Πέμπτη 21 Ιουλίου 2022

ΜέΡΑ25 : Αριστερή Στροφή Χωρίς Σοσιαλιστικό Περιεχόμενο – Μέρος 2ο


 

Το δεύτερο μέρος της κριτικής μας στις θέσεις του ΜέΡΑ25 και του ιδρυτή του.

 Σταμάτης Καραγιαννόπουλος

Η κοινή πορεία της τιμής μετοχών και ομολόγων

Πώς όμως τεκμηριώνει ο ιδρυτής του ΜέΡΑ25 την (υποτιθέμενη) ύπαρξη της «τεχνοφεουδαρχίας»; Ας δούμε σημείο προς σημείο το σκεπτικό του. Στο προαναφερθέν άρθρο της 21ης Ιουνίου 2021 (στο Project Syndicate με αρχικό τίτλο «Technofeudalism is taking over») επικαλείται ορισμένα «πρωτόγνωρα» σύγχρονα φαινόμενα στην παγκόσμια οικονομία. Το πρώτο κατά σειρά παράθεσης είναι το ακόλουθο: «Οι τιμές των μετοχών και των ομολόγων, που θα έπρεπε να είναι αντιστρόφως ανάλογες, εκτινάσσονται στην στρατόσφαιρα χέρι-χέρι. Ακόμα κι όταν κάποιες φορές υποχωρούν, πάλι μαζί πηγαίνουν.»

Καταρχάς, για να διευκολυνθεί η κατανόηση του ζητήματος από κάθε αναγνώστη, πρέπει να αναφερθούμε στο ζήτημα των ομολόγων. Το ομόλογο είναι ένα χρεόγραφο για το οποίο ο εκδότης έχει την υποχρέωση στη λήξη της σύμβασης να καταβάλει στον κάτοχο την ονομαστική του αξία και επιπλέον, να του καταβάλει σε τακτά προκαθορισμένα διαστήματα κάποιο ποσό χρημάτων, δηλαδή τους τόκους. Τα ομόλογα εκδίδονται για ένα καθορισμένο χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από 1 έτος. Με πιο απλά λόγια, το ομόλογο είναι ένα δάνειο, το οποίο λαμβάνεται από τον εκδότη του μέσω των κεφαλαιαγορών. Ο εκδότης του ομολόγου είναι ο οφειλέτης και ο κάτοχος των ομολόγων ο δανειστής.

Πρέπει να σημειωθεί ότι είναι άλλο πράγμα οι αποδόσεις των ομολόγων και άλλο οι τιμές των ομολόγων. Όσο περίεργο και αν φαίνεται με την πρώτη ματιά, η απόδοση ενός ομολόγου μειώνεται όσο αυξάνεται η τιμή του και το αντίστροφο. Ενώ στις μετοχές των διαφόρων εταιρειών η απόδοση αυξάνεται όσο αυξάνεται η τιμή, στα ομόλογα όσο αυξάνεται η απόδοση που αποφέρουν στον κάτοχό τους τόσο μειώνεται η τιμή τους. Για να κατανοήσουμε το γιατί συμβαίνει αυτό ας χρησιμοποιήσουμε το προσιτό παράδειγμα των ομολόγων του ελληνικού κράτους. Όταν το ελληνικό κράτος αρχίζει (όπως συνέβη το 2009) να μην μπορεί να εξυπηρετεί τα χρέη του και το φάσμα της στάσης πληρωμών εμφανίζεται στο προσκήνιο, η τιμή των ελληνικών ομολόγων πέφτει, αφού η κατοχή τους συνεπάγεται μεγαλύτερο ρίσκο και είναι πολύ πιθανό να μην αποπληρωθούν. Έτσι, ενώ η τιμή των ελληνικών κρατικών ομολόγων στις αγορές θα πέφτει, οι υποψήφιοι νέοι αγοραστές-κάτοχοι ελληνικών ομολόγων για να λάβουν το ρίσκο να τα αγοράσουν θα ζητούν μεγαλύτερες αποδόσεις, δηλαδή να τους καταβάλλονται μεγαλύτεροι τόκοι.

Αναμφίβολα, το σύνηθες σε μια καπιταλιστική οικονομία είναι αυτό που αναφέρει ο Γ. Βαρουφάκης: οι τιμές των μετοχών και οι τιμές των ομολόγων έχουν αντίστροφη πορεία. Γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί σε συνηθισμένες περιόδους οικονομικής άνθισης, όταν οι τιμές των μετοχών ανεβαίνουν, οι «επενδυτές»-κερδοσκόποι δεν ενδιαφέρονται για τα ομόλογα αλλά για τις μετοχές, ενώ σε συνηθισμένες περιόδους ύφεσης συμβαίνει το αντίστροφο, οι «επενδυτές»-κερδοσκόποι δεν ενδιαφέρονται για τις μετοχές και ενδιαφέρονται περισσότερο για τα ομόλογα.

Το «κλειδί» για να καταλάβουμε τι συμβαίνει σήμερα με τις τιμές μετοχών και ομολόγων είναι να κατανοήσουμε ότι δεν βρισκόμαστε σε μια συνηθισμένη κατάσταση της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας. Από αυτόν τον μη συνηθισμένο χαρακτήρα της σημερινής κατάστασης προκύπτει και το οξύμωρο φαινόμενο οι τιμές μετοχών και ομολόγων να έχουν την ίδια πορεία, το οποίο επικαλείται στο άρθρο του ο ιδρυτής του ΜέΡΑ25 για να τεκμηριώσει την ύπαρξη ενός νέου κοινωνικο-οικονομικού συστήματος. Ο μη συνηθισμένος χαρακτήρας της κατάστασης της παγκόσμιας οικονομίας πηγάζει από μια πραγματικότητα, την οποία ο Γ. Βαρουφάκης ως αριστερός ηγέτης που επικαλείται τον μαρξισμό θα έπρεπε να τονίζει: από την πραγματικότητα του ιστορικού αδιεξόδου του καπιταλισμού.

Ο μη συνηθισμένος χαρακτήρας της σημερινής κατάστασης και το ιστορικό αδιέξοδο του συστήματος εκφράζονται αντιπροσωπευτικά από τη μία πλευρά από το διεθνές φαινόμενο του υψηλού πληθωρισμού, που όπως φοβούνται όλοι οι αστοί οικονομικοί αναλυτές απειλείται να συνδυαστεί με την ύπαρξη ύφεσης και να μετατραπεί σε στασιμοπληθωρισμό, και από την άλλη, από την ύπαρξη τεράστιων χρεών, που ενθαρρύνθηκαν από την πολιτική των κεντρικών κρατικών τραπεζών τα προηγούμενα χρόνια στο βωμό της αποφυγής μιας πολύ βαθιάς ύφεσης.

Έτσι, για παράδειγμα, την περίοδο που γράφτηκε το άρθρο του Γ. Βαρουφάκη (έναν χρόνο πριν) οι τιμές μετοχών και ομολόγων είχαν την ίδια ανοδική πορεία γιατί οι γιγάντιες, φθηνές κρατικές χρηματοδοτήσεις προς τις επιχειρήσεις και η παράταση της πολιτικής χαμηλών επιτοκίων και του φθηνού δανεισμού από τις κεντρικές τράπεζες, σε συνθήκες επιστροφής της παγκόσμιας οικονομίας σε άνθιση μετά τα λοκντάουν, δημιούργησαν τεράστιες ποσότητες χρήματος διαθέσιμου για κερδοσκοπικές τοποθετήσεις σε μετοχές, αλλά και σε ομόλογα, αυξάνοντας την τιμή αμφοτέρων. Κι αν η αύξηση της τιμής των μετοχών θεωρούταν φυσιολογική λόγω της εισόδου σε φάση άνθισης όπου υπάρχουν προσδοκίες για μεγάλα κέρδη, η αύξηση της τιμής των ομολόγων μπορεί να εξηγηθεί από την ασφάλεια που αισθάνονταν για τα ομόλογα οι κερδοσκόποι λόγω της πολιτικής των χαμηλών επιτοκίων των κεντρικών τραπεζών και των μεγάλων προγραμμάτων αγοράς ομολόγων (δηλαδή φθηνού δανεισμού).

Αλλά και τώρα πλέον, έναν χρόνο μετά, η αντίστροφη, αλλά και πάλι κοινή, αυτή τη φορά καθοδική, πορεία της τιμής μετοχών και ομολόγων, εξηγείται από τον τρόπο που λειτουργεί ο καπιταλισμός, χωρίς κάποιος να χρειάζεται να συμπεράνει ότι έχουμε μπροστά μας ένα άλλο κοινωνικο-οικονομικό σύστημα. Οι μετοχές στα χρηματιστήρια πέφτουν γιατί η οικονομία επιβραδύνει και όλα δείχνουν ότι η άνθιση σύντομα θα αποτελέσει παρελθόν δίνοντας τη θέση της στην ύφεση. Αλλά και οι τιμές των ομολόγων πέφτουν, ως αποτέλεσμα της αλλαγής της πολιτικής των κεντρικών τραπεζών λόγω του μεγάλου πληθωρισμού, στο πλαίσιο της οποίας αυξάνουν τα επιτόκια και σταματούν τα προγράμματα αγοράς ομολόγων.

Σε σημαντικό βαθμό αυτή η πτώση της τιμής των ομολόγων αντανακλά την πεποίθηση των «επενδυτών»-κερδοσκόπων ότι τα χρέη δεν μπορούν πλέον να εξυπηρετηθούν κανονικά.
Και αφού είδαμε ότι οι τιμές μετοχών και ομολόγων πηγαίνουν χέρι-χέρι λόγω παραγόντων που γεννιούνται λογικά μέσα στο υπάρχον κοινωνικοικονομικό σύστημα και όχι σε ένα καινούριο, οφείλουμε να τονίσουμε ότι το φαινόμενο της κοινής αυτής πορείας δεν είναι καθόλου πρωτόγνωρο, όπως επιθυμεί να το παρουσιάζει ο Γ. Βαρουφάκης. Τη δεκαετία του 1970 όπου είχε κάνει και τότε την εμφάνισή του για τα καλά ο στασιμοπληθωρισμός, είχαμε μια κοινή τάση πτώσης της τιμής μετοχών και ομολόγων, χωρίς να χρειαστεί κανένας αριστερός αναλυτής που επικαλείται των μαρξισμό να αναρωτηθεί αν το κοινωνικοοικονομικό σύστημα έχει αλλάξει.

Η απόκλιση χρηματιστηρίων και πραγματικής οικονομίας

Το δεύτερο «πρωτόγνωρο» φαινόμενο που επικαλείται στο ίδιο άρθρο του ο Γ. Βαρουφάκης περιγράφεται στο ακόλουθο απόσπασμα: «Αντίστοιχη παραβίαση βασικών αρχών των καπιταλιστικών αγορών παρατηρούμε όσον αφορά εκείνο που οι χρηματιστές ορίζουν ως το “κόστος του κεφαλαίου” (δηλαδή τις αποδόσεις που πρέπει να αναμένει κάποιος για να αξίζει να αγοράσει κάποιο «χαρτί»: μετοχή, ομόλογο, προαίρεση, ασφαλιστικό συμβόλαιο κλπ). Αντί να πέφτει όταν αυξάνονται τα σκαμπανεβάσματα των χρηματαγορών (δηλαδή όταν αυξάνεται η «αβεβαιότητα»), τα τελευταία χρόνια – ιδίως μέσω πανδημίας – το αντίθετο γίνεται: το κόστος του κεφαλαίου αυξάνεται κι αυτό. Το καλύτερο παράδειγμα είναι εκείνο που συνέβη στο Λονδίνο το περασμένο καλοκαίρι, την 12 Αυγούστου λίγο μετά τις 9πμ για να είμαι ακριβής: Ανακοινώθηκε από τις αρχές ότι, κατά το πρώτο επτάμηνο του 2020, το Βρετανικό εθνικό εισόδημα (το ΑΕΠ) μειώθηκε πάνω από 20% – μια πτώση μεγέθους πολύ μεγαλύτερου από τις προσδοκίες και των πιο απαισιόδοξων οικονομολόγων. Το ενδιαφέρον είναι τι ακολούθησε περίπου 20 λεπτά της ώρας αργότερα: Το χρηματιστήριο του Λονδίνου ανέβηκε 2%!. Κάτι τέτοιο δεν έχει ξανασυμβεί ποτέ στην ιστορία του διεθνούς καπιταλισμού. Ναι, έχει συμβεί να ανεβαίνουν τα χρηματιστήρια μετά από «κακά μαντάτα», όταν τα μαντάτα ήταν μεν κακά αλλά οι χρηματιστές τα περίμεναν χειρότερα απ’ ότι απεδείχθησαν. Όμως, το να έρχονται μαντάτα χειρότερα από τα αναμενόμενα και να ανεβαίνει το χρηματιστήριο, αυτό πρώτη φορά συνέβη. Αποδεικνύει ότι, πλέον, χωρίς αμφιβολία, οι χρηματαγορές αποκολλήθηκαν από τον καπιταλισμό».

Το δεύτερο αυτό φαινόμενο που επικαλείται ο ιδρυτής του ΜέΡΑ25 για να τεκμηριώσει την ύπαρξη ενός άλλου, νέου κοινωνικοοικονομικού συστήματος, συγκροτεί ένα ακόμα πιο αυθαίρετο επιχείρημα από το πρώτο. Πράγματι, σε γενικές γραμμές δεν είναι λάθος κάποιος να ισχυριστεί ότι αποτελεί «βασική αρχή των καπιταλιστικών αγορών» το χρηματιστήριο να αντανακλά την πορεία της πραγματικής οικονομίας. Ωστόσο, θα πρέπει απαραίτητα να συμπληρώσει ότι αυτό συμβαίνει σε τελική ανάλυση και όχι αυτόματα. Το χρηματιστήριο δεν αποτελεί ποτέ μια αυθεντική και άμεση αντανάκλαση των τάσεων που επικρατούν στην πραγματική καπιταλιστική οικονομία, γιατί μεταξύ των χρηματιστηριακών τιμών των μετοχών και της αληθινής κατάστασης και των πραγματικών προοπτικών των εισηγμένων στο Χρηματιστήριο εταιρειών παρεμβάλλεται ο παραμορφωτικός παράγοντας των κερδοσκοπικών σκοπιμοτήτων (και απατών).

Έτσι λοιπόν, ο υπερ-παρασιτικός ρόλος που διαδραματίζουν σήμερα τα μεγάλα κερδοσκοπικά funds που μη έχοντας καμία σχέση με την πραγματική παραγωγή έχουν ανάγει το τζογάρισμα με τις μετοχές σε επιστήμη, είναι δυνατό να παράγει αντιφάσεις όπως αυτή που περιγράφει το παράδειγμα που ανέφερε ο Γ. Βαρουφάκης. Πόσο μάλλον αυτό είναι λογικό να συμβεί σε μια περίοδο όπως τα μέσα του 2021, κατά την οποία η πολιτική των κεντρικών τραπεζών και των κρατών της γενναιόδωρης παροχής φθηνού χρήματος στις τράπεζες και τις μεγάλες εταιρείες έδωσε τροφή για την έκφραση ακραίων φαινομένων κερδοσκοπίας με τις χρηματιστηριακές μετοχές. Είναι αυτή η ακραία παρασιτική φάση του καπιταλισμού η αιτία που οξύνει τα φαινόμενα αναντιστοιχίας μεταξύ της πορείας του χρηματιστηρίου και της πραγματικής οικονομίας και ασφαλώς όχι η ανάδειξη στο προσκήνιο ενός νέου κοινωνικό-οικονομικού συστήματος.

Ωστόσο και η ίδια ζωή τους τελευταίους μήνες έχει (ξανα)διαψεύσει την επίκληση από τον Γ. Βαρουφάκη της απόκλισης χρηματιστηρίου και πραγματικής οικονομίας ως απόδειξης για την ύπαρξη ενός νέου κοινωνικοοικονομικού συστήματος. Ακόμα και τα παρόντα υψηλά επίπεδα ακραίας κερδοσκοπίας δεν έχουν εμποδίσει τα χρηματιστήρια να συγχρονιστούν τελικά με την επικρατούσα, πτωτική τάση στην παγκόσμια οικονομία. Τα ισχυρότατα και διαδοχικά πτωτικά κύματα που παρακολουθούμε στα διεθνή χρηματιστήρια από την περασμένη Άνοιξη συνιστούν αποστομωτική απάντηση στους επιπόλαιους θεωρητικούς αυτοσχεδιασμούς του Γ. Βαρουφάκη. Οι ακραία παρασιτικές χρηματιστηριακές αγορές δεν «αποκολλήθηκαν από τον καπιταλισμό». Αντίθετα, αντιπροσωπεύουν αυθεντικά την προχωρημένη ιστορική του παρακμή.

Ο ρόλος των κεντρικών τραπεζών

Στο ίδιο άρθρο του Γ. Βαρουφάκη βρίσκουμε και την αναφορά σε ένα ακόμα, τρίτο, «πρωτόγνωρο» φαινόμενο, που υποτίθεται ότι τεκμηριώνει την ύπαρξη της «τεχνοφεουδαρχίας». Αυτό είναι ο νέος ρόλος των κεντρικών τραπεζών. Γράφει χαρακτηριστικά: «..τόσο ο μονοπωλιακός όσο και ο τραπεζοκεντρικός καπιταλισμός κινητοποιούνταν από ιδιωτικά κέρδη στα οποία προστίθεντο πρόσοδοι που συσσωρεύονταν σε κάποια αγορά – την οποία μονοπωλούσε, π.χ., μια Τζένεραλ Μότορς ή την οποία δημιουργούσε μια Γκόλντμαν Σακς. Κάποια στιγμή, μετά το 2008, όλα άλλαξαν…οι κεντρικές τράπεζες των G7, συγκεκριμένα τον Απρίλιο του 2009, συντόνισαν το τύπωμα ποταμών δημόσιου χρήματος με σκοπό την διάσωση των τραπεζών. Σήμερα, η δύναμη που κινεί την παγκόσμια οικονομία δεν είναι πλέον τα ιδιωτικά κέρδη αλλά αυτό το χρήμα που παράγουν, από το 2008 ως σήμερα, οι κεντρικές τράπεζες. Σε ολόκληρη τη Δύση, οι κεντρικές τράπεζες δανείζουν στις πολυεθνικές, οι οποίες χρησιμοποιούν το χρήμα για να… αγοράζουν τις μετοχές τους στα χρηματιστήρια, με αποτέλεσμα τα χρηματιστήρια να ανεβαίνουν την ώρα που τα κέρδη είναι στο “πάτωμα”».

Το γεγονός ότι οι κεντρικές τράπεζες δανείζουν τις πολυεθνικές για να τζογάρουν στα χρηματιστήρια και να αγοράζουν ακόμα και τις δικές τους μετοχές αντανακλά γλαφυρά τον παρασιτικό χαρακτήρα της άρχουσας τάξης. Επιπλέον, το γεγονός της παρέμβασης επίσημων αστικών θεσμών στην παγκόσμια οικονομία με γιγάντιες χρηματοδοτήσεις φανερώνει τη συνειδητοποίηση από την άρχουσα τάξη της ανάγκης ενός κεντρικού οικονομικού σχεδιασμού για να να αντιμετωπιστούν τα εμπόδια που θέτει στην παγκόσμια οικονομία η αναρχία της καπιταλιστικής παραγωγής. Αποτελεί μια έμπρακτη ομολογία από την πλευρά της για την ανωτερότητα της κεντρικά σχεδιασμένης οικονομίας.

Από μόνη της η σύγχρονη εξάρτηση της σταθερότητας της καπιταλιστικής οικονομίας από το τύπωμα χρήματος δεν μπορεί να αποτελεί απόδειξη ότι έχουμε ήδη μπροστά μας ένα άλλο κοινωνικό-οικονομικό σύστημα, όπως υποστηρίζει ο ιδρυτής του ΜέΡΑ25. Οι κεντρικές τράπεζες είναι επίλεκτα τμήματα των αστικών κρατικών θεσμών, οι οποίοι έχουν δημιουργηθεί για να υπηρετούν την βιωσιμότητα και μακροημέρευση του υφιστάμενου κοινωνικοοικονομικού συστήματος, του καπιταλισμού. Όπως επανειλημμένα είδαμε από το 2008 και μετά, με τις κολοσσιαίες παρεμβάσεις τους δεν υπονομεύουν αλλά αντίθετα υπηρετούν – και ενίοτε διασώζουν από τη χρεοκοπία – τα διεθνή καπιταλιστικά μονοπώλια, τις τράπεζες και τα ίδια τα καπιταλιστικά κράτη, όλα όσα δηλαδή ο Γ. Βαρουφάκης περιγράφει με τον όρο «μονοπωλιακός και τραπεζοκεντρικός καπιταλισμός». Και από τη στιγμή που αυτός ο καπιταλισμός υπηρετείται τόσο αποτελεσματικά και με τόσο καλά σχεδιασμένες, «επίσημες» και θεσμικές παρεμβάσεις, ο καθένας μπορεί να καταλάβει πως κάθε άλλο παρά έχει δώσει τη θέση του σε κάποια «τεχνοφεουδαρχία».

Συνεχίζεται

Διαβάστε εδώ το 1ο μέρος

Σταμάτης Καραγιαννόπουλος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου