Τετάρτη 23 Φεβρουαρίου 2022

IMT Ρωσίας & Ουκρανίας Για Την Αναγνώριση Των Λ. Δημοκρατιών Ντονμπάς Από Τον Πούτιν


Πολιτική Δήλωση του Ρωσικού τμήματος της IMT (Διεθνούς Μαρξιστικής Τάσης) και των υποστηρικτών της από την Ουκρανία και τη Λαϊκή Δημοκρατία του Ντόνετσκ. Δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα www.marxist.com την Τρίτη 22 Φεβρουαρίου 2022.


Στις 15 Φεβρουαρίου, η ρωσική Κρατική Δούμα ψήφισε υπέρ της πρότασης για άμεση διπλωματική αναγνώριση της Λαϊκής Δημοκρατίας του Ντονέτσκ (DPR) και της Λαϊκής Δημοκρατίας του Λουγκάνσκ (LPR). Η πλειοψηφία του Συμβουλίου Ασφαλείας της Ρωσικής Ομοσπονδίας τάχθηκε υπέρ της αναγνώρισης τους στις 21 Φεβρουαρίου. Τελικά τη νύχτα της 21ης προς 22η Φεβρουαρίου ξεκίνησε η στρατιωτική επέμβαση των ρωσικών στρατευμάτων στα εδάφη αυτά.

Οι εμπνευστές αυτής της διαδικασίας επικαλούνται το γεγονός ότι η διπλωματική αναγνώριση των Δημοκρατιών αυτών είναι μια απάντηση στη στρατιωτική απειλή από την Ουκρανία και το ΝΑΤΟ, και ότι οι χώρες του ΝΑΤΟ έχουν διαφορετικές απόψεις τόσο σε σχέση με το καθεστώς Πούτιν, όσο και με το ζήτημα της Ουκρανίας. Αυτή η επιχειρηματολογία αποκαλύπτει την υποκρισία της ρωσικής πολιτικής ελίτ, η οποία μέχρι στιγμής έχει υποστηρίξει πεισματικά ότι «δεν συμμετέχει στην ενδο-ουκρανική σύγκρουση». Ήταν ήδη προφανές, για όποιον είχε μάτια να δει, ότι υπήρχε ρωσική επέμβαση στη ζώνη σύγκρουσης στην ανατολική Ουκρανία. Τώρα, έχει μετατραπεί σε ανοιχτή εισβολή. Εξίσου υποκριτικές είναι οι δηλώσεις των ηγετών των χωρών του ΝΑΤΟ και των φερέφωνών τους στα μέσα ενημέρωσης, οι οποίοι προσποιούνται ότι ενδιαφέρονται για τα «ανθρώπινα δικαιώματα», την «εδαφική ακεραιότητα» και την «προστασία της Ουκρανίας από εξωτερικές επεμβάσεις».

Η υποκρισία είναι ένα κοινό χαρακτηριστικό όλων των μεγάλων δυνάμεων σε αυτήν τη σύγκρουση. Οι κυβερνήσεις της Ρωσίας, των Ηνωμένων Πολιτειών, των χωρών της ΕΕ και της Ουκρανίας δικαιολογούν όλες τις ενέργειές τους με κάθε δυνατό τρόπο, επικαλούμενες τα συμφέροντα των λαών και τα δικαιώματά τους. Η επίκληση των αστικών κυβερνήσεων στα δικαιώματα των λαών δεν είναι παρά ένα κάλυμμα για μια κυνική πολιτική που στρέφεται παντού ενάντια στα συμφέροντα της εργατικής πλειοψηφίας.

Ένας πόλεμος προπαγάνδας επιδιώκει να παγιδεύσει κομμουνιστές και αριστερούς σε μια λανθασμένη επιλογή μεταξύ διαφορετικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, διεθνούς ή περιφερειακής κλίμακας, ανάμεσα σε διαφορετικές κλίκες καπιταλιστών, ανάμεσα σε διαφορετικές σοβινιστικές θέσεις. Ως διεθνιστές, βεβαιώνουμε ότι δεν θα επιτρέψουμε στους εαυτούς μας να εξαπατηθούμε από το κεφάλαιο και τους εκφραστές του και να μετατραπούμε σε εθελοντές υπηρέτες τους, όπου και αν βρίσκονται – στη Μόσχα, τις Βρυξέλλες, την Ουάσιγκτον ή το Κίεβο. Παλεύουμε μόνο για ένα συμφέρον – το κοινό συμφέρον της εργατικής τάξης όλων των εθνών.

Ωστόσο, η στρατηγική και τα καθήκοντα των κομμουνιστών σε διάφορες χώρες διαφέρουν σε συγκεκριμένες στιγμές. Οι ντόπιοι εργάτες και κομμουνιστές δεν πρέπει να βασίσουν τις θέσεις τους στη «γεωπολιτική», ούτε σε επιχειρήματα σχετικά με το ποιος ξεκίνησε τις εχθροπραξίες πρώτος. Το καθήκον μας είναι να σταματήσουμε έναν πιθανό πόλεμο και να υποστηρίξουμε τη συγκρότηση ενός αντιπολεμικού κινήματος της εργατικής τάξης στη Ρωσία, την Ουκρανία και τις Λαϊκές Δημοκρατίες. Ο μόνος τρόπος για να γίνει αυτό είναι να ενεργήσουμε με βάση το σύνθημα «ο κύριος εχθρός βρίσκεται στη χώρα μας». Κάθε πλευρά έχει διαφορετικό εχθρό. Δεν πρέπει να επιτρέψουμε στον εαυτό μας να μπερδευτεί μεταθέτοντας την ευθύνη στον «εξωτερικό επιτιθέμενο» και δεν μπορούμε να ευθυγραμμιστούμε με τις κυβερνήσεις μας με κανέναν τρόπο.
 
Αυτοδιάθεση του Ντονμπάς

Πριν συζητήσουμε μια μελλοντική ειρηνευτική διευθέτηση, είναι απαραίτητο να επισημάνουμε το κύριο ζήτημα: ο λαός του Ντονμπάς έχει το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση. Και αυτή η αυτοδιάθεση πρέπει να βασίζεται σε μια ελεύθερη, δημοκρατική του επιλογή. Οποιαδήποτε υπόνοια ότι η για τη μοίρα του Ντονμπάς θα πρέπει να αποφασίσει «ολόκληρη η Ουκρανία», η κυβέρνηση της Ουκρανίας ή, ακόμη περισσότερο, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ρωσία, αποτελεί προδοσία της δημοκρατικής αρχής του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης όπως και αν παρουσιάζεται.

Όσοι αρνούνται το δικαίωμα του Ντονμπάς στην αυτοδιάθεση λέγοντας, ότι «δεν είναι λαός», υποστηρίζουν πως ανήκει στον «ουκρανικό» ή «ρωσικό» λαό, ανάλογα με τις εθνικιστικές προλήψεις του εκάστοτε τοποθετούμενου στο θέμα. Φτάνουν στο σημείο να αρνούνται από θέση αρχής τη δυνατότητα των κατοίκων του Ντονμπάς να κάνουν μια ανεξάρτητη επιλογή. Στην πραγματικότητα, καταλήγουν στον επαίσχυντο σοβινισμό και την άρνηση των δημοκρατικών δικαιωμάτων τεσσάρων εκατομμυρίων ανθρώπων.

Ωστόσο, πρώτον, η προάσπιση του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης δεν σημαίνει αυτόματη υποστήριξη οποιασδήποτε απόσχισης. Αναγνωρίζουμε άνευ όρων το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των Λαϊκών Δημοκρατιών του Ντονμπάς (DPR και LPR) και αναγνωρίζουμε τη δημοκρατική απόφαση του λαού τους, όποια και αν είναι αυτή. Θεωρούμε όμως ότι είναι δυνατό να μιλήσουμε για τους πιο προοδευτικούς τρόπους άσκησης της αυτοδιάθεσης από τη σκοπιά των γενικών συμφερόντων της εργατικής τάξης και του αγώνα για το σοσιαλισμό. Πιστεύουμε ότι η επιλογή, στο πλαίσιο της αυτοδιάθεσης, θα πρέπει να προέλθει από την προοπτική μελλοντικής συνεργασίας και συντροφικότητας μεταξύ των εργαζομένων του Κιέβου, του Ντόνετσκ και της Μόσχας. Την ενότητα μεταξύ ενός ανθρακωρύχου και ενός προγραμματιστή, ενός γιατρού και ενός δασκάλου· μεταξύ όλων εκείνων που δημιουργούν αξία στην κοινωνία. Γι’ αυτό, η επιλογή πρέπει να είναι ελεύθερη και συνειδητή.

Δεύτερον, αρνούμαστε να αναγνωρίσουμε εκλογές υπό την απειλή των όπλων, με ιμπεριαλιστές με τα δάχτυλα στη σκανδάλη, ως αυτοδιάθεση. Μια γνήσια δημοκρατική επιλογή είναι δυνατή μόνο σε συνθήκες πολιτικής δημοκρατίας και ελευθερίας της αντιπολίτευσης. Αλλά αυτήν τη στιγμή, οι αρχές των Δημοκρατιών έχουν εκφυλιστεί σε διεφθαρμένους υπαλλήλους της Μόσχας και η αντιπολίτευση διώκεται. Η αυτοδιάθεση της DPR και της LPR είναι θέμα του μελλοντικού δημοκρατικού και εργατικού κινήματος, το οποίο, αποφασίζοντας για την τύχη του Ντονμπάς, θα ενεργήσει αναπόφευκτα σε αντίθεση με τις υπάρχουσες κρατικές αρχές στις Δημοκρατίες αυτές.
 
Οι επιδιώξεις των αστικών κυβερνήσεων

Ο πόλεμος έχει μεγάλο κόστος στην Ουκρανία και φαινομενικά, η κυβέρνησή της θα έπρεπε να ενδιαφέρεται περισσότερο απ’ όλους για μια ειρηνική λύση. Ωστόσο, οι πολιτικές δυνάμεις που ήρθαν στην εξουσία μετά το κίνημα Μαϊντάν είναι ένα από τα κύρια εμπόδια σε αυτό το ζήτημα. Ακολουθώντας το καθεστώς Ποροσένκο, και αντίθετα με τις προεκλογικές υποσχέσεις της, η κυβέρνηση Ζελένσκι χρησιμοποίησε εθνικιστική ρητορική και πολιτικές για να αντιταχθεί στις γλωσσικές ελευθερίες για τους Ρωσόφωνους και συνεχίζει να δοξάζει τους συνεργάτες των Ναζί. Μια τέτοια πολιτική αποκλείει κάθε ειρηνική συναίνεση των DNR και LNR και αποκλείει την οικειοθελή επανένταξή τους.

Δεύτερον, εδώ και οκτώ χρόνια, ο σκληρός πόλεμος ήταν πηγή πλουτισμού για διεφθαρμένους Ουκρανούς ολιγάρχες και κλεπτοκράτες. Επομένως, η αντιδραστική κλίκα που βρίσκεται στην εξουσία στην Ουκρανία, σε αντίθεση με τα συμφέροντα του λαού της Ουκρανίας, επωφελείται από έναν ακήρυχτο πόλεμο και όχι από μια πραγματικά δημοκρατική ειρηνευτική διευθέτηση. Ο ιμπεριαλισμός των ΗΠΑ ενδιαφέρεται ακόμη λιγότερο για μια ειρηνική διευθέτηση της σύγκρουσης, και αντ’ αυτού τη χρησιμοποιεί για να ασκήσει πίεση στη Ρωσία. Για να το κάνει αυτό, εδώ και οκτώ χρόνια, υποστηρίζει το λεγόμενο «κόμμα του πολέμου», που αποτελείται από τις πιο αντιδραστικές και μιλιταριστικές δυνάμεις στην πολιτική σκηνή της Ουκρανίας.

Η θέση της ρωσικής κυβέρνησης είναι ιδιαίτερα υποκριτική. Παρά τις επίσημες δηλώσεις περί μη ανάμειξης στις εσωτερικές υποθέσεις της Ουκρανίας και των DNR και LNR, στην πραγματικότητα, ο ρωσικός ιμπεριαλισμός ασκούσε ασφυκτικό έλεγχο σε αυτές. Μετά την αναγνώριση της LNR και της DNR, δεν χρειάζεται να μιλάμε για μη επέμβαση.

Η Ρωσία χρησιμοποιεί τις Δημοκρατίες του Ντονμπάς για να ασκήσει πίεση στην κυβέρνηση της Ουκρανίας και ως διαπραγματευτικό χαρτί σε πολιτικά παιχνίδια με τις ΗΠΑ και την ΕΕ. Ο ρωσικός ιμπεριαλισμός χρειάζεται υπάκουα καθεστώτα και πολιτικούς σε αυτές τις Δημοκρατίες. Σε περίπτωση επανένταξης στην Ουκρανία, αυτά θα χρησιμεύσουν ως όργανα της Ρωσίας για να επηρεάσει την ουκρανική πολιτική. Επιπλέον, ενώ προσποιείται ότι μιλάει για την προστασία των ανθρώπων από τη «φασιστική χούντα», ο ρωσικός καπιταλισμός χρησιμοποιεί τους κατοίκους του Ντονμπάς ως εξαιρετικά φτηνό εργατικό δυναμικό όπως συμβαίνει για παράδειγμα στα ανθρακωρυχεία του Κουζμπάς εντός της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Με τον ίδιο τρόπο οι καπιταλιστές της ΕΕ εκμεταλλεύονται το εργατικό δυναμικό της Ουκρανίας.

Επιπλέον, η ρωσική κυβέρνηση χρησιμοποιεί αυτήν τη σύγκρουση για να σπείρει τον εθνικισμό στη ρωσική κοινωνία, εκφοβίζοντας τον λαό με απειλές εξωτερικής επίθεσης, καταπάτηση των ρωσικών συνόρων από το ΝΑΤΟ κ.λπ., εκτρέποντας την οργή και τον φόβο των μαζών στη Ρωσία προς έναν «εξωτερικό εχθρό».

Ο ισχυρισμός της ρωσικής κυβέρνησης ότι μόνο η Ουκρανία είναι ο επιτιθέμενος στη σύγκρουση δεν ευσταθεί. Το ρωσικό καθεστώς όχι μόνο συντηρεί την ένταση, αλλά έχει επανειλημμένα επιστρατεύσει ψέματα και προκλήσεις. Αυτό έγινε ιδιαίτερα εμφανές κατά τη διάρκεια της τρέχουσας κρίσης, που υποστηρίχθηκε από μια μεγάλης κλίμακας εκστρατεία παραπληροφόρησης από το ρωσικό καθεστώς για να δημιουργήσει μια βολική δικαιολογία για τις ενέργειές του. Για παράδειγμα, υπήρχαν τα προηχογραφημένα «βίντεο απόδειξης» βομβαρδισμού των δημοκρατιών και εκκλήσεις για υποστήριξη από τους αρχηγούς των LPR και DPR, που εκδόθηκαν λίγες ημέρες πριν από την έναρξη της εκκένωσης του άμαχου πληθυσμού. Όλα αυτά αποκαλύπτουν τον παραλογισμό των δηλώσεων σχετικά με την απροθυμία του Κρεμλίνου να κλιμακώσει την τρέχουσα σύγκρουση, καθώς και τις προσπάθειες ορισμένων στην ρωσική Αριστερά να την παρουσιάσουν ως το «μικρότερο κακό».

Επομένως, μια ειρηνική δημοκρατική διευθέτηση δεν είναι προς το συμφέρον του ρωσικού καπιταλισμού, ο οποίος επωφελείται, τουλάχιστον, από τη συνεχή ένταση στο Ντονμπάς. Και γι’ αυτό οι αριστερές εργατικές οργανώσεις πρέπει να υποστηρίξουν μια θεμελιωδώς αντιπολεμική θέση στη Ρωσία. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να αναπτυχθεί η ταξική συνείδηση και η αυτο-οργάνωση της εργατικής τάξης σε σχέση με αυτό το ζήτημα.

Τέλος, οι κυβερνήσεις της LPR και DPR είναι αυτή τη στιγμή υπάλληλοι της ρωσικής ολιγαρχίας και αποκομμένες από τον λαό. Ο ατελείωτος πόλεμος είναι η βάση της προνομιούχας θέσης τους και επομένως ούτε αυτές ενδιαφέρονται για μια πραγματικά δημοκρατική λύση. Η Ρωσία όχι μόνο υποστηρίζει, αλλά ελέγχει τις κυβερνήσεις των LPR και DPR. Χωρίς αυτή την υποστήριξη, οι σημερινές κυβερνήσεις στις Δημοκρατίες αυτές δεν θα είχαν επιβιώσει. Με την υποστήριξη του ρωσικού ιμπεριαλισμού, η αντιπολίτευση διώκεται, όλες οι ανεξάρτητες εργατικές πρωτοβουλίες καταστέλλονται ανελέητα, ακόμη και οι στρατιωτικοί διοικητές που έχουν δείξει οποιοδήποτε βαθμό ανεξαρτησίας έχουν δολοφονηθεί με την εμπλοκή των ρωσικών μυστικών υπηρεσιών.

Συνολικά, οκτώ χρόνια τώρα, ούτε η κυβέρνηση της Ουκρανίας, ούτε οι ρωσικές αρχές, ούτε οι Ηνωμένες Πολιτείες, ούτε καν οι κυβερνήσεις στις Λαϊκές Δημοκρατίες του Ντονμπάς ενδιαφέρονται για μια πραγματικά δημοκρατική ειρηνική διευθέτηση της σύγκρουσης.
 
Επανένταξη ή ανεξαρτησία;

Εάν τοποθετούμαστε στην πλευρά των συμφερόντων του διεθνούς σοσιαλιστικού μέλλοντος της ανθρωπότητας και της ισχυροποίησης των δυνάμεων του εργατικού κινήματος, τότε, κατά κανόνα, η προτιμώμενη επιλογή για την επίλυση μιας εθνικής σύγκρουσης θα είναι αυτή που θα οδηγήσει στην επίλυση των εθνικών αντιθέσεων, το εκ νέου άνοιγμα των χώρων δουλειάς και που δε θα δημιουργεί νέες παρατεταμένες εθνικές συγκρούσεις.

Εάν προσεγγίσουμε τη σύγκρουση στο Ντονμπάς μόνο από αυτή την οπτική γωνία, τότε μία από τις επιλογές για την επίλυση του ζητήματος θα ήταν η ειρηνική δημοκρατική επανένταξη των δημοκρατιών στην Ουκρανία, με τη διατήρηση των γλωσσικών και άλλων ελευθεριών και την εγγύηση οποιουδήποτε βαθμού αυτονομίας ζητήσουν οι λαοί των DPR και LPR.

Μιλάμε για ειρηνική δημοκρατική επανένταξη και όχι για βίαιη προσάρτηση. Οποιαδήποτε παραλλαγή αναγκαστικής επανένταξης θα εμβαθύνει μόνο τους εθνικούς διαχωρισμούς και θα προκαλέσει βαθιές πληγές στο εργατικό κίνημα. Και η δημοκρατική επανένταξη στη σημερινή Ουκρανία είναι αδύνατη όσο η σημερινή κυβέρνηση και το «κόμμα του πολέμου» παραμένουν στην εξουσία.

Μια εναλλακτική λύση στην επανένταξη είναι η πραγματική ανεξαρτησία της DPR και της LPR. Ωστόσο, χωρίς αλλαγή καθεστώτος στη Ρωσία, η ανεξαρτησία των Δημοκρατιών θα ήταν φαντασίωση, γιατί στην πραγματικότητα οι κατεστραμμένες από τον πόλεμο LPR και DPR θα παρέμεναν εξαρτημένες από τη Ρωσία και πηγή φθηνού εργατικού δυναμικού γι’ αυτήν. Επιπλέον, εάν η Ουκρανία παραμείνει εχθρική, τότε οι Δημοκρατίες θα συνεχίσουν να εξαρτώνται από τη στρατιωτική υποστήριξη της Ρωσίας.

Αυτή τη στιγμή, η ανεξαρτησία των DPR και LPR δεν αναγνωρίζεται απλά και μόνο από την Ρωσία, αλλά επιβάλλεται με την εισβολή στρατευμάτων. Αλλά υπό τις συνθήκες αυτές, η επίσημη αναγνώριση των Δημοκρατιών από την Ρωσία σημαίνει μόνο μια πιο επίσημη ύπαρξη των καθεστώτων των LPR και DPR ως εξαρτημένων από την Ρωσία κρατικών οντοτήτων. Αυτό δεν έχει καμία σχέση με την πραγματική ανεξαρτησία, και ακόμη λιγότερο με την αυτοδιάθεση των DPR και LPR. Έτσι, η πραγματική ανεξαρτησία των Λαϊκών Δημοκρατιών του Ντονμπάς είναι δυνατή μόνο ως αποτέλεσμα της δημοκρατικής επιλογής των λαών τους, με την υποστήριξη του δημοκρατικού εργατικού και αντιπολεμικού κινήματος στην Ουκρανία και την Ρωσία.

Ανεξάρτητα από τις εκτιμήσεις πιθανών επιλογών για τη μελλοντική επίλυση της κρίσης, η Μαρξιστική Τάση, πρώτα απ’ όλα, υποστηρίζει θεμελιωδώς το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση. Η τελική απόφαση για το μέλλον του Ντονμπάς πρέπει να ληφθεί από τον λαό του Ντονμπάς, στο πλαίσιο της άσκησης του δικαιώματός του στην αυτοδιάθεση μέσω μιας ειρηνικής, δημοκρατικής διαδικασίας. Η αναγκαστική επανένταξη δεν μπορεί να είναι η βάση για συντροφικότητα και συνεργασία. Είναι επίσης απαραίτητο να επισημάνουμε την πιο θεμελιώδη αλήθεια. Ότι, μακροπρόθεσμα, δεν μπορεί να υπάρξει πλήρης λύση στο πρόβλημα των γλωσσικών, εθνοτικών και κοινωνικών συγκρούσεων στα πλαίσια του καπιταλισμού. Η παλινόρθωση του καπιταλισμού και η κατάρρευση της ΕΣΣΔ δημιούργησαν τις συνθήκες που επέτρεψαν στις αστικές κλίκες στις διάφορες χώρες που αποτελούσαν την ΕΣΣΔ να χωρίσουν την εργατική τάξη με βάση εθνικές και γλωσσικές διαφορές. Όλα αυτά, για να στρέψουν την προσοχή των εργαζομένων στην άλλη πλευρά των συνόρων και μακριά από το γεγονός ότι έχουν έναν κοινό εχθρό: το κεφάλαιο.

Ο εθνικισμός και οι διαφορές που καλλιεργούνται από τους καπιταλιστές, χρησιμεύουν μόνο για να διχάσουν την εργατική τάξη. Στην πραγματικότητα, οι συνθήκες στις οποίες βρίσκονται οι εργαζόμενοι της Ουκρανίας, της Ρωσίας, της DPR και της LPR σημαίνουν ότι έχουν πολύ περισσότερα κοινά μεταξύ τους παρά με τα αφεντικά τους. Αυτό και μόνο το γεγονός σημαίνει ότι υπάρχει εναλλακτική λύση. Είναι καθήκον των κομμουνιστών να αγωνιστούν για ένα ενωμένο ανεξάρτητο κίνημα εργαζομένων διαφορετικών εθνών, ικανό να διεξάγει έναν αγώνα για μια γνήσια λύση στο αιματηρό αδιέξοδο στο οποίο βρισκόμαστε.

Για μια ελεύθερη σοσιαλιστική ομοσπονδία εργατικών κρατών, όχι μόνο της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, αλλά όλου του κόσμου! Αυτό σημαίνει ότι δεν χρειάζεται απλώς να περιμένουμε να συμβεί κάτι ή να φτάσουν τα γεγονότα στη φυσική τους κατάληξη. Αντίθετα, είναι απαραίτητο όλοι οι γνήσιοι μαρξιστές στην Ρωσία, την Ουκρανία και το Ντονμπάς να συνεργαστούν, να δημιουργήσουν μια δύναμη ικανή να απελευθερώσει τις δυνατότητες της οργανωμένης εργατικής τάξης σε όλες τις χώρες της πρώην ΕΣΣΔ, για να οικοδομήσει ένα επαναστατικό κομμουνιστικό κόμμα. 
 
Ένα ενιαίο δημοκρατικό κίνημα των εργαζομένων είναι η μόνη πραγματική διέξοδος

Η βασική προϋπόθεση για να ξεπεραστεί η τρέχουσα τραγική κατάσταση στο Ντονμπάς είναι η οικοδόμηση ενός ενιαίου, δημοκρατικού κινήματος των εργαζομένων από όλες τις πλευρές, απαλλαγμένου από την πίεση των οποιωνδήποτε ιμπεριαλιστικών μπλοκ. Αυτό είναι ένα εξαιρετικά δύσκολο έργο, αλλά είναι επίσης η μόνη πραγματικά ρεαλιστική λύση για όποιον θέλει να βάλει τέλος στη βαρβαρότητα του πολέμου, που καταστρέφει τις συνθήκες διαβίωσης της εργατικής τάξης και στις δύο πλευρές των συνόρων. Είναι επίσης απαραίτητο να κατανοήσουμε ότι, χωρίς ένα ισχυρό, ανεξάρτητο εργατικό κίνημα, βασισμένο σε ένα σοσιαλιστικό διεθνιστικό πρόγραμμα, η «ελευθερία» των εργαζομένων και στις δύο πλευρές θα είναι μία απάτη.

Ο σχηματισμός ενός ισχυρού δημοκρατικού κινήματος της εργατικής τάξης στις Δημοκρατίες είναι η προϋπόθεση για να καταστεί δυνατή η αυτοδιάθεσή τους, καθώς και η κατάκτηση πραγματικής ελευθερίας για τους εργαζόμενους της Ουκρανίας και της Ρωσίας. Οι αυταρχικές κλίκες, οι κυβερνήσεις των Δημοκρατιών, εκφράζουν μόνο τα δικά τους συμφέροντα. Εάν αυτό το μελλοντικό δημοκρατικό κίνημα αποφασίσει να αποχωριστεί από την Ουκρανία, μια τέτοια απόφαση θα πρέπει να ληφθεί και να γίνει σεβαστή. Το βασικό ζήτημα είναι ότι οι εργαζόμενοι θα πρέπει να μπορούν αυτό να το φέρουν εις πέρας χωρίς εξωτερική πίεση από άλλες ταξικές δυνάμεις.

Το καθήκον της Αριστεράς στην Ουκρανία, την Ρωσία, τη LPR και τη DPR είναι να αγωνιστεί συλλογικά για την ελευθερία των εργαζομένων να καθορίσουν το μέλλον τους, το οποίο μπορεί να λάβει τη μορφή τόσο της ανεξαρτησίας όσο και της ειρηνικής επανένταξης των LPR και DPR, με σεβασμό στις γλωσσικές και άλλες ελευθερίες, ως μέρος της Ουκρανίας, ανάλογα με την πολιτική βούληση της πλειοψηφίας της εργατικής τάξης. Το κίνημα για να το πετύχει αυτό πρέπει να είναι ένα ενιαίο κίνημα στην Ουκρανία και στις Δημοκρατίες. Θεμελιώδης προϋπόθεση για τη συγκρότησή του είναι η κατάπαυση του πυρός, η αποστρατιωτικοποίηση και η αμοιβαία αποχώρηση των ρωσικών και ουκρανικών στρατευμάτων από τη γραμμή επαφής. Πρέπει να απορρίψουμε το παιχνίδι ευθυνών των αστικών κυβερνήσεων που κατηγορούν η μία την άλλη, ένα παιχνίδι που έχει σκοπό να συγχύσει την εργατική τάξη.

Η επίτευξη πραγματικής ελευθερίας και αυτοδιάθεσης στις Λαϊκές Δημοκρατίες του Ντονμπάς είναι δυνατή μόνο αν τελικά η εργατική τάξη πάρει την εξουσία, με το όπλο στο χέρι, το οποίο θα στρέψει ενάντια στον κοινό ταξικό εχθρό. Οι πολιτικές που ακολουθούν οι σημερινές κυβερνήσεις των Λαϊκών Δημοκρατιών είναι αντίθετες σε αυτή την αρχή. Η αναγνώριση της ανεξαρτησίας τους και η επέμβαση από τον ρωσικό στρατό έρχεται σε σύγκρουση με αυτόν το σκοπό. Η μόνη πραγματική διέξοδος είναι η ανεξάρτητη πάλη της οργανωμένης εργατικής τάξης για το σοσιαλισμό!

Η θέση μας είναι ξεκάθαρη:
 
  • Ενάντια στην ρωσική στρατιωτική επέμβαση!
  • Ενάντια στον πόλεμο που σέρνει την εργατική τάξη της Ουκρανίας και της Ρωσίας σε αμοιβαία σφαγή!
  • Για τη γνήσια ελευθερία της αυτοδιάθεσης των εργαζομένων!
  • Για ένα ισχυρό και ανεξάρτητο δημοκρατικό κίνημα με επικεφαλής την εργατική τάξη!
  • Για μια σοσιαλιστική ομοσπονδία των εργαζομένων όλων των χωρών!

Μετάφραση: Ηλίας Κυρούσης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου