Πέμπτη 20 Ιανουαρίου 2022

«Κάλεσμα Αγωνιστικής Συμπόρευσης Με Το ΚΚΕ» : Κινείται Προς Την Αναγκαία Κατεύθυνση;

 Σταμάτης Καραγιαννόπουλος

Αρκετός λόγος έγινε στους κύκλους της Αριστεράς για το «κάλεσμα αγωνιστικής συμπόρευσης» που δημοσιοποίησε το περασμένο Φθινόπωρο η Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ προς «τους μισθωτούς εργαζόμενους, τους βιοπαλαιστές αυτοαπασχολούμενους, τους νέους και τις γυναίκες των λαϊκών οικογενειών, τους συνταξιούχους, τους αγωνιζόμενους επιστήμονες και καλλιτέχνες». Η έκκληση αυτή που συνοδεύτηκε από τη διοργάνωση ειδικών εκδηλώσεων, μιας κεντρικής στα γραφεία του κόμματος στα μέσα Νοεμβρίου και αρκετών ακόμα σε διάφορες πόλεις και σε εργασιακούς χώρους, από πολλούς μέσα στην Αριστερά χαρακτηρίστηκε ως ένδειξη ενός «ενωτικού ανοίγματος» του κόμματος.


Το ίδιο το κείμενο του καλέσματος είναι σαφές και δεν αφήνει χώρο για παρερμηνείες σε όποιον το διαβάσει. Δεν περιέχει κάποια θέση που να σηματοδοτεί μια ουσιαστική αλλαγή στην κομματική πολιτική γραμμή, ούτε στο ζήτημα της σχέσης του ΚΚΕ με τους εκτός των γραμμών του αγωνιστές και τις άλλες οργανώσεις και συλλογικότητες της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος, ούτε σε κάποιο άλλο ζήτημα. Είναι γραμμένο με τη μέθοδο ενός εκλογικού φυλλαδίου, όπως αυτά που επανειλημμένα έχει δημοσιοποιήσει το κόμμα. Συνοψίζει την υπάρχουσα γενική πολιτική γραμμή του κόμματος, την παρουσιάζει ως επιβεβαιωμένη από τα γεγονότα και καλεί τους εργαζόμενους να συμπορευτούν με το κόμμα στη βάση αυτής της γραμμής.

Ταύτιση ανόμοιων κομμάτων αντί έκκλησης για Ενιαίο Εργατικό Μέτωπο


Ας δούμε όμως αναλυτικά το περιεχόμενο του καλέσματος για να τεκμηριώσουμε την παραπάνω εκτίμησή μας για τον γενικό χαρακτήρα του. Στην αρχή του αναπτύσσεται η απολύτως σωστή θέση ότι ενώ στη σημερινή εποχή «υπάρχουν οι επιστημονικές, τεχνολογικές και παραγωγικές δυνατότητες για να ζήσουμε όλοι οι εργαζόμενοι πολύ καλύτερα, με βάση τις σύγχρονες λαϊκές και κοινωνικές ανάγκες…Οι νέες γενιές όχι μόνο καταδικάζονται να ζουν πίσω από τις δυνατότητες της εποχής, αλλά ζουν και με χειρότερους ακόμα όρους σε σχέση με τις παλιότερες γενεές» και αυτό επιβάλλεται από την άρχουσα τάξη «στον βωμό του καπιταλιστικού κέρδους». Το κάλεσμα τονίζει, επίσης σωστά, ότι «αυτά τα συμφέροντα έχουν υπηρετήσει όλες οι εκδοχές της αστικής διακυβέρνησης: Κεντροδεξιές και κεντροαριστερές, δεξιές και “αριστερές”» και επίσης σωστά, καταδικάζει τα ψέματα και τους μύθους της άρχουσας τάξης και των κομμάτων της, καλώντας τους εργαζόμενους να σκεφτούν την πείρα τους και να μην «χαθεί άλλος πολύτιμος χρόνος» γιατί «δεν υπάρχουν πια περιθώρια για νέες αυταπάτες».

Στη συνέχεια, το κάλεσμα κάνει τη συνήθη και σε γενικές γραμμές σωστή κριτική στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα και τις πολιτικές αυταπάτες για το σύστημα τις οποίες υπερασπίζουν, επαναλαμβάνοντας όμως, ένα λάθος που από τη φύση του είναι ασυμβίβαστο με ένα κείμενο που καλεί σε αγωνιστική συμπόρευση. Ταυτίζει ουσιαστικά όλα τα κόμματα με τα κόμματα του κεφαλαίου, ακόμα και τα αριστερά σοσιαλδημοκρατικά όπως το ΜέΡΑ25: «Σήμερα όλοι, ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΚΙΝΑΛ υπόσχονται ξανά καλύτερες μέρες με την εφαρμογή της πολιτικής της «πράσινης» μετάβασης, του «πράσινου New Deal» που εφαρμόζεται στην ΕΕ και τις ΗΠΑ. Νερό στο μύλο αυτού του παραμυθιού ρίχνουν και άλλες δυνάμεις (π.χ. ΜέΡΑ25 κ.ά.) που μιλάνε για μια νέα «πράσινη κοινωνική συμφωνία», ενισχύοντας αυταπάτες και ψευδαισθήσεις για μια κοινωνική φιλολαϊκή εκδοχή του «πράσινου New Deal. Προσπαθούν, για άλλη μια φορά, να εξαπατήσουν... ».

Ο μαρξισμός σαν επιστημονική μέθοδος ανάλυσης και πολιτικού προσανατολισμού, επιβάλει τον προσδιορισμό των κομμάτων όχι μόνο με με κριτήριο τις πολιτικές επιλογές των εκάστοτε ηγεσιών τους, αλλά κυρίως με κριτήριο την ταξική σύνθεση της βάσης τους. Ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΜέΡΑ25 είναι δυο κόμματα που η η ταξική σύνθεση της βάσης τους είναι εργατική. Η βάση αυτή πολιτικά, ανεξάρτητα από την ουσία της πολιτικής των ηγεσιών της, στην πλειονότητά της αυτοπροσδιορίζεται ως αριστερή και πολιτικά συγγενής με το κομμουνιστικό κίνημα, και συμμετέχει ενεργά σε κάθε μεγάλη μάχη του εργατικού κινήματος. Κάθε κάλεσμα ενός κομμουνιστικού κόμματος για αγωνιστική συμπόρευση προς τους εργαζόμενους, σε έναν πολύ μεγάλο βαθμό αφορά τη βάση αυτών τον κομμάτων. Όμως, με τη γενική ταύτιση αυτών των κομμάτων με εκείνα που η ταξική τους φύση είναι αστική (ΝΔ) και υποστηρίζονται από πολιτικά καθυστερημένα και συντηρητικά μικροαστικά στρώματα ή ακόμα και εργαζόμενα στρώματα που κατά βάση είναι αδιάφορα για τις μεγάλες μάχες του εργατικού κινήματος, η ηγεσία του ΚΚΕ, αντί να χτίζει δεσμούς αγωνιστικής συμπόρευσης με τους εργαζόμενους που υποστηρίζουν τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΜέΡΑ25 τείνει να κόβει εντελώς τους δεσμούς του κόμματος με αυτούς.

Σε αντίθεση με αυτό το κραυγαλέο λάθος, για να χτιστούν δεσμοί αγωνιστικής συμπόρευσης μεταξύ του ΚΚΕ και της βάσης του ΣΥΡΙΖΑ και του ΜέΡΑ25, ένα κάλεσμα εκτός από την απόλυτα αναγκαία αναλυτική κριτική στην πολιτική και το πρόγραμμα των ηγεσιών αυτών των κομμάτων θα πρέπει να περιλαμβάνει τα εξής: α) Όχι μόνο να ξεκαθαρίζει ότι απευθύνεται στους εργαζόμενους που υποστηρίζουν αυτά τα κόμματα, αλλά και σε όσους από τους ηγέτες τους θέλουν να παλέψουν, όχι στα λόγια αλλά ειλικρινά και έμπρακτα σήμερα για τα εργατικά συμφέροντα. Με αυτή την τοποθέτηση θα δείξει ότι λαμβάνει υπόψη το πραγματικό γεγονός ότι οι ηγεσίες αυτών των κομμάτων έχουν ακόμα κύρος στα μάτια της βάσης τους και ότι το ΚΚΕ πάνω απ’ όλα βάζει την υπόθεση του εργατικού αγώνα, αποφασισμένο να παλέψει για τα εργατικά συμφέροντα με όσους είναι διατεθειμένοι όχι στα λόγια αλλά με έργα να πράξουν το ίδιο. Με δεδομένο ότι, τουλάχιστον η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ όπως δείχνει με τη στάση της και το πρόσφατο κυβερνητικό παρελθόν της δεν επιθυμεί σήμερα να συμμετάσχει σε κανέναν πραγματικό αγώνα, αυτή η τοποθέτηση θα την αναγκάσει να εκτεθεί πλήρως στη βάση της, βοηθώντας αυτήν την τελευταία να έρθει πιο κοντά στο ΚΚΕ.

β) Να καλεί τους εργαζόμενους που υποστηρίζουν τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΜέΡΑ25 να θέσουν στο εσωτερικό αυτών των κομμάτων επιτακτικά το ζήτημα της αγωνιστικής συμπόρευσης με το ΚΚΕ σε ένα Ενιαίο Εργατικό Μέτωπο, δηλαδή σε ένα κοινό μέτωπο αγώνα όλων των μαζικών κομμάτων που έχουν εργατική βάση, των συνδικάτων και κάθε μαζικής οργάνωσης που θέλει έμπρακτα να αγωνιστεί για τα εργατικά συμφέροντα. Γιατί ένα κάλεσμα αγωνιστικής συμπόρευσης με το ΚΚΕ, για να έχει αξία για την εργατική τάξη σήμερα θα πρέπει να ανταποκρίνεται στην πιεστική ανάγκη για τη μεγαλύτερη δυνατή ενότητα δράσης ενάντια στην ολομέτωπη επίθεση της άρχουσας τάξης και της κυβέρνησής της. Και αυτή η ανάγκη μπορεί να υπηρετηθεί μόνο με την τακτική του Ενιαίου Εργατικού Μετώπου, την οποία έχει επεξεργαστεί και διατυπώσει το κομμουνιστικό κίνημα με την αποφασιστική συμβολή του Λένιν εδώ και πάνω από 100 χρόνια και την οποία έθαψε ιστορικά ο σταλινισμός και συνεχίζει να αγνοεί επιδεικτικά η ηγεσία του ΚΚΕ. 

Νέοι αγώνες χωρίς διδάγματα από τους προηγούμενους;


Στη συνέχεια του κειμένου, και αμέσως μετά από τη διαπίστωση-σύνθημα για την ανάγκη να οργανώσουμε την αγωνιστική μας «αντεπίθεση» με την οποία κανένας κομμουνιστής δεν μπορεί να διαφωνήσει, ακολουθεί μια ακόμα γενική διαπίστωση: «Χωρίς τους αγώνες των προηγούμενων χρόνων θα ήμασταν ήδη σε πολύ χειρότερη θέση.» Αυτό όμως που δεν συμπληρώνεται σε αυτήν τη διαπίστωση είναι ίσως και το σημαντικότερο στοιχείο για τους αγώνες των προηγούμενων χρόνων: οι αγώνες αυτοί ηττήθηκαν και αυτό δεν είναι καθόλου μια λεπτομέρεια. Αντίθετα, για να είναι πειστικό ένα κάλεσμα για μια νέα «αγωνιστική αντεπίθεση» πρέπει να ξεκινά από μια σαφή απάντηση στο ερώτημα γιατί ηττήθηκαν οι προηγούμενοι αγώνες, να περιέχει μια αναλυτική αναφορά στο τι έκανε το ΚΚΕ για να νικήσουν αλλά και στα γενικά διδάγματα που βγαίνουν από αυτές τις ήττες.

Το κάλεσμα θα έπρεπε λοιπόν να συμπεριλαμβάνει μια σύντομη αποτίμηση των μεγάλων αντιμνημονιακών ταξικών και πολιτικών αγώνων της περιόδου 2010-2015, αλλά και της περιόδου παράλυσης του εργατικού κινήματος που ακολούθησε, τονίζοντας ασφαλώς στις βαριές ευθύνες των σοσιαλδημοκρατών που έχουν την πλειοψηφία στα συνδικάτα και κυρίως των σοσιαλδημοκρατών του ΣΥΡΙΖΑ που κυβέρνησαν προδίδοντας τις αντιμνημονιακές τους διακηρύξεις και υποτάχθηκαν στην τρόικα και την ελληνική καπιταλιστική ολιγαρχία. Επιπλέον, για να είναι έντιμο και αξιόπιστο και για να μην υποτιμά τη νοημοσύνη των εργαζόμενων, το κάλεσμα θα έπρεπε στοιχειωδώς να αποδέχεται ότι στο αποτέλεσμα της ήττας και στην επακόλουθη φάση αγωνιστικής παράλυσης επέδρασσε σε έναν ορισμένο βαθμό και η πολιτική και η τακτική του ΚΚΕ, που σαν ένα ιστορικό, μαζικό και ριζωμένο στην ελληνική κοινωνία, εργατικό κόμμα δεν είναι ένας παθητικός και περιθωριακός παράγοντας στις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις. Θα έπρεπε να βρει έστω λίγα λόγια για να κάνει τίμια αυτοκριτική για τη σεχταριστική πολιτική που κορυφώθηκε στο δημοψήφισμα του καλοκαιριού του 2015, η οποία όπως αποδείχθηκε τραυμάτισε βαρύτατα τη σχέση του ΚΚΕ με τις εργατικές μάζες.

Η αποφυγή τοποθέτησης και απαντήσεων σε όλα αυτά τα κρίσιμα ζητήματα δεν αποτελεί απλώς μια παράλειψη ή μια δευτερεύουσας σημασίας υπεκφυγή. Δίνει την εικόνα στους εργαζόμενους που καλούνται να συμπορευτούν με το ΚΚΕ ότι το κόμμα θέλει συνειδητά να κρύψει τις δικές ευθύνες για τη σημερινή πραγματικότητα που βιώνουν. Έτσι κάνει αυτό το κείμενο, αντί για ένα κάλεσμα συμπόρευσης σε νέους αγώνες που θα βασίζονται στα διδάγματα από τις ήττες των προηγούμενων, σε ένα κάλεσμα που δεν ενδιαφέρεται ουσιαστικά γι’ αυτά τα διδάγματα. 

Έβγαλε το κόμμα σωστά συμπεράσματα από τη «σοσιαλιστική οικοδόμηση κατά τον 20ό αιώνα»;


Στη συνέχεια, πολύ σωστά το κάλεσμα τονίζει ότι ο «η πραγματικότητα επιβεβαιώνει καθημερινά ότι δεν υπάρχει και ούτε μπορεί να υπάρξει κοινό συμφέρον ανάμεσα στο κεφάλαιο, απ’ τη μια μεριά, και στην εργατική τάξη, στον λαό, απ’ την άλλη» και ότι «ο σοσιαλισμός είναι η πραγματική πρόοδος». Και πράγματι, έχει δίκιο στο ότι (μετά το 2013 όπου στο 19ο συνέδριο είχαμε την εξάλειψη από το πρόγραμμα της ρεφορμιστικής «θεωρίας των σταδίων») σήμερα «το ΚΚΕ είναι το μοναδικό κόμμα που, με το Πρόγραμμά του, φωτίζει ότι μπορεί και πρέπει να ανατραπεί ο πραγματικός εχθρός μας, η δικτατορία του κεφαλαίου, ότι υπάρχει η διέξοδος μιας νέας κοινωνίας, του σοσιαλισμού, της κοινωνικής ιδιοκτησίας και της κεντρικά σχεδιασμένης οικονομίας».

Ωστόσο, οφείλουμε να τονίσουμε πως δεν είναι καθόλου αληθές ότι το ΚΚΕ, όπως γράφει το κάλεσμα, «είναι το μοναδικό κόμμα που μελέτησε συλλογικά και έβγαλε συμπεράσματα από τη σοσιαλιστική οικοδόμηση κατά τον 20ό αιώνα, τα μεγάλα επιτεύγματα του σοσιαλιστικού συστήματος αλλά και για τις αιτίες των λαθών και των αδυναμιών του που οδήγησαν στην ανατροπή του στις αρχές της δεκαετίας του 1990», για δύο βασικούς λόγους. Καταρχάς, το ρεύμα του γνήσιου μπολσεβικισμού-λενινισμού στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, μέσα από το θεωρητικό έργο του ηγέτη του, Λέον Τρότσκι, είχε έγκαιρα και όχι εκ των υστέρων, διατυπώσει μια ολοκληρωμένη μαρξιστική ερμηνεία για τα αίτια του γραφειοκρατικού εκφυλισμού της ΕΣΣΔ που οδήγησε στην καπιταλιστική παλινόρθωση των αρχών της δεκ. του 1990.

Σύμφωνα με αυτήν τη γνήσια μαρξιστική ερμηνεία, η καπιταλιστική παλινόρθωση στην ΕΣΣΔ ήρθε ως έκφραση και κατάληξη του αντιδραστικού ρόλου της κοινωνικής κάστας της γραφειοκρατίας. Αυτή με τα προνόμιά της και το σφετερισμό της εξουσίας από την εργατική τάξη, έγινε ο φυσικός εκπρόσωπος της κίνησης προς την καπιταλιστική παλινόρθωση.

Δυστυχώς, η άκριτη υποστηρίκτρια των πεπραγμένων της σοβιετικής γραφειοκρατίας και των εκπροσώπων της μέχρι την κατάρρευση των αρχών του 1990 ηγεσία του ΚΚΕ, αγνόησε εντελώς αυτήν τη μαρξιστική ερμηνεία. Στη θέση της υιοθέτησε, όχι απλά εκ των υστέρων αλλά σχεδόν 20 χρόνια μετά, στο 18ο συνέδριο του ΚΚΕ το 2008, μια απόπειρα ερμηνείας που είναι γεμάτη αντιφάσεις και ελλείψεις. Σύμφωνα με αυτήν την πολύ αργοπορημένη και λαθεμένη απόπειρα ερμηνείας, η αιτία της καπιταλιστικής παλινόρθωσης δεν ήταν ο γραφειοκρατικός εκφυλισμός, αλλά το γεγονός ότι «μετά το 20ό Συνέδριο του KKΣE, σταδιακά υιοθετήθηκαν πολιτικές επιλογές που διεύρυναν τις εμπορευματοχρηματικές σχέσεις, στο όνομα της διόρθωσης των αδυναμιών του κεντρικού σχεδιασμού».

Βγάζοντας από το προσκήνιο τον αντιδραστικό ρόλο της κάστας της γραφειοκρατίας το μόνο που κατάφεραν οι ηγέτες του κόμματος είναι, όχι να ερμηνεύσουν, αλλά να συσκοτίσουν τα αίτια της καπιταλιστικής παλινόρθωσης, αφήνοντας τους κομμουνιστές που έχουν γαλουχηθεί με το μαρξιστικό αξίωμα ότι οι πολιτικές επιλογές των ηγετών πηγάζουν πάντα από συγκεκριμένα υλικά συμφέροντα μέσα στην κοινωνία, να εκφράζουν την ακόλουθη εύλογη απορία, χωρίς να λαμβάνουν καμία απάντηση από το κόμμα: «Ποια υλικά συμφέροντα, ποιας κοινωνικής ομάδας μέσα στην ΕΣΣΔ εξέφραζαν οι πολιτικές επιλογές τις οποίες ενοχοποιεί το κόμμα;». Η χρόνια αποφυγή απάντησης σε αυτό το καίριο ερώτημα προσδίδει στην ερμηνεία του 18ου συνεδρίου τον χαρακτήρα μιας ακόμα απολογητικής του σταλινισμού. 

Διεκδικήσεις χωρίς σύνδεση με την πάλη για την εξουσία και χωρίς προτάσεις για μορφές αγώνα

Το κάλεσμα καταλήγει σε ένα πλαίσιο διεκδικήσεων, επαναλαμβάνοντας το σύνηθες έλλειμμα που υπάρχει στην πολιτική γραμμή του κόμματος. Οι σαφώς αναγκαίες και σωστές διεκδικήσεις που προβάλει δεν συνδέονται με το κύριο ζήτημα, που είναι εκείνο της κατάκτησης της εξουσίας από την εργατική τάξη ώστε αυτές οι διεκδικήσεις να γίνουν οριστική και σταθερή πραγματικότητα. Ακόμα χειρότερα, το κάλεσμα, ενώ από τον τίτλο του αναφέρεται σε αγώνα δεν περιέχει καμία συγκεκριμένη πρόταση, κανένα συγκεκριμένη μορφή ή σχέδιο αγώνα. Αυτή είναι η έλλειψη που του δίνει αφηρημένο χαρακτήρα και το κάνει να ισοδυναμεί, όπως προαναφέραμε, με ένα σύνηθες εκλογικό κομματικό φυλλάδιο.

Αντίθετα με αυτά τα εκλογικού χαρακτήρα καλέσματα «συμπόρευσης», το κόμμα σήμερα έχει ανάγκη από μια ουσιαστική προσπάθεια να χτίσει γερούς δεσμούς με τις μάζες της εργατικής τάξης και της νεολαίας. Αυτός ο σκοπός μπορεί να αρχίσει να υπηρετείται με τη βοήθεια καλεσμάτων που θα χαρακτηρίζονται από σαφήνεια, ειλικρίνεια και απαραίτητα, θα περιλαμβάνουν τίμια αυτοκριτική για εκείνα τα λάθη στην πολιτική και την τακτική του ΚΚΕ που έχουν δημιουργήσει τη σημερινή κρίση εμπιστοσύνης που χαρακτηρίζει τη σχέση του με τις πλατιές εργατικές μάζες.

Τα αναγκαία αυτά καλέσματα θα πρέπει να δηλώνουν ότι το κόμμα εγκαταλείπει οριστικά την σεχταριστική τακτική των χωριστών κινητοποιήσεων και της μόνιμης άρνησης της ενότητας στη δράση με τις υπόλοιπες τάσεις στο εργατικό κίνημα και την Αριστερά, και χρειάζεται να περιλαμβάνουν συγκεκριμένες προτάσεις για έναν ενωτικό, μαζικό και αποτελεσματικό αγώνα ενάντια στην κυβέρνηση της άρχουσας τάξης, συνδεδεμένο με το καθήκον της εργατικής εξουσίας.

Η Κομμουνιστική Τάση, το ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Μαρξιστικής Τάσης (IMT), έτσι κι αλλιώς, από την ίδρυση της έχει υιοθετήσει μια στάση συντροφικής, αγωνιστικής συμπόρευσης με το ΚΚΕ. Αλλά αυτή η συμπόρευση επιθυμούμε να είναι πάντα δημιουργική για να βοηθήσει το κόμμα να αναπτύξει την επιρροή του και να υπηρετήσει καλύτερα τους ιδρυτικούς του σκοπούς. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο είναι μια κριτική συμπόρευση. Εμείς συμπορευόμαστε αγωνιστικά με το ΚΚΕ, όχι σαν απελπισμένοι πολιτικοί παράγοντες που αναζητώντας μια πολιτική στέγη για να στεγάσουν τη μοναξιά τους είναι διατεθειμένοι να επικροτήσουν με ενθουσιασμό κάθε κάλεσμα της ηγεσίας του ΚΚΕ, ανεξάρτητα από το πολιτικό του περιεχόμενο, αλλά σαν επαναστάτες μαρξιστές, κουβαλώντας σε αυτή τη συμπόρευση όλες τις ιδέες και τις κριτικές μας για τα λάθη της παρούσας κομματικής γραμμής. Είμαστε βέβαιοι ότι αυτή η έντιμη στάση θα εκτιμηθεί από τους καλύτερους αγωνιστές του ΚΚΕ, οι οποίοι στη μεγάλη τους πλειονότητα έχουν πλέον σταματήσει να αντιμετωπίζουν με προκατάληψη την κατασυκοφαντημένη από τον χρεοκοπημένο σταλινισμό, αλλά πολιτικά επιβεβαιωμένη στις βασικές θέσεις και εκτιμήσεις της για τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα και τα σύγχρονα καθήκοντα του προλεταριάτου, τάση του γνήσιου τροτσκισμού.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου