Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2022

Ο Ρόλος Της Θρησκείας ///  Τεντ Γκραντ και Άλαν Γουντς

 

Ένα απόσπασμα σχετικά με την ιστορική προέλευση της θρησκείας, από το βιβλίο «Η Διαλεκτική σε Αντεπίθεση - Μαρξιστική Φιλοσοφία και Σύγχρονη Επιστήμη» των Τεντ Γκραντ και Άλαν Γουντς, στου οποίου τη βελτιωμένη επανέκδοση προχωρούν οι εκδόσεις «Μαρξιστική Φωνή».

 Τεντ Γκραντ και Άλαν Γουντς

 

«Πόσο παράλογος είναι ο άνθρωπος. Δεν ξέρει πώς να δημιουργήσει ούτε ένα σκουλήκι και όμως δημιουργεί θεούς με τη ντουζίνα» (Μονταίν).

«Ολόκληρη η Μυθολογία υπερβαίνει, κυριαρχεί και μορφοποιεί τις δυνάμεις της φύσης στη φαντασία και με τη φαντασία· κατά συνέπεια εξαφανίζεται με την έλευση της πραγματικής κυριαρχίας πάνω σε αυτές» (Μαρξ).

Τα ζώα δεν έχουν θρησκεία, και στο παρελθόν λεγόταν πως αυτό αποτελούσε την κύρια διαφορά μεταξύ ανθρώπου και «κτήνους». Αλλά αυτός είναι απλώς ένας άλλος τρόπος για να πούμε ότι μόνο οι άνθρωποι κατέχουν συνείδηση, με την πλήρη σημασία της λέξης. Τα τελευταία χρόνια έχει υπάρξει μια αντίδραση ενάντια στην ιδέα ότι ο Άνθρωπος είναι ένα ειδικό και μοναδικό Δημιούργημα. Αυτό είναι αναμφισβήτητα σωστό, με την έννοια ότι οι άνθρωποι εξελίχθηκαν από τα ζώα και σε ένα μεγάλο βαθμό παραμένουν ζώα. Όχι μόνο μοιραζόμαστε πολλές από τις σωματικές μας λειτουργίες με άλλα ζώα, αλλά η γενετική διαφορά μεταξύ ανθρώπων και χιμπατζήδων είναι λιγότερο από 2%. Αυτή είναι μια αποστομωτική απάντηση στις ανοησίες των οπαδών της Δημιουργίας.

Πρόσφατες έρευνες με τους χιμπατζήδες μπονόμπο απέδειξαν πέρα από κάθε αμφιβολία πως τα πρωτεύοντα που βρίσκονται πιο κοντά στους ανθρώπους είναι ικανά για κάποιο επίπεδο διανοητικής δραστηριότητας, παρόμοιας από κάποια σκοπιά με εκείνη ενός ανθρώπινου παιδιού. Αυτή είναι μια εκπληκτική απόδειξη της συγγένειας μεταξύ των ανθρώπων και των πιο αναπτυγμένων πρωτευόντων, αλλά εδώ η αναλογία φτάνει στα όριά της. Παρ’ όλες τις προσπάθειες των πειραματιστών, οι αιχμαλωτισμένοι μπονόμπο δεν μπόρεσαν να μιλήσουν ούτε να κατασκευάσουν ένα πέτρινο εργαλείο το οποίο να μοιάζει έστω και ελάχιστα με το απλούστερο εργαλείο που δημιούργησαν τα πρώιμα ανθρωποειδή. Η γενετική διαφορά του 2% μεταξύ ανθρώπων και χιμπατζήδων σηματοδοτεί το ποιοτικό άλμα από τα ζώα προς τον άνθρωπο. Αυτό πραγματοποιήθηκε όχι από κάποιον Δημιουργό, αλλά από την ανάπτυξη του εγκεφάλου μέσω της χειρωνακτικής εργασίας.

Η δεξιότητα για την κατασκευή ακόμα και του απλούστερου πέτρινου εργαλείου εμπεριέχει μια πολύ υψηλού επιπέδου διανοητική ικανότητα και αφηρημένη σκέψη. Την ικανότητα της επιλογής του σωστού τύπου πέτρας και της απόρριψης άλλων, την επιλογή της σωστής γωνίας για να χτυπήσεις και την εφαρμογή της σωστής ποσότητας δύναμης -πράγματα που απαιτούν σύνθετες διανοητικές λειτουργίες. Εμπεριέχουν ένα βαθμό σχεδιασμού και πρόβλεψης που δεν συναντάται ούτε στα πιο αναπτυγμένα πρωτεύοντα. Παρ’ όλα αυτά, η χρήση και η κατασκευή των πέτρινων εργαλείων δεν ήταν το αποτέλεσμα του συνειδητού σχεδιασμού, αλλά ήταν κάτι το οποίο επιβλήθηκε στους μακρινούς προγόνους του ανθρώπου από την αναγκαιότητα. Δεν ήταν η συνείδηση που δημιούργησε την ανθρωπότητα, αλλά ήταν οι αναγκαίες συνθήκες της ανθρώπινης ύπαρξης εκείνες που οδήγησαν στην ανάπτυξη του εγκεφάλου, του λόγου και του πολιτισμού, συμπεριλαμβανομένης και της θρησκείας.

Η ανάγκη για την κατανόηση του κόσμου συνδεόταν πολύ στενά με την ανάγκη της επιβίωσης. Εκείνα τα πρώιμα ανθρωποειδή που ανακάλυψαν τη χρήση των πέτρινων ξέστρων, για να κατακρεουργήσουν νεκρά ζώα με παχιά δέρματα, απέκτησαν ένα σχετικά μεγάλο πλεονέκτημα έναντι εκείνων που δεν είχαν πρόσβαση σ’ αυτήν την πλούσια πηγή λίπους και πρωτεϊνών. Εκείνοι που τελειοποίησαν τα πέτρινα εργαλεία τους και ερεύνησαν πού να βρίσκουν τα καλύτερα υλικά, απέκτησαν μεγαλύτερες πιθανότητες επιβίωσης έναντι εκείνων οι οποίοι δεν το έκαναν. Με την ανάπτυξη της τεχνικής ήρθε και η διεύρυνση του μυαλού και η ανάγκη να εξηγηθούν τα φαινόμενα της φύσης τα οποία καθόριζαν τη ζωή τους. Για εκατομμύρια χρόνια, μέσω του πειραματισμού και του λάθους, οι πρόγονοί μας άρχισαν να αντιλαμβάνονται τις σχέσεις μεταξύ των αντικειμένων. Άρχισαν να κάνουν αφαιρέσεις, δηλαδή να γενικεύουν μέσα από την εμπειρία και την πράξη.

Για αιώνες, το κεντρικό ζήτημα της Φιλοσοφίας ήταν η σχέση της σκέψης με την ύπαρξη. Οι περισσότεροι άνθρωποι περνούν τη ζωή τους ευχάριστα χωρίς καν να ασχοληθούν με αυτό το πρόβλημα. Σκέφτονται και πράττουν, μιλούν και εργάζονται, χωρίς την παραμικρή δυσκολία. Επιπροσθέτως, δεν θα μπορούσαν ποτέ να θεωρήσουν ως ασύμβατες τις δύο πιο βασικές ανθρώπινες δραστηριότητες, οι οποίες είναι στην πράξη απολύτως συνδεδεμένες μεταξύ τους. Ακόμα και η πιο στοιχειώδης δραστηριότητα, αν εξαιρέσουμε τις βιολογικά καθορισμένες απλές αντιδράσεις, απαιτεί κάποια σκέψη. Ως ένα βαθμό, αυτό είναι αλήθεια όχι μόνο για τους ανθρώπους αλλά και για τα ζώα επίσης, όπως μια γάτα η οποία καραδοκεί, περιμένοντας ένα ποντίκι. Στον άνθρωπο παρ’ όλα αυτά, το είδος της σκέψης και του σχεδιασμού έχει έναν ποιοτικά ανώτερο χαρακτήρα από οποιαδήποτε διανοητική δραστηριότητα ακόμα και του πιο έξυπνου πιθήκου.

Αυτό το γεγονός συνδέεται απολύτως με την ικανότητα για αφηρημένη σκέψη, η οποία δίνει στους ανθρώπους την ικανότητα να στοχαστούν πολύ πέρα από το άμεσο περιβάλλον το οποίο αντιλαμβάνονται με τις αισθήσεις τους. Μπορούμε να οραματιζόμαστε καταστάσεις όχι μόνο από το παρελθόν (τα ζώα έχουν επίσης μνήμη, όπως ένας σκύλος ο οποίος λουφάζει στη θέα του ραβδιού) αλλά και για το μέλλον. Μπορούμε να προβλέψουμε σύνθετες καταστάσεις, να σχεδιάσουμε και κατά συνέπεια να καθορίσουμε το αποτέλεσμα, και ως ένα βαθμό να διαμορφώσουμε την ίδια τη μοίρα μας. Αν και δεν σκεφτόμαστε συνήθως γι’ αυτό το πράγμα, αντιπροσωπεύει μια κολοσσιαία κατάκτηση η οποία διαχωρίζει το ανθρώπινο είδος από την υπόλοιπη φύση. «Εκείνο το οποίο είναι ξεχωριστό στον ανθρώπινο συλλογισμό», λέει ο καθηγητής Γκόρντον Τσάιλντ, «είναι ότι μπορεί να πάει πολύ πιο μακριά από την παρούσα κατάσταση απ’ όσο οποιαδήποτε άλλη λογική σκέψη κάποιου ζώου έχει πάει ποτέ». Απ’ αυτήν την ικανότητα απορρέουν όλα τα δημιουργήματα του πολιτισμού, η κουλτούρα, η τέχνη, η μουσική, η λογοτεχνία, η επιστήμη, η φιλοσοφία, η θρησκεία. Εμείς θεωρούμε επίσης ως δεδομένο ότι όλα αυτά δεν έχουν πέσει από τον ουρανό, αλλά είναι το αποτέλεσμα των εκατομμυρίων ετών της εξέλιξης.

Ο αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος Αναξαγόρας (500-428 π.Χ.), κάνοντας μια θαυμάσια αφαίρεση, είπε πως η διανοητική ανάπτυξη του ανθρώπου εξαρτώταν από την απελευθέρωση των χεριών. Σε ένα από τα πιο σημαντικά του άρθρα με τίτλο «Ο ρόλος της εργασίας στον εξανθρωπισμό του πιθήκου», ο Ένγκελς έδειξε τον ακριβή τρόπο με τον οποίο γίνεται αυτή η μετάβαση. Απέδειξε πως η όρθια στάση, η απελευθέρωση των χεριών για εργασία, η μορφή των χεριών και η θέση του αντίχειρα απέναντι στα δάχτυλα που επέτρεψε το πιάσιμο, ήταν οι φυσικές προϋποθέσεις για την κατασκευή των εργαλείων, η οποία με τη σειρά της ήταν η βασική κινητήρια δύναμη για την ανάπτυξη του εγκεφάλου. Η ίδια η ομιλία, η οποία είναι αδιαχώριστη από τη σκέψη, προέκυψε από τις απαιτήσεις της κοινωνικής παραγωγής, από την ανάγκη εκτέλεσης πολύπλοκων λειτουργιών μέσω της συνεργασίας. Αυτές οι θεωρίες του Ένγκελς έχουν επιβεβαιωθεί πλήρως από τις πρόσφατες ανακαλύψεις της Παλαιοντολογίας, οι οποίες έδειξαν ότι οι ανθρωποειδείς πίθηκοι εμφανίστηκαν στην Αφρική πολύ νωρίτερα από ό,τι πιστευόταν μέχρι τώρα και είχαν εγκεφάλους οι οποίοι δεν ήταν καθόλου μεγαλύτεροι απ’ αυτούς ενός σύγχρονου χιμπατζή. Και αυτό σημαίνει ότι η ανάπτυξη του εγκεφάλου συνέβη μετά την εποχή της κατασκευής εργαλείων και ήταν το αποτέλεσμά της. Έτσι δεν είναι σωστό το «εν αρχή ην ο Λόγος», αλλά όπως διακήρυξε ο Γερμανός ποιητής Γκαίτε, «εν αρχή ην η Πράξη».

Η ικανότητα για αφηρημένη σκέψη είναι αξεχώριστη από την ομιλία. Ο διάσημος μελετητής της προϊστορίας, Γκόρντον Τσάιλντ, παρατηρεί:

«Ο συλλογισμός, και όλα εκείνα τα οποία ονομάζουμε σκέψη, συμπεριλαμβανομένης και της σκέψης των χιμπατζήδων ακόμα, πρέπει να εμπεριέχουν διανοητικές λειτουργίες μέσω αυτών που οι ψυχολόγοι ονομάζουν είδωλα. Ένα οπτικό είδωλο, για παράδειγμα η νοητή εικόνα μιας μπανάνας, αναπόφευκτα είναι πάντα η εικόνα μιας συγκεκριμένης μπανάνας σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο. Αντιθέτως, μία λέξη είναι, όπως εξηγήσαμε, πολύ πιο γενική και αφηρημένη, απομακρύνοντας όλα εκείνα τα τυχαία χαρακτηριστικά που κάνουν μοναδική μια οποιαδήποτε πραγματική μπανάνα. Τα νοητά είδωλα των λέξεων (εικόνες του ήχου ή των μυϊκών κινήσεων που συνεπάγονται από την άρθρωσή του) σχηματίζουν πολύ βολικά εργαλεία με τα οποία σκεφτόμαστε. Με τη βοήθειά τους, η σκέψη εμπεριέχει απαραίτητα εκείνη την ποιότητα αφαίρεσης και γενίκευσης που φαίνεται να λείπει από τη σκέψη των ζώων. Οι άνθρωποι μπορούν να σκέφτονται, καθώς και να μιλούν, για την κλάση των αντικειμένων που αποκαλούνται “μπανάνες”. Ο χιμπατζής δεν πάει ποτέ παραπέρα από το “αυτή η μπανάνα σε εκείνο το τσαμπί”. Με αυτό τον τρόπο το κοινωνικό εργαλείο το οποίο ονομάζεται ομιλία έχει συνεισφέρει σε αυτό που περιγράφεται μεγαλοπρεπώς ως “απελευθέρωση του ανθρώπου από τα δεσμά του συγκεκριμένου”».

Οι πρώιμοι άνθρωποι, ύστερα από μια μεγάλη χρονική περίοδο, σχημάτισαν τη γενική ιδέα ενός, λόγου χάρη, φυτού ή ζώου. Αυτό προέκυψε από τη συγκεκριμένη παρατήρηση πολλών φυτών και πολλών ζώων. Όταν όμως φτάνουμε στη γενική αντίληψη του «φυτού», δεν βλέπουμε μπροστά μας αυτό ή εκείνο το λουλούδι ή το θάμνο, αλλά αυτό που είναι κοινό σε όλα αυτά. Αντιλαμβανόμαστε την ουσία ενός φυτού, την εσώτερή του υπόσταση. Σε σύγκριση με αυτό, οι συγκεκριμένες ιδιότητες κάθε φυτού ξεχωριστά φαίνονται δευτερεύουσες και ασταθείς. Αυτό το οποίο είναι μόνιμο και γενικό για όλα, εμπεριέχεται στη γενική αντίληψη. Δεν μπορούμε ποτέ να δούμε πραγματικά ένα φυτό ως τέτοιο, σε αντίθεση με τα συγκεκριμένα λουλούδια ή θάμνους. Είναι μια αφαίρεση του μυαλού. Αλλά παρ’ όλα αυτά είναι η βαθύτερη και πιο αληθινή έκφραση εκείνου που είναι ουσιώδες στη φύση του φυτού όταν απογυμνωθεί από όλες τις δευτερεύουσες ιδιότητές του.

Παρ’ όλα αυτά, οι αφαιρετικές σκέψεις των πρώιμων ανθρώπων απείχαν πολύ από το να έχουν έναν επιστημονικό χαρακτήρα. Ήταν ανιχνευτικές εξερευνήσεις, όπως οι εντυπώσεις ενός παιδιού -εικασίες και υποθέσεις, μερικές φορές λανθασμένες, αλλά πάντα τολμηρές και ευφάνταστες. Για τους μακρινούς μας προγόνους, ο Ήλιος ήταν ένα μεγάλο ον, το οποίο μερικές φορές τους ζέσταινε και μερικές φορές τους έκαιγε. Η Γη ήταν ένας κοιμώμενος γίγαντας. Η φωτιά ήταν ένα άγριο ζώο, το οποίο τους δάγκωνε όποτε την άγγιζαν. Οι πρώιμοι άνθρωποι είχαν την εμπειρία των κεραυνών και των αστραπών. Θα πρέπει να τους φόβιζαν, όπως φοβίζουν ακόμα τα ζώα και τους ανθρώπους. Αλλά, σε αντίθεση με τα ζώα, οι άνθρωποι αναζήτησαν μια γενική εξήγηση αυτού του φαινομένου. Με δεδομένη την απουσία της οποιασδήποτε επιστημονικής γνώσης, η εξήγηση ήταν κατά κανόνα υπερφυσική -κάποιος θεός που χτυπάει ένα αμόνι με το σφυρί του. Στα μάτια μας τέτοιες ερμηνείες φαίνονται απλώς διασκεδαστικές, όπως οι αφελείς ερμηνείες των παιδιών. Παρ’ όλα αυτά, σε εκείνη την περίοδο ήταν πολύ σημαντικές υποθέσεις -μια προσπάθεια να βρεθεί μια λογική αιτία για το φαινόμενο, κατά την οποία οι άνθρωποι άρχισαν να γενικεύουν την άμεση εμπειρία τους και να δημιουργούν κάτι που ήταν διαφορετικό από αυτήν.

Η πιο χαρακτηριστική μορφή πρώιμης θρησκείας είναι ο ανιμισμός -η αντίληψη πως τα πάντα, ζωντανά ή μη, έχουν ένα πνεύμα. Βλέπουμε το ίδιο είδος αντίδρασης σε ένα παιδί όταν αυτό χαστουκίζει ένα τραπέζι, επειδή χτύπησε επάνω το κεφάλι του. Με τον ίδιο τρόπο οι πρωτόγονοι άνθρωποι, και μερικές φυλές μέχρι σήμερα, ζητούν από το πνεύμα ενός δέντρου να τους συγχωρήσει πριν το κόψουν. Ο ανιμισμός ανήκει σε μια περίοδο κατά την οποία το ανθρώπινο είδος δεν είχε πλήρως διαχωρίσει τον εαυτό του από το ζωικό βασίλειο και από τη φύση γενικώς.

Η συγγένεια των ανθρώπων με τον κόσμο των ζώων αναδεικνύεται στη φρεσκάδα και την ομορφιά της τέχνης των σπηλαίων, όπου άλογα, ελάφια και βίσονες απεικονίζονται με τέτοια φυσικότητα που δεν μπορεί πλέον να συλληφθεί από έναν σύγχρονο καλλιτέχνη. Είναι η παιδική ηλικία του ανθρώπινου είδους, η οποία έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Μπορούμε μόνο να φανταστούμε την ψυχολογία αυτών των πολύ μακρινών προγόνων μας. Αλλά συνδυάζοντας τις ανακαλύψεις της Παλαιοντολογίας και της Ανθρωπολογίας είναι δυνατό να αναπαραστήσουμε, τουλάχιστον σε γενικές γραμμές, τον κόσμο από τον οποίο προήλθαμε.

Στην κλασική ανθρωπολογική μελέτη του για την προέλευση της μαγείας και της θρησκείας, ο σερ Τζέιμς Φρέιζερ γράφει:

«Ένας άγριος δύσκολα αντιλαμβάνεται τη διαφορά ανάμεσα στο φυσικό και το υπερφυσικό, την οποία συχνά αντιλαμβάνονται οι άνθρωποι που ζουν στον αναπτυγμένο κόσμο. Γι’ αυτόν ο κόσμος σε μεγάλο βαθμό λειτουργεί με βάση υπερφυσικούς παράγοντες, πράγμα που σημαίνει από όντα που λειτουργούν με παρορμήσεις και κίνητρα σαν τα δικά του, που υποχρεώνονται όπως και αυτός να κινούνται από τις εκκλήσεις για έλεος, από τις ελπίδες και τους φόβους τους. Σε έναν κόσμο τόσο φανταστικό, δεν βλέπει κανένα όριο στη δυνατότητα επηρεασμού της πορείας της φύσης για δικό του όφελος. Προσευχές, υποσχέσεις ή απειλές μπορεί να του εξασφαλίσουν καλό καιρό και μια επαρκή σοδειά από τους θεούς. Και αν συμβεί, όπως πολλές φορές πιστεύει, ένας θεός να ενσαρκωθεί στο δικό του πρόσωπο, τότε δεν χρειάζεται να κάνει έκκληση σε κανένα ανώτερο ον. Αυτός, ο άγριος, κατέχει ο ίδιος όλες τις απαραίτητες δυνάμεις για να εξασφαλίσει την καλή διαβίωση του εαυτού του και των συνανθρώπων του».

Η αντίληψη πως η ψυχή υπάρχει χωριστά και έξω από το σώμα προέρχεται από την πλέον πρώιμη περίοδο της αγριότητας. Το αίτιο γι’ αυτήν την αντίληψη είναι αρκετά ξεκάθαρο. Όταν κοιμόμαστε, η ψυχή φαίνεται να φεύγει από το σώμα και να περιπλανιέται στα όνειρα. Προεκτείνοντας αυτή τη σκέψη, η ομοιότητα μεταξύ θανάτου και ύπνου (τον οποίο ο Σαίξπηρ αποκάλεσε «δεύτερο εαυτό του θανάτου») πρόκρινε την ιδέα πως η ψυχή θα μπορούσε να συνεχίσει να υπάρχει και μετά τον θάνατο. Έτσι οι πρώτοι άνθρωποι συμπέραναν ότι υπάρχει κάτι μέσα τους που είναι ξεχωριστό από το σώμα τους. Αυτή είναι η ψυχή, η οποία διατάζει το σώμα και μπορεί να κάνει όλων των ειδών τα απίστευτα πράγματα, ακόμα και αν το σώμα κοιμάται. Παρατήρησαν επίσης πως λόγια σοφίας βγαίνουν από τα στόματα των ηλικιωμένων ανθρώπων και συμπέραναν ότι, αν και το σώμα φθείρεται, η ψυχή εξακολουθεί να ζει. Για τους ανθρώπους οι οποίοι ήταν συνηθισμένοι στην ιδέα της μετανάστευσης, ο θάνατος φάνηκε σαν η μετανάστευση της ψυχής, η οποία χρειαζόταν τροφή και τα απαραίτητα για το ταξίδι.

Στην αρχή αυτά τα πνεύματα δεν είχαν καμιά συγκεκριμένη κατοικία. Απλώς περιπλανιόταν προκαλώντας συνήθως μπελάδες, κάτι που υποχρέωνε τους ζωντανούς να κάνουν μια σειρά πράγματα ώστε να τα ικανοποιήσουν. Εδώ βρίσκεται η προέλευση των θρησκευτικών τελετών. Τελικά, κυριάρχησε η ιδέα πως η βοήθεια από αυτά τα πνεύματα μπορεί να εξασφαλιστεί μέσω της προσευχής. Σ’ αυτό το στάδιο, η θρησκεία (μαγεία), η τέχνη και η επιστήμη δεν ήταν καθόλου διαφοροποιημένες. Οι πρώιμοι άνθρωποι, μην έχοντας τα μέσα για να εξασφαλίσουν πραγματικό έλεγχο πάνω στο περιβάλλον τους, προσπάθησαν να πετύχουν τους σκοπούς τους μέσω των μαγικών σχέσεων με τη φύση και έτσι να της επιβάλλουν τη θέλησή τους. Η στάση των πρώιμων ανθρώπων προς τα πνεύματα-θεούς και προς τα φετίχ ήταν τελείως πρακτική. Οι προσευχές είχαν σκοπό να φέρουν αποτελέσματα. Ένας άνθρωπος θα μπορούσε να φτιάξει ένα είδωλο με τα ίδια του τα χέρια και να πέσει μπρούμυτα να το προσκυνήσει. Ωστόσο, αν δεν ερχόταν το αναμενόμενο αποτέλεσμα, θα μπορούσε να το καταραστεί ή να το χτυπήσει, έτσι ώστε να υλοποιήσει διά της βίας αυτό που απέτυχε να καταφέρει με τα παρακάλια. Σ’ αυτόν τον παράξενο κόσμο των ονείρων και των φαντασμάτων, αυτόν τον κόσμο της θρησκείας, το πρωτόγονο μυαλό έβλεπε οτιδήποτε γινόταν ως αποτέλεσμα των αόρατων πνευμάτων. Κάθε θάμνος και ρυάκι ήταν ένα ζωντανό πλάσμα, φιλικό ή εχθρικό. Κάθε τυχαίο γεγονός, κάθε όνειρο, πόνος ή αίσθηση, οφειλόταν σε ένα πνεύμα. Οι θρησκευτικές ερμηνείες γέμισαν το κενό που άφηνε η απουσία της γνώσης των νόμων της φύσης. Ακόμα και ο θάνατος δεν γινόταν αντιληπτός ως φυσική κατάσταση, αλλά ως το αποτέλεσμα κάποιας προσβολής προς τους θεούς.

Για το μεγαλύτερο μέρος της ύπαρξης του ανθρώπινου είδους, τα μυαλά των ανθρώπων έχουν υπάρξει γεμάτα τέτοιου είδους ιδέες. Και όχι μόνο σε αυτό που ο κόσμος αρέσκεται να περιγράφει με τον όρο πρωτόγονες κοινωνίες. Παρόμοιου είδους δεισιδαιμονίες συνεχίζουν να υπάρχουν, με ελάχιστα διαφοροποιημένο προσωπείο, μέχρι και σήμερα. Κάτω από τη λεπτή επίστρωση του πολιτισμού καραδοκούν πρωτόγονες, παράλογες τάσεις και ιδέες, οι οποίες έχουν τις ρίζες τους σε ένα μακρινό παρελθόν που έχει μισοξεχαστεί, αλλά δεν έχει ακόμα ξεπεραστεί. Και δεν θα μπορέσει τελικά να ξεριζωθεί από την ανθρώπινη συνείδηση, μέχρι οι άνθρωποι να κατακτήσουν τον πλήρη έλεγχο πάνω στις συνθήκες της ύπαρξής τους.

Πηγή : marxismos

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου