Τετάρτη 13 Ιουλίου 2016

Πολιτική Απόφαση ΟΚΔΕ-Σπάρτακος, Συνδιάσκεψη 2016

Εποχή παρατεταμένης κρίσης

1. Ο καπιταλισμός σήμερα όλο και λιγότερο μπορεί να ικανοποιήσει τις στοιχειώδεις ανάγκες των εργαζόμενων, αλλά όλο και περισσότερο πάνω στο γενικό αγώνα για το ποσοστό της υπεραξίας αμφισβητεί και καταργεί δικαιώματα, μειώνει μισθούς, ελαστικοποιεί τον εργάσιμο χρόνο, αυξάνει την ανεργία, γεγονότα που κάνουν τις κοινωνικές αντιφάσεις εκρηκτικές. Με το να ξεφεύγουν από το εθνικό κράτος οι παραγωγικές δυνάμεις ξεφεύγουν βαθμιαία και από την ικανότητα του κράτους να επηρεάσει την συγκυρία και την ανάπτυξη, παρότι η εξουσία του καθόλου δεν μειώνεται. Όσο περισσότερο οι πολυεθνικές νομίζουν πως κατορθώνουν να ξεφύγουν στο εθνικό πλάνο από τον νόμο της αξίας, τόσο πιο πολύ υποτάσσονται σε αυτόν διεθνώς.

2. Η ανάπτυξη της οικονομίας δεν έλυσε ιστορικά καμία από τις αντιφάσεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Παραμένουν οι περιοδικές διακυμάνσεις στις επενδύσεις, που τις επιβάλλουν οι περιοδικές διακυμάνσεις στο μέσο ποσοστό του κέρδους. Η απάλυνση του βιομηχανικού κύκλου διαμέσου της σύνδεσής του με τον πιστωτικό κύκλο πέτυχε μόνο για περιορισμένο διάστημα και με αποτέλεσμα τη μόνιμη υποτίμηση του χρήματος και την προοδευτική αποσύνθεση του παγκόσμιου νομισματικού συστήματος.

3. Η μικρή αποτελεσματικότητα που είχε η αντικυκλική δημιουργία πιστωτικού χρήματος σε εθνικό επίπεδο οδηγεί σε δυσκολίες για τη διαρκή εξασφάλιση της διεθνούς πιστωτικής χρηματοδότησης. Η επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης της παγκόσμιας καπιταλιστικής παραγωγής οξύνει τη διεθνή πάλη των τάξεων. Καθοδηγητική γραμμή της αστικής οικονομικής πολιτικής δεν είναι πια η χαλάρωση των ενδοκοινωνικών εντάσεων, αλλά η προσπάθεια να φορτωθεί στους μισθωτούς το κόστος της όποιας βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας της εθνικής βιομηχανίας και παραγωγής. Πάει περίπατο ο μύθος της πλήρους απασχόλησης. Όσα δεν επιτυγχάνονται με την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και τις εξαγορές πρέπει να γίνουν πραγματικότητα με την αύξηση των ανέργων και την κατάργηση των δημοκρατικών ελευθεριών του εργατικού κινήματος, κυρίως του δικαιώματος στην απεργία.

4. Στη διεθνή κλίμακα, η ανάπτυξη και η υπανάπτυξη συνυπάρχουν σαν οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, δημιουργώντας τη λειψή ομοιογένεια που χαρακτηρίζει την ιμπεριαλιστική εποχή λόγω της λειτουργίας του νόμου της άνισης και συνδυασμένης ανάπτυξης. Το χρηματιστικό κεφάλαιο, ξεκινώντας από τις ιστορικές του γενέτειρες του χώρες, δεν συντελεί σε μια εγχώρια πρωτογενή συσσώρευση στις υπανάπτυκτες και αναπτυσσόμενες χώρες, απεναντίας αφαιρεί πόρους από αυτές (διάβαζε τοκοχρεολύσια αλλά και άλλους μηχανισμούς μεταβίβασης αξίας), πράγμα που αποτυπώνεται στο υψηλό δημόσιο και ιδιωτικό χρέος αυτών των χωρών.

5. Η παγκόσμια οικονομία παρά την ποσοτική χαλάρωση, τις πιστωτικές διευκολύνσεις, τα αρνητικά επιτόκια, κινείται σε ρυθμούς ανάπτυξης αναιμικούς, που για πολλούς είναι πραγματική στασιμότητα και για άλλους προοιωνίζουν την επερχόμενη νέα ύφεση. Άλλωστε, υπάρχουν οι ενδείξεις που συνηγορούν για μια παρόμοια εκτίμηση. Η αύξηση της συνολικής ζήτησης, στη φάση που βρίσκεται ο οικονομικός κύκλος με τις δεδομένες δυσκολίες στην αξιοποίηση του ολικά συσσωρευμένου όγκου κεφαλαίων, ισοδυναμεί με περαιτέρω πτώση του ποσοστού του κέρδους. Αυτό εξηγεί γιατί οι νεο-κεϋνσιανές συνταγές, σύμφωνα με τις οποίες μια εθελοντική (από την πλευρά των κεφαλαιοκρατών) τόνωση του εργατικού εισοδήματος θα έβγαζε τον καπιταλισμό από το αδιέξοδό του δημιουργώντας νέα ζήτηση, είναι εντελώς ανίσχυρες και άσχετες με την πραγματικότητα. Ο όρος “υπερσυσσώρευση” σημαίνει μια κατάσταση όπου ένα μέρος του συσσωρευμένου κεφαλαίου μπορεί να επενδυθεί παρά μονάχα με ανεπαρκές ποσοστό κέρδους, και μόνο εφόσον πέφτει διαρκώς το επιτόκιο.

6. Ανεξαρτήτως της μέχρι τώρα σχετικής επιτυχίας των πιο ανεπτυγμένων χωρών, η καπιταλιστική Ευρώπη βρίσκεται αντιμέτωπη με το φάσμα νέων κραχ. Πέντε μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες βρίσκονται σε πολύ σοβαρό κίνδυνο (Deutsche Bank,Credit Suisse, Santander, Barclay's και RBS). Η Deutsche Bank, που έχει μεγαλύτερη έκθεση σε παράγωγα (55 τρις ευρώ) από οποιαδήποτε άλλη τράπεζα στον κόσμο, ανακοίνωσε πρόσφατα ζημιές 6,8 δισ. Ευρώ. Αναλυτές εκφράζουν το φόβο ότι η Deutsche Bank μπορεί “να γίνει για την Ε.Ε. ό,τι ήταν η Lehman Brothers για τις ΗΠΑ”.

7. Το διεθνές εμπόριο βρίσκεται σε νέα κάμψη. Ο δείκτης ναύλων ξηρού φορτίου Baltic Dry κατέγραψε νέο χαμηλό (290 μονάδες), σημειώνοντας πτώση 88% μέσα σε 25 μήνες. Στις ΗΠΑ, οι εργοστασιακές παραγγελίες πέφτουν εδώ και 14 συνεχόμενους μήνες. Ταυτόχρονα, καταστήματα λιανικής πώλησης κλείνουν μαζικά σε όλη την Αμερική. Ενδεικτικά: η Wal-Mart κλείνει 269 καταστήματα, η Κ-Mart πάνω από 24, η J.C.Penney 47 (έχοντας κλείσει άλλα 40 μέσα στο 2015), η Macy 36, η Gap 175.

8. Η Morgan Stanley προβλέπει ότι δεν θα δούμε 80 δολάρια το βαρέλι πριν το 2018. Στο ενδιάμεσο μπορεί να πέσει στα 20 δολάρια, δηλαδή κάτω από το κόστος παραγωγής του. Οι τιμές των εμπορευμάτων έχουν πέσει κατά 40% και πολλοί πιστεύουν πως αυτό οδηγεί στον αποπληθωρισμό και την παγίδα του χρέους.

9. Τα εταιρικά περιθώρια κέρδους ανέκαμψαν για μια σύντομη περίοδο, αυξανόμενα μέχρι και την κορυφή του γ΄ τριμήνου 2014. Από τότε, όμως, μειώνονται σταθερά, και μια σειρά από εταιρικές τριμηνιαίες εκθέσεις που δημοσιεύονται είναι εξαιρετικά απαισιόδοξες. Παράλληλα, τα περιθώρια άσκησης επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής εξαντλούνται, καθώς οι χαμηλοί ρυθμοί ανάπτυξης περιορίζουν τα κρατικά έσοδα, ενώ οι αυξημένες δανειακές υποχρεώσεις επιβαρύνουν τις δημόσιες δαπάνες.

10. Η απασχόληση συρρικνώνεται περαιτέρω. Σύμφωνα με την Challenger, Gray & Christmas, οι περικοπές θέσεων εργασίας στις ΗΠΑ αυξήθηκαν κατά 218% τον Ιανουάριο, ενώ η Ε.Ε. ακολουθεί κατά πόδας. Ενδεικτικά: η Credit Suisse καταρχεί 4.000 θέσεις εργασίας, η Royal Dutch Shell 10.000, η Johnson & Johnson 3.000, η Deutsche Bank 35.000, αποχωρώντας από 10 χώρες. Η Caterpillar κλείνει 5 εργοστάσια απολύοντας 670 εργαζόμενους. Η Yahoo απολύει το 15% του συνολικού εργατικού δυναμικού της, η Sprint το 8% και η GoPro το 7%. Αλλά και στην Κίνα, το μεγαλύτερο ορυχείο άνθρακα απέλυσε μέσα σε μια νύχτα το 40% του προσωπικού της, δηλαδή 100.000 εργάτες, ενώ εκτιμάται πως ο αριθμός των απολύσεων στον κλάδο θα ανέλθει στις 400.000.

11. Τα κρατικά και ιδιωτικά χρέη αυξάνονται, ανεβάζοντας το συνολικό παγκόσμιο απόθεμα χρεών από 142 τρις δολάρια το 2007 σε τα 200 τρις δολάρια το 2015 (Έκθεση McKinsey, 2/2015). Ο λόγος των κρατικών χρεών προς το ΑΕΠ αυξήθηκε παντού. Με άλλα λόγια, ενώ οι πολιτικές λιτότητας κυριάρχησαν διεθνώς, καμία απομόχλευση (μείωση δανεισμού) δεν συνέβη. Έτσι, η νέα χρηματοπιστωτική κρίση βρίσκει την καπιταλιστική οικονομία σε πιο δυσχερή κατάσταση κατάσταση, με μειωμένα περιθώρια κέρδους, νέες φούσκες έτοιμες να σκάσουν και αδυναμία των αμυντικών οικονομικών πολιτικών να απορροφήσουν τους κραδασμούς.

12. Η παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία διολισθαίνει σε μια νέα κρίση, με συσσωρευμένα βάρη και χωρίς τις άμυνες που διέθετε στην κρίση του 2008.

Κρίση και διεθνής ανταγωνισμός

1. Καθώς το διεθνές εμπόριο συρρικνώνεται και οι ρυθμοί ανάπτυξης βαλτώνουν, ο ανταγωνισμός των μεγάλων καπιταλιστικών κρατών οξύνεται με διαδοχικές ανταγωνιστικές νομισματικές υποτιμήσεις. Στο δεδομένο περιβάλλον, ωστόσο, οι υποτιμήσεις δεν οδηγούν σε ανάπτυξη, αλλά σε αναδίπλωση των εμπορικών σχέσεων. Χαρακτηριστικά, οι ΗΠΑ επέβαλαν 256% δασμούς στις εισαγωγές χάλυβα από την Κίνα στην πρώτη ένδειξη υποτίμησης του γιουάν, κι ενώ μια περαιτέρω υποτίμηση κατά 30% ή 40% είναι πολύ πιθανή.

2. Η Κίνα αποδεικνύεται πως απέχει από το θαύμα που υποτίθεται πως θα απέφευγε την παγκόσμια κρίση. Η κινεζική κυβέρνηση προτίμησε να αναβάλει τις προγραμματισμένες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις ρίχνοντας στην εσωτερική αγορά τεράστια χρηματικά ποσά στο διάστημα των τελευταίων ετών. Αρχικά, η στρατηγική φάνηκε να έχει επιτυχία και η Κίνα να ξεπερνά τις αναταράξεις της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, καταγράφοντας διψήφιους ρυθμούς ανάπτυξης. Ωστόσο, στο μεταξύ καθίσταται σαφές ότι η συνταγή τόνωσης της ανάπτυξης άφησε στο περιθώριο τον παράγοντα «αποτελεσματικότητα». Ως εκ τούτου, η χώρα βαρύνεται από παραγωγικό πλεόνασμα. Σύμφωνα με στοιχεία της Παγκόσμιας Ένωσης Χάλυβα, για παράδειγμα, η Κίνα ήταν το 2015 η μεγαλύτερη παραγωγός χάλυβα παγκοσμίως, και αυτό ενώ τα κινεζικά εργοστάσια χάλυβα δεν ξεπέρασαν το 70% των παραγωγικών τους δυνατοτήτων. Σύμφωνα με μελέτη του Βιομηχανικού Επιμελητηρίου της ΕΕ, η κινεζική παραγωγή χάλυβα «έχει αποσυνδεθεί πλήρως» από την πραγματική ζήτηση. Παρόμοια προβλήματα αντιμετωπίζει η Κίνα και με προϊόντα όπως το χαρτί, το γυαλί και τα πετρελαιοειδή. Οι κινεζικές εξαγωγές μειώνονται ραγδαία (-6,6% τον Ιανουάριο), ενώ οι εισαγωγές βυθίζονται (-14,4% τον Ιανουάριο).

3. Χαρακτηριστικό σύμπτωμα της κινέζικης υπερπαραγωγής είναι οι επανειλημμένες αντιπαραθέσεις με άλλα βιομηχανικά κράτη, που προσάπτουν στην Κίνα ότι εξακολουθεί να πλημμυρίζει τις αγορές τους με πλεονάζοντα προϊόντα. Η Κομισιόν έχει ξεκινήσει έρευνα σχετικά με τις εισαγωγές χάλυβα από την Κίνα, προκειμένου να διαπιστώσει αν η τιμή των προϊόντων έχει μειωθεί τεχνητά, και ως εκ τούτου προκύπτει ζήτημα “αθέμιτου ανταγωνισμού”. Προκειμένου να προστατέψει τους ευπρωπαϊκούς καπιταλιστικούς ομίλους, η Κομισιόν μπορεί να επιβάλει δασμούς ενάντια στο λεγόμενο ντάμπινγκ τιμών. Μπροστά στα πρακτικά συμφέροντα των αστικών τάξεων, η φιλελεύθερη φιλολογία για την ελευθερία του εμπορίου μπορεί να εξαφανιστεί εν μια νυκτί.

4. Η κινεζική οικονομία αντιμετωπίζει ένα βουνό από τα επισφαλή δάνεια που εκτιμάται πως υπερβαίνει τα 5 τρις δολάρια. Το σύνολο του τραπεζικού της συστήματος έχει φουσκώσει στα 35 τρις, όταν το κινεζικό ΑΕΠ υπολογίζεται στα 10 τρις. Το συνολικό χρέος (δημόσιο, ιδιωτικό και τραπεζικό) τετραπλασιάστηκε στην επταετία 2007-2014, φτάνοντας πλέον στο 282% του ΑΕΠ.

5. Η Ιαπωνία εφαρμόζει ένα πρόγραμμα αρνητικού επιτοκίου σε μια απελπισμένη προσπάθεια να ωθήσει τις τράπεζες να δίνουν περισσότερα δάνεια. Η κυβέρνηση της χώρας κατέφυγε σε αυτή την πολιτική αφού διαπίστωσε πως η πολιτική της ποσοτικής χαλάρωσης (εκτύπωση χρήματος) και υποτίμησης του γεν (κατά 33% την τελευταία τριετία) δεν κατάφερε να βγάλει την οικονομία από τη στασιμότητα.

6. Ευρωζώνη, Ιαπωνία, Ελβετία, Δανία και Σουηδία έχουν επίσης υιοθετήσει μια νομισματική πολιτική αρνητικών επιτοκίων στην προσπάθεια να δώσουν νέα αναπτυξιακή ώθηση στις οικονομίες τους, Και εδώ οι προηγούμενες πολιτικές των μηδενικών επιτοκίων και της ποσοτικής χαλάρωσης που ακολούθησαν οι κεντρικές τους τράπεζες απέφεραν ελάχιστα αποτελέσματα, καθώς τα χρήματα κάλυψαν κεφαλαιακά κενά των τραπεζών ή πήγαν στη χρηματιστηριακή κερδοσκοπία αντί για τη λεγόμενη πραγματική οικονομία, όπου τα ποσοστά κέρδους παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα.

7. Σε πλήρη αντιδιαστολή με το μύθο της ευρωπαϊκής σύγκλισης, συνεχίζεται και στην ευρωζώνη η απόκλιση μεταξύ χωρών, αλλά και εντός των χωρών. Ενώ η Γερμανία γνωρίζει θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, αυξάνει τις επενδύσεις, βελτιώνει το εμπορικό της ισοζύγιο και την ανταγωνιστικότητά της, ο Νότος βυθίζεται στην ύφεση.

8. Στις αναδυόμενες οικονομίες, τα επίπεδα του κρατικού χρέους ήταν χαμηλά κατά το ξέσπασμα της κρίσης του 2008, πράγμα που συνετέλεσε στο να αποτελέσουν μοχλό ανάπτυξης για την παγκόσμια οικονομία. Στο διάστημα που μεσολάβησε από τότε, όμως, η ανάπτυξη των αναδυόμενων οικονομιών βασίστηκε στην προσέλκυση δανειακών κεφαλαίων από τη Δύση, με τη βοήθεια του φθηνού χρήματος. Αυτό είχε ως συνέπεια την υπερχρέωση: το μη χρηματοπιστωτικό χρέος των επιχειρήσεων στις αναδυόμενες οικονομίες γνώρισε αύξηση από 60% του ΑΕΠ το 2008 σε 90% το 2015. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την κατάρρευση των τιμών των εμπορευμάτων –των οποίων οι οικονομίες αυτές είναι οι βασικοί εξαγωγείς– και την επιβράδυνση της ανάπτυξης στην Κίνα και τη Δύση, έχει οδηγήσει σε δυσκολίες αποπληρωμής των δανείων, με συνέπεια τα κεφάλαια να εγκαταλείπουν μαζικά τις χώρες αυτές και τα νομίσματά τους να υποτιμώνται έναντι του δολαρίου και του ευρώ. Σε τελευταία του έκθεση, μάλιστα, το ΔΝΤ εκτιμά πως ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την παγκόσμια οικονομία είναι οι κλυδωνιζόμενες αναδυόμενες οικονομίες, όπου οι ρυθμοί ανάπτυξης υποχωρούν για πέμπτο συνεχόμενο έτος.

Προς ένα νέο πολιτικό κύκλο

1. Το πρώτο διεθνές κύμα αγώνων στην εποχή της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης ήταν πλούσιο: Αραβική Άνοιξη, Occupy στις ΗΠΑ, εξέγερση του Λονδίνου, πλατεία del Sol στην Ισπανία, γενικές απεργίες και πλατείες στην Ελλάδα, εξέγερση με μορφές εργατικής αυτοοργάνωσης στη Βοσνία, πλατεία Ταξίμ και απεργίες στα ορυχεία στην Τουρκία κλπ. Σε γενικές γραμμές, ωστόσο, και παρά τις επιμέρους νίκες και τις πολύ σημαντικές εμπειρίες που αποκόμισαν οι εργατικές τάξεις, το κύμα αυτό οδηγήθηκε σε πρώτη φάση σε αδιέξοδο. Το χαμηλό επίπεδο της ταξικής οργάνωσης και η απουσία επαναστατικών υποκειμένων που θα μπορούσαν να μετατρέψουν τις πολιτικές κρίσεις σε επαναστατικές καταστάσεις έπαιξαν βαρύνοντα ρόλο. Όσο χαμηλότερο ήταν το επίπεδο της ταξικής οργάνωσης σε εργατικά σωματεία, πολιτικές οργανώσεις και κόμματα, μάλιστα, τόσο χειρότερες υπήρξαν και οι συνέπειες της αντίδρασης απέναντι στα κινήματα αυτά.

2. Στη Βόρεια Αφρική και τη Μέση Ανατολή οι εξεγέρσεις για δημοκρατικά δικαιώματα εκφυλίστηκαν πολύ συχνά σε σύγκρουση φατριαστικών αστικών στρατοπέδων και σε πεδίο σαρκοφάγων ιμπεριαλιστικών επιδιώξεων και ανταγωνισμών. Με την εξαίρεση των Κούρδων της Ροτζάβα, στη Συρία σήμερα είναι αδύνατο να βρεθεί κάποιο “προοδευτικό” στρατόπεδο. Σε ένα διαφορετικό πλαίσιο, η κατάσταση στην Ουκρανία και η εξέγερση των ανατολικών επαρχιών οδηγήθηκαν προς το παρόν σε τέλμα. Οι εγκληματική συνεργασία της ρεφορμιστικής αριστεράς με αυταρχικά καθεστώτα και οι ιστορικές ήττες των επαναστατικών ρευμάτων σε αυτές τις περιοχές κάνουν εξαιρετικά δύσκολη μια ανεξάρτητη ταξική πολιτική.

3. Στην Λατινική Αμερική ο κύκλος των αγώνων και των μερικών ρήξεων με τον ιμπεριαλισμό (Βενεζουέλα, Βολιβία, Εκουαδόρ) βρίσκεται σε τέλμα. Η στρατηγική του τσαβισμού και των “μπολιβαριανών επαναστάσεων”, μετά τις πρώτες τους κατακτήσεις, δείχνουν τα αδιέξοδά τους. Ταυτόχρονα, οι πιο μετριοπαθείς κεντροαριστερές κυβερνήσεις είτε έχουν καταρρεύσει (Αργεντινή) είτε αντιμετωπίζουν πολύ μεγάλα προβλήματα (Βραζιλία).

4. Σε αρκετές χώρες της Ευρώπης και στις ΗΠΑ καταγράφτηκε τα τελευταία χρόνια ενίσχυση κομμάτων που ανήκουν ή προέρχονται από τη ρεφορμιστική αριστερά (ΣΥΡΙΖΑ, Μπλόκο της Αριστεράς και ΚΚ στην Πορτογαλία, Ενωμένη Αριστερά στην Ισπανία, Αριστερά στη Γερμανία), ποπουλιστικών (Σιν Φέιν, Ποδέμος) ή και αριστερών/προοδευτικών υποψηφίων σε σοσιαλδημοκρατικά ή παραδοσιακά αστικά κόμματα (Κόρμπυν, Σάντερς). Το φαινόμενο αυτό είναι δείκτης μιας ορισμένης ριζοσπαστικοποίησης στις συνειδήσεις, όμως ταυτόχρονα και των ορίων των αγώνων της πρώτης περιόδου της κρίσης. Ιδιαίτερα στην Ελλάδα, την Ισπανία και την Πορτογαλία, είναι σαφές ότι τα κόμματα αυτά ενισχύθηκαν κυρίως στη φάση της κάμψης και όχι της ανόδου των κινημάτων, και οι κοινοβουλευτικές τους υποσχέσεις σίγουρα συνδέονται με αυτό.

5. Ταυτόχρονα, στην Ευρώπη καταγράφεται διαρκής άνοδος της άκρας δεξιάς και του δεξιού ευρωσκεπτικισμού (Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο, Γερμανία, Πολωνία, Ουγγαρία, Σουηδία, Αυστρία). Μετά από το κύμα της ισλαμοφοβίας των αρχών του αιώνα, ένας δεύτερος κύκλος αντιισλαμικής υστερίας αναπτύσσεται, υποδαυλιζόμενος και από τις επιθέσεις σε Παρίσι και Βρυξέλλες. Ο δεξιός ευρωσκεπτικισμός, ιδιαίτερα, καθιστά σαφές ότι υπάρχουν μερίδες των ευρωπαϊκών αστικών τάξεων που αναζητούν εναλλακτικές στο σχέδιο της καπιταλιστικής ενοποίησης. Το γεγονός ότι στην Ελλάδα το ρεύμα του δεξιού ευρωσκεπτικισμού δεν έχει εμφανιστεί παρά με τη μορφή μικρών ενδείξεων (νέο κόμμα Καρατζαφέρη Μπαλτάκου) δεν μπορεί να δικαιολογεί τον εφησυχασμό στην ιδέα πως η αντίθεση στην ΕΕ είναι αυτομάτως υπόθεση της αριστεράς, αφού η ελληνική αστική τάξη είναι στρατηγικά φιλοευρωπαϊκή.

6. Τα κόμματα και μέτωπα της αντικαπιταλιστικής αριστεράς αντιμετωπίζουν μεγάλες δυσκολίες, εξαιτίας όχι μόνο της αντικειμενικής πίεσης, αλλά και των ίδιων τους των στρατηγικών λαθών. Πολλές δυνάμεις που την προηγούμενη περίοδο τάχθηκαν στο σχέδιο για μια αυτόνομη αντικαπιταλιστική αριστερά ακολούθησαν μια πορεία ενσωμάτωσης και προσαρμογής στο ρεφορμισμό (το πορτογαλικό Μπλόκο είναι ένα γνωστό παράδειγμα). Άλλες αντιμετωπίζουν διαιρέσεις και διασπάσεις (ΝΡΑ, SWP). Το FIT στην Αργεντινή δίνει μια ελπιδοφόρα προοπτική για το πώς ένας επαναστατικός χώρος μπορεί να αποκτήσει και μαζικά χαρακτηριστικά. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, παρά τα προβλήματά της, είναι ένα από τα λίγα θετικά παραδείγματα αυτοτελούς αντικαπιταλιστικής συγκρότησης και πρέπει να παίξει ρόλο στη διεθνή δικτύωση των αντικαπιταλιστικών κομμάτων και μετώπων, ξεπερνώντας τον εθνικό ορίζοντα.

7. Οι πόλεμοι, οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και οι ανταγωνισμοί αποτελούν την πιο φρικτή όψη της κρίσης και της μάχης των καπιταλιστικών τάξεων για την έξοδο από αυτή. Φαίνεται σήμερα ότι οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις περισσότερο συνεργάζονται στο πλαίσιο ενός διεθνούς καρτέλ με εσωτερικές αντιφάσεις (χαρακτηριστική η ντε φάκτο συνεργασία ΗΠΑ-Ρωσίας στη Συρία εναντίον του ΙΣΙΣ, το οποίο οι ίδιες οι ΗΠΑ εξέθρεψαν), παρά ετοιμάζονται για έναν πραγματικό πόλεμο μεταξύ τους. Ωστόσο, η αντικειμενική όξυνση των αντιθέσεων λόγω της κρίσης, η οποία εκδηλώνεται όχι μόνο με τον οικονομικό ανταγωνισμό αλλά και με γεωπολιτικές αναμετρήσεις, δεν αποκλείει καθόλου το ενδεχόμενο μιας πιο άγριας διαμάχης μεταξύ ιμπεριαλιστικών στρατοπέδων.

8. Τους τελευταίους μήνες, ωστόσο, υπάρχουν οι ενδείξεις για ένα νέο κύκλο εργατικών αγώνων που μπορούν να αλλάξουν το πολιτικό κλίμα και να γεννήσουν νέες εξεγερτικές καταστάσεις. Η προοπτική αυτή είναι ακόμα αβέβαιη, όμως βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα. Η διεθνής αλληλεγγύη στους πρόσφυγες έγινε το πρώτο πραγματικά διεθνές κίνημα στην Ευρώπη μετά την εποχή της αντι-παγκοσμιοποίησης. Οι απεργίες στη Γαλλία κλείνουν μια περίοδο κινηματικής στασιμότητας σε μια χώρα στρατηγικής σημασίας για τους εργατικούς αγώνες. Η απεργία στις 4 Φλεβάρη στην Ελλάδα ήταν η μεγαλύτερη εδώ και 4 χρόνια, έστω και αν δεν είχε τη συνέχεια που θα μπορούσε.

9. Ο νέος αυτός κύκλος συμπίπτει με το νέο καθοδικό κύκλο στο σπιράλ της οικονομίας. Το Brexit αποτελεί αντικειμενικά πλήγμα στο οικοδόμημα της ιμπεριαλιστικής ΕΕ και εγκαινιάζει ένα νέο κύκλο πολιτικής κρίσης του βρετανικού καπιταλισμού. Οι δεύτερες εκλογές στο Ισπανικό Κράτος δεν έδωσαν καθαρή λύση και η προοπτική μιας σταθερής κυβέρνησης παραμένει έωλη. Στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης η μεταπολεμική πολιτική συνθήκη της εναλλαγής μεταξύ παραδοσιακών δεξιών/χριστιανοδημοκρατικών και σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων στην κυβέρνηση έχει αποσαθρωθεί. Όλα αυτά δείχνουν ότι οι πολιτικές ανακατατάξεις, και επομένως οι μεγάλες ευκαιρίες και οι μεγάλοι κίνδυνοι για τις εργατικές τάξει, κάθε άλλο παρά έχουν ολοκληρωθεί.

Κανένα φως στο τούνελ της ελληνικής κρίσης

1. Το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) βρίσκεται σε πτώση. Παρότι η καλή τουριστική επίδοση του 2015 και οι αγορές διαρκών καταναλωτικών αγαθών (πχ αυτοκινήτων) λόγω του φόβου για μια πιθανή απώλεια των καταθέσεων αποσόβησαν κάπως τις επιπτώσεις των capital controls, η οικονομία και η παραγωγή βυθίζονται. Για το 2016, η Εισηγητική Έκθεση του Προϋπολογισμού προβλέπει περαιτέρω συρρίκνωση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 0,7%, με πτώση της δημόσιας και ιδιωτικής κατανάλωσης. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το ΔΝΤ το φθινόπωρο προέβλεπαν για το 2016 συρρίκνωση της ελληνικής οικονομίας κατά 1,3%, ενώ ο ΟΟΣΑ κατά 1,2%. Με τις συνθήκες που διαμορφώνονται στην πράξη και με τις νέες δυσκολίες της «διαπραγμάτευσης», η πρόβλεψη της κυβέρνησης σύμφωνα με την οποία η οικονομία θα επιστρέψει σε θετικούς ρυθμούς μεγέθυνσης από το 2ο εξάμηνο του 2016, την οποία λίγο πολύ μοιράζονταν επίσης η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το ΔΝΤ και ο ΟΟΣΑ, είναι μάλλον ευσεβής πόθος.

2. Η ανεργία εξακολουθεί να είναι στα ύψη. Κατά το 3ο τρίμηνο του 2015 ήταν 24%. Ο αριθμός των απασχολούμενων ατόμων ανήλθε στα 3,67 εκ. και των ανέργων στα 1,16 εκ. Το μεγαλύτερά ποσοστά ανεργίας καταγράφονται ως προς το φύλο στις γυναίκες (28,1% έναντι 20,7% των ανδρών), ως προς την ηλικία στους νέους 15-24 ετών (48,8%), ως προς το επίπεδο εκπαίδευσης σε όσους και όσες δεν έχουν πάει καθόλου σχολείο (46,9%) και ως προς τη γεωγραφική κατανομή στις περιφέρειες Δυτικής Μακεδονίας (31,4%) και Δυτικής Ελλάδας (28,1%).

3. Ο Ακαθάριστος Σχηματισμός Παγίου Κεφαλαίου καταγράφει ιστορικό χαμηλό. Οι επενδύσεις σε πάγια διαμορφώθηκαν κατά το 3ο τρίμηνο του 2015 στα € 4,726 δις, μειωμένο κατά 7% σε σχέση με το 2ο τρίμηνο του 2015 και κατά 12,9% σε σχέση με το 3ο τρίμηνο του 2014. Μείωση κατέγραψαν όλες οι βασικές υποκατηγορίες (Κατοικίες, Μεταφορικός Εξοπλισμός, Μηχανολογικός Εξοπλισμός και Οπλικά Συστήματα), με μόνη εξαίρεση αυτή των Άλλων Κατασκευών που αυξήθηκε οριακά.

4. Η αξία εισαγωγών και εξαγωγών μειώνεται. Στο ενδεκάμηνο Ιανουάριος - Νοέμβριος του 2015 η συνολική αξία εισαγωγών παρουσίασε μείωση κατά 9,8% σε ετήσια βάση (€ 39,863 δις) και η συνολική αξία των εξαγωγών κατά 5,5% (€ 23,648 δις). Το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου μειώθηκε κατά 14,6%, ενώ χωρίς τα πετρελαιοειδή κατά 6,9%. Οι εισαγωγές αφορούν κυρίως τις κατηγορίες «Ορυκτά Καύσιμα, Λιπαντικά κτλ» (26%), «Μηχανήματα και Υλικό Μεταφορών» (20%), «Χημικά Προϊόντα και Συναφή» (16%) και «Τρόφιμα και ζώα ζωντανά» (12%). Οι εξαγωγές ανήκουν κυρίως στις κατηγορίες «Ορυκτά Καύσιμα, Λιπαντικά κτλ» (30%), «Βιομηχανικά είδη ταξινομημένα κυρίως κατά πρώτη ύλη» (16%), «Τρόφιμα και ζώα ζωντανά» (15%) και «Χημικά Προϊόντα και Συναφή» (11%). Παρά τη γενική μείωση, την τελευταία τριετία αυξάνονται οι εμπορευματικές συναλλαγές μεταξύ Ελλάδας και ΕΕ. Η ΕΕ απορροφά αυξανόμενο μέρος των εξαγωγών της Ελλάδας σε σχέση με Τρίτες Χώρες (από 47% το 2013 σε 54% το 2015) και αντίστροφα οι εισαγωγές από την ΕΕ αυξάνονται (από 47% το 2013 σε 53% το 2015).

5. Η αμοιβή της εργασίας πέφτει διαρκώς. Σύμφωνα με την ΕΛΣΑΤ, την περίοδο 2010- 2014, το Μοναδιαίο Κόστος Εργασίας έχει μειωθεί κατά 12,8%, ενώ οι Αμοιβές Εξαρτημένης Εργασίας ανά Μισθωτό κατά 15%. Στη μείωση των δύο αυτών μεγεθών καθοριστικό ρόλο έπαιξαν οι καταστροφικές μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας στα πλαίσια των μνημονίων.

6. Η Παραγωγικότητα της Εργασίας υποχωρεί. Την περίοδο 2010- 2014 έχει μειωθεί κατά 6,7%, ενώ κατά το τρίτο τρίμηνο του 2015 υποχώρησε περαιτέρω κατά 3,3% σε ετήσια βάση. Έτσι, τα οφέλη των καπιταλιστών από τη μείωση των μισθών υποσκάπτονται από την πτώση της Παραγωγικότητας, δηλαδή του ποσού του πραγματικού ΑΕΠ που παράγεται με μία ώρα εργασίας.

7. Μετά το τρίτο μνημόνιο, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ψήφισε μια ατέλειωτη σειρά προαπαιτούμενων, ανακεφαλαιοποίησε τις τράπεζες, πέρασε τη νομοθεσία για τα κόκκινα δάνεια, ανανέωσε τη διαδικασία των ιδιωτικοποιήσεων (αεροδρόμια, λιμάνια κλπ), επέβαλε την καταστροφική μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού, έριξε νέα φορολογικά βάρη στα χαμηλά εισοδήματα προσφέροντας ταυτόχρονα ελαφρύνσεις στις επιχειρήσεις, όπως προέβλεπαν οι συμφωνίες. Παρόλα αυτά όμως, η επιστροφή σε ένα σταθερό πλαίσιο ανάπτυξης εξακολουθεί να φαίνεται ακατόρθωτη, μέσα σε ένα περιβάλλον παγκόσμιας καπιταλιστικής αστάθειας. Ο ΣΕΒ εκτιμά ότι χρειάζεται ένα «επενδυτικό σοκ» € 100 δις ως το 2020 για να σταθεροποιηθεί η οικονομία και να αυξηθεί η απασχόληση. Αυτά τα ποσά είναι σαφώς εξωπραγματικά.

8. Εξάλλου, και οι ίδιοι οι μνημονιακοί στόχοι φαντάζουν πολύ δύσκολοι. Σύμφωνα με το μνημόνιο, πρέπει να επιτευχθούν πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 0,5%, 1,75% και 3,5% του ΑΕΠ το 2016, 2017 και 2018, αντίστοιχα. Το πλεόνασμα του 3,5% πρέπει μετά να διατηρηθεί στο διηνεκές. Για την επίτευξη των στόχων το 2016, ο Προϋπολογισμός περιλαμβάνει νέες παρεμβάσεις συνολικού ύψους € 4,2 δις. Το 47,63% αφορά εξοικονομήσεις δαπανών (€ 1,99 δισ.) και το 52,37% αφορά αυξήσεις εσόδων (€ 2,2 δις). Από τις εξοικονομήσεις ξεχωρίζουν η μείωση των δαπανών των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης κατά € 1,23 δις, η μείωση των συντάξεων του Δημοσίου κατά € 0,19 δις, η μείωση των δαπανών του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας κατά € 0,4 δις και η μείωση των Επιδομάτων Κοινωνικού Χαρακτήρα κατά € 0,11 δισ. Συνεχίζεται έτσι η έντονα προκυκλική οικονομική πολιτική (αυξήσεις φόρων και μειώσεις δαπανών σε περιβάλλον ύφεσης) που ακολουθήθηκε όλα τα χρόνια της κρίσης.

9. Ο προϋπολογισμός του 2016 στοχεύει σε έσοδα από αποκρατικοποιήσεις € 1,802 δις, τη στιγμή που το 2015 δεν ξεπέρασαν τα € 270 εκ.

10. Η μη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος δεν οφείλεται στα υποτιθέμενα σκανδαλώδη συνταξιοδοτικά δικαιώματα της εργατικής τάξης, αλλά στην τεράστια ανεργία (σχεδόν 1 εκ. εργαζόμενοι λιγότεροι σήμερα από ό,τι το 2009) και επομένως κατάρρευση των εισφορών, την εκτεταμένη εισφοροδιαφυγή και την εξάπλωση των ελαστικών μορφών εργασίας. Ο ΣΥΡΙΖΑ απαντά με αύξηση ορίων συνταξιοδότησης, αυξήσεις στην ηλικία συνταξιοδότησης, επανεξέταση ποσοστών αναπλήρωσης, οροφές στις διπλές συντάξεις κλπ), ενοποίηση ταμείων, με αποτέλεσμα να στρέψει εναντίον του μισθωτούς, ελευθεροεπαγγελματίες, συνταξιούχους, χωρίς παράλληλα να εγγυάται σε καμία περίπτωση ότι οι σημερινοί εργαζόμενοι και εργαζόμενες, πόσο μάλλον οι άνεργοι και άνεργες, θα πάρουν ποτέ έστω και αυτές τις συρρικνωμένες συντάξεις.

11. Κατά τον ΟΟΣΑ η φορολογία στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά 5,1 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ την περίοδο 2009-2014. Ήταν η μεγαλύτερη αύξηση στον χώρο του ΟΟΣΑ. Παρόλα αυτά, όμως, τα φορολογικά έσοδα μειώθηκαν ως το 2015 κατά € 8,1 δις, λόγω της ύφεσης αλλά και της φοροδιαφυγής. Σύμφωνα με τη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων, τα συνολικά χρέη των ιδιωτών προς το Δημόσιο από φόρους ανέρχονταν το Νοέμβριο του 2015 στα € 83,6 δις ή 47,6% του ΑΕΠ. Ωστόσο, ετοιμάζονται νέες φορολογικές επιβαρύνσεις της τάξης των 3,6 δις, σε καύσιμα, κινητή τηλεφωνία, καπνό, τέλη ταξινόμησης και κυκλοφορίας, τυχερά παιχνίδια, φυσικό αέριο, ακίνητα, αλλά και από τη γενική φορολογία μέσω της μείωσης του αφορολόγητου κλπ.

Το συσσωρευμένο δημόσιο χρέος
1. Σύμφωνα με τους επίσημους σχεδιασμούς, μετά την πρώτη αξιολόγηση θα αρχίσει η διαπραγμάτευση για το δημόσιο χρέος. Η Εισηγητική Έκθεση του Προϋπολογισμού του 2016 εκτιμά το δημόσιο χρέος (Γενικής Κυβέρνησης) για το 2015 στο 180,2% του ΑΕΠ (€ 316,5 δις), ενώ η πρόβλεψη για το 2016 είναι για χρέος στο 187,8% του ΑΕΠ (€ 327,6 δις). Η αύξηση του χρέους – εν μέσω μιας σφικτής δημοσιονομικής πολιτικής - προκύπτει από τις δαπάνες για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και την εξυπηρέτηση υποχρεώσεων του Δημοσίου. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην Εισηγητική Έκθεση του Προϋπολογισμού του 2015, το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης το 2015 προβλεπόταν να διαμορφωθεί στο 171,4% του ΑΕΠ (€ 316,9 δις), ενώ η εκτίμηση για το χρέος του 2014 ήταν 177,7% του ΑΕΠ (€ 318 δις).

2. Σήμερα για πολλούς από τους κυρίαρχους αστικούς κύκλους η εξυπηρέτηση χρέους τέτοιου μεγέθους βρίσκεται εκτός των δυνατοτήτων της Ελλάδας, ιδίως αν λάβουμε υπόψη την στασιμότητα του 2015 και την ύφεση του 2016. Σύμφωνα με εσωτερικό έγγραφο του ΔΝΤ (Ιούλιος 2015), το δημόσιο χρέος θα ανέλθει στο 200% του ΑΕΠ μέσα στα επόμενα δύο χρόνια. Όπως αναφέρεται, το ελληνικό χρέος δεν είναι διαχειρίσιμο στα επίπεδα που έχει φθάσει. Η μείωση τουλάχιστον του κόστους εξυπηρέτησής του (με χαμηλότερα επιτόκια και παράταση των περιόδων αποπληρωμής) υποτίθεται ότι θα απαλλάξει τη χώρα από τον βραχνά των υποχρεώσεων από το 2019 και μετά. Η λέξη κλειδί στη δημόσια συζήτηση είναι τώρα η «εξυπηρετησιμότητα» του χρέους. Και υπάρχει ήδη δέσμευση των εταίρων για ανάλογες ελαφρύνσεις.

3. Όμως το τεράστιο συσσωρευμένο χρέος θα επικρέμαται ούτως ή άλλως ως «δαμόκλειος σπάθη». Ακόμα και αν όλα πήγαιναν σύμφωνα με τις διακηρύξεις και τους πόθους της κυβέρνησης, ωστόσο, η χώρα θα υπαγόταν σε «ενισχυμένη παρακολούθηση». Ο λόγος είναι ότι ισχύουν οι κανόνες της Νέας Οικονομικής Διακυβέρνησης στην ΕΕ που προβλέπουν τέτοια εποπτεία όσο καιρό ένα κράτος μέλος της Ευρωζώνης δεν έχει αποπληρώσει 75% των δανείων που έχει λάβει από τους μηχανισμούς EFSF/EFSM/ESM.

4. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ήταν η πρώτη που μίλησε για μονομερή διαγραφή του χρέους, που θα συνοδεύεται από εθνικοποίηση του εξωτερικού εμπορίου, εθνικοποίηση των τραπεζών και των μεγάλων επιχειρήσεων, σχεδιασμό της οικονομίας στη βάση των κοινωνικών αναγκών και επιβολή γενικευμένου εργατικού ελέγχου. Σήμερα γίνεται όλο και πιο σαφές ότι χωρίς μια ριζική διαγραφή χρέους, και μάλιστα σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο, ο φαύλος κύκλος των άγριων μέτρων λιτότητας που παρόλα αυτά δεν θα μειώνουν το χρέος θα συνεχίζεται στο διηνεκές.

Ασταθής πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα
1. Ο ελληνικός καπιταλισμός αδυνατεί να σταθεροποιηθεί και να μπει σε μια τροχιά ανάκαμψης. Δεν έχουμε μπροστά μας μια περίοδο σταθερότητας, αλλά μια εποχή αναταράξεων.

2. Η Ελλάδα παραμένει μία χώρα εσωστρεφής, υπερχρεωμένη, με εξαιρετικά υψηλή ανεργία, υψηλά ποσοστά παραοικονομίας και φοροδιαφυγής, και ευρισκόμενη στη μέγγενη των μνημονίων. Ωστόσο, η υιοθέτηση συνθημάτων εθνικής (ή “λαϊκής”, ως ένα πιο εύσχημο συνώνυμο) κυριαρχίας από την αντικαπιταλιστική αριστερά θα ήταν τραγικό λάθος. Πρώτα από όλα, πραγματολογικά: η ιδιαίτερα οξεία κρίση που διέρχεται ο ελληνικός καπιταλισμός δεν αλλάζει τη φύση του ξαφνικά. Η Ελλάδα είναι μια ανεπτυγμένη καπιταλιστική χώρα με ιμπεριαλιστικές φιλοδοξίες και δραστηριότητες – και ίσα ίσα αυτές οι ιδιαίτερες φιλοδοξίες υπήρξαν βασικός λόγος της οξύτητας της κρίσης. Μπορεί η χώρα να έχει σχετικά ασθενή εγχώρια συσσώρευση, αλλά δεν είναι εξαρτημένη, με την έννοια και τα χαρακτηριστικά μιας αποικίας ή “νεοαποικίας” (εξαγωγική οικονομία, εξειδίκευση στις πρώτες ύλες, πολύ χαμηλή παραγωγικότητα εργασίας κλπ). Αλλά και πολιτικά, η ρητορική του πατριωτισμού και της “εθνικής ανεξαρτησίας” λειτουργεί ως άλλοθι στην κυβέρνηση, που διατείνεται ότι δεν είναι η πλήρης αποδοχή των κανόνων της καπιταλιστικής οικονομίας που την οδήγησε στο τρίτο μνημόνιο, αλλά η μνησικακία και η ακόρεστη δίψα των Γερμανών και του ΔΝΤ. Επιπλέον, μια τέτοια πολιτική λογική αδυνατεί να καταγγείλει την ελληνική επιθετικότητα στη Μεσόγειο και τα Βαλκάνια και συμβάλλει πιο πολύ από ο,τιδήποτε στον ταξικό αποπροσανατολισμό, αναζητώντας εθνικούς εχθρούς στο εξωτερικό αντί για ταξικούς εχθρούς στο εσωτερικό. Η αναγκαία σύγκρουση με την ΕΕ και τους ιμπεριαλιστικούς θεσμούς δεν είναι θέμα εθνικό, αλλά ταξικό, βαθιά συνυφασμένο με το σύνολο του αντικαπιταλιστικού μεταβατικού προγράμματος.

3. Τα νέα μέτρα συνεπάγονται περαιτέρω μειώσεις εργατικών εισοδημάτων, ενώ φέρνουν στην επιφάνεια έναν οξύτατο ανταγωνισμό για την κατανομή των βαρών της προσαρμογής. Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στο συνταξιοδοτικό. Είναι βέβαιο ότι δεν μπορεί να βρεθεί μια ισορροπία μεταξύ διαφορετικών αρχών (δικαιοσύνη έναντι οικονομικής αποτελεσματικότητας) μέσα στο καπιταλιστικό αρχιπέλαγος των ανταγωνιστικών συμφερόντων.

4. Οικονομικά, το πρόγραμμα δεν βγαίνει. Τα 6 χρόνια άγριας λιτότητας, παρότι ευνόησαν την καιροσκοπική κερδοσκοπία συγκεκριμένων καπιταλιστικών ομίλων, αποτυγχάνουν να προσφέρουν μια βιώσιμη προοπτική συνολικής ανάκαμψης των κερδών, των επενδύσεων και της κεφαλαιακής συσσώρευσης. Οι δημοσιονομικοί στόχοι απαιτούν αλλεπάλληλα κοινωνικά σοκ, που όμως έχουν αναπόφευκτα οδυνηρές συνέπειες για τη σταθερότητα του συστήματος. Το κράτος οδηγείται από δημοσιονομική κρίση σε δημοσιονομική κρίση.

5. Πολιτικά, καταναλώνεται και η εφεδρεία του ΣΥΡΙΖΑ. Η αστική τάξη μπόρεσε χωρίς τεράστιες δυσκολίες να ελέγξει το ΣΥΡΙΖΑ. Όμως ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει πολλά καύσιμα κοινωνικής ανοχής. Δεν μπορεί να αναδειχτεί στο κέντρο μιας σταθερής εθνικής συναίνεσης γύρω από τα συμφέροντα του κεφαλαίου. Οι ΑΝΕΛ παρακμάζουν, καθώς συρρικνώνεται το αντιμνημονιακό αστικό στρατόπεδο. Οι προοπτικές και αυτής της κυβέρνησης είναι δυσοίωνες.

6. Επόμενος σταθμός για την αστική τάξη, μετά από μια ενδεχόμενη διευρυμένη κυβέρνηση γύρω από το ΣΥΡΙΖΑ, είναι η νεοφιλελεύθερη ΝΔ του Μητσοτάκη, η οποία όμως είναι πολύ δύσκολο να φτιάξει πραγματικές κοινωνικές συμμαχίες. Το σχέδιο του Μητσοτάκη έχει ήδη εφαρμοστεί (απολύσεις, διευκόλυνση επενδύσεων, που όμως δεν γίνονται λόγω της κρίσης) και έχει αποτύχει. Είναι αμφίβολο αν ο Μητσοτάκης καταφέρει να ελέγξει το κόμμα. Σίγουρα η ΝΔ είναι το κατ'εξοχήν αστικό πολιτικό επιτελείο, όμως βρίσκεται στην ίδια κρίση στην οποία βρίσκεται και η αστική τάξη.

7. Το ΠΑΣΟΚ μετατρέπεται από θορυβώδης κομπάρσος στη συγκυβέρνηση σε αθόρυβο κομπάρσο στην αντιπολίτευση. ΜΜΕ την αντικατάσταση του Βενιζέλου από τη Φώφη, η στροφή προς την κεντροαριστερά δεν έγινε. Σήμερα η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ προσπαθεί κυρίως να πείσει την αστική τάξη ότι όταν ο ΣΥΡΙΖΑ αποτύχει, το ίδιο είναι πιο αξιόπιστο από τη ΝΔ, ή τουλάχιστον μια αναγκαία δικλείδα ασφαλείας δίπλα στη ΝΔ.

8. Το Ποτάμι δεν έπαιξε τελικά το ρόλο που φιλοδοξούσε. Είναι δύσκολο να διακριθεί από τη ΝΔ του Μητσοτάκη και, επιπλέον, χάνει συμμαχίες όσο μερίδες της αστικής τάξης συνεννοούνται με το ΣΥΡΙΖΑ.

9. Η Χρυσή Αυγή επιδεικνύει πολιτική αντοχή. Παρά τη φτωχή παρουσία και τις ήττες στο δρόμο (με εξαιρέσεις όπως η Χίος), η κοινοβουλευτική της επιρροή έχει αποδειχτεί ανελαστική. Έχει τεράστια σημασία σήμερα, με την εμπειρία του αντιφασιστικού κινήματος των τελευταίων χρόνων, να ηττηθούν έγκαιρα οι προσπάθειές της να ανασυγκροτηθεί. Η προοπτική μιας νέας ενίσχυσης της ναζιστικής ακροδεξιάς σε μια πολύ πιθανή αποσύνθεση του ΣΥΡΙΖΑ δεν πρέπει να υποτιμηθεί, ιδίως όσο η ΝΔ του Μητσοτάκη παραμένει λίγο ελκυστική και ανίκανη να συγκροτήσει κοινωνικές συμμαχίες με τα μεσαία στρώματα και πελατειακές σχέσεις με τα χαμηλότερα. Η πίεσή της από τη δίκη έχει μειωθεί, καθώς η δικογραφία αποδεικνύεται προορισμένη να ρίξει τα βάρη σε ένα στενό κύκλο φυσικών αυτουργών και καθώς η ηγεσία αφήνεται ελεύθερη. Είναι σαφές ότι το σύστημα επιλέγει να μην εξαφανίσει τη Χρυσή Αυγή, αλλά να τη διατηρήσει ως μια ελεγχόμενη εφεδρεία. Κάθε σκέψη να κερδίσουν οι ναζί το χαμένο χώρο τους στο δρόμο πρέπει να αντιμετωπιστεί άμεσα με μαζικό, μαχητικό και περιφρουρημένο τρόπο. Οι αντισυγκεντρώσεις σε συγκεντρώσεις της ΧΑ, η φετινή κινητοποίηση για την αποτροπή της φασιστικής φιέστας για τα Ίμια, οι συνδικαλιστικές συσκέψεις και αποφάσεις που επί της ουσίας ακύρωσαν τη συνδικαλιστική συνδιάσκεψη του ναζιστικού κόμματος είναι σημαντικές πρωτοβουλίες, ωστόσο το περιορισμένο εύρος των συμμετεχόντων και συμμετεχουσών δείχνει μια πολύ ανησυχητική τάση εφησυχασμού. Η σημερινή αδυναμία της ΧΑ δεν είναι λόγος επανάπαυσης, αντιθέτως είναι ευκαιρία να ξεμπερδέψουμε οριστικά με αυτή.

10. Το κόμμα Καρατζαφέρη-Μπαλτάκου πιθανόν να αποδειχτεί γελοίο, όμως έχει κάποια σημασία η επίσημη πρώτη (ή μάλλον η επαναφορά) του ακροδεξιού ευρωσκεπτικισμού. Από την άλλη πλευρά, μορφώματα όπως η “Ελλήνων Συνέλευσης” του Αρτέμη Σώρρα, με όλη τους τη γραφικότητα, εκμεταλλεύονται την απελπισία, ιδίως στην επαρχία, αναδιατάσσοντας και ίσως επεκτείνοντας το χάρτη της ακροδεξιάς.

11. Το ΚΚΕ είναι πλέον η μόνη αριστερή φωνή ενάντια στη λιτότητα μέσα στο κοινοβούλιο. Η ικανότητά του να συσπειρώνει μαζικά μπλοκ αγώνα δεν μπορεί να αγνοηθεί. Παρά την αριστερή σε σχέση με το παρελθόν ρητορική της ηγεσίας (εναντίωση στην κυβερνητική διαχείριση του συστήματος, αναγνώριση των ιμπεριαλιστικών επιδιώξεων του ελληνικού καπιταλισμού), ωστόσο, η πολιτική και ο ρόλος του κόμματος παραμένουν βαθιά συντηρητικά. Στις εργατικές ομοσπονδίες το ΠΑΜΕ δεν προτείνει κανέναν ουσιωδώς διαφορετικό βηματισμό, αντιθέτως συχνά θέτει το ίδιο την ατζέντα της εκτόνωσης την οποία ακολουθούν οι ηγεσίες. Η συνεργασία με τη ΝΔ, η απάλειψη των αντιμνημονιακών αιτημάτων και η άδοξη λήξη των αγροτικών κινητοποιήσεων είναι ένα γνωστό σε όλους παράδειγμα. Το ΚΚΕ εξακολουθεί να είναι βαθιά δύσπιστο απέναντι στις αγωνιστικές δυνατότητες στην υφιστάμενη κατάσταση και στην απελευθερωτική δράση του εργατικού κινήματος και των καταπιεσμένων στρωμάτων. Σε αυτό προστίθεται η πάγια διασπαστική πρακτική του στο δρόμο. Στην πραγματικότητα, το ΚΚΕ ποντάρει σε μια επανασταθεροποίηση του συστήματος, στο οποίο θα μπορεί το ίδιο να ανακτήσει τη θέση της μοναδικής τίμιας αντιπολίτευσης, σε ήσυχες και ομαλές συνθήκες.

12. Η ΛαΕ απέτυχε εντελώς σε σχέση με τις υπερφίαλα υψηλές εκλογικές της προσδοκίες. Αυτή όμως είναι η μικρότερη αποτυχία της. Αυτό στο οποίο βασικά αποτυγχάνει προς το παρόν η ΛαΕ είναι να πείσει πως αποτελεί μια πραγματικά εναλλακτική επιλογή στο ΣΥΡΙΖΑ. Η μονοπώληση της ηγεσίας από φθαρμένα στελέχη της γραφειοκρατίας των συνδικάτων αλλά και του κράτους (με 4 πρώην υπουργούς σε περίοπτες θέσεις), η νοσταλγία ενός καλού προ-μνημονιακού ΣΥΡΙΖΑ, η ρετρό πατριωτική ρητορική του Λαφαζάνη, η απροθυμία για διαχωρισμό από τις συνδικαλιστικές και αυτοδιοικητικές παρατάξεις του ΣΥΡΙΖΑ, όλα αυτά τα στοιχεία αυξάνουν τη δικαιολογημένη δυσπιστία του κινήματος απέναντι στο νέο μέτωπο. Οι φυγόκεντρες τάσεις και η μεγάλη δυσκολία να οργανωθεί το συνέδριό της αποτελούν μάλλον σύμπτωμα, παρά αιτία αυτής της κατάστασης. Η ΛαΕ σήμερα αναδεικνύεται στο κέντρο ανασυγκρότησης ενός αντινεοφιλελεύθερου πατριωτικού ρεφορμισμού, που έχει ήδη αποτύχει παταγωδώς να ικανοποιήσει οποιαδήποτε εργατική ανάγκη.

13. Πέρα από την περιγραφή του ρόλου κάθε επιμέρους πολιτικής δύναμης, ωστόσο, αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι η μεγάλη εικόνα. Και η μεγάλη εικόνα είναι πως το κοινοβούλιο βρίσκεται σε κατάσταση αποσύνθεσης. Κυβερνά το μικρότερο κυβερνητικό κόμμα εδώ και δεκαετίες. Από το ξέσπασμα της κρίσης και μετά ιδρύθηκαν και εξαφανίστηκαν στην κινούμενη άμμο δεκάδες κόμματα σε μια μεγάλη πολιτική γκάμα. Με αυτά τα δεδομένα, δεν είναι παράξενο ότι όλες οι προβλέψεις για σταθεροποίηση, είτε προέρχονταν από κυβερνητικές εξαγγελίες είτε προέρχονταν από αναλύσεις ρευμάτων της αριστεράς, αποδείχτηκαν εκτός τόπου και χρόνου.

14. Όμως τίποτα από όλα αυτά δεν εγγυάται από μόνο του νίκες, ή έστω μια καλύτερη θέση για το εργατικό κίνημα. Αυτό που αποδεικνύουν είναι ότι δεν είμαστε σε μια περίοδο ιστορικής ήττας του κινήματος και ανασυγκρότησης περίπου από το μηδέν, αλλά ότι επίκεινται νέοι γύροι απότομων μεταβολών της κατάστασης, ξεσπασμάτων και ενδεχομένως εξεγέρσεων. Η εκμετάλλευση αυτών των δυνατοτήτων εξαρτάται από τους ίδιους τους εργαζόμενους και τα καταπιεσμένα στρώματα και, βεβαίως, από την ύπαρξη ενός συνειδητά αντικαπιταλιστικού και επαναστατικού πολιτικού υποκειμένου. Όσο η εξουσία της δεν απειλείται, η κρίση της αστικής τάξης γίνεται πάντα κρίση των εργαζομένων, οδηγώντας σε μεγαλύτερη βαρβαρότητα, όπως πράγματι γίνεται μέχρι στιγμής. Το να γίνει δική της υπαρξιακή κρίση εξαρτάται από τη δράση του εργατικού κινήματος.

Κυβέρνηση και ΣΥΡΙΖΑ

1. Ο ΣΥΡΙΖΑ από ένα μικρό κόμμα της ευρωκομμουνιστικής ρεφορμιστικής αριστεράς βρέθηκε επικεφαλής μιας αστικής κυβέρνησης συνεργασίας με την εθνικιστική δεξιά. Η μετατροπή ενός κόμματος που προέρχεται από την αριστερά σε κεντρικό διαχειριστή της αστικής πολιτικής δεν είναι πρωτοφανές φαινόμενο, ούτε ατύχημα ή προδοσία. Είναι η λογική συνέπεια της πολιτικής της ταξικής συνεργασίας, που πάντα τελικά καταλήγει σε “ταξική μεροληψία” υπέρ του ισχυρού. Συνέβη όμως με ιδιαίτερες διαδικασίες και χαρακτηριστικά.

2. Η κυβέρνηση εξελέγη το Γενάρη εκπροσωπώντας εργατικές και λαϊκές ελπίδες και, ταυτόχρονα, αυταπάτες. Υποσχέθηκε έναν κοινό τόπο μεταξύ των απαιτήσεων της αστικής τάξης (της εγχώριας και των ευρωπαϊκών) από τη μία και των στοιχειωδών δικαιωμάτων των εργαζομένων και των διαλυμένων μικροαστών από την άλλη. Στον πυρήνα αυτής της πολιτικής πρότασης υπήρχε μια κεϋνσιανή λογική, που έβλεπε το πρόβλημα του καπιταλισμού στην υποκατανάλωση των μαζών, δηλαδή στο μειωμένο εισόδημα των εργαζομένων και των φτωχών στρωμάτων που περιόριζε την καταναλωτική ζήτηση για προϊόντα και επομένως τις δυνατότητες επένδυσης και ανάπτυξης. Με αυτή τη λογική, υποτίθεται ότι υπάρχει ένα κοινό συμφέρον των εργαζομένων και των κεφαλαιοκρατών, τουλάχιστον των “παραγωγικών” κεφαλαιοκρατών, που μπορεί να βγάλει το σύνολο της χώρας από την ύφεση. Στην πραγματικότητα, όμως, οποιαδήποτε κατάκτηση των εργαζομένων θα ήταν και μια ήττα για την αστική τάξη, γιατί η άνοδος των μισθών θα μείωνε τα περιθώρια κέρδους. Το επίσημο σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ ήταν αδύνατο για οικονομικούς και πολιτικούς λόγους. Το εναλλακτικό του σχέδιο ήταν πιο απλό: να εφαρμόσει τη λιτότητα ταυτόχρονα με ένα παράλληλο πρόγραμμα στοιχειώδους ανακούφισης, το οποίο όμως αποδείχτηκε εξίσου απατηλό. Έτσι, είναι πρακτικά αδύνατο να δει κανείς ο,τιδήποτε “αριστερό” στην πολιτική που ακολούθησε η κυβέρνηση.

3. Το όριο, η πραγματική κόκκινη γραμμή, της κυβέρνησης ήταν οι κανονικότητες του καπιταλιστικού συστήματος. Επομένως, όταν διαπιστώθηκε ότι το δίλημμα εργατικές ανάγκες ή αστική ατζέντα δεν ήταν συμβιβάσιμο, ο ΣΥΡΙΖΑ πήρε αμέσως θέση υπέρ της δεύτερης.

4. Οι αντιθέσεις της κυβέρνησης με την ΕΕ και το ΔΝΤ ήταν (και σε έναν ορισμένο βαθμό είναι) πραγματικές, όμως δεν εκπροσωπούσαν διαφορετικά ταξικά στρατόπεδα. Εκπροσωπούν διαφορετικές στρατηγικές ή μίγματα πολιτικής, που λογοδοτούν στον ίδιο ακριβώς στόχο: την ανάκαμψη της καπιταλιστικής κερδοφορίας και την ανασυγκρότηση του ελληνικού καπιταλισμού. Έτσι, για την επαναστατική αριστερά δεν είχε κανένα νόημα μια, έστω κριτική και συγκριτική προς την τρόικα, υποστήριξη της κυβέρνησης. Η συμφωνία του καλοκαιριού, παρά το ΟΧΙ στο δημοψήφισμα, το απέδειξε. Η επιλογή για στήριξη του ΟΧΙ ήταν σωστή μόνο με την ταυτόχρονη καταγγελία της κυβέρνησης και της δικής της πρότασης, μόνο χωρίς καμία αμφιβολία ότι ο ΣΥΡΙΖΑ τελικά θα οδηγούνταν ούτως ή άλλως σε συμφωνία και υπογραφή νέου μνημονίου. Η ΟΚΔΕ-Σπάρτακος, όπως και γενικά η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, κράτησε πράγματι μια τέτοια στάση, που αποσκοπούσε στο να δημιουργηθεί κρίση στο αστικό πολιτικό σύστημα, και όχι στην υπεράσπιση της ελληνικής κυβέρνησης.

5. Σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ είναι σε μια προχωρημένη διαδικασία μεταλλαγής. Δεν παίζει απλώς το ρόλο που ένα οποιοδήποτε ρεφορμιστικό κόμμα θα έπαιζε στην κυβέρνηση, δηλαδή να κάνει αστική πολιτική κάνοντας ταυτόχρονα στοιχειώδεις παραχωρήσεις στην εργατική τάξη. Πολιτικά λειτουργεί ως η αριστερή πτέρυγα της αστικής τάξης μέσα στις συνθήκες της κρίσης. Αλλάζει, όμως, ριζικά και η κοινωνική του σύνθεση. Οι τομές στη σύνθεση του κόμματος έγιναν σε δύο δόσεις. Σε μια πρώτη φάση, στελέχη του ΠΑΣΟΚ και της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας ενσωματώθηκαν ήδη πριν τις εκλογές του Γενάρη, στην πραγματικότητα σταδιακά από το 2012. Στη δεύτερη και πιο κρίσιμη φάση, το μεγαλύτερο μέρος των συνδικαλιστών και της νεολαίας αποχώρησε μετά τη συμφωνία του Ιούλη. Οι ευθείες αναγωγές στη σοσιαλδημοκρατία του μεσοπολέμου δεν αντιστοιχούν πλέον στους ασθενείς και σχεδόν αποκλειστικά εκλογικούς του δεσμούς με την εργατική τάξη και στην αναιμική επιρροή του κόμματος στα συνδικάτα. Έτσι, τα θεωρητικά σχήματα και οι πολιτικές ρουτίνες άλλων εποχών δεν εφαρμόζονται ευθέως.

6. Ο ΣΥΡΙΖΑ διέρχεται μια διαδικασία πλήρους αστικής προσαρμογής, όπως πέρασε και το ΠΑΣΟΚ, αλλά σε fast forward. Το αν θα καταφέρει τελικά ο ΣΥΡΙΖΑ να ολοκληρώσει την ήδη προχωρημένη αυτή διαδικασία ή αν θα καταρρεύσει παραμένει αβέβαιο. Το ζήτημα στην παρούσα περίοδο δεν είναι τόσο ένας θεωρητικός χαρακτηρισμός για τη φύση του, όσο η στάση της επαναστατικής αριστεράς απέναντί του. Η ηγεσία και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι τμήματα ενός κοινού με εμάς κοινωνικού στρατοπέδου, έστω με την ευρύτερη έννοια. Η εκλογική του επιρροή, που προέρχεται από τα φτωχότερα στρώματα και την εργατική τάξη, και πιθανόν μια μερίδα των εναπομεινάντων μελών της βάσης του μπορούν και πρέπει να κερδηθούν μέσα από την κοινή δράση στο δρόμο. Ο σεκταρισμός και η εκδικητικότητα δεν είναι επαναστατική στάση απέναντι στο δυναμικό που έρχεται ρήξη με το ΣΥΡΙΖΑ και θέλει να αγωνιστεί. Όμως, είναι αυτονόητο ότι κανένα κάλεσμα στη λογική του ενιαίου μετώπου δεν μπορεί να απευθυνθεί στις ηγεσίες του ΣΥΡΙΖΑ, εναντίον των μέτρων που οι ίδιες άλλωστε θεσπίζουν και εφαρμόζουν. Οι προσπάθειες προσεταιρισμού μερίδων του οργανωμένου ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν, δεδομένων των συσχετισμών και της διαλυμένης οργανωτικής βάσης, περισσότερο καιροσκοπισμός παρά κάποιο συνεκτικό σχέδιο από την πλευρά της αντικαπιταλιστικής αριστεράς.

7. Μια τέτοια κυβέρνηση δεν ήταν ποτέ ούτε στόχος μας, ούτε αντικείμενο κριτικής στήριξης. Ορθά λέγαμε ότι δεν είναι κάποιου είδους πολιτικός συγγενής, αλλά απλώς ένας λιγότερο σκληρός αντίπαλος από την κυβέρνηση Σαμαρά. Έτσι, και η σταθερότητά της δεν μπορεί να είναι όριο στους αγώνες μας. Αντίθετα, ξέρουμε ότι το ενδεχόμενο μπλοκάρισμα των βασικών της στόχων (ασφαλιστικό, φορολογικό, εργασιακό) θα σημαίνει κατάρρευση της κυβέρνησης. Επομένως μαχόμαστε όχι μόνο ενάντια στην πολιτική, αλλά και στην κυβέρνηση. Δεν πρόκειται απλώς για μια τεχνητή υιοθέτηση του συνθήματος “κάτω η κυβέρνηση”, αυτό θα μπει στο στόμα μας όταν μπει στο στόμα του εργατικού κινήματος. Πρόκειται για την ετοιμότητά μας να το δεχτούμε, απαλλαγμένοι και απαλλαγμένες από τη λογική του μικρότερου κακού, και προτάσσοντας ταυτόχρονα το δικό μας ριζικά διαφορετικό πρόταγμα.

8. Αυτό δεν σημαίνει πως παραγνωρίζουμε ότι μετά το Γενάρη του 2015 οι συνθήκες για το κίνημα έγιναν από μια άποψη πιο ευνοϊκές, και παραμένουν τέτοιες ακόμα και σήμερα, παρά το τρίτο μνημόνιο, γιατί η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ είναι πιο ευάλωτη στην πίεση των αγώνων. Προφανώς μια κυβέρνηση Μητσοτάκη θα είναι χειρότερη. Όμως αυτό δεν είναι το μόνο κριτήριο. Η δύναμη του κινήματος να ρίχνει κυβερνήσεις δίνει αυτοπεποίθηση στους εργαζόμενους και προκαλεί φόβο στην αστική τάξη. Όταν έπεσε η κυβέρνηση Παπανδρέου, αυτό θεωρήθηκε νίκη του κινήματος, και ας ήρθαν χειρότερες κυβερνήσεις αμέσως μετά. Σε κάθε περίπτωση, έχει τεράστια σημασία το αν η κυβέρνηση θα πέσει από τις πιέσεις της δεξιάς, των παραδοσιακών αστικών κομμάτων και εκείνων των κεφαλαιοκρατικών λόμπυ που δεν μπόρεσαν να συμφωνήσουν με το ΣΥΡΙΖΑ ή αν θα ανατραπεί από τους ταξικούς αγώνες. Το αν θα έρθουν καλύτεροι ή χειρότεροι συσχετισμοί, καλύτερες ή χειρότερες μέρες εξαρτάται από την αντιπρόταση που θα είναι σε θέση να παρουσιάσει η αντικαπιταλιστική αριστερά, από τη μαζικότητα και τη δύναμή της.

Ένας απαραίτητος απολογισμός
1. Οι μαζικοί και μαχητικοί αγώνες των πρώτων χρόνων της κρίσης δεν κατάφεραν να αποτρέψουν τα μέτρα της λιτότητας και του αυταρχισμού. Το εργατικό κίνημα είναι πάντα παρόν, όμως χρειάστηκαν 4 χρόνια για να υπάρξει γενική απεργία ανάλογη αυτών της περιόδου 2010-2012. Για να ξεπεραστούν τα προηγούμενα όρια σε μια νέα περίοδο αγώνων χρειάζεται να γίνουν κατανοητές όχι μόνο οι μέχρι τώρα ανεπάρκειες του εργατικού κινήματος, αλλά και οι πολιτικές ευθύνες των ηγεσιών, συνδικαλιστικών και πολιτικών. Από έναν τέτοιο απολογισμό δεν μπορούν να εξαιρεθούν και τα λάθη της αριστεράς που λέγεται αντικαπιταλιστική, ριζοσπαστική κλπ.

2. Η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ συνδεόταν με τα κινήματα ενάντια στη λιτότητα, όμως η εκτόξευσή του συνέβη μάλλον στη φάση της υποχώρησής τους παρά στη φάση της μέγιστης ακμής τους. Η υπόσχεση μιας κοινοβουλευτικής απαλλαγής από τα μνημόνια, δια της ψήφου σε μια αριστερή κυβέρνηση, έπαιξε ρόλο στη σχετική παθητικότητα και αναμονή που επικράτησε στην εργατική τάξη μετά το 2012. Σε αυτό το περιβάλλον, η μετάβαση στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, μια θεωρητικά μεγάλη πολιτική αλλαγή, συνέβη σχετικά ομαλά. Η κριτική στον “κινηματισμό” στο όνομα ρεαλιστικών λύσεων, ακόμα και από τμήματα της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, ήταν τραγικό λάθος. Σήμερα, αυτό που απαιτείται πρώτα από όλα είναι να ξαναδοθεί η προτεραιότητα στο δρόμο.

3. Εξίσου τραγικό λάθος υπήρξε ο συμβιβασμός ή η έμπρακτη υποστήριξη στη διαδικασία με την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκε επικεφαλής ενός ολόκληρου κοινωνικού ρεύματος, του λεγόμενου “αντιμνημονιακού”. Αυτό με διάφορους τρόπους και σε διάφορους βαθμούς:

α. Συμμετοχή ή υποστήριξη, με την αυταπάτη της αλλαγής της κατάστασης υπέρ των εργαζομένων μέσω μιας αριστερής διακυβέρνησης. Στην καλή περίπτωση, μια τέτοια στάση οδήγησε στην απογοήτευση και την αποστράτευση, στη χειρότερη στην πλήρη ενσωμάτωση πρώην αγωνιστών και αγωνιστριών στις πρακτικές απαιτήσεις της “αριστερής διαχείρισης” του μνημονίου.

β. “Κριτική” υποστήριξη, με το αφήγημα πως μια αριστερή κυβέρνηση, ανεξαρτήτως προθέσεων, θα επέφερε μια αντικειμενική ρωγμή στο σύστημα. Υποτίθεται πως μόνο και μόνο για να ικανοποιήσει κάποιες στοιχειώδεις δεσμεύσεις, μια κυβέρνηση της αριστεράς θα ερχόταν νομοτελειακά σε σύγκρουση με την αστική τάξη, και τότε είτε θα υποχρεωνόταν να έρθει σε ρήξη μαζί της ανοίγοντας το δρόμο για μεγαλύτερες ανατροπές, είτε θα υποχωρούσε στις απαιτήσεις της αποδεσμεύοντας μαζικά κόσμο προς τα αριστερά. Δεν συνέβη τίποτα από τα δύο όμως. Παρότι η ρήξη σε καμία περίπτωση δεν ήρθε, και παρά τη διάσπαση του κόμματος, η βάση ψήφισε και πάλι ΣΥΡΙΖΑ το Σεπτέμβρη, με ένα αίσθημα αμηχανίας (φυσικά αργά ή γρήγορα αυτός ο κόσμος πράγματι θα αποδεσμευτεί, και το επίδικο είναι σε ποια κατεύθυνση). Ακόμα και αν συνέβαινε, όμως, μια αντικειμενική όξυνση της κατάστασης, θα ήταν πρακτικά άχρηστη χωρίς ένα ανεξάρτητο συνειδητά ταξικό κόμμα ή μέτωπο, προοπτική που υποθηκεύτηκε από τον ακολουθητισμό προς το ΣΥΡΙΖΑ.

γ. Εγκλωβισμός στην ατζέντα της αριστερής κυβέρνησης, της παραγωγικής ανασυγκρότησης κλπ, δηλαδή στη λογική των ρεαλιστικών αριστερότερων αντιπροτάσεων στην πειστική, εκείνη την εποχή, πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ. Όσο ρεαλιστικές και τεκμηριωμένες και αν ήταν οι αντιπροτάσεις στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, όμως, παρέμεναν στην πράξη ελάχιστα αξιόπιστες, γιατί μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ είχε τη δυνατότητα να φτάσει πράγματι στην κυβέρνηση. Το μόνο που κατάφεραν τα σχέδια επί χάρτου για μια πιο αριστερή κυβέρνηση ή για μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ που για κάποιο ανεξήγητο λόγο θα είχε υιοθετήσει το μεταβατικό πρόγραμμα ήταν να τραβήξουν τμήματα της αντικαπιταλιστικής αριστεράς σε μια ρεφορμιστική προβληματική.

4. Από μια μερίδα της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, θεωρήθηκε ρεαλιστικό να αντιπροτείνονται κυβερνήσεις με παναριστερή σύνθεση (ΣΥΡΙΖΑ-ΚΚΕ-ΑΝΤΑΡΣΥΑ), αλλά με επαναστατικό σοσιαλιστικό πρόγραμμα. Φυσικά, ήταν πασιφανές ότι καθόλου ρεαλιστικό δεν ήταν κάτι τέτοιο. Πρώτον, τα δύο κοινοβουλευτικά κόμματα, δηλαδή η συντριπτική πλειοψηφία αυτού του υποθετικού μετώπου, ποτέ δεν θα υιοθετούσαν ένα τέτοιο πρόγραμμα. Επομένως δεν υπήρχε δρόμος στις εκλογές για μια τέτοια κυβέρνηση. Δεύτερον, ελάχιστο νόημα έχει ένα τέτοιο πρόγραμμα αν δεν υιοθετείται πρώτα και κύρια από τα όργανα των ίδιων των εργαζομένων.

5. Οι τοποθετήσεις αυτές κατέδειξαν δύο πολύ βαθιά προβλήματα της πέραν του ρεφορμισμού αριστεράς. Πρώτον, συμφιλιωτισμό με το ρεφορμισμό, που θεωρείται περισσότερο ως μεγάλος και μαλθακός συγγενής, παρά ως στρατηγικός εχθρός, ακόμα και αν στο δρόμο μπορεί να είναι τακτικός σύμμαχος. Δεύτερον, αφαίρεση της αναμέτρησης με το κράτος από την επαναστατική στρατηγική και επιστροφή στην πολύ παλιά λογικής της “αλλαγής φρουράς”, της κατάληψης του κράτους από τα μέσα ή μιας μικτής στρατηγικής, που στην πράξη όμως έριχνε το βάρος στον κοινοβουλευτισμό. Όμως, αν αφαιρέσεις τη σύγκρουση με το αστικό κράτος, τότε δεν μένει τίποτα από την επαναστατική στρατηγική.

6. Σε ορισμένες φάσεις δεν μπορούσαμε να αποφύγουμε συνθήματα που αφορούν την κυβέρνηση. Το θέμα της εξουσίας τέθηκε πράγματι, και δεν υπάρχει εξουσία χωρίς κυβέρνηση. Ως ΟΚΔΕ-Σπάρτακος χρησιμοποιήσαμε το σύνθημα για μια κυβέρνηση των εργαζομένων υπόλογη στις δομές της εργατικής αυτοοργάνωσης (που υπήρχαν εν σπέρματι με τη μορφή των λαϊκών συνελεύσεων και των καταλήψεων δημοσίων κτιρίων) και βασισμένη σε ένα μεταβατικό πρόγραμμα. Θα επρόκειτο για μια επαναστατική εργατική κυβέρνηση, και όχι για μια κυβέρνηση διαχείρισης εντός του καπιταλιστικού πλαισίου. Το βάρος έπρεπε να πέσει στην αυτοοργάνωση, που θα μπορούσε να δημιουργήσει καταστάσεις δυαδικής εξουσίας, και όχι στις κοινοβουλευτικές κυβερνητικές φόρμουλες.

Οι προοπτικές του εργατικού κινήματος σήμερα
1. Τους τελευταίους μήνες εμφανίστηκαν οι δυνατότητες να ξεπεραστεί η εκλογική παράλυση και η αμηχανία από την εισαγωγή του τρίτου, “αριστερού” μνημονίου. Η απεργία στις 4 Φεβρουαρίου έδειξε μια μεγάλη δυναμική. Οι κινητοποιήσεις των αγροτών και των “επαγγελματιών”, παρότι διαταξικές και με αντιδραστικά στοιχεία στο εσωτερικό τους, ηγεμονεύτηκαν σε εκείνη τη φάση από το εργατικό κίνημα. Η δυναμική αυτή υποθηκεύτηκε από τις γραφειοκρατίες της ΓΣΕΕ, της ΑΔΕΔΥ, αλλά και του ΚΚΕ, και το μομέντουμ χάθηκε. Η πολιτική των γραφειοκρατιών, που ανέστειλαν κάθε κινητοποίηση μέχρι να φτάσουν τα νέα μέτρα στη Βουλή, παραλύοντας έτσι το εργατικό κίνημα, είχε συνέπειες. Η ψήφιση του νέου ασφαλιστικού και του “προληπτικού μνημονίου” το Μάιο έγινε με αρκετή ευκολία. Παρόλα αυτά, η απεργία είναι μια παρακαταθήκη εξαιρετικής σημασίας. Νέοι κλαδικοί αγώνες αναπτύσσονται, και το μεγάλο στοίχημα πλέον είναι η απόκρουση του νέου εργασιακού νόμου το φθινόπωρο, με τον οποίο τα δικαιώματα και οι συνδικαλιστικές ελευθερίες των εργαζομένων θα γίνει προσπάθεια να περικοπούν δραστικά. Για το σκοπό αυτό, δεν υπάρχει κανένα υποκατάστατο στη μαζική δράση των ίδιων των εργαζομένων. Η κατάρρευση των εκλογικών προσδοκιών έχει δύο όψεις: εκτός από απογοήτευση, επιφέρει επίσης μια απελευθέρωση μερίδων του κινήματος από τα δεσμά του κοινοβουλευτισμού. Για την αξιοποίηση των κινηματικών δυνατοτήτων της περιόδου είναι κρίσιμη η ενίσχυση ενός συνειδητού αντικαπιταλιστικού πόλου, απαλλαγμένου από τα λάθη των προηγούμενων χρόνων.

2. Για να αλλάξουν οι συσχετισμοί στο εργατικό κίνημα, πρέπει να είναι κατανοητό από τους συντρόφους και τις συντρόφισσες ότι η κυριαρχία των ρεφορμιστικών κομμάτων και των γραφειοκρατικών ηγεσιών υποχρεώνει το ίδιο το εργατικό κίνημα σε μια αστική πολιτική. Ο όποιος υποτιθέμενος τελικός στόχος αναβάλλεται για το απροσδιόριστο μέλλον και η μόνη επιδίωξη σήμερα είναι η εύρυθμη λειτουργία του καπιταλισμού. Έτσι, η διάκριση γραφειοκρατικού, κυβερνητικού και εργοδοτικού συνδικαλισμού είναι σχετική, καθώς η γραφειοκρατία παίζει το ρόλο του πράκτορα των εργοδοτών και των κυβερνήσεων στο εργατικό κίνημα. Σε έναν τέτοιο συνδικαλισμό κατατείνει και η ρεφορμιστική πολιτική.

Επιδιώκουμε, λοιπόν, αγωνιστικές κινητοποιήσεις με σχέδιο και διάρκεια, που να βασίζονται στη δύναμη και την απόφαση των ίδιων των εργαζομένων, μέσα από συνελεύσεις και εκλογή απεργιακών επιτροπών, που να λογοδοτούν στους ίδιους τους εργαζόμενους. Αγωνιζόμαστε για την οργανωτική και πολιτική αυτοτέλεια του συνδικαλιστικού κινήματος, ενάντια σε λογικές ''κοινωνικών συμβολαίων'' που μόνο την κερδοφορία του κεφαλαίου διασφαλίζουν. Η ήττα της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας και η ριζική αλλαγή των συσχετισμών στο εσωτερικό του εργατικού κινήματος είναι πρώτιστης σημασίας. Η οπορτουνιστική λογική του προσεταιρισμού γραφειοκρατικών μερίδων για τον ένα ή τον άλλο σκοπό δεν έχει τίποτα να προσφέρει.

3. Το να ηττηθεί και να ξεπεραστεί η γραφειοκρατική ηγεσία, όμως, δεν είναι βασικά οργανωτικός στόχος, αλλά πολιτικός. Είναι γεγονός ότι η ΓΣΕΕ ξεπέρασε κάθε όριο όταν συντάχθηκε με το ΝΑΙ στο δημοψήφισμα. Παραμένει, όμως, επίσης γεγονός ότι καμία από τις πολυάριθμες γενικές απεργίες των τελευταίων χρόνων δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς να την έχει καλέσει η ΓΣΕΕ. Μπορεί το να καλέσουν οι συνομοσπονδίες μια απεργία, στάση ή διαδήλωση να μην είναι σε καμία περίπτωση ικανή συνθήκη για την επιτυχία της, παρόλα αυτά έχει αποδειχτεί αναγκαία. Στις καλύτερες μέρες του, ο Συντονισμός των Πρωτοβάθμιων Σωματείων μπόρεσε να επιβάλει μεγάλες κινητοποιήσεις (απεργία στις 10 Δεκέμβρη 2008), όταν η ΓΣΕΕ και η ΑΔΕΔΥ έκαναν πίσω. Ωστόσο, ήταν και είναι αδύνατο να καλέσει μόνος του γενική απεργία.

Η μάζα των εργαζομένων δεν έχει ξεπεράσει τις συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες, και αυτό δεν μπορεί να συμβεί με μια τεχνητή απόφαση διαχωρισμού, ούτε με τη διάσπαση των ομοσπονδιών. Μπορεί να συμβεί μόνο μέσα από την αύξηση της ταξικής μαχητικότητας, σε περιόδους κινηματικής έξαρσης και όχι ομαλότητας. Η λογική της αυτο-απομόνωσης των συνειδητά ταξικών δυνάμεων, με τη οποία συχνά ταυτίζεται το σχέδιο του “ανεξάρτητου κέντρου αγώνα, υπάρχει κίνδυνος να οδηγήσει όχι απλώς σε ένα “μικρό ΠΑΜΕ” (δεν υπάρχουν καν δυνάμεις για κάτι τέτοιο), αλλά στην καρικατούρα της αναρχικής “εργατικής ομοσπονδίας βάσης”.

Στο οργανωμένο εργατικό κίνημα, επιδιώκουμε τη διαμόρφωση ενός διακριτού αντικαπιταλιστικού ρεύματος, μέσα από τη λειτουργία αντικαπιταλιστικών σχημάτων. Αυτό το ρεύμα δεν θα επιβάλει τη διακριτότητά του με ξεχωριστές διαδηλώσεις, μακριά από τη μάζα των σωματείων, αλλά με την έμπρακτη αντιπαράθεσή του στις συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες μπροστά στα μάτια όλων των εργαζομένων. Διακριτά μπλοκ, διακριτές προσυγκεντρώσεις όποτε χρειάζεται, όχι όμως διάσπαση των εργατικών κινητοποιήσεων.

4. Τα έργα και οι ημέρες της συνδικαλιστικής αριστοκρατίας και γραφειοκρατίας έχουν συντελέσει στην απομαζικοποίηση των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Καθήκον μας, λοιπόν, είναι να επιδιώξουμε την ενότητα των εργαζομένων αλλά και των ανέργων, να συσπειρώσουμε το τεράστιο τμήμα των ασυνδικάλιστων εργαζόμενων, τα νέα τμήματα των ελαστικών εργασιακών σχέσεων. Ο πρόσφατος αγώνας των 5μήνων και η πολύ ενδιαφέρουσα εμπειρία της συνάντησης της αυτοοργάνωσης των ελαστικά εργαζομένων με τα εργατικά σωματεία των δήμων είναι ένα πολύ σημαντικό παράδειγμα. Ο μακροχρόνιος αγώνας για την υπεράσπιση της κυριακάτικης αργίας αποτελεί επίσης μια πολύ σημαντική αγωνιστική εμπειρία, έξω από το πλαίσιο του κυρίαρχου συνδικαλισμού.

5. Ο από τα κάτω συντονισμός των πιο πρωτοπόρων σωματείων αποτελεί σημαντικό εργαλείο για την αλλαγή των συσχετισμών στο εργατικό κίνημα, είτε με τη μορφή μόνιμων δικτυώσεων (Συντονισμός Πρωτοβάθμιων Σωματείων), είτε με τη μορφή συμμαχιών πάνω σε συγκεκριμένα θέματα (Συντονισμός Σωματείων, Φοιτητικών Συλλόγων και Συλλογικοτήτων για το Προσφυγικό, Συντονισμός για την Κυριακάτικη Αργία κ.ά.). Η διάσπαση δυνάμεων (πχ με το Συντονισμό Ενάντια στα Μνημόνια, γύρω από το ΣΕΚ) πρέπει να ξεπεραστεί. Τα προβλήματα των υφιστάμενων δικτυώσεων (μικρές δυνάμεις, άτυπος έλεγχος από συγκεκριμένες δυνάμεις) δεν μπορούν να παραβλεφθούν, αλλά δεν αναιρούν τη σημασία των προσπαθειών.

6. Ταυτόχρονα, τα μικρά αλλά υπαρκτά παραδείγματα εργατικής αυτοδιαχείρισης έρχονται να προστεθούν στις εμπειρίες της αυτοοργάνωσης που προσέφεραν οι αγώνες των τελευταίων χρόνων. Η ΒΙΟΜΕ και ο Ρομπέν του Ξύλου σίγουρα θα αντιμετωπίσουν μεγάλες δυσκολίες επιβίωσης. Αποτελούν όμως σημαντική έμπνευση, ως έμπρακτη απάντηση των εργαζομένων στις μαζικές απολύσεις όπου επιχειρήσεις κλείνουν. Είναι σαφές ότι εργατική αυτοδιαχείριση κάτω από την εξουσία των καπιταλιστών και τους νόμους του κεφαλαιοκρατικού συστήματος δεν μπορεί να υπάρξει μακροπρόθεσμα. Οι απομονωμένες νησίδες είναι καταδικασμένες είτε να ενσωματωθούν είτε να διαλυθούν, αν τα εγχειρήματα της εργατικής αυτοδιαχείρισης δεν γίνουν πολιτική υπόθεση όλης της εργατικής τάξης και δεν συνδεθούν με το συνολικό της αγώνα για χειραφέτηση και εργατική εξουσία. Στο πλαίσιο ενός τέτοιου αγώνα, όμως, μπορούν να αναδείξουν ότι το ατομικό δικαίωμα στην ιδιοκτησία είναι κατώτερο από το συλλογικό δικαίωμα στην εργασία, και ότι οι εργάτες πράγματι μπορούν χωρίς αφεντικά. Η αυτοδιαχείριση δεν είναι αντιθετική με τον εργατικό έλεγχο, ο οποίος είναι νοητός μόνο εκεί όπου επιχειρήσεις εξακολουθούν να δουλεύουν.

7. Στη μάχη ενάντια στα νέα μνημονιακά μέτρα απαιτείται η μέγιστη δυνατή συστράτευση δυνάμεων στη δράση, συμπεριλαμβανομένων των οργανωμένων πολιτικών χώρων από τη ΛαΕ και το ΚΚΕ έως την άκρα αριστερά, την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και τις αναρχικές συλλογικότητες που αντιλαμβάνονται τη σημασία των εργατικών κινητοποιήσεων. Για το σκοπό αυτό χρειάζονται συμφωνίες κοινής δράσης, στα πλαίσια της οποίας κάθε χώρος διατηρεί την πολιτική του αυτοτέλεια, χωρίς να συγχέεται ο κοινός βηματισμός στο δρόμο με την πολιτική ή εκλογική συγχώνευση.

Ένα ανανεωμένο πολιτικό σχέδιο

1. Σήμερα υπάρχει χώρος για ένα φρέσκο σχέδιο τόσο για το κίνημα, όσο και για την αντικαπιταλιστική αριστερά και την ΟΚΔΕ-Σπάρτακος. Οι κοινωνικές δυνάμεις που έφεραν στην κυβέρνηση το ΣΥΡΙΖΑ δεν θα σέρνονται για πολύ πίσω του. Υπάρχουν οι δυνατότητες να στραφούν αριστερά και να συναντηθούν με ένα ρεύμα νέων αγωνιστών και αγωνιστριών. Η πολιτική εμπειρία που έχουν συσσωρεύσει οι εργαζόμενοι και εργαζόμενες, οι καταπιεσμένοι και καταπιεσμένες μετά από μια δεκαετία μεγάλων αγώνων μπορεί να αντισταθμίσει τις ανεπάρκειες και τις απογοητεύσεις. Η αντικαπιταλιστική αριστερά πρέπει να κλείσει έναν κύκλο και να ανοίξει έναν νέο.

2. Η διαδικασία της αντικαπιταλιστικής ανασύνθεσης, όπως την ξέραμε, έκλεισε έναν ιστορικό κύκλο. Η συνάντηση ποικίλων ρευμάτων σε ένα κοινό μέτωπο ανεξάρτητο από το ρεφορμισμό ήταν η κατάληξη επίμονων προσπαθειών για πάνω από μια δεκαετία, στις οποίες η ΟΚΔΕ-Σπάρτακος υπήρξε αφοσιωμένη, παίζοντας σημαντικό ρόλο. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αποτελεί σημαντική κατάκτηση, ως μια διαφορετική πρόταση ενωτικής συγκρότησης απέναντι στη λογική της παναριστεράς και στοίχισης πίσω από το ρεφορμισμό (ΣΥΡΙΖΑ και μετέπειτα ΛαΕ). Μετά το ξέσπασμα της κρίσης, ωστόσο, αναδείχτηκαν σημαντικές στρατηγικές διαιρέσεις στο πλαίσιο του χώρου που ονομάστηκε αντικαπιταλιστικός. Ο λαϊκομετωπισμός διέσχισε όλους τους χώρους της αριστεράς, ενεργοποίησε παλιές διαφορές και δημιούργησε νέες. Η πλειοψηφία της αριστεράς του ΣΥΡΙΖΑ μάλλον θρυμματίστηκε σε διάφορα σχέδια (ή μη-σχέδια) παρά συντάχθηκε σε μια οργανωμένη αριστερή διάσπαση. Σήμερα, ο στόχος της ενότητας όλης της πέραν του ΣΥΡΙΖΑ (ή και πέραν του Αριστερού Ρεύματος) αριστεράς δεν τίθεται με τον ίδιο τρόπο.

3. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, παρά την αντοχή και την αναπαραγωγή της σε δύσκολες συνθήκες, δεν μπόρεσε προς το παρόν να αναδειχτεί σε πόλο συσπείρωσης της κοινωνικής βάσης που εγκαταλείπει το ΣΥΡΙΖΑ. Παρά τα επιχειρήματα της πάλαι ποτέ αριστεράς του ΣΥΡΙΖΑ, όμως, αυτό δεν συνέβη εξαιτίας κάποιου σεκταρισμού προς τον κόσμο του ΣΥΡΙΖΑ (παρά τις σεκταριστικές παραδόσεις στο δρόμο, τις οποίες πράγματι κουβαλούν μεγάλες μερίδες της ΑΝΤΑΡΣΥΑ), αλλά κυρίως επειδή δεν ήταν αρκετά διαφορετική από το ΣΥΡΙΖΑ, ως προς το πρόγραμμα και τη φυσιογνωμία. Στην περίοδο που έρχεται, ωστόσο, ο χώρος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, με το τεκμήριο της ασυμβίβαστης αγωνιστικότητας και αντισυστημικότητας που έχει κατακτήσει, μπορεί να παίξει ανανεωμένο και μαζικότερο ρόλο, εάν αλλάξει τις ρουτίνες και την ατζέντα της, εάν εμπνεύσει μέσα από τη δράση του στο κίνημα και όχι από το μάταιο κυνήγι λύσεων επί χάρτου για την “ελληνική οικονομία” ή την παραγωγική ανασυγκρότηση.

4. Για το λόγο αυτό, παράλληλα με την αλλαγή των συσχετισμών εναντίον του ρεφορμισμού και υπέρ της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, χρειάζεται να αλλάξουν και οι συσχετισμοί εντός του ίδιου του αντικαπιταλιστικού χώρου. Σήμερα χρειάζεται να ενισχυθεί αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί αριστερά της αντικαπιταλιστικής ανασύνθεσης, στην οποία θεωρούμε ότι ανήκει και η ΟΚΔΕ-Σπάρτακος. Το ρεύμα αυτό, αν και μειοψηφικό, μπορεί να προσελκύσει αγωνιστές και αγωνίστριες που κινούνται σε οργανωμένες διασπάσεις από παλιότερα σχέδια, αλλά κυρίως από αγωνιστές και αγωνίστριες που διαρρέουν εν πολλοίς ατομικά από τα κόμματα της κοινοβουλευτικής αριστεράς ή από νέα ρεφορμιστικά σχέδια.

5. Αυτό δεν σημαίνει μια αναδίπλωση στον εαυτό, ούτε ότι μας αφήνουν αδιάφορες οι διασπάσεις του ΣΥΡΙΖΑ και οι αναζητήσεις τους. Σημαίνει όμως ότι το βάρος πρέπει να σταματήσει να πέφτει στις διαπραγματεύσεις με τις διάφορες γραφειοκρατίες που διαφοροποιούνται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στον ένα ή τον άλλο βαθμό, από το ΣΥΡΙΖΑ ή το ΚΚΕ. Οι γραφειοκρατίες χάνουν σε μεγάλο βαθμό τους δεσμούς τους με τη μάζα. Η επιρροή τους δεν έχει εξαλειφθεί, βέβαια, επομένως συνεννοήσεις με διάφορες ηγεσίες εξακολουθούν να είναι αναγκαίες στη δράση και για συγκεκριμένους στόχους. Όμως χρειάζεται και, ταυτόχρονα, είναι εφικτή σήμερα η πλήρης ανεξαρτησία σε πολιτικό επίπεδο. Οι προσπάθεια για προγραμματική και πολιτική συμπόρευση αρχικά με τη ΜΑΡΣ και στη συνέχεια με τη ΛαΕ είχαν ήδη μεγάλο κόστος στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ρευστοποιώντας την πολιτική της φυσιογνωμία και εντείνοντας τις φυγόκεντρες τάσεις. Την ίδια στιγμή, δεν άλλαξαν τους συσχετισμούς υπέρ της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, όπως προφήτευαν οι υποστηρικτές της “συμπόρευσης”, ούτε βοήθησαν στην πράξη το εργατικό κίνημα με οποιοδήποτε τρόπο. Οι εκλογικές συνεργασίες με την αντι-ευρώ εκδοχή του ρεφορμισμού και η διαρκής συζήτηση γύρω από αυτές υποσκάπτουν την πολιτική αυτονομία της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, παρέχοντας σε αντάλλαγμα ανύπαρκτα οφέλη.

6. Αρνούμενη την ενσωμάτωση ή την πολιτική/εκλογική συνεργασία με τη ΛαΕ (έστω και αν αυτό δεν έγινε ακριβώς συνειδητά), η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν έμεινε έξω από κάποιο κοινωνικό ρεύμα. Αντιθέτως, η ΛαΕ κατέπνιξε τη δυνατότητα των κοινών κινηματικών επιτροπών για το “ΟΧΙ μέχρι τέλους”, επιδιώκοντας ανεπιτυχώς να μονοπωλήσει το ΟΧΙ στην κάλπη των εκλογών του Σεπτέμβρη.

7. Η ΛαΕ δεν ενσωμάτωσε οργανικά όλες τις διασπάσεις του ΣΥΡΙΖΑ. Η ΑΡΚ είναι συνεργαζόμενη, διατηρώντας ένα καθεστώς ημιαυτονομίας. Άλλες διασπάσεις (Δικτύωση, ΟΝΡΑ) κρατούν αποστάσεις, χωρίς να έχουν να αντιπροτείνουν ένα καθαρό σχέδιο. Η κριτική τους στον πατριωτισμό της ΛαΕ και οι αναφορές στον αντικαπιταλισμό συνδυάζονται συχνά με μια πιο υποτονική αντιπαράθεση προς το ΣΥΡΙΖΑ, καθώς και με την παλιά τους εχθρότητα προς το Αριστερό Ρεύμα από τους κόλπους της προεδρικής πλειοψηφίας. Αν η ΛαΕ επιστρέφει στην παλιά ρεφορμιστική συνταγή του “δημοκρατικού πατριωτικού μετώπου”, άλλες διασπάσεις αναδιπλώνονται στον “αναστοχασμό” και στη ρητορική μιας κινηματικής παναριστεράς, που θυμίζει την αντινεοφιλελεύθερη (και όχι αντικαπιταλιστική) πτέρυγα του κινήματος της αντι-παγκοσμιοποίησης. Από την άλλη πλευρά, προσωπικότητες όπως η Ζωή Κωνσταντοπούλου (Πλεύση Ελευθερίας), ο Βαρουφάκης, ο Λαπαβίτσας προετοιμάζουν τους δικούς τους δρόμους. Είναι βέβαιο ότι κάποια από αυτά τα σχήματα είναι θνησιγενή. Ένα πολύ μεγάλο τμήμα πρώην μελών του ΣΥΡΙΖΑ δεν ακολουθεί τις διασπάσεις και απλώς αποστρατεύεται. Σε κάθε περίπτωση, είναι απλοϊκό το σχήμα: υγιείς διασπάσεις που μείναν έξω από τη ΛαΕ - ημιτελείς διασπάσεις που πήγαν στη ΛαΕ.

8. Από την άλλη πλευρά, το ρεύμα της διαφοροποίησης από το ΚΚΕ, από το οποίο έχουν προκύψει και κάποιες συλλογικότητες με τη μορφή είτε συνδέσμων (Εργατικός Αγώνας), είτε ομίλων θεωρίας (Κορδάτος), είτε μικρών πρωτο-οργανώσεων (Ένωση των Δικαίων), κινείται βασικά στην υπεράσπιση του 15ου Συνεδρίου του κόμματος. Θεμέλιό τους είναι το ΑΑΔΜ (Αντιμονοπωλιακό Αντιιμπεριαλιστικό Δημοκρατικό Μέτωπο) και το σχήμα της εξάρτησης του ελληνικού καπιταλισμού. Παρότι είναι πιο συνεργάσιμες στο κίνημα, και αυτό έχει σημασία, οι ομάδες αυτές κινούνται προγραμματικά στα δεξιά του ΚΚΕ.

9. Αυτή τη στιγμή, επομένως, δεν υπάρχει κάποιος προνομιακός χώρος με τον οποίον θα πρέπει να συνεργαστεί η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και η ΟΚΔΕ-Σπάρτακος, πέραν ορισμένων επαναστατικών οργανώσεων που έχουν μείνει εκτός του αντικαπιταλιστικού μετώπου (ΕΕΚ). Χωρίς να κόβουμε τις γέφυρες του διαλόγου, η ενίσχυση του αντικαπιταλιστικού και επαναστατικού σχεδίου περνά κατά βάση από άλλες οδούς:

α. Από τα κάτω οργάνωση των εργατικών αγώνων. Η αντικαπιταλιστική αριστερά πρέπει να σηκώνει ό,τι αφήνει η γραφειοκρατία, όπως έχει αποδείξει πως μπορεί να κάνει (αγώνας για το ΟΧΙ, απεργίες).

β. Ανεξάρτητη οργάνωση αγώνων (5μηνα, προσφυγικό, καταλήψεις), όταν ο ρεφορμισμός και η συνδικαλιστική γραφειοκρατία δεν έχουν καμία διάθεση να παίξουν κάποιο ρόλο. Στη σημερινή ρευστή κατάσταση, υπάρχει πολύς χώρος για πρωτοβουλίες, με τακτική ευελιξία.

γ. Οργανική εμπλοκή σε κάθε εμπειρία αυτο-οργάνωσης, όπως λαϊκές συνελεύσεις, εγχειρήματα αυτοδιαχείρισης, απεργιακές επιτροπές και συντονισμοί αγώνα, εργατικές λέσχες, αντιφασιστικές επιτροπές.

10. Τα παραπάνω καθήκοντα προϋποθέτουν και μια αντίστοιχη μεθοδολογία στη δράση μιας οργάνωσης όπως η ΟΚΔΕ-Σπάρτακος, με βασικούς άξονες:

α. Συνεισφορά στην από τα κάτω οικοδόμηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ

β. Προτάσεις και πρωτοβουλίες που μπορούν να κινητοποιήσουν την ΑΝΤΑΡΣΥΑ ή τμήματά της για συγκεκριμένους σκοπούς

γ. Ενίσχυση μια διακριτής, συνειδητά αντικαπιταλιστικής και επαναστατικής πτέρυγας εντός της ΑΝΤΑΡΣΥΑ

δ. Αυτόνομες πρωτοβουλίες, σε συνεργασία και με δυνάμεις εκτός ΑΝΤΑΡΣΥΑ, όταν είναι απαραίτητο

Ορισμένες εμπειρίες μπορούν να λειτουργήσουν ως οδηγός σε μια τέτοια λογική. Η οργάνωση της συμμετοχής και της περιφρούρησης σε αντιφασιστικές κινητοποιήσεις, σε συνεργασία με δυνάμεις εντός και εκτός της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, η δράση της LGBTQ και της γυναικείας ομάδας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, η πρωταγωνιστική συμμετοχή συντρόφων και συντροφισσών μας στον αγώνα των 5μήνων είναι κάποιες από αυτές. Το καλοκαίρι, ο συνδυασμός της οργανικής συμμετοχής στις κινητοποιήσεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για το ΟΧΙ, των διεργασιών που οδήγησαν στη συγκρότηση της Πρωτοβουλίας για μια ΑΝΤΑΡΣΥΑ Αντικαπιταλιστική και Επαναστατική, μιας αρκετά επιτυχημένης και μαζικής καμπάνιας της οργάνωσης για την υπεράσπιση των δικαζόμενων συντρόφων της 15ης Ιούλη και της συνδιοργάνωσης των κινητοποιήσεων εναντίον των συγκεντρώσεων του ΝΑΙ, με άλλες δυνάμεις, παρά την απροθυμία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ να εμπλακεί σε αυτές, ήταν ένα ικανοποιητικό μείγμα που μπορεί να εμπνεύσει την οργάνωση και στο μέλλον.

11. Αντί για τη διαρκή φαντασίωση του άλματος στη Βουλή, χρειάζεται η αντικαπιταλιστική αριστερά να υιοθετήσει ένα θαρραλέο εξωκοινοβουλευτικό σχέδιο.

12. Αυτή η λογική δεν σημαίνει σεκταρισμό, αντίθετα προϋποθέτει μια ενεργητική εμπλοκή σε όλα τα κινήματα, χωρίς προαπαιτούμενα συσχετισμών και προσελκύοντας όλους όσους και όλες όσες θέλουν να αγωνιστούν. Το ενιαίο μέτωπο στη δράση δεν αναιρείται καθόλου από την αναγκαία πολιτική και οργανωτική αυτοτέλεια της αντικαπιταλιστικής και επαναστατικής αριστεράς.

Η συζήτηση για το κόμμα

1. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι εξελίξεις στον κύκλο που άνοιξε η κρίση στην ταξική πάλη καθορίστηκαν από την έλλειψη ενός κόμματος στρατευμένου στην επαναστατική υπόθεση και τον κομμουνισμό. Η συζήτηση για τα επαναστατικά κόμματα άργησε πολύ να ανοίξει στους κόλπους της αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Στην πραγματικότητα, εκτός από την αυτοοργάνωση, το συνειδητό πολιτικό υποκείμενο είναι ο δεύτερος μεγάλος απών από την εξίσωση των πολυάριθμων σχεδίων που εκπόνησε η αριστερά για την εξουσία, την κυβέρνηση και την “παραγωγική ανασυγκρότηση”.

2. Σήμερα, η συζήτηση για το κόμμα ανακινείται. Στο εσωτερικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αυτό γίνεται κυρίως γύρω από την πρόταση του ΝΑΡ για ένα κόμμα της κομμουνιστικής απελευθέρωσης. Η συζήτηση πρέπει να γίνει, όμως το θέμα έχει τοποθετηθεί καταρχήν σε λάθος βάση. Στην περίπτωση του ΝΑΡ, αποτελεί περισσότερο μια φυγή προς τα μπρος, μια προσπάθεια οργανωτικής επίλυσης πολιτικών προβλημάτων. Η εντεινόμενη πολιτική ανομοιογένεια εντός του ίδιου και του περιγύρου του επιχειρείται να θεραπευτεί με την επίκληση του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού ως οργανωτική τεχνική και όχι ως πολιτική αρχή. Κανένα οργανωτικό μέτρο, όμως, δεν μπορεί να κατασκευάσει την προγραμματική ενότητα που απαιτείται για ένα επαναστατικό κόμμα.

3. Ένα επαναστατικό κόμμα δεν ανακηρύσσεται από μόνο του. Αρκετές μικρές ή μεσαίες οργανώσεις της άκρας αριστεράς αποκαλούνται κόμματα, χωρίς αυτό να τις κάνει κάτι περισσότερο από οργανώσεις. Ένα κόμμα αποτελεί ιστορικό αποτέλεσμα της συγχώνευσης μιας επαναστατικής μαρξιστικής πολιτικής πρωτοπορίας με μια μερίδα της φυσικής αγωνιστικής πρωτοπορίας της εργατικής τάξης και των καταπιεσμένων στρωμάτων της κοινωνίας.

4. Αναγνωρίζουμε ότι ένα τέτοιο κόμμα δεν θα είναι απλός ο εαυτός μας, καθώς αυτός μεγαλώνει, αλλά θα προκύψει από ευρύτερες διαδικασίες. Για αυτό συγκροτήσαμε και εξακολουθούμε να οικοδομούμε ένα αντικαπιταλιστικό μέτωπο. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι η πιο σημαντική εμπειρία και ο χώρος από τον οποίο περνά κατά προτεραιότητα η διαδικασία για ένα επαναστατικό κόμμα στην Ελλάδα, για αυτό είμαστε διατεθειμένοι και διατεθειμένες να το οικοδομήσουμε συλλογικά, ισότιμα με όλα τα άλλα ρεύματα και με σεβασμό στο ανένταχτο δυναμικό. Ωστόσο, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ παραμένει προγραμματικά, πολιτικά και οργανωτικά ανεπαρκής. Δεν έχει νόημα να ανακηρυχθεί σε κόμμα ένα μέτωπο με τη δεδομένη χαλαρότητα και προγραμματική ασάφεια. Δεν μπορεί να αντικαταστήσει τις οργανώσεις ως προπλάσματα του κόμματος. Αυτός είναι ένας βασικός λόγος για τον οποίο δεν συζητάμε την αυτοδιάλυση εντός της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

5. Στο περιβάλλον της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, η ΟΚΔΕ-Σπάρτακος δουλεύει σε τρία επίπεδα:

α. Οικοδομώντας το ίδιο το μέτωπο, χωρίς καμία λογική παρασιτισμού

β. Ενισχύοντας την πιο συνειδητή, κατά την εκτίμησή μας, πτέρυγα, σκοπός για τον οποίο η Πρωτοβουλία για μια ΑΝΤΑΡΣΥΑ Αντικαπιταλιστική και Επαναστατική είναι μια σημαντική κατάκτηση που πρέπει να συνεχιστεί

γ. Ταυτόχρονη οικοδόμηση της ΟΚΔΕ-Σπάρτακος, ως οργάνωση στελεχών, που μπορεί να παρεμβαίνει οργανωμένα αλλά και να παρέχει χώρο για πρωτοβουλία και αυτενέργεια στα μέλη της, με βάση τις κοινές μας αρχές. Έχοντας συναίσθηση των ορίων της οργάνωσης, εκτιμούμε ότι η ενδυνάμωσή της θα είναι σημαντική για το σύνολο της αντικαπιταλιστικής αριστεράς.

Θέσεις για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ

1. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, παρά τα προβλήματα και τις αντιφάσεις, έχει καταφέρει να αναδειχτεί στη βασική πολιτική έκφραση ενός πραγματικού κοινωνικού ρεύματος, των αγωνιστών και αγωνιστριών της άκρας αριστεράς. Τα τελευταία δύο χρόνια στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, όμως, συγκρούονταν συνεχώς δύο πολιτικά και στρατηγικά σχέδια: εκείνο της αυτόνομης ενίσχυσης της αντικαπιταλιστικής αριστεράς και το άλλο, της πολιτικής συνεργασίας της αντικαπιταλιστικής αριστεράς με τον ρεφορμισμό. Αυτή η διαμάχη, οδήγησε και στη διάσπασή της. Τόσο το αποτέλεσμα των τελευταίων εθνικών εκλογών, όσο και η Γ’ Συνδιάσκεψη απέδειξαν ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ κατάφερε να ξεπεράσει αυτή τη διάσπαση και να διατηρήσει τις δυνάμεις της και την απεύθυνσή της.

2. Η εκλογική συμμαχία με το ΕΕΚ στις τελευταίες εθνικές εκλογές ήταν επιτυχημένη και σε σωστή κατεύθυνση. Το πολιτικό περιεχόμενο της συμμαχίας ήταν πιο προωθημένο από την προηγούμενη συνεργασία με το ΜΑΡΣ.

3. Με την πολιτική της συμπόρευσης και του «μετωπισμού», η ΑΝΤΑΡΣΥΑ μπήκε σε μια μακρά κρίση που κατέληξε στη διάσπαση. Αν και η συζήτηση για το χαρακτήρα της συμπόρευσης αντανακλούσε πραγματικές πολιτικές, προγραμματικές και στρατηγικές διαφορές στο εσωτερικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, παρέλυσε την εξωστρεφή δράση μας, δημιούργησε συγχύσεις και αποσυσπείρωση στα μέλη και τους φίλους της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Μετά τη διάσπαση και την άρνηση για συνεργασία με τη ΛαΕ στις εκλογές, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έκανε μια απαραίτητη αριστερή στροφή, ωστόσο εμπειρική και επαπειλούμενη. Η πολιτική διαπάλη στο εσωτερικό της για τις πολιτικές συμμαχίες και την μετωπική πολιτική δεν έχει τελειώσει. Με βάση και την πολιτική απόφαση της τελευταίας Συνδιάσκεψης, η πλειοψηφία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ταλαντεύεται και κοιτάει προς τη λάθος κατεύθυνση. Επιδιώκει να προσεγγίσει ομάδες που αποσπώνται απ το ΚΚΕ ή το ΣΥΡΙΖΑ (Εργατικός Αγώνας, Ένωση των Δικαίων, Ανασύνθεση ΟΝΡΑ κ.ά.), χωρίς μια ουσιαστική προγραμματική συζήτηση μαζί τους, και αποφεύγοντας κρίσιμα στρατηγικά προβλήματα. Όπως αναφέρει και η απόφαση «…iii) Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα συνεχίσει και θα αναβαθμίσει τις πρωτοβουλίες για τον διάλογο, τον κοινό βηματισμό και την πολιτική συνεργασία όλων των δυνάμεων της αντικαπιταλιστικής, αντιϊμπεριαλιστικής, αντιΕΕ αριστεράς και των πολύμορφων δυνάμεων που κινούνται σε λογική ρήξης και ανατροπής, των δυνάμεων που έρχονται στον ένα ή τον άλλο βαθμό σε ρήξη με τις λογικές της διαχείρισης, με στόχο τη συσπείρωση δυνάμεων για την ανατροπή της επίθεσης και την ενίσχυση των δυνάμεων του αντικαπιταλιστικού μετώπου/πόλου….». Από αυτό το απόσπασμα φαίνεται ότι και η υπόθεση ΛαΕ δεν έχει κλείσει ακόμα. Ακόμα κι αν πλειοψηφικά η ΑΝΤΑΡΣΥΑ προσπαθεί να πάρει αποστάσεις, μεγάλο κομμάτι της πιέζει σταθερά για πολιτική και προγραμματική συνεργασία με τη ΛαΕ. Οι μη καθαρές διατυπώσεις που προσπαθούν απλά να ισορροπήσουν μεταξύ των διαφορετικών απόψεων, όχι μόνο δε βοηθάνε, αλλά ενισχύουν αποφάσεις προς τη λάθος κατεύθυνση. Για εμάς η αυτόνομη συγκρότηση και ενίσχυση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς είναι απαραίτητη. Σε ό,τι αφορά τη λεγόμενη μετωπική πολιτική, επιμένουμε σε μια απλή διάκριση: ενότητα στη δράση με όλα τα αγωνιζόμενα τμήματα του κινήματος, και ταυτόχρονα αδιαπραγμάτευτη πολιτική/οργανωτική (και εκλογική, γιατί και από αυτό περνάει η πολιτική ανεξαρτησία) αυτοτέλεια της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, του αντικαπιταλιστικού πόλου. Η σύγχυση κοινωνικών και πολιτικών μετώπων συνοψίζει το πρόβλημα του στρατηγικού προσανατολισμού της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

4. Παρόλα αυτά, η πανελλαδική συμμετοχή αγωνιστών και αγωνιστριών στη Γ’ Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ δείχνει όχι μόνο ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει καταφέρει να ξεπεράσει το ρήγμα της διάσπασης, αλλά συσπειρώνει ακόμα τα πιο μαχητικά και δυναμικά στοιχεία του εργατικού κινήματος και της νεολαίας. Παραμένει ακόμα εκείνη η δύναμη στα αριστερά του ρεφορμισμού και δίνει τη μάχη για την συγκρότηση του κινήματος.

5. Η κουβέντα που γίνεται στο εσωτερικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και κυριάρχησε και στη συνδιάσκεψη ήταν μια κουβέντα εντυπώσεων και εικόνων. Η συνδιάσκεψη στήθηκε πάνω σε ψευδή διλήμματα και εντυπωσιασμούς, μόνο και μόνο για να πολωθεί το κλίμα. Η αποφυγή της πραγματικής αντιπαράθεσης είναι που δημιουργεί και τις αμφισημίες στις αποφάσεις και στις κινήσεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Αυτές οι αμφισημίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν από την πλειοψηφία το επόμενο διάστημα για μετωπικές συνεργασίες, όπως ακριβώς έγινε και στο παρελθόν.

6. Στο ίδιο πλαίσιο εντυπωσιασμού έγινε και γίνεται και η κουβέντα για το εργατικό κίνημα και την παρέμβαση των δυνάμεων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Παρόλο που οι δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχουν μαζική και δυναμική παρουσία στα σωματεία, η μη ενιαία παρουσία τους παραμένει πρόβλημα. Δεν είμαστε της άποψης για τη δημιουργία μιας συνδικαλιστικής παράταξης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αλλά εμμένουμε στην άποψη για συνδικαλιστικά σχήματα με δική τους πολιτική ταυτότητα και παρέμβαση. Οι αγωνιστές και αγωνίστριες μέσα σε αυτά θα πρέπει να παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο και να δρουν ενιαιομετωπικά, μακριά από σεχταριστικές λογικές. Ο Συντονισμός των Πρωτοβάθμιων Σωματείων θα πρέπει να παίξει το ρόλο της εργατικής πρωτοπορίας και όχι απλά παρεμβατικό ρόλο. Δεν είμαστε υπέρ της διάσπασης των σωματείων και του εργατικού κινήματος, αλλά υπέρ της συγκρότησης σωματείων βάσης και ενίσχυση των υπαρχόντων. Με αυτό τον τρόπο η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα καταφέρει να παίξει τον ρόλο του οργανωτή του κινήματος και μόνο έτσι θα την εμπιστεύεται η τάξη ως εργαλείο που θα μπορεί να δουλέψει μαζί της.

7. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ στο εσωτερικό της έχει οργανώσεις και τάσεις με εντελώς διαφορετικές, και κάποιες φορές αντιπαραθέσεις, προγραμματικές λογικές, παραδόσεις και πολιτικές μεθοδολογίες. Παρά τη μέχρι τώρα αντοχή της, δεν υπάρχουν εγγυήσεις για το μέλλον της, δεδομένων των στρατηγικών διαφορών. Για το λόγο αυτό η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο παρά ένα πολιτικό μέτωπο οργανώσεων και ανένταχτων αγωνιστών και αγωνιστριών. Η πρόταση για ανακήρυξη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε ενιαίο κόμμα ή φορέα το μόνο που έχει ως στόχο είναι η επιβολή, με οργανωτικό τρόπο, της πλειοψηφικής άποψης. Αυτή τη στιγμή που στο εσωτερικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ υπάρχουν τόσο μεγάλες διαφορές, η προσπάθεια να επιβληθεί μια τέτοιου είδους σκληρή συγκρότηση το μόνο που θα καταφέρει είναι να διαλύσει την ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

8. Η αντιδημοκρατική συγκρότηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ φάνηκε με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο και στην τελευταία συνδιάσκεψη. Η κατάργηση της απόφασης για την ελεύθερη συγκρότηση και την αναλογική εκπροσώπηση πολιτικών πλατφορμών αντιπαραθετικών ως προς την πλειοψηφική αποτελεί μια προσπάθεια να ελέγξει η πλειοψηφία τη μειοψηφία και να ορίσει τον τρόπο με τον οποίο η τελευταία συγκροτείται. Αφαιρείται έτσι το δικαίωμα στην μειοψηφία να μπορέσει να εκφραστεί, να λειτουργήσει με καθεστώς ισοτιμίας και να επιδιώξει πολιτικά να γίνει πλειοψηφία. Η δυνατότητα συγκρότησης ξεχωριστής πλατφόρμας αποτελεί για εμάς αδιαμφισβήτητο δικαίωμα. Στα όργανα θα πρέπει να εκπροσωπούνται αναλογικά οι πολιτικές πλατφόρμες που έχουν κατατεθεί στη συνδιάσκεψη. Η αναλογική εκπροσώπηση των πλατφορμών δε φιμώνει κανέναν. Οι αγωνιστές και οι αγωνίστριες της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, είτε είναι μέλη των οργανώσεων, είτε όχι, έχουν άποψη, τοποθετούνται και ψηφίζουν, και έτσι θα πρέπει να εκπροσωπούνται και στα όργανα. Η εσωτερική δημοκρατία είναι εικόνα και της άλλης κοινωνίας που θέλουμε να φτιάξουμε. Σε αυτή την κοινωνία δεν χωράνε ούτε συμφωνίες «κάτω από το τραπέζι», ούτε «χάρες» για εκλογή, ούτε αποκλεισμοί. Για εμάς η δημοκρατία θα είναι πάντα στις πρώτες θέσεις της παρέμβασής μας, όσο ακόμα υπάρχουν εκφυλιστικά φαινόμενα.

9. H ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει μέλη εγγεγραμμένα και μέλη ενεργά, με τα ενεργά να έχουν υποχρεώσεις και καθήκοντα και τα εγγεγραμμένα μόνο δικαιώματα. Αυτό στην πραγματικότητα σημαίνει ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ καθαυτή δεν είναι κάτι πολύ περισσότερο από έναν εκλογικό μηχανισμό. Πραγματική λειτουργία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν μπορεί να υπάρξει, αν δεν υπάρξει πραγματική κοινή ζωή στην πράξη, δηλαδή στις ΤΕ και ΚΕ. Οι ΤΕ και ΚΕ δεν πρέπει να είναι απλά φορείς μεταβίβασης της γραμμής και αφισοκόλλησης. Πρέπει να συζητάνε, με όλες τις απόψεις να ακούγονται ισότιμα, να αποφασίζουν και να δρουν με τη μεγαλύτερη δυνατή συναίνεση. Οι αποκλεισμοί δεν έχουν καμία σχέση με την αντικαπιταλιστική αριστερά και το μόνο που κάνουν είναι να αναπαράγουν στο εσωτερικό μας τις χειρότερες παραδόσεις του κομμουνιστικού κινήματος.

10. Πρέπει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ να αποκτήσει πραγματικές σχέσεις με τους ψηφοφόρους της για να μπορέσει να λειτουργήσει ως εργαλείο πολιτικής δράσης γι’ αυτούς. Η γείωση των ΤΕ στις γειτονιές και στις πόλεις είναι ο μόνος τρόπος γι’ αυτό. Σε κάθε αγώνα που αναπτύσσεται, μικρό ή μεγάλο, πρέπει τα μέλη των ΤΕ να παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο. Δεν μας αντιστοιχεί να είμαστε θεατές των αγώνων, αλλά οργανωτές και πρωτοπορία αυτών. Χρέος μας είναι να απαντάμε στα καθημερινά προβλήματα των εργαζομένων και της καταπιεσμένης κοινωνικής πλειοψηφίας και να συνδέουμε τα μικρά και καθημερινά με το συνολικό πρόγραμμα. Με τον ίδιο τρόπο πρέπει να δρουν και οι ΚΕ στους εργασιακούς χώρους, σεβόμενες παράλληλα την αυτοτέλεια των συνδικαλιστικών σχημάτων.

11. Ενισχύουμε τις ομάδες εργασίας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που υπάρχουν και δουλεύουν στο κίνημα (γυναικείο, LGBTQ, προσφυγικό). Αναγνωρίζουμε το δικαίωμά τους για ακηδεμόνευτη δουλειά και παραγωγή θέσεων. Εγκεφαλικά πλάνα δεκάδων επιτροπών που εγκλωβίζουν την ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε μάχες γραμμών και δε δίνουν καμία προοπτική μας βρίσκουν αντίθετους/ες.

12. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει να πρωτοστατήσει στη δημιουργία και ενίσχυση μαζικών και μαχητικών αντιφασιστικών πρωτοβουλιών σε κάθε πόλη και γειτονιά, μέσα από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ αλλά και έξω απ’ αυτή, με το δυναμικό των ανένταχτων αγωνιστών και αγωνιστριών, του μαζικά δρώντος αναρχικού χώρου και της υπόλοιπης αριστεράς που θέλει να αναλάβει δράση και να σταθεί απέναντι στο φασισμό, συχνά κόντρα στην απροθυμία των ηγεσιών. Στόχος της είναι η μαζική αντιφασιστική δουλειά στην κοινωνία να συνδυαστεί με τον εκτοπισμό της εγκληματικής ναζιστικής συμμορίας της Χρυσής Αυγής από το δρόμο, την αυτοάμυνα του εργατικού κινήματος και την υπεράσπιση των μεταναστών.

13. Επιμένουμε στην αναγκαιότητα της πολιτικής ανεξαρτησίας της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, που σημαίνει και διαχωρισμό της από το ρεφορμισμό – και όχι διάλυση σ’ ένα ευρύτερο αριστερό πολιτικό μέτωπο, διάφορο από το αναγκαίο ενιαίο μέτωπο στη δράση όλων των δυνάμεων του αγώνα, του εργατικού κινήματος και των κομμάτων της αριστεράς, που πρέπει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ διαρκώς να προωθεί. Πολιτική ανεξαρτησία της αντικαπιταλιστικής αριστεράς από το κεφάλαιο, το κράτος και τους θεσμούς του, επιμονή στην «αντικαπιταλιστική ανατροπή». Κατανόηση ότι η σημερινή κρίση δεν είναι απλά «εθνική», ότι σ’ αυτή δεν διακυβεύεται η θέση ορισμένων χωρών στο διεθνή καταμερισμό εργασίας, αλλά είναι κρίση δομική και συστημική του καπιταλισμού, από την οποία η μόνη διέξοδος είναι η ρήξη με τον καπιταλισμό. Όχι στο «ρεαλισμό μιας πολιτικής εναλλακτικής» με όρους διαχείρισης. Όχι στο ρεαλισμό της πολιτικής εναλλακτικής ενός «Plan B» («έξω από το Ευρώ» - παραγωγική ανασυγκρότηση), όπως προτείνει η ΛαΕ.

14. Η στρατηγική είναι συνολική και δεν πρέπει να κόβεται σε κομμάτια. Οι θεματικές πρωτοβουλίες «ειδικών» και «προσωπικοτήτων» είναι καταδικασμένες να αποτύχουν, αφού προσπαθούν να απαντήσουν πραγματιστικά και επιστημονικίστικα σε βαθιά πολιτικά προβλήματα, που εξαρτώνται πάνω από όλα από την ταξική πάλη. Και αυτό στην καλή περίπτωση, γιατί στην κακή περίπτωση ποικίλες τέτοιες πρωτοβουλίες δεν έκαναν τίποτα άλλο από το να προετοιμάσουν τα κυβερνητικά στελέχη και τους τεχνοκράτες της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Απέναντι στον «καπιταλιστικό ρεαλισμό» να αντιτάξουμε το «ρεαλισμό της αντικαπιταλιστικής ρήξης» και την επικαιρότητα της προοπτικής οι ίδιοι οι εργαζόμενοι και οι εργαζόμενες να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους, με γενικευμένο εργατικό έλεγχο και μορφές εργατικής αυτοδιεύθυνσης στην παραγωγή, με την διεκδίκηση του πλούτου και της εξουσίας για τον εαυτό τους. Είναι η διαλεκτική ενότητα του μεταβατικού προγράμματος που λειτουργεί ως επαναστατική γέφυρα. Κάθε αίτημα σ’ αυτό το πρόγραμμα έχει μεταβατικό χαρακτήρα στη σχέση του με τα άλλα αιτήματα: η έξοδος από την ευρωζώνη και την ΕΕ από μόνη της, χωρίς τη διαγραφή του χρέους, την κρατικοποίηση των τραπεζών και των μεγάλων επιχειρήσεων χωρίς αποζημίωση κτλ είναι μια αστική διαχειριστική πρόταση. Η ολομέτωπη σύγκρουση με την ΕΕ και η απεμπλοκή από κάθε τέτοιο ιμπεριαλιστικό καπιταλιστικό μηχανισμό είναι ένα απαραίτητο πολιτικό καθήκον άμεσα συνδεδεμένο με το σύνολο του αντικαπιταλιστικού προγράμματος, και όχι ένας αυτοτελής στόχος αποκομμένος από την υπόλοιπη πολιτική . Αν αυτονομηθεί κινδυνεύει να γίνει πατριωτικό-ρεφορμιστικό (π.χ. το αντιΕΕ φόρουμ του προηγούμενου καλοκαιριού, με πρωταγωνιστή τη ΜΑΡΣ) ή να μείνει εντελώς αφηρημένο (εξ' ου και οι αλλεπάλληλες αποτυχίες για τη συγκρότηση αντι-ΕΕ πρωτοβουλίας). Όλα τα αιτήματα, αν δεν αναδεικνύεται το κοινωνικό υποκείμενο που θα τα υλοποιήσει και αν δεν τονίζεται η διάσταση της κοινωνικής εξουσίας που «αλλάζει χέρια» και προϋποτίθεται για την εφαρμογή τους χάνουν το μεταβατικό χαρακτήρα τους. Το πρόγραμμα αυτό πρέπει να καταλήγει στην πάλη για την κατάκτηση της εξουσίας, δηλαδή την επαναστατική εργατική κυβέρνηση που θα το υλοποιήσει βασισμένη στα όργανα των ίδιων των εργαζομένων, την εργατική εξουσία. Πρέπει να αποκτά, ταυτόχρονα, ρίζες στην υπεράσπιση των άμεσων αναγκών των εργαζομένων (ανατροπή μέτρων και μνημονίων, μάχη για συντάξεις και ασφαλιστικό, μισθούς και δικαιώματα).

15. Για εμάς η «αντικαπιταλιστική ανατροπή» δεν μπορεί να είναι κάτι διαφορετικό από την επαναστατική διαδικασία. Μόνο με επαναστατικό τρόπο γίνεται να ανατραπεί ο καπιταλισμός. Οι καλύτερες και εναλλακτικές διαχειρίσεις του καπιταλισμού, με την εξουσία να μένει στα χέρια της αστικής τάξης και το κράτος της άθικτο, δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να οδηγήσουν στον αντικαπιταλισμό. Ούτε υπάρχει κάποιο υποθετικό στάδιο ανάμεσα στο κράτος των καπιταλιστών και στην εξουσία των εργαζομένων, κατά το οποίο οι δύο τάξεις να μοιράζονται την εξουσία. Ένα τέτοιο στάδιο υπονοεί η διάκριση μεταξύ «αντικαπιταλιστικής ανατροπής» και επανάστασης. Ειδικά σε μια περίοδο όπως αυτή, σε μια περίοδο βαθιάς ύφεσης, είναι ακόμα πιο μάταιο και ανεπίτρεπτο για την αντικαπιταλιστική αριστερά να αναζητά μη επαναστατικούς δρόμους ανατροπής. Η ανατροπή που αποτελεί για εμάς στρατηγικό στόχο είναι η ανατροπή του υπάρχοντος συστήματος και η δημιουργία μιας νέας, κομμουνιστικής κοινωνίας. Έχοντας ως ιστορικό στόχο την ολοκληρωτική εξάλειψη της ταξικής βίας, αυτή η ανατροπή δεν μπορεί παρά να χρησιμοποιήσει βία, γιατί με βια η καπιταλιστική τάξη και το κράτος της υπερασπίζονται πάντα το σύστημά τους. Η κατάληψη της εξουσίας από την εργατική τάξη.

16. Η νέα λογική των σταδίων, στενά συνυφασμένη με την μετωπική λογική της πλειοψηφίας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, έχει παλιές ρίζες. Στο 12o συνέδριο του ΚΚΕ, η ΚΕ εκτιμούσε ότι η αλλαγή «δεν αποτελεί μια νομοτέλεια για το πέρασμα στην επαναστατική διαδικασία μετάβασης στο σοσιαλισμό», αλλά, ωστόσο, «πηγάζει από πραγματικές ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας, αποτελεί ριζοσπαστική λύση στα εκρηκτικά προβλήματα του λαού, προσφέρει την εναλλακτική λύση ενάντια στο δικομματισμό, διευκολύνει την παραπέρα συσπείρωση των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων, της ίδιας της αλλαγής και του σοσιαλισμού. Ταυτόχρονα, μπορεί να αποτελέσει το πέρασμα στην ενιαία επαναστατική διαδικασία μετάβασης στο σοσιαλισμό. Η κατεύθυνσή της είναι αντιιμπεριαλιστική, αντιμονοπωλιακή». Οι περίφημες αυτές θέσεις κατέληξαν στο Συνασπισμό της Αριστεράς και της Προόδου το 1988, με τα γνωστά αποτελέσματα. Σήμερα, οι σύντροφοι και συντρόφισσες του ΝΑΡ εξακολουθούν να επιδιώκουν την συσπείρωση των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων (αντι-ΕΕ δυνάμεις και δυνάμεις του σοσιαλισμού) που μπορεί να αποτελέσουν τη συμμαχία για το πέρασμα στην ενιαία επαναστατική διαδικασία μετάβασης στο σοσιαλισμό. Αυτό που έχει, όμως, σημασία είναι ότι η αντιιμπεριαλιστική και αντιμονοπωλιακή κατεύθυνση δεν οδηγεί νομοτελειακά σε μια επαναστατική διαδικασία. Το μέλλον μας, λοιπόν, είναι από την αρχή υποθηκευμένο όσο κυριαρχούν απόψεις όπως οι πιο πάνω.

17. Η δημιουργία της Πρωτοβουλίας για μια ΑΝΤΑΡΣΥΑ Αντικαπιταλιστική και Επαναστατική και η συμμετοχή της ΟΚΔΕ-Σπάρτακος σε αυτήν έχει θετικό πρόσημο. Η ΠΑΑΕ δημιουργήθηκε με συμφωνία πάνω στην αντίθεση προς τη «συμπορευτική» μετωπική πολιτική της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και πάνω στην εσωτερική δημοκρατία. Σε σχέση με την πλειοψηφία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, η ΠΑΑΕ αντιπροτείνει έναν εντελώς διαφορετικό προσανατολισμό, μακριά από τις φθαρμένες γραφειοκρατίες και τον «αντι-ευρώ» ρεφορμισμό της ΛαΕ ή ομάδων εντός και πέριξ της, προτάσσοντας το ίδιο το κίνημα και την αυτό-οργάνωσή του. Η ΠΑΑΕ κάνει μια απλή διάκριση: η αναγκαία κοινή δράση όλων των μαχόμενων δυνάμεων για συγκεκριμένους στόχους (πχ ασφαλιστικό) δεν πρέπει να συγχέεται με τα πολιτικά μέτωπα. Η απόφαση για συνέχιση της Πρωτοβουλίας μας βρίσκει σύμφωνους και σύμφωνες, και θα δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις για αυτό το σκοπό. Είναι ανάγκη για την ΠΑΑΕ να συζητηθούν περισσότερα θέματα σε βάθος και να προβληθεί ένα θετικό σχέδιο για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

18. Η ενίσχυση της ΠΑΑΕ είναι για εμάς προτεραιότητα. Μέσα από μια συνειδητή πτέρυγα περνούν κατά προτεραιότητα το μέλλον της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, αλλά και οι προοπτικές για το απαραίτητο επαναστατικό κόμμα. Οικοδομούμε την ΑΝΤΑΡΣΥΑ ως την ανεξάρτητη έκφραση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς από το κεφάλαιο, το κράτος, τις διαχειριστικές λογικές και το ρεφορμισμό. Ταυτόχρονα οικοδομούμε και την ιδιαίτερη άποψή μας μέσα σε αυτή.

19. Η ανάγκη για την ύπαρξη ενός αυτοτελούς αντικαπιταλιστικού μετώπου παραμένει επίκαιρη. Ένα πολιτικό μέτωπο «όλων των δυνάμεων της αντικαπιταλιστικής, αντιϊμπεριαλιστικής, αντιΕΕ αριστεράς και των πολύμορφων δυνάμεων που κινούνται σε λογική ρήξης και ανατροπής, των δυνάμεων που έρχονται στον ένα ή τον άλλο βαθμό σε ρήξη με τις λογικές της διαχείρισης, με στόχο τη συσπείρωση δυνάμεων για την ανατροπή της επίθεσης κυβέρνησης - ΕΕ και την προώθηση – συγκρότηση των δυνάμεων του αντικαπιταλιστικού μετώπου/πόλου», που προτείνει η πλειοψηφία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν μπορεί να αποτελέσει το αντικαπιταλιστικό μέτωπο/πόλο, ακριβώς γιατί δυνάμεις που δεν είναι αντικαπιταλιστικές δεν μπορούν (και δεν θέλουν) να προβάλουν ένα συνολικό στρατηγικό πλαίσιο ανατροπής του συστήματος. Αυτό για εμάς αποτελεί θέμα πολιτικής ουσίας και σε καμία περίπτωση θέμα εμμονής ή καθαρότητας. Επιμένουμε ότι ο αντικαπιταλισμός παραμένει επίκαιρος και ότι οι πραγματικές ζυμώσεις και μετατοπίσεις γίνονται στην καρδιά της ταξικής πάλης και όχι σε συμφωνίες ηγεσιών σε κλειστά γραφεία.

20. Είμαστε υπέρ της ενίσχυσης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και της εμβάθυνσης του προγράμματός της. Η πολιτική απεύθυνση πρέπει να γίνει σε οργανώσεις με καθαρό αντικαπιταλιστικό περιεχόμενο, στη βάση οργανωμένης συζήτησης τόσο σε κεντρικό επίπεδο, όσο και στη βάση. Παρόλο που η πλειοψηφία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ χρησιμοποίησε για εκλογικούς λόγους τη συνεργασία με το ΕΕΚ, για εμάς αυτή η συνεργασία πρέπει να αποτελέσει την έναρξη μιας πιο βαθιάς συζήτησης με το ΕΕΚ για μια πολιτική συμφωνία. Και πέρα από το ΕΕΚ, όμως, υπάρχει ένα μεγάλο δυναμικό αγωνιστών και αγωνιστριών με αντικαπιταλιστική λογική, το οποίο πρέπει πρώτα και κύρια να κερδηθεί στη δράση.

Θέσεις για το προσφυγικό/μεταναστευτικό

Το προσφυγικό/μεταναστευτικό, κόμβος της ταξικής πάλης - Η σημερινή κατάσταση

1. Από την άνοιξη του 2015 πάνω από 900.000 πρόσφυγες έχουν περάσει από τα ελληνοτουρκικά θαλάσσια σύνορα. Αυτή τη στιγμή βρίσκονται εδώ επίσημα καταμετρημένοι περίπου 53.000, ενώ υπολογίζεται ότι περίπου άλλες 10.000 είχαν κατασκηνώσει σε διάφορα μέρη όπως η Ειδομένη και το Πολύκαστρο. Αυτοί είναι κατά βάση όσοι και όσες δεν μπόρεσαν να περάσουν τα σύνορα αφότου άρχισαν να κλείνουν τα σύνορα οι βαλκανικές χώρες και η Αυστρία, κατάσταση που επικυρώθηκε αμέσως μετά με τη συμφωνία ΕΕ- Τουρκίας. Λίγο νωρίτερα, όμως, είχε ήδη αρχίσει ο αποκλεισμός των προσφύγων από το Αφγανιστάν και το Ιράν, αφού είχαν πια αφαιρεθεί από το χάρτη του ΟΗΕ ως χώρες εν κινδύνω ή απειλητικές προς την ανθρώπινη ζωή και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Μόνο οι Σύριοι/ες και οι Ιρακινοί/ές συνεχίζουν να θεωρούνται πρόσφυγες, αφού ο εμφύλιος πόλεμος και οι φονταμενταλιστικές επιθέσεις του ΙΣΙΣ συνεχίζονται. Οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, βέβαια, δεν μπαίνουν στο κάδρο του ΟΗΕ ως παράγοντες κινδύνου.

2. Το λεγόμενο προσφυγικό/μεταναστευτικό εξελίσσεται σε μια διεθνών διαστάσεων κοινωνική αντιπαράθεση με ταξικά χαρακτηριστικά. Η Ευρώπη, με τη διαρκή ιμπεριαλιστική της εμπλοκή στη Μέση Ανατολή και την Ασία, βρίσκεται βαθιά στη ρίζα των εκρηκτικών καταστάσεων και των πολέμων που δημιουργούν την προσφυγιά, κι όμως με θράσος μιλά για το “προσφυγικό πρόβλημα” σαν να ήταν κάποιος εξωτερικός παράγοντας. Το ελληνικό κράτος προσπαθεί να το εκμεταλλευτεί ως διαπραγματευτικό χαρτί για τη διευκόλυνση του προγράμματος και του χρέους. Το τουρκικό κράτος επιχειρεί να το αξιοποιήσει για την επανέναρξη της ενταξιακής διαδικασίας στην ΕΕ, ή και για να αντλήσει ευρωπαϊκά κονδύλια. Η ακροδεξιά αναπτύσσει τη ρατσιστική ρητορική και δράση της σε όλη την ήπειρο, θέτοντας στις κυβερνήσεις την ατζέντα του “πολέμου των πολιτισμών”. Από την άλλη πλευρά, όμως, ένα κίνημα αλληλεγγύης έχει απλωθεί σε πολλές χώρες. Η αλληλεγγύη στους πρόσφυγες και μετανάστες μπορεί να αποκτήσει αντικαπιταλιστική δυναμική, γιατί εμπλέκει ζωτικά ερωτήματα: δεχόμαστε το δικαίωμα των αστικών τάξεων να ανοίγουν και να κλείνουν τα σύνορα στους ανθρώπους; Είναι οι εργαζόμενοι και οι εργαζόμενες από άλλες χώρες απειλή ή φυσικοί σύμμαχοι των εγχώριων εργατικών τάξεων; Είναι η ΕΕ “το σπίτι των λαών” ή μια μηχανή πολέμου και ρατσιστικού διαχωρισμού;

3. Η σημερινή κατάσταση καθορίζεται από τη στρατηγική απόφαση της ΕΕ και της Ελλάδας να κλείσουν ερμητικά τα σύνορα, κατασκευάζοντας ταυτόχρονα έναν μηχανισμό διαλογής και πολύ περιορισμένης πρόσβασης. Η στάση αυτή είναι ομόθυμη, και η διαφορά των “σκληρών” χωρών του Βίσενγκραντ με τις “μαλακές” χώρες της Δύσης είναι πρακτικά ανύπαρκτη. Η Φρόντεξ, το ΝΑΤΟ και οι διεθνείς στρατιωτικές δυνάμεις αναπτύσσονται στα χερσαία και υδάτινα ευρωπαϊκά σύνορα, με την Ελλάδα να αποτελεί προκεχωρημένο φυλάκιο. Η διαλογή της εργατικής δύναμης θα γίνεται μέσα από την καταγραφή και τις υπηρεσίες ασύλου. Έτσι, λίγοι «καλοί» εργάτες και εργάτριες θα μπορούν να συνεχίσουν την πορεία τους προς τις χώρες της Ευρώπης, και οι υπόλοιποι θα απελαύνονται πίσω στις χώρες τους ή θα μένουν στην Τουρκία, τόσο ώστε να γίνουν πολίτες της μέσω της ρήτρας των πέντε χρόνων διαμονής στη χώρα και να μετατραπούν σε εκλογική πελατεία του καθεστώτος Ερντογάν. Το ανθρωπιστικό πρόσωπο της ΕΕ εξαντλείται στην αποδοχή κοινωνικών μειονοτήτων (χριστιανοί, ομοφυλόφιλοι –αν το δηλώσουν-, ΑμεΑ) ή πολιτικών προσφύγων, που θα πρέπει με ταχυδακτυλουργικούς τρόπους να αποδείξουν το πολιτικό ποιόν τους και να υπογράψουν δηλώσεις πολιτικών φρονημάτων.

4. Το ελληνικό κράτος και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ έχουν εγκληματικές ευθύνες για τους χιλιάδες πνιγμένους στο Αιγαίο. Ο λόγος που τόσες γυναίκες, παιδιά και άντρες οδηγήθηκαν στο θάνατο είναι ότι η Ελλάδα είχε εξαρχής τα επίσημα σύνορά της (Έβρος, ακτοπλοϊκές συνδέσεις με την Τουρκία) κλειστά, υποχρεώνοντας τις μάζες των προσφύγων και μεταναστών στην παράνομη δια θαλάσσης είσοδο. Τα περί “δουλεμπόρων” είναι γελοίες υπεκφυγές. Τα κυκλώματα των διακινητών στα ελληνοτουρκικά σύνορα δεν θα είχαν πεδίο δράσης εάν άνοιγαν τα χερσαία σύνορα και επιτρεπόταν η ασφαλής κίνηση των προσφύγων. Με τη συμφωνία του Μαρτίου, ακόμα και η παράνομη πρόσβαση είναι πλέον σχεδόν ανέφικτη και ανώφελη: τα θαλάσσια σύνορα θωρακίζονται απέναντι σε κάθε διέλευση και ένα καθεστώς αυστηρότερης παρανομίας επιβάλλεται σε όσους βρεθούν σε εγχώριο έδαφος. Η ισχυρή πλευρά της συμφωνίας είναι να μην μπουν άλλοι στη χώρα. Ο αγώνας για ανοιχτά σύνορα ήταν και είναι κορυφαίο πολιτικό καθήκον.

5. Παρά τα περισσότερα από 600 εκατ. που έχουν ήδη δαπανηθεί, το κράτος και η κυβέρνηση αδυνατούν να διαχειριστούν τις στοιχειώδεις ανάγκες των προσφύγων χωρίς τη συνδρομή εθελοντών. Θέλουν, όμως, να ελέγξουν την κατάσταση μέσω των κρατικών μηχανισμών και των ΜΚΟ. Σε πολλές περιπτώσεις η αλληλεγγύη προηγήθηκε της κρατικής παρέμβασης. Στα νησιά, οι πρώτοι καταυλισμοί στήθηκαν με τη βοήθεια ομάδων αλληλεγγύης από το διεθνή χάρτη, έπειτα από κατάληψη (όπως το Καρά Τεπέ στη Λέσβο) ή από εκκλήσεις της τοπικής κοινωνίας. Προσφέρονταν εξοπλισμός για στέγαση, τροφή και είδη πρώτης ανάγκης. Αργότερα εμφανίστηκε ο κρατικός γραφειοκρατικός και κατασταλτικός μηχανισμός με τη μορφή των γραφείων καταγραφής και της αστυνόμευσης, και βαθμιαία έκλεισε τις πόρτες (ακόμα και σε δημοσιογράφους) και επέβαλε τη μορφή των κέντρων κράτησης.

6. Αντίστοιχα περιορίζεται και η κίνηση των προσφύγων. Σε κέντρα κράτησης που βρίσκονται στα νησιά απαγορεύεται τελείως, με την αιτιολογία της άμεσης επιστροφής στην Τουρκία. Στα κέντρα “φιλοξενίας” της χερσαίας Ελλάδας περιορίζεται μεταξύ των πρωινών ωρών και του απογεύματος, και πάντα κάτω από τον έλεγχο των αστυνομικών ή στρατιωτικών αρχών. Στους μη καταγεγραμμένους απαγορεύεται η είσοδος, ακόμη και αν στερούνται πλήρως στέγασης. Αποτέλεσμα είναι η παραμονή προσφύγων σε πλατείες ή στο δρόμο, χωρίς παροχή τροφής και σε ένα ατέρμονο κυνήγι για την εύρεση στέγης, πέφτοντας πολλές φορές θύματα εκμεταλλευτών, διακινητών που υπόσχονται μετακίνηση προς χώρες της δυτικής Ευρώπης ή ρατσιστικών επιθέσεων. Με τα κέντρα να εξελίσσονται σε σύγχρονα στρατόπεδα συγκέντρωσης, την κρίση των αιτημάτων ασύλου να καθυστερεί τραγικά και τη νέα τροποποίηση του νόμου για το άσυλο που απαγορεύει στους αιτούντες να εργάζονται, οι πρόσφυγες ζουν σε καθεστώς πλήρους κοινωνικού αποκλεισμού.

7. Ταυτόχρονα, η αποδέσμευση κονδυλίων χρηματοδοτεί την απασχόληση ανέργων στα κέντρα φιλοξενίας-κράτησης και τα Hot Spots (κέντρα πρώτης υποδοχής και καταγραφής) μέσω ΜΚΟ. Ο Δούρειος Ίππος της «κοινωνίας πολιτών» ή του «Τρίτου Τομέα» κρύβει την ιδιωτική πρωτοβουλία, ή με πολύ απλά λόγια την ιδιωτικοποίηση των κοινωνικών παροχών που κανονικά έπρεπε να εξασφαλίζονται από το κράτος. Το κράτος δεν προσφέρει τίποτα πέρα από τη θεσμοθετημένη υπηρεσία ασύλου και την παροχή ιατροφαρμακευτικής φροντίδας σε περιπτώσεις επείγοντος. Ανέθεσε τη διαχείριση των περισσότερων κέντρων κράτησης (σε ό,τι αφορά τις παροχές σίτισης-στέγασης) στο στρατό και όλα τα υπόλοιπα σε επιδοτούμενες ΜΚΟ. Αυτό φυσικά δε σημαίνει ότι θα στραφούμε απέναντι στους εργαζόμενους και τις εργαζόμενες σε ΜΚΟ, αντιθέτως επιδιώκουμε και τη δική τους συσστράτευση στον κοινό αγώνα της αλληλεγγύης, που είναι σε τελική ανάλυση ταξικός αγώνας.

8. Η Ειδομένη αποτελούσε το σκιαγράφημα της κατάστασης, για αυτό και έπρεπε να εκκενωθεί. Δεν ήταν τα ανθρωπιστικά ένστικτα του κράτους που λειτούργησαν ως κίνητρα για την εύρεση «λύσης». Ήταν ότι πραγματικά στην Ειδομένη φαινόταν ως μικρογραφία όλη η σαπίλα της διαχείρισης του προσφυγικού. Από τη μία, τα συρματοπλέγματα και οι κάθε είδους στρατιωτικές δυνάμεις που εξωθούσαν με τη βία όσους προσπαθούσαν να κινηθούν προς τις συνοριογραμμές. Δίπλα τους, οι φασιστικές, ρατσιστικές και ξενοφοβικές αντιδράσεις μερίδων των κατοίκων των γύρω χωριών και η εκμετάλλευση από τοπικούς και μη επιχειρηματίες. Στον αντίποδα το κίνημα αλληλεγγύης που έσφιγγε τους δεσμούς του με τους πρόσφυγες. Η Ειδομένη αποτύπωνε την καταρράκωση της ζωής των προσφύγων, που επήλθε από τις ευρωπαϊκές και εθνικές πολιτικές, και τελικά, ως απόρροια όλων αυτών, τον ξεσηκωμό, με την άρνηση σίτισης, την κατάληψη των σιδηροδρομικών γραμμών και τις εφορμήσεις στα συρματοπλέγματα και τις στρατιωτικές δυνάμεις. Όλα αυτά ενόχλησαν γιατί ήταν η αλήθεια, και με συνοπτικές διαδικασίες και τη βοήθεια των κατασταλτικών δυνάμεων το κράτος «καθάρισε» την περιοχή.

Αλληλεγγύη και πολιτικά καθήκοντα

1. Η πρώτη αντίδραση της κοινωνίας στην είσοδο των προσφύγων και μεταναστών ήταν γενικά θετική. Η αλληλεγγύη υπερίσχυσε του μίσους. Ένα μεγάλο κίνημα βοήθειας, συνδεδεμένο με τοπικές συλλογικότητες, αλλά και σωματεία, αναπτύχθηκε σε όλη τη χώρα. Αυτό ήταν που δεν επέτρεψε στις ομάδες των ρατσιστών και των ναζί να δώσουν τον τόνο. Χωρίς να λείψουν η λάθος πληροφόρηση, οι αδεξιότητες και οι υποκειμενισμοί, το κίνημα επέδειξε μεγάλο απόθεμα αλληλεγγύης, επεκτεινόμενο από την άμεση υλική βοήθεια (συλλογή τροφίμων και χρειωδών, ιατρική περίθαλψη, νομική αρωγή, στέγαση κλπ) και τα εγχειρήματα κατάληψης για στέγαση, έως την πολιτική υποστήριξη των προσφύγων και μεταναστών, καταγγέλλοντας το φράχτη, τις συνθήκες στα κέντρα κράτησης και τα Hot Spots, τη συμφωνία του Μάρτη. Φυσικό επακόλουθο ήταν η προπαγάνδα και η επίθεση στο κίνημα της αλληλεγγύης.

2. Παρόλα αυτά, ο κίνδυνος να αντιστραφεί το κλίμα υπάρχει, όσο γίνεται σαφές ότι αρκετές δεκάδες χιλιάδες θα μείνουν στη χώρα, και δεν είναι απλώς περαστικοί. Οι πρόσφατες ρατσιστικές αντιδράσεις στη Χίο και τα γεγονότα του περσινού καλοκαιριού στην Κω είναι σαφείς προειδοποιήσεις.

3. Η αυτοοργάνωση είναι πολύ δύσκολη σε ένα μεταβαλλόμενο πληθυσμό, περαστικό και εφήμερο. Περαιτέρω εμπόδια θέτουν οι εσωτερικοί διαχωρισμοί (διαφορετικές χώρες προέλευσης, αντίπαλες πολιτικές μερίδες). Όμως, από ένα σημείο και μετά, τα φαινόμενα οργάνωσης των ίδιων των προσφύγων ήταν εντυπωσιακά. Υπάρχουν παραδείγματα καταλήψεων οργανωμένων από τους ίδιους τους πρόσφυγες (5ο Λύκειο, Αχαρνών). Σε ορισμένα κέντρα εμφανίζονται επιτροπές προσφύγων. Οι κινητοποιήσεις των ίδιων των προσφύγων στο Ελληνικό, στο Σχιστό, στη Λέσβο, τη Χίο και σε άλλα κέντρα κράτησης παίρνουν το χαρακτήρα εξέγερσης. Η διαδήλωση του Μαρτίου στο κέντρο της Αθήνας, με πολύ μεγάλη συμμετοχή από το λιμάνι και το Ελληνικό, η διαδήλωση μέσα στο λιμάνι λίγες μέρες νωρίτερα, και οι συνελεύσεις μέσα από τις οποίες αυτές αποφασίστηκαν και οργανώθηκαν αποτελούν ποιοτικά νέα δεδομένα.

4. Σε ό,τι αφορά την πολιτική αντιμετώπιση, στο κίνημα της αλληλεγγύης διαμορφώνονται δύο γραμμές. Η πρώτη ρίχνει το βάρος μόνο στα δικαιώματα των προσφύγων, αποφεύγοντας να υποδείξει την ιμπεριαλιστική εμπλοκή ως αιτία. Η προσέγγιση αυτή έχει το πλεονέκτημα να αντιστέκεται στη λογική “να μείνουν να παλέψουν στη χώρα τους”, το μειονέκτημά της όμως είναι μια χαμηλή πολιτικοποίηση και μια μετριασμένη αντιπαράθεση με τους υπαιτίους: ΕΕ και ελληνική κυβέρνηση. Από την άλλη, η γραμμή που εμμένει αποκλειστικά στον πόλεμο υπεκφεύγει στο άμεσο ερώτημα: αν είναι καλοδεχούμενοι ή όχι για την εργατική τάξη οι πρόσφυγες και μετανάστες. Είναι αλήθεια ότι δεν θα αντιμετωπιστεί η εξαναγκαστική μετακίνηση χωρίς να εκλείψει ο πόλεμος, όμως αυτό από μόνο του είναι αφηρημένο, στο βαθμό που δεν απαντά στα άμεσα προβλήματα των ταξικών μας αδερφιών που έχουν ήδη φύγει από τις χώρες τους. Εξάλλου, δεν υπάρχει κανένας απλός τρόπος να τελειώσει ο πόλεμος. Ακόμα και αν φύγουν οι ιμπεριαλιστές, η φωτιά που άναψαν πολύ δύσκολα σβήνει. Επιπλέον, δεν έχει τίποτα το επαναστατικό το να συμβουλεύει κανείς τις μάζες που αγωνίζονται για τα δικαιώματά τους να σταματήσουν το πόλεμο, αν προηγουμένως δεν έχουν κερδίσει τίποτα. Σχηματικά στην πρώτη άποψη τείνουν αρκετά εγχειρήματα καταλήψεων, ενώ στη δεύτερη ο Συντονισμός Σωματείων, Φοιτητικών Συλλόγων και Συλλογικοτήτων και οργανώσεις της άκρας αριστεράς.

5. Σε ό,τι αφορά τη στάση απέναντι στο κράτος, και πάλι εμφανίζονται δύο τάσεις. Μια με μεγαλύτερη έμφαση στην πρακτική αλληλεγγύη, και μια πιο πολιτικά προσανατολισμένη, με αιτήματα και απαιτήσεις προς το κράτος. Το δίλημμα είναι σε ένα βαθμό ψευδεπίγραφο. Η αλληλοβοήθεια έχει μεγάλη αξία ως ταξική εμπειρία, αλλά δεν είναι δυνατό το κίνημα να διαχειριστεί μόνο του τις απαιτήσεις της φιλοξενίας ενός τόσο μεγάλου αριθμού ανθρώπων. Εξάλλου, το θέμα είναι ούτως ή άλλως βαθιά πολιτικό.

6. Εκτός της συμμετοχής στην αλληλοβοήθεια, χρειάζεται ένα παρατηρητήριο του κινήματος, που να ελέγχει το κράτος, τη συχνότατα σκοτεινή εμπλοκή των ΜΚΟ, την ιδιωτική κερδοσκοπία και εκμετάλλευση (πχ ναυτιλιακές, μαγαζάτορες). Αυτό θα ήταν μια εξειδίκευση της γραμμής του “εργατικού ελέγχου” στο προσφυγικό/μεταναστευτικό. Χρειάζεται επίσης ένα πρόγραμμα πολιτικών διεκδικήσεων για την υπεράσπιση των προσφύγων και μεταναστών.

7. Η λογική της αντιμετώπισης του προσφυγικού πληθυσμού από το κράτος είναι ο εγκλεισμός και η χωρική/κοινωνική απομόνωση. Κλειστά κέντρα, μακριά από τον αστικό ιστό, φρουρούμενα, με την πρόσβαση σε αλληλέγγυους ασφυκτικά περιορισμένη. Κατά καιρούς, οι ίδιοι οι πρόσφυγες επέλεξαν, αντί να μεταβούν στα κέντρα, την παραμονή τους στο λιμάνι του Πειραιά ή νησιών, σε πολύ δύσκολες συνθήκες, ως μέσο αγώνα, για να μην καταστούν αόρατοι και αποκομμένοι από το κίνημα αλληλεγγύης. Απαιτούμε αξιοπρεπή στέγαση: ούτε στρατόπεδα, ούτε εξατομικευτικά προγράμματα “επιδότησης ενοικίου”. Χώρους μέσα στην πόλη, όπως εγκαταλελειμμένα ξενοδοχεία, σχολεία, δημόσια κτίρια κλπ. Ελεύθερη είσοδο και έξοδο προσφύγων και αλληλέγγυων στις δομές φιλοξενίας. Επαρκή και καλής ποιότητας σίτιση. Εκπαίδευση για όλα τα παιδιά στη γλώσσα τους.

8. Χρειάζεται μια κορωνίδα του πολιτικού προγράμματος για το προσφυγικό/μεταναστευτικό. Αυτή η κορωνίδα είναι μια καμπάνια υπέρ του δικαιώματος στη μετανάστευση. Ενάντια σε ντροπαλές αντιμεταναστευτικές λογικές του τύπου “υπέρ των μεταναστών, ενάντια στη μετανάστευση”. Η μετανάστευση είναι απαράγραπτο δικαίωμα των εργατικών τάξεων, ως αυτοάμυνα στην καπιταλιστική και ιμπεριαλιστική επιθετικότητα, και έχει ιστορικά προοδευτικό ρόλο. Οι αιχμές μιας τέτοιας καμπάνιας πρέπει να είναι: α. Ανοιχτά σύνορα προς την Ευρώπη και, κυρίως, προς την Ελλάδα – το αίτημά μας δεν είναι να ανοίξουν τα σύνορα για να φύγουν οι “εγκλωβισμένοι” πρόσφυγες, αλλά να μπορούν ελεύθερα να έρθουν ή να περάσουν από τη χώρα. β. Όχι στο διαχωρισμό προσφύγων και μεταναστών – η μετανάστευση είναι συχνότατα εξίσου εξαναγκαστική με την προσφυγιά, λόγω της οικονομικής ασφυξίας, των αυταρχικών καθεστώτων, της κοινωνικής διάλυσης ή της οικολογικής απειλής στις χώρες της Ασίας και της Αφρικής γ. Αγώνας για τη διαμόρφωση βαθύτερης συναίνεση στην παρουσία των προσφύγων/μεταναστών στη χώρα, στη βάση της ταξικής ενότητας ντόπιων και μεταναστών. Είναι καθήκον της ελληνικής εργατικής τάξης να απαιτήσει άσυλο, νομιμοποίηση, δικαιώματα για όλους όσους και όλες όσες το ζητούν, ενάντια στη ρητορική του τύπου “να μη γίνουμε αποθήκη ψυχών”, “δεν χωράνε όλοι” κλπ. Είναι καθήκον μας να εξηγήσουμε ότι οι υποτιθέμενες τεχνικές αναγκαιότητες της οικονομίας δεν αξίζουν τίποτα μπροστά στα δικαιώματα της διεθνούς εργατικής τάξης.

9. Ταυτόχρονα, καταγγέλλουμε τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους και τις επεμβάσεις που συνεχίζονται στη Συρία, το Αφγανιστάν, το Ιράκ. Καταγγέλλουμε την επιθετικότητα των ισχυρών και σύμμαχων με τις διάφορες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις χωρών στη Μέση Ανατολή, την Ασία και την Αφρική, υπερασπιζόμενοι ταυτόχρονα τις εξεγέρσεις των εργατικών τάξεων και των λαϊκών στρωμάτων ενάντια στα καταπιεστικά καθεστώτα των χωρών τους. Και πρώτα από όλα, καταγγέλλουμε την εμπλοκή της ίδιας της χώρας στην οποία ζούμε, τις βλέψεις του ελληνικού καπιταλισμού στην ανατολική Μεσόγειο, τον ιμπεριαλιστικό άξονα Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ-Αιγύπτου.

10. Η αντικαπιταλιστική αριστερά είχε αναβαθμισμένο ρόλο στο κίνημα της αλληλεγγύης κατά τη διάρκεια του τελευταίου χρόνου. Το γεγονός αυτό συνδυάστηκε με την αποτυχία πιο παραδοσιακών ηγεσιών του αντιρατσιστικού κινήματος να παίξουν σοβαρό ρόλο. Ο Συντονισμός έκανε αξιόλογη προσπάθεια να γεφυρώσει την αλληλοβοήθεια με την πολιτική υπεράσπιση και την καταγγελία του πολέμου. Υπήρξαν αντιφάσεις που δεν θα ξεπεραστούν εύκολα: δυστοκία στην αποδοχή του συνθήματος για ανοιχτά σύνορα, τάση για μονομερή έμφαση στον πόλεμο, μια γλώσσα αφηρημένη και ακατανόητη για τους πρόσφυγες κάποιες φορές. Όμως, αναπτύχθηκαν πραγματικές σχέσεις εμπιστοσύνης με ένα τμήμα προσφύγων, ιδίως στο λιμάνι του Πειραιά, αλλά και στα κέντρα κράτησης και Hot Spots. Η πανελλαδική διαδήλωση ενάντια στο Φράχτη του Έβρου ήταν σημαντική πρωτοβουλία, παρότι δεν ήταν δυνατό να βαδίσει κυριολεκτικά ενάντια στο φράχτη. Ένα διαφορετικό τμήμα αγωνιστών και αγωνιστριών κινητοποιήθηκε στη Βικτώρια, πολλές φορές χωρίς σαφή ταξική αναφορά, ωστόσο και αυτό σημαντικό ως συσπείρωση αλληλεγγύης (από τη οποία προέκυψε και η κατάληψη του City Plaza) και ως πεδίο παρέμβασης. Στην επαρχία, στην Ειδομένη και στα νησιά έγιναν πολύ σημαντικές κινήσεις, μέσα από διάφορα μέτωπα και πρωτοβουλίες. Είναι ουσιώδες να κάνουμε έναν απολογισμό των σημαντικών εμπειριών της οργάνωσης μέσα από την εμπλοκή σε όλα αυτά τα κινήματα, να επενδύσουμε, να τα φέρουμε σε επαφή, να επιμείνουμε σε έναν πολιτικό προσανατολισμό κατανοητό στους ίδιους τους πρόσφυγες και μετανάστες, και ταυτόχρονα ουσιαστικά αντικαπιταλιστικό.

Για το ΛΟΑΤΚΙ* κίνημα

Θα μπορούσε κανείς να πει πολλά πράγματα για αυτά που συνέβησαν το έτος 2015, τόσο στα της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας, όσο και σε ευρύτερο πολιτικό επίπεδο. Αυτό που πρέπει να κρατήσουμε όμως είναι ότι το ισοζύγιο έχει αρνητικό πρόσημο στο τέλος. Η πολυδιαφημιζόμενη και επίδοξη διαχείριση της κατάστασης από την «κυβέρνηση της αριστεράς», έχει να μας παρουσιάσει μόνο ένα θετικό. Την επέκταση του συμφώνου συμβίωσης και για τα ομόφυλα ζευγάρια – αν και με πολλά σκοτεινά νομικά σημεία – τη στιγμή που το ανερχόμενο ΛΟΑΤΚΙ+ κίνημα τα προηγούμενα χρόνια διεκδικούσε προφανώς πολλά περισσότερα από την παρούσα ελάχιστη δικαιωματική κατάκτηση.

Πολύ σημαντική ημέρα, αναμφισβήτητα, η ψήφιση της επέκτασης του συμφώνου συμβίωσης, όχι όμως εντός βουλής, αλλά εκτός. Πλήθος αγωνιστών και αγωνιστριών του ΛΟΑΤΚΙ+ κινήματος, αλληλλέγοι/-ες, πολιτικές οργανώσεις, με την παρουσία τους στην πλατεία Συντάγματος έδειξαν το δρόμο που θα έπρεπε να είχε ακολουθηθεί. Δεν ήταν ημέρα γιορτής, αλλά ημέρα αγώνα για περαιτέρω αστικές διεκδικήσεις, όπως o πολιτικός γάμος για τα ομόφυλα ζευγάρια και για τα πολυσυντροφικά άτομα, η νομική αναγνώριση και κατοχύρωση της ταυτότητας φύλου, η παιδοθεσία κ.ά. Πράγματα που εννοούνται σε ένα σύστημα, όταν όμως δεν μιλάμε για πολίτες 2ης ή 3ης κατηγορίας.

Τους τελευταίους μήνες/χρόνο παρατηρούμε επίσης τη ριζοσπαστική στροφή που κάνουν αρκετές οργανώσεις της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας προς μία συνολικότερη ανάδειξη της διαθεματικότητας που έχουν οι κοινωνικοί αγώνες ενάντια στην καταπίεση και την εκμετάλλευση, στη βάση της ταξικότητας. Ανάμεσα σε όλα που χώρισαν πέρσι αυτές τις πιο πολιτικά ριζοσπαστικές ΛΟΑΤΚΙ+ οργανώσεις από το Athens Pride, με κατάληξη την μη συμμετοχή τους σε αυτό, ήταν και ο παραπάνω λόγος.

Η τρανσφοβία, όμως, που επέδειξε πέρσι η οργανωτική επιτροπή του A.P. ήταν ο κύριος λόγος του μποϋκοτάζ από τις οργανώσεις της κοινότητας. Φέτος παρά την άμβλυνση των περσινών διαφορών, με την συμμετοχή μίας τρανς συλλογικότητας στην οργανωτική επιτροπή, η «συμφιλίωση» φαίνεται να είναι προσωρινή καθώς τα προβλήματα ναι μεν καλύφθηκαν, πάρα ταύτα οι διαφορές φαίνεται να μεγαλώνουν και η διαμάχη μετατίθεται πλέον μέσα στην ίδια την ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα. Χαρακτηριστικό είναι επίσης ότι στην προσπάθεια αυτής της «συμφιλίωσης», το κεντρικό σύνθημα που χρησιμοποιήθηκε για το 2016: «Γυναίκα δεν γεννιέσαι, γίνεσαι/Άντρας δεν γεννιέσαι, γίνεσαι», εκτός του ότι αποτελεί μία αναφορά στην βάση σκέψης της μητέρας του Φεμινισμού Σιμόν ντε Μποβουάρ, επεκτείνεται επιπλέον και στον τρόπο αντίληψης γενικότερα της κοινωνικής κατασκευής των φύλων, μη εστιάζοντας αποκλειστικά στο γυναικείο φύλο αλλά και στο αντρικό. Όμως το παραπάνω μότο φαίνεται να είναι κάπως προβληματικό καθώς αναφέρεται στην ύπαρξη μόνο των δύο φύλων, τη στιγμή που υπάρχουν πολλαπλά φύλα (και τα οποία κοινωνικά δεν αναγνωρίζονται) πέραν του στερεοτυπικού κοινωνικά κατασκευασμένου δίπολου.

Προφανώς δεν θα μπορούσαμε να μιλάμε για την άνοδο της ταξικής συνείδησης αν δεν είχαν προηγηθεί μία σειρά από αγώνες και κινήματα τα τελευταία χρόνια σε όλα τα επίπεδα. Όμως μία «Αριστερά», που θέλει να αυτοπροσδιορίζεται ως τέτοια, ενώ δεν οργανώνει την παρέμβαση της μέσα στην ίδια την κοινωνία και κατ’ επέκταση στην ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα – πόσο μάλλον μέσα στο εργατικό στρώμα της – και φαινομενικά ασχολείται μόνο με τη διαπραγμάτευση με τους δανειστές και την Ε.Ε. για το ύψος των νέων περικοπών των εργατικών εισοδημάτων και παροχών, δεν αποτελεί σύμμαχο, αλλά και το κυριότερο, πρεσβευτή της εργατικής τάξης και των καταπιεσμένων.

Σεξισμός, ομοφοβία και τρανσφοβία κυριαρχούν στη σφαίρα της επίσημης πολιτικής και των εκπροσώπων του κράτους. Φυσική βία και παρενοχλήσεις έχουν δυστυχώς γίνει καθημερινότητα, τόσο για τις γυναίκες όσο και για τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα. Τα χυδαία παραληρήματα από την Εκκλησία και τα ΜΜΕ συνεχίζουν ακάθεκτα. Η επίθεση στη Δημόσια και Δωρεάν Υγεία έχει ως αποτέλεσμα την μη πρόσβαση σε αντιρετροϊκά φάρμακα (που δυστυχώς η χρησιμοποίηση τους έχει ταυτιστεί αποκλειστικά και μόνο με την ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα). Σημαίνει επίσης ότι η διεκδίκηση για πρόσβαση των τρανς ατόμων σε αυτή καθίσταται πλέον ουτοπική. Ταυτόχρονα, η υλοποίηση της ρατσιστικής συμφωνίας μεταξύ Ε.Ε. και Τουρκίας έχει προσθέσει στη λίστα των απελάσεων έναν Σύριο γκέι προς την «ασφαλή» αυτή χώρα.

Σε ανταπάντηση των παραπάνω επιθέσεων, θεσμικών και μη, η ίδια η κοινότητα έχει πάρει πρωτοβουλίες για την ανάδειξη και την αντίσταση απέναντι σε αυτές. Κινήσεις όπως η πάλη ενάντια στην Ισλαμοφοβία, οι αγώνες για τα αντιρετροϊκά φάρμακα, οι νομικές διεκδικήσεις για την ισότητα στις κοινωνικές παροχές από το κράτος, η συμμετοχή σε αντιρατσιστικές εκδηλώσεις και στο αντιφασιστικό κίνημα είναι ελπιδοφόρες από μόνες τους. Όμως, επιβάλλεται η περαιτέρω σύνδεσή τους με ευρύτερες διεκδικήσεις της καταπιεσμένης και εκμεταλλευόμενης εργατικής τάξης, έτσι ώστε όχι μόνο να μη χαθούν ως στιγμιαίες φωτοβολίδες, αλλά και να συμβάλουν στο στρατηγικό στόχο της ενιαίας αντεπίθεσης προς τα καπιταλιστικά συμφέροντα του διχασμού και διαχωρισμού των επιμέρους ταυτοτήτων που μας χαρακτηρίζουν ως υποκείμενα.

Πολιτικές ΛΟΑΤΚΙ+ ομάδες και ανένταχτες αυτόνομες ΛΟΑΤΚΙ+ συλλογικότητες υπάρχουν και δρουν μαζί με τις οργανώσεις της κοινότητας που προσπαθούν να βρουν τη θέση τους σε αυτή την πολιτική και κοινωνική όξυνση. Η δράση τους ποικίλλει, από τη μικρότερη κλίμακα αντίστασης, μέχρι τη μεγάλη εικόνα. Για παράδειγμα, η ομάδα φύλου και σεξουαλικού προσανατολισμού της ΑΝΤΑΡΣΥΑ προσπάθησε να αναδείξει τα κοινά χαρακτηριστικά που έχει ο αγώνας της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας με τις υπόλοιπες πολιτικές απαντήσεις σε μεγάλη κλίμακα, που έπρεπε να δοθούν. Το έκανε με την παρουσία σε κινητοποιήσεις όπως: πορείες ενάντια στην λιτότητα μαζί με εργατικά σωματεία, οι περσινές πορείες για το τριπλό ΌΧΙ στο δημοψήφισμα, στον Έβρο ενάντια στο Φράχτη, έξω από τον Κορυδαλλό στη δίκη των νεοναζί της Χρυσής Αυγής, στις εκδηλώσεις εναντίον του ρατσισμού και του φασισμού και υπέρ των μεταναστών και των προσφύγων. Επίσης, η τοποθέτηση της ΑΔΕΔΥ ενάντια στην ομοφοβία και υπέρ των ΛΟΑΤΚΙ+ δικαιωμάτων, αλλά και η καθημερινή παρουσία, σε εργατικούς χώρους και σωματεία, της κουλτούρας ενάντια στο σεξισμό, στην ομοφοβία, στην τρανσφοβία και στη γενικότερη καταπίεση με βάση το φύλο και το σεξουαλικό προσανατολισμό, είναι σημαντικά βήματα.

Μία σειρά από νίκες και ΛΟΑΤΚΙ+ κατακτήσεις (μικρές ή μεγάλες) εντός των εργατικών κινημάτων, αλλά και η ταυτόχρονη στροφή της πλειοψηφίας της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας προς τον αγώνα για τον δικό της αυτοπροσδιορισμό με κοινωνικά υλικούς και άυλους όρους, έχει οδηγήσει στην αλληλεπίδραση και την επικοινωνία μεταξύ αυτών των δύο χώρων. Ένας δίαυλος επικοινωνίας με καθημερινή πρακτική, αλλά και με το όραμα εκείνης της συνεργασίας των απεργών ανθρακωρύχων με το «Gay Pride», το 1985 στην Αγγλία της «Θατσερικής» νεοφιλελεύθερης πολιτικής. Μίας παρόμοιας πολιτικής που ακολουθείται στα μνημονιακά χρόνια, και πολύ πιο σκληρά τον τελευταίο χρόνο από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Τα «ψίχουλα» δικαιωμάτων που παρέχει, δεν φτάνουν για να αναιρέσουν την καταπίεση, το σεξισμό και την εκμετάλλευση. Με την ελεύθερη πτώση των μισθών, την επισφάλεια και τη μαύρη εργασία, την απελευθέρωση των απολύσεων, την καλπάζουσα ανεργία, τον αντι-ασφαλιστικό νόμο, την κατακόρυφη άνοδο των τιμών και της φορολογίας, το ξεπούλημα της δημόσιας και οσονούπω της μικρής ιδιωτικής περιουσίας μέσω των πλειστηριασμών και των funds, τη σκληρή καταστολή και το τσάκισμα όσων αντιστέκονται, η σημερινή κυβέρνηση δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τις προηγούμενες κυβερνήσεις.

Η Ελλάδα και η Ευρώπη της ευημερίας, του «πολιτισμού» και των «δημοκρατικών δικαιωμάτων», δείχνουν το αληθινό πρόσωπο τους, μέσω της λιτότητας, του ρατσισμού και του πολέμου. Και σε αυτά χρειάζεται να πάρουμε θέση. Η τεράστια αλληλεγγύη και το κίνημα υπεράσπισης των προσφύγων και μεταναστών, οι αγώνες διεθνώς ενάντια στη λιτότητα και τις διακρίσεις, η άνοδος του αντιφασιστικού κινήματος, είναι μόνο μερικοί σταθμοί που δείχνουν τον δρόμο. Στη Γαλλία, ο εκρηκτικός Μάης και όλο το προηγούμενο διάστημα των κινητοποιήσεων που ξέσπασαν με αφορμή τον εργατικό νόμο του Ολάντ αποδεικνύουν ότι υπάρχει η δύναμη στο δρόμο για να αναχαιτιστεί και να περιθωριοποιηθεί το φασιστικό μόρφωμα της Λεπέν. Χαρακτηριστικό είναι, τέλος, ότι για πρώτη φορά φέτος στο Pride του Παρισιού θα υπάρξει δυναμική και πολιτικά ριζοσπαστική κινητοποίηση με σκοπό να αναδειχτεί η ανάγκη διασύνδεσης των πολλαπλών αγώνων μέσα στην κοινωνία. Κάτι που δεν είναι εντελώς ξέχωρο από την ιστορική φύση του ίδιου του Pride, ενάντια στην εμπορευματοποίηση και το χαρακτήρα γιορτής/φεστιβάλ που έχει τα τελευταία χρόνια.

Να θυμηθούμε το «Stonewall», την αφετηρία του σύγχρονου ΛΟΑΤΚΙ+ κινήματος, και μέρα διεκδίκησης και οργάνωσης των αγώνων μας. Μία μέρα περηφάνιας, όχι μόνο για να «γιορτάσουμε» την διαφορετικότητά μας, αλλά και για να γίνουμε κομμάτι του συνολικότερου κινήματος αμφισβήτησης και αντίστασης στο σύστημα που μας καταπιέζει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου