Δευτέρα 4 Απριλίου 2016

Οι Προοπτικές Της ΑΝΤΑΡΣΥΑ Μετά Την 3η Συνδιάσκεψη / Της Ζέττα Μελαμπιανάκη


Είμαστε σε κρίσιμη περίοδο. Η κυβέρνηση εξακολουθεί να βρίσκεται σε δύσκολη θέση ενώ καμία σταθεροποίηση από την κρίση και τη διαχείρισή της δεν διαφαίνεται. Οι κινητοποιήσεις της τελευταίας περιόδου που κορυφώθηκαν στις 4 του Φλεβάρη με μεγάλες διαδηλώσεις σε όλη τη χώρα, απέδειξαν ότι οι συνεχιζόμενες αντιστάσεις επανακάμπτουν και εμπλουτίζονται με κινητοποίηση μικρών και μεσαίων αγροτών των φτωχών αυτοαπασχολούμενων, των μισθωτών επιστημόνων των εργαζομένων με μπλοκάκι. Η τεράστια ενεργή συμπαράσταση του εργαζόμενου λαού προς τους πρόσφυγες και τους μετανάστες, μαζί με την απαίτηση του κινήματος για ανοιχτά σύνορα - να πέσει ο φράχτης του Έβρου, είναι απόδειξη ότι το χαρτί του κοινωνικού αυτοματισμού και της διάσπασης δεν περνάει εύκολα, σε μια εργατική τάξη που έχει δώσει σκληρούς αγώνες τα τελευταία πέντε χρόνια. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες μια από τις πλευρές που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν καθοριστικά και να γείρουν την πλάστιγγα υπέρ του εργατικού κινήματος, είναι η ανεξάρτητη συγκρότηση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς και η συσπείρωση του μεγαλύτερου δυνατού αγωνιστικού δυναμικού. Γι’ αυτό είναι αναγκαία η ανασυγκρότηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

Με την πραγματοποίηση της 3ης Συνδιάσκεψης, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, απέδειξε ότι έχει πραγματική γείωση στον κόσμο της πρωτοπορίας, στον κόσμο του αγώνα και των κινημάτων. Ότι πράγματι αποτελεί ρεύμα στην ελληνική κοινωνία και ότι αυτό δεν μπορεί να υποτιμηθεί. Περίπου 3500 μέλη, 2800 πήραν μέρος στις προσυνεδριακές διαδικασίες και εξέλεξαν ένα σώμα 950 αντιπροσώπων. Τα νούμερα αυτά δείχνουν ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αναπλήρωσε στο αριθμητικό επίπεδο τη διάσπαση και το τραύμα που αυτή είχε δημιουργήσει.

Είναι θετικό ότι σε αυτή τη συνδιάσκεψη τέθηκαν και με ένα τρόπο συζητήθηκαν όλα τα ζητήματα που γεννάει η περίοδος. Δεν λύθηκαν όμως.

Πολλοί σύντροφοι/σσες λένε ότι ένα από τα αρνητικά σημεία είναι ότι δεν υπήρξε αποτίμηση και συνήθως εννοούν την εμπειρία της συμπόρευσης ΑΝΤΑΡΣΥΑ-ΜΑΡΣ, που κατά την άποψη μου ήταν σαφώς αρνητική, αλλά υπάρχει και μια άλλη πτυχή αποτίμησης που δεν έγινε: Δεν υπήρξε αποτίμηση για τη συνεργασία με το ΕΕΚ και είναι μεγάλο έλλειμμα. Μετά την εκλογική συνεργασία με το ΕΕΚ που σε μια δύσκολη στιγμή για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ έδειξε ότι το εγχείρημα έχει δυναμική είναι πρόβλημα να μην υπάρχει συζήτηση – εκτίμηση αν αυτή η συνεργασία ήταν θετική και αν θα έχει συνέχεια.

Αρνητικό είναι επίσης το γεγονός ότι στη διαδικασία των ψηφοφοριών για τις αποφάσεις καταγράφηκε πόλωση. Για πρώτη φορά οι αποφάσεις δεν πάρθηκαν συναινετικά. Ενώ το κείμενο των θέσεων είχε πολύ μεγαλύτερη συναίνεση (σαν εισηγητικό κείμενο), δεν υπήρξε η ίδια προσπάθεια για το σχέδιο απόφασης και διαμορφώθηκε ένα μπλοκ πλειοψηφίας και ένα μειοψηφίας, το οποίο και καταψήφισε. Η ενότητα, προϋποθέτει εξαντλητική συζήτηση και να παίρνει ο ένας υπόψη του την άποψη του άλλου, να μπορεί να αναγνωρίζει και η μειοψηφία τον εαυτό της στις αποφάσεις.

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι ότι πολυτιμότερο έχει δημιουργήσει – οικοδομήσει μέχρι σήμερα η Αντικαπιταλιστική Αριστερά στην Ελλάδα και όχι μόνο στην Ελλάδα. Γι αυτό είναι κρίσιμο να προχωρήσει παρακάτω.

Το κεντρικό ζήτημα του συνεδρίου ήταν το θέμα των συνεργασιών. Γύρω από αυτό περιστρέφονται όλα τα υπόλοιπα. Το θέμα αυτό είναι σημαντικό γιατί εμπεριέχει προγραμματικές κατευθύνσεις και ενδεχομένως στρατηγικές διαφορές.

Το ζήτημα που τίθεται είναι πραγματικό. Δεν προκύπτουν οι προγραμματικές και στρατηγικές διαφορές μέσα εσωτερικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ από ακατανόητους οπορτουνισμούς αλλά προκύπτουν από την πραγματικότητα η οποία βάζει το ερώτημα με ποιόν τρόπο οι επαναστάτες, οι αντικαπιταλιστές θα αντιμετωπίσουν την επιρροή του ρεφορμισμού μέσα στο κίνημα και την τάξη. Αυτό είναι το ερώτημα. Δεν είναι όμως όλες οι απαντήσεις ίδιες. Και μάλιστα σε μια περίοδο όπου η κατάσταση είναι ιδιαίτερα απαιτητική, το τοπίο στη ρεφορμιστική αριστερά δεν είναι «τακτοποιημένο» όπως παλιά. Τα ρεφορμιστικά κόμματα (και ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ) περνούν κρίση. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει διασπαστεί. Τόσο η ΛΑΕ όσο και τα υπόλοιπα κομμάτια οργανώσεων και αγωνιστών/τριων που έχουν προκύψει από τη διάσπαση του δεν έχουν σταθεροποιηθεί και αποκρυσταλλωθεί. Και κυρίως, υπάρχει ένας κόσμος στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ που καταγράφηκε στις τελευταίες εκλογές, είναι όλοι αυτοί που ψήφισαν ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ΛΑΕ, ΚΚΕ ή έριξαν λευκό-άκυρο από τα αριστερά. Η επαναστατική αριστερά πρέπει να προβληματιστεί με σκοπό να διαμορφώσει τις προϋποθέσεις για να ηγεμονεύσει σ’ αυτό το τοπίο.

Δυστυχώς οι απαντήσεις που δώσαμε, ως ΑΝΤΑΡΣΥΑ, σε αυτή την πραγματικότητα, κατά την τελευταία περίοδο, ήταν εγκλωβισμένες ανάμεσα σε μια προσαρμογή στο ρεφορμισμό από τη μια μεριά και σε μια ανικανότητα να επεξεργαστούμε μια τακτική ενιαίου μετώπου για την προσέλκυση των πρωτοπόρων τμημάτων της εργατικής τάξης από την άλλη. Και αυτό δεν το έχουμε λύσει. Πρέπει τουλάχιστον να το συζητήσουμε σοβαρά. Υπάρχει η μία πλευρά η οποία λέει να κάνουμε συνεργασίες και πρέπει αυτές να είναι εφ όλης της ύλης και συνδικαλιστικές και κινηματικές και εκλογικές και πολιτικές. Και υπάρχει και η άλλη πλευρά που λέει ότι ακριβώς γι αυτό το λόγο δεν πρέπει να κάνουμε καμιά συνεργασία, γιατί οποιαδήποτε συνεργασία καταλήγει τελικά σε πολιτική συνεργασία για το κοινοβούλιο, για τις εκλογές.

Όμως η πραγματικότητα είναι λιγάκι πιο σύνθετη.

Τι πρέπει να κάνουμε λοιπόν;

Η γνώμη μου είναι ότι δεν χρειαζόμαστε κανένα Νέο Πολιτικό Μέτωπο.

Δεν χρειάζεται να ψάχνουμε νέο μέτωπο-στο-μέτωπο, στο οποίο η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα είναι υποσύνολο και για να συμμετάσχει σε αυτό θα περικόψει το αντικαπιταλιστικό προγραμματικό της κεκτημένο. Η λογική της «μπαμπούσκας» οδηγεί στη διάλυση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε ένα ευρύτερο μόρφωμα ριζοσπαστικής αριστεράς. Για το λόγο αυτό κρίνω τελείως αρνητική την εμπειρία της λεγόμενης συμπόρευσης και της συνεργασίας ΑΝΤΑΡΣΥΑ-ΜΑΡΣ.

Το πρώτο ζήτημα λοιπόν, είναι να επιχειρήσουμε άμεσα και γρήγορα την μετεξέλιξη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ από μέτωπο σε ενιαίο πολυτασικό πλουραλιστικό πολιτικό φορέα. Με κανονική λειτουργία (που δεν έχει) με βάθεμα της πολιτικής της επεξεργασίας του αντικαπιταλιστικού της προγράμματος με δημοκρατική λειτουργία (που δεν έχει), με ανοιχτή συζήτηση και ανοιχτά μυαλά.

Παράλληλα, προχωράμε σε όλες τις αναγκαίες τακτικές συνεργασίες είτε κινηματικού είτε πολιτικού χαρακτήρα με ένα και μοναδικό κριτήριο: ότι αυτές θα υπηρετούν με συγκεκριμένο τρόπο την ανάπτυξη των αγώνων και την νικηφόρα πάλη του εργατικού κινήματος και των κοινωνικών κινημάτων.

Στις συνεργασίες αυτές είναι απαραίτητη η οργανωτική, προγραμματική και πολιτική αυτοτέλεια της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, και όχι η συγχώνευσή της σε ένα νέο πλατύτερο μέτωπο.

Εφόσον προχωρούν τακτικές συνεργασίες τέτοιου πολιτικού ή κινηματικού χαρακτήρα θα μπορούσε ενδεχομένως να υπάρξει και εκλογική συνεργασία με τις δυνάμεις εκείνες που ανταποκρίνονται σε μια τέτοια κατεύθυνση αλλά χωρίς αυτό να σημαίνει ούτε κοινό πολιτικό φορέα ούτε κοινό πολιτικό μέτωπο και πάλι με την προϋπόθεση της πολιτικής –προγραμματικής-οργανωτικής αυτοτέλειας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

Τέλος, οι πολιτικές συνεργασίες με προγραμματικά χαρακτηριστικά –τα πολιτικά μέτωπα- , προκύπτουν ανάμεσα σε εκείνες τις πολιτικές δυνάμεις του εργατικού κινήματος που σπάνε από τον ρεφορμισμό και ξεκαθαρίζουν μέσα από την υλοποίηση του Ενιαίου Μετώπου, στην κατεύθυνση της αντικαπιταλιστικής ανατροπής και της αποδοχής του μεταβατικού προγράμματος.

Πρόκειται για μια προσέγγιση της λογικής του Ενιαίου Μετώπου για την περίοδο στην οποία βρισκόμαστε. Αυτή η προσέγγιση, έχει δύο στοιχεία: οι κινηματικού και πολιτικού χαρακτήρα πρωτοβουλίες προς τις δυνάμεις της ριζοσπαστικής ρεφορμιστικής αριστεράς έχουν δύο πλεονεκτήματα. Το πρώτο είναι ότι πιέζουν τις γραφειοκρατικές ηγεσίες τους και τις υποχρεώνουν να πάρουν θέση πάνω στα συγκεκριμένα ζητήματα στα οποία η ΑΝΤΑΡΣΥΑ παίρνει την πρωτοβουλία να προτείνει συγκεκριμένη κοινή δράση. Η θέση αυτή δεν είναι δωρεάν, γιατί το κριτήριο είναι η πράξη. Αν αυτές οι πρωτοβουλίες υλοποιούνται και γίνονται δράση, τότε κερδίζουμε «το μεγάλο», δηλαδή την κινητοποίηση του μεγαλύτερου δυνατού μέρους της τάξης που είναι αυτό που επιδιώκουμε. Γιατί έτσι δημιουργείται η δυνατότητα να κερδηθούν νίκες στο πεδίο της ταξικής πάλης και να αλλάξουν συνειδήσεις. Εάν οι πρωτοβουλίες δεν βρίσκουν ανταπόκριση, τότε κερδίζουμε αποκαλύπτοντας πολύ συγκεκριμένα στον δικό τους τον κόσμο πόσο ανίκανες είναι αυτές οι γραφειοκρατικές ηγεσίες και τον τραβάμε στην κοινή δράση με τη δική μας πλευρά.

Όμως, προϋπόθεση είναι ότι η συγκροτημένη και οργανωμένη αυτή προσπάθεια για να είναι αποτελεσματική, θα πρέπει να λειτουργήσει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

Για τη λειτουργία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

Η προοπτική της οργανωτικής και πολιτικής εμβάθυνσης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει οπισθοχωρήσει. Οι οργανωμένες συνιστώσες της έχουν μπει στη διαδικασία της κομματικής οικοδόμησης εγκαταλείποντας την προοπτική μετεξέλιξης του εγχειρήματος. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ προσδιορίζεται ως το αντικαπιταλιστικό μέτωπο (γύρω από το κόμμα), με βάση το οποίο θα φτιαχτεί ένα νέο ευρύτερο μέτωπο. Είναι μια προοπτική που δεν πρέπει να επιτρέψουμε. Η προοπτική μας πρέπει να είναι η οικοδόμηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και η αντικαπιταλιστική ανασύνθεση. Η εμβάθυνση του προγράμματος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, η ενοποίηση της δράσης και της λειτουργίας της και όχι η παγίωσή της ως εκλογικού μετώπου με ταυτόχρονη αναβάθμιση των στενών κομματικών οικοδομήσεων.

Πρέπει να πάμε σε μια λογική στη λειτουργία που να επιτρέπει τη μεγαλύτερη επικοινωνία και ζύμωση ανάμεσα στα μέλη των οργανώσεων. Δεν είναι μυστικό ότι υπάρχουν διαφορετικές απόψεις στα μέλη της ίδιας οργάνωσης που δεν εκφράζονται προς τα έξω και αυτό δεν βοηθάει να γίνει πραγματική συζήτηση. Δεν βοηθούν επίσης αφορισμοί ότι πχ όποιος επιχειρηματολογεί ότι πρέπει να πάμε στην απεργιακή συγκέντρωση των ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ είναι πουλημένος ταξικός προδότης.

Να λειτουργήσουμε λοιπόν με τρόπο συλλογικό και δημοκρατικό. Δημοκρατική λειτουργία σημαίνει τάσεις και πλατφόρμες, που επιτρέπουν σε ανένταχτα μέλη και σε μέλη ακόμα και διαφορετικών οργανώσεων να συγκεντρώνονται πάνω σε συγκεκριμένα ζητήματα αλλά και πιο συνολικά, να παλεύουν την άποψή τους με ίσα δικαιώματα σε όλες τις τοπικές και να εκφράζονται με απλή αναλογική στα όργανα.

Λογικά, θα πρέπει να έχει γίνει πιο κατανοητή η ανάγκη της απλής αναλογικής μετά τις τελευταίες εκλογές για το Πανελλαδικό Συντονιστικό. Ο τελευταίος σύντροφος που εκλέχτηκε με την ενιαία λίστα, χρειάστηκε 73 ψήφους δηλαδή ένα ποσοστό περίπου 7,5%, πολύ περισσότερο από το αντιδημοκρατικό όριο του 3% που χρειάζεται για να εκλεγεί κανείς στο ελληνικό κοινοβούλιο. Αλλά δεν είναι μόνο το ζήτημα της εκπροσώπησης στα όργανα. Είναι κυρίως η δυνατότητα να υπάρξει οριζόντια επικοινωνία ανάμεσα στα μέλη των οργανώσεων και τους ανένταχτους συντρόφους/φισες.

Η δημοκρατική λειτουργία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι απαραίτητη για να προσελκύσει όλον αυτόν τον κόσμο που σήμερα αναζητά εργατική απάντηση στην καπιταλιστική κρίση.

Ζέττα Μελαμπιανάκη 
Το κείμενο αυτό βασίζεται στην ομιλία της Ζ.Μ. στην εκδήλωση της Ενωτικής Πρωτοβουλίας Παρέμβασης και Διαλόγου στις 23/3/2016

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου