Κυριακή 21 Ιανουαρίου 2024

Ο Γάμος Ομόφυλων Ζευγαριών, Η Κυβερνητική Υποκρισία Και Η Στάση Της Αριστεράς

 Το δικαίωμα του γάμου για ομόφυλα ζευγάρια, η κυβερνητική υποκρισία και η αναγκαία στάση της Αριστεράς.


Πάτροκλος Ψάλτης - Πηγή : marxismos



Ιδιαίτερα έντονη συζήτηση έχει προκαλέσει η ανακοινωμένη πρόθεση της κυβέρνησης να καταθέσει νομοσχέδιο που θα αναγνωρίζει το γάμο ομόφυλων ζευγαριών. Βέβαια, οι διαμάχες εντείνονται και παρατείνονται εν μέρει εξαιτίας της μεθόδου που ακολούθησε η κυβέρνηση, σε πλήρη αντίθεση με τη συνήθη εσπευσμένη κατάθεση και ψήφιση «νύχτα» των νομοσχεδίων που επιτίθενται σε δικαιώματα και κατακτήσεις της εργαζόμενης πλειοψηφίας.

Εξαιτίας της ανάγκης της να αμβλύνει τις αντιδράσεις και κυρίως να παζαρέψει το ίδιο το περιεχόμενο του νομοσχεδίου με τα υπερ-συντηρητικά τμήματα της άρχουσας τάξης και του πολιτικού προσωπικού της, η κυβέρνηση ανακοίνωσε τις προθέσεις της πολύ πριν το νομοσχέδιο κατατεθεί και διατηρεί μια παρατεταμένη αμφισημία για τις διατάξεις του. Στο πλαίσιο αυτής της «αναγνωριστικής περιόδου» έχουν παρελάσει από δελτία ειδήσεων και τηλεοπτικές εκπομπές πολλές «προσωπικότητες» της άρχουσας τάξης και της αστικής κοινής γνώμης – υψηλόβαθμοι κληρικοί, τραγουδιστές «σκυλάδικων», ηθοποιοί, διαφόρων ειδών διανοούμενοι – εκφράζοντας κατά κανόνα την αντίθεσή τους στο γάμο των γκέι, καθώς και έντονα ομοφοβικές ιδέες.

Ουσιαστικά, η κυβέρνηση σκοπεύει να νομοθετήσει την αναγνώριση του γάμου ομόφυλων ζευγαριών ακολουθώντας ανάλογα βήματα της συντριπτικής πλειοψηφίας των ευρωπαϊκών κρατών. Αυτά, μετά από δεκαετίες διακρίσεων, καταπίεσης και θεσμικού ρατσισμού κατά των γκέι, τελικά αποδέχτηκαν νομικά μια ντε φάκτο κοινωνική πραγματικότητα: όπως ισχύει και για τα ετερόφυλα ζευγάρια, ομόφυλα ζευγάρια σχηματίζονται, συμβιώνουν και ενίοτε μεγαλώνουν παιδιά, ωστόσο στερούνται στοιχειωδών δικαιωμάτων και υφίστανται πολλαπλές διακρίσεις.
 

Ο γάμος


Η κυβέρνηση δεν έχει ως αφετηρία κανενός είδους δημοκρατικές ευαισθησίες, όπως γίνεται σαφές από επαναλαμβανόμενες δηλώσεις του Μητσοτάκη και άλλων στελεχών της. Σε αυτές τονίζεται ότι «σεβόμαστε απόλυτα την αντίθετη άποψη» και «την άποψη της Εκκλησίας», ότι «δεν κάνουμε […] τίποτα περισσότερο από αυτό που έχουν κάνει οι περισσότερες χώρες της ΕΕ», ότι «δεν θα πειραματιστούμε με τις πιο προχωρημένες ιδέες των δικαιωμάτων», ότι «στην ιεράρχηση των θεμάτων που αντιμετωπίζει η ελληνική κοινωνία σίγουρα δεν είναι το πρώτο θέμα» (προφανώς τέτοια θέματα αποτελούν για την κυβέρνηση η διάλυση των εργασιακών σχέσεων και η ιδιωτικοποίηση της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης…) κ.ο.κ.

Τονίζεται επίσης σε κάθε σχετική δήλωση ότι το νομοσχέδιο θα αφορά τον πολιτικό, συγκεκριμένα, γάμο – λες και το κράτος έχει την υποχρέωση ή και το δικαίωμα να καθορίσει τι θα ισχύει στο συγκεκριμένο ζήτημα για κάθε θρησκεία. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για μια επιπρόσθετη διαβεβαίωση προς την Εκκλησία ότι οι σκοταδιστικές και οπισθοδρομικές της αντιλήψεις δεν πρόκειται να θιχτούν από το εν λόγω νομοσχέδιο.
 
Η τεκνοθεσία με τη μέθοδο της παρένθετης μητέρας

Από ανάλογες «ευαισθησίες» πηγάζουν και οι επίμονες διαβεβαιώσεις πως για τα ομόφυλα ζευγάρια ανδρών (ή και μεμονωμένων ανδρών) η τεκνοθεσία θα συνεχίσει να απαγορεύεται να γίνει μέσω παρένθετης μητέρας. Αυτό είναι κάτι που από το 2002 επιτρέπεται σε ετερόφυλα ζευγάρια ή μεμονωμένες γυναίκες, μόνο αν η υποψήφια μητέρα διαπιστωμένα δεν μπορεί για ιατρικούς λόγους να κυοφορήσει – το δε χρηματικό ποσό που αποδίδεται στην παρένθετη μητέρα από τους υποψήφιους γονείς δεν θεωρείται αμοιβή, αλλά αποζημίωση για το οικονομικό κόστος του τοκετού και τους απωλεσθέντες μισθούς. Ωστόσο, σε οποιαδήποτε νομική μορφή, η δυνατότητα τεκνοθεσίας μέσω παρένθετης μητέρας δημιουργεί τη βάση για μια μορφή εμπορίου σωμάτων, με τις υποψήφιες παρένθετες μητέρες να αποτελούν στη συντριπτική τους πλειοψηφία φτωχές γυναίκες (ή τρανς άντρες) με μεγάλη οικονομική ανάγκη ή/και θύματα τράφικινγκ.

Αυτό γίνεται παράνομα (όπως στην περίπτωση του κυκλώματος που αποκαλύφθηκε πρόσφατα στα Χανιά) αλλά και νόμιμα με το υπάρχον νομικό καθεστώς, ιδιαίτερα μετά την τροποποίηση του από την κυβέρνηση του – πρωτοστάτη ενάντια στο νέο νομοσχέδιο – Σαμαρά το 2014, με την οποία επιτράπηκε να μην αποτελεί μόνιμο κάτοικο Ελλάδας είτε η νομική είτε η παρένθετη μητέρα. Έτσι, δόθηκε το ελεύθερο τόσο να γίνεται από διαμένοντα στην Ελλάδα ζευγάρια αναζήτηση «μητρών προς ενοικίαση» σε χώρες του εξωτερικού με πιο «απελευθερωμένες αγορές» ή πιο συμφέρουσες τιμές, όσο και να μετατραπεί η Ελλάδα σε μια τέτοια χώρα για ζευγάρια που διαμένουν στο εξωτερικό. Η θέση της Αριστεράς πρέπει να είναι η πλήρης απαγόρευση της δυνατότητας τεκνοθεσίας μέσω παρένθετης μητέρας.

Η εναντίωση από την πλευρά της κυβέρνησης στη δημιουργία ενός στρώματος «γυναικών – αναπαραγωγικών μηχανών κατά παραγγελία» είναι επομένως εντελώς υποκριτική, με μόνο σκοπό τον κατευνασμό της Εκκλησίας και της Άκρας Δεξιάς. Η κυβέρνηση θέτει το ζήτημα αποκλειστικά και μόνο ως μια σαφή και ξεκάθαρη διάκριση εις βάρος των ομόφυλων ζευγαριών. Αν πραγματικά ενδιαφερόταν να εμποδίσει το φαινόμενο της γενικευμένης «ενοικίασης» σωμάτων για αναπαραγωγή, θα είχε ήδη καταργήσει το νόμο που παρέχει αυτό το «δικαίωμα» (φυσικά αναγνωρίζοντας παράλληλα όλα τα παιδιά ως νόμιμα τέκνα των τωρινών τους γονέων, ανεξαρτήτως της μεθόδου με την οποία είχαν γεννηθεί), με τον βαθιά ταξικό χαρακτήρα του ως πολύ ακριβό «αγαθό» για τους υποψήφιους γονείς και ως «λύση» ενάντια στην εξαθλίωση από τις υποψήφιες παρένθετες μητέρες, και θα είχε απλοποιήσει περαιτέρω την τεκνοθεσία ήδη γεννημένων παιδιών, που αποτελούσε παραδοσιακά πραγματικό γολγοθά για τους υποψήφιους γονείς, ιδιαίτερα με το προ του 2018 νομικό καθεστώς.

Είναι χαρακτηριστικό ότι από την υποβολή του σχετικού αιτήματος των υποψήφιων γονέων μέχρι την τελική έγκριση της τεκνοθεσίας – αν τελικά δινόταν – μεσολαβούσε κατά κανόνα πολυετές διάστημα, με το παιδί να μεγαλώνει μακριά από τη μελλοντική του οικογένεια τουλάχιστον μέχρι τη σχολική ηλικία. Η τεράστια διαφορά ανάμεσα σε αυτή τη μακροχρόνια, «αυστηρή» και γραφειοκρατική διαδικασία και στην προστασία και πρόνοια που προβλέπεται για παιδιά που μεγαλώνουν με τους βιολογικούς τους γονείς, αποτελεί πιστή αντανάκλαση της καπιταλιστικής αντίληψης για την οικογένεια, σύμφωνα με την οποία τα παιδιά «ανήκουν» στους (βιολογικούς τους) γονείς και η κοινωνία «καλά θα κάνει να μην ανακατεύεται».

 

Υποκρισία των ηγεσιών ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ

 
Η υποκρισία μπροστά στο ζήτημα των δικαιωμάτων των ομόφυλων ζευγαριών δεν περιορίζεται στις γραμμές της δεξιάς κυβέρνησης. Η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ υπό τον Ανδρουλάκη, έχει βασίσει σε μεγάλο βαθμό την απελπισμένη της προσπάθεια διάσωσης του κόμματος από την εξελισσόμενη για πάνω από μία δεκαετία πολιτική περιθωριοποίηση στην εμφάνιση ενός «σύγχρονου», δημοκρατικού και φιλελεύθερου «κεντρώου» προφίλ. Στο πλαίσιο αυτού, η αναγνώριση του δικαιώματος των ομόφυλων ζευγαριών στο γάμο (χωρίς τη δυνατότητα τεκνοθεσίας μέσω παρένθετης μητέρας για άνδρες, όμως, τη στιγμή που δεν ασκείται καμία κριτική στο υπάρχον καθεστώς που την επιτρέπει στα ετερόφυλα ζευγάρια για ιατρικούς λόγους), στα λόγια θεωρείται αυτονόητη. Στην πράξη όμως δεν είναι έτσι. Όλα δείχνουν ότι η ηγεσία του κόμματος, γι’ αυτό το ζήτημα που όπως λέει περιλαμβάνεται στο «προγραμματικό του πλαίσιο και τις αποφάσεις του συνεδρίου του», προτίθεται να προτείνει ψήφο «κατά συνείδηση» στους βουλευτές του, μεγάλος αριθμός των οποίων με δηλώσεις τους όλο αυτό το διάστημα δείχνουν να υποκύπτουν, ή και να καλλιεργούν οι ίδιοι, την εχθρική στάση μεγάλου μέρους της γερασμένης και συντηρητικής απομένουσας εκλογικής του βάσης.

Από την πλευρά της, η ηγεσία του Κασσελάκη θέλει να εμφανίσει τον ΣΥΡΙΖΑ ως την πιο προοδευτική πολιτική δύναμη πάνω στο ζήτημα. Ωστόσο, αυτό σχετίζεται, περισσότερο με το βασικό ρόλο που ο Κασσελάκης θέλει να έχει στο πολιτικό – αλλά και το «επικοινωνιακό» – προφίλ του η ιδιότητά του ως ανοιχτά γκέι και μέρος ομόφυλου ζευγαριού, και πολύ λιγότερο με μια γενικά προοδευτική στάση αρχών στα ζητήματα δημοκρατικών δικαιωμάτων. Αυτό αναδείχθηκε με τη στάση του κόμματος απέναντι στο πρόσφατο νομοσχέδιο «νομιμοποίησης» των μεταναστών, που καθόλου δεν καθορίστηκε από τη σκοπιά των δικαιωμάτων αυτού του ακραία καταπιεσμένου και εκμεταλλευόμενου τμήματος της εργατικής τάξης. Ομοίως, φάνηκε και στις διαβόητες δηλώσεις Κασσελάκη που σχετίζονταν με καθαυτό το θέμα της τεκνοθεσίας ομόφυλων ζευγαριών, όπου επιχείρησε να διεκδικήσει για τον εαυτό του και τον σύζυγό του την επιλογή της μεθόδου της παρένθετης μητέρας, με σκοπό την απόκτηση δύο παιδιών, «αυτονόητα» με σπερματοδότες τους ίδιους, και μάλιστα με διατύπωση προτίμησης για το φύλο των παιδιών.

Από την άλλη πλευρά, η «αριστερή αντιπολίτευση» εντός του ΣΥΡΙΖΑ, στο πρόσωπο του Πολάκη, κατέληξε στο εν λόγω ζήτημα να βρεθεί στα δεξιά του αρχηγού του κόμματος. Ο πρώην υπουργός της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ εναντιώθηκε επί της αρχής στο επερχόμενο νομοσχέδιο, επικαλούμενος τη δυσκολία να υπερασπιστεί στα ορεινά χωριά της ελληνικής επαρχίας το δικαίωμα των ομόφυλων ζευγαριών στο γάμο… Ταυτόχρονα, κορυφαία στελέχη του κόμματος (Φάμελλος, Παππάς κ.α.) εισηγούνται στον Κασσελάκη να προτείνει στην κοινοβουλευτική ομάδα ψήφο «κατά συνείδηση», κάνοντας έτσι για μία ακόμη φορά δυσδιάκριτες τις διαφορές του «νέου» ΣΥΡΙΖΑ από το ΠΑΣΟΚ. 
 

Η βαθιά λανθασμένη στάση της ηγεσίας του ΚΚΕ


Δυστυχώς, η στάση της ηγεσίας του ΚΚΕ, το οποίο γενικά αποτελεί αντικειμενικά την πιο ξεκάθαρα ταξικά τοποθετημένη από τις μαζικές οργανώσεις της ελληνικής εργατικής τάξης, στο συγκεκριμένο ζήτημα είναι βαθιά λανθασμένη. Σε πρόσφατη τηλεοπτική εκπομπή, εκπρόσωπος του κόμματος υποστήριξε ότι είναι επικίνδυνη και αντιεπιστημονική η αντικατάσταση της μητρότητας και της πατρότητας από τη γονεϊκότητα γενικά, ενώ καταφέρθηκε και ενάντια σε νόμους άλλων χωρών που αναγνωρίζουν την ανατροφή παιδιών από ομάδες (αντί αυστηρά από ζευγάρια) γονέων.

Σε παλαιότερη τοποθέτηση είχαν αναλυθεί ανάλογες απόψεις, σύμφωνα με τις οποίες «στη συμβίωση ομόφυλων ζευγαριών, αντικειμενικά, το παιδί έχει παραποιημένη, ανορθολογική, αντίληψη αυτής της βιολογικής σχέσης [σ.: τη σχέση άνδρα – γυναίκας]». Στην ίδια κατεύθυνση κινήθηκε και η πρόσφατη σχετική τοποθέτηση του Γ.Γ. του κόμματος στη Βουλή, ο οποίος μάλιστα υποστήριξε ότι «γάμος ομοφύλων σημαίνει από χέρι» όλα τα παραπάνω και όχι απλά «την αναγνώριση μιας μορφής συμβίωσης».

Βέβαια, σε προηγούμενη, σχετικά πρόσφατη τοποθέτησή του ο Γ.Γ. είχε υπερασπιστεί και την αντίθεση του κόμματος στο σύμφωνο συμβίωσης, υποστηρίζοντας ότι αυτή αφορούσε εξίσου τα ομόφυλα και τα ετερόφυλα ζευγάρια – όταν τα δεύτερα είχαν το δικαίωμα του γάμου ενώ τα πρώτα όχι – και βασίστηκε στο ότι τόσο το σύμφωνο όσο και ο γάμος αποτελούν «παρωχημένους αναχρονιστικούς θεσμούς» που δεν θα έπρεπε να αποτελούν προϋπόθεση για την επίλυση ζητημάτων οικονομικών, κληρονομικών, κοινωνικής ασφάλισης κλπ, μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών – ένα γενικά σωστό επιχείρημα που όμως σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να καταλήγει στη μη ύπαρξη καμίας μορφής νομικής αναγνώρισης για μία συγκεκριμένη κατηγορία ζευγαριών. 

 

Το φωτεινό παράδειγμα της πρώιμης Σοβιετικής Ρωσίας και η σταλινική αντεπανάσταση

Οφείλουμε να τονίσουμε ότι τα παραπάνω δεν έχουν καμία σχέση ούτε με τις κομμουνιστικές ιδέες, ούτε με την επαναστατική και πρωτοπόρα πολιτική της νεαρής Σοβιετικής Ρωσίας της περιόδου του Λένιν και του Τρότσκι. Ο Ένγκελς γράφει σχετικά:

«…[η κομμουνιστική κοινωνία] εξαλείφει την ατομική ιδιοκτησία και διαπαιδαγωγεί κοινωνικά τα παιδιά, και έτσι αφαιρεί τις δύο βάσεις του παραδοσιακού γάμου – τη ριζωμένη στην ατομική ιδιοκτησία εξάρτηση, της γυναίκας από τον άντρα και των παιδιών από τους γονείς». (Φρ. Ένγκελς, Αρχές του Κομμουνισμού, εκδόσεις Μαρξιστική Φωνή)

Επομένως, για τον γνήσιο κομμουνισμό ισχύει ότι η κατάργηση του καπιταλισμού και η κίνηση προς μια κομμουνιστική κοινωνία είναι αυτή που οδηγεί στην απονέκρωση του θεσμού του παραδοσιακού γάμου – μέσω της μετατροπής των διαπροσωπικών σχέσεων σε καθαρά ιδιωτική υπόθεση – και όχι, αντίστροφα όπως επιχειρεί να ισχυριστεί ο Γ.Γ., ότι ο αγώνας για μια κομμουνιστική κοινωνία προϋποθέτει την εναντίωση σήμερα στον «παρωχημένο αναχρονιστικό θεσμό» του γάμου και δη, όταν διεκδικείται συγκεκριμένα η αναγνώριση του δικαιώματος σε αυτόν για ένα ιστορικά καταπιεσμένο τμήμα του πληθυσμού που συνεχίζει να το στερείται.

Ούτε και η οπισθοδρομική θέση περί «παραποιημένης αντίληψης της βιολογικής σχέσης άνδρα – γυναίκας» στα παιδιά ομόφυλων ζευγαριών έχει καμία σχέση με την πολιτική της Σοβιετικής Ρωσίας αμέσως μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917. Ανάμεσα στις πρώτες νομικές πράξης της νεαρής επαναστατικής κυβέρνησης ήταν η κατάργηση του παλιού ποινικού κώδικα, ο οποίος απαγόρευε την ομοφυλοφιλία (για σχεδόν έναν αιώνα), το 1922. Ταυτόχρονα, για το νέο οικογενειακό δίκαιο ο γάμος αποτέλεσε απλή καταγραφή της σύναψης σχέσης και αποδοχή των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που αυτή συνεπάγεται για όλα τα μέρη ισότιμα.

Ως αποτέλεσμα, κάθε είδους ζευγάρια ή και ομάδες ανθρώπων, ανεξαρτήτως φύλου και σεξουαλικότητας, ήταν ελεύθερα να προχωρήσουν στην πράξη αυτή με μόνη προϋπόθεση ότι τα μέρη συναινούν και δεν βλάπτεται κάποιο από αυτά (π.χ. λόγω μη σεξουαλικά ώριμης ηλικίας). Σε αντίθεση με την κυρίαρχη αστική προπαγάνδα που εμφανίζει ως ιστορικά πρώτη νομιμοποίηση του ομόφυλου γάμου σε σύγχρονη χώρα αυτήν της Ολλανδίας το 2001, ο γάμος ομόφυλων ζευγαριών νομιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στη σύγχρονη Ιστορία σχεδόν 80 χρόνια πριν, από την επαναστατική Σοβιετική Ρωσία!

Αυτό ήταν τμήμα μιας συνολικά ριζοσπαστικής, επαναστατικής πολιτικής στα ζητήματα της οικογένειας από το Μπολσεβίκικο Κόμμα, στο πλαίσιο της οποίας οι εκτρώσεις επίσης νομιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά στην Ιστορία το 1920 – την ίδια χρονιά που στην καπιταλιστική Γαλλία νομοθετούνταν η απαγόρευση κάθε μορφής αντισύλληψης – το διαζύγιο έγινε απολύτως προσβάσιμο χωρίς νομικά και οικονομικά εμπόδια, ενώ υπάρχουν και καταγεγραμμένα παραδείγματα εγχειρήσεων αλλαγής φύλου (αν και, αναπόφευκτα, αριθμητικά περιορισμένα λόγω των επιστημονικών και τενχικών περιορισμών της εποχής).

Με την επικράτηση της γραφειοκρατίας και του σταλινισμού στη Σοβιετική Ένωση, όμως, επήλθε μια συστηματική αναίρεση τόσο των υλικών όσο και των νομικών κατακτήσεων της επανάστασης. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1920, όλα τα παραπάνω μέτρα άρχισαν να καταργούνται. Όπως εξήγησε ο Τρότσκι:

«…καθοδηγούμενη από το συντηρητικό της ένστικτο, η γραφειοκρατία έχει θορυβηθεί από την “αποσύνθεση” της οικογένειας. Άρχισε να ψέλνει πανηγυρικούς στο οικογενειακό δείπνο και στην οικογενειακή μπουγάδα, δηλαδή στην οικιακή σκλαβιά της γυναίκας. Σαν αποκορύφωμα, η γραφειοκρατία αποκατέστησε την ποινικοποίηση των εκτρώσεων, επαναφέροντας επίσημα τις γυναίκες στο καθεστώς των αγελαίων ζώων. Σε πλήρη αντίφαση με την άλφα-βήτα του κομμουνισμού, η κυρίαρχη κάστα έχει αποκαταστήσει έτσι τον πιο αντιδραστικό και οπισθοδρομικό πυρήνα του ταξικού καθεστώτος, δηλαδή τη μικροαστική οικογένεια». (Λ. Τρότσκι, Ακολουθεί η Σοβιετική Κυβέρνηση τις Αρχές που Υιοθετήθηκαν Πριν Είκοσι Χρόνια;)

Έτσι, μετά από αρκετά χρόνια αυξανόμενης τυπικής και άτυπης κρατικής καταπίεσης των γκέι, το 1934 ο Στάλιν – έχοντας εκφράσει και ο ίδιος ομοφοβικές απόψεις – έφτασε μέχρι τη γενική ποινικοποίηση της ομοφυλοφιλίας, αποδεχόμενος τη σχετική συμβουλή του αρχηγού της GPU Γιάγκοντα και υπό τις επευφημίες του Μολότοφ και των άλλων «επιφανών» στελεχών του Πολιτικού Γραφείου. Τα χρόνια που ακολούθησαν χιλιάδες γκέι κατέληξαν στις φυλακές και τα γκουλάγκ.

Η υπεράσπιση από την ηγεσία του ΚΚΕ αυτής της «κληρονομιάς», που λασπώνει την καθαρή σημαία του κομμουνισμού και παραχαράσσει τις αληθινές ιδέες και μεθόδους του Λένιν και των Μπολσεβίκων, είναι άκρως επιζήμια για την υπόθεση του κερδίσματος της πρωτοπόρας εργατικής τάξης και νεολαίας στις κομμουνιστικές ιδέες. Εκατό χρόνια μετά το θάνατο του μεγάλου μπολσεβίκου επαναστάτη, εμφανίζεται και σε αυτό το ζήτημα ως επιτακτική ανάγκη η άμεση «λενινιστοποίηση» του κόμματος!

Πάτροκλος Ψάλτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου