Παρασκευή 4 Μαρτίου 2016

Για την αντικαπιταλιστική αριστερά / των Τ.Αναστασιάδη, Γ.Κόνια, Ζ.Μελαμπιανάκη

Η ύπαρξη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει να λογοδοτεί στην αναγκαιότητα οικοδόμησης ενός πολιτικού εργαλείου για την ίδια την εργατική τάξη στις ιστορικές και τις καθημερινές της μάχες. Το εργαλείο αυτό για τη χειραφέτηση της τάξης είναι κρίσιμο για την πάλη της, τόσο ιστορικά όσο και καθημερινά, για να καταφέρει να συμπυκνώσει την ίδια της την εμπειρία. Η ανάπτυξη ενός αντικαπιταλιστικού πόλου στο εσωτερικό της τάξης μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο, τόσο για τη συγκρότηση πολιτικού προγράμματος απέναντι στις ρεφορμιστικές προτάσεις όσο και για την ενιαία κινητοποίηση της τάξης στην πάλη της. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, παρά τα προβλήματα και τις αντιφάσεις της, έχει καταφέρει να αναδειχτεί σε πολιτική έκφραση τουλάχιστον ενός τμήματος της αγωνιστικής πρωτοπορίας του κινήματος. Βέβαια, δεν αρκεί αυτό, καθώς η παρέμβασή της δεν εξαρτάται μόνο από τις αναλύσεις της, αλλά και από την πραγματική της συμβολή ως χρήσιμου εργαλείου, για την ίδια την εργατική τάξη στην πάλη της. Και το κυριότερο, να βοηθήσει την εργατική τάξη να αποκτήσει την οργανωτική και πολιτική αυτοπεποίθηση για να υπάρξει αντεπίθεση του εργατικού κινήματος.

Αποτίμηση της «Συμπόρευσης»

Παρά την αγωνιστική παρουσία του δυναμικού της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε όλες τις στιγμές της ταξικής πάλης, ο απολογισμός μας ενέχει και το αρνητικό μιας περιόδου συζητήσεων περί «συμπόρευσης», που παρέλυσε την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, την αποσυσπείρωσε και, τέλος, την ώρα που σημαντικό τμήμα του ΣΥΡΙΖΑ αποχωρούσε προς τα αριστερά, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ βρέθηκε να διασπάται η ίδια, αντί να κερδίσει από τις ρήξεις αυτές.

Όμως, το ερώτημα που τέθηκε είναι πραγματικό. Οι προγραμματικές και στρατηγικές διαφορές στο εσωτερικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν πήγασαν από ακατανόητους οπορτουνισμούς αλλά προέκυψαν από τα βασικά ζητήματα που αντιμετωπίζει η τάξη, και συγκεκριμένα από ένα κεντρικό και καθόλου συγκυριακό ζήτημα, δηλαδή την ηγεμονία του ρεφορμισμού και την αναγκαία επαναστατική πολιτική απέναντί του. Οι απαντήσεις που δώσαμε, ως ΑΝΤΑΡΣΥΑ, σε αυτή την πραγματικότητα, κατά την τελευταία περίοδο, δεν ήταν ούτε αποτελεσματικές ούτε και χωρίς σύγχυση. Οι απαντήσεις μας ήταν εγκλωβισμένες ανάμεσα σε μια προσαρμογή στο ρεφορμισμό από τη μια και σε μια ανικανότητα επεξεργασίας μιας ενιαιομετωπικής τακτικής για την προσέλκυση των πρωτοπόρων τμημάτων της εργατικής τάξης στην αντικαπιταλιστική αριστερά από την άλλη.

Εκτίμηση της περιόδου.

Σήμερα, δεν πρέπει –αναπαράγοντας ανάλογα λάθη- να εγκλωβιστούμε μεταξύ μιας ακραίας υπεραισιοδοξίας από τη μια, η οποία δεν παίρνει υπόψη της τις κρίσιμες διακυμάνσεις της ταξικής πάλης και μιας υπερβολικής απαισιοδοξίας και ηττοπάθειας από την άλλη, σχετικά με την κατάσταση του κινήματος, η οποία παραβλέπει τις δυναμικές και τις τάσεις που διαμορφώνονται στον ταξικό συσχετισμό σε επίπεδο ιστορικής περιόδου και η οποία κονιορτοποιήθηκε από τις μεγαλειώδεις πανελλαδικές διαδηλώσεις της απεργία της 4ης Φλεβάρη.

Επιπλέον, η αντίληψη ότι η δικαίωση του αντικαπιταλισμού προκύπτει ως αυτόματο συμπέρασμα από τα αδιέξοδα της πολιτικής του ρεφορμισμού -και άρα αρκεί να στείλουμε «τελεσίγραφα» προς την εργατική τάξη να εγκαταλείψει τις προδοτικές ηγεσίες της (και να αναλάβει τις ευθύνες της επιτέλους!!) οπωσδήποτε δεν επιβεβαιώνεται από την ιστορική εμπειρία του επαναστατικού κινήματος. Για να ερμηνεύσουμε τη νέα περίοδο πρέπει να υπερβούμε τις λανθασμένες και μη παραγωγικές αυτές προσεγγίσεις.

Το σημείο αφετηρίας μας είναι υποχρεωτικά ότι πρέπει να ερμηνεύσουμε το γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ επικράτησε στις εκλογές της 20/9 με ποσοστό 35,46 % και με μόλις 0,88 % πτώση σε σχέση με τις εκλογές της 25/1, παρά την προδοσία του συγκλονιστικού και μαζικού λαϊκού «ΟΧΙ» στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου. Γιατί έχασε μόνο 320.000 ψήφους, το 50% των οποίων κατευθύνθηκε προς την αποχή και μόνο το υπόλοιπο 50% στήριξε τις δυνάμεις της αριστεράς (κυρίως τη ΛαΕ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ) που υπερασπίστηκαν το εργατικό-λαϊκό «ΟΧΙ».

Οι εκλογές του Σεπτέμβρη έγιναν μέσα σε ένα περιβάλλον που χαρακτηρίστηκε από το εκβιαστικό δίλημμα του μονόδρομου της μνημονιακής πολιτικής. Ενός μονόδρομου που το μόνο που άφηνε ανοιχτό ήταν το ψεύτικο δίλημμα του τρόπου διαχείρισης του μνημονίου. ΣΥΡΙΖΑ ή ΝΔ - Τσίπρας ή Μεϊμαράκης - αυτό ήταν το δίλλημα που κατασκεύασαν από κοινού ο ΣΕΒ, τα ΜΜΕ, και τα μνημονικά κόμματα στα οποία έχει προσχωρήσει και ο ΣΥΡΙΖΑ. Και σε αυτό υποχρεώθηκε να απαντήσει η εργατική τάξη.

Δεν πρέπει να παραβλέπουμε ούτε να αγνοούμε, ότι η σχέση του ΣΥΡΙΖΑ με την εργατική τάξη και τον εργαζόμενο λαό καθορίζεται από το γεγονός ότι πρόκειται για ένα ρεφορμιστικό κόμμα. Δηλαδή ανήκει σε εκείνα τα κόμματα τα οποία συγκεντρώνουν τις προσδοκίες –και τις αυταπάτες- για βελτίωση της ζωής των υποτελών τάξεων χωρίς ρήξη, αλλά μέσα από συμβιβασμούς με την άρχουσα τάξη. Ο ΣΥΡΙΖΑ τα προηγούμενα χρόνια, ενσωμάτωνε τα αιτήματα των κινημάτων, από τις Σκουριές και την ΕΡΤ μέχρι τους απολυμένους του Δημοσίου, με την υπόσχεση ότι το κοινοβούλιο -και όχι οι αγώνες- θα φέρει τη δικαίωση. Το σύνθημα του ΣΥΡΙΖΑ «ούτε ρήξη ούτε υποταγή» έκφραζε αυτήν ακριβώς την αυταπάτη της βελτίωσης της κατάστασης χωρίς ρήξεις και ανατροπές. Ήταν αναπόφευκτο, αυτή η αυταπάτη να προσφέρει το έδαφος για την απάτη του «έντιμου και αμοιβαία επωφελούς συμβιβασμού» με τον ευρωπαϊκό ιμπεριαλισμό, και να καταλήξει στο «ευρώ πάση θυσία».

Οι λαϊκές τάξεις είχαν την εμπειρία της 7μνηνης διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ που χαρακτηρίστηκε από τη συνεχή αναβολή της ικανοποίησης των αιτημάτων και αναγκών τους στο όνομα της αναμονής του αποτελέσματος της διαπραγμάτευσης με την ΕΕ και το ΔΝΤ. Στη συνέχεια η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ προκήρυξε το δημοψήφισμα του Ιουλίου περιμένοντας ότι θα το χάσει και θα δικαιολογήσει έτσι τη συνθηκολόγησή της με τους διεθνείς δανειστές του ελληνικού καπιταλισμού. Παρά τη θέλησή της, όμως, το δημοψήφισμα πήρε χαρακτηριστικά σκληρής ταξικής σύγκρουσης. Από τη μια πλευρά το μπλοκ των υποτελών τάξεων – εργατική τάξη, άνεργοι, νεολαία, αγρότες, αυτοαπασχολούμενοι, από την άλλη το αστικό μπλοκ - οι έλληνες καπιταλιστές και τα μικροαστικά στρώματα που μοιράζονται μαζί τους τη διαχείριση του ελληνικού καπιταλισμού. Το μπλοκ των υποτελών τάξεων νίκησε στο δημοψήφισμα και επέβαλε στο πολιτικό προσωπικό του αστικού μπλοκ (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, Ποτάμι) μια συντριπτική ήττα. Όμως, παρά το 62% «ΟΧΙ», την επόμενη μέρα της νίκης, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ μαζί με το σύνολο των ηττημένων αστικών πολιτικών δυνάμεων μετέτρεψε το «ΟΧΙ» σε «ΝΑΙ» και έφερε το τρίτο μνημόνιο.

Αποπροσανατολισμένη και συγχυσμένη η εργατική τάξη από την προδοσία της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκε το Σεπτέμβρη αντιμέτωπη με τη διλημματική επιλογή: Αν με την ψήφο της θα διατηρήσει το ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση ή αν θα τον τιμωρήσει επιτρέποντας να επανακάμψουν οι ηττημένοι του δημοψηφίσματος. Ακριβώς επειδή το ερώτημα τέθηκε με αυτόν τον τρόπο, οι λαϊκές τάξεις επέλεξαν να ψηφίσουν ξανά τον ΣΥΡΙΖΑ.

Η ψήφος στο ΣΥΡΙΖΑ δεν σημαίνει αποδοχή του τρίτου μνημονίου το οποίο αποτελεί το πραγματικό πρόγραμμά του. Εκφράζει μια αμυντική επιλογή μαζί με αυταπάτες για «ήπια» και «δίκαιη» διαχείριση των μνημονιακών πολιτικών με την υλοποίηση του λεγόμενου «παράλληλου προγράμματος» που υποσχόταν ο Τσίπρας.

Αυταπάτες και περιορισμένες προσδοκίες που επικρατούν για άλλη μια φορά γιατί ο εργαζόμενος λαός δεν πείστηκε από τις προτάσεις που διατυπώνονται στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ.

Η ΛΑΕ, στη σύντομη αυτόνομη παρουσία της μετά την καθυστερημένη αποχώρηση από τον ΣΥΡΙΖΑ, δεν μπόρεσε να πείσει ότι αποτελεί μια διαφορετική πρόταση. Προσπάθησε να παρουσιάσει ότι η απαλλαγή από τα μνημόνια και η έξοδος από το ευρώ είναι μια διαδικασία που μπορεί να εξελιχθεί εντός των πλαισίων της ΕΕ ή με διαπραγμάτευση μαζί της χωρίς ρήξεις και συγκρούσεις με μια κατάλληλη και πιο αποφασιστική διακυβέρνηση, χωρίς πλέον «προδότες». Αντί να βάλει στο κέντρο της πρότασής της τον οργανωμένο λαό, την ρήξη με τις λογικές της διαχείρισης του αστικού κράτους και της καπιταλιστικής οικονομίας, διέγραψε την εμπειρία της ταξικής σύγκρουσης του δημοψηφίσματος, δεν μπόρεσε να συγκεντρώσει το σύνολο των αριστερών διαφοροποιήσεων από τον ΣΥΡΙΖΑ και δεν μπόρεσε να αποτελέσει πειστική απάντηση.

Η ηγεσία του ΚΚΕ φρόντισε όλη την προηγούμενη περίοδο των αγώνων ενάντια στα μνημόνια να κρατήσει αποστάσεις από τις μεγάλες στιγμές των λαϊκών κινητοποιήσεων. Αποκορύφωμα μιας πολιτικής που διακηρύσσει ότι όλοι οι αγώνες είναι καταδικασμένοι μέχρι να πάρει την εξουσία το ΚΚΕ, ήταν η άρνησή του να συμμετάσχει στη μάχη του δημοψηφίσματος επιλέγοντας το άκυρο. Ακριβώς γι αυτό το λόγο δεν αποτέλεσε πειστική απάντηση στην προδοσία του ΣΥΡΙΖΑ.

Έτσι, σ’ αυτές τις εκλογές η εργατική τάξη βρέθηκε χωρίς ένα πολιτικό εργαλείο και ένα πολιτικό σχέδιο με τα οποία να μπορεί να συνεχίσει να αγωνίζεται ενάντια στα μνημόνια και να εγκαταλείψει τον μνημονιακό πια ΣΥΡΙΖΑ, τον οποίο είχε επιλέξει στις προηγούμενες εκλογές για να «σκίσει τα μνημόνια». Απ’ αυτή την άποψη, η επιλογή του μνημονιακού ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του Σεπτεμβρίου, συνιστούσε μια υποχώρηση των πολιτικών διεκδικήσεων της εργατικής τάξης (άμεση κατάργηση των μνημονίων), η οποία όμως συντελέστηκε από την εργατική τάξη με στόχο να αποτρέψει την ανάκαμψη του πολιτικού και κοινωνικού μπλοκ του ΝΑΙ. Η εργατική τάξη ψήφισε ξανά τον ΣΥΡΙΖΑ, για να μην δώσει τη δυνατότητα στον ταξικό της αντίπαλο να μετατρέψει την προδοσία της νίκης του ΟΧΙ σε γενικευμένη επίθεση εναντίον της.

Το «ξεπάγωμα» του εργατικού κινήματος ξεκίνησε δύο μήνες μετά τις εκλογές της 20ης του Σεπτέμβρη, όταν έγινε φανερό ότι και οι υποσχέσεις για «ισοδύναμα», κατέρρευσαν, με τους εκπροσώπους του κουαρτέτου των δανειστών, από κοινού με τα αρπακτικά των θεσμών της Ε.Ε. να έχουν κοινοποιήσει τα τελεσίγραφά τους για κλιμάκωση της επίθεσης στην εργατική τάξη και τον εργαζόμενο λαό, με την νέα φορολεηλασία, την νέα επίθεση σε μισθούς και συντάξεις, την αφαίρεση των τελευταίων υπολειμμάτων της εργατικής νομοθεσίας και την λεηλασία της εργατικής και λαϊκής κατοικίας.

Η τεράστια ενεργή συμπαράσταση του εργαζόμενου λαού απέναντι στους πρόσφυγες και τους μετανάστες, που φτάνουν από την Μέση Ανατολή έχοντας πληρώσει βαρύ φόρο αίματος στα ευρωπαϊκά σύνορα του Αιγαίου, μαζί με την απαίτηση του κινήματος από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ –ΑΝΕΛ να ρίξει τον φράχτη του Έβρου, αποτελούν απόδειξη ότι το χαρτί του κοινωνικού αυτοματισμού και της διάσπασης δεν περνάει εύκολα, σε μια εργατική τάξη που έχει δώσει σκληρούς αντιμνημονιακούς αγώνες τα τελευταία πέντε χρόνια.

Οι άμεσες απαντήσεις που πήραν στο δρόμο οι απόπειρες της Χρυσής Αυγής να κάνει ξανά επίδειξη δύναμης, δείχνουν πως το αντιφασιστικό και αντιρατσιστικό κίνημα μπορούν να υψώσουν αποτελεσματικά τείχη στον ρατσισμό και την ξενοφοβία.

Η κυβέρνηση σήμερα βρίσκεται σε δύσκολη θέση. Καμία σταθεροποίηση από την κρίση και τη διαχείρισή της δεν διαφαίνεται. Οι συνεχιζόμενες επιθέσεις εξακολουθούν να προσκρούουν σε αντιστάσεις που μπορεί να μην έχουν βρει το δρόμο για συνέχεια, κλιμάκωση και συντονισμό αλλά δεν αφήνουν, προς το παρόν, πολλά περιθώρια στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ να προχωρήσει, με τους ρυθμούς και την ταχύτητα που απαιτούν η αστική τάξη και η ΕΕ, στην υλοποίηση ενός σχεδίου που θα επανέφερε τον ελληνικό καπιταλισμό στη θέση και στη δυναμική που είχε κατακτήσει μέσα στην ΕΕ πριν από την κρίση. Αυτός είναι ο λόγος που ο ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθεί να παραμένει για την αστική τάξη και την ΕΕ ένας παράγοντας αστάθειας απ’ την οποία μπορεί να προκύψει μια νέα πολιτική κρίση, εάν αυτή η κυβέρνηση δεν καταφέρει να αναγκάσει τις λαϊκές μάζες να αποδεχτούν την εφαρμογή των μνημονίων. Γι’ αυτό και ασκούνται πιέσεις από την αστική τάξη, τους μηχανισμούς της και την ΕΕ πάνω στον ΣΥΡΙΖΑ, για να μετατοπιστεί ακόμα δεξιότερα μέσω ενός νέου κυβερνητικού σχηματισμού, ο οποίος θα ανταποκρίνεται περισσότερο στα πολιτικά δεδομένα που διαμορφώθηκαν την επόμενη μέρα του δημοψηφίσματος (στηριζόμενος δηλαδή από τις πολιτικές δυνάμεις του ΝΑΙ στις οποίες εξάλλου απευθύνθηκε ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ για να αντιμετωπίσει το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος).

Όμως οι κινητοποιήσεις της τελευταίας περιόδου που κορυφώθηκαν στις 4 του Φλεβάρη, απέδειξαν ότι οι συνεχιζόμενες αντιστάσεις των λαϊκών μαζών δεν αφήνουν περιθώρια για μια ταχεία επανάκαμψη των πολιτικών δυνάμεων του ΝΑΙ. Αυτή η πανελλαδική πανεργατική απεργία ήταν μιά από τις μεγαλύτερες απεργιακές κινητοποιήσεις των τελευταίων έξι χρόνων, όπου δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενοι, εκπαιδευτικοί, άνεργοι, συνταξιούχοι διαδήλωσαν στην Αθήνα, σε μια συγκέντρωση που θύμιζε τις μεγαλύτερες και μαζικότερες αντιμνημονιακές διαδηλώσεις του 2011 και στην επαρχία σε τεράστια συλλαλητήρια μαζί με τους αγρότες, σε μια κινητοποίηση μεγάλης έκτασης και έντασης. Το πιο ενδεικτικό ίσως γεγονός από αυτή την άποψη, ήταν η κινητοποίηση εκείνων των κοινωνικών στρωμάτων τα οποία δεν είχαν εμπλακεί στο κίνημα της προηγούμενης περιόδου (αγρότες), ή ακόμα και αποτέλεσαν τμήμα της κοινωνικής βάσης του ΝΑΙ (μεσαία τάξη ελεύθερων επαγγελματιών). Η κινητοποίηση των στρωμάτων αυτών -που δεν αποτελούν στο σύνολό τους συμμάχους της εργατικής τάξης- δεν επιτρέπει στην παρούσα φάση να αποτελέσουν την κοινωνική βάση επί της οποίας θα συγκροτηθεί μια άλλη πρόταση εξουσίας για την αστική τάξη.

Ταυτόχρονα οι υπάρχουσες αντιστάσεις των εργαζόμενων μαζών συντηρούν, αναπαράγουν και τονώνουν την αναγκαία ταξική ταυτότητα, ενώ μπορούν να οδηγήσουν και σε απότομες επιταχύνσεις στη συνείδηση.

Στην κατεύθυνση υπέρβασης αυτής της κατάστασης, μια από τις πλευρές που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν καθοριστικά και να γείρουν αποφασιστικά την πλάστιγγα υπέρ του εργατικού κινήματος, είναι η ανεξάρτητη συγκρότηση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς και η συσπείρωση του μεγαλύτερου δυνατού αγωνιστικού δυναμικού γύρω από τα αντικαπιταλιστικό μεταβατικό πρόγραμμα.

Είμαστε σε κρίσιμη περίοδο. Και γι αυτό είναι αναγκαία η συγκρότηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

Για τις συνεργασίες

Σε τέτοιες στιγμές πολιτικής κρίσης του συστήματος, εμφανίζονται και κύματα ρήξης με το ρεφορμισμό. Σήμερα, η κατάσταση στο χώρο της ρεφορμιστικής αριστεράς είναι «μη τακτοποιημένη». Δεν υπάρχει πια μόνο ΣΥΡΙΖΑ-ΚΚΕ αλλά έχουν εμφανιστεί μια σειρά από ενδιάμεσες ρήξεις – κυρίως από το ΣΥΡΙΖΑ, με μεγαλύτερη από αυτές την ΛΑΕ.

Η διάσπαση της ΛΑΕ από το ΣΥΡΙΖΑ παραμένει ημιτελής (και αυτό φαίνεται και μέσα στο εργατικό κίνημα). Η αποτυχία της στις εκλογές -που πηγάζει και από την άρνηση να εξάγει προγραμματικά συμπεράσματα, πέραν της «προδοσίας» του Τσίπρα- αφήνει ανοικτές τις διεργασίες στο εσωτερικό της. Εξίσου ανοικτές είναι οι διεργασίες στα κομμάτια της νεολαίας που αποχώρησαν από τον ΣΥΡΙΖΑ.

Η επαναστατική αριστερά πρέπει να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις που να οδηγούν στο κέρδισμα των αγωνιστών/ριων που κινούνται προς τα αριστερά, και να μην επιτρέψουν σε γραφειοκρατικές ρεφορμιστικές ηγεσίες να ανακόψουν την πορεία τους προς τον αντικαπιταλισμό.

Αυτό μπορεί να γίνει μόνο μέσα από την ταξική πάλη, αλλά όχι αυτόματα και όχι χωρίς αποφασιστική ενιαιομετωπική πολιτική, χωρίς απεύθυνση δηλαδή για κοινή δράση. Η πολιτική του ενιαίου μετώπου πρέπει να εξειδικευτεί και να μπει άμεσα σε εφαρμογή χωρίς δισταγμούς. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει να βγει άμεσα και με αυτοπεποίθηση με συγκεκριμένες προτάσεις οργάνωσης κοινής δράσης για την κινητοποίηση της εργατικής τάξης με στόχο την ριζική μετατροπή του ταξικού συσχετισμού.

Το Ενιαίο μέτωπο, είναι ένα πολύτιμο εργαλείο τακτικής σε μια τέτοια διαδικασία. Το Ενιαίο Μέτωπο όμως δεν είναι πολιτική συνεργασία με κάποιες ρεφορμιστικές δυνάμεις. Είναι κυρίως κοινή δράση, με στόχο να επιτευχθεί η μεγαλύτερη δυνατή ενότητα και συσπείρωση της πλειοψηφίας της εργατικής τάξης για να δώσει συγκεκριμένες μάχες. Μάχες που μπορεί να είναι από απλά θέματα, όπως για παράδειγμα μια συμφωνία κοινής δράσης για τη διεκδίκηση μισθών, για την υπεράσπιση της κοινωνικής ασφάλισης, αλλά και πιο σύνθετα όπως η αντιμετώπιση του φασιστικού κινδύνου με κοινές αντιφασιστικές επιτροπές. Για να πετύχουν αυτή την απαραίτητη ενότητα στη δράση, οι επαναστάτες εκτός από την απεύθυνση στην εργατική βάση, απευθύνονται και στις γραφειοκρατικές ηγεσίες για όσο χρόνο αυτές έχουν την εμπιστοσύνη της βάσης τους. Με αυτή την τακτική, οι επαναστάτες μπορούν να προσεγγίσουν τον κόσμο που επηρεάζουν οι ρεφορμιστές, τραβώντας τον σε κοινή δράση μαζί τους, και έχουν έτσι τη δυνατότητα να τον διαπαιδαγωγούν στις κρίσιμες στιγμές της ταξικής πάλης και να τον φέρνουν στις επαναστατικές ιδέες και την επαναστατική πολιτική, όταν οι ρεφορμιστές ηγέτες τον εγκαταλείπουν μπροστά στις κρίσιμες μάχες. Όχι μόνο δεν έχουμε να φοβηθούμε από τις συνεχείς πολιτικές και κινηματικές πρωτοβουλίες αλλά είναι ο μόνος τρόπος να στριμωχτούν οι γραφειοκρατικές ηγεσίες και η βάση των οργανώσεών τους να αντιληφθεί μέσα από την ίδια της την εμπειρία, ότι αυτές οι ηγεσίες είναι απρόθυμες και ανίκανες να έρθουν σε πραγματική ρήξη με τις στρατηγικές επιλογές της αστικής τάξης. Η αντικαπιταλιστική αριστερά δεν θα πρέπει να απορρίπτει την εκλογική συνεργασία με οργανώσεις του αριστερού ρεφορμισμού σε κάποιες ιδιαίτερες συγκυρίες της ταξικής πάλης. Τα σχετικά πλαίσια συμφωνίας δεσμεύουν για δράση, δεν περιορίζουν όμως το δικό μας πρόγραμμα, προπαγανδιστικά ή αγκιτατόρικα. Αντίθετα, συνεχίζουμε σε κάθε περίπτωση να δεσμευόμαστε με το δικό μας πρόγραμμα και, για αυτό, σε κάθε περίπτωση, οι συνεργασίες αυτές θα πρέπει να έχουν ως απαράβατους όρους και προϋποθέσεις: α) την οργανωτική και πολιτική αυτονομία των επαναστατών, β) την απεριόριστη δυνατότητα διακίνησης και προβολής του δικού τους προπαγανδιστικού υλικού, του μεταβατικού προγράμματος και των γενικότερων στρατηγικών τους σκοπών, και γ) μια τέτοια εκλογική συνεργασία μπορεί να υπάρξει μόνο ως αποτέλεσμα και ως προϋπόθεση μιας συνεργασίας μέσα στο κίνημα, η οποία συμβάλει με τρόπο καθοριστικό στην ενίσχυση του εργατικού κινήματος και της δυνατότητάς του για νικηφόρα πάλη. Τέλος, οι πολιτικές συνεργασίες, προκύπτουν, ανάμεσα σε εκείνες τις πολιτικές δυνάμεις του εργατικού κινήματος που σπάνε από τον ρεφορμισμό και ξεκαθαρίζουν μέσα από την υλοποίηση του Ενιαίου Μετώπου, στην κατεύθυνση της αντικαπιταλιστικής ανατροπής και της αποδοχής του μεταβατικού προγράμματος. Το Ενιαίο Μέτωπο δεν σημαίνει λοιπόν πολιτική και οργανωτική συγχώνευση ρεφορμιστών και επαναστατών.

Επιπλέον, η κοινή δράση μέσα στο κίνημα με τους αγωνιστές των ρεφορμιστικών οργανώσεων, επιβάλει μια συνεχή διαδικασία ανοιχτής και δημόσιας πολιτικής συζήτησης για τα αδιέξοδα των ρεφορμιστικών πολιτικών προγραμμάτων, τα οποία εάν δεν γίνουν κατανοητά ως τέτοια, θα αποτελούν συνεχή ανασχετικό παράγοντα για την ανάπτυξη και ενδυνάμωση του κινήματος.

Φυσικά, σ’ αυτή την σκληρή αντιπαράθεση που πρέπει να διεξάγει η επαναστατική αριστερά με την ρεφορμιστική για την ιδεολογική και πολιτική ηγεμονία μέσα στο κίνημα και για τον απεγκλωβισμό των πρωτοπόρων αγωνιζόμενων τμημάτων της βάσης του ρεφορμισμού, δεν υπάρχει κανένα σημείο του μεταβατικού προγράμματος, το οποίο να μπορεί να εγκαταλειφθεί ή να παρακαμφθεί, προκειμένου να γίνει (υποτίθεται) συντομότερη η μετατόπιση αυτών των κομματιών προς την επαναστατική αριστερά. Τα σημεία του μεταβατικού προγράμματος έχουν το καθένα το ειδικό του βάρος στην προσπάθεια ριζικής αλλαγής του ταξικού συσχετισμού και μόνο ως σύνολο μπορούν να κατανοηθούν και να υποστηριχθούν από τους πρωτοπόρους αγωνιστές.

Αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να κερδηθούν στην επαναστατική αριστερά οι αγωνιστές που πείθονται να βαδίσουν μαζί της.

Και πάλι, για μια ΑΝΤΑΡΣΥΑ δυνατή, επαναστατική, δημοκρατική, ανοιχτή!

Σήμερα, πρέπει όσο ποτέ να επαναδιατυπώσουμε την ανάγκη αυτόνομης συγκρότησης της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, την αυτόνομη συγκρότηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Πρέπει να σταματήσει άμεσα η συζήτηση για μια νέα «συμπόρευση» που θα μετατρέψει την ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε ένα άλλο μέτωπο με πιο χαλαρές προγραμματικές δεσμεύσεις για να «χωράει» περισσότερους. Είναι λαθεμένη επιλογή η αναστολή ή η εγκατάλειψη από πολλές οργανώσεις της προοπτικής της αντικαπιταλιστικής ανασύνθεσης, της εμβάθυνσης του προγράμματος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, της ενοποίησης της δράσης και της λειτουργίας της και η παγίωσή της ως εκλογικού μετώπου με ταυτόχρονη αναβάθμιση των στενών κομματικών οικοδομήσεων.

Θα πρέπει να εγκαταλειφθεί η αντίληψη που τείνει να παγιωθεί, ότι η ΑΝΤΑΣΡΥΑ αποτελεί απλώς ένα μέτωπο οργανώσεων του ελάχιστου κοινού παρονομαστή και να ενισχυθούν αντίθετα οι πολιτικές της επεξεργασίες, ξεπερνώντας σχηματικές αντιπαραθέσεις και αναλύσεις αυτοεπιβεβαίωσης. Η επεξεργασία προγράμματος στρατηγικής και τακτικής προϋποθέτει οι διαφωνίες να τίθενται ανοιχτά και να συζητιούνται ελεύθερα, χωρίς καχυποψίες, κουκουλώματα και βερμπαλισμούς. Αλλά δεν αρκεί να το διακηρύττουμε αυτό, πρέπει επίσης να εξασφαλίσουμε τους υλικούς του όρους, δηλαδή τη δημοκρατική συγκρότηση και την ενίσχυση της λειτουργίας της ίδιας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ως τέτοιας, με συχνές διαδικασίες βάσης, συγκροτημένη παρέμβαση σε γειτονιές και σε εργασιακούς χώρους.

Ο απαραίτητος όρος που κατοχυρώνει ένα δημοκρατικό πλαίσιο λειτουργίας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι η ισότιμη συμμετοχή στη συζήτηση και η προβολή της κάθε άποψης που διαμορφώνεται στο εσωτερικό της ΑΝΤΑΣΡΥΑ, είτε πλειοψηφικής είτε μειοψηφικής. Και αυτό μπορεί να εξασφαλιστεί μόνο με τη δυνατότητα συγκρότησης πλατφορμών και τάσεων και με αναλογική εκπροσώπηση στα όργανα.

Η κατοχύρωση του δικαιώματος συγκρότησης πλατφορμών και τάσεων αποτελεί μια αναγκαιότητα που προκύπτει από την πραγματικότητα της ταξικής πάλης. Διαφωνίες υπάρχουν και θα συνεχίσουν υπάρχουν και μόνο από την περιπλοκότητα της κάθε νέας συγκυρίας. Άλλωστε, τα πρωτοπόρα κομμάτια του κινήματος, είναι φορείς διαφορετικών και συχνά αντιφατικών εμπειριών. Συχνά αντιμετωπίζουν την περιπλοκότητα της ταξικής πάλης από τα ιδιαίτερα πεδία της ταξικής τους δράσης και επίσης συχνά μπορεί να καταλήγουν σε διαφορετικά πολιτικά συμπεράσματα για τα καθήκοντα της περιόδου, ή απλώς για τις αναγκαίες μορφές οργάνωσης των αγώνων. Αυτές οι διαφορετικές αφετηρίες και προσεγγίσεις μπορούν να ενοποιηθούν πολιτικά και δυναμικά μόνο μέσα σε ένα πολιτικό και οργανωτικό πλαίσιο, στο οποίο η κάθε διαφορετική άποψη αποτελεί μια πραγματική ταξική εμπειρία, η οποία πρέπει να αντιπαρατεθεί επί ίσοις όροις με τις υπόλοιπες, για να υπάρχει η δυνατότητα χάραξης μιας ενιαίας τακτικής, την οποία να αποδέχεται το σύνολο, αλλά και η οποία να μπορεί συλλογικά να διορθωθεί εάν αποδειχτεί λανθασμένη ή ελλιπής.

Μόνο με διαδικασίες που θα επιτρέπουν την πλήρη και ισότιμη ανάπτυξη και συζήτησή τους θα μπορούμε τελικά να συνθέσουμε τις διαφωνίες. Αυτό έχουν δείξει εξάλλου οι πιο σημαντικές εμπειρίες του κομμουνιστικού κινήματος: το μπολσεβίκικο κόμμα, το κόμμα που καθοδήγησε στη νίκη την εργατική επανάσταση του Οκτώβρη, λειτουργούσε παρέχοντας πλήρη ελευθερία στις ομαδοποιήσεις και στις τάσεις στο εσωτερικό του να εκφράζονται ανοιχτά και δημόσια σε πλήρη ισοτιμία με την πλειοψηφική άποψη. Και αντιστρόφως, η απαγόρευση των τάσεων στο εσωτερικό του, αποτέλεσε το καθοριστικό σημείο του εκφυλισμού του.

Μια τέτοιου τύπου λειτουργία θα παρέχει τη δυνατότητα της υπέρβασης των ενδο-μετωπικών λογικών των διαφορετικών οργανώσεων, οι οποίες φρενάρουν την πολιτική ενοποίηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Μια υπέρβαση που είναι απαραίτητη για να ανοιχτεί η ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε όλο το αγωνιστικό υλικό της τάξης. Και ταυτόχρονα, με μια τέτοια δημοκρατική μορφή οργάνωσης της εσωτερικής ζωής και λειτουργίας μπορούμε να τραβήξουμε μαζί μας και ολόκληρο το αγωνιστικό, αντικαπιταλιστικό δυναμικό που υπάρχει στο εργατικό κίνημα και τα κοινωνικά κινήματα.


Αναστασιάδης Τάσος ΤΕ ΑΝΤΑΡΣΥΑ Νέας Σμύρνης-Π. Φαλήρου

Κόνιας Γιάννης ΤΕ ΑΝΤΑΡΣΥΑ Νέας Σμύρνης-Π. Φαλήρου

Μελαμπιανάκη Ζέττα ΤΕ ΑΝΤΑΡΣΥΑ Νέας Σμύρνης-Π. Φαλήρου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου