Τετάρτη 18 Φεβρουαρίου 2015

Μα Τι Είναι Τέλος Πάντων Η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ; [του Πέτρου Νομικού]

Αριστερή (αλλά όχι εργατική) ή αστική (αλλά όχι κεντρώα ούτε δεξιά)

Πραγματικό κομφούζιο οι απόψεις που κυκλοφορούν για το ποιον αυτής της κυβέρνησης. Φταίει που στην Ελλάδα δεν είχαμε ποτέ κάποιο είδος «αριστερής» κυβέρνησης κυρίως γιατί ποτέ δεν υπήρξε στην Ελλάδα η συγκολλητική ουσία μιας τέτοιας κυβέρνησης : η σοσιαλδημοκρατία. Είναι λοιπόν σε ένα βαθμό εξηγήσιμη η αμηχανία και οι αδρανειακές αγκυλώσεις τις οποίες, φυσικά, η Μεγάλη Καπιταλιστική Κρίση δεν καταλαγιάζει διόλου. Έτσι, θα συναντήσει κανείς αντιλήψεις σε όλο το φάσμα που διατρέχει την απόσταση ανάμεσα στις δυο ακραίες και ανυπόφορα ιλαρές ετυμηγορίες.

 Η μία προέρχεται από το R-Project και φαντάζεται την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ και λοιπών εθνικιστικών δυνάμεων, περίπου σαν όργανο εργατικής εξουσίας που απλώς πρέπει να διεκδικήσει ολόκληρη την πίττα της κρατικής εξουσίας αντί να την μοιραστεί με την αστική τάξη: «70 χρόνια από τη Βάρκιζα, επανέρχεται το ίδιο κρίσιμο ερώτημα σε διαφορετικές συνθήκες: θα δώσουμε τη μάχη για την εξουσία ή θα προδώσουμε τις ελπίδες της εργατικής τάξης και του κόσμου της Αριστεράς αναζητώντας "εθνικές συναινέσεις" και κυνηγώντας χίμαιρες για "φιλολαϊκούς" ταξικούς συμβιβασμούς με το εγχώριο και διεθνές σύστημα;» (R-Project)

Και για την διεκδίκηση αυτή καλεί σε μια καινοφανή κενολογία, ένα ενιαίο μέτωπο της .... αριστεράς (ή από τα πάνω να 'ναι, κι ό,τι να 'ναι): «Σε τέτοιες συνθήκες σκληρής αναμέτρησης, το κόμμα ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να θεωρείται προαιρετική πολυτέλεια και να μπαίνει σε «παρένθεση» αναγνωρίζοντας το μονοπώλιο των χειρισμών στην κυβέρνηση. Χωρίς τη μαχητική και μαζική ενεργοποίηση των οργανώσεων και χωρίς τη δημοκρατική και πυκνή λειτουργία των συλλογικών οργάνων του κόμματος, θα λείπει ο αποφασιστικός πολιτικός και οργανωτικός κρίκος χωρίς τον οποίο η πολιτική της κυβέρνησης θα πελαγοδρομεί επικίνδυνα και ανεξέλεγκτα, ενώ η πολιτικοποίηση και ο συντονισμός του κινήματος, η οργάνωση της διεθνούς αλληλεγγύης αλλά και το ενιαίο μέτωπο της Αριστεράς θα είναι ανέφικτα».(R-Project)

Η άλλη αντίληψη, ή μάλλον άρνηση αντιλήψεως, είναι του ΚΚΕ. Οι καλοί μας σταλινικοί, αφού μας φλόμωσαν δεκαετίες επί δεκαετιών με την μπόχα των λαϊκών μετώπων αλλά και των απροκάλυπτων κυβερνήσεων ταξικής συνεργασίας, θορυβημένοι από τις διασπάσεις τους μαζεύτηκαν πια στο σεχταριστικό τους καβούκι, κι αντί για πολιτική, μισοξέθαψαν το κουφάρι του τριτοπεριοδικού τους αριστερισμού, ίσα-ίσα μέχρι εκεί που ανακηρύσσει κύριο εχθρό τη Συριζαϊκή «σοσιαλδημοκρατία», για να το συμπληρώσουν με τον στάνταρ κοινοβουλευτικό τους κρετινισμό και το αξεσουάρ της «λαϊκής εξουσίας» στην νοητή προέκταση του κόσμου ετούτου. Φυσικά η διάσπαση της εργατικής τάξης και η απομόνωση πάνε πακέτο με τον χαρακτηρισμό του μεν ΣΥΡΙΖΑ ως καθαρόαιμου αστικού κόμματος κατά τα πρότυπα του αλήστου μνήμης «σοσιαλφασισμού» της δε κυβέρνησής του, ως τυπικής αστικής κυβέρνησης: Τι Σαμαροβενιζέλος τι Τσιπροκαμμένος! Τίποτα δεν άλλαξε. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που η ήττα της συγκυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ θα ήταν μάλλον αδιάφορη από τη σκοπιά των κατά ΚΚΕ «λαϊκών» συμφερόντων: «Η κυβερνητική εναλλαγή και η ανάληψη της διακυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ δε συνιστά πολιτική αλλαγή υπέρ του λαού. Η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ θα συνεχίσει τις αντιλαϊκές δεσμεύσεις της χώρας στην ΕΕ και τους δανειστές και φυσικά αυτό θα είναι ανάσα στο αστικό πολιτικό σύστημα, που επιδιώκει την πιο βαθιά ενσωμάτωση του λαού μέσα από την ανασύνθεση του αστικού κομματικού συστήματος, σε μια κρίσιμη στιγμή για το λαό και το κίνημά του». (Ανακοίνωση της ΚΕ του ΚΚΕ)

Η δήλωση της ίδιας της κυβέρνησης που αυτοχαρακτηρίζεται κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας ή όπως το θέτει ο superstar Βαρουφάκης «[ε]ίναι το ιστορικό καθήκον της αριστεράς, στη συγκεκριμένη συγκυρία, να σταθεροποιήσει τον καπιταλισμό, να σώσει τον ευρωπαϊκό καπιταλισμό από τον εαυτό του και από τους ανόητους διαχειριστές της αναπόφευκτης κρίσης της ευρωζώνης», για το μεν R-Project περνά ως ανάξια λόγου απαρατήρητα, για το δε KKE, που έχει δα συμμετάσχει σε τέτοιες κυβερνήσεις και ξέρει, εκλαμβάνεται τοις μετρητοίς ως αμετάκλητο χαρακτηριστικό ενός μεταφυσικού ορισμού της κυβέρνησης˙ βλέπετε στον μανιχαϊστικό κόσμο του ΚΚΕ υπάρχουν μόνο δυο λογιώ κυβερνήσεις: οι αστικές και εκείνες του ΚΚΕ. Οι μεν του R-Project απομονώνουν τον άμορφο «λαό» από την κυβέρνηση επιτρέποντάς του μόνο το ίδιο τους το κόμμα ως ιμάντα μεταφοράς των προσδοκιών του προς τα πάνω, και επικεντρώνονται στο κόμμα για να αγνοήσουν την κυβέρνηση˙ να αγνοήσουν την προβληματική της σύνθεση και τον πολιτικό της χαρακτήρα. Αντιστρόφως, οι του ΚΚΕ απομονώνουν την κυβέρνηση από το «λαό» για να επικεντρωθούν σε αυτήν και να ξεδιπλώσουν, για άλλη μια φορά, τη βαθιά τους περιφρόνηση προς αυτόν τον λαό και την εργατική τάξη που δεν τα μέτρησε καλά και ψήφισε λάθος, ενώ αν ψήφιζε σωστά...

Μία ιλαρή αλλά και ακριβής περιγραφή της πολιτικής του συνοψιζόταν από τον Κ. Μαραγκό, στο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ «επαναλαμβάνει τα γνωστά κόλπα των συνδικαλιστών του. Απειλές, αγωνιστική ρητορική, και την ώρα της αναμέτρησης, αναβολή και εξαφανιζόλ. Και μετά οι γνωστές δικαιολογίες για το συσχετισμό δύναμης [...] και άλλα τέτοια». Έτσι έχουμε κατά καιρούς από το 2012 ακούσει αρκετή επαναστατική ρητορική, ρήξεις, ταξικές μάχες, για να φτάσουμε στην πρώτη δόση εξαφανιζόλ που ακούει στο όνομα πρόγραμμα Θεσσαλονίκης.
Για να είμαστε πάντως ακριβοδίκαιοι, στη βάση αυτού του προγράμματος ζήτησε και πήρε την ψήφο της 25ης Ιανουαρίου ο ΣΥΡΙΖΑ. Ανάμεσα όμως στις αριστερόστροφες ρητορικές κορώνες και στις δεξιόστροφες υπαναχωρήσεις ένα πράγμα διατρέχει τον σύνολο πολιτικό λόγο του ΣΥΡΙΖΑ:

Η φαντασίωση μιας επιστροφής στο 2009.

Με πρόφαση την επίκληση του «δυνατού», του πολιτικού ρεαλισμού και της ανωριμότητας του κινήματος (την οποία ο ίδιος την είχε μαντζουράνα του, την είχε κατιφέ του, ξεπουλώντας συστηματικά, όπως ακριβώς και το ΚΚΕ, εργατικούς αγώνες) ο ΣΥΡΙΖΑ πραγματοποιούσε τη φενάκη του μικροαστού. Ας πάει στα όρη στ΄ άγρια βουνά, στον απήγανο η κρίση, και ας τον αφήσουν τα μεγάλα αφεντικά, σαν και πρώτα, να ροκανίζει ένα κατιτί υπεραξίας. Μαζί με αυτόν τον νοικοκυραίο μοιράζονται την ίδια φενάκη και τα ανώτερα στρώματα της εργατικής τάξης σε τομείς όπου υπήρχε συνδικαλιστική κάλυψη και συγκριτικά μεγαλύτεροι μισθοί και – κυρίως – εργασιακή ασφάλεια. Αυτός ο νοικοκυραίος λοξοκοίταζε προς τη Χρυσή Αυγή αλλά η εκλογική φόρα του ΣΥΡΙΖΑ μαζί με το αλλήθωρο εκλογικό σύστημα, που ερχόταν να πέσει αυτεπίστροφο στο δόξα πατρί του Σαμαροβενιζέλου, τον αναπροσανατόλισε προς το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης. Ναι˙ να μην πεθάνουν οι πεινασμένοι, να ανοίξουν οι δουλειές, παναπεί να πουλιέται και να αγοράζεται σαν και πρώτα «κανονικά» η εργατική δύναμη, και να στηθεί ένα νέο πολιτικό συμβόλαιο. Για την Ελλάδα ρε γαμώτο! Αυτά επαγγελλόταν το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης. Σε αυτή την πολιτική βάση συνέκλιναν τα παλαιά και νέα μικροαστικά στρώματα και αυτών των στρωμάτων αποτελεί την κύρια εκπροσώπηση ο ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό διαλαλεί το γεγονός ότι «στην πραγματικότητα τα πιο ισχυρά άμεσα μέτρα που ανακοίνωσε η κυβέρνηση είναι το αφορολόγητο στα 12000, η κατάργηση του ΕΝΦΙΑ (από τη νέα χρονιά, για το 2014 ο Πρωθυπουργός κάλεσε να πληρωθούν οι υπόλοιπες δόσεις), η ρύθμιση των κόκκινων δανείων και η προστασία της πρώτης κατοικίας, μέτρα που στην πλειοψηφία τους απευθύνονται περισσότερο στη μικρή ιδιοκτησία και τη μικροαστική τάξη παρά στους εργαζόμενους καθαυτούς» (Μ & Ν Σκούφογλου). Όμως ένα πολιτικό σχέδιο δεν είναι ακαδημαϊκό πόνημα. Τοποθετείται και λειτουργεί σε ένα συγκεκριμένο πολιτικό περιβάλλον. Εκεί όπου κάθε κόμμα ή πολιτικό σχέδιο, μπορεί να συσπειρώνει γύρω του μερίδες διαφόρων τάξεων για τους πιο ποικίλους λόγους. Το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης συγκέντρωσε γύρω του και σε εκλογική βάση, μαζί με τους μικροαστούς, και μεγάλα τμήματα της δοκιμαζόμενης εργατικής τάξης και των ανέργων, αλλά όχι για την ουσία του προγράμματος, όχι καταφατικά. Όλος ο κόσμος της δουλειάς καταλάβαιναν πολύ καλά ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν «αρκετά αριστερός» – «όχι όσο θα θέλαμε» ακουγόταν πολύ χαρακτηριστικά – αλλά η πρότασή του ήταν η μόνη που μπορούσε να εκπαραθυρώσει εδώ και τώρα το Σαμαροβενιζέλο και την κατρακύλα της εξαθλίωσης. Η πολιτική ηγεμονία των μικροαστών όμως είναι σαφής και εκδηλώνεται σε όλο της το μεγαλείο...

...στην εθνικιστική χροιά του όλου σκηνικού.

Πρώτα από την σύνθεση της Κυβέρνησης όπου διαλάμπουν εκτός του ανεκδιήγητου Καμμένου, ο στρατηγός Τόσκας, ο κατά το ενημερωμένο δίκτυο Σπάρτακος βετεράνος των ιμπεριαλιστικών περιπετειών του ελληνικού καπιταλισμού, στρατιωτικός σύμβουλος του Μπεγλίτη και θιασώτης του άξονα Ισραήλ, Κύπρου, Ελλάδας, ο, σύμφωνα με το σοβαρό «Βήμα», πολυπράγμων κύριος Κοτζιάς, οικοδεσπότης του Alexander Dugin, σύμφωνα με τον ερευνητή της ρωσικής ακροδεξιάς Anton Shekhovtsov, στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς και ο οποίος από τη θέση του επικεφαλής της ιδεολογικής επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ το μακρινό 1980 υπερασπιζόταν το Πολωνικό καθεστώς γράφοντας «ανοησίες» όπως λέει ο ίδιος στο Spiegel, κατ' εντολήν της ηγεσίας Φλωράκη της οποίας ήταν σημαίνον μέλος –με το στανιό ή όχι δεν διευκρινίζεται – για να αποφύγουμε να μνημονεύσουμε τα εξίσου λαμπρά ονόματα των προϊσταμένων της ΕΥΠ και του ΙΚΑ.
Η πολιτική αυτή ηγεμονία φαίνεται επίσης και από την γοητεία που ασκεί αυτή η κυβέρνηση στον μικροαστικό εθνικισμό ακόμα και στη φασιστική του μορφή. Οι έπαινοι του μητροπολίτη Αμβρόσιου είναι λαλίστατοι.

Ακόμα κι αν ευσταθεί η «σοσιαλ-αστική» διήγηση του ΚΚΕ, μπορούμε πάντως να συμφωνήσουμε ότι οι έπαινοι του Αμβρόσιου είναι το τελευταίο πράγμα που θα επιδίωκε σ' αυτόν τον μάταιο κόσμο ο Τσίπρας, πολιτικά αλλά και προσωπικά. Αν είναι έτσι όμως, πρέπει επειγόντως να κάνουμε μια διάκριση ανάμεσα σε αυτό που διατείνεται ή πιστεύει ότι είναι μια πολιτική και σε αυτό που πράγματι απογίνεται ή μπορεί να απογίνει. Έτσι μια ρητορική περί ανάκτησης της εθνικής κυριαρχίας, διεκδίκησης εθνικής ανεξαρτησίας, διεκδίκησης πολεμικών αποζημιώσεων (που καταδίκαζε κάποτε ο Α. Καλοδούκας) κ.τ.τ, όταν πραγματικό εθνικό ζήτημα δεν υπάρχει, μπορεί μόνο να κατασκευάσει εθνικιστικούς μπαμπούλες, κατάλληλους για ακροδεξιά χρήση. Η Χρυσή Αυγή εμφανίζει μειωμένα ποσοστά στα μετεκλογικά γκάλοπ, γιατί ο εθνικός μπαμπούλας που λάνσαρε – οι μετανάστες από τον «τρίτο κόσμο» – τείνει ήδη να αντικατασταθεί από τον εθνικό μπαμπούλα του«οικονομικού Δ' Ράιχ». Ο νέος εθνικός εχθρός είναι ο γερμανός που, από χούι, θέλει να διαφεντέψει την προσφιλή μας πατρίδα. Και το παραμύθι αυτό φαίνεται να δουλεύει αρκετά ώστε να κάνει τον Κρανιδιώτη τον Αμβρόσιο και τον Μπαλτάκο να «βαράνε προσοχές» εκστατικοί. Ας παρατηρήσουμε όμως ότι αναγκαία προϋπόθεση για να μεταβληθεί η «αριστερή» «καλή» πρόθεση σε εθνικιστικό μπαμπούλα είναι η απουσία της εργατικής φωνής. Η απουσία μιας διεθνιστικής εργατικής φωνής που να δείχνει τον κύριο εχθρό στην Αθήνα και μόνο πίσω από αυτόν το Βερολίνο και τα αλλοτινά ένδοξα Παρίσια. Μιας εργατικής φωνής που δεν μπορεί να χωρέσει, για παράδειγμα, στον αυτοπεριορισμό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε ρόλο ριζοσπαστικότερου και πλειοδοτούντος ρεφορμιστή σε σύγκριση με τον ντροπαλό «ρεφορμιστή» ΣΥΡΙΖΑ.

Μα είναι εθνικισμός η απόδοση ελληνικής ιθαγένειας στα μεταναστόπουλα;

Ας το δούμε πάλι, το θέμα της ελληνικής ιθαγένειας στους μετανάστες. Είναι κανείς αντίθετος, από αριστερή ή απλώς ανθρωπιστική θέση, με την απόδοση ελληνικής ιθαγένειας στα μεταναστόπουλα που γεννήθηκαν στην Ελλάδα; Όχι βέβαια! Όπως είναι επίσης βέβαιο ότι η πλειοψηφία των μελών του ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν υπέρ της χωρίς όρους γενικής παροχής ασύλου ιθαγένειας και ταξιδιωτικών εγγράφων σε όλους τους μετανάστες. Όμως η καταραμένη πολιτική σκοπιμότης της συνεργασίας με τους ΑΝΕΛ, η πρόβλεψη και πρόληψη των αντιδράσεων από όσους, ισχυρούς πάντως, θεωρούν εαυτούς θιγόμενους από κάτι τέτοιο, ο πολιτικός ρεαλισμός με ένα λόγο, επιβάλλουν το πρώτο αυτό δειλό βήμα για όσους γεννήθηκαν στην Ελλάδα εν όψει – βλέποντας και κάνοντας ή και μη κάνοντας – των επομένων βημάτων. Φυσικά όταν αποφεύγεις τη σύγκρουση για να κρατήσεις τις ισορροπίες μιας ταξικής συνεργασίας καταλήγεις να πειθαρχείς στις επιταγές του ισχυροτέρου και τα επόμενα βήματα δεν θα έρθουν ποτέ. Όμως έστω κι έτσι, τι ακριβώς κερδήθηκε;
Προφανώς εάν έχεις αποκλίνον από τα «ελληνικά» πρότυπα, χρώμα δέρματος, η κατοχή ενός δελτίου ταυτότητας κι ενός διαβατηρίου αλλάζει τον τρόπο που βλέπεις τη ζωή σου (ακόμα κι αν δεν μπορεί να αλλάξει ουσιαστικά τον τρόπο που σε βλέπει αυτή). Αλλά από την άλλη, τι τέλος πάντων θα μπορούσε να γίνει με το παλληκάρι ή την κοπελιά που γεννήθηκε στην Ελλάδα από γονείς που ήρθαν από την Υποσαχάριο Αφρική; Θα τον/την έστελνε το ελληνικό κράτος στην ξένη γι' αυτόν/αυτήν χώρα των γονιών του της οποίας δεν είναι πολίτης; Θα τον/την έστελνε σε μια χώρα που πιθανότατα σπαράσσεται από την ιμπεριαλιστική επέμβαση και τους εθνικιστικούς εμφυλίους και στην οποία απλώς αδυνατεί να επιζήσει – καθώς αγνοεί, όπως και πας «έλλην», τους στοιχειώδεις κώδικες επιβίωσης και επικοινωνίας, πιθανώς ακόμα και την τοπική γλώσσα; Κι αν τελικά το κάνει, μπορεί το ελληνικό κράτος να ευελπιστεί ότι το μεταναστόπουλο θα παραμείνει εκεί; Μόνο νεκροί δεν θα γυρίσουν τρέχοντας στην ελληνική πατρίδα τους, όπως τρέχοντας θα γύριζε και κάθε ντόπιος «έλλην». Στην πραγματικότητα ο ελληνικός καπιταλισμός δεν έχει τρόπο να ξεφορτωθεί το πλεονάζον μεταναστευτικό εργατικό δυναμικό που γεννήθηκε στην Ελλάδα και, όπως θα δούμε, ούτε καν το θέλει. Αλλά τότε, εκτός από τον μετριασμό του κυνηγητού ως μετανάστη και της επαπειλούμενης απέλασης (που δεν είναι έλασσον για τον μετανάστη) υπέρ του κυνηγητού του ίδιου ως έλληνα πλέον άνεργου, τι άλλο είναι εκείνο που έχει να κερδίσει από την ελληνική αστυνομική ταυτότητα ο συλλογικός μετανάστης και το οποίο θα μπορούσε να ενδιαφέρει και την μπουρζουαζία; Σάμπως η ιθαγένεια θα τον ταΐσει αυτόν ή τα παιδιά του; Θα του εξασφαλίσει εργασία; Θα αυξήσει το σπάνιο μεροκάματό του; Αν μάλιστα το καλοσκεφτείς σε τελική ανάλυση ούτε και λόγο έχει η ελληνική μπουρζουαζία να διώξει αυτούς που «σε περιόδους κρίσης» μπορούν «να χρησιμεύσουν ως «μεταβλητές προσαρμογής», είτε έμμε­σα με μα­ζικές απελάσεις στο πλαίσιο της «εθνικής προτίμησης» για προσλήψεις, είτε ασκώντας πίε­ση στους μισθούς χάρη στην ανοχή προς μια τεράστια μαύρη αγορά εργασίας»(D. Bensaïd:Keynes, και μετά;). Δεν κοστίζει δα και τίποτε να πετάξουν αυτό το πλεονάζον μεταναστευτικό εργατικό δυναμικό μέσα στη γενική χαβούζα της ανεργίας μαζί και για τους ίδιους ακριβώς λόγους, για τους οποίους έχουν ρίξει εκεί και τους ντόπιους εργάτες. Αντιθέτως η ελληνική μπουρζουαζία κερδίζει πολιτικά. Φρενάροντας την κυβέρνηση μέχρις εκεί, και μη παρέκει, κρατάει τον φράχτη στον Έβρο άθικτο και την Frontex στο Αιγαίο εκτός οπτικού πεδίου μετεκλογικά. Λύνει επιπλέον θεσμικά το πρόβλημα των de facto ελλήνων με γονείς μετανάστες για να μπορέσει να συνεχίσει απρόσκοπτα την πολιτική της Ευρώπης-φρούριο. Κάτι ξέρουν και οι νεοαποικιοκράτες επ' αυτού με τα εύφλεκτα suburbs και banlieues. Το κεφάλαιο ορθώνει έτσι αποτελεσματικότερο τον φραγμό στο μεταναστευτικό ρεύμα με ό,τι αυτό σημαίνει για τον έλεγχο των προλεταρίων. Οι επόμενοι μετανάστες, ερχόμενοι, θα συναντήσουν εκτός από την φονική κρατική καταστολή, και την ενδεχόμενη –στο βαθμό που το εργατικό σχέδιο δεν τίθεται– εχθρότητα των πολιτογραφημένων ομοεθνών τους. Η «ρεαλιστική αριστερή» απόδοση ιθαγένειας μόνο σε όσους γεννήθηκαν στην Ελλάδα δημιουργεί δίπλα στο διαχωρισμό ντόπιος εργάτης – ξένος εργάτης άλλη μια διαχωριστική γραμμή, αυτή τη φορά μεταξύ των μεταναστών εργατών˙ διαιρεί τεχνητά, διχάζει και διασπά τη δύναμη μιας ενιαίας εργατικής τάξης: Ο καπιταλισμός μπορεί να ενσωματώσει ο,τιδήποτε βρει μπροστά του αρκεί μόνο να απουσιάζει το εργατικό σχέδιο.
Και ακριβώς αυτό του προσφέρει η αριστερά του ρεαλισμού: βάζει στην μπάντα την εργατική τάξη και μεταθέτει εσαεί το σχέδιό της για άλλον «ευθετότερο» χρόνο. Μιλάει εξ ονόματός της, γι αυτήν, χωρίς αυτήν.

Και οι εργασιακές σχέσεις;

Κι αν στο πολιτικό επίπεδο η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ αποτολμά ορισμένα μέτρα που φαίνονται αρχικά ασύμβατα με τις κυρίαρχες επιλογές του κεφαλαίου, χωρίς βέβαια να φτάνει ποτέ σε ρήξη με τον πυρήνα των καπιταλιστικών σχέσεων και λειτουργώντας όπως πάντα ως συλλογικός καπιταλιστής για να ωθήσει το καπιταλιστικό σύστημα σε αναδιάρθρωση και καλύτερη προσαρμογή, στο επίπεδο των εργασιακών σχέσεων το ίδιο πράγμα καταντάει αστείο. Η επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων που επαγγέλλεται το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ μετά την τεράστια καθίζηση των εργατικών δικαιωμάτων και απέναντι σε μια στρατιά 1,5 εκατομμυρίου ανέργων μόνο σαν κακόγουστο αστείο μπορεί να εκληφθεί ή, καλύτερα, ως απόπειρα να ξαναστηθεί η συνδικαλιστική γραφειοκρατία στα πόδια της από τα τάρταρα της ανυποληψίας, για να χειραγωγήσει και πάλι τους εργατικούς οικονομικούς αγώνες. Η αναφορά του euro2day επαναφέρει στην σκληρή πραγματικότητα: «Την ίδια στιγμή βέβαια που ξεκινά ο διάλογος μεταξύ υπουργείου και κοινωνικών εταίρων, εταιρείες και μάλιστα μεγάλες προχωρούν σε μειώσεις μισθών ή και σε εφαρμογή ευέλικτων μορφών εργασίας, μέσω της υπογραφής ατομικών συμβάσεων. Αλλά και οι πλέον πρόσφατες επιχειρησιακές συμβάσεις που υπεγράφησαν εντός του Ιανουαρίου προβλέπουν, με εξαίρεση μία, σημαντική μείωση μισθών έως και 13%».

Όσο για την επιχειρηματολογία του Ιωακείμογλου, που επιστράτευσε ολόκληρη την επιστημοσύνη του για να μας πείσει ότι η επαναφορά του ελάχιστου μισθού στα 751€ θα παρέσυρε τους πραγματικούς μισθούς προς τα πάνω, μια απλή ανακοίνωση της εργοδοσίας, ότι συμφωνεί μεν με τον ελάχιστο μισθό των 751€ εφόσον είτε της δοθεί η δυνατότητα είτε να μειώσει τους μεγαλύτερους μισθούς ώστε να παραμείνει το μισθολογικό κόστος σταθερό, είτε να πληρώσουν το κράτος και το ΙΚΑ τη διαφορά μειώνοντας σε αντίστοιχο ύψος τις εισφορές και το μη μισθολογικό τους κόστος, τουτέστιν νέες φοροαπαλλαγές, ρύθμιση χρεών κλπ, άρκεσε για να την γελοιοποιήσει. Έτσι άρχισαν τα ζιγκ-ζαγκ και οι προτάσεις για σταδιακή επαναφορά του κατώτατου στα 751€ αρχίζοντας με αύξηση κατά 2,4%. Φυσικά κανένας δεν αναφέρει ότι με ετήσιο ρυθμό 2,4% θα φτάσουμε αισίως στα 751€ μετά από 11 χρόνια, δηλαδή το σωτήριον έτος 2026! Οι παλινωδίες και η αναβολή της νομοθετικής κατοχύρωσης του ελάχιστου μισθού για του χρόνου, καθιστούν απλώς περισσότερο γελοία την προγραμματική τυμπανοκρουσία της Θεσσαλονίκης.

Έτσι, μολονότι «[α]υτό που έχει περισσότερη σημασία» για το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, «είναι πως οποιαδήποτε παραχώρηση υπόσχεται[...]για την ανακούφιση της εργατικής τάξης όχι μόνο δεν θίγει στο παραμικρό το δικαίωμα της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας, αλλά μάλιστα λογοδοτεί πρώτα από όλα στη βιωσιμότητα και την ανάπτυξη της εθνικής καπιταλιστικής οικονομίας, και όχι στα εργατικά δικαιώματα» εντούτοις «[τ]ο τι ακριβώς μπορεί να κερδηθεί δεν μπορεί κανείς να το προβλέψει με ακρίβεια, γιατί πάνω από όλα εξαρτάται από τη διεκδικητικότητα των αγώνων»(Μ & Ν Σκούφογλου). Όμως δεν είναι μόνο η διεκδικητικότητα των αγώνων που κάνει την πρόβλεψη επισφαλή. Επειδή, η μεν πολιτική έχει τη σχετική της αυτονομία, οι δε διαπραγματεύσεις επικαθορίζονται τόσο από την εκτιμώμενη αντίδραση των μαζών όσο και από τις κινήσεις των διαφόρων ιμπεριαλιστικών συμφερόντων που ελίσσονται κυριολεκτικά επί της ακμής του ξυρού της Μεγάλης Καπιταλιστικής Κρίσης, δεν μπορούν να αποκλεισθούν «ατυχήματα» που θα άνοιγαν απότομα ρωγμές πολιτικά εκμεταλλεύσιμες από ένα εργατικό σχεδιασμό που δεν χαζεύει παθητικά την παράσταση των Βρυξελλών. Αρκεί και πάλι αυτός ο εργατικός σχεδιασμός να υπάρχει και να είναι σε εγρήγορση. Γι' αυτό δεν αρκεί ούτε ο απλός διεκδικητικός αγώνας στο βαθμό που δεν ακολουθεί μέχρι την άλλη άκρη του το μεταβατικό νήμα. Είναι για παράδειγμα άχρηστο το σύνθημα της εθνικοποίησης των τραπεζών αν δεν λέει ταυτόχρονα να ανοίξουν τα βιβλία και να μπουν κάτω από εργατικό έλεγχο (άρα να προβλέψουμε και τις δομές αυτού του εργατικού ελέγχου). Είναι επίσης άχρηστο το σλόγκαν της παραγωγικής ανασυγκρότησης, εάν αυτή πρόκειται να αφεθεί στο έλεος του κυνηγιού του καπιταλιστικού κέρδους και δεν μπει κάτω από τον έλεγχο των εργατών.

Εν τέλει η κυβέρνηση...

Μ' αυτά και τούτα πάντως, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ δεν είναι μια τυπική αστική κυβέρνηση. Αν είναι αστική ως κυβέρνηση ταξικής συνεργασίας δεν παύει να είναι κυβέρνηση με κορμό ένα κόμμα που είναι αναγκασμένο να «ακούει» τις εργατικές προσδοκίες και που ξέρει ότι η χρήση του κατασταλτικού μηχανισμού εναντίον των ψηφοφόρων του θα είναι η καταδίκη του σε πολιτική εξαφάνιση. Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι μαζί μας. Και χωρίς εργατική αντικαπιταλιστική παρέμβαση, το ΚΚΕ μπορεί, όντας αρόδου στην καραντίνα του, να επιχαίρει για την αυτοεπαληθευόμενη προφητεία του υπέρ του καπιταλισμού, τον οποίον καταριέται, και εις βάρος της εργατικής τάξης, στην οποία ορκίζεται: η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είτε θα ΔΗΜΑΡοποιηθεί σε μια τυπική αστική κυβέρνηση που προωθεί με το νύχι και το δόντι έναν αναδιαρθρωμένο ελληνικό καπιταλισμό γύρω από το ευρώ και τις ΑΟΖ, είτε, ακόμα χειρότερα, θα ανατραπεί από τα δεξιά, όταν οι μικροαστοί που την στηρίζουν σήμερα, απογοητευτούν αύριο και στραφούν στο φασισμό. Ο δρόμος άλλωστε από τον εθνικισμό των κακών γερμανών στον εθνικισμό των διαβολικών μεταναστών (και των τρισκατάρατων αριστερών εργατών) δεν είναι διόλου μακρύς και έχει ήδη διανυθεί κατά την αντίστροφη φορά.

Αν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να εκβιαστεί από ένα ισχυρό εργατικό κίνημα ώστε να πάει παραπέρα από κει που θα ήθελε, τότε μπορεί και να πέσει από τα αριστερά. Θα έχει όμως προηγουμένως εγκαινιάσει μια εποχή κυβερνήσεων εργατικής αναφοράς. Κι όταν αυτή η κυβέρνηση αποδειχθεί πολύ λίγη για εργατική κυβέρνηση, τότε το ερώτημα πώς θα ήταν αποτελεσματική μια εργατική κυβέρνηση, εισβάλλει αυτόκλητο στο πολιτικό προσκήνιο. Επομένως το σύνθημα της εργατικής κυβέρνησης που λογοδοτεί όχι στο αστικό κοινοβούλιο αλλά σε δομές εργατικής αυτοοργάνωσης όποια μορφή κι αν πάρουν, πρέπει να συνοψίζει το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα στην προμετωπίδα της επαναστατικής αριστεράς. Είτε τα πράγματα οδηγηθούν τελικά προς τα εκεί είτε όχι, το σύνθημα της εργατικής κυβέρνησης διατηρεί όλη την παιδαγωγική του δυναμική. Αυτό που φαίνεται βουνό στο μυαλό του παραζαλισμένου από προκαταλήψεις μικροαστού (ο οποίος μπορεί κάλλιστα να παρακολουθεί με συγκρατημένη αποστροφή τις ασχήμιες των φασιστικών πολιτοφυλακών στην τηλεόραση αλλά θεωρεί φρικιαστικό να πάει στο αφεντικό μια εργατική επιτροπή και να του πει «για άνοιξε τα βιβλία σου καλέ μου άνθρωπε») μπορεί πράγματι να είναι πολύ απλό για το εργατικό σχέδιο. Να πως περιγράφει ο Λένιν την 1η Οκτώβρη του 1917 το εάν και πώς θα μπορούσαν οι Μπολσεβίκοι να κρατήσουν την εξουσία: Ας πούμε ότι «[τ]ο προλεταριακό κράτος πρέπει να επιβάλει τη μεταστέγαση μιας πολύ φτωχής οικογένειας στο διαμέρισμα ενός πλούσιου. Ας υποθέσουμε ότι η ομάδα της εργατικής πολιτοφυλακής μας είναι δεκαπενταμελής: δύο ναύτες, δύο στρατιώτες, δύο εργάτες με ταξική συνείδηση (εκ των οποίων, ας υποθέσουμε, μόνο ένας είναι μέλος του Κόμματος μας, ή συμπαθών), ένας διανοούμενος, και οκτώ φτωχοί εργατικοί άνθρωποι, εκ των οποίων τουλάχιστον πέντε πρέπει να είναι γυναίκες, υπηρέτες, ανειδίκευτοι εργάτες, και ούτω καθεξής. Η ομάδα φτάνει στο διαμέρισμα του πλουσίου, το επιθεωρεί και διαπιστώνει ότι αποτελείται από πέντε δωμάτια που κατοικούνται από δύο άνδρες και δύο γυναίκες - "Πρέπει να στριμωχτείτε σε δύο δωμάτια αυτό το χειμώνα, πολίτες, και να προετοιμάσετε δύο δωμάτια για δύο οικογένειες που τώρα ζουν σε υπόγεια. Μέχρις ότου, με τη βοήθεια των μηχανικών (είστε μηχανικός, έτσι δεν είναι;) δημιουργήσουμε καλές κατοικίες για όλους, θα πρέπει να στριμωχτείτε λίγο. Το τηλέφωνό σας θα εξυπηρετεί πλέον δέκα οικογένειες. Αυτό θα εξοικονομήσει εκατό ωρών εργασία που σπαταλιέται για ψώνια, και ούτω καθεξής. Τώρα στην οικογένειά σας υπάρχουν δύο ανεπάγγελτα πρόσωπα, τα οποία μπορούν να εκτελέσουν ελαφριά εργασία: μια πολίτις πενήντα πέντε χρονών και ένας πολίτης δεκατεσσάρων χρονών. Θα βρίσκονται σε υπηρεσία για τρεις ώρες την ημέρα επιβλέποντας την σωστή διανομή των προμηθειών σε δέκα οικογένειες τηρώντας και το απαραίτητο σχετικό κατάστιχο. Ο πολίτης φοιτητής της ομάδας μας θα καταγράψει τώρα αυτή τη λίστα των εντολών σε δύο αντίτυπα και θαείχατε την καλοσύνη να μας δώσετε μία υπογεγραμμένη δήλωση ότι θα τις εκτελέσετε πιστά»

Κι αν οι εργατικές πολιτοφυλακές και η επανάσταση είναι πολύ μακριά από την κατάσταση της ταξικής συνείδησης των εργατών, είναι παρόλα αυτά πολύ κοντά στην αντικειμενική πολιτική κατάσταση και χρέος των επαναστατών είναι να βρουν τρόπο να στήσουν το καλούπωμα για να γεφυρωθούν αυτά τα δύο. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου