Τετάρτη 13 Απριλίου 2016

Τοποθέτηση Της Φοιτητικής Ομάδας Της ΟΚΔΕ-Σπάρτακος Για Τη Συγκυρία Και Τα Καθήκοντα Των Σχημάτων Της ΕΑΑΚ Σήμερα

Διανύουμε την περίοδο που εμφανίζει τις πιο ενδιαφέρουσες και πολύμορφες εκφάνσεις της ταξικής πάλης στην ιστορία του πρόσφατου ελληνικού εργατικού κινήματος. Η κυβέρνηση ΣΥ.ΡΙΖ.Α.-Αν.Ελ., η πιο πρόσφατη εναλλακτική της πολιτικής λιτότητας των ΕΕ-ΔΝΤ, αδυνατεί να βρει ένα συνολικό βηματισμό ψήφισης και εφαρμογής των μνημονιακών πολιτικών, όπως και οι προηγούμενες κυβερνήσεις που προέκυψαν κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης. Παράλληλα, ο παράγοντας του τεράστιου προσφυγικού κύματος παρεμβαίνει με χαώδη τρόπο στα πλάνα των «από πάνω», εγείροντας τα αντανακλαστικά της ιστορικής μνήμης, αποκαλύπτοντας ένα μεγάλο κύμα έμπρακτης αλληλεγγύης προς τον απανταχού διωκόμενο. Μέσα σε αυτή την στιγμιαία ανεξέλεγκτη περίοδο για το σύστημα, ανοίγεται η προοπτική για ένα συνολικό κίνημα ικανό να παγώσει την αστική πολιτική και να αποπειραθεί, μέσα σε λίγο μόνο χρόνο, να ανακαταλάβει όλα όσα καταργήθηκαν με νόμους και διατάξεις την τελευταία εξαετία.


Το φοιτητικό κίνημα μπορεί να είναι ταγός αυτού του συνολικού κινήματος. Τα χαρακτηριστικά που διαμορφώνονται στη νέα συνείδηση του φοιτητικού σώματος προσομοιάζουν ολοένα και πιο γοργά την συνείδηση του νέου επισφαλούς και πάντα εν δυνάμει ανέργου. Αυτή η νέα κατάσταση μπορεί να επιδράσει με διττό τρόπο στην επόμενη φάση αυτής της συνείδησης. Αν οι επαναστατικές δυνάμεις αξιοποιήσουν αυτή την κατάσταση για να αποδομήσουν την συντεχνιακή προοπτική του ατομικού δρόμου, και κατ’ επέκταση να καταδείξουν την αποτυχία της κυρίαρχης ιδεολογίας, αυτή η αυθόρμητη αμφισβήτηση μπορεί να μετασχηματιστεί σε ταξική συνείδηση και να αποτελέσει το πιο αποτελεσματικό δυναμικό για τις σκληρές ταξικές αντιπαραθέσεις που θα προκύψουν αναπόφευκτα το επόμενο διάστημα. Αν όμως οι επαναστατικές δυνάμεις υποτιμήσουν αυτή την αμφισβήτηση και εγκολπώσουν οι ίδιες την ηττοπάθεια που ρίπτει την ευθύνη της απόγνωσης στις πλάτες της «νέας γενιάς», ένας μεγάλος γύρος συμβιβασμών είναι μπροστά μας, και οι όροι των μελλοντικών αντιπαραθέσεων θα είναι όλο και πιο δυσμενείς.

Γι’ αυτό και πρωταρχικό καθήκον μας είναι να μεταφέρουμε, με τον πιο αποδοτικό τρόπο, την ανεξέλεγκτη για το ελληνικό κράτος κατάσταση που επικρατεί σε ολόκληρη την επικράτεια, δίνοντας το σύνθημα για ταξική αλληλεγγύη στα θύματα του πολέμου, αλλά και σε όσους επιδιώκουν να ξεφύγουν από τις ιμπεριαλιστικές συγκρούσεις ή την οικονομική εξαθλίωση. Προκειμένου να αμφισβητηθούν μέσα από τις πρωτοβουλίες αλληλεγγύης όλα τα πατριωτικά κατάλοιπα όπου προκύπτουν, πάντα στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων του «ανώτερου ελληνικού έθνους», εκτός από την αναγκαία για τους κομμουνιστές ρητορεία που εκθέτει τις ιμπεριαλιστικές συγκρούσεις και τον ρόλο τους στην υπηρεσία των τοπικών και περιφερειακών καπιταλιστικών κέντρων, πρέπει να φέρουμε την αντίθεση και στην ίδια την συμπεριφορά του δικού μας αστικού κράτους και στο ρόλο του στην παγκόσμια αλυσίδα. Η υπεράσπιση του δικαιώματος των καταπιεσμένων ανά τον κόσμο να διέρχονται τα σύνορα μεταξύ κρατών συνεχίζεται με την διεκδίκηση από μέρους μας της κάλυψης των αναγκών τους τόσο σε υλικό επίπεδο (τροφή, στέγαση, περίθαλψη), όσο και σε νομικό, με πλήρη πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα. Τοποθετήσεις που επαναφέρουν τις διεκδικήσεις στα όρια του εφαρμόσιμου και εφικτού (ανεπάρκεια πόρων του ελληνικού κράτους για παροχές σε πρόσφυγες) αδυνατούν να αντιληφθούν τη δυναμική για συνολικότερες ανακατατάξεις, η οποία ενυπάρχει στην κατάσταση. Ακόμα χειρότερα, θέτει τις κανονικότητες του κράτους και της καπιταλιστικής οικονομίας (“δεν χωράνε όλοι”) πάνω από τα δικαιώματα της εργατικής τάξης (ελευθερία της μετανάστευσης). Οι πρόσφυγες αποτελούν δυναμικό στο οποίο απευθυνόμαστε με όρους ταξικής ενότητας, ένας ισχυρισμός που επιβεβαιώθηκε και από την πραγματικότητα με τη μαζική αντιρατσιστική κινητοποίηση στις 30/3.

Την ίδια στιγμή, στοχεύοντας να βαθύνουμε το χάσμα σταθεροποίησης που επιχειρεί να προσποιηθεί η κυβέρνηση , είναι κρίσιμο να αναλύσουμε τις επιπτώσεις του νέου ασφαλιστικού. Η τελική του μορφή δεν είναι γνωστή ακόμα, όμως οι βασικοί του άξονες είναι προφανείς: μείωση συντάξεων, κατάργηση του ΕΚΑΣ, αύξηση των ορίων ηλικίας για συνταξιοδότηση, αυξήσεις εισφορών και ενοποιήσεις ταμείων που θα εξισώσουν όλα τα δικαιώματα προς τα κάτω. Μια ελάχιστη σύνταξη λίγο πάνω από 300 ευρώ θα είναι εγγυημένη από το κράτος, και ο,τιδήποτε πάνω από αυτό γίνεται πλήρως ανταποδοτικό, ακυρώνοντας κάθε αναδιανεμητική λειτουργία που υπήρχε μέχρι τώρα. Η διάλυση του ασφαλιστικού δεν προδιαγράφει μόνο ένα σκοτεινό εργασιακό μέλλον για τη νεολαία, αλλά πολύ πιο άμεσα από όσο πιστεύεται: η επιμήκυνση του εργασιακού βίου κάνει την ανεργία ακόμα μεγαλύτερη, η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη χάνεται τώρα, και όχι στη μακρινή εποχή της συνταξιοδότησης.

Όλα αυτά προετοιμάζουν την κατάσταση για την έκρηξη που είναι αναπόφευκτο να προκύψει στον ίδιο τον χώρο της παιδείας. Η υποχρηματοδότηση των ιδρυμάτων θα συνεχιστεί και μάλιστα θα εξαρτάται από την επίδοση τους, δηλαδή πόσο αυτά θα συμμορφώνονται στην αγορά εργασίας και στις επιταγές του κεφαλαίου. Η μείωση της κρατικής χρηματοδότησης θα ενισχύσει την ανάγκη ιδιωτικού κεφαλαίου με αναμενόμενα ανταποδοτικά κριτήρια. Στην περίοδο της κρίσης, τα προγράμματα σπουδών γίνονται ευέλικτα και προσαρμόσιμα στην γενικευμένη επισφάλεια. Η συνεχής μετεκπαίδευση και δια βίου εξειδίκευση, μπορεί να σημαίνει μόνο διασπασμένα προγράμματα σπουδών σε bachelor, master, τεχνολογικά ιδρύματα διαφορετικών ταχυτήτων κλπ.

Ειδικότερα, αναφορικά με την επίθεση που δέχονται οι φοιτητές/τριες των ΤΕΙ, ένα σχέδιο Αθηνά 2 θα συγχωνεύσει σχολές, απολύσει προσωπικό, και αναμενόμενα θα επιχειρήσει να δημιουργήσει μια αναδιανομή στην πρόσβαση των σχολών, πιέζοντας την κυριότερη μάζα των εισακτέων προς σχολές με συνεχώς λιγότερες προοπτικές σε εργασία με μονιμότητα και ασφάλεια. Είναι προφανές ότι αυτό το Υπουργείο πασχίζει να εφαρμόσει με τον βέλτιστο τρόπο την διαδικασία που εδώ και πάνω από μια δεκαετία επιχειρείται συντεταγμένα από όλες τις κυβερνήσεις και κεντρικά από την ΕΕ. Μια διαδικασία που σκληρύνει βάναυσα τους ταξικούς φραγμούς, θα αποξενώσει ακόμη πιο σκληρά τα αντικείμενα, και προκειμένου να καταφέρει όλα αυτά, θα προσπαθήσει να αντιμετωπίσει τις πρακτικές των όσων του αντιπαρατεθούν βάζοντας συνολικά το φοιτητικό κίνημα απέναντι. Καθήκον μας είναι να συγκροτήσουμε τους φοιτητικούς συλλόγους σε επίπεδο συλλογικών διαδικασιών πάνω σε όλα αυτά τα ζητήματα, απαντώντας πολιτικά σε μια σειρά ερωτημάτων που περιμένουν μια ολόκληρη αριστερά να βγει μπροστά και να πάρει την θέση της αντεπίθεσης.

Το φοιτητικό κίνημα που είναι αναγκαίο για να μετατρέψει την αναμενόμενη οργή σε μια τέτοια ταξικά προσημασμένη κίνηση είναι αδιαμφισβήτητα εξαρτημένο από ένα φοιτητικό πολιτικό μόρφωμα που θα αξιώνει να σηκώσει τείχος ενάντια σε κάθε λογική κατευνασμού των αντιπαραθέσεων που θα επιχειρήσει η κυβέρνηση, η οποία εκλέχτηκε στη βάση της υποταγής στη διαπραγμάτευση και της αποδοχής της ταξικής ήττας. Το πολιτικό περιεχόμενο, επομένως, για να ριζώσει ένα, στην προκειμένη περίπτωση φοιτητικό, κίνημα είναι να αμφισβητήσει συνολικά τη διαπραγμάτευση και την συνδιαμόρφωση στις αποφάσεις των αστικών και υπερεθνικών μηχανισμών, μαζί με το συνολικό αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα μεταβατικών διεκδικήσεων.

Με ένα ανάλογο τρόπο αυτή η αντιπαράθεση περνάει και στα ερωτήματα της φοιτητικής αριστεράς. Οι παραδοσιακές διαφωνίες που υπήρχαν ανάμεσα στα ρεύματα του φοιτητικού κινήματος πολλές φορές κατέληγαν στον ρόλο της ΕΕ, ωστόσο η διαφωνία δεν υπήρξε στο κατά πόσο η ΕΕ έχει αντιδραστική κατεύθυνση ή όχι, κατεύθυνση διάλυσης των εργασιακών δικαιωμάτων και υπερασπιστής της διαδικασίας της Μπολόνια στα Πανεπιστήμια, αλλά στο κατά πόσο αυτός ο μηχανισμός είναι διαμορφώσιμος με αλλαγή των συσχετισμών στο εσωτερικό του. Εκεί διαφωνήσαμε κάθετα με ένα κομμάτι της αριστεράς που αρνήθηκε να δει την μονομέρεια του μηχανισμού. Κατά έναν ανάλογο τρόπο, η διαφωνία μεταφέρθηκε στο κοινοβούλιο και τον ρόλο μιας πιθανής αριστερής κυβέρνησης το διάστημα πριν και κατά την διάρκεια της κυβέρνησης ΣΥ.ΡΙΖ.Α.-Αν.Ελ. Και πάλι η πιθανότητα κάποιας μετατόπισης σε επίπεδο κοινοβουλίου ήταν αυτή που διαχώρισε τις τοποθετήσεις. Με τη χρεοκοπία του ΣΥ.ΡΙΖ.Α., ωστόσο, δεν επήλθε και η χρεοκοπία της πολιτικής που τον ανέδειξε, από το κομμάτι του κινήματος που πάσχισε μια προηγούμενη περίοδο για την ανάδειξη αυτής της κυβέρνησης.

Εκτός από το φάσμα των θέσεων σε επίπεδο διακήρυξης, οποιαδήποτε πολιτική συνεργασία είναι ευνόητο ότι πρέπει να είναι ικανή να δικαιολογήσει αυτή την πολιτική συμφωνία σε επίπεδο πρακτικής απόληξης. Σε αυτό το επίπεδο, εξάλλου, είναι που διαχωρίζονται οι δυνάμεις που αντιμετωπίζουν το κίνημα ως μοναδική προέκταση της πολιτικής τους δράσης και οι ευκαιριακοί παρατηρητές της ταξικής πάλης. Οι υπαρκτές διαφορές στο κίνημα σήμερα εμφανίζονται όχι μόνο σε σύγκριση με τους αγωνιστές των Αρ.Εν-Αρ.Δι.ν, αλλά συνολικά με τις δυνάμεις της Λαϊκής Ενότητας, και αυτό δεν μπορεί να παραβλέπεται. Παρόλα αυτά, δρομολογείται από το σύνολο των δυνάμεων και οργανώσεων που προτρέχουν σήμερα σε μια τέτοια συγκόλληση, η συγκάλυψη αυτής της απόστασης και η ανάδειξη μιας τακτικής πολιτικής συμφωνίας ως καίριας για μια τέτοια συμμαχία. Αυτό δεν μπορεί παρά να υπονομεύει βαθιά όχι μόνο το μόρφωμα Ε.Α.Α.Κ. και την κατεύθυνσή του, αλλά και μια σειρά αγωνιστών και αγωνιστριών που στρατεύτηκαν στη βάση του πόλου μιας άλλης αριστεράς, που δίνει τον πρώτο και κυρίαρχο λόγο στην βούληση των Γενικών Συνελεύσεων και δεν χωράει συνδιαχειριστικές λογικές στην τακτική του.

Το αίτημα για διεξαγωγή “δημοκρατικής επιτροπής διαλόγου”, η συνδιαμόρφωση προγραμμάτων σπουδών ενός συστήματος γνώσης που είναι φτιαγμένο στα μέτρα των κυρίαρχων, η στρατηγική της συνδιοίκησης (δηλαδή της συνδιαχείρισης ενός αστικού θεσμού όπως είναι το πανεπιστήμιο) και η επίκληση στον τρόπο λειτουργίας του Πανεπιστημίου πριν το Νόμο Διαμαντοπούλου είναι λογικές με τις οποίες ένα αντικαπιταλιστικό μόρφωμα δεν μπορεί να συνδιαμορφώσει. Αποδεικνύεται ότι κυριαρχεί επικίνδυνη σύγχυση ως προς την αντιμετώπιση που αρμόζει σε Κυβέρνηση/Υπουργείο Παιδείας, αλλά και συνολικότερη διάσταση απόψεων για την ίδια την φύση του Πανεπιστημίου, το ρόλο των μελών ΔΕΠ, της γνώσης που παράγεται. Αυτές οι διαφωνίες είναι τόσο στιβαρές που δεν μπορούν παρά να διαχωρίσουν τις τακτικές επιλογές μας ακόμα και στην πρωταρχική φάση μιας κινηματικής διεργασίας (όσο και αν σωστά επιδιώκουμε την κοινή δράση όλων των αγωνιζόμενων δυνάμεων), πόσο μάλλον στις φοιτητικές εκλογές. Καμία επίκληση στα άμεσα πολιτικά επίδικα, ούτε σε ακίνδυνες προγραμματικές επιμέρους συγκλίσεις, δεν μπορούν να γεφυρώσουν το χάσμα, δείχνουν ωστόσο μια στρεβλή αντιμετώπιση ολόκληρου του χώρου γύρω από το ζήτημα, κάτι που δεν μπορεί παρά να αντιβαίνει με μια στην περίοδο.

Διανύουμε μια κρίσιμη καμπή της ιστορίας για το μέλλον των αγώνων σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Αν κρατάμε κάτι ως κεκτημένο από τις πρωτόγνωρες εικόνες των αντανακλαστικών που εγέρθηκαν στην κρίση είναι η αναγκαιότητα της γείωσης του αντικαπιταλιστικού προγράμματος μεταβατικών διεκδικήσεων από το επίπεδο της προπαγάνδας των πολιτικών μορφωμάτων σε κομμάτι της καθημερινής ατζέντας του μαχόμενου δυναμικού που θα σημάνει μια νέα αρχή. Το πρόγραμμα αυτό, γύρω από το οποίο παλεύουμε για να συσπειρώσουμε όλη την ανυπόταχτη αριστερά, διαθέτει ως πυλώνα την πρόταση εξουσίας που είναι ικανή να διαχωριστεί πλήρως από οποιαδήποτε οπισθοχώρηση κάνει ο αστικός κρατικός μηχανισμός για να διατηρήσει το status quo (όπως ήταν ιστορικά η παραχώρηση της συνδιοίκησης). Αυτή η πρόταση εξουσίας είναι ο εργατικός έλεγχος και διαχωρίζει ακόμα τις νικηφόρες γραμμές του κινήματος από τις συνταγές της ενσωμάτωσης. Σε αποφασιστικές στιγμές στην ιστορία του φοιτητικού κινήματος έχει αποδειχθεί ότι αντικαπιταλιστική λογική και αυτοοργάνωση δεν συμβαδίζουν απαραίτητα για τους αγωνιστές και τις αγωνίστριες. Επιλέγουμε αυτή τη σύνδεση, ως το μοναδικό δρόμο για να μπορέσουν οι μελλοντικές φωνές αντίστασης να μετουσιωθούν σε ενεργούς συντελεστές της αντικαπιταλιστικής ανατροπής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου