Τρίτη 14 Σεπτεμβρίου 2021

Νόμος Ιδιωτικοποίησης Της Επικουρικής Ασφάλισης Και Περικοπής Συντάξεων

 
Το νέο ασφαλιστικό νομοσχέδιο που τίθεται προς ψήφιση στη Βουλή σήμερα, Παρασκευή 3 Σεπτεμβρίου, αποτελεί μια κατά μέτωπο επίθεση της κυβέρνησης εναντίον των εργαζόμενων και των συνταξιούχων. Για να κρύψουν το γεγονός ότι το νομοσχέδιο συνιστά διάλυση της κοινωνικής ασφάλισης και προπομπό νέων περικοπών των συντάξεων, ο υπουργός Κ. Χατζηδάκης και τα κυβερνητικά στελέχη, έχουν κατρακυλήσει σε μια επιχειρηματολογία που μοιάζει να περιγράφει ένα «παράλληλο σύμπαν».

 

«Ατομικός κουμπαράς» των ασφαλισμένων – «συλλογικός κουμπαράς» του κεφαλαίου

Η πιο χαρακτηριστική αλλαγή είναι η δραστική μετατροπή του χαρακτήρα του συστήματος της επικουρικής ασφάλισης από διανεμητικό σε κεφαλαιοποιητικό-ανταποδοτικό: για τους εργαζόμενους που θα προσλαμβάνονται από την πρωτοχρονιά του 2022, καθώς και κατ’ επιλογή για τους ήδη εργαζόμενους κάτω των 35 ετών και κάποιες κατηγορίες αυτο-απασχολούμενων, θα δημιουργείται ένας «ατομικός κουμπαράς» στον οποίο θα αποταμιεύουν ασφαλιστικές εισφορές με επιλογή μιας από τρεις διαθέσιμες κατηγορίες. Ανάλογα με το αν θα επιλέγουν μια πιο «συντηρητική» ή πιο «επιθετική» κατηγορία, θα προσβλέπουν σε μια χαμηλότερη ή υψηλότερη, αντίστοιχα, επικουρική σύνταξη.

Ωστόσο, το ύψος αυτής της επικουρικής σύνταξης δεν θα είναι εξασφαλισμένο, αλλά θα εξαρτάται από τις εκάστοτε «αποδόσεις» που θα δίνονται για κάθε κατηγορία σε κάθε στιγμή, με βάση την τύχη των επενδύσεων των αποθεματικών τους από το νέο ταμείο («Ταμείο Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης» – ΤΕΚΑ) που θα διαχειρίζεται τις εισφορές τους, με ιδιωτικο-οικονομικά κριτήρια. Με άλλα λόγια, οι ασφαλισμένοι μετατρέπονται «με το ζόρι» σε χρηματοδότες ενός «ταμείου-τζογαδόρου», χωρίς κανέναν έλεγχο στις κερδοσκοπικές βρωμοδουλειές στις οποίες η διοίκησή του θα βάζει ως «ζεστό κεφάλαιο» τις εισφορές τους. Με τη δημιουργία των «τριών ταχυτήτων» μάλιστα, εκβιάζονται να τζογάρουν περισσότερα σε αυτό το καζίνο αν δεν θέλουν να αποδεχτούν μια χαμηλή επικουρική σύνταξη, ειδικά αν ληφθεί υπόψη το επίπεδο πείνας της εθνικής σύνταξης που, χωρίς τις κάθε είδους περαιτέρω μειώσεις πρόωρης συνταξιοδότησης (ηλικία κάτω των 67 ετών, λιγότερα από έξι χιλιάδες ένσημα κ.α.), είναι πλέον 384 ευρώ!

Μπροστά σε αυτή την απροκάλυπτη δέσμευση των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων για την κάλυψη των παρασιτικών αναγκών των Ελλήνων καπιταλιστών, των ανακεφαλαιοποιήσεων τραπεζών, των ελλειμμάτων του κράτους, και των απαιτήσεων των δανειστών, η κυβέρνηση επικαλείται γενικόλογα τη «θετική εμπειρία» από χώρες του εξωτερικού που υιοθέτησαν την κεφαλαιοποιητική/ανταποδοτική ασφάλιση. Ωστόσο, δεν χρειάζεται να ανατρέξει κανείς, ούτε σε κάποια άλλη χώρα, ούτε στο κεφαλαιοποιητικό/ανταποδοτικό σύστημα, για να διαπιστώσει ότι κάθε «αξιοποίηση» των ασφαλιστικών αποθεματικών για «επενδύσεις στην ελεύθερη αγορά» κατέληξε σκανδαλωδώς ζημιογόνα: ακόμα και υπό το καθεστώς διανεμητικού συστήματος, δηλαδή με θεωρητικά μεγαλύτερο έλεγχο των ασφαλισμένων στα ταμεία τους σε σχέση με τους «ατομικούς κουμπαράδες» που θα διαχειρίζονται ανεξέλεγκτα άλλοι, τα αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων έχουν υπάρξει σε βάθος δεκαετιών αντικείμενο κρατικών δεσμεύσεων και κατασχέσεων, χρήμα για το φτηνό δανεισμό σε καπιταλιστές, κεφάλαιο για την αγορά «δομημένων ομολόγων», και θύμα του διαβόητου «κουρέματος» μέσω του PSI… Στην πραγματικότητα, η κυβέρνηση και η άρχουσα τάξη, την αχαλίνωτη γενίκευση ακριβώς αυτής της «θετικής εμπειρίας» έχουν στο μυαλό τους ως επιδιωκόμενο στόχο με το νέο νομοσχέδιο.

Η επιχειρηματολογία της κυβέρνησης συνοψίζεται ως εξής: «για να είναι βιώσιμες οι συντάξεις των σημερινών συνταξιούχων, οι εισφορές των σημερινών εργαζομένων αντί να “κάθονται”, πρέπει να “επενδύονται” ώστε να επιστρέφουν στο ταμείο προσαυξημένες με κέρδος». Αυτή η ρητορική υπονοεί ουσιαστικά ότι μέσω των δήθεν κερδοφόρων επενδύσεων των αποθεματικών από τη διοίκηση του νέου ταμείου, θα επιτυγχάνεται ροή χρημάτων από τον ιδιωτικό τομέα προς τον ευρύτερο δημόσιο (δηλαδή το νεό ταμείο). Εδώ η κυβέρνηση (παριστάνει ότι) έχει χάσει κάθε επαφή με την πραγματικότητα. Τον τελευταίο ενάμιση χρόνο, στη βάση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, που επισπεύθηκε και διογκώθηκε από την εμφάνιση της πανδημίας, σε όλο τον πλανήτη η «ελεύθερη αγορά» διατηρήθηκε στη ζωή αποκλειστικά από τους πακτωλούς κρατικού χρήματος που δόθηκαν με τη μορφή σκανδαλωδών επιδοτήσεων από τις κυβερνήσεις. Στην Ελλάδα, η κυβέρνηση στην οποία είναι υπουργός ο Χατζηδάκης έχει επιδοτήσει μεγάλες καπιταλιστικές επιχειρήσεις με αθροιστικά πάνω από 180 εκατομμύρια ευρώ μέσα σε μερικούς μήνες. Η όποια «επένδυση στον ιδιωτικό τομέα» των αποθεματικών ασφαλιστικών ταμείων σε αυτές τις συνθήκες, είναι προφανές ότι δεν θα είχε αποτελέσει κάποιου είδους «κερδοφόρα τοποθέτηση» αυτών των χρημάτων αλλά μια ακόμα σκανδαλώδη επιδότηση των Ελλήνων καπιταλιστών, αυτή τη φορά από τις εισφορές των ασφαλισμένων.

 

«Ακαταδίωκτο» για τους διορισμένους τζογαδόρους-μεσάζοντες και ανησυχίες των δανειστών

Τι προβλέπει λοιπόν το νομοσχέδιο στην, «απίθανη» όπως την χαρακτηρίζουν τα κυβερνητικά στελέχη αλλά βέβαιη όπως εξηγήθηκε (με βάση τόσο την ιστορική εμπειρία στην Ελλάδα και τη διεθνή εμπειρία των σημερινών οικονομικών συνθηκών), περίπτωση που το τζογάρισμα επιφέρει ζημιές αντί για κέρδη για το νέο ταμείο; Η μόνη εξασφάλιση είναι ότι «δεν θα υπάρξουν αρνητικές αποδόσεις» – σε τι ύψος επικουρικής σύνταξης μεταφράζεται αυτό δεν γνωρίζει κανείς φυσικά – καθώς σε αυτήν την περίπτωση θα είναι εγγυητής το κράτος για την κάλυψη της ζημιάς. Με άλλα λόγια, οι ίδιοι οι ασφαλισμένοι, ως φορολογούμενοι, θα κληθούν να πληρώσουν από άλλη οδό τη «χασούρα».

Το γεγονός ότι η κυβέρνηση έχει πλήρη επίγνωση της πραγματικής μοίρας που επιφυλάσσεται για τα αποθεματικά των ασφαλισμένων βεβαιώνεται από το ότι θεσμοθετεί κυνικά το «ακαταδίωκτο» της διοίκησης του νέου ταμείου. Μόνο σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις προβλέπεται ποινική και αστική ευθύνη της διοίκησης, κι αυτό μόνο απέναντι στο ίδιο το ταμείο – και όχι απέναντι σε ιδιώτες, δηλαδή στους ασφαλισμένους! Άκρως ενδεικτικές για τη βέβαιη προοπτική να κληθεί το κράτος να καλύψει τις συνταξιοδοτικές ανάγκες (ιδιαίτερα κατά τα έτη μετάβασης από το διανεμητικό στο ανταποδοτικό σύστημα) είναι και οι ανησυχίες που έχουν εκφραστεί από τους δανειστές, που ως γνωστόν προβληματίζονται, όχι φυσικά για το λαϊκό εισόδημα, αλλά για τις δυσάρεστες επιπτώσεις των ελληνικών κρατικών ελλειμμάτων στην ευρωπαϊκή οικονομία.

Συνοψίζοντας: οι εισφορές των ασφαλισμένων δεσμεύονται ως κεφάλαιο για το τζογάρισμα μιας ανεξέλεγκτης διοίκησης, οι ασφαλισμένοι δεν έχουν κανέναν λόγο για το πού κατευθύνονται αυτές οι «επενδύσεις» ενώ θα υφίστανται όλες τις αρνητικές συνέπειες, σε περίπτωση ζημιών δεν υπάρχει καμιά οικονομική ή νομική απαίτηση ούτε από τους ιδιώτες καπιταλιστές που θα έχουν αποτελέσει παραλήπτες αυτών των κεφαλαίων, ούτε από τη διοίκηση του ταμείου, η μόνη εξασφάλιση είναι η εγγύηση του κράτους για «μη αρνητικές αποδόσεις» – δηλαδή η πληρωμή των ζημιών από τους ασφαλισμένους δια μέσου της φορολογίας, και οι συντάξεις των σημερινών συνταξιούχων παραμένουν υπό τον κίνδυνο περαιτέρω περικοπών εξαιτίας το κόστους μετάβασης στο νέο σύστημα. Και ταυτόχρονα, οι όποιες αρνητικές συνέπειες κατακερματίζονται στους μεμονωμένους ασφαλισμένους, ως δήθεν αποτέλεσμα των «ατομικών επιλογών» τους. Τέλος, μέσω αυτού του κατακερματισμού στρώνεται το έδαφος και για την εισαγωγή, μετά τη λήξη των έκτακτων μέτρων για την πανδημία, διαφορετικών παροχών ιατροφαρμακευτικής κάλυψης των ασφαλισμένων, στα πρότυπα της ιδιωτικής ασφάλισης με διαφορετικές καλύψεις αναλόγως του «πακέτου» εισφορών που ατομικά επιλέγει να καταβάλλει κάθε ασφαλισμένος – και που πιθανότατα εκ των πραγμάτων θα απαιτούν για όλες τις κατηγορίες επιπρόσθετη, καθαρά ιδιωτική, ασφάλιση για την κάλυψη πολλών στοιχειωδών παροχών.

Το «δημογραφικό πρόβλημα» και το πρόβλημα του καπιταλισμού

Η κυβέρνηση και οι απολογητές του καπιταλισμού, που λυμαίνεται την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, προβάλουν συστηματικά το λεγόμενο «δημογραφικό πρόβλημα» ως την αιτία που δημιουργεί την ανάγκη «αναδιάρθρωσης» του ασφαλιστικού συστήματος. Υποστηρίζουν, δηλαδή, ότι η γήρανση του πληθυσμού, δηλαδή η μείωση των εργαζόμενων ως προς τον αριθμό των συνταξιούχων συγκριτικά με την αναλογία που υπήρχε, για παράδειγμα, τις δεκαετίες του 1950 και του 1960, είναι εκείνη που κάνει το διανεμητικό σύστημα «μη βιώσιμο» αφού τάχα οι εισφορές λιγότερων ασφαλισμένων εργαζόμενων καλούνται να καλύψουν τις τρέχουσες συντάξεις περισσότερων συνταξιούχων. Αυτή η (φυσικά όχι τυχαία) επιφανειακή προσέγγιση όμως, αγνοεί βασικές παραμέτρους.

Η απλή εξέταση του ποσοστού του πληθυσμού που εντάσσεται σε κάθε ηλικιακή ομάδα σε μια δοσμένη περίοδο, δεν αντανακλά πιστά τον αριθμό των ασφαλισμένων, αλλά ούτε και των συνταξιούχων. Τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, πλατιά τμήματα της εργατικής τάξης δραστηριοποιούνταν σε επαγγέλματα που είχαν χαρακτήρα «άτυπο» – ιδιαίτερα οι γυναίκες, ως «παραδουλεύτρες», φροντίστριες μωρών κ.α. – ή αποτελούσαν «δουλειές του ποδαριού», ενώ πολλοί αυτο-απασχολούμενοι επαγγελματίες επίσης δεν εντάσσονταν σε κάποιο ασφαλιστικό καθεστώς τη στιγμή που αποτελούσαν – ειδικά οι αγρότες – πολύ μεγαλύτερο τμήμα του εργαζόμενου πληθυσμού σε σχέση με σήμερα. Αντίθετα, εδώ και αρκετές δεκαετίες τεράστια στρώματα του πληθυσμού και ολόκληρα επαγγέλματα έχουν υπαχθεί στο καθεστώς της μισθωτής εργασίας – δηλαδή έχουν ενταχθεί στις γραμμές της εργατικής τάξης – και ταυτόχρονα η κοινωνική ασφάλιση έχει τυποποιηθεί και σε κάθε άλλη επαγγελματική δραστηριότητα. Έτσι, ακόμα και αν ένα ελαφρώς μικρότερο ποσοστό του πληθυσμού βρίσκεται στις λεγόμενες «παραγωγικές ηλικίες» συγκριτικά με το ποσοστό του πληθυσμού που αποτελείται από συνταξιούχους, στην πραγματικότητα έχει συντελεστεί μια τεράστια μαζικοποίηση του αριθμού των ασφαλισμένων που με τις εισφορές τους συμβάλλουν στην παροχή των τρεχουσών συντάξεων.

Βέβαια, η παραπάνω διαδικασία έχει συνοδευθεί και με αντίστοιχες κατακτήσεις της εργατικής τάξης, που έχουν επιφέρει ασφαλιστική και συνταξιοδοτική κάλυψη ευρύτατων τμημάτων του πληθυσμού, αυξημένες κοινωνικές παροχές προς τους ασφαλισμένους, πρόσθετες παροχές και προβλέψεις για ευάλωτες ομάδες, κ.ο.κ. Όμως, ακόμα και λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις κατακτήσεις, παραμένει ένα δεδομένο που υπερκαλύπτει κάθε άλλος σκέλος: η παραγωγικότητα της εργασίας σε παγκόσμιο επίπεδο αυξάνεται από τη μεταπολεμική περίοδο με αλματώδεις ρυθμούς! Αυτό σημαίνει ότι ένα ποσοστό του πλούτου που παράγεται με μια ημέρα δουλειάς ενός εργαζομένου σήμερα, ισοδυναμεί με πολύ μεγαλύτερο παραγόμενο πλούτο σε σχέση με το ίδιο ποσοστό του πλούτου που παραγόταν σε μια μέρα δουλειάς πριν πολλές δεκαετίες. Έτσι, η διάθεση του ίδιου ποσοστού ανά εργαζόμενο ως εισφορά για την κάλυψη των τρεχουσών συντάξεων των συνταξιούχων, στη σημερινή εποχή θα αρκούσε για να καλύψει πολύ μεγαλύτερες συνταξιοδοτικές ανάγκες. Το πρόβλημα είναι ότι αυτή η αύξηση της παραγωγικότητας δεν έχει αντανακλαστεί σε ανάλογη αύξηση των μισθών, και κατά συνέπεια ούτε και των ασφαλιστικών εισφορών! Οι καπιταλιστές αποσπούν ολοένα και μεγαλύτερο ποσοστό υπεραξίας από την εργασία της εργατικής τάξης, σε βάρος των μισθών και των συνεπαγόμενων ασφαλιστικών εισφορών.

Αυτή είναι λοιπόν η ουσία του ζητήματος: η αδυναμία των ασφαλιστικών ταμείων δεν οφείλεται σε κάποια «γήρανση του πληθυσμού», αλλά στο τσάκισμα των μισθών, το πέταγμα μαζικών τμημάτων της εργατικής τάξης στην ανεργία, και τη πρωτοφανή εξάπλωση της ανασφάλιστης-«μαύρης» εργασίας, σε συνδυασμό βέβαια με το προαναφερθέν διαχρονικό «πλιάτσικο» που υφίστανται τα αποθεματικά των ταμείων από το αστικό κράτος και τους καπιταλιστές! Το «πρόβλημα» είναι ο καπιταλισμός και οι πολιτικές λιτότητας που επιβάλλουν οι πολιτικοί του εκπρόσωποι για την οικονομική «διάσωσή του».

Διεκδικήσεις για το εργατικό κίνημα και αγώνας για την ανατροπή της κυβέρνησης

Για πολλοστή φορά απέναντι στις επιθέσεις της κυβέρνησης, οι κεντρικές συνδικαλιστικές και πολιτικές ηγεσίες του εργατικού κινήματος επιδεικνύουν ανεπίτρεπτη παθητικότητα. Το παράδειγμα της υπερψήφισης του προηγούμενου «πονήματος» του υπουργού Χατζηδάκη για τα εργασιακά, ενάντια στην οποία πραγματοποιήθηκαν μόνο δυο γενικές απεργίες της τελευταίας στιγμής, τελείως απροετοίμαστες, χωρίς καμία προοπτική κλιμάκωσης, ουσιαστικά με χαρακτήρα καθαρά «για την τιμή των όπλων», αποτελεί το τέλειο παράδειγμα προς αποφυγή. Ωστόσο, ακόμα και σε μια τέτοια κινητοποίηση, υπήρξε μια μαζικότατη συμμετοχή των εργαζομένων.

Με αυτήν την παρακαταθήκη, είναι ανάγκη το ίδιο το εργατικό κίνημα να επιβάλει τη δημιουργία ενός Ενιαίου Μετώπου Αγώνα όλων των μαζικών πολιτικών και συνδικαλιστικών εργατικών οργανώσεων, που έστω και την ύστατη στιγμή, με αφετηρία την εναντίωση στο ασφαλιστικό νομοσχέδιο θα προετοιμάσει έναν αγώνα διαρκείας για την ανατροπή της κυβέρνησης και την ανάδειξη μιας εργατικής κυβέρνησης. Οι διεκδικήσεις που πρέπει να προτάξει το κίνημα μέσα από αυτό το μέτωπο αγώνα είναι ενδεικτικά οι εξής:

– Άμεση απόσυρση του νομοσχεδίου Χατζηδάκη για το ασφαλιστικό! Κανένα τζογάρισμα με τις εισφορές των εργαζομένων – καμία περικοπή στις συντάξεις των συνταξιούχων!

– Να καταργηθούν οι ιδιωτικοί φορείς Υγείας και Ασφάλισης – Διπλασιασμός των δαπανών για την Δημόσια Υγεία και Ασφάλιση υπηρεσίες πρόληψης και περίθαλψης δωρεάν για όλους τους εργαζόμενους!

– Επιστροφή των κλεμμένων των αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων από τη δεκ. του 1950 έως σήμερα (κρατικές δεσμεύσεις-κατασχέσεις τους, δανειοδοτήσεις καπιταλιστών, κατασπατάληση στο Χρηματιστήριο, «κούρεμα» PSI). Κατάργηση όλων των εισφορο-απαλλαγών της εργοδοσίας, αυστηρές ποινές για την εισφοροδιαφυγή, πάταξη της ανασφάλιστης εργασίας, να αυξηθούν οι εργοδοτικές εισφορές!

– Να δημιουργηθεί Ενιαίο Ταμείο όλων των μισθωτών που θα χρηματοδοτείται αποκλειστικά από τους εργοδότες και το κράτος, το οποίο θα διοικούν και θα διαχειρίζονται εκλεγμένοι και ανακλητοί εκπρόσωποι των εργαζομένων.

– Σύνταξη στα 55 έτη για τις γυναίκες και τους εργαζόμενους στα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα και στα 60 έτη για τους άντρες. Δραστική αύξηση των συντάξεων στα επίπεδα μιας αξιοπρεπούς διαβίωσης. Για να βρεθούν χρήματα για μια τέτοια πολιτική πρέπει να αυξηθεί ο συντελεστής φορολογίας του μεγάλου κεφαλαίου και να επιβληθεί ειδικός φόρος στα κέρδη των καπιταλιστών υπέρ της κοινωνικής ασφάλισης.

– Νέες αξιοπρεπείς θέσεις εργασίας με 30ωρο – 5ήμερο – 6ωρο και νομιμοποίηση όλων των μεταναστών εργατών για να αυξηθούν αποφασιστικά τα έσοδα των ασφαλιστικών ταμείων.

Πάτροκλος Ψάλτης

Πηγή : marxismos

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου