Κυριακή 27 Ιουλίου 2014

Από Το Πολυτεχνείο Στη Μεταπολίτευση Και Την Απόπειρα Διαγραφής Της

Η μεταπολιτευτική Αριστερά της ελπίδας και της αμηχανίας

του Παναγιώτη Σωτήρη - Εκτός Γραμμής

Η Μεταπολίτευση είναι η περίοδος που η ελληνική κομμουνιστική Αριστερά βρέθηκε ταυτόχρονα να συναντιέται με μια νέα κοινωνική δυναμική και να χάνει την πρωτοβουλία των κινήσεων ως προς την οργάνωση και την πολιτικοποίηση των λαϊκών τάξεων.

Τα σημάδια είχαν φανεί νωρίτερα, όταν η εκρηκτική άνοδος της ΕΔΑ στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης στις εκλογές του 1958 δεν μπόρεσε να έχει ανάλογη συνέχεια, ενώ αντίθετα το Κέντρο κατάφερε να πάρει ξανά την πρωτοβουλία αλλά και να κερδίσει νέα εργατικά στρώματα στις πόλεις. Αυτό δεν μειώνει τη σημασία των νέων γενιών που εντάχτηκαν στην Αριστερά τη δεκαετία του 1960, ιδίως της πρώτης γενιάς, η οποία δεν κουβαλούσε με τον ίδιο τρόπο το βάρος της ήττας του Εμφυλίου και έβαλε το χνάρι της στη «Χαμένη Άνοιξη» του πολιτισμού και της αριστερής αναζήτησης, και στη ριζοσπαστικοποίηση του μαζικού κινήματος, ιδίως στα Ιουλιανά. Ωστόσο, η Δικτατορία βρήκε την Αριστερά απροετοίμαστη˙ είχε μεν ένα σημαντικό νέο δυναμικό, στην πραγματικότητα εκπροσωπούσε ό,τι πιο πρωτοπόρο και δημιουργικό διέθετε η ελληνική κοινωνία, αλλά ταυτόχρονα δεν μπορούσε να το μετασχηματίσει σε μια άλλη στρατηγική.

Η διάσπαση του 1968, με τη σειρά της, έκφραση αυτής της αντίφασης ήταν. Το ερώτημα που ταλάνιζε τους αγωνιστές στο εσωτερικό του ΚΚΕ και κατ’ επέκταση της ΕΔΑ ήταν όντως ποιος μπορεί να χαράζει τη γραμμή: η εξόριστη και αποκομμένη ηγεσία ή οι αγωνιστές που βρίσκονταν στην Ελλάδα και αντιμετώπιζαν τα πραγματικά ερωτήματα; Μόνο που το δίλημμα αυτό επικαθοριζόταν από τον δεξιόστροφο τρόπο με τον οποίο είχαν εσωτερικευτεί τα στρατηγικά ερωτήματα μέσα στο κομμουνιστικό κίνημα μετά το 1956, όταν είχαμε ουσιαστικά την αποκήρυξη του Εμφυλίου ως απονενοημένου διαβήματος και την επικέντρωση σε ένα σχήμα «δημοκρατικής αλλαγής» όχι μόνο ως αναγκαία απαλλαγή από το αυταρχικό μετεμφυλιακό πλαίσιο αλλά και ως στρατηγική άρνηση της επαναστατικής ρήξης. Αυτό σήμαινε ότι το ιστορικό αίτημα της αναγκαίας ανανέωσης του κομμουνιστικού κινήματος εκφραζόταν υπό το βάρος μιας δεξιάς οπτικής. Συγχρόνως το ίδιο το γεγονός ότι η διάσπαση έγινε μέσα στη Δικτατορία και σε μια περίοδο που ακόμη δεν είχε ξεδιπλωθεί μαζική αντίδραση στη Χούντα επίσης διαμόρφωσε κλίμα αποκαρδίωσης.

Νέα μορφώματα, νέες αντιφάσεις

Την ίδια στιγμή νέα μορφώματα αναδεικνύονται δίνοντας μια γεύση για το μετά. Από τη μία οι πρώτες οργανώσεις / ρεύματα της επαναστατικής Αριστεράς, από την άλλη το φαινόμενο ΠΑΚ. Πλάι σε αυτά μια νέα γενιά μπαίνει στα κόμματα της Αριστεράς, κυρίως από το μαζικό φοιτητικό κίνημα σε όλη τη διαδρομή μέχρι το Πολυτεχνείο. Αυτή η γενιά είναι πιο ανοιχτή σε μια ριζοσπαστικότερη κατεύθυνση. Ωστόσο στο επίπεδο της Αριστεράς τα πράγματα δεν πήγαιναν προς το καλύτερο. Στο εσωτερικό του ΚΚΕ Εσ. κερδίζουν οριστικά –με συμβολική συμπύκνωση την ανάδειξη του Λεωνίδα Κύρκου και όχι του Νίκου Καρρά στην ηγεσία– οι δεξιότερες λογικές που θεωρούν ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος από την πάλη για μια κοινοβουλευτική ομαλοποίηση της Δικτατορίας μέσω της συνεργασίας ακόμη και με τμήματα της Δεξιάς. Στο χώρο του ΚΚΕ έγιναν προσεκτικότερα βήματα –με συμβολική συμπύκνωση την αντικατάσταση του Κολιγιάννη από τον Χαρίλαο Φλωράκη– αλλά το στρατηγικό χνάρι (παρά την προσπάθεια διατύπωσης μιας περισσότερο «αριστερής» εκδοχής της θεωρίας των σταδίων) δεν απέχει από το στόχο της επαναφοράς της δημοκρατίας, παρά τις ριζοσπαστικότερες αναζητήσεις που ανέδειξε η δικτατορία. Παράλληλα, οι διάφορες τάσεις της επαναστατικής Αριστεράς, κυρίως εντοπισμένες στον φοιτητικό χώρο, παρά την καταλυτική τους συμβολή στην εξέγερση του Πολυτεχνείου, δεν κατάφεραν να έχουν διαφορετική στρατηγική συνεισφορά στην όποια συζήτηση διεξάγεται στη διάρκεια της Δικτατορίας.

Δεν είναι τυχαίο ότι σε όλο αυτό το τοπίο η κομμουνιστική Αριστερά επί της ουσίας δεν μπορούσε, ακόμη και στη βάση της δυναμικής του Πολυτεχνείου, να ορίσει τη δική της εκδοχή ρήξης και ανατροπής της Δικτατορίας. Ως αποτέλεσμα, η πτώση της Δικτατορίας έγινε πολύ περισσότερο με πρωτοβουλία των αστικών δυνάμεων παρά της αντιμέτωπης με τις δικές της οριακές αντιφάσεις και το βάρος μιας εθνικής καταστροφής Αριστεράς. Επανέρχεται νομιμοποιημένη αλλά χωρίς την πρωτοβουλία των κινήσεων, με την κυβέρνηση Καραμανλή να θέτει τους όρους της μετάβασης, κι ας υπάρχει εκρηκτική δυναμική. Οι ηγεσίες της Αριστεράς προτιμούν να επικεντρωθούν στην κατοχύρωση της πλήρους νόμιμης δράσης αντί να δουν με ποιον τρόπο ο λαϊκός παράγοντας θα κάνει καταλυτική την παρουσία του το καλοκαίρι του 1974. Παρά τη μεγάλη δυναμική που δείχνουν οι κινητοποιήσεις της πρώτης περιόδου –π.χ. οι εκρηκτικές κινητοποιήσεις για το Κυπριακό– οι ηγεσίες των κομμάτων της Αριστεράς αποδέχονται το συσχετισμό δύναμης. Αυτό αποτυπώνεται και στην έκβαση των εκλογών του 1974 και την οδυνηρή αποτελεσματικότητα του –στην πραγματικότητα χωρίς αντικειμενική υπόσταση πλέον– διλήμματος «Καραμανλής ή τανκς».

Το αποτέλεσμα είναι η εντυπωσιακή πολιτική και οργανωτική ανάπτυξη της Αριστεράς μέσα στη Μεταπολίτευση να γίνεται υπό το βάρος της αποδοχής μιας στρατηγικής ήττας, μιας αδυναμίας να υπάρξει επαναστατική στρατηγική από τη στιγμή που οι βασικοί στόχοι του αντιδικτατορικού κινήματος, αλλά σε μεγάλο βαθμό και της προδικτατορικής Αριστεράς, δηλαδή η αποκατάσταση μιας τυπικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και η ελεύθερη πολιτική δράση της Αριστεράς, είχαν επιτευχθεί. Γι’ αυτό και πολύ σύντομα αυτοπεριορίζεται στο στόχο μιας προοδευτικής κυβέρνησης ως αφετηρία σταδιακής μετάβασης στο σοσιαλισμό. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως αυτή της ηγεσίας του ΚΚΕ Εσ. που έκανε λανθασμένη εκτίμηση της πιθανότητας να επιστρέψουν δικτατορικές τάσεις, είχαμε ακόμη και προβολή θέσεων όπως η ΕΑΔΕ ως πρόταση για πλατιά εθνική ενότητα και με τη Δεξιά.

Το ΠΑΣΟΚ και η ενσωμάτωση

Σε αυτό το σημείο έρχεται και καθορίζει τα πράγματα το ΠΑΣΟΚ. Το ΠΑΣΟΚ εξαρχής, χωρίς να απαρνιέται την κληρονομιά του Κέντρου, δεν διεκδικεί να είναι η συνέχεια της Ένωσης Κέντρου. Αντίθετα, ενσωματώνει –σε ορισμένες περιπτώσεις πιο αποτελεσματικά από την κομμουνιστική Αριστερά– κρίσιμες πλευρές του μεταπολιτευτικού ριζοσπαστισμού και ιστορικά αιτήματα της Αριστεράς, διεκδικεί το ρόλο της σημαντικότερης αριστερής δύναμης στο μαζικό κίνημα, συναντιέται με μεγάλο μέρος των νέων εργατικών στρωμάτων και μέσα από κινήσεις όπως η αποδοχή νέων συνδικαλιστικών δυναμικών αναπαράγει τη βασική τοποθέτηση της Αριστεράς –δηλαδή μια προοδευτική αντιιμπεριαλιστική κυβέρνηση και έναν κοινοβουλευτικό δρόμο για το σοσιαλισμό. Αναδεικνύεται έτσι στη βασική δύναμη του μπλοκ της αλλαγής.

Όλη αυτή την περίοδο η Αριστερά αναδεικνύει κάθε πλευρά της στρατηγικής κρίσης της. Δεν μπορεί να ορίσει μια επαναστατική στρατηγική απέναντι στο βάθεμα των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, τις νέες εργατικές μερίδες, τη νεολαιίστικη ριζοσπαστικοποίηση, τον εκσυγχρονισμό πλευρών του κράτους. Στην πραγματικότητα, εξακολουθεί ατελέσφορα να κατηγορεί τις αστικές δυνάμεις ότι δεν μπορούν να φέρουν τον αστικό εκσυγχρονισμό, ενώ αυτός γινόταν πράξη βήμα βήμα. Την ίδια στιγμή τα αιτήματα και ο λόγος της Αριστεράς παραμένουν εγκλωβισμένα σε έναν κοντόθωρο οικονομισμό που δεν πάει πέρα από τη διεκδίκηση αναδιανομής εισοδήματος και κρατικοποιήσεων. Δεν αμφισβητεί τις παραγωγικές σχέσεις ούτε ενσωματώνει τα συμπεράσματα από το ριζοσπαστικό εργατικό κίνημα και τον εργοστασιακό συνδικαλισμό. Ακόμη και στον φοιτητικό συνδικαλισμό, παρ’ όλη τη μεγάλη πολιτικοποίησή του, οι σχηματισμοί της κομμουνιστικής Αριστεράς επιμένουν σε μια κατεύθυνση εκδημοκρατισμού και διεκδίκησης συμμετοχής διαλέγοντας ακόμη και κατασταλτικό ρόλο απέναντι στις ριζοσπαστικές τάσεις και την επαναστατική Αριστερά που επιμένουν στην αμφισβήτηση του πανεπιστημίου ως ιδεολογικού μηχανισμού του κράτους.

Την ίδια στιγμή που το ΠΑΣΟΚ σταδιακά κατακτούσε την ηγεμονία μέσα στο λαϊκό κίνημα, οι δυνάμεις της Αριστεράς και κυρίως το ΚΚΕ αντιμετώπισαν το κίνημα μέσα από τη λογική του οργανωτικού και εκλογικού μηχανισμού. Από τα καταστατικά των σωματείων μέχρι την επιλογή των κατηγοριών που περιλάμβαναν από τις διαδικασίες ως τον τρόπο εκλογής το κλειδί ήταν ο έλεγχος, οι συσχετισμοί, η εκπροσώπηση και όχι η δυναμική, η κινηματική αποτελεσματικότητα, η ανατροπή του πραγματικού συσχετισμού δύναμης. Όταν μάλιστα αυτό συνδυάστηκε με την πρόσδεση στο κράτος μετά το 1981, διαμορφώθηκαν οι όροι για μια ορισμένη εκδοχή γραφειοκρατικού και σε πλευρές του καθεστωτικού συνδικαλισμού, τις επιπτώσεις του οποίου ακόμη βλέπουμε ενεργές.

Πάνω από όλα η Αριστερά όλη εκείνη την περίοδο και παρά τη μεγάλη της συμβολή στην πολιτικοποίηση των λαϊκών μαζών, στην εκλαΐκευση κρίσιμων πτυχών της μαρξιστικής θεωρίας, στην ανάπτυξη μαζικών κοινωνικών πρακτικών, δεν κατορθώνει να δώσει μια άλλη απάντηση στη στρατηγική της «αλλαγής». Στην πραγματικότητα η ηγεμόνευση από μια αστική οπτική δεν αφορά μόνο το ΠΑΣΟΚ και το όραμά του για ένα μείγμα αστικού εκσυγχρονισμού και μερικής αναγνώρισης των υποτελών τάξεων. Αφορά και την Αριστερά. Αυτό αποτυπώνουν οι προγραμματικές θέσεις που με τη μία ή την άλλη παραλλαγή δεν πήγαιναν πέρα από τα όρια μιας προοδευτικής διακυβέρνησης η οποία θα βελτίωνε μεν τη θέση των υποτελών τάξεων, κυρίως αναγνωρίζοντάς τις πολιτικά και θεσμικά, αλλά στην πραγματικότητα θα σταθεροποιούσε και δεν θα υπονόμευε την αναπαραγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής.

Ακόμη περισσότερο, σε αντίθεση με την περίοδο και της Κατοχής και των μετεμφυλιακών χρόνων, η Αριστερά έχασε την ικανότητά της να μπορεί να διαμορφώνει τις ιδεολογικές και μορφωτικές πρακτικές ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων. Την ίδια στιγμή που σε επίπεδο δημόσιου λόγου φαινόταν ότι μια εκδοχή αριστερής πολιτικοποίησης κυριαρχούσε, στην πραγματικότητα η Αριστερά δεν είχε τρόπους να ανακόψει τις πρακτικές ανέλιξης των μικροαστικών στρωμάτων, τον καταναλωτισμό, τον καριερισμό. Για καιρό η φαινομενική πολιτικοποίηση μπορούσε να καλύπτει αυτή την αντίφαση, αλλά από ένα σημείο και μετά, για πολύ μεγάλο φάσμα μεγαλομηχανικών, εργολάβων, στελεχών επιχειρήσεων με προέλευση την Αριστερά, μιλούσε κυρίως η άμεση κοινωνική πρακτική και όχι η ιδεολογία. Το αποτέλεσμα επιπλέον ήταν να χάσει σταδιακά η Αριστερά τον μορφωτικό της ρόλο, να μην μπορέσει να απαντήσει στην εισβολή της εμπορικής ιδιωτικής τηλεόρασης, να φτάσουμε στα σημερινά γκάλοπ όπου το 1/3 του πληθυσμού πιστεύει ότι… μας ψεκάζουν.

Η Αριστερά της Μεταπολίτευσης γίνεται έτσι βαθιά κοινοβουλευτική. Μπορεί να επαναλαμβάνει διαρκώς ότι το βάρος πέφτει στους μαζικούς αγώνες, ωστόσο όλα δείχνουν να υποτάσσονται στους κοινοβουλευτικούς συσχετισμούς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η επιλογή του ΚΚΕ να κατέβει στις εκλογές του 1981 με το σύνθημα «ΚΚΕ, αλλαγή, δεύτερη κατανομή», κοινώς να μην έχει καμιά σε βάθος εναλλακτική στρατηγική απέναντι στο ΠΑΣΟΚ πέραν της απλής πάλης για εκλογική ενίσχυση ως την καλύτερη τοποθέτηση στη μετεκλογική διαπραγμάτευση.

Επαναστατική Αριστερά: τομές και όρια

Η επαναστατική Αριστερά θα δώσει μεγάλους αγώνες στη Μεταπολίτευση. Θα προσπαθήσει να μετατρέψει τη δυναμική που βγήκε στο Πολυτεχνείο σε καθημερινή δυναμική μέσα στους αγώνες. Θα έχει καταλυτική συνεισφορά στο φοιτητικό κίνημα και στον εργοστασιακό συνδικαλισμό. Θα αποφύγει να αποδεχτεί τα όρια της μεταπολιτευτικής νομιμότητας και του «ομαλού κλίματος» πληρώνοντας και το ανάλογο τίμημα, με αποκορύφωμα τους δυο νεκρούς του Νοέμβρη του 1980. Θα προσπαθήσει να επεξεργαστεί σε ορισμένους τομείς προχωρημένες θέσεις, όπως για παράδειγμα την κριτική στην ουδετερότητα των εκπαιδευτικών μηχανισμών και της επιστημονικής γνώσης. Ταυτόχρονα όμως η παρέμβασή της σφραγίζεται από τα όρια του εγκλωβισμού μέσα σε ιστορικές ιδεολογικές αναφορές, συχνά και με στοιχεία θεωρητικής καθυστέρησης, αλλά και σε έναν ιδιότυπο σεχταριστικό μικρομεγαλισμό που έκανε οργανώσεις όχι μόνο να αντιγράφουν το μοντέλο του κόμματος (κομματική εφημερίδα, κομματικές παρατάξεις κ.λπ.), αλλά και να θεωρούν ότι ο μεγαλύτερος αντίπαλος ήταν η πιο κοντινή ιδεολογικά οργάνωση (αν και ποτέ δεν αντιμετώπισαν τις μεταξύ τους διαφορές με το συχνά βίαιο τρόπο που κυρίως το ΚΚΕ αντιμετώπισε όλες τις αριστερές κριτικές τις οποίες δεχόταν).

Με αυτόν τον τρόπο η επαναστατική Αριστερά, ενώ συγκέντρωσε μέρος του πρωτοπόρου δυναμικού και σφράγισε αγώνες, στην πραγματικότητα δεν μπόρεσε να προσφέρει διαφορετική στρατηγική απέναντι στη στρατηγική αμηχανία της ρεφορμιστικής Αριστεράς. Αναπαρήγαγε σε μεγάλο βαθμό τη λογική της εξαρτημένης Ελλάδας και υποτίμησε το βάθος του αστικού εκσυγχρονισμού. Με σχήματα όπως αυτό της «φασιστικοποίησης» όχι μόνο υποτίμησε το βάθος των θεσμικών τομών αλλά τελικά τροφοδότησε τη δυναμική της «αλλαγής» ως απαλλαγής από τη φασίζουσα Δεξιά. Αναπαρήγαγε ένα μοντέλο ολόπλευρης πολιτικής στράτευσης που όμως δεν κάλυπτε τις αγωνίες και τις αναζητήσεις των αγωνιστών οδηγώντας σε μαζικές αποχωρήσεις – το πρώτο κύμα «ανένταχτων». Στην καλύτερη θεωρητική εκδοχή της, αυτή που συνδέθηκε με την περιπέτεια της Β΄ Πανελλαδικής, κατάφερε απλώς να κωδικοποιήσει την υπαρκτή κρίση της Αριστεράς, να έχει κρίσιμες θεωρητικές συνεισφορές, σε τομή με τη θεωρητική ένδεια άλλων ρευμάτων, αλλά δεν μπόρεσε να αρθρώσει μια εναλλακτική στρατηγική, ούτε κατόρθωσε να αποκτήσει γείωση σε κρίσιμα εργατικά στρώματα πέραν του ριζοσπαστικού φοιτητικού κινήματος.

Η μεταπολιτευτική Αριστερά σφράγισε μεγάλο μέρος των συγκρούσεων και των μαχών που δόθηκαν σε μια κρίσιμη περίοδο. Σε μεγάλο βαθμό συνέβαλε σ’ ένα κεκτημένο αγωνιστικότητας, στράτευσης και σύγκρουσης που ακόμη και σήμερα οι κυρίαρχες δυνάμεις αδυνατούν να ξεριζώσουν. Ωστόσο, την ίδια στιγμή δεν μπόρεσε να αρθρώσει τους όρους μιας αναγκαστικά πρωτότυπης επαναστατικής στρατηγικής που θα μπορούσε να απαντήσει στη δυναμική του αστικού εκσυγχρονισμού, από την καραμανλική «σοσιαλμανία» μέχρι τις μεταρρυθμίσεις του ΠΑΣΟΚ. Αντίθετα, στην πραγματικότητα, άμεσα ή έμμεσα τις ενίσχυσε. Κληρονόμησε έτσι αναζητήσεις, αγωνιστικές εμπειρίες αλλά και μια στρατηγική αμηχανία που εξακολουθεί να σφραγίζει την πολιτική της Αριστεράς από τον εγκλωβισμό του ΣΥΡΙΖΑ σ’ ένα δεξιόστροφο κυβερνητισμό μέχρι την αμυντική αντανακλαστική ηττοπάθεια του ΚΚΕ. Με αυτή την έννοια η πρόκληση μιας σύγχρονης επαναστατικής Αριστεράς, που να κρατάει ό,τι καλύτερο από την παράδοση της αυταπάρνησης και του ηρωισμού του κομμουνιστικού κινήματος, αλλά και να χαράσσει ταυτόχρονα μια γραμμή ρήξης και ανατροπής, παραμένει ενεργή. Γιατί μερικά στοιχήματα εξακολουθούν να παίζονται ακόμη.

Δημοσιεύτηκε στο Εκτός Γραμμής τ. 34 | Νοέμβριος 2013

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου