Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2021

Η Δεξιά Του «Πολεμικού» Καπιταλισμού Και Η Αριστερά * ΚΟΚΚΙΝΟ ΝΗΜΑ

 



Το κεντρικό πολιτικό άρθρο του φύλλου 23 της εφημερίδας “Κόκκινο Νήμα” που κυκλοφορεί”.

Από την ταξική προδοσία του ΣΥΡΙΖΑ, στον ταξικό ρεβανσισμό και το κράτος «έκτακτης ανάγκης» της ΝΔ

του Πάνου Κοσμά

Τα 30 χρόνια από τη δολοφονία του Νίκου Τεμπονέρα, στις 9 Ιανουαρίου του 1991, προσφέρονται για μια πολύτιμη άσκηση ιστορικής μνήμης. Η δολοφονία και τα γεγονότα πριν και μετά από αυτήν, συνέβησαν επί κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη πατρός, αλλά ο ιστορικός ρόλος και τα «κατορθώματα» εκείνης της κυβέρνησης έχουν σε μεγάλο βαθμό περάσει στη λήθη. Κι όμως, εκείνη η τρίχρονη διακυβέρνηση ήταν ο πρώτος τόσο σοβαρός σπασμός ταξικού ρεβανσισμού του κεφαλαίου, η πρώτη απόπειρα να ανατραπούν με τη μέθοδο του «οδοστρωτήρα» οι κοινωνικές και πολιτικές κατακτήσεις της Μεταπολίτευσης.

 Οι αντιστάσεις του κινήματος δεν επέτρεψαν σε κείνη την απόπειρα να ευοδωθεί. Ο ταξικός ρεβανσισμός επανήλθε, γενικευμένος και εμπλουτισμένος με σημαντικά στοιχεία κράτους «έκτακτης ανάγκης» με τα μνημόνια. Η πολυθρύλητη «έξοδος από τα μνημόνια» δεν ήταν παρά ένα μεσοδιάστημα μετάβασης από τις μνημονιακές πολιτικές της «εσωτερικής υποτίμησης» (υφεσιακού χαρακτήρα και στόχευσης, με συνεχείς περικοπές και φορο-επιβαρύνσεις), στις «αναπτυξιακές» πολιτικές, με το εγκαθιδρυμένο μνημονιακό καθεστώς ακραίας εκμετάλλευσης της εργασίας άθικτο και απαραβίαστο, αλλά χωρίς νέες περικοπές, με γενναίες φοροελαφρύνσεις για το κεφάλαιο και ισχνές φοροελαφρύνσεις για τις λαϊκές τάξεις. Νέος στόχος, η ανάπτυξη επί των μνημονιακών «πτωμάτων».
Ποια είναι, λοιπόν, σε αυτό το γενικό πλαίσιο, η «αποστολή» της κυβέρνησης Κυριάκου Μητσοτάκη του υιού; Για να απαντήσουμε ολοκληρωμένα, χρειαζόμαστε μερικά ακόμη σημαντικά δεδομένα.

Η «λύσσα» με τη Μεταπολίτευση και η ανάγκη της «πρόληψης»…


Αν είμαστε σε ένα «μετα-μνημονιακό ξέφωτο» μιας ισχνής ανάπτυξης, τότε πώς εξηγείται η ρεβανσιστική μανία της κυβέρνησης της ΝΔ και το κράτος ωμής καταστολής και «έκτακτης ανάγκης» που ασύστολα οικοδομεί; Δεν θα ταίριαζε καλύτερα στην εποχή του «μεταμνημονιακού ξέφωτου» μια λιγότερο ακροδεξιά και ρεβανσιστική, μια περισσότερο «κεντρώα» πολιτική; Όχι, για δύο βασικούς λόγους:

Πρώτο, γιατί το καπιταλιστικό κράτος και οι λειτουργίες του ή, με μια διαφορετική διατύπωση, τα κυρίαρχα πολιτικά «μοντέλα» διαχείρισης, προσαρμόζονται στις «ανάγκες» της ταξικής πάλης στη μακρά χρονική διάρκεια, με όρους μακρού πολιτικού κύματος. Συνοψίζουν με συνολικότερο, ιστορικό τρόπο τον ταξικό συσχετισμό δύναμης. Έτσι όπως οικοδομούνται, έτσι και αλλάζουν: στην κλίμακα του μακρού πολιτικού χρόνου. Ο λόγος που συμβαίνει αυτό είναι απλός: ενώ ο ταξικός συσχετισμός δύναμης αλλάζει διαρκώς από την έκβαση μικρών και μεγαλύτερων γεγονότων της ταξικής πάλης, η συνολική του συνισταμένη δεν μετατοπίζεται ριζικά, αποφασιστικά παρά μόνο στη μεγάλη χρονική διάρκεια και μέσα από γεγονότα της ταξικής πάλης μεγάλης εμβέλειας. Εδώ «κολλάει» η ρεβανσιστική λύσσα της ελληνικής δεξιάς και των ακροκεντρώων πολιτικών και ιδεολόγων με τη Μεταπολίτευση: η Μεταπολίτευση ήταν -και παραμένει στο βαθμό που δεν εξαλείφθηκαν όλα της τα ίχνη- ένας βραχνάς για το ελληνικό κεφάλαιο, την ελληνική δεξιά, την ακροδεξιά και τους φασίστες. Διότι επέβαλε στις κυρίαρχες πολιτικές και οικονομικές πρακτικές ένα πολιτικό και κοινωνικό «συμβόλαιο» που μόνο ευκαιριακά, όχι γενικευμένα και πάντα με μεγάλο πολιτικό κόστος (την απομάκρυνση της δεξιάς από την εξουσία) μπορούσε να παραβιαστεί. Ο βραχνάς (για το κεφάλαιο, τη δεξιά και την ακροδεξιά) της Μεταπολίτευσης ήταν μια πολιτική συνθήκη μακρού πολιτικού χρόνου. Για όσο διάστημα εσωτερικοί και διεθνείς συσχετισμοί δεν επέτρεπαν να αμφισβητηθεί ευθέως, η δεξιά, την ανάγκην φιλοτιμία ποιούσα, «εκπολιτίστηκε» αναγκαστικά για να μη χάσει την επαφή με την κυβερνητική εξουσία και την κρατική διαχείριση – ακόμη κι έτσι, την έχασε για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Όταν όμως, από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 διεθνώς και από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 στην Ελλάδα, άρχισε η «αντίστροφη μέτρηση», τότε η δεξιά, αλλού αργότερα και αλλού γρηγορότερα, άρχισε να θυμάται τον «παλιό καλό καιρό». Τα πολιτικά της «βασικά ένστικτα» άρχισαν να επιστρέφουν. Το σημείο καμπής διεθνώς ήταν η Θάτσερ και ο Ρίγκαν, ακολούθησε η στροφή της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας στον σοσιαλφιλελευθερισμό, ενώ το σημείο της μεγάλης επιτάχυνσης ήταν το 1989, με την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και τη νίκη του δυτικού ιμπεριαλισμού στον Ψυχρό Πόλεμο.

Σε ένα τέτοιο διεθνές πλαίσιο, η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη του πατρός ανήλθε στην εξουσία το 1990, πλήρης ορμής από τη νίκη του δυτικού ιμπεριαλισμού, την πτώση του τείχους του Βερολίνου και την αποσάθρωση του εργατικού ταξικού συσχετισμού διεθνώς. Σε τέτοιες συνθήκες, σήκωσε τη σημαία του ωμού ταξικού ρεβανσισμού και έθεσε στόχο μια σαρωτική αντεπίθεση και καταστροφή των κατακτήσεων της Μεταπολίτευσης. Όπως αποδείχθηκε, το εγχείρημα ήταν πρόωρο και χαρακτηριζόταν από υπερβολική ανυπομονησία. Σωστά υπολόγισε τη μεγάλη καμπή στον διεθνή συσχετισμό δύναμης, αλλά το κρίσιμο λάθος της ήταν ότι δεν υπολόγισε σωστά τον συσχετισμό δύναμης στο εσωτερικό. Θέλοντας και μη, η Δεξιά επανήλθε στη συνέχεια για μία σχεδόν δεκαπενταετία στον «πολιτικό πολιτισμό» της σχετικής ανεκτικότητας προς τις κατακτήσεις της Μεταπολίτευσης και, καθώς και το ΠΑΣΟΚ μετατοπιζόταν στον σοσιαλφιλελευθερισμό, στον σεβασμό του δικομματισμού.

Δεύτερο, γιατί οι αστικές πολιτικές διέπονται όχι μόνο από τις βραχυχρόνιες ανάγκες, αλλά και από τις μεσοπρόθεσμες ανάγκες του κεφαλαίου. Τα κόμματα θέλουν να επανεκλεγούν, και στον βωμό αυτόν διαπράττουν «οπορτουνισμούς» (ο περιβόητος φόβος του «πολιτικού κόστους»), αλλά καθώς περνούσαν τα χρόνια και η νεοφιλελεύθερη ηγεμονία εδραιωνόταν, η δεξιά αναλάμβανε όλο και περισσότερο και με όλο και μεγαλύτερο «θάρρος» το πολιτικό κόστος – κι από πίσω ακολουθούσε ασθμαίνουσα σε αυτό το ζήτημα η σοσιαλδημοκρατία, που ήταν περισσότερο ευάλωτη στις «δεσμεύσεις» της απέναντι στον δικό της λαό. Στο νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό αντιστοιχούσε ένα άλλο μοντέλο διακυβέρνησης και κρατικής διαχείρισης, που έπρεπε να εγκαθιδρυθεί διαλύοντας τις βάσεις του παλιού. Ύστερα ήρθε η κρίση του 2008 κι ο ορίζοντας των μεσοπρόθεσμων αναγκών του κεφαλαίου μαύρισε: από τον ήπιο και συντεταγμένο ρεβανσισμό της περιόδου της ακμής, περάσαμε άρον-άρον στις πολιτικές «έκτακτης ανάγκης» σε όλη την κλίμακα. Η νέα κρίση του 2020 μπορεί να πυροδοτήθηκε από έναν παράγοντα ο οποίος μοιάζει -χωρίς να είναι- «εξωτερικός» ως προς το νεοφιλελεύθερο μοντέλο συσσώρευσης, αλλά στην ουσία είχε προαναγγελθεί και αναμενόταν. Επειδή ακριβώς αναμενόταν, γι’ αυτό η ανάκαμψη και σχετική σταθεροποίηση στα χρόνια μετά το 2010 στις ΗΠΑ και μετά το 2014 στην ΕΕ δεν άλλαξαν τις προσδοκίες και άρα όχι μόνο δεν σχετικοποίησαν αλλά αντίθετα έκαναν πιο απόλυτη την ανάγκη του κεφαλαίου για οικοδόμηση κράτους «έκτακτης ανάγκης». Αν στα χρόνια της ακμής του νεοφιλελευθερισμού ο ρεβανσισμός είχε την πολυτέλεια να οικοδομείται σταδιακά και «συντεταγμένα», σαν πολιτικό επιστέγασμα του νεοφιλελεύθερου μοντέλου συσσώρευσης, στα χρόνια της κρίσης του δεν έχει αυτή την πολυτέλεια. Τώρα επείγει η προληπτική αντεπανάσταση χωρίς περιστροφές, πολιτικές φιοριτούρες και «δημοκρατικές ευαισθησίες».
Όσο για τον ελληνικό καπιταλισμό, διαπερνάται από αυτή την ανάγκη διπλά και τριπλά, ακριβώς γιατί δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι το «μεταμνημονιακό ξέφωτο» δεν είναι παρά μια αναλαμπή στο μακρύ κύμα της κρίσης του και ενώ η συνθήκη της ντε φάκτο χρεοκοπίας του παραμένει.

Ταξική προδοσία και ταξικός ρεβανσισμός

Σε όλη αυτή τη διαδρομή και τη μετάβαση από τη μια πολιτική «δομή» στην άλλη, δηλαδή σε όλη τη μακρά διαδρομή των μετασχηματισμών στην κατεύθυνση του ταξικού ρεβανσισμού και του κράτους «έκτακτης ανάγκης», οι εναλλαγές και ο «καταμερισμός έργου» ανάμεσα στην ταξική προδοσία και τον ταξικό ρεβανσισμό είχαν πάντα τη σημασία τους. Το πρώτο πρόγραμμα νεοφιλελεύθερης προσαρμογής από το ΠΑΣΟΚ ήρθε πολύ νωρίς, το 1985. Απέτυχε για τους ίδιους λόγους που απέτυχε η διακυβέρνηση Μητσοτάκη το 1990 – ’93: υποτίμησε τον συσχετισμό δύναμης – σε αυτή την περίπτωση μέσα στον ίδιο τον πολιτικο-κοινωνικό «σχηματισμό» που εκπροσωπούσε το ΠΑΣΟΚ.

Ήταν η ταξική προδοσία της σοσιαλδημοκρατίας – που τη διαδέχθηκε, μερικά χρόνια αργότερα, ο ταξικός ρεβανσισμός της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Κάνοντας ένα μεγάλο χρονικό άλμα ως τον Ιούλιο του 2015, η μνημονιακή συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ ήταν μια μεγάλη ταξική προδοσία, που τη διαδέχθηκε μερικά χρόνια αργότερα, από τον Ιούλιο του 2019, ο ταξικός ρεβανσισμός της ΝΔ.

Γιατί όμως μιλούμε για «ταξική προδοσία» και «ταξικό ρεβανσισμό», ποια η διαφορά τους και ποια η πολιτική σημασία αυτής της διαφοράς; Για μια πλήρη απάντηση προϋποτίθενται στοιχεία πολιτικής θεωρίας που εκφεύγουν τελείως του αντικειμένου αυτού του κειμένου. Με κάπως αφοριστικό και αξιωματικό τρόπο, θα κωδικοποιούσαμε ως εξής τις διαφορές:

Πρώτο, η έννοια ταξική προδοσία παραπέμπει στην προδοσία, δηλαδή την εγκατάλειψη, άρνηση, ματαίωση, ενός προγράμματος με στοιχεία ταξικής μεροληψίας υπέρ των εργαζόμενων τάξεων. Αυτό έπραξε το ΠΑΣΟΚ το 1985, το ίδιο και ο ΣΥΡΙΖΑ τον Ιούλιο του 2015 και σε όλη τη μετέπειτα περίοδο που ήταν στην κυβέρνηση. Μιλάμε για κόμματα του ρεφορμισμού, ανεξάρτητα αν είναι στη φάση της ρεφορμιστικής τους ακμής ή παρακμής.
Από την άλλη, η έννοια του ταξικού ρεβανσισμού προσιδιάζει στα κόμματα του κεφαλαίου, της δεξιάς και του ακραίου κέντρου, δηλαδή στα κόμματα της ταξικής μεροληψίας υπέρ του κεφαλαίου.

Δεύτερο, αυτός ο διαχωρισμός παραπέμπει, επομένως, σε διαφορετική ταξική βάση και, γι’ αυτό, σε διαφορετικούς πολιτικούς ρόλους μεταξύ των κομμάτων. Ο «λαός» της ΝΔ δεν είναι ίδιος με τον «λαό» του ΣΥΡΙΖΑ – τουλάχιστον σε ένα σημαντικά μεγάλο ποσοστό. Αυτός εξάλλου είναι και ο λόγος που ο ρεφορμισμός είναι «κατάλληλος» και «εκπαιδευμένος» για τον ρόλο της ταξικής προδοσίας – και άρα «ακατάλληλος» και ανίκανος να αναλάβει ένα «φιλόδοξο» πρόγραμμα ταξικού ρεβανσισμού όπως αυτό που υλοποιεί τώρα η ΝΔ. Η ανικανότητά του αυτή δεν απορρέει από προγραμματικές εμμονές ή όρια. Δεν απορρέει επίσης από πεποιθήσεις, αρχές και «αξίες» της ηγεσίας – όλα αυτά εγκαταλείφθηκαν εν μια νυκτί τον Ιούλιο του 2015. Απορρέει από το γεγονός ότι ο μηχανισμός αναπαραγωγής αυτών των κομμάτων και της ηγεσίας τους εξαρτάται από την «υποχρέωση» να κερδίζουν και συσπειρώνουν μια κοινωνική βάση που περιλαμβάνει σημαντικά τμήματα εργαζόμενων λαϊκών στρωμάτων, και να το κάνουν στη βάση ενός προγράμματος με λιγότερο ή περισσότερο ισχυρά στοιχεία και εξαγγελίες στήριξης των εισοδημάτων και των δικαιωμάτων τους.

Τρίτο, ακόμη κι αν η δομική κρίση του συστήματος δεν επιτρέπει να αναπαράγονται οι παλιές, σημαντικές προγραμματικές διαφορές ανάμεσα στα αστικά κόμματα και τα ρεφορμιστικά (έστω και σε βαθύ εκφυλισμό, αλλά πάντως όχι ακροκεντρώα, δηλαδή αστικά), θα ήταν μεγάλο πολιτικό λάθος να εξισώνουμε και να ταυτίζουμε το πρόγραμμα του ταξικού ρεβανσισμού με την ταξική προδοσία. Αν σήμερα η Αριστερά έκανε μια τέτοια ταύτιση -ή στον βαθμό που κάποιοι στην Αριστερά την κάνουν-, θα έχανε την επαφή με την πολιτική πραγματικότητα. Διότι το πρόβλημα δεν είναι η «ονομαστική σημασία» των προγραμματικών διαφορών αλλά η συνολική αρνητική δυναμική που προκαλεί η πολιτική του ταξικού ρεβανσισμού στον συνολικό συσχετισμό δύναμης και ο τρόπος που αποκρυσταλλώνεται με μονιμότερο τρόπο στις κρατικές πρακτικές, νομιμοποιείται και «κανονικοποιείται».

Κάτω η κυβέρνηση του ταξικού ρεβανσισμού!


Η μνημονιακή ταξική προδοσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν παραγράφεται. Ωστόσο, θα ήταν λάθος στο όνομα της λογικής του «διμέτωπου», στο όνομα της ανεδαφικής και λαθεμένης θεωρίας του «αστικού δικομματισμού», στο όνομα μιας λαθεμένης εκτίμησης ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι «κανονικό» αστικό κόμμα όπως η ΝΔ και το ΚΙΝΑΛ, να παραβλέπουμε ή να υποτιμούμε τον θανάσιμο κίνδυνο που αντιπροσωπεύει το πρόγραμμα ταξικού ρεβανσισμού που υλοποιεί η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη.

Η Αριστερά οφείλει να στοχοποιήσει αυτή την κυβέρνηση και να θέσει τον στόχο της ανατροπής της. Όχι με την τακτική του «ώριμου φρούτου» που πρεσβεύει ο ΣΥΡΙΖΑ, όχι με εκλογική αναμονή που μεταφράζεται σε δυόμισι ακόμη χρόνια ανελέητων καταστροφών, όχι με «πολιτικό πολιτισμό» και ηθικολογικές επικλήσεις, αλλά το συντομότερο δυνατόν, με το «πεζοδρόμιο», από τα κάτω και αριστερά. Η πιο ριζοσπαστική κριτική που μπορεί να γίνει στον ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι αποτελεί εμπόδιο κι όχι εργαλείο γι’ αυτή την ανατροπή. Ότι κάνει την πιο «ξενέρωτη» και ακίνδυνη αντιπολίτευση στη ΝΔ. Ότι προδίδει ξανά και ξανά τον κόσμο του, αρνούμενος ακόμη και στην αντιπολίτευση να «πει κάτι αριστερό» και κάνοντας διαρκώς ασκήσεις υποτιθέμενης ταξικής ισορροπίας ανάμεσα στο κεφάλαιο και τις εργαζόμενες τάξεις. Ότι παραμένει ακόμη και τώρα μνημονιακός, σεβόμενος το «μεταμνημονιακό» πρόγραμμα και τα υψηλά πλεονάσματα. Ότι αντί για ενιαίο μέτωπο απ’ τα κάτω για την ανατροπή του Μητσοτάκη, επιδιώκει να συγκροτήσει, μετατοπιζόμενος ακόμη δεξιότερα, τη «μεγάλη δημοκρατική παράταξη», μετατρεπόμενος και τυπικά σε φιλελεύθερο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα.

Ο πολιτικός στόχος να ρίξουμε αυτή την κυβέρνηση με μαζικό κίνημα απ’ τα κάτω και το συντομότερο δυνατόν ξεκαθαρίζει τις γραμμές μέσα στην ίδια την Αριστερά˙ προσφέρει έναν πολιτικό στόχο που δίνει «νόημα» και προοπτική στις αντιστάσεις. Τα μεγάλα λόγια για τον κομμουνισμό του κάποτε και του άλλοτε και η γενικόλογη αντικαπιταλιστική ρητορεία χωρίς πολιτικό επίδικο, ισοδυναμούν με κέρδισμα χρόνου για τον Μητσοτάκη και την ηγεσία του… ΣΥΡΙΖΑ. Όταν ο αντίπαλος απειλεί να σε ισοπεδώσει, η γραμμή της «αντίστασης» και μόνο, είναι ανεπαρκής και ηττοπαθής.

Ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει δεξιά!
Κάτω η κυβέρνηση του ταξικού ρεβανσισμού και του κράτους «έκτακτης ανάγκης»!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου