Κυριακή 27 Μαρτίου 2016

3η Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ : Πολιτικά Συμπεράσματα / του Κωνσταντίνου Αυγέρου

του Κωνσταντίνου Αυγέρου

H 3η Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ πραγματοποιήθηκε το Σαββατοκύριακο, 5-6 Μάρτη, με τη συμμετοχή περίπου 1.000 αντιπροσώπων από δεκάδες Τοπικές Επιτροπές του εγχειρήματος από όλη την Ελλάδα. Η 3η Συνδιάσκεψη πραγματοποιήθηκε σε ένα κρίσιμο σημείο για την Αριστερά στην Ελλάδα ύστερα από το πέρασμα του ΣΥΡΙΖΑ στο μνημονιακό μπλοκ και τη διάσπαση της ΛΑΕ τον περασμένο Αύγουστο. Το σώμα της συνδιάσκεψης συζήτησε πάνω σε ένα κείμενο Θέσεων τεσσάρων κεφαλαίων και ενέκρινε μια απόφαση που ουσιαστικά συνοψίζει το κείμενο. Πέρα από το κείμενο Θέσεων που παρουσιάστηκε από μέλος της Κεντρικής Συντονιστικής Επιτροπής (ΚΣΕ) υπήρξαν και τροπολογίες από μεριάς του ΣΕΚ αλλά και της Πρωτοβουλίας για μια ΑΝΤΑΡΣΥΑ Αντικαπιταλιστική και Επαναστατική που υποστηρίζεται από την ΟΚΔΕ-Σπάρτακος.


 Επίσης εκλέχτηκε νέα ΚΣΕ αποτελούμενη από 21 μέλη (15 εκλεγμένα και 6 αριστίδην από τις 6 οργανώσεις που συμμετέχουν στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ) και νέο Πανελλαδικό Συντονιστικό Όργανο (ΠΣΟ) αποτελούμενο από 101 μέλη (τα 80 εκλεγμένα από τη συνδιάσκεψη και τα υπόλοιπα 21 συμπληρώνονται από τα μέλη της ΚΣΕ). Πρέπει να αναφερθεί ότι η προηγούμενη συνδιάσκεψη είχε πραγματοποιηθεί πριν από 2,5 περίπου χρόνια ενώ καταστατικά προβλέπεται η διεξαγωγή συνδιάσκεψης κάθε χρόνο που αναδεικνύει τις διαφορές ανάμεσα στις βασικές οργανώσεις του μετώπου και την κρίση που αυτό περνάει από το 2013 με κυρίαρχο σημείο τριβής το ζήτημα των μετώπων και συνεργασιών.

Το κεφάλαιο Α των Θέσεων αναφέρεται στην καπιταλιστική κρίση, τους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς και τη διεθνή αστάθεια. Η πρώτη ενότητα εστιάζει στην κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας και το νέο παγκόσμιο κύμα ύφεσης που βρίσκεται στο κατώφλι των μεγαλύτερων οικονομιών του πλανήτη. Όπου και να κοιτάξουμε στον πλανήτη βλέπουμε τη συσσώρευση γιγάντιων χρεών, σημαντική επιβράδυνση μεγάλων οικονομιών και τον κίνδυνο κατάρρευσης μεγάλων συστημικών τραπεζών όπως η Deutsche Bank. Παρότι γίνονται αναφορές στο κείμενο για «την τρίτη δομική κρίση του καπιταλισμού» και «κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου» δεν εξηγούνται οι αιτίες της εμφάνισης της δομικής κρίσης του καπιταλισμού και αυτό οδηγεί σε κενά όσον αφορά το πρόγραμμα που αναλύεται στο τρίτο κεφάλαιο όπως η παντελής έλλειψη αναφοράς στη θέση για κεντρικά σχεδιασμένη οικονομία. Η καπιταλιστική κρίση του 2007-2008 δεν προήλθε από «κρίση των μεθόδων απόσπασης υπεραξίας, του ακολουθούμενου μοντέλου συσσώρευσης (ιδιωτικοποιήσεις, απελευθέρωση των αγορών), της υπερδιόγκωσης του χρηματοπιστωτικού τομέα, της ανάπτυξης και κρίσης των παγκόσμιων καπιταλιστικών ολοκληρώσεων, της πρωτοφανούς όξυνσης των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, της αντιδραστικής στροφής στο πολιτικό σύστημα και την αστική δημοκρατία, και της κρίσης των παραδοσιακών ιεραρχιών στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα (κρίση ηγεμονίας των ΗΠΑ)» ή από την πτωτική τάση «του μέσου ποσοστού κέρδους» αλλά όλα τα παραπάνω είναι παράγωγα της κρίσης υπερπαραγωγής και μέθοδοι των καπιταλιστών για να αποφύγουν αυτή την κρίση δημιουργώντας τις βάσεις για ακόμα πιο έντονες φάσεις της κρίσης στο μέλλον όπως βλέπουμε να συμβαίνει σήμερα. Οι εγγενείς αντιφάσεις του καπιταλισμού όπως η ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και η αναρχία στην παραγωγή με σκοπό το κέρδος και τα στενά όρια του έθνους-κράτους εμποδίζουν την περαιτέρω ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων δημιουργώντας τις κρίσεις. Για να αποφύγουν το ξέσπασμα της κρίσης οι καπιταλιστές δημιούργησαν ένα γιγάντιο χρηματοπιστωτικό σύστημα επεκτείνοντας τεχνητά την ανάπτυξη για αρκετά χρόνια τοποθετώντας μπόλικο εύφλεκτο υλικό για τη βόμβα που έσκασε το 2007 στις ΗΠΑ με την κατάρρευση της Lehman Brothers. Έπειτα η κρίση φορτώθηκε στους εργαζόμενους με τη διάσωση των τραπεζών από τα κράτη που έριξαν αμέτρητα ποσά στις «μαύρες τρύπες» των τραπεζών. Θεωρούμε ότι μια παρόμοια σύντομη ανάλυση για τις αιτίες της καπιταλιστικής κρίσης θα έπρεπε να υπάρχει στις Θέσεις ώστε να ξεκαθαρίζονται τα πραγματικά αίτια της κρίσης στα μέλη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και να αποφεύγονται τυχόν παρανοήσεις.

Στην ενότητα «Η ΕΕ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΩΝ ΛΑΩΝ, ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΣΦΑΓΕΙΟ ΤΩΝ ΠΟΛΥΕΘΝΙΚΩΝ» γίνεται μια σωστή ανάλυση για το χαρακτήρα και το ρόλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως μιας ένωσης των καπιταλιστών της Ευρώπης ενάντια στην ευρωπαϊκή εργατική τάξη. Ο απροκάλυπτα αντιδραστικός ρόλος της ΕΕ φαίνεται πλέον σε εκατομμύρια ευρωπαίους εργαζόμενους από τη στάση που κρατάει απέναντι στους χιλιάδες ταλαιπωρημένους μετανάστες που αντικρίζουν συρματοπλέγματα και δυνάμεις καταστολής στα σύνορα. Επίσης χιλιάδες πρωτοπόροι αγωνιστές είδαν στην πράξη την κατάρρευση της ρεφορμιστικής ευρωκομμουνιστικής θέσης της «Ευρώπης των λαών» που καλλιεργούσε για δεκαετίες η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Η ΕΕ είναι ένας αντιδραστικός θεσμός που δε μεταρρυθμίζεται. Από την άλλη πλευρά λείπει από το κείμενο η προοπτική διάλυσης της ΕΕ εξαιτίας των αντιφάσεων του ευρωπαϊκού καπιταλισμού και της όξυνσης της καπιταλιστικής κρίσης. Προφανώς και οι διάφορες αστικές τάξεις συνασπίζονται για να επιτεθούν με ενιαίο τρόπο στην ευρωπαϊκή εργατική τάξη παρόλα αυτά δεν αναπτύσσονται αντιθέσεις μόνο ανάμεσα στον ισχυρό βορρά και τον αδύναμο νότο όπως αναφέρεται στο κείμενο αλλά επίσης και ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές χώρες όπως η Γερμανία, Γαλλία, Βρετανία και Ιταλία. Σημαντικές μερίδες των αρχουσών τάξεων αυτών των χωρών στρέφονται στον ευρωσκεπτικισμό κατανοώντας ότι δεν είναι δυνατό να κρατήσουν για πολύ στη ζωή αδύναμες οικονομίες όπως της Ελλάδας αλλά και μελλοντικά μεγαλύτερες οικονομίες όπως της Ισπανίας και της Ιταλίας. Μια σειρά από δεξιά ευρωσκεπτικιστικά αστικά κόμματα έχουν δημιουργηθεί σε κράτη-μέλη της ΕΕ. Επιπλέον είναι σημαντική παράλειψη η αναφορά του καθήκοντος των ευρωπαίων εργαζόμενων να διαλύσουν την ΕΕ και να οικοδομήσουν τις Ενωμένες Σοσιαλιστικές Πολιτείες της Ευρώπης που είναι η μόνη λύση στο αδιέξοδο του ευρωπαϊκού καπιταλισμού. Το σύνθημα των Ενωμένων Σοσιαλιστικών Πολιτειών της Ευρώπης που υιοθετήθηκε από την Κομμουνιστική Διεθνή το 1923 είναι πολύ επίκαιρο σήμερα γιατί δίνει μια διεθνιστική διέξοδο από το τέλμα του καπιταλισμού και αναδεικνύει την εναλλακτική πρόταση των επαναστατών μαρξιστών στη σημερινή σάπια ΕΕ η οποία πρέπει να αντικατασταθεί από την ευρωπαϊκή εργατική τάξη οικοδομώντας το δικό της ευρωπαϊκό ομοσπονδιακό κράτος και ενοποιώντας τις παραγωγικές δυνάμεις της ευρωπαϊκής ηπείρου.

Στο κεφάλαιο Β σκιαγραφείται η κατάσταση της ελληνικής εργατικής τάξης σήμερα με την εκτόξευση της ανεργίας και την εισαγωγή ελαστικών μορφών εργασίας: «Η ανεργία πάνω από 1,5 εκ. εργαζόμενων έχει γίνει μόνιμη. Το ίδιο και οι ελαστικές εργασιακές σχέσεις, που αγγίζουν το 50% των νέων θέσεων εργασίας. Τα ποσοστά της ανεργίας και των εργασιακών σχέσεων γαλέρας σαρώνουν, ιδιαίτερα στην νέα βάρδια της εργατικής τάξης, που θεωρεί την εργασιακή σταθερότητα και την ασφάλιση άπιαστο όνειρο. Οι μισθοί έχουν πέσει από 25-40% μέσα σε 5 χρόνια, το ίδιο και οι συντάξεις. Πάνω από 400.000 νέοι -κυρίως υψηλής μόρφωσης και ειδίκευσης- έχουν μεταναστεύσει.». Στη δεύτερη ενότητα αναφέρονται οι σημαντικοί αγώνες της περιόδου 2008-2012 που έριξαν ή αποσταθεροποίησαν μια σειρά από αστικές κυβερνήσεις. Σωστά αναφέρεται ότι μετά το 2012 είχαμε μια καμπή στους απεργιακούς-εργατικούς αγώνες και είχαμε μια στροφή στο πολιτικό-εκλογικό πεδίο με την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση τον Γενάρη του 2015. Ύστερα από ένα διάστημα μουδιάσματος που κράτησε μέχρι το περασμένο φθινόπωρο είδαμε 2 αρκετά μαζικές απεργίες και μαζικά μπλόκα των αγροτών που αποσταθεροποίησαν την κυβέρνηση. Σε αυτή την ενότητα το ΣΕΚ κατέθεσε τροπολογίες που αφορούν την κατάσταση του εργατικού κινήματος που δείχνουν ότι η ηγεσία του έχει κάνει λάθος εκτιμήσεις και έχει βγάλει λάθος συμπεράσματα για τη φάση του εργατικού κινήματος από το 2012 ως το φθινόπωρο του 2015. Ένα απόσπασμα της τροπολογίας αναφέρει: «Η παραπάνω εικόνα των οικονομικών και πολιτικών μαχών που έδωσε η εργατική τάξη και η νεολαία διέψευσε στην πράξη τις απόψεις που μιλούσαν για “κάμψη” του κινήματος μετά το 2012 και στροφή του κόσμου στην αναζήτηση “πολιτικών λύσεων”. Απόψεις που συστηματικά καλλιεργούσε η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ για να δικαιολογεί υποχωρήσεις, συμβιβασμούς και συνεργασίες με την αστική τάξη και να καλλιεργεί κλίμα εκλογικής αναμονής. Αλλά και η ηγεσία του ΠΑΜΕ που με αντίστοιχα επιχειρήματα κατέληγε να προσαρμόζεται σε σεχταριστική αναδίπλωση και μινιμάρισμα των στόχων πάλης.». Η τροπολογία αυτή διακατέχεται από εργατισμό και μια αριστερίστικη λογική. Η ταξική πάλη παρουσιάζεται από το ΣΕΚ με ένα φορμαλιστικό τρόπο λες και αναπτύσσεται γραμμικά και βρίσκεται συνέχεια σε άνοδο. Με αυτή τη λογική η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δε θα έπρεπε να κάνει συνδιάσκεψη αλλά να βρίσκεται συνέχεια στο δρόμο καλώντας σε γενική απεργία διαρκείας. Αντίθετα η ταξική πάλη υποχώρησε από το 2012 και οι μάζες στράφηκαν στο εκλογικό πεδίο στηρίζοντας τον ΣΥΡΙΖΑ από τον Μάη του 2012 μέχρι το καλοκαίρι του 2015. Αυτό δε σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι οι εργαζόμενοι στράφηκαν δεξιά και στην απάθεια αλλά αντίθετα έβγαλαν σημαντικά συμπεράσματα μέσα από την εμπειρία της διακυβέρνησης των ρεφορμιστών του ΣΥΡΙΖΑ. Οι μάζες δεν παλεύουν «για να παλεύουν». Βλέποντας το δρόμο τους μπλοκαρισμένο από τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία στράφηκαν στην ενίσχυση του ΣΥΡΙΖΑ στην κάλπη ώστε να φέρουν στην κυβέρνηση ένα κόμμα της Αριστεράς με σκοπό την εφαρμογή φιλολαϊκών μεταρρυθμίσεων που περιείχε το πρόγραμμά του. Μόλις είδαν τι σημαίνει ρεφορμισμός στην πράξη στράφηκαν πάλι στο απεργιακό πεδίο με μαζικές κινητοποιήσεις. Το εργατικό κίνημα πέρασε μέσα από ήττες τα τελευταία χρόνια αλλά όχι από «ιστορική» ήττα ικανή να το τσακίσει. Το πρόβλημα για τους Μαρξιστές δεν είναι αν θα υπάρξουν καμπές και ήττες στην ταξική πάλη αλλά το αν θα μπορέσουν να παίξουν αποφασιστικό ρόλο σε μια ανοιχτά επαναστατική κατάσταση που θα έρθει ούτως ή άλλως οικοδομώντας για αυτό τον σκοπό τον υποκειμενικό παράγοντα.

Το κεφάλαιο Γ αφορά την πολιτική πρόταση και πρόγραμμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Σε αυτό αναλύεται η πρόταση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ προς τις δυνάμεις που αποχώρησαν ή που αποχωρούν από τον ΣΥΡΙΖΑ, το «αντικαπιταλιστικό μεταβατικό πρόγραμμα» της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, το ζήτημα του «αγωνιστικού μετώπου ρήξης και ανατροπής» και του ίδιου του μετώπου της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Στην πρώτη ενότητα αναλύεται η έννοια του μεταβατικού προγράμματος ως ένα πρόγραμμα που γεφυρώνει τις σημερινές μίνιμουμ διεκδικήσεις των εργαζομένων με τα σοσιαλιστικά ιστορικά καθήκοντα που θέτει η κρίση του καπιταλισμού. Ένα μεταβατικό πρόγραμμα είναι επαναστατικό πρόγραμμα γιατί θέτει τα ιστορικά καθήκοντα του προλεταριάτου στην ημερήσια διάταξη. Τα μεταβατικά αιτήματα συνδέουν αυτά τα καθήκοντα με το επίπεδο συνείδησης της εργατικής τάξης όπως είναι διαμορφωμένη σήμερα. Αυτό συμβαίνει γιατί η συνείδηση των μαζών δε βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την αντικειμενική κατάσταση αλλά υστερεί. Το ζήτημα της εφαρμογής του, λοιπόν, πέφτει στους ώμους της εργατικής τάξης και των συμμάχων της με τη θεμελίωση μιας εργατικής κυβέρνησης και της εργατικής εξουσίας. Το λάθος των συντρόφων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ βρίσκεται ακριβώς στην απόρριψη της δυνατότητας εφαρμογής του αντικαπιταλιστικού προγράμματος από μια κυβέρνηση ενός Ενιαίου Εργατικού Μετώπου που θα μπορούσε να αναδειχθεί από κοινοβουλευτικές εκλογές προτού δημιουργηθούν τα όργανα εργατικής εξουσίας χωρίς δηλαδή να υπάρχει δυαδική εξουσία. Η θεαματική άνοδος ενός μικρού ρεφορμιστικού κόμματος όπως ο ΣΥΝ-ΣΥΡΙΖΑ από το 4% στο 16% τον Μάη του 2012 συντελέστηκε λόγω του συνθήματος «κυβέρνηση της Αριστεράς» επειδή έδωσε άμεση λύση εξουσίας. Είναι ιστορικός νόμος ότι οι μάζες ψάχνουν πάντα τον πιο εύκολο δρόμο που θα τους δώσει λύση. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα έπρεπε να προτείνει ένα γνήσιο Ενιαίο Μέτωπο με τη συμμετοχή όλων των μαζικών εργατικών κομμάτων παίρνοντας και η ίδια μέρος μέσα σε αυτό, στα πρότυπα των θέσεων του 3ου και 4ου Συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς, χωρίς την προϋπόθεση αποδοχής από τους ρεφορμιστές του αντικαπιταλιστικού μεταβατικού προγράμματος, αλλά με εξασφαλισμένο το δικαίωμα της πολιτικής και οργανωτικής ανεξαρτησίας για τους επαναστάτες. Είναι βέβαιο ότι με την παρούσα πολιτική τους οι ρεφορμιστές ηγέτες του ΣΥΡΙΖΑ και η ηγεσία του ΚΚΕ θα αρνούνταν ένα τέτοιο μέτωπο. Όμως το κύρος της επαναστατικής αντικαπιταλιστικής αριστεράς μέσα στις μάζες θα ενισχυόταν. Η σωστή εκτίμηση ότι σε αυτή τη φάση η κυβέρνηση Ενιαίου Μετώπου με αντικαπιταλιστικό - σοσιαλιστικό πρόγραμμα δεν είναι ρεαλιστική με δεδομένη την ρεφορμιστική πολιτική των ηγεσιών των μαζικών κομμάτων, αλλά και την αδυναμία των οργανώσεων και τάσεων του επαναστατικού μαρξισμού, δεν πρέπει να οδηγεί στη λάθος άποψη ότι το σύνθημα για μια τέτοια κυβέρνηση είναι «γενικά λαθεμένο». Αυτή η άποψη παραγνωρίζει την παιδαγωγική για τις μάζες σημασία του συνθήματος, το οποίο τις βοηθά να αντιληφθούν τα όρια των ρεφορμιστών και επίσης, οδηγεί στην επικίνδυνη θέση ότι οι επαναστάτες δεν πρέπει να έχουν προγραμματική πρόταση για το πιο καθοριστικό ζήτημα, το ζήτημα της εξουσίας, αν ακόμα στη χώρα δεν έχει εμφανιστεί μια ανοικτά επαναστατική κατάσταση. Μη ξεχνάμε ακόμη πως η πρώτη εργατική κυβέρνηση μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση αποτελούνταν από τους Μπολσεβίκους και τους Αριστερούς Εσέρους μέχρι που η πραγματική φύση των Αριστερών Εσέρων αποκαλύφθηκε σπάζοντας με την εργατική κυβέρνηση και την Επανάσταση ολοκληρωτικά την άνοιξη του 1918. Ένα μέτωπο μικρών οργανώσεων όπως αυτό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ δε μπορεί αντικειμενικά να θέσει το σύνολο του δικού του προγράμματος ως πλαίσιο συζήτησης σε μαζικές εργατικές ρεφορμιστικές οργανώσεις όπως είναι η ΛΑΕ ή στο παρελθόν ο ΣΥΡΙΖΑ. Συγκεκριμένα το καθήκον της ΑΝΤΑΡΣΥΑ το περασμένο καλοκαίρι ήταν η εκλογική συνεργασία με τη ΛΑΕ προπαγανδίζοντας ταυτόχρονα το σύνολο των θέσεων και του προγράμματός της. Η τροπολογία του ΣΕΚ στην ενότητα Γ4 ουσιαστικά διαφέρει από το κύριο κείμενο στην αποτίμηση της εκλογικής συνεργασίας με τη Μετωπική Αριστερή Συμπόρευση (ΜΑΡΣ) στις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015. Το ΣΕΚ κάνει κριτική σε αυτή τη συνεργασία στο σημείο 76 της τροπολογίας του. Αναφέρει τη συνεργασία ΑΝΤΑΡΣΥΑ-ΜΑΡΣ ως αρνητική «καθώς σπατάλησε πολύτιμο χρόνο και δυνάμεις από την αναγκαία εξωστρέφεια και αυτοτελή παρέμβαση της τα τελευταία δυόμιση χρόνια. Επιπλέον, αντί να ενισχύσει το μέτωπο της αντικαπιταλιστικής αριστεράς κερδίζοντας στις γραμμές της περισσότερους αγωνιστές στο τέλος το αποδυνάμωσε, με την αποχώρηση δυνάμεων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ προς την ΛΑΕ.». Από την άλλη η πλειοψηφία της απελθούσας ΚΣΕ εκτιμούσε ότι «Η πολιτική και εκλογική συμμαχία με την ΜΑΡΣ (Ιανουάριος 2015) ήταν θετική, γιατί α) έγινε πάνω στην αναγκαία πολιτική βάση, ανοίγοντας το δρόμο για συνολική υποστήριξη του αντικαπιταλιστικού προγράμματος β) συνέβαλε στη διαφοροποίηση δυνάμεων από το ρεύμα υποστήριξης της κυβερνητικής λύσης ΣΥΡΙΖΑ γ) συνέβαλε στη διαμόρφωση κριτηρίων και πολιτικών δεσμών με ρεύματα προερχόμενα από τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ, γεγονός που έπαιξε θετικό ρόλο στη στάση που κράτησαν στις πολιτικές διεργασίες που ακολούθησαν: αντίσταση στην αστική κυβερνητική διαχείριση ΣΥΡΙΖΑ και στη μνημονιακή υποταγή, αναζήτηση αιχμηρής ανατρεπτικής και αντι-ΕΕ τοποθέτησης στις μετέπειτα εξελίξεις κλπ». Αναφορικά με τις εκλογές του περασμένου Σεπτεμβρίου, οι Θέσεις υπερασπίζουν την επιλογή της μη συνεργασίας με την ΛΑΕ, εξιδανικεύοντας τη συνεργασία με τη ΜΑΡΣ στις εκλογές του Γενάρη του 2015. Όμως το καθήκον της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ήταν η συνεργασία με τη ΛΑΕ με την ταυτόχρονη υπεράσπιση ενός επαναστατικού προγράμματος. Αν αυτό είχε συμβεί η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα κέρδιζε κοινοβουλευτική εκπροσώπηση και θα είχε ήδη στραμμένα πάνω της τα μάτια των μαζών. Η τροποποίηση στην ενότητα Γ4 που κινείται σε τελείως διαφορετική κατεύθυνση προέρχεται από την Πρωτοβουλία για μια ΑΝΤΑΡΣΥΑ αντικαπιταλιστική και επαναστατική. Αυτή η τροπολογία είναι η πιο αριστερίστικη καθώς αποκλείεται a priori η οποιαδήποτε συνεργασία με ρεφορμιστικά κόμματα και οργανώσεις. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν έχει παρά να «πρωταγωνιστήσει στο κίνημα εναντίον της καπιταλιστικής επίθεσης» και «μπορεί να γίνει ο πόλος που θα προσελκύει αγωνιζόμενα τμήματα, τόσο από τη δεξαμενή των προηγουμένως ανοργάνωτων τμημάτων της εργατικής τάξης και της νεολαίας, όσο και από τη δεξαμενή των μέχρι πρότινος υποστηρικτών του ρεφορμισμού, σπάζοντας τους δεσμούς τους με τις ηγεσίες του ΣΥΡΙΖΑ, της ΛαΕ και του ΚΚΕ. Αν αναλωθεί σε διαβουλεύσεις κορυφής με “προσωπικότητες” ή σε μονοθεματικές πρωτοβουλίες “ειδικών”, σαν αυτές που δεν έλειψαν τα τελευταία χρόνια, και απορροφήθηκαν κατά κανόνα από το ΣΥΡΙΖΑ θα μετακινηθεί η ίδια προς τα δεξιά και δεν θα προσελκύει κανέναν». Φτάνει δηλαδή απλά η ΑΝΤΑΡΣΥΑ να προβάλει το επαναστατικό μεταβατικό της πρόγραμμα και οι μάζες θα την ακολουθήσουν αφήνοντας πίσω τους τον ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΚΕ και τη ΛΑΕ. Και γιατί τόσες δεκαετίες δεν έχουν μαζικοποιηθεί μικρότερες οργανώσεις από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ που μιλάνε ανοικτά στο όνομα του μαρξισμού-λενινισμού-τροτσκισμού; Δυστυχώς η τροπολογία των συντρόφων της Πρωτοβουλίας για μια ΑΝΤΑΡΣΥΑ αντικαπιταλιστική και επαναστατική δε μας απαντά. Το γνήσιο Ενιαίο Μέτωπο μπορεί να δημιουργηθεί μόνο με το συντονισμό από τα «πάνω» αλλά και από τα «κάτω» με καθορισμό πλαισίου και συγκεκριμένα αιτήματα πάλης. Το σύνθημα «βαράμε μαζί, βαδίζουμε όμως χωριστά» πρέπει να εφαρμοστεί από όλες τις δυνάμεις του εργατικού κινήματος που θα συμπεριλαμβάνει το ΚΚΕ, τη ΛΑΕ, την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, τα συνδικάτα και τον κόσμο που αποδεσμεύεται ειλικρινά από τον ΣΥΡΙΖΑ (σε καμία περίπτωση καριερίστες ρεφορμιστές) ώστε να αποκρούσουμε τη συντονισμένη επίθεση καπιταλιστών, κυβέρνησης και ΕΕ. Παράλληλα αυτές οι δυνάμεις θα πρέπει να συμφωνήσουν από κοινού ένα μίνιμουμ πλαίσιο πάλης. Επιπλέον η κάθε δύναμη θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα στην πολιτική και οργανωτική ανεξαρτησία και το δικαίωμα ελεύθερης άσκησης κριτικής. Μόνο σε αυτή τη βάση θα αποδειχθεί η ορθότητα του μεταβατικού προγράμματος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ κερδίζοντας την πλειοψηφία της εργατικής τάξης οδηγώντας τη στην κατάληψη της εξουσίας.

Εν κατακλείδι η 3η Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ κινείται σε σωστή κατεύθυνση όσον αφορά το πρόγραμμα αλλά για άλλη μια φορά σε υπεραριστερή όσον αφορά την τακτική. Για την επιβίωση του εγχειρήματος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι αναγκαίος ο εξοπλισμός και η εκπαίδευση των μελών στις γνήσιες μαρξιστικές ιδέες ειδάλλως είναι πολύ πιθανή η διάλυσή της ή η περαιτέρω συρρίκνωσή της όπως έχει συμβεί σε παρόμοια σχήματα στην Ευρώπη (NPA στη Γαλλία, ULA στην Ιρλανδία). Από την άλλη πάντα ελλοχεύει ο κίνδυνος της ρεφορμιστικής στροφής λόγω της απομόνωσής της από τις μάζες εξαιτίας των σεκταριστικών της λαθών. Το μόνο αντίδοτο σε αυτό τον κίνδυνο είναι η εκπαίδευση των μελών στη μαρξιστική θεωρία και όχι η συνέχιση με μεγαλύτερη ένταση του αδιέξοδου δρόμου του σεκταρισμού.

Πηγή : marxismos

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου