Σάββατο 21 Αυγούστου 2021

Η Mάχη Και Το Μπλόκο Της Κοκκινιάς / του Δημήτρη Kουσουρή

 
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην έντυπη Νέα Προοπτική σε δύο συνέχειες, το Σάββατο, 11 Μαρτίου 2017 και την Παρασκευή 24 Μαρτίου 2017, υπό τον τίτλο Η Μάχη της Κοκκινιάς – 73 Xρόνια. Αναρτήθηκε επίσης στο διαδικτυακό τόπο του ΕΕΚ. Το κείμενο ήταν η εισήγηση του ιστορικού Δημήτρη Κουσουρή σε εκδήλωση στο Μουσείο της Mάντρας του Mπλόκου της Kοκκινιάς, στις 6 Μαρτίου 2017 με θέμα «H Kατοχή στον Πειραιά: Δωσιλογισμός, Διώξεις, Mπλόκα». Αλλά πριν το κείμενο του Δημήτρη Κουσουρή ας παραθέσουμε το εισαγωγικό της ΝΠ:

[ H εκδήλωση, στο Mουσείο της Mάντρας του Mπλόκου της Kοκκινιάς, το βράδυ της Δευτέρας 6 Mαρτίου, ήταν πολύ δυνατή και συγκινησιακά φορτισμένη.
Όλα ήταν φορτισμένα από την ιστορία. Το ίδιο το Μνημείο, η Μάντρα του Μπλόκου, όπου κάτω από το δάπεδο και το χώμα υπάρχει ακόμα το αίμα των εκτελεσμένων -από τους Γερμανούς και Έλληνες ναζί- κομμουνιστών. Ο εσωτερικός χώρος με τις φωτογραφίες των εκτελεσμένων, τη φωτογραφία της Διστομίτισσας μαυροφορεμένης γυναίκας, το πορτρέτο του Άρη Βελουχιώτη. Το πλήθος των ανθρώπων που ξεχείλιζαν το χώρο του Μουσείου – ο χώρος αποδείχθηκε μικρός. Άνθρωποι μεγάλοι, που έχουν βιώσει απ’ τα παιδικά τους την ιστορία, που δεν ξεχνούν, δεν θέλουν να ξεχάσουν· άνθρωποι νεότεροι που έχουν ακούσει, έχουν διαβάσει, που μαθαίνουν.

Αλλά και ο ίδιος ο ομιλητής, ο ιστορικός και σύντροφος Δημήτρης Kουσουρής, που παρά τη νεότητά του, είναι ένα εμβληματικό πρόσωπο της πρόσφατης ιστορίας, αφού υπήρξε ένα από τα πρώτα θύματα της δολοφονικής δράσης των ναζιστών της Xρυσής Aυγής το 1998 – ευτυχώς διεσώθη. Tώρα ο Δ. Kουσουρής διδάσκει ιστορία στο πανεπιστήμιο της Bιέννης, ενώ έχει συγγράψει ένα σημαντικό βιβλίο με τίτλο «Δίκες των Δοσιλόγων 1944 – 1949» (εκδ. Πόλις).

H εκδήλωση με θέμα «H Kατοχή στον Πειραιά: Δωσιλογισμός, Διώξεις, Mπλόκα» οργανώθηκε από το Mνημείο Mάντρα Mπλόκου της Kοκκινιάς και το Mουσείο Eθνικής Aντίστασης του Δήμου Nικαίας – Pέντη, παρουσία και του δημάρχου Γ. Iωακειμίδη. Σύντομες εισηγήσεις έκαναν η Eιρήνη Pηνιώτη, υπεύθυνη του Mνημείου της Mάντρας του Mπλόκου και ο Aλέξανδρος Στεφανίδης, υπεύθυνος του Mουσείου Eθνικής Aντίστασης, ενώ προβλήθηκε απόσπασμα της ταινίας του Άδωνι Kύρου Tο Mπλόκο.
Θόδωρος Kουτσουμπός ]



Eίναι τιμή μου να βρίσκομαι εδώ, για πολλούς λόγους.
Πρώτα και κύρια βιωματικούς: γεννήθηκα και μεγάλωσα στον Πειραιά, στις δεκαετίες του 1970 και του 1980, όταν οι μνήμες του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, της Κατοχής και της Αντίστασης ήταν ζωντανές και πανταχού παρούσες. Οι εκδηλώσεις μνήμης για το μπλόκο της Κοκκινιάς ήταν από τις πρώτες δημόσιες εκδηλώσεις μνήμης που έζησα σαν παιδί· κι αργότερα, για κάποια χρόνια, ως έφηβος και φέρελπις σκακιστής, το τουρνουά του ΟΦΟΝ, κάθε Αύγουστο, αποτελούσε για μένα σταθερή αξία – και αγαπημένη.

Ήταν λοιπόν τιμή για μένα να ανταποκριθώ στην πρόσκληση, για να μιλήσω εδώ σήμερα με το ένα πόδι ως κοινωνός αυτής της μνήμης και με το άλλο ως ιστορικός, όχι μόνο με το ένα ή με το άλλο, γιατί η ιστορία, καθώς λένε, είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να την εμπιστευτεί κανείς αποκλειστικά στους επαγγελματίες ιστορικούς, και η μνήμη, εξαιρετικά δημιουργική και εύπλαστη για να την εμπιστευτεί κανείς χωρίς να καταφύγει στα τεκμήρια των αρχείων.

Στην εποχή μας, εποχή των alternative facts (εναλλακτικών γεγονότων), ακόμα και το παρόν και η αλήθεια του κινδυνεύουν, πόσο μάλλον το παρελθόν. Γι’ αυτό, ανάγκη και καθήκον είναι να επιστρέψουμε με σεβασμό και ευθύνη στη μνήμη της Κοκκινιάς, της μάχης και του Mπλόκου.

Aυτές είναι κορυφαίες και εμβληματικές στιγμές της ιστορίας μιας προσφυγικής παραγκούπολης, της Κοκκινιάς, που στέγασε χιλιάδες ψυχές με τον ερχομό των προσφύγων. Οι λιγότεροι από αυτούς, όσοι διέθεταν κεφάλαια και διασυνδέσεις με το κράτος ή τις οικονομικές ελίτ της εποχής, ενσωματώθηκαν στη νέα τους πατρίδα χωρίς πολλές εντάσεις ή δυσκολίες. Η μεγάλη πλειοψηφία, όμως, έγιναν προλετάριοι κι ένωσαν τη μοίρα τους με εκείνη των ναυτεργατών και των λιμενεργατών της πόλης, των εργατών στην ταπητουργία, την κλωστοϋφαντουργία, την υαλουργία, τα καπνεργοστάσια, τα σιδηρουργεία, τα Λιπάσματα, τα τσιμεντάδικα, τα βυρσοδεψεία, τα λατομεία, τα διυλιστήρια, τα συνεργεία γύρω από το λιμάνι, που αποτέλεσαν κόμβο κι επίκεντρο της (όποιας) εγχώριας βιομηχανικής ανάπτυξης του Μεσοπολέμου και συνδέθηκαν άρρηκτα με την ανάπτυξη του εργατικού κινήματος. Aπό τη ματωμένη απεργία του Αυγούστου του 1923 στο Πασαλιμάνι, μέχρι τις μαζικές απεργίες, διαδηλώσεις και τις οδομαχίες με την αστυνομία το Μάη του 1936, σε σύνδεση και αλληλεγγύη με τη μεγάλη απεργία της Θεσσαλονίκης. Αυτός ο κόσμος δημιουργήθηκε και σφυρηλατήθηκε βήμα-βήμα, τόσο στις καθημερινές στιγμές όσο και στις στιγμές της κορύφωσης του αγώνα, στις μάχες για μεροκάματα, συνθήκες δουλειάς, για τη θέση και τις αμοιβές των γυναικών, χαμηλά ενοίκια, ύδρευση, αποχέτευση, στα δύσκολα χρόνια του Μεσοπολέμου.

Όλα αυτά, είναι στοιχεία μιας τοπικής ταυτότητας αλλά και της ευρύτερης ιστορίας του εργατικού κινήματος και της ανάπτυξης του σύγχρονου νεοελληνικού κράτους. Αντίστοιχα, η μάχη της Κοκκινιάς και το Mπλόκο, το Μάρτη και τον Αύγουστο του 1944, δεν ήταν μεμονωμένα επεισόδια, αλλά κορυφαίες μάχες του κινήματος της αντίστασης ενάντια στη Κατοχή από τις δυνάμεις του φασιστικού Άξονα και στους ντόπιους συνεργάτες τους.

Ήδη με την αυτονόμηση του Δήμου στα μέσα της δεκαετίας του 1930 και τη μετονομασία του στις παραμονές του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, η Κοκκινιά είχε γίνει μέσα σε λίγα χρόνια ο τρίτος μεγαλύτερος δήμος της περιοχής της πρωτεύουσας, με τη μεγαλύτερη συγκέντρωση εργατικού πληθυσμού στη χώρα. Σε αυτή τη βάση, μέσα στα πρώτα χρόνια της Κατοχής, από το λιμό του χειμώνα 1941-42 μέχρι τα μέσα του 1943, η πόλη είχε μετεξελιχθεί σε προπύργιο του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, της μακράν μαζικότερης και μαχητικότερης οργάνωσης του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, ενώνοντας τη μοίρα της όχι απλά με την εθνική ιστορία αλλά και την παγκόσμια ιστορία, ως προπύργιο της μάχης των λαών ενάντια στο φασισμό που στα πρώτα χρόνια του πολέμου φάνταζε ανίκητος, έχοντας κατακτήσει και καθυποτάξει πρακτικά ολόκληρη την Ευρώπη.

Στη χώρα μας, έγινε φανερό καθαρότερα και νωρίτερα από οπουδήποτε αλλού πως η εμπειρία και η μνήμη του αγώνα ενάντια στο φασισμό ήταν επικίνδυνες, αφού, καθώς προειδοποιούσε ο ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης ήδη το 1945, εν μέσω των πανηγυρισμών για το τέλος του Πολέμου και την ήττα του φασισμού, «ο Πόλεμος δεν τελείωσε, γιατί κανένας πόλεμος δεν τελείωσε ποτέ».

Η Κοκκινιά αποτέλεσε εξαρχής μια ηρωική, μαρτυρική, όσο και άβολη μνήμη γιατί αποτυπώνει με τον πιο ανάγλυφο τρόπο τον ταξικό χαρακτήρα αυτού του αγώνα, τη βαθιά διαίρεση της ελληνικής κοινωνίας που δε χώραγε εύκολα στις επίσημες πατριωτικές ιστορίες για το τι συνέβη στον πόλεμο και την Κατοχή, ιστορίες που φτιάχτηκαν ευθύς εξαρχής με στόχο να αμβλύνουν ή να εξαφανίσουν αυτές τις αντιθέσεις προς όφελος ενός ενωτικού αφηγήματος, αποσιωπώντας ή και παραμορφώνοντας εν ανάγκη την ίδια την εμπειρία. Η πιο εξωφρενική και απροκάλυπτη παραμόρφωση σαφώς εκδηλώθηκε κατά τη δικτατορία 1967-74, όταν, υπό την αρχή του διορισμένου δημάρχου -και ανηψιού του δήμιου της Κοκκινιάς, του αντισυνταγματάρχη Ι. Πλυτζανόπουλου διοικητή του Α’ Τάγματος Ευζώνων (Τάγμα ασφαλείας ή γερμανοτσολιάδες για να συνεννοούμαστε)- η επιγραφή που αναρτήθηκε στο χώρο της θυσίας μετέτρεπε τους ήρωες σε προδότες και τους θύτες σε θύματα αναφέροντας πως:
«Προδόται και μασκοφόροι κομμουνισταί, και εαμίται, ελασίται, παρέδωσαν εις τους βαρβάρους κατακτητάς την 17ην Αυγούστου 1944, αγνούς πατριώτας αγωνιστάς της Εθνικής Αντίστασης, τέκνα ηρωικά της Νίκαιας, οι οποίοι και εξετελέσθησαν εις τον χώρον τούτον».



Θα προσπαθήσω να ανιχνεύσω τα κίνητρα και τις αιτίες αυτής της φαινομενικά παράδοξης αποσιώπησης, περιγράφοντας παράλληλα το πλαίσιο μέσα στο οποίο εξελίχθηκαν τα γεγονότα.

Πρώτα απ’ όλα οφείλω να σταθώ στην ιδιαιτερότητα της ελληνικής εμπειρίας του πολέμου σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες που βρέθηκαν κάτω από τη φασιστική μπότα. Σε αντίστιξη με τις περισσότερες χώρες, όπου τα κινήματα της αντίστασης περιλάμβαναν κυρίως (αν όχι αποκλειστικά) δίκτυα κατασκοπείας και πληροφοριών για λογαριασμό των Συμμάχων καθώς και ολιγάριθμες ομάδες που πραγματοποιούσαν σαμποτάζ στις υποδομές του εχθρού, στην Ελλάδα, μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ, η αντίσταση έλαβε από πολύ νωρίς μαζική διάσταση, στις πόλεις και στην ύπαιθρο -με μοναδική ίσως αναλογία την εμπειρία της γειτονικής Γιουγκοσλαβίας. Αυτή η εξέλιξη ξεκίνησε με τη δράση της Εθνικής Αλληλεγγύης για τη διάσωση του φτωχού λαού από την πείνα το χειμώνα του 1941-1942. H συντριπτική πλειοψηφία των θυμάτων στις φτωχογειτονιές της Αθήνας και του Πειραιά, αναδείκνυε με τον πιο τραγικό τρόπο τον ταξικό χαρακτήρα της ζωής και του θανάτου των ανθρώπων, που συζητήθηκε ξανά πρόσφατα με αφορμή ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Έτσι, η αντίσταση γρήγορα γιγαντώθηκε με την ανάπτυξη εργατικών και υπαλληλικών σωματείων και την κήρυξη απεργιών από την άνοιξη του 1942 κιόλας, με οικονομικά ή αργότερα με πολιτικά αιτήματα, ενάντια στην πολιτική επιστράτευση που επιχείρησε να κηρύξει η δοσιλογική κυβέρνηση το Μάρτη του 1943. H Κοκκινιά, όπως και οι άλλες προσφυγομάνες γειτονιές σαν την Καισαριανή ή την Καλαμαριά στη Θεσσαλονίκη, μετατράπηκαν γρήγορα σε προπύργια της μάχης ενάντια στη φασιστική Κατοχή και την ανελέητη εκμετάλλευση.

Εν τω μεταξύ, με την ανάπτυξη του ΕΛΑΣ στις περιοχές της Ελεύθερης Ελλάδας στην ύπαιθρο, που αυτονομούνταν από τον έλεγχο του δοσιλογικού κράτους της Αθήνας, σταδιακά είχαν διαμορφωθεί δύο εθνικές επικράτειες, δύο παράλληλες οικονομίες, δυο διακριτά πεδία νομιμότητας και δυο αντιτιθέμενοι κρατικοί μηχανισμοί. Ο Μάρτης του 1944, σηματοδοτούσε μια αποφασιστική καμπή σε αυτήν την εξέλιξη, καθώς, έχοντας διοργανώσει εκλογές με τη συμμετοχή 1,5 έως 2 εκατομμυρίων κόσμου, το ΕΑΜ συγκροτούσε την ίδια στιγμή στις Κορυσχάδες της Ευρυτανίας μια Εθνοσυνέλευση και την ΠΕΕΑ – την κυβέρνηση του βουνού. Μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας και καθώς η σοβιετική αντεπίθεση ξεδιπλωνόταν ολοένα και πιο σθεναρά στο ανατολικό Μέτωπο, το τέλος του πολέμου και της κατοχής έμοιαζε πια κοντά και οι πολιτικές δυάμεις, ένθεν κακείθεν, έπαιρναν θέση για την τελική αναμέτρηση. Οι εγχώριοι αντικομμουνιστές, που μέχρι το 1943 χωρίζονταν σε γερμανόφιλους και αγγλόφιλους, μοναρχικούς ή φιλελεύθερους σε διάφορες παραλλαγές, είχαν πλέον αρχίσει με αυξανόμενη ταχύτητα να ξεπερνούν τις διαφορές τους και να συμπτύσσουν κοινό μέτωπο ενάντια στο ΕΑΜ. Έτσι είδαμε σύσσωμες τις διάφορες δυνάμεις του κράτους να συνεργάζονται στη μάχη και το Mπλόκο, ενσωματώνοντας σταδιακά στις γραμμές τους και τους αγγλόφιλους, όπως την οργάνωση Χ και άλλες εθνικιστικές και συντηρητικές οργανώσεις.

Ως σύνορο και χώρος διεκδίκησης δύο παράλληλων επικρατειών και οικονομιών, η περιοχή του Πειραιά είχε γίνει κέντρο της ελασίτικης δραστηριότητας από το 1943 και μετά. Ιδιαίτερα μετά τον βομβαρδισμό του Πειραιά από τους Συμμάχους στις 11 Ιανουαρίου 1944, που προκάλεσε πολλές εκατοντάδες νεκρούς και χιλιάδες πρόσφυγες καταστρέφοντας ολοκληρωτικά ολόκληρα κομμάτια το κεντρικού Πειραιά και του λιμανιού, το κέντρο επιχειρήσεων, οι οπλαποθήκες και τα εφόδια του ΕΛΑΣ Πειραιά μεταφέρθηκαν στην Κοκκινιά, όπου όχι μόνο διέθεταν την πιο στέρεα και μαζική οργάνωση αλλά και μπορούσαν να υπερασπιστούν καλύτερα, με βάση τη διαμόρφωση του χώρου, από πιθανές εισβολές.

Με αυτήν την έννοια, η μάχη και το Mπλόκο της Κοκκινιάς σηματοδοτούν αντίστοιχα την αρχή και την κορύφωση μιας ανελέητης και αιματηρής εσωτερικής μάχης ανάμεσα στις δυνάμεις του κατοχικού κράτους που αντιλαμβάνονταν τον εαυτό τους ως δυνάμεις καταστολής μιας κοινωνικής επανάστασης που είχε ξεσπάσει στη χώρα και τις δυνάμεις του ΕΑΜ, που αντιλαμβάνονταν με τη σειρά τους τον εαυτό τους ως φορείς εθνικής απελευθέρωσης αλλά και μιας ριζικής κοινωνικής και πολιτικής μεταβολής. Όπως έχει παρατηρηθεί από πολλούς, οι στόχοι του ΕΑΜ ήταν κάπως αόριστοι μεν, στο βαθμό που το πρόγραμμα της Λαοκρατίας, συμπεριλάμβανε τη διεκδίκηση εκσυγχρονισμού των παραγωγικών δομών της χώρας και χειραφέτησης του πολιτικού συστήματος από το παλάτι, τις στρατιωτικές, πολιτικές και οικονομικές ελίτ του παλαιού καθεστώτος -πρόγραμμα πιο γενικόλογο και από εκείνο του ΕΔΕΣ, που πάλευε προγραμματικά για το «δημοκρατικό σοσιαλισμό»- ωστόσο στην πράξη στους καθημερινούς αγώνες και τις διεκδικήσεις στην πόλη και την ύπαιθρο, ήταν σε θέση να ανατρέπει τις παραδοσιακές κοινωνικές ιεραρχίες και να εγκαθιδρύει δημοκρατικές δομές με συμμετοχή και έλεγχο της εργαζόμενης κοινωνικής πλειοψηφίας.

Ας έρθω λοιπόν τώρα, εν συντομία, στα ίδια τα γεγονότα της μάχης της Kοκκινιάς.

Η μάχη δεν κράτησε μία, αλλά πέντε ημέρες. Τα γεγονότα ξεκίνησαν στις 4 Μάρτη με συνδυασμένη διμέτωπη επίθεση χωροφυλάκων και ταγματασφαλιτών από την περιοχή του Τρίτου Νεκροταφείου και τα Μανιάτικα, οι οποίες ωστόσο αναχαιτίστηκαν από τις δυνάμεις του 3ου τάγματος ΕΛΑΣ Κοκκινιάς. Την επόμενη μέρα, Κυριακή, διοργανώνεται μεγάλο συλλαλητήριο ενάντια στην τρομοκρατία, κατά τη διάρκεια του οποίου επιχειρείται δεύτερη πανομοιότυπη επίθεση, η οποία αποκρούεται και πάλι, αυτή τη φορά με περισσότερα θύματα μεταξύ των αμυνόμενων. Η επίθεση επαναλαμβάνεται την επόμενη, μέρα πανεργατικής απεργίας και διαδήλωσης στον Πειραιά, αποτυγχάνει όμως και πάλι. Την Τρίτη 7 και την Τετάρτη 8 Μαρτίου οι δυνάμεις των Ταγμάτων επιστρέφουν, αυτή τη φορά με γερμανικές ενισχύσεις που φέρουν βαρύ οπλισμό και καταφέρνουν, σε συνδυασμό με την εξάντληση των πυρομαχικών του ΕΛΑΣ, να διεισδύσουν μέχρι το Περιβολάκι, να πραγματοποιήσουν συλλήψεις και εκτελέσεις επί τόπου, και να φύγουν με 300 ομήρους, 37 από τους οποίους εκτελέστηκαν την επόμενη στα νταμάρια.

Η μάχη της Κοκκινιάς έχει χαρακτηριστεί πρόσφατα από τους ερευνητές ως μια πρώτη, ημιαποτυχημένη ή ημιεπιτυχημένη απόπειρα μπλόκου στην περιοχή της πρωτεύουσας (ανάλογα με το πως βλέπει κανείς το ποτήρι μισογεμάτο ή μισοάδειο), η πρώτη από μια σειρά εκκαθαριστικών επιχειρήσεων στις λαϊκές προσφυγογειτονιές που αποτελούσαν τα προπύργια του ΕΛΑΣ (Καισαριανή, Καλλιθέα – Νέα Σμύρνη, Καλογρέζα μεταξύ άλλων). Aυτές οι επιχειρήσεις αναπτύχθηκαν με ολοένα και μεγαλύτερη ένταση όσο πλησίαζε η απελευθέρωση, και με ολοένα και μικρότερη συμμετοχή των γερμανικών δυνάμεων που είχαν ήδη αρχίσει την αναδίπλωση για την οριστική αποχώρησή τους το Σεπτέμβριο – Οκτώβριο. Στόχο τους είχαν την οχύρωση του κέντρου της πρωτεύουσας από πιθανή απόπειρα κατάληψης κεντρικών κυβερνητικών κτηρίων από τις δυνάμεις του ΕΑΜ.

Τι ήταν όμως τα μπλόκα και ποιοί τα διοργάνωσαν;

Τα μπλόκα αποτελούσαν στρατιωτικές επιχειρήσεις αποκλεισμού ολόκληρων συνοικιών της πόλης, που συνδύαζαν την καταδίωξη των μάχιμων δυνάμεων της ένοπλης αντίστασης με ομαδικές συλλήψεις και εκτελέσεις ως συλλογικά αντίποινα ενάντια στον άμαχο πληθυσμό. Εκδηλώθηκαν κυρίως το 1944 και ήταν το ισοδύναμο στον αστικό χώρο των αντίστοιχων μορφών μαζικής τρομοκρατίας που εφαρμόζονταν στην ύπαιθρο, ιδιαίτερα κατά την πρώτη περίοδο της Κατοχής. Αν και τα συλλογικά αντίποινα εναντίον αμάχoυ πληθυσμού ορίστηκαν ως έγκλημα πολέμου το 1949, αυτή η πρακτική δεν τιμωρήθηκε τις περισσότερες φορές μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο, αφού οι κατηγορούμενοι ισχυρίστηκαν πως επρόκειτο για μάχη με σώματα ατάκτων-ανταρτών, που δικαιολογούσε τη χρήση βίας κατά του πληθυσμού. Το ισοδύναμο του επιχειρήματος στην καθημερινή πολιτική συζήτηση και προπαγάνδα ήταν πως «οι αντάρτες χτυπούσαν τους Γερμανούς, αφήνοντας τον πληθυσμό στο έλεος των συλλογικών αντιποίνων», επιχείρημα, που συμπυκνώνει και το διακηρυγμένο στόχο των εμπνευστών αυτής της μεθόδου ψυχολογικού πολέμου για την τρομοκράτηση του πληθυσμού και τη μεταστροφή του εναντίον της Αντίστασης.

Για να επανέλθουμε ξανά στα γεγονότα, το μπλόκο του Αυγούστου ήταν κατά κάποιο τρόπο συνέχεια και απόπειρα ολοκλήρωσης της επιχείρησης του Μαρτίου [1944], στις παραμονές πια της Απελευθέρωσης. Τα ξημερώματα της 17ης Αυγούστου, δύναμη περίπου τριών χιλιάδων ανδρών, από τους οποίους πάνω από τα δύο τρίτα ήταν Έλληνες Ταγματασφαλίτες, μέλη της Ειδικής Ασφάλειας, του μηχανοκίνητου της Αστυνομίας (Μπουραντάδες) και χωροφύλακες, περικύκλωσαν με δεκάδες καμιόνια και βαρύ οπλισμό την Κοκκινιά. Στις 6 το πρωί τα μεγάφωνα των ταγματασφαλιτών διέτασσαν «όλους τους άνδρες από 14 έως 60 να συγκεντρωθούν στην πλατεία Οσίας Ξένης για έλεγχο». Όσοι συλλαμβάνονταν να κρύβονται θα εκτελούνταν επί τόπου. Ενώ εδώ κι εκεί γίνονταν εισβολές στα σπίτια, πλιάτσικα και βασανισμοί, μέσα σε δύο ώρες συγκεντρώθηκαν στην Πλατεία δέκα με είκοσι χιλιάδες κόσμου. Ακολούθησε μια μακρά διαδικασία βασανισμών, ξυλοδαρμών, εξευτελισμών από τις δυνάμεις των Ταγμάτων και τους τοπικούς χαφιέδες, με πρωταγωνιστή το διαβόητο Μπατράνη ή Πατράνη, που λέγεται ότι δολοφονήθηκε το ίδιο βράδυ από τους Γερμανούς, ενώ η οικογένεια του εξοντώθηκε σε αντίποινα από τον ΕΛΑΣ.

Η ταινία του Κύρου και το χαρακτικό του Τάσου (σε ύφος που θυμίζει τους πίνακες του Π. Ζωγράφου) αποτελούν τις πιο εμβληματικές απεικονίσεις του μαρτυρίου και της θυσίας των πατριωτών, της ηγεσίας και των απλών αγωνιστών του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, του Απόστολου Χατζηβασιλείου, της Διαμάντως Κουμπάκη, του Κώστα Περιβολά, του Στέλιου Καρδάρα μια μέρα αργότερα, που έγινε και τραγούδι από το Μιχάλη Γενίτσαρη, και τόσων άλλων, 350 θυμάτων και άλλων 8 μια εβδομάδα αργότερα στο μνημόσυνο για τα θύματα με πυρά πολυβόλων από τη δεξαμενή.

Ας έρθουμε όμως, και στα Τάγματα, τον παρόντα-απόντα αυτής της ιστορίας καθώς λέγαμε και στην αρχή. Ποιοί συγκρότησαν τα Τάγματα Ασφαλείας; Ποιοι τα εμπνεύστηκαν και ποιοι τα οργάνωσαν; Ποιοι εντάχθηκαν σε αυτά και ποιοι ήταν οι ηγέτες τους; Τέλος, ποιά η μοίρα τους μετά τον πόλεμο;

Τα Τάγματα Ασφαλείας φτιάχτηκαν από την τρίτη κατά σειρά κατοχική κυβέρνηση του Ιωάννη Ράλλη, μετά την άνοιξη του 1943, με στόχο την καταστολή της «τρομοκρατίας» του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Η διοίκηση και η στελέχωσή τους ήταν αμιγώς ελληνική, ήταν όμως άμεσα υπόλογα στις γερμανικές στρατιωτικές αρχές, ενώ στον όρκο τους δήλωναν απόλυτη υπακοή «εις τας διαταγάς του ανώτατου αρχηγού του Γερμανικού Στρατού Αδόλφου Χίτλερ». Εμπνευστές τους ήταν ο Στυλιανός Γονατάς και ο πρώην δικτάτορας Θεόδωρος Πάγκαλος, στη βάση της δικής του εμπειρίας από τα λεγόμενα «Δημοκρατικά Τάγματα», ενός σώματος πραιτωριανών που είχε συγκροτήσει κατά τη βραχύβια δικτατορία του στα 1925-1926. Οι αξιωματικοί που τα στελέχωσαν προέρχονταν αρχικά από τον βενιζελικό χώρο, ως επί το πλείστον απότακτοι αξιωματικοί του 1935, που επιχειρούσαν με αυτόν τον τρόπο να επανακάμψουν στο στράτευμα. Ένας από αυτούς ήταν εξάλλου και ο Ιωάννης Πλυτζανόπουλος, επικεφαλής του Τάγματος Ευζώνων που έκανε, μεταξύ άλλων, το μπλόκο της Κοκκινιάς.

Στο μεταξύ βέβαια, οι μοναρχικοί, που είχαν αποκτήσει έλεγχο του στρατού στη Μέση Ανατολή μετά την καταστολή των κινημάτων του 1943 και του 1944 και είχαν τη στήριξη των Βρετανών, πήραν τον έλεγχο αυτών των δυνάμεων μετά την Απελευθέρωση. Τα Τάγματα διαλύθηκαν, αλλά οι διάδοχες κρατικές ελίτ οργάνωσαν τη σταδιακή επανένταξη του δυναμικού τους στους μηχανισμούς του νέου αντικομμουνιστικού κράτους, αρχής γενομένης από τον Δεκέμβρη του 1944, όταν πια με άλλο όνομα και τη συνδρομή των βρετανικών αυτοκρατορικών στρατευμάτων κατάφεραν να κάμψουν οριστικά την αντίσταση της Κοκκινιάς, της Καισαριανής, του Βύρωνα και των άλλων προσφυγογειτονιών της πρωτεύουσας.

Στη δίκη των δοσιλογικών κυβερνήσεων, από το Φεβρουάριο μέχρι το Μάιο του 1945, οι πρωθυπουργοί και αρκετοί από τους υπουργούς καταδικάστηκαν για διάφορα εγκλήματα (συνθηκολόγηση στο μέτωπο, καταλήστευση της χώρας κ.λπ.). Ωστόσο απαλλάχτηκαν για τη συγκρότηση των Ταγμάτων: αυτά αναγνωρίστηκαν ως δυνάμεις επιβολής της τάξης ενάντια στην ήδη εκδηλωθείσα κομμουνιστική ανταρσία. Αυτή η απόφαση αποτέλεσε δικαστικό προηγούμενο και οδηγό για των αθώωση των περισσότερων εγκλημάτων των Ταγμάτων, ειδικά αυτών που διαπράχθηκαν εις βάρος του κόσμου του ΕΑΜ. Ανάμεσα σε αυτούς που διασφάλισαν ασυλία ή αντιμετώπισαν ποινές συμβολικού μόνο χαρακτήρα ήταν και πολλοί από τους δήμιους της Κοκκινιάς, συμπεριλαμβανομένου του Πλυτζανόπουλου που αργότερα προήχθη σε υποστράτηγο, και του Σγούρου, που καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης για να απελευθερωθεί λίγο μετά. Ανάλογη μοίρα είχαν και κάποιοι από τους πράκτορες και τους αξιωματικούς της Ειδικής Ασφάλειας που κρίθηκαν ένοχοι, τύποις τουλάχιστον, από τα δικαστήρια.

Οι γερμανοτσολιάδες δεν ήταν ασφαλώς η μόνη μορφή δοσιλογισμού. Τα τάγματα ήταν η δύναμη κρούσης ενός ευρύτερου μπλοκ, που αν και μειοψηφικό στην ελληνική κοινωνία, είχε ταυτόχρονα μαζική διάσταση, που μετρούνταν ίσως, με βάση υπολογισμούς παρατηρητών της εποχής, σε λίγες εκατοντάδες χιλιάδες (σε έναν πληθυσμό επτά και πλέον εκατομμυρίων) – αν συμπεριλάβει κανείς όλους αυτούς που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο συναλλάχθηκαν, βοήθησαν ή επωφελήθηκαν από τις δυνάμεις Κατοχής. Ποιοί ήταν όμως όλοι αυτοί; Πρόκειται για ένα πολύμορφο και εν πολλοίς ανομοιογενές σύνολο που συμπεριελάμβανε μέλη των κρατικών ελίτ, παραδοσιακούς επιχειρηματίες, μαυραγορίτες και καιροσκόπους κάθε λογής, φτωχοδιαβόλους που αποπειράθηκαν να κάνουν κάποια αρπαχτή με τους κατακτητές, ιδεολόγους του φασισμού και του ναζισμού, ή απλά γερμανόφιλους και ιταλόφιλους που εκμεταλλεύτηκαν τις περιστάσεις για να αποκομίσουν κάποιο κέρδος. Ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα της Αντίστασης και του Δοσιλογισμού, που στην πραγματικότητα δεν ήταν διόλου συμπαγή, ομοιογενή ή στεγανά διαχωρισμένα, υπήρχε μια πλατιά γκρίζα ζώνη όλων εκείνων που τήρησαν στάση αναμονής ή επαμφοτερίζουσα, για να παρεισφρύσουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στο στρατόπεδο των νικητών όταν πια η ζυγαριά του πολέμου είχε γείρει οριστικά.

Έτσι στην Ελλάδα, όπως και στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες που είχαν βρεθεί υπό την Κατοχή του Άξονα, συγκροτήθηκε μετά τον πόλεμο ένα επίσημο πατριωτικό αφήγημα που συμπεριελάμβανε ως αντιστασιακούς ή μάρτυρες την συντριπτική πλειοψηφία του λαού, ενώ αποσιωπούσε ή υποτιμούσε το ρόλο των προδοτών και των συνεργατών των κατακτητών -με άλλα λόγια τη μαζική διάσταση του φασισμού και του δοσιλογισμού. Από πολύ νωρίς, κατά τη διαδικασία ένταξης της χώρας ως ισότιμου μέλους στο Συμβούλιο της Ευρώπης και το ΝΑΤΟ λίγο μετά την ίδρυσή του, το ελληνικό μεταπολεμικό εμφυλιακό καθεστώς υιοθέτησε αυτή την παραδειγματική αφήγηση. Στην υπόλοιπη Ευρώπη, η σιωπή για τους δοσιλόγους υπηρέτησε μια λογική ένταξης όλων εκείνων των «αντιστασιακών της τελευταίας στιγμής» όπως τους αποκαλούν στη Γαλλία σε ένα ενιαίο πατριωτικό αφήγημα πάλης ενάντια στη φασιστική Κατοχή. Το παράδοξο της καθ’ ημάς επίσημης εκδοχής της ιστορίας ήταν πως στην Ελλάδα αυτό το αφήγημα απέκλεισε από την επίσημη ιστορία το μακράν μαζικότερο και μαχητικότερο κίνημα της αντίστασης, που συγκέντρωνε ανάμεσα σε 1 και 2 εκατομμύρια μέλη στις διάφορες οργανώσεις του και εκπροσωπούσε περίπου το 80% της ένοπλης Αντίστασης. Η κρατική δικαιοσύνη έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση αυτής της επίσημης κρατικής μνήμης, αποκλείοντας από τις δίκες πρώτα τους μάρτυρες του ΕΑΜ (ως αναξιόπιστους κ.λπ.), κι ύστερα τα θύματα, αθωώνοντας τους αυτουργούς των κατοχικών εγκλημάτων εναντίον του εαμικού κινήματος και τιμωρώντας μόνο όσους είχαν χτυπήσει τα συμμαχικά δίκτυα κατασκοπείας.

Αυτή η σχιζοφρενική όψη της δημόσιας μνήμης, μνήμης μιας «εθνικής αντίστασης» χωρίς τους αντιστασιακούς, ή με κάποιους άλλους στη θέση τους, διαιωνίστηκε στα πέτρινα χρόνια του παρασυντάγματος και των πολιτικών διώξεων των δεκαετιών του 1950 και του 1960. Σε καθεστώς ημιπαρανομίας, για την κομμουνιστική και εαμογενή Αριστερά το πιο επιτακτικό ήταν να αναγνωριστεί ο πατριωτικός της ρόλος, έστω και αν το τίμημα για αυτό ήταν η λήθη της εσωτερικής σύγκρουσης, της βαθιάς ταξικής και πολιτικής διαίρεσης της ελληνικής κοινωνίας κατά την Κατοχή. Στο βαθμό λοιπόν που η Αριστερά διεκδικούσε την ένταξή της στην επίσημη εθνική ιστορία ως μέσο για την πλήρη επανένταξή της στο πολιτικό σύστημα, η αναγνώριση της θυσίας ερχόταν σε πρώτο πλάνο και η καταγγελία της προδοσίας περνούσε σε δεύτερο. Χαρακτηριστικά, στο πρώτο μνημείο που στήθηκε στην πλατεία κατά τη δεκαετία του 1960, γινόταν απλά λόγος για «έλληνες πατριώτες που εκτελέσθηκαν από τους γερμανούς», όπως σε τόσα άλλα μνημεία για τον καιρό της Κατοχής ανά τη χώρα. Την ίδια ακριβώς περίοδο, ο Κύρου, ένας αριστερός διανοούμενος με αστικές και συντηρητικές καταβολές που φυγαδεύτηκε στη Γαλλία με το [πλοίο] Ματαρόα μετά την Απελευθέρωση, υπηρετεί με την ταινία του αυτό ακριβώς το αφήγημα, που στο κάτω-κάτω ευθυγραμμιζόταν με το αντίστοιχο γαλλικό, σε μια διπλή επιχείρηση αναγνώρισης του πατριωτικού ρόλου του ΕΑΜ μέσα στη χώρα και έξω από αυτή. Ωστόσο δεν θα πρέπει να αντιληφθούμε αυτή την, έστω ελλιπή ή παραλλαγμένη μνήμη, με κάποια κριτική διάθεση, παρά ως προσπάθεια δημόσιας και συλλογικής αποτύπωσης μιας απαγορευμένης μνήμης, κατάληψης του δημόσιου χώρου και αναπροσαρμογής του δημόσιου λόγου σε εκείνη τη «χαμένη άνοιξη» των λαϊκών αγώνων. Αυτές οι προσπάθειες και αυτοί οι αγώνες, καρποφόρησαν και αποτυπώθηκαν αργότερα, μετά τη Μεταπολίτευση, στις εκδηλώσεις μνήμης, στις μαρτυρίες που δημοσιεύτηκαν ή καταγράφηκαν, στην ύπαρξη και λειτουργία αυτού εδώ του μνημείου [της Mάντρας του Mπλόκου] που αποτυπώνει την πρόσκαιρη έστω νίκη της μνήμης ενάντια στη λήθη.

Λέω πρόσκαιρη, επειδή, καθώς ξέρουμε όλοι, αυτή η μνήμη βρίσκεται σήμερα και πάλι σε κίνδυνο. Η επανάκαμψη νεο και μετα-φασιστικών κινημάτων στην Ελλάδα και σε ολόκληρη την Ευρώπη, δεν αποτελεί βέβαια την έκφανση κάποιου νέου γερμανικού Ράιχ, όπως απλουστευτικά παρουσιάζουν κάποιοι. Στη σύγχρονη δικτατορία των χρηματαγορών, μπορεί τα γερμανικά συμφέροντα να καταλαμβάνουν και πάλι δεσπόζουσα θέση, ωστόσο οι δομές και οι σχέσεις εξουσίας και επιβολής αφορούν μια σύγκρουση ανάμεσα στις υπερεθνικές-πολυεθνικές δυνάμεις του κεφαλαίου και τον κόσμο της εργασίας, ενώ η πολιτική και πολιτιστική γεωγραφία της σύγκρουσης είναι σήμερα τελείως διαφορετικές.

Ο σύγχρονος μετα-φασισμός, όπως και ο παλιός, είναι και αυτός μια απόπειρα συμμαχίας ανάμεσα στους μεγάλους και τους μικρούς ιδιοκτήτες με στόχο να διαλύσουν την οργάνωση κι τους αγώνες των εργαζομένων και των εκμεταλλευομένων. Το πρόσωπο και τα ονόματά του αλλάζουν, στη βάση όμως τόσο των παλιών όσο και των νέων φασισμών, εμφιλοχωρεί ο ηθικός σχετικισμός, το «όλοι ίδιοι είναι», ή σε ό,τι αφορά τη μνήμη του μπλόκου και της μάχης, μία θολή αντίληψη πως χτυπήθηκαν φασίστες και κομμουνιστές, που είναι σε τελική ανάλυση το ίδιο βίαιοι, με θύμα τον αθώο πληθυσμό της Κοκκινιάς. Αυτή η αντίληψη απηχεί λίγο-πολύ τα λόγια του κατοχικού δημάρχου Χατζή προς τους συγγενείς των θυμάτων, την επαύριο του μπλόκου «Ας κάθονταν καλά οι άντρες, πατέρες και γιοι σας». Αυτή την «παραίνεση» αγνόησε το βράδυ της 17ης Σεπτεμβρίου 2013 ο Παύλος Φύσσας στην Αμφιάλη, όταν στάθηκε να αντιμετωπίσει μόνος του το ναζιστικό τάγμα εφόδου της Νίκαιας. Ο Φύσσας, μαζί με τον Χατζηαντωνίου, την Κουμπάκη, το Νίκο Γόδα και τόσους άλλους, δεν είναι, δεν μπορούν να είναι απλά πρόσωπα σε ένα εικονοστάσι αγίων, μα το αίμα και η ψυχή της πόλης και του κόσμου της δουλειάς. Στον καιρό της κρίσης, της ανεργίας, της φτώχιας και της εξαθλίωσης, η στάση της ευθύνης και η απόφαση του αγώνα ενάντια στην καταπίεση και την εκμετάλλευση, παραμένει μια μνήμη επικίνδυνη. Όχι μόνο ως ηθικό παράδειγμα, αλλά και ως μια ζωντανή διαδικασία επανυποδοχής και επανοικειοποίησης της ιστορικής μνήμης, σε κάθε πλατεία, σε κάθε σχολείο, σε κάθε γειτονιά και σπίτι της Νίκαιας και του ευρύτερου Πειραιά, ως στοιχείο μιας αναγέννησης του λαϊκού πολιτισμού ενάντια στη διάλυση του δημόσιου χώρου, την πολιτιστική υποβάθμιση και τη γενικευμένη κοινωνική αμνησία.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου