Τετάρτη 26 Ιουλίου 2023

Ισπανικές Εκλογές : Ματαίωση Του Θριάμβου Της Δεξιάς Και Πολιτική Πόλωση

 Άρθρο ανάλυσης των αποτελεσμάτων των ισπανικών εκλογών από τη Lucha de Clases, ισπανικό τμήμα της IMT.

 

 

Τα αποτελέσματα των ισπανικών πρόωρων εκλογών της 23ης Ιουλίου υπήρξαν απροσδόκητα. Το δεξιό Λαϊκό Κόμμα (PP) και το ακροδεξιό Vox δεν κατάφεραν να αποσπάσουν από κοινού την απόλυτη πλειοψηφία που προέβλεπαν οι δημοσκοπήσεις. Μια τελευταίας στιγμής κινητοποίηση των αριστερών ψηφοφόρων, ώστε να αποτραπεί η είσοδος της ακροδεξιάς στην κυβέρνηση για πρώτη φορά, επέφερε αποτελέσματα καλύτερα από τα αναμενόμενα για το σοσιαλδημοκρατικό PSOE, οδηγώντας σε ένα κοινοβούλιο χωρίς απόλυτη πλειοψηφία. Ο σχηματισμός νέας κυβέρνησης θα είναι περίπλοκος και μπορεί να οδηγήσει ακόμη και σε επαναληπτικές εκλογές, ακριβώς τη στιγμή που η ισπανική άρχουσα τάξη χρειάζεται μια ισχυρή κυβέρνηση για να αντιμετωπίσει την επερχόμενη ύφεση. Το άρθρο των Ισπανών συντρόφων της Lucha de Clases αναλύει τους λόγους που οδήγησαν σε αυτές τις εξελίξεις.

Το λεγόμενο «προοδευτικό μπλοκ» – που αποτελείται από το Σοσιαλιστικό Κόμμα (PSOE) και τη SUMAR (ένα συνασπισμό στα αριστερά του PSOE, που περιλαμβάνει τους Unidas Podemos, με επικεφαλής τη Yolanda Díaz) – κατάφερε να αντέξει μπροστά στην έφοδο της δεξιάς. Η ήττα της τελευταίας κατέστη δυνατή με τη δυναμική κινητοποίηση της αριστερής ψήφου τις τελευταίες ημέρες της προεκλογικής εκστρατείας. Το οριακό εκλογικό αποτέλεσμα στέλνει επίσης μια τελευταία προειδοποίηση στην κυβέρνηση σύμμαχίας των PSOE και Unidas Podemos: η πολιτική της διαχείρισης της καπιταλιστικής κρίσης αποτυγχάνει να λύσει τα πιεστικά προβλήματα των εργατικών οικογενειών. Οι κραυγές για τον «ερχομό της ακροδεξιάς» μπορεί να μην είναι τόσο αποτελεσματικές την επόμενη φορά.

Δεν μπορεί να υπάρξει πραγματική λύση στα οξυμένα κοινωνικά και δημοκρατικά προβλήματα στην Ισπανία μέσα στα στενά όρια του καθυστερημένου ισπανικού καπιταλισμού, με την αρπακτική και παρασιτική αστική του τάξη, τον αντιδραστικό και εκδικητικό κρατικό του μηχανισμό, στο πλαίσιο μιας νέας παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης. Η επίλυση των προβλημάτων της στέγασης, της επισφαλούς απασχόλησης, του κόστους ζωής, της ενέργειας, των συνθηκών σχεδόν δουλείας για την εργατική νεολαία και τους μετανάστες εργάτες, του καταλανικού και του βασκικού εθνικού ζητήματος, των αντιδραστικών συνωμοσιών της δικαστικής κάστας και της αστυνομίας, καθώς και μιας διεφθαρμένης μοναρχίας που στέκεται πάνω από την εκλεγμένη από το λαό κυβέρνηση, απαιτεί τη σύγκρουση με τους μεγαλοκαπιταλιστές και το νεο-Φρανκικό κρατικό μηχανισμό τους με γενναίες σοσιαλιστικές πολιτικές και την κινητοποίηση του λαού. Αλλά καμία από τις δυνάμεις που απαρτίζουν το λεγόμενο «προοδευτικό μπλοκ» δεν είναι πρόθυμη να έρθει σε ρήξη με το καπιταλιστικό καθεστώς και να διεξαγάγει έναν αποφασιστικό αγώνα εναντίον του.

Κατανοούμε πλήρως την αίσθηση ανακούφισης που νιώθουν εκατομμύρια ειλικρινείς εργαζόμενοι και νέοι βλέποντας την αντιδραστική Δεξιά ουσιαστικά να ηττάται. Αυτό αναμφίβολα θα αυξήσει την αυτοπεποίθηση εκείνων των στρωμάτων της εργατικής τάξης που κινητοποιήθηκαν, τα οποία συνειδητοποιούν τη δύναμή τους, και βραχυπρόθεσμα θα επιφέρει ένα αποθαρρυντικό πλήγμα στις σκοτεινές δυνάμεις της αντίδρασης.

Αλλά αυτό το αίσθημα αυτοπεποίθησης και ισχύος πρέπει να κατευθυνθεί, τώρα περισσότερο από ποτέ, προς τον αγώνα ενάντια στην εκμετάλλευση και την υπεράσπιση της αξιοπρέπειας των εργατικών γειτονιών που δέχονται επιθέσεις. Πρέπει να διοχετευθεί στον αγώνα ενάντια στην κακομεταχείριση και τη βία που υφίστανται οι γυναίκες.

Και πρέπει να κατευθυνθεί ενάντια στις αντιδραστικές, φιλοϊμπεριαλιστικές πολιτικές της ίδιας της κυβέρνησης (τους πολεμικούς εξοπλισμούς, την εμπλοκή της στον πόλεμο στην Ουκρανία, την προδοσία του λαού των Σαχράουι, κλπ.) και ενάντια στην αντιδραστική νομοθεσία που αυτή η «προοδευτική» κυβέρνηση άφησε ανέγγιχτη παρά το γεγονός ότι είχε απόλυτη πλειοψηφία στο τελευταίο κοινοβούλιο, όπως την εργασιακή αντι-μεταρρύθμιση και τον κατασταλτικό «Νόμο-Φίμωτρο» που είχε εισάγει το συντηρητικό PP.

Ένα πολύ πολωμένο αποτέλεσμα

Τι συμπέρασμα πρέπει λοιπόν να βγάλουμε από τις εκλογές της 23ης Ιουλίου, και ποιες είναι οι προοπτικές που ανοίγονται;

Το PP, το Vox και οι σύμμαχοί τους πήραν 171 έδρες. Από την άλλη, το κοινοβουλευτικό μπλοκ που στήριζε την κυβέρνηση PSOE – Unidas Podemos κατά την τελευταία κοινοβουλευτική περίοδο, πήρε 172 έδρες. Η πόλωση μεταξύ των δύο μπλοκ είναι ακραία. Οι υπόλοιπες επτά έδρες, οι οποίες ολοκληρώνουν τις συνολικά 350 έδρες του Κογκρέσου, ανήκουν στο κόμμα υπέρ της καταλανικής ανεξαρτησίας Junts per Catalunya του, εξόριστου στο Βέλγιο και καταζητούμενου από το ισπανικό δικαστικό σύστημα, Carles Puigdemont.

Φαίνεται ότι το PSOE και η SUMAR θα μπορούσαν εύκολα να ξανασχηματίσουν κυβέρνηση συνασπισμού, προς μεγάλη απογοήτευση της Δεξιάς. Αλλά αυτό εξαρτάται από την απόφαση του καταλανικού κόμματος Junts, που θα αρκούσε απλά να απέχει κατά την ψήφο εμπιστοσύνης στη νέα κυβέρνηση. Αυτό είναι κάτι που δεν είναι καθόλου σίγουρο προς το παρόν.

Αυτή τη στιγμή, ως προϋπόθεση για να απέχει, το Junts έχει απαιτήσει αμνηστία για όλους τους αγωνιστές υπέρ της ανεξαρτησίας που καταδικάστηκαν για τη συμμετοχή τους στο μαζικό κίνημα γύρω από το δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της Καταλονίας της 1ης Οκτωβρίου 2017, και στον αγώνα κατά της κρατικής καταστολής ο οποίος ακολούθησε. Επιπλέον, έχει ζητήσει ένα δεσμευτικό δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της Καταλονίας. Αυτό αποτελεί μια «κόκκινη γραμμή» που ο Σάντσες δεν θα περάσει ποτέ, καθώς θα αντιπροσώπευε μια ευθεία πρόκληση για το αντιδραστικό καθεστώς στο οποίο στηρίζεται ο ισπανικός καπιταλισμός. Θα δούμε τις επόμενες εβδομάδες πώς θα εξελιχθεί αυτό.

Η συμμετοχή στις εκλογές ήταν σημαντικά υψηλότερη από την αναμενόμενη, ξεπερνώντας το 70%. Αυτό το ποσοστό, αν και δεν είναι ιστορικά υψηλό, ξεχωρίζει επειδή αυτές οι πρόωρες εκλογές δεν ήταν αναμενόμενες, η Αριστερά βρισκόταν σε μια κατάσταση απογοήτευσης και πολλοί Ισπανοί θα έλειπαν για διακοπές. Δεδομένων των συνθηκών, το υψηλό ποσοστό συμμετοχής αντανακλά την ευρεία κινητοποίηση των αριστερών ψηφοφόρων κατά τις τελευταίες ημέρες πριν τις εκλογές, με στόχο να εμποδίσει μια συμμαχία PP-Vox να έρθει στην εξουσία, με όλες τις υπεραντιδραστικές πολιτικές της.

Το ισπανικό δεξιό μπλοκ (PP και Vox) με τους περιφερειακούς του συμμάχους (Coalicón Canaria από τις Κανάριες Νήσους και UPN από τη Ναβάρρα) έλαβε ποσοστό 46,11% (11,29 εκατομμύρια ψήφοι). Το μπλοκ PSOE-SUMAR συγκέντρωσε 44,01% (10,78 εκατομμύρια ψήφοι). Οι σύμμαχοι των τελευταίων στο προηγούμενο κοινοβούλιο (ουσιαστικά, οι Καταλανοί, Βάσκοι και Γαλικιανοί εθνικιστές υπέρ της ανεξαρτησίας, με εξαίρεση το Junts) πήραν 4,99% (1,22 εκατομμύρια ψήφοι).

Συνολικά το PSOE, η SUMAR και οι σύμμαχοί τους έλαβαν το 49% των ψήφων (12 εκατομμύρια ψήφοι). Ακόμη κι αν το PNV, το κόμμα της βασκικής αστικής τάξης, αφαιρεθεί από αυτό το «μπλοκ», το αθροιστικό αποτέλεσμα των Ισπανών (PSOE και SUMAR), Βάσκων (EH Bildu), Καταλανών (ERC) και Γαλικιανών (BNG) αριστερών ανέρχεται σε ποσοστό 47,88% και 11,73 εκατομμύρια ψήφους, ξεπερνώντας το δεξιό μπλοκ.

Σε σύγκριση με τις προηγούμενες εθνικές εκλογές τον Νοέμβριο του 2019, το δεξιό ισπανικό εθνικιστικό μπλοκ αύξησε τις ψήφους του κατά 700.000, ενώ το κυβερνητικό μπλοκ και οι σύμμαχοί του έχασαν 140.000 ψήφους. Ωστόσο, η Δεξιά είχε πάρει στις γενικές εκλογές του Απριλίου του 2019, τον ίδιο αριθμό ψήφων με τώρα: 11,3 εκατομμύρια. Και έχασε και σε εκείνες τις εκλογές.

Με άλλα λόγια, η Δεξιά μπορεί να κινητοποιεί με συνέπεια τη βάση της στις εκλογές, ενώ η εκλογική βάση του επίσημου αριστερού μπλοκ χάνει το κίνητρό της να κινητοποιηθεί λόγω των πολιτικών αυτού ως κυβέρνηση.

Το αποτέλεσμα του μπλοκ PSOE-SUMAR και των συμμάχων του

Το «προοδευτικό» μπλοκ στο σύνολό του, δεν τα πήγε τόσο άσχημα όσο αναμενόταν, αν και μια αρκετά απότομη πτώση γνώρισε η SUMAR (η οποία συγκεντρώνει τα απομεινάρια των Unidas Podemos, Más País, Compromís, κόμματα στα αριστερά του PSOE). Αυτός ο αριστερός συνασπισμός έλαβε 3 εκατομμύρια ψήφους (12,31%) και 31 έδρες. Αυτό αντιπροσωπεύει απώλεια 700.000 ψήφων (ή 7 εδρών) σε σύγκριση με τον Νοέμβριο του 2019. Αντίθετα, το PSOE αύξησε ουσιαστικά τις ψήφους που συγκέντρωσε. Κέρδισε 7,76 εκατομμύρια ψήφους (31,7% και 122 έδρες), έναντι 6,8 εκατομμυρίων (28% και 120 έδρες) τον Νοέμβριο του 2019. Επομένως, μπορούμε να δούμε ποιος είναι αυτός που κέρδισε πολιτικά από την κυβέρνηση συνασπισμού και ποιος κατάφερε να συγκεντρώσει γύρω του τη λεγόμενη «χρήσιμη ψήφο» ενάντια στη δεξιά.

Η SUMAR πλήρωσε ακριβά την έλλειψη πολιτικής και προγραμματικής ανεξαρτησίας, αποδεχόμενη όλες τις προδοσίες του αρχικού προγράμματος της κυβέρνησης, το οποίο ήταν ήδη αρκετά μετριοπαθές στην αρχή, και κάθε παραχώρηση του PSOE προς την άρχουσα τάξη και τον ιμπεριαλισμό της ΕΕ και των ΗΠΑ στις εξωτερικές υποθέσεις. Απομένει ως ένας ετερογενής συνασπισμός δεκάδων ομάδων, σχεδόν όλες τους περιφερειακές, με σχεδόν ανύπαρκτη βάση, με εξαίρεση τα μέλη της Izquierda Unida (Ενωμένη Αριστερά). Το Podemos έχει μετατραπεί σε μια περιθωριακή ομάδα εντός της SUMAR, με μόλις πέντε από τους απερχόμενους βουλευτές του να επανεκλέγονται με τα ψηφοδέλτια της SUMAR, επιβεβαιώνοντας την αμετάκλητη παρακμή του.

Στα εθνικιστικά στρατόπεδα των Βάσκων και των Καταλανών, υπήρξαν σημαντικές αλλαγές σε σύγκριση με τον Νοέμβριο του 2019. Η Καταλονία ήταν μία απο τις λίγες περιοχές όπου η αποχή αυξήθηκε (350.000 λιγότεροι ψηφοφόροι). Αυτό συνέβη ιδιαίτερα στις πιο εθνικιστικές και υπέρ της ανεξαρτησίας περιοχές και εκφράζει την απογοήτευση σε αυτό το στρατόπεδο για την επιστροφή του ERC στον «αυτονομισμό», κάτι που θεωρούν προδοσία. Αντικατοπτρίζει επίσης την έλλειψη πραγματικής εναλλακτικής από το Junts και το CUP (ένα ριζοσπαστικό αριστερό καταλανικό κόμμα ανεξαρτησίας), το οποίο έχασε τις δύο έδρες του.

Έτσι, τα κόμματα υπέρ της ανεξαρτησίας έφτασαν από 1,67 εκατομμύρια τον Νοέμβριο του 2019 σε μόλις 954.000 ψήφους τώρα. Ένα μέρος αυτών των ψήφων, και πάνω απ’ όλα των απωλειών του ERC, ήταν μια εργατικές ψήφοι που επέστρεψαν στο PSC (το PSOE στην Καταλονία), που σημείωσε αύξηση πάνω από 400.000 ψήφους, λαμβάνοντας 1,21 εκατομμύρια ψήφους, περισσότερες ψήφους από κάθε άλλο κόμμα στην Καταλονία. Ακόμα, πήρε και 100.000 ψήφους από το Comuns της Ada Colau (της πρώην Δημάρχου της Βαρκελώνης), το οποίο έχει επίσης ενσωματωθεί στη SUMAR.

Παρά τις απώλειες των κομμάτων υπέρ της ανεξαρτησίας, η Καταλονία υπήρξε το κλειδί, μαζί με τη Χώρα των Βάσκων, για την εξασφάλιση της ήττας της Δεξιάς σε εθνικό επίπεδο. Στην Καταλονία, τα κόμματα που υποστηρίζουν την κεντρική κυβέρνηση πήραν 33 έδρες έναντι 8 της ισπανικής Δεξιάς. Συνολικά, η ισπανική Αριστερά (PSOE και SUMAR) και η καταλανική Αριστερά (ERC και CUP) έλαβαν το 64,5% των ψήφων στην Καταλονία.

Στην περίπτωση της Χώρας των Βάσκων, το βασκικό αριστερό κόμμα EH Bildu ξεπέρασε το βασκικό δεξιό κόμμα PNV, έτσι ώστε τώρα το αθροιστικό ποσοστό των Ισπανών (PSOE και SUMAR) και των Βάσκων (EH Bildu) αριστερών έφτασε το 60% στην Εουσκάντι και το 56% στη Ναβάρρα. Εδώ τα κόμματα που υποστηρίζουν την κεντρική κυβέρνηση πήραν 19 έδρες έναντι 4 της ισπανικής Δεξιάς.

Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι, συνολικά στην Καταλονία και τη Χώρα των Βάσκων, το λεγόμενο «προοδευτικό μπλοκ» πήρε συνολικά 40 περισσότερες έδρες από το μπλοκ των PP και Vox! Χωρίς τη ζωτική συμβολή και των δύο αυτών περιοχών, το μπλοκ PP-Vox θα είχε νικήσει στην Ισπανία ως σύνολο.

Με την ισπανική Δεξια να έχει περιγράψει την καταλανική και τη βασκική ανεξαρτησία και γενικότερα τον καταλανικό και τον βασκικό εθνικισμό ως τον υπ’ αριθμόν ένα δημόσιο εχθρό, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το εθνικό ζήτημα έπαιξε τεράστιο ρόλο στη ριζοσπαστικοποίηση και την κινητοποίηση ψηφοφόρων και στις δύο περιοχές ενόψει των δεξιών απειλών. Επιπλέον, και οι δύο περιοχές έχουν υψηλό ποσοστό βιομηχανικών εργατών και η ψήφος τους είναι ένας σημαντικός παράγοντας.

Αυτό καταδεικνύει ξανά τον προοδευτικό, δημοκρατικό και επαναστατικό χαρακτήρα της πάλης για εθνικά-δημοκρατικά δικαιώματα, και ειδικότερα για το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης και στις δύο περιοχές, που πρέπει να τα υπερασπιστεί άνευ όρων ολόκληρη η ισπανική εργατική τάξη, ως μέρος του αγώνα της ενάντια στη φιλοφρανκική Δεξιά, τη διεφθαρμένη μοναρχία και την καθυστερημένη ισπανική καπιταλιστική τάξη.

Το αποτέλεσμα της Δεξιάς

Αν και το PP υπερηφανεύεται ότι έλαβε 3 εκατομμύρια περισσότερες ψήφους (φτάνοντας τα 8 εκατομμύρια), η σύγκριση γίνεται με το ιστορικό χαμηλό του θλιβερού αποτελέσματος στις εκλογές του 2019. Όπως ήταν αναμενόμενο, το PP απορρόφησε τις ψήφους που είχαν λάβει οι Ciudadanos (ένα «μετριοπαθές» δεξιό κόμμα) τον Νοέμβριο του 2019, οι οποίες ήταν λίγο πάνω από 1,6 εκατομμύρια. Επίσης, απέσπασε άλλες 600.000 ψήφους από το Vox και ανέκτησε επιπλέον 800.000 ψήφους από δεξιούς που απείχαν τον Νοέμβριο του 2019.

Ο μεγαλύτερος χαμένος των εκλογών ήταν το ακροδεξιό Vox. Έχασε 600.000 ψήφους και 19 έδρες. Παρά την πτώση των δυνάμεων που απαρτίζουν τη SUMAR, το Vox απέσπασε από αυτήν μόλις 19.000 ψήφους και, με ποσοστό 12,4%, μόλις που την ξεπέρασε για να καταλάβει την τρίτη θέση.

Η ξεκάθαρη υποχώρηση του Vox ακυρώνει ευθέως τη φιλολογία ορισμένων τμημάτων της Αριστεράς που μιλούν για την «άνοδο του φασισμού». Οι παλαβές και χοντροκομμένες θέσεις του Vox δεν θα μπορέσουν ποτέ να γίνουν η κυρίαρχη αντίληψη σε μια κοινωνία όπου η εργατική τάξη αντιπροσωπεύει τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού. Έχει μια πολύ στενή κοινωνική βάση: αυτή των υστερικών και αντιδραστικών μικρομεσαίων γαιοκτημόνων και του νεοφρανκιστικού κρατικού μηχανισμού δικαστών, αστυνομίας και στρατού, που μπορεί περιστασιακά να συμπαρασύρει πολύ καθυστερημένα, περιθωριοποιημένα στρώματα της εργατικής τάξης.

Αναμφίβολα, η δεξιά υπέστη ένα μεγάλο χτύπημα. Μεθυσμένη από την αλαζονεία, έδειξε τα πραγματικά υπεραντιδραστικά της χρώματα στην κοινωνία κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, με βίαιες ομιλίες και ξεκάθαρα ψέματα, απειλώντας να ακυρώσει ορισμένες από τις προοδευτικές κοινωνικές μεταρρυθμίσεις της κυβέρνησης PSOE – Unidas Podemos, κάνοντας αστεία για τη βία κατά των γυναικών στην περίπτωση του Vox, ακόμα και απαγορεύοντας μουσικές και θεατρικές παραστάσεις για ιδεολογικούς λόγους σε πόλεις όπου κέρδισε πρόσφατα δημοτικές εκλογές. Αυτό αφύπνησε τα ταξικά ένστικτα και τα δημοκρατικά αισθήματα στρωμάτων της Αριστεράς που μέχρι πρότινος δεν είχαν κίνητρο να κινητοποιηθούν, τα οποία αντέδρασαν την τελευταία στιγμή για να αποτρέψουν μια νίκη του PP και του Vox.

Στην πραγματικότητα, η κοινωνική βάση της Δεξιάς είναι πολύ ετερογενής. Περιλαμβάνει τρελαμένους και εξαχρειωμένους μικροαστούς αντιδραστικούς, ασήμαντα προνομιούχα στρώματα εργατών με μικροαστική νοοτροπία, πολιτικά καθυστερημένα και απελπισμένα στρώματα της εργατικής τάξης, ακόμη και μερικά τίμια αλλά αποπολιτικοποιημένα στρώματα του πληθυσμού που, μπροστά στην αστάθεια και την έλλειψη εναλλακτικών επιλογών, θέλουν μέσα στην απελπισία τους να δοκιμάσουν «νέους διαχειριστές».

Μια δυναμική αριστερή κυβέρνηση η οποία θα αντιμετώπιζε τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν με ριζοσπαστικό τρόπο και αποφασιστικότητα, θα μπορούσε να διαχωρίσει τα πιο υγιή και τίμια στοιχεία των μικροαστών και των πολιτικά καθυστερημένων εργατών από την υπόλοιπη αντιδραστική μάζα, η οποία θα περιοριζόταν σε μια ανώφελη μίρλα.

Όταν άγγιξαν τις οικογένειες της εργατικής τάξης, οι αγώνες γύρω από κοινωνικά ζητήματα ένωσαν εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους στους δρόμους, όπως είδαμε στις θαυμάσιες κινητοποιήσεις για τη δημόσια υγεία στη Μαδρίτη. Παράλληλα, οι απόπειρες επίδειξης δύναμης της ισπανικής Δεξιάς μετά βίας συγκέντρωσαν μερικές δεκάδες χιλιάδες στην καλύτερη περίπτωση στην πρωτεύουσα. Αυτό τα λέει όλα για τον πραγματικό συσχετισμό δυνάμεων στην ισπανική κοινωνία σήμερα.

Ένα τελείως διαφορετικό ζήτημα, ωστόσο, είναι το γεγονός ότι αυτές οι θαυμάσιες κοινωνικές δυνάμεις αγώνα που βρίσκονται σε εφεδρεία στην τάξη μας είναι παθητικές, χωρίς κίνητρο και απογοητευμένες λόγω των πολιτικών της «προοδευτικής» κυβέρνησης και των μεγάλων συνδικαλιστικών οργανώσεων, που έχουν καταλήξει να αποδέχονται στα καθοριστικά ζητήματα τους όρους των εργοδοτών και των πλουσίων και ισχυρών.

Ωστόσο, δεν πρέπει να παρασυρθούμε. Η δεξιά έφτασε πολύ κοντά στην επίτευξη κυβερνητικής πλειοψηφίας. Την ευθύνη γι’ αυτό φέρει εξ ολοκλήρου η κυβέρνηση, η οποία απέτυχε να προσφέρει μια εναλλακτική λύση στο καπιταλιστικό χάος που έχει ωθήσει τα κατώτερα στρώματα της μικροαστικής τάξης και τα πολιτικά καθυστερημένα και απελπισμένα τμήματα της εργατικής τάξης στην αγκαλιά της Δεξιάς.

Πολλοί έντιμοι άνθρωποι αρχίζουν να αμφισβητούν τον απίστευτα δειλό και εγκληματικό ρόλο του PSOE και τη συνένοχη σιωπή της ηγέτιδας της SUMAR Yolanda Díaz. Το είδαμε αυτό με τον τρόπο που το PSOE συμπαρατάχθηκε με τη Δεξιά ενοχοποιώντας για την απελευθέρωση βιαστών το νόμο «Μόνο ναι σημαίνει ναι» (σ.: νέος νόμος που αυστηροποιεί την αντιμετώπιση της απουσίας συναίνεσης, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις η εφαρμογή του οδήγησε σε επιεικέστερες ποινές) ενώ αιτία ήταν εμφανώς η δόλια κακή εφαρμογή του από αντιδραστικούς δικαστές. Το είδαμε με τον δειλό και απολογητικό τρόπο που η κυβέρνηση υπερασπίστηκε τις συμφωνίες της με τα καταλανικά και βασκικά κόμματα υπέρ της ανεξαρτησίας. Αυτό μόνο βοήθησε τον αντιδραστικό ισπανικό εθνικισμό, και βάθυνε τις προκαταλήψεις μεταξύ των πολιτικά πιο καθυστερημένων στρωμάτων των εργατών.

Αυτό δεν σημαίνει ότι υπερασπιζόμαστε το περιεχόμενο αυτών των συμφώνων που, γενικά, αποτελούνται από μετριοπαθείς, σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές και, στην καλύτερη περίπτωση, αρπάζουν μόνο λίγα ψίχουλα από τους πλούσιους. Αλλά η Δεξιά χρησιμοποίησε το γεγονός για να στιγματίσει τα δημοκρατικά και εθνικά δικαιώματα των Καταλανών και των Βάσκων στα μάτια της πλειοψηφίας του πληθυσμού.

Συμπεράσματα

Όπως είπαμε στην αρχή, ο Sánchez και η Yolanda Díaz κάνουν λάθος αν πιστεύουν ότι οι σχεδόν 11 εκατομμύρια ψήφοι που έλαβαν σηματοδοτούν έγκριση των πολιτικών τους. Η νεολαία, ιδιαίτερα, είναι εντελώς δύσπιστη απέναντι σε αυτή την κυβέρνηση.

Υπάρχει δυσαρέσκεια, ανυπομονησία και ανησυχία για τη μείωση της αγοραστικής δύναμης, για την αδυναμία πρόσβασης σε αξιοπρεπή στέγαση και εύρεσης μιας σταθερής και καλά αμειβόμενης εργασίας, και γενικά για το τι επιφυλάσσει το μέλλον. Υπάρχει προβληματισμός για τους εντεινόμενους δεσμούς με τις μιλιταριστικές πολιτικές του ΝΑΤΟ και του αμερικανικού ιμπεριαλισμού ή για την προδοσία υποσχέσεων όπως σχετικά με την κατάργηση της εργασιακής αντι-μεταρρύθμισης και του «Νόμου-Φίμωτρο» του PP, καθώς και για τους εκβιασμούς από αντιδραστικούς δικαστές, μεταξύ άλλων ζητημάτων.

Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι, από τα πιο προχωρημένα στρώματα της εργατικής τάξης και της νεολαίας, κινητοποιήθηκαν από ένα οξύ ταξικό ένστικτο ώστε για άλλη μια φορά να σταματήσουν την ισπανική αντιδραστική Δεξιά. Αλλά έστειλαν επίσης και μια τελευταία προειδοποίηση σε αυτήν την κυβέρνηση. Αν δεν κάνει ξεκάθαρη στροφή στην πολιτική της, αν δεν αφήσει πίσω της τα μικρά ψίχουλα και τις ανακοινώσεις εντυπωσιασμού και δεν αρχίσει να αντιμετωπίζει σοβαρά τα πραγματικά προβλήματα που καταπλακώνουν τη νεολαία και την εργατική τάξη σε καθημερινή βάση, τότε δεν θα πρέπει να θεωρεί την υποστήριξη των εργατικών μαζών δεδομένη για πάντα – την επόμενη φορά ίσως να μην έρθουν να τη διασώσουν.

Αλλά αυτό σημαίνει θαρραλέα ρήξη με τους μεγαλοκαπιταλιστές και τον αντιδραστικό κρατικό μηχανισμό, και εγκατάλειψη των φιλοϊμπεριαλιστικών πολιτικών που ακολουθούνται μέχρι σήμερα. Αυτό ακριβώς είναι που η κυβέρνηση PSOE-SUMAR έχει ξεκαθαρίσει ότι δεν θα κάνει. Στην πραγματικότητα, μπροστά στην παγκόσμια καπιταλιστική ύφεση που πλησιάζει και πάλι και στο υψηλό κρατικό χρέος που γιγαντώνεται σε όλες τις εθνικές οικονομίες, η κυβέρνηση θα αναγκαστεί να εφαρμόσει πολιτική περικοπών και επιθέσεων κατά της εργατικής τάξης, όπως ήδη απαιτεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις Βρυξέλλες. Γι’ αυτό είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε μια προειδοποίηση. Αν μια νέα κυβέρνηση του Sánchez πετύχει να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης, θα στηριχθεί σε μια πιο αδύναμη και πολύ πιο επισφαλή πλειοψηφία από ό,τι στην τελευταία θητεία της. Αναπόφευκτα θα ματαιώσει τις λαϊκές προσδοκίες και αυτό θα οδηγήσει την κυβέρνησή του σε κρίση, αστάθεια και βέβαιη αποτυχία.

Η ισπανική άρχουσα τάξη αντιμετωπίζει τη χειρότερη δυνατή κατάσταση. Με φουρτουνιασμένες θάλασσες μπροστά της, χρειάζεται μια ισχυρή κυβέρνηση που δεν θα διστάζει να εφαρμόσει την πιο ευνοϊκή για τα συμφέροντά της πολιτική. Με μια κυβέρνηση PSOE-SUMAR δεν θα το έχει αυτό. Ούτε όμως και μια κυβέρνηση των PP και Vox θα μπορούσε να παρέχει κάτι τέτοιο, εάν κερδίσουν σε επαναληπτικές εκλογές τους επόμενους μήνες, καθώς θα καταγραφόταν υψηλό ποσοστό αποχής λόγω συσσωρευμένης κούρασης και απόγνωσης, και έτσι θα αποσπούσαν μια ασταθή πλειοψηφία. Στην περίπτωση αυτή, μια δεξιά κυβέρνηση θα αντιμετωπιζόταν επίσης, από το πρώτο λεπτό, με τεράστια αποστροφή, μίσος και δυσπιστία από τις μάζες της εργατικής τάξης.

Όλα αυτά προμηνύουν μια περίοδο αστάθειας, σπασμών και όξυνσης της ταξικής πάλης στην Ισπανία. Μπροστά στην αποτυχία μιας σοσιαλδημοκρατίας σε κρίση, ανίκανης να προχωρήσει σε σημαντικές μεταρρυθμίσεις, η οποία θα υποκύψει ανοιχτά στα συμφέροντα της άρχουσας τάξης, είναι περισσότερο αναγκαίο από ποτέ να προετοιμαστεί μια κομμουνιστική εναλλακτική λύση, που θα ενώνει τα πιο προχωρημένα τμήματα της εργατικής τάξης και της νεολαίας, που δραστηριοποιούνται στα μαζικά κινήματα για να διαδώσουν αυτές τις ιδέες στα πλατύτερα στρώματα της εργατικής τάξης. Γίνε μέλος στη Διεθνή Μαρξιστική Τάση για να ενταχθείς σ’ αυτόν τον αγώνα!

Lucha de Clases – ισπανικό τμήμα της ΙΜΤ

Μετάφραση από την ιστοσελίδα marxist.com: Πάτροκλος Ψάλτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου