. Ήταν πάντα ακούραστος σαν τον Ερυθρό
Σταυρό της ρωσικής επανάστασης.
Στο συνέδριο των Γερμανών
Σοσιαλδημοκρατών στην Ιένα, στο οποίο ήδη αναφέρθηκα και στο οποίο ήμουν
παρών ως επισκέπτης, προσκλήθηκα από το προεδρείο με πρωτοβουλία του
Λίμπκνεχτ να μιλήσω για το ψήφισμα του ίδιου Λίμπκνεχτ που καταδίκαζε τη
βία και τη βαρβαρότητα της τσαρικής κυβέρνησης στη Φινλανδία. Με μεγάλη
επιμέλεια ο Λίμπκνεχτ προετοίμασε και τη δική του ομιλία συλλέγοντας
στοιχεία και αριθμούς και με ρώτησε λεπτομερώς για τις τελωνειακές
σχέσεις μεταξύ της τσαρικής Ρωσίας και της Φινλανδίας. Πριν όμως το θέμα
φτάσει στο βήμα του συνεδρίου (θα μιλούσα μετά τον Λίμπκνεχτ) έφτασε
ένα τηλεγράφημα από το οποίο πληροφορηθήκαμε τη δολοφονία του Στολίπιν
[16] στο Κίεβο. Το τηλεγράφημα αυτό προκάλεσε μεγάλη ταραχή στο
συνέδριο. Το πρώτο ερώτημα που προέκυψε στην ηγεσία ήταν: θα ήταν σωστό
να μιλήσει ένας Ρώσος επαναστάτης σε ένα γερμανικό συνέδριο την ίδια
στιγμή που κάποιος άλλος Ρώσος επαναστάτης έχει δολοφονήσει τον Ρώσο
πρωθυπουργό; Αυτή η σκέψη κατέλαβε ακόμη και τον Μπέμπελ: ο γέρος, που
βρισκόταν τρία κεφάλια πάνω από τα υπόλοιπα μέλη της Κεντρικής
Επιτροπής, δεν ήθελε «περιττές» περιπλοκές. Με αναζήτησε αμέσως και με
υπέβαλε σε ερωτήσεις: «Τι σημαίνει η δολοφονία; Ποιο κόμμα θα
μπορούσε να είναι υπεύθυνο; Δεν σκεφτόμουν ότι αν μιλούσα υπό αυτές τις
συνθήκες θα τραβούσα την προσοχή της γερμανικής αστυνομίας;».«Φοβάστε
ότι η ομιλία μου θα δημιουργήσει δυσκολίες;» ρώτησα προσεκτικά τον ηλικιωμένο. «Ναι», απάντησε ο Μπέμπελ, «παραδέχομαι ότι θα προτιμούσα να μη μιλήσετε». «Φυσικά», απάντησα, «σε αυτή την περίπτωση δεν μπορεί να τεθεί θέμα να μιλήσω». Και έτσι χωρίσαμε.
Ένα λεπτό αργότερα, ο Λίμπκνεχτ ήρθε κυριολεκτικά τρέχοντας προς το μέρος μου. Ήταν υπερβολικά ταραγμένος. «Είναι αλήθεια ότι σας πρότειναν να μην μιλήσετε;» με ρώτησε. «Ναι», απάντησα, «μόλις διευθέτησα το θέμα με τον Μπέμπελ». «Και συμφωνήσατε;».«Πώς θα μπορούσα να μη συμφωνήσω», απάντησα δικαιολογώντας τον εαυτό μου, «αφού
εδώ δεν είμαι παρά επισκέπτης».«Αυτή είναι μια απαράδεκτη πρωτοβουλία
του προεδρείου μας, αηδιαστική, ένα ανήκουστο σκάνδαλο, άθλια δειλία!»
κ.λπ. κ.λπ. Ο Λίμπκνεχτ έδωσε διέξοδο στην αγανάκτησή του κατά τη
διάρκεια της ομιλίας του, όπου επιτέθηκε ανελέητα στην τσαρική
κυβέρνηση, αψηφώντας τις προειδοποιήσεις του προεδρείου που τον είχαν
προτρέψει παρασκηνιακά να μην δημιουργήσει «άσκοπες» επιπλοκές
προσβάλλοντας την τσαρική μεγαλειότητά του.
Από τα χρόνια της
νιότης της η Ρόζα Λούξεμπουργκ ήταν επικεφαλής εκείνων των Πολωνών
Σοσιαλδημοκρατών που τώρα μαζί με τη λεγόμενη «Λέβιτσα», δηλαδή το
επαναστατικό τμήμα του Πολωνικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, έχουν ενωθεί
για να σχηματίσουν το Κομμουνιστικό Κόμμα. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ μιλούσε
υπέροχα ρωσικά, γνώριζε βαθιά τη ρωσική λογοτεχνία, παρακολουθούσε μέρα
με τη μέρα τη ρωσική πολιτική ζωή, συνδέθηκε με στενούς δεσμούς με τους
Ρώσους επαναστάτες και εξηγούσε λεπτομερώς τα επαναστατικά βήματα του
ρωσικού προλεταριάτου στον γερμανικό τύπο. Στη δεύτερη πατρίδα της, τη
Γερμανία, η Ρόζα Λούξεμπουργκ με το χαρακτηριστικό της ταλέντο κατέκτησε
στην εντέλεια όχι μόνο τη γερμανική γλώσσα, αλλά και την απόλυτη
κατανόηση της γερμανικής πολιτικής ζωής και κατέλαβε μια από τις πιο
εξέχουσες θέσεις στο παλιό μπεμπελικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Εκεί
παρέμεινε σταθερά στην ακροαριστερή πτέρυγα.
Το 1905 ο Καρλ
Λίμπκνεχτ και η Ρόζα Λούξεμπουργκ, έζησαν με την πιο γνήσια έννοια της
λέξης, τα γεγονότα της ρωσικής επανάστασης. Το 1905 η Ρόζα Λούξεμπουργκ
έφυγε από το Βερολίνο για τη Βαρσοβία, όχι ως Πολωνή αλλά ως
επαναστάτρια. Απελευθερώθηκε από τις φυλακές της Βαρσοβίας με εγγύηση
και έφτασε παράνομα στην Πετρούπολη το 1906, όπου, με ψευδώνυμο,
επισκέφθηκε αρκετούς φίλους της στη φυλακή. Επιστρέφοντας στο Βερολίνο
διπλασίασε την ένταση του αγώνα ενάντια στον οπορτουνισμό, αντιτάσσοντάς
την πορεία και τις μεθόδους της ρωσικής επανάστασης.
Μαζί με τη
Ρόζα ζήσαμε τη μεγαλύτερη δυστυχία που έπληξε την εργατική τάξη. Μιλάω
για την επαίσχυντη χρεοκοπία της Δεύτερης Διεθνούς τον Αύγουστο του
1914. Μαζί της υψώσαμε το λάβαρο της Τρίτης Διεθνούς. Και τώρα,
σύντροφοι, στο έργο που επιτελούμε μέρα με τη μέρα παραμένουμε πιστοί
στις εντολές του Καρλ Λίμπκνεχτ και της Ρόζας Λούξεμπουργκ. Αν χτίζουμε
εδώ, στην ακόμα κρύα και πεινασμένη Πετρούπολη, το οικοδόμημα του
σοσιαλιστικού κράτους, ενεργούμε στο πνεύμα του Λίμπκνεχτ και της
Λούξεμπουργκ. Αν ο στρατός μας προχωράει στο μέτωπο, υπερασπίζεται με
αίμα τις εντολές του Λίμπκνεχτ και της Λούξεμπουργκ. Πόσο πικρό είναι
που δεν μπόρεσε να υπερασπιστεί και αυτούς τους ίδιους!
Στη
Γερμανία δεν υπάρχει Κόκκινος Στρατός, καθώς η εξουσία βρίσκεται ακόμη
στα χέρια του εχθρού. Εμείς τώρα έχουμε στρατό και αυτός μεγαλώνει και
γίνεται όλο και πιο ισχυρός. Και εν αναμονή της στιγμής που ο στρατός
του γερμανικού προλεταριάτου θα στοιχηθεί πίσω από τη σημαία του Καρλ
και της Ρόζας, ο καθένας από εμάς θα θεωρήσει καθήκον του να υπενθυμίζει
στον δικό μας Κόκκινο Στρατό, ποιοι ήταν ο Λίμπκνεχτ και η
Λούξεμπουργκ, για ποιο λόγο πέθαναν και γιατί η μνήμη τους πρέπει να
παραμείνει ιερή για κάθε Κόκκινο στρατιώτη και για κάθε εργάτη και
αγρότη.
Το πλήγμα που έχουμε υποστεί είναι αφόρητα βαρύ. Ωστόσο,
ατενίζουμε το μέλλον όχι μόνο με ελπίδα, αλλά και με βεβαιότητα. Παρά το
γεγονός ότι στη Γερμανία σήμερα πνέει ένα ρεύμα αντίδρασης, δεν χάνουμε
ούτε λεπτό την πεποίθησή μας ότι και εκεί, ο κόκκινος Οκτώβρης
πλησιάζει. Οι μεγάλοι αγωνιστές δεν χάθηκαν μάταια. Ο θάνατός τους θα
βρει δικαίωση. Οι σκιές τους θα πάρουν όλα όσα τους οφείλονται.
Απευθυνόμενοι στις αγαπημένες τους μορφές, μπορούμε να πούμε: «Ρόζα
Λούξεμπουργκ και Καρλ Λίμπκνεχτ, δεν βρίσκεστε πλέον στον κύκλο των
ζωντανών, αλλά είστε παρόντες ανάμεσά μας, αισθανόμαστε το πανίσχυρο
πνεύμα σας, θα πολεμήσουμε κάτω από τη σημαία σας, οι γραμμές μας στη
μάχη θα καλυφθούν από το ηθικό σας μεγαλείο! Και ο καθένας από εμάς
ορκίζεται, αν έρθει η ώρα, και αν το απαιτήσει η επανάσταση, να χαθεί
χωρίς να τρέμει κάτω από το ίδιο λάβαρο με αυτό κάτω από το οποίο
χαθήκατε εσείς, φίλοι και συναγωνιστές, Ρόζα Λούξεμπουργκ και Καρλ
Λίμπκνεχτ!».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου