Τρίτη 20 Απριλίου 2021

Η Κρίση Στην Τουρκία Και Το Καθεστώς Ερντογάν

 Φλόριαν Κέλλερ

 Εδώ και αρκετές εβδομάδες η Τουρκία πρωταγωνιστεί στον διεθνή Τύπο για διάφορους λόγους. Ένας από αυτούς ήταν και η απομάκρυνση του διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας, Naci Ağbal, που ακολουθήθηκε από αυτήν του αναπληρωτή του. Αυτή η κίνηση του Ερντογάν οδήγησε σε μία απότομη κατάρρευση της αξίας της λίρας, της τάξης του 15%. Οι πιο επιφανείς αστοί οικονομολόγοι έμειναν εμβρόντητοι βλέποντας μία τρελή, αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά από πλευράς Ερντογάν. Παρ’ όλα αυτά φαίνεται να υπάρχει μία λογική πίσω από αυτή την τρέλα. Πάνω απ’ όλα, αυτό που φοβάται ο Ερντογάν είναι μία κοινωνική έκρηξη.

Μετά την άνοδο του Ερντογάν στην εξουσία το 2002, η τουρκική οικονομία ακολούθησε μία ισχυρή ανοδική τάση στο πλαίσιο της παγκόσμιας οικονομικής ανάκαμψης. Πραγματοποιήθηκε μία εκρηκτική ανάπτυξη της βιομηχανίας και της παραγωγής, με παράλληλη αύξηση των μισθών, ενώ τα επίπεδα ανεργίας παρέμειναν χαμηλά. Μετά την κρίση του 2008 η διαδικασία αυτή άρχισε να αντιστρέφεται. Μετά τη διοχέτευση φθηνού χρήματος στην αγορά, υπήρξε μια μικρή ανάκαμψη μετά την κρίση. Αυτή η ανάκαμψη όμως στηρίχθηκε στην ακραία κερδοσκοπία και την τεράστια συσσώρευση χρέους.

Εδώ και χρόνια, πριν την κρίση και την πανδημία του 2020, η τουρκική οικονομία βρίσκεται σε μια καθοδική πορεία. Έχουν υπάρξει διακυμάνσεις στην πορεία αυτή, αλλά η κατεύθυνση είναι ξεκάθαρα καθοδική. Το 2011, η ετήσια ανάπτυξη του ΑΕΠ ανερχόταν σε επίπεδα άνω του 11%. Το 2017 προσέγγισε το 7,5%. Το 2018, η αύξηση του ΑΕΠ ήταν λιγότερο του 3%, το χαμηλότερο επίπεδο που έχει δει η Τουρκία από την κρίση του 2008. Στα τέλη του 2018, η τουρκική οικονομία έδειχνε ξεκάθαρα σημεία «υπερθέρμανσης»: η λίρα έπεφτε ραγδαία, ο πληθωρισμός ανερχόταν σε επίπεδα άνω του 20% ενώ διαγραφόταν η πιθανότητα χρεοκοπίας και οικονομικής κατάρρευσης.

Μόνο η αποφασιστική παρέμβαση της Κεντρικής Τράπεζας θα μπορούσε να σταθεροποιήσει αυτήν την κατάσταση. Τον Σεπτέμβριο του 2018, τα επιτόκια έφτασαν στα κολοσσιαία επίπεδα του 24% και διατηρήθηκαν εκεί για τους επόμενους 10 μήνες. Αυτή η πολιτική όμως, βοήθησε να φτάσει η ήδη αποδυναμωμένη οικονομία – η οποία βασιζόταν εξολοκλήρου στο φθηνό χρήμα – σε μία πλήρη στασιμότητα. Μέχρι τα τέλη του 2018, η Τουρκία βρισκόταν ήδη σε κατάσταση ύφεσης. Μέχρι την έλευση της πανδημίας και της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης τον Μάρτιο του 2020, δεν διαφαίνονταν σημάδια σοβαρής ανάκαμψης. Το 2019 είχαμε μία ισχνή αύξηση του ΑΕΠ κατά 0,9%.
 
Ο Ερντογάν αισθάνεται την πίεση

Ο Ερντογάν μπορεί να αισθανθεί την πίεση που αναπτύσσεται «κάτω από την επιφάνεια» της τουρκικής κοινωνίας. Γνωρίζει από προσωπική εμπειρία ότι ένα λάθος βήμα θα μπορούσε να προκαλέσει μαζικό ξεσηκωμό που θα οδηγούσε το καθεστώς του στο καλάθι των αχρήστων της Ιστορίας. Εξάλλου, έχουν περάσει μόνο 10 χρόνια από το κύμα των επαναστάσεων στον Αραβικό κόσμο, το οποίο έριξε τους δυνάστες γειτονικών καθεστώτων στη μία χώρα μετά την άλλη. Δεν έχουν περάσει παρά μόνον 8 χρόνια από τον ξεσηκωμό του πάρκου Gezi, όπου εκατομμύρια ανθρώπων κατέλαβαν τους δρόμους, «ταρακουνώντας» το καθεστώς του Ερντογάν.

Ο λόγος για τον οποίον το καθεστώς του δεν έπεσε τότε, ήταν η αδυναμία των ηγετών του κινήματος του Gezi. Τα αφηρημένα, φιλελεύθερα αιτήματά τους δεν μπορούσαν να βρουν απήχηση στην εργατική τάξη, ιδιαίτερα στα στρώματα που είχαν δει το επίπεδο ζωής στους να βελτιώνεται σημαντικά μετά την άνοδο του Ερντογάν στην εξουσία. Μέχρι πρόσφατα, ο Ερντογάν έχαιρε της ισχυρής υποστήριξης αυτών των στρωμάτων, καθώς επίσης και των μικροαστών. Η οικονομική κατάρρευση των ετών που μεσολάβησαν, οδήγησε στην ταχεία απώλεια αυτής της βάσης υποστήριξης.

Ορισμένοι επιχειρούν να εξηγήσουν τις ενέργειες του Ερντογάν με βάση τον κακοήθη και αλλοπρόσαλλο χαρακτήρα της προσωπικότητάς του. Η προσωπικότητά του έχει βάλει σίγουρα τη σφραγίδα της στον τρόπο που διαδραματίστηκαν τα γεγονότα, αλλά το σημείο κλειδί που πρέπει να γίνει κατανοητό, είναι ότι ο Ερντογάν αντιλαμβάνεται πολύ καλά τι θα γινόταν εάν ξεσπούσε ένα μαζικό κίνημα. Γι’ αυτό και έχει επιδοθεί σε μία σειρά ελιγμών εξωτερικής πολιτικής. Γι’ αυτό και επιδίδεται στην συστηματική καταπίεση της αντιπολίτευσης από τον κρατικό μηχανισμό και τα μέσα ενημέρωσης. Γι’ αυτό έχει εντείνει τις προσπάθειες του να διαιρέσει το λαό σε εθνικές γραμμές σκληραίνοντας την καταπίεση των Κούρδων κ.λπ.
 
Προσπαθώντας να σταματήσει ένα ηφαίστειο

Οι αστοί οικονομολόγοι χλευάζανε τον Ερντογάν επειδή εμπλέκεται στα θέματα της Κεντρικής Τράπεζας, η οποία υποτίθεται ότι λειτουργεί ανεξάρτητα από πολιτικές πιέσεις. Στην πραγματικότητα ο Ερντογάν δεν έχει καμία επιλογή. Τον Ιούλιο του 2018 τοποθέτησε τον γαμπρό του Berat Albayrak, στη θέση του υπουργού Οικονομικών. Αυτό το έπραξε για να διασφαλίσει ότι η πολιτική της θα βρίσκεται πάντα υπό την στενή εποπτεία κάποιου τον οποίον κανένας δεν θα μπορούσε να κατηγορήσει ότι βάζει τις «οικονομικές αρχές» ψηλότερα από την σταθερότητα του καθεστώτος.

Μετά την αρχική σταθεροποίηση της κατάστασης, η νομισματική πολιτική του Ερντογάν από το 2019 και μετά ήταν να ρίχνει τα επιτόκια όσο το δυνατό πιο χαμηλά, ενώ τα συναλλαγματικά αποθεματικά της Τουρκίας σπαταλήθηκαν για να ανεβάσουν τη λίρα και για να καλύψουν τα τρέχοντα ελλείμματα του προϋπολογισμού. Πολλοί αστοί οικονομολόγοι αποδοκίμασαν αυτές τις ενέργειες. Αυτό όμως σήμαινε ότι τουλάχιστον για τον προηγούμενο χρόνο, οι τουρκικές εξαγωγές ήταν σχετικά φθηνές. Μαζί με άλλους παράγοντες, αυτό οδήγησε σε ανάκαμψη (+15,9%) στο τρίτο τετράμηνο του 2020 μετά από μία ακραία πτώση (-11%) κατά το δεύτερο τετράμηνο. Η Τουρκία κατέγραψε ακόμα και μία ξεκάθαρη ανάκαμψη της τάξεως του 5,9% συνολικά για τον χρόνο.

Σήμαινε όμως ότι η πίεση στη λίρα αυξανόταν σταθερά, όπως επίσης και ότι ο πληθωρισμός θα ανέβαινε στα ύψη για άλλη μια φορά. Αυτό επιδεινώθηκε από το γεγονός ότι η Τουρκία έπρεπε να εξαρτάται ακόμα περισσότερο από άλλες χώρες για το τύπωμα χρήματος από τότε που ξέσπασε η κρίση. Αλλά δεν υπάρχει κάποιο «μαγικό λεφτόδεντρο». Μακροπρόθεσμα το μόνο που μπορεί να επιτευχθεί με μία τέτοια πολιτική είναι η ολοκληρωτική διατάραξη του νομισματικού συστήματος και της οικονομίας. Από τις αρχές Νοεμβρίου του προηγούμενου έτους η κατάσταση άρχισε να γίνεται ανυπόφορη, με την λίρα να προσεγγίζει ένα ιστορικά χαμηλό χωρίς προηγούμενο έναντι του δολαρίου. Η Τουρκία έφτασε σε μία κρίσιμη κατάσταση, όπου δεν έμειναν καθόλου συναλλαγματικά αποθέματα.

Ο Ερντογάν δεν έμεινε με καμία άλλη επιλογή από το να επιχειρήσει να αποφύγει μια κατάρρευση, απομακρύνοντας το διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας Murat Uysal, στις 7 Νοεμβρίου, αντικαθιστώντας τον με τον Naci Ağbal, ο οποίος ήταν έτοιμος να αυξήσει τα επιτόκια. Ο Ερντογάν φάνηκε να ενδίδει τελικά στις συνεχείς εκκλήσεις των διεθνών αγορών για να πάψει να εμπλέκεται στις πολιτικές της Κεντρικής Τράπεζας. Η πολύ βολική απόφαση του γαμπρού του, Albayrak, να παραιτηθεί από το Υπουργείο Οικονομικών για «λόγους υγείας», φάνηκε να επιβεβαιώνει τη μεταστροφή του. Ο Ερντογάν φάνηκε τελικά να ενδίδει στο αναπόφευκτο, παρά τις δημόσιες εξαγγελίες του ότι δεν πίστευε ότι τα υψηλά επιτόκια θα μπορούσαν να σταματήσουν τον πληθωρισμό. Όπως και το 2018, «σκληρές αλλά αναγκαίες» πολιτικές θα έπρεπε να υλοποιηθούν.

Σήμερα όμως δεν είναι 2018. Η ελευθερία κινήσεων για τον τούρκικο καπιταλισμό, περιορίζεται κάθε λεπτό που περνά. Σε μία απόπειρα να θέσει υπό έλεγχο την υποτίμηση της λίρας και τον πληθωρισμό, ο Ağbal άρχισε να αυξάνει απότομα τα επιτόκια: από 10,25% τα ανέβασε στο 19% μέσα σε λίγους μήνες. Αλλά στα πλαίσια της παγκόσμιας ύφεσης και της αύξησης των κρουσμάτων COVID-19 στην Τουρκία – τα οποία σύντομα θα επιβάλλουν ακόμα ένα λοκντάουν – η σκληρή νομισματική πολιτική είναι βέβαιο ότι θα εξαλείψει κάθε ελπίδα ακόμα και για μία πρόσκαιρη οικονομική ανάκαμψη.

Ενώ σε όλον τον κόσμο οι μηχανές εκτύπωσης χρήματος δουλεύουν ακατάπαυστα, ζητάνε από την Τουρκία να σταματήσει τις δικές της. Και πάνω απ’ όλα, δεν υπήρξε καμία απολύτως πτώση στον πληθωρισμό. Το αντίθετο: τα επίσημα στοιχεία για τον πληθωρισμό δείχνουν 16,2% για τον Μάρτιο, συγκριτικά με το 14% τον Νοέμβριο. Οι τιμές στα τρόφιμα και στα είδη καθημερινής χρήσης έχουν αυξηθεί πολύ περισσότερο ασκώντας τεράστιες πιέσεις στα φτωχότερα στρώματα της κοινωνίας.
 
Δεν υπάρχει χώρος για ελιγμούς

Για τον Ερντογάν, η αύξηση των επιτοκίων κατά 2% στις 19 Μαρτίου (υψηλότερη από την αύξηση 1% που θεωρήθηκε νωρίτερα) ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Μια μέρα αργότερα ο Ağbal απολύθηκε και, για να βεβαιωθεί ότι κανείς δεν πίστευε ότι υπήρχε τρόπος να επιστρέψει, ο αναπληρωτής του απολύθηκε λίγο αργότερα. Προς το παρόν, δεν υπήρξε καμία αλλαγή στα επιτόκια. Αλλά ο Ερντογάν έχει καταστήσει σαφές για άλλη μια φορά, ότι αυτός είναι που παίρνει τις αποφάσεις και έχει ανακοινώσει δημόσια την «αποφασιστικότητά του» για μείωση των επιτοκίων.

Οι αγορές αντέδρασαν αρκετά προβλέψιμα. Η αξία της λίρας έπεσε ραγδαία. Σε μια μέρα έχασε το 15% της αξίας της έναντι του δολαρίου. Κάποια στιγμή έφτασε σχεδόν στο ρεκόρ χαμηλού της επιπέδου που παρουσίασε τον περασμένο Νοέμβριο, παρ’ όλο που τα επιτόκια ήταν σχεδόν διπλάσια από όσο ήταν τότε! Την εβδομάδα μετά την ανακοίνωση, το τουρκικό χρηματιστήριο σημείωσε πτώση κατά 13% και οι τόκοι των δεκαετών κρατικών ομολόγων αυξήθηκαν κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες, στο 19%.

Η Τουρκία τώρα βιώνει μια μαζική φυγή κεφαλαίων. Η Deutsche Bank αναφέρει ότι την εβδομάδα μετά την απόφαση και μόνο, 1 δισεκατομμύριο δολάρια σε μετοχές και 750 εκατομμύρια δολάρια σε δάνεια αποσύρθηκαν από την Τουρκία από ξένους επενδυτές. Ακόμη και πριν από αυτά τα γεγονότα, οι ξένες επενδύσεις ήταν σε χαμηλά επίπεδα. Το κράτος μπορεί ακόμη και να αναγκαστεί να εισάγει τον έλεγχο της ροής κεφαλαίων (capital control), κάτι που για μια καπιταλιστική χώρα όπως η Τουρκία θα αποτελούσε ένδειξη απελπισίας. Και στην καλύτερη περίπτωση θα αποτελούσε μόνο ένα προσωρινό μέτρο για να καλυφθούν τρύπες, ενώ θα αποσταθεροποιούσε την οικονομία ακόμη περισσότερο.

Από τη σκοπιά των δημοσιονομικών μηχανισμών, η Τουρκία είναι άνευ επιλογών για την αντιμετώπιση αυτών των εξελίξεων. Δεν έχει ούτε χώρο, ούτε μετρητά. Το τουρκικό κράτος θα αναγκαστεί να τυπώσει ακόμα περισσότερα χρήματα, τροφοδοτώντας περαιτέρω τον πληθωρισμό. Η κατάσταση θα μπορούσε να βγει εκτός ελέγχου.

Το ότι το καθεστώς του Ερντογάν ταλαντεύεται μεταξύ των διαφορετικών προσεγγίσεων – επιστρέφοντας σε μια σαφώς αποτυχημένη πολιτική μετά από μόλις τέσσερις μήνες – είναι ένα σημάδι απόλυτης απελπισίας. Από τη μία πλευρά, οποιαδήποτε αύξηση των επιτοκίων θα ασκήσει τεράστια πίεση στην οικονομία και συνεπώς στον τουρκικό λαό, υπονομεύοντας την υποστήριξη του καθεστώτος. Από την άλλη πλευρά, η μη ανάληψη δράσης θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε οικονομική καταστροφή όπως αυτή της περιόδου 2000-2001, η οποία οδήγησε στην πτώση της προηγούμενης κυβέρνησης και στην ανάληψη της εξουσίας από τον Ερντογάν. Για τον Ερντογάν όλες οι κινήσεις, είναι λάθος κινήσεις!

Ακόμη και πριν από τα τελευταία γεγονότα, η ολοένα και πιο δύσκολη κατάσταση στην οποία βυθιζόταν το καθεστώς, το έκανε να εξαρτάται όλο και περισσότερο από κινήσεις εξωτερικής πολιτικής για να ενισχύσει την εγχώρια στήριξή του και για να βρει ευκαιρίες για κέρδος. Στα πλαίσια αυτών των κινήσεων, η Τουρκία έκανε ελιγμούς μεταξύ των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων – ιδίως των ΗΠΑ και της Ρωσίας, αλλά και της Κίνας και της ΕΕ. Η Τουρκία προσπάθησε επίσης να εκμεταλλευτεί την αυξανόμενη κρίση εντός της ΕΕ για να διασφαλίσει τη θέση της.

Σε όλες αυτές τις ανατροπές στην εξωτερική πολιτική, δεδομένης της δυσοίωνης κατάστασης που βρίσκεται ο τουρκικός καπιταλισμός, ο Ερντογάν δεν επικεντρώνεται τόσο πολύ στις μακροπρόθεσμες προοπτικές. Ενδιαφέρεται πολύ περισσότερο για οποιαδήποτε βραχυπρόθεσμη υποστήριξη μπορεί να εξασφαλίσει, ειδικά αν αυτή έχει τη μορφή ρευστού χρήματος.

Η Ούρσουλα Φον ντερ Λάιεν ως πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, επισκέφθηκε προσωπικά την Άγκυρα στα πλαίσια των διαπραγματεύσεων Τουρκίας-ΕΕ. Στις συνομιλίες, ο Ερντογάν προφανώς σήμανε την προθυμία του να βρει λύση στην σύγκρουση γύρω από την αντιπαράθεση για το Κυπριακό με αντάλλαγμα την «καλύτερη οικονομική συνεργασία και μεγαλύτερη οικονομική υποστήριξη». Η ΕΕ είναι επίσης πολύ ανοιχτή στην ιδέα μιας διεύρυνσης της τελωνειακής ένωσης μεταξύ αυτής και της Τουρκίας. Ο Ερντογάν έχει χρεοκοπήσει και χρειάζεται απεγνωσμένα να αντλήσει περισσότερα χρήματα για το ρόλο του ως συνοριοφύλακας της ΕΕ έναντι των προσφύγων.
 
Μία επανάσταση προετοιμάζεται

Ο Ερντογάν και το καθεστώς του κυβερνώντος AKP αρχίζουν να στερούνται επιλογών. Το καθεστώς γνωρίζει ότι πρέπει να είναι προσεκτικό. Τα αποθέματα του Ερντογάν – οικονομικά και κοινωνικά – εξαντλούνται ολοένα και περισσότερο. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα όσον αφορά στην υποστήριξη του Ερντογάν από εργατικά και κοινωνικά στρώματα χαμηλότερης και μεσαίας τάξης, τα οποία επλήγησαν σκληρά από την αύξηση των τιμών, την ανεργία και από τα lockdown.

Αν και υπάρχει θεωρητικά απαγόρευση των απολύσεων κατά τη διάρκεια της πανδημίας, η ανεργία αυξάνεται. Αναφέρθηκε πρόσφατα, για παράδειγμα, ότι περισσότεροι από 170.000 άνθρωποι απολύθηκαν με τον «κώδικα 29» του νόμου για τα εργασιακά του 2020, ο οποίος συμπεριλαμβάνει την απόλυση εργαζομένων για διάφορες πειθαρχικές παραβάσεις στο χώρο εργασίας. Τα συνδικάτα υποστηρίζουν ότι είναι απλώς ένας βολικός τρόπος για τις εταιρείες να απολύουν ανθρώπους παρά την απαγόρευση. Επιπλέον, οι απολυμένοι εργαζόμενοι υπό τον «κώδικα 29» δεν δικαιούνται καμία αποζημίωση και επιπλέον, δεν είναι δικαιούχοι επιδόματος ανεργίας.

Μια νέα κάμψη στην οικονομία θα μπορούσε να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για μια μαζική εξέγερση. Ακόμα και τώρα, παρά τη ισχύ του τουρκικού κράτους και τη συνεχή προπαγάνδα των μέσων ενημέρωσης, το καθεστώς δεν μπόρεσε να καταστείλει πλήρως το κίνημα των φοιτητών του Πανεπιστημίου Boğaziçi στην Κωνσταντινούπολη, οι οποίοι συνεχίζουν να διαμαρτύρονται ενάντια στον νέο πρύτανη που διορίστηκε απευθείας από τον Ερντογάν. Μπορεί κανείς να φανταστεί τι θα συμβεί όταν η δυναμική εργατική τάξη της Τουρκίας εισέλθει στο προσκήνιο.

Το καθεστώς κινείται προληπτικά για να προσπαθήσει να αποκλείσει κάθε πιθανό δίαυλο μέσω του οποίου θα μπορούσε να ξεσπάσει η πολιτική δυσαρέσκεια, μέσα από τη χρήση περαιτέρω καταστολής. Όπως είδαμε στο Πανεπιστήμιο Boğaziçi, ενώ αυτή η αυστηρότερη καταπίεση μπορεί να δώσει στο καθεστώς προσωρινό χώρο να αναπνεύσει, μακροπρόθεσμα θα υπονομεύσει τη σταθερότητά του. Ωστόσο, ποιες άλλες επιλογές έχει ο Ερντογάν;

Καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου, ο Ερντογάν προσπαθεί να ενισχύσει την υποστήριξή του, προσφεύγοντας σε όλο και πιο αντιδραστικά στρώματα της κοινωνίας. Πρόσφατα ανακοίνωσε την αποχώρηση της Τουρκίας από τη σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, μια διεθνή συνθήκη για την πρόληψη της βίας κατά των γυναικών. Πρόκειται για μια προσπάθεια να βασιστεί περισσότερο στη στήριξη των ισλαμιστών, οι οποίοι έχουν καταγγείλει τη συνθήκη ως επίθεση κατά των «παραδοσιακών αξιών και της οικογενειακής δομής» και για «νομιμοποίηση της ομοφυλοφιλίας».

Αλλά η κρίση του τουρκικού καπιταλισμού αναγκάζει εκατομμύρια γυναίκες να επιστρέψουν στο σπίτι. Οι δολοφονίες γυναικών ανεβαίνουν στα ύψη στην Τουρκία και με ένα εκατομμύριο τρόπους η ζωή γίνεται αφόρητη, κυρίως για την εργατική τάξη και τα φτωχότερα στρώματα. Το μέτρο του Ερντογάν μπορεί να ενισχύσει τη δημοτικότητά του σε ένα μικρό στρώμα αντιδραστικών, αλλά η κίνηση αυτή οφείλεται στην απομόνωσή του από όλο και πιο πλατιά στρώματα του πληθυσμού. Η αποστροφή που προκάλεσε η ενέργεια αυτή θα συμβάλει στην περαιτέρω απομόνωση του.

Σε ένα από τα πιο τολμηρά – και πιο απελπισμένα – κατασταλτικά μέτρα μέχρι στιγμής, το καθεστώς σχεδιάζει τώρα να προχωρήσει στην πλήρη απαγόρευση του αριστερού HDP (Δημοκρατικό Κόμμα των Λαών), το οποίο απολαμβάνει ευρείας υποστήριξης στην κουρδική μειονότητα. Υπό συνθήκες που μπορούν να χαρακτηριστούν μόνο ως ημινόμιμες (ο προεδρικός υποψήφιος του κόμματος, Selahattin Demirtaş, βρίσκεται στη φυλακή από το 2016), το κόμμα κατάφερε να πάρει πάνω από 10% στις εκλογές του 2018. Υπήρξε μια σωρεία φυλακίσεων δημοφιλών πολιτικών του HDP. Το τελευταίο θύμα είναι ο δημοφιλής βουλευτής, Ömer Faruk Gergerlioğlu, ο οποίος συνελήφθη στις αρχές Απριλίου και ο οποίος θα περάσει δύο χρόνια στη φυλακή για υποτιθέμενη «υποστήριξη της τρομοκρατίας».

Προς το παρόν, η διαδικασία για πλήρη απαγόρευση του HDP βρίσκεται σε προσωρινή αναστολή, αφού το συνταγματικό δικαστήριο βρήκε ορισμένες «παρατυπίες» στο νόμο. Αυτό είναι πιθανό να είναι μια τακτική καθυστέρησης για να δοθεί στο καθεστώς λίγος επιπλέον χώρος διαπραγματεύσεων στις συζητήσεις του με την ΕΕ.

Ετοιμάζεται μια έκρηξη, στην οποία θα αναφλεχθεί όλο το καύσιμο υλικό που έχει συσσωρευθεί εδώ και χρόνια στην Τουρκία. Το ερώτημα δεν είναι εάν κάποιος από τους προαναφερθέντες παράγοντες θα φτάσει σε κρίσιμο σημείο, αλλά μάλλον ποιος από αυτούς θα φτάσει σε αυτό το σημείο πρώτος και πότε. Την επόμενη περίοδο θα δούμε την «αναζωπύρωση» της ισχυρής εργατικής τάξης στην Τουρκία. Σε αριθμούς και σε δύναμη έχει αυξηθεί πάρα πολύ τις τελευταίες δεκαετίες. Το καθήκον τώρα είναι να προετοιμαστούμε για αυτήν την αφύπνιση οικοδομώντας μια επαναστατική οργάνωση με ένα μαρξιστικό πρόγραμμα στην Τουρκία, η οποία μπορεί να χρησιμεύσει ως εργαλείο για την εργατική τάξη προκειμένου να εξαλείψει το σάπιο οικοδόμημα του τουρκικού καπιταλισμού μια για πάντα.

Φλόριαν Κέλερ

Δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα www.marxist.com στις 14 Απριλίου 2021

Μετάφραση: Γερασιμίνα Τσιντή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου